Χρυσοστόμου Μάριος Δημητράκη ν. Συνεργατικό Ταμιεύτηριο Λεμεσού Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 2221

ECLI:CY:AD:2015:A685

(2015) 1 ΑΑΔ 2221

[*2221]15 Οκτωβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

 

Εφεσείων - Eναγόμενος Αρ.1,

 

ν.

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 341/2010)

 

 

Έξοδα ― Αποστέρηση εξόδων ― Έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία ο εφεσείων αποστερήθηκε των εξόδων του παρά την επιτυχία του στην αγωγή ως εναγόμενος ― Απόφανση Εφετείου ότι τα περιστατικά της υπόθεσης, δεν αναδείκνυαν «καλό λόγο» που δικαιολογούσε τη μη εφαρμογή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του γενικού κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης ― Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη σχετική επί του θέματος ευχέρεια του, αποστερώντας τον εφεσείοντα από τα έξοδα ― Απόφαση πλειοψηφίας.

 

Ο εφεσείων/εναγόμενος 1 κατόπιν αδείας που ελήφθη, καταχώρησε έφεση σε σχέση με ζήτημα αποστέρησης εξόδων, παραπονούμενος ότι ενώ η εναντίον του αγωγή απορρίφθηκε δεν του επιδικάσθηκαν έξοδα. 

 

Στην πρωτόδικη διαδικασία οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες είχαν καταχωρήσει αγωγή εναντίον τριών εναγομένων, με την οποία επιδιώκετο να κηρυχθούν ακυρώσιμες δύο συμφωνίες δανείου «συνεπεία απάτης και/ή συνωμοσίας και/ή ψευδών παραστάσεων». Ακόμη διατυπώνονταν αξιώσεις για £300.000 πλέον τόκους ως αποζημιώσεις «για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή δόλο και/ή συνομωσία των εναγομένων 1, 2 και 3 προς εξαπάτηση των εφεσιβλήτων/εναγόντων και/ή για παράβαση των Συμφωνιών». Πρόσθετα επιδιώκετο η έκδοση διατάγματος πώλησης δύο ενυπόθηκων κατοικιών.

 

Σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες απέσυραν την αγωγή εναντίον του εναγόμενου [*2222]2 χωρίς έξοδα, ενώ οι χρηματικές τους αξιώσεις για το ποσό των £303.000 είχαν ικανοποιηθεί με την υλοποίηση της διευθέτησης που προηγήθηκε και καταγράφηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Το αποτέλεσμα της αποτυχίας επίλυσης μεταξύ των διαδίκων του θέματος των εξόδων για τον εφεσείοντα, ήταν ότι η υπόθεση οδηγήθηκε σε δίκη και το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία τόσο από την πλευρά των εφεσιβλήτων όσο και από την πλευρά του εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε αποτελεσματική τη μαρτυρία, αφού επρόκειτο για αγώγιμο δικαίωμα δόλου, με αυξημένο βάρος απόδειξης, με αποτέλεσμα η αγωγή να απορριφθεί, παρά το γεγονός ότι δεν είχε τρωθεί η ίδια η αξιοπιστία των μαρτύρων για τους ενάγοντες.

 

Περαιτέρω, στα πλαίσια του καθήκοντος αξιολόγησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε και την κρίση του για την αξιοπιστία του εφεσείοντα αναφερόμενο σε ψεύδη του εφεσείοντα τα οποία και συγκεκριμενοποίησε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων, ότι δικαιολογημένα οι ενάγοντες με τα στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους πίστευαν, όπως κάθε μέσος λογικός άνθρωπος, ιδίως με τη μαρτυρία που είχαν στη διάθεση τους κατά τον ουσιώδη χρόνο, ότι ο εναγόμενος 1 ενήργησε με σκοπό να τους εξαπατήσει μόνος ή από κοινού με τους εναγόμενους 2 και/ή 3.

 

Η συμπεριφορά του εναγόμενου 1 και η άρνηση του, αλλά και η επιμονή του να ζητά έξοδα, εκ του ασφαλούς πλέον, όταν ο εναγόμενος 2 διευθέτησε την υπόθεση, οδήγησε, όπως σημείωσε, το ζήτημα μέχρι τέλους, όπως υπόμνησε.

 

Και στην υπόθεση κατέληξε, υπήρχαν καλοί λόγοι, ικανοί να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα.

 

Συνακόλουθα, λαμβάνοντας, όπως σημείωσε υπόψη όλα τα πιο πάνω, κατέληξε ότι ήταν πιο δίκαιο η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της, παρά την απόρριψη της αγωγής.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το Δικαστήριο απέτυχε να ασκήσει δικαστικά τη σχετική διακριτική του ευχέρεια σε σχέση με τα έξοδα, δεδομένου ότι στηρίχθηκε σε λανθασμένη κατά συμπέρασμα πεισματική συμπερι[*2223]φορά του εναγομένου.

 

β)  Το Δικαστήριο αποφάσισε τα έξοδα της δίκης να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα αυτής, χωρίς να έχει γι’ αυτό καλό λόγο, καθιστώντας την απόφαση του «αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς και/ή λανθασμένα υπό τας περιστάσεις αιτιολογημένη».

 

γ)  Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε αντιφατικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου, αφού ενώ αφενός «ψέγει τους ενάγοντες για την ανεπάρκεια της μαρτυρίας τους», αφετέρου υπονοεί ότι δικαιολογημένα κινήθηκε η συγκεκριμένη αγωγή. 

 

δ)  Το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας, «έλαβε υπόψη στοιχεία άσχετα με την ουσία της υπόθεσης ... ήτοι την άρνηση του εναγομένου 1 να δεχτεί εκείνα που του προσάπτονταν, δηλαδή προσμέτρησε εναντίον του το ότι θέλησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Η αγωγή ήταν τόσο αστήριχτη, ακόμη και με τη διαπίστωση ότι ο εναγόμενος ήταν αναξιόπιστος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α: Υπό: Χριστοδούλου Δ., συμφωνούντος και του Ερωτοκρίτου, Δ.:

 

1.  Προέκυπτε ότι τα περιστατικά της υπόθεσης δεν αναδείκνυαν «καλό λόγο» που δικαιολογούσε τη μη εφαρμογή του γενικού κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη σχετική επί του θέματος ευχέρεια του, αποστερώντας τον εφεσείοντα από τα έξοδα.

 

2.  Καθ’ όλη τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, ήταν σταθερή η θέση του εφεσείοντα ότι τα πληρεξούσια ήταν γνήσια και τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν στοιχεία δόλου και/ή απάτης και/ή συνομωσίας και/ή ψευδών παραστάσεων δεν ευσταθούσαν, θέση που η αξιόπιστη μαρτυρία των εφεσιβλήτων την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν κρίθηκε ικανοποιητική να ανατρέψει.

 

3.  Κάτω απ’ αυτή τη θεώρηση ήταν ατυχής η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η υπόθεση οδηγήθηκε πεισματικά σε ακρόαση» αφού ήταν δικαίωμα του εφεσείοντα να διεκδικήσει τα έξοδα του εφόσον θεωρούσε τον εαυτό του αθώο σ’ ό,τι οι εφεσίβλητοι του καταλόγιζαν, κατάσταση που επιβεβαιώθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο που ενώ δέχτηκε στο σύνολο της ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, εντούτοις έκρινε πως αυτή δεν ήταν ικανοποιητική για τεκμηρίωση δόλου εναντίον του.

[*2224]4.    Εσφαλμένη για το θέμα των εξόδων ήταν και η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δικαιολογημένα οι ενάγοντες με τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους πίστευαν, όπως κάθε λογικός άνθρωπος.» ότι ο εφεσείοντας «ενήργησε με σκοπό να τους εξαπατήσει μόνος ή από κοινού με τους εναγόμενους 2 και/ή 3», αναφορά που ήταν αδιάφορη για αποστασιοποίηση από το γενικό κανόνα που αφορά στα έξοδα καθ’ ότι το τι πίστευαν ή όχι οι εφεσίβλητοι, ήταν θέμα που αφορούσε τους ίδιους και όχι τον εφεσείοντα, ώστε να συνεκτιμηθεί ως στοιχείο για να αποστερηθεί τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι των όσων του καταλόγιζαν οι εφεσίβλητοι.

 

5.  Τέλος ήταν εσφαλμένη η επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της «επιμονής του εφεσείοντα να ζητά έξοδα, εκ του ασφαλούς πλέον, όταν ο εναγόμενος 2 διευθέτησε την υπόθεση», επίκληση που παραγνώριζε το σημαντικό στοιχείο ότι ο εναγόμενος 2 διευθέτησε χρηματική αξίωση των εφεσιβλήτων ύψους άνω των €500.000, τη στιγμή που η θέση του ήταν πως η υπογραφή του πλαστογραφήθηκε και η οποία θέση ήταν η πεμπτουσία της αγωγής των εφεσιβλήτων.

 

6.  Για όλους τους πιο πάνω λόγους τα περιστατικά της υπόθεσης δεν αναδείκνυαν «καλό λόγο» ώστε να αποστερηθεί ο εφεσείοντας τα έξοδα του και συνακόλουθα εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια επί του θέματος.

 

Β. Υπό: Ψαρά – Μιλτιάδου Δ.:

 

1.  Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12, την οποία επικαλείται και το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι επάναγκες ότι η αδιαμφισβήτητη ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να ασκείται δικαστικά, δηλαδή με την ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας.

 

2.  Τα επίδικα σημεία της πρωτόδικης απόφασης επ’ ουδενί μπορούσαν να θεωρηθούν ως μη έχοντα αιτιολογία. Αντιθέτως το Δικαστήριο καθιστώντας ξεκάθαρο από την αρχή το περιεχόμενο του βασικού κανόνα (δηλαδή ότι το αποτέλεσμα κύρια καθορίζει το θέμα των εξόδων), στη συνέχεια, με πλήρη αναφορά στα γεγονότα που έλαβε υπόψη, παρεκκλίνει της αρχής αυτής.

 

3.  Σίγουρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι λειτούργησε υπό το κράτος «επιείκειας και καλοσύνης προς τον αποτυχόντα διάδικο», όπως στην υπόθεση Glykys (κατωτέρω), αντιθέτως έδωσε πλήρη αιτιολογία για το τι έπραξε [*2225]συσχετίζοντας την ενέργεια του με τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη «εξωγενείς παράγοντες» όπως στην υπόθεση Σιακίδη (κατωτέρω). Αντιθέτως είναι επί των περιστάσεων της υπόθεσης, όπως τις εννόησε, που οδηγήθηκε στην προσέγγιση του περί αποστέρησης των εξόδων του εφεσείοντα/εναγομένου 1.

 

5.  Η αναφορά σε ψεύδη του εφεσείοντα/εναγομένου 1 συναρτώμενα με την αξιοπιστία των μαρτύρων εναγόντων και στη δικαιολογημένη πίστη τους για την αξίωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξωγενής παράγοντας.

 

6.  Η ίδια αυτή αρχή τονίστηκε στην υπόθεση Campbell (κατωτέρω).

 

7.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη συμπεριφορά του εφεσείοντα στα επίδικα γεγονότα. Συσχέτισε τις επίδικες περιστάσεις της υπόθεσης με την εν γένει δικανική συμπεριφορά του εφεσείοντα, κατά τη διεξαγωγή της ακρόασης. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμπτό.

 

8.  Όπως τέθηκε και στη Κυριάκου ν. Φιλική (2001) 1 Α.Α.Δ. 416 η δικονομική συμπεριφορά ενός επιτυχόντα διάδικου - εφόσον αιτιολογείται - μπορεί να τον αποκλείσει από το όφελος των εξόδων.

 

9.  Η αρνητική εικόνα ενός διάδικου ως μάρτυρα μπορεί να ληφθεί υπόψη στο ζήτημα των εξόδων. Στην κρινόμενη περίπτωση η σκέψη του Δικαστηρίου είχε ακριβώς ως αφετηρία το αδιατάρακτο εύρημα ότι ο εφεσείων δια της συμπεριφοράς του δημιούργησε υποψίες στους εφεσίβλητους, τέτοιες, ώστε να οδηγηθούν στην καταχώρηση της αγωγής.

 

10. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε στα πλαίσια της ορθώς νοούμενης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα κατά πλειοψηφία.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Glykis v. Ioannides [1959-60] 24 C.L.R. 220,

 

Krashias Shoe Factory ν. Adidas (1989) 1(E) A.A.Δ. 750,

[*2226]Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890,

 

Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12,

 

Ορφανίδης ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 874,

 

Transmarine Shipping Ltd ν. Ονουφρίου κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 419,

 

Parker v. McKenna [1870 P.111.] (1874-75) L.R. 10 Ch.App.96,

 

Donald Campbell and Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732,

 

Baylis Baxter Ltd v. Sabath [1958] 2 All E.R. 209,

 

Λειβαδιώτη ν. Μιχαήλ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1778,

 

Γεωργιάδη-Σιακίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα  (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 711,

 

Ηarnett v. Vise L.T.R vol.43, 1880,

 

Κυριάκου ν. Φιλική (2001) 1 Α.Α.Δ. 416,

 

Τουμαζίδης ν. El Alem κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 984.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο Αρ. 1 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4340/2006), ημερομ. 6/7/2010.

 

Α. Ιωάννου (κα), για Εφεσείοντα/Εναγόμενο Αρ. 1.

 

Κ. Καρατζής με Α. Αργυρού (κα), Ασκ. Δικηγόρο, για Εφεσίβλητους/Ενάγοντες.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας, η οποία με βρίσκει και εμένα σύμφωνο, θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ., ενώ διιστάμενη απόφαση θα δώσει η Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ..

 

[*2227]ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με το Άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960, όπως τροποποιήθηκε) και τη Δ.59 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, τα έξοδα αστικής διαδικασίας τελούν υπό τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία κατά πάγια νομολογία θα πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα. Και αυτό με προσήλωση στο γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής εφόσον δεν είναι αποδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο (βλ. μεταξύ άλλων Glykis v. Ioannides (1959 – 1960) 24 C.L.R. 220, Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1(E) A.A.Δ.750, Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890, Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12, Ορφανίδης ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 874 και Transmarine Shipping Ltd ν. Ονουφρίου κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 419).

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τον προαναφερθέντα κανόνα αφού, παρόλο που απέρριψε την αγωγή των εφεσιβλήτων-εναγόντων εναντίον του εφεσείοντα – εναγόμενου 1, εντούτοις για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του αποφάσισε ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης «… είναι πιο δίκαιο η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδά της».

 

O εφεσείοντας θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση ως προς τα έξοδα εσφαλμένη για τέσσερις λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στο ιστορικό της πρωτόδικης διαδικασίας και στους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ως ανωτέρω.

 

Στις 2.5.06 και 2.9.06, ο Κοινοτάρχης Μέσα Γειτονιάς Λεμεσού (εναγόμενος 3 στην αγωγή) πιστοποίησε δύο πληρεξούσια με τα οποία ο μόνιμος κάτοικος Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Κωνσταντίνος Δ. Χρυσοστόμου (εναγόμενος 2 στην αγωγή) παρουσιάζεται να διορίζει τον αδελφό του Μάριο Δ. Χρυσοστόμου (εναγόμενο 1 στην αγωγή και εφεσείοντα στην παρούσα έφεση) ως Γενικό Πληρεξούσιο Αντιπρόσωπό του στην Κύπρο.

 

Ο εφεσείοντας, χρησιμοποιώντας το πρώτο πληρεξούσιο, υπέβαλε αιτήσεις στους εφεσίβλητους για δάνεια, τα οποία οι εφεσίβλητοι του παραχώρησαν για λογαριασμό του αδελφού του. Μεταγενέστερα όμως, όταν ο εφεσείοντας επιχείρησε να χρησιμοποιήσει το δεύτερο πληρεξούσιο, οι εφεσίβλητοι διαμόρφωσαν την πεποίθηση ότι τα πληρεξούσια ήταν πλαστά και στη [*2228]βάση αυτή καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον και των τριών εναγομένων με την οποία – μεταξύ άλλων – αξίωναν να κηρυχθούν άκυρες οι συμφωνίες δανείου λόγω απάτης και/ή συνομωσίας και/ή ψευδών παραστάσεων και των τριών εναγομένων καθώς επίσης και για ποσό £300.000 (€513.000) για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή δόλο και/ή συνομωσία και/ή για παράβαση συμφωνιών.

 

Οι εναγόμενοι αντέδρασαν στην αγωγή καταχωρώντας έκαστος ξεχωριστή έκθεση υπεράσπισης, με τις οποίες οι μεν εναγόμενοι 1 και 3 προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι τα πληρεξούσια ήταν γνήσια, ο δε εναγόμενος 2 (ο φερόμενος πληρεξουσιοδότης) ότι δεν ήταν. Εκκρεμούσης όμως της αγωγής ο εναγόμενος 2 ικανοποίησε τις χρηματικές αξιώσεις των εφεσιβλήτων οι οποίοι στις 26.6.09, απέσυραν την αγωγή εναντίον του χωρίς έξοδα. Ταυτόχρονα δε διατύπωσαν πρόταση στους άλλους δύο εναγομένους να αποσύρουν και εναντίον τους την αγωγή νοουμένου ότι αυτοί θα πλήρωναν το 1/3 των εξόδων. Πρόταση που όχι μόνο δεν έγινε αποδεκτή, αλλά προσέκρουσε και σε αξίωση του εφεσείοντα – εναγόμενου 1 ο οποίος διεκδίκησε πληρωμή των εξόδων του από τους εφεσίβλητους και ενόψει τούτου η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 3.6.10. Ωστόσο, λίγο πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, η αγωγή αποσύρθηκε χωρίς έξοδα και ως προς τον εναγόμενο 3 και ενόψει τούτου η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση σ’ ότι αφορά τον εφεσείοντα-εναγόμενο 1 μόνο.

 

Στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας για το θέμα των εξόδων κατέθεσε για την πλευρά των εφεσιβλήτων και ο Κοινοτάρχης εναγόμενος 3 ως ΜΕ3, η μαρτυρία του οποίου όμως κρίθηκε αναξιόπιστη. Παρόλο δε που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε στο σύνολο της ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των υπολοίπων 3 μαρτύρων που κατέθεσαν για τους εφεσίβλητους και παρόλο που απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναξιόπιστη, εντούτοις έκρινε πως η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι δεν ήταν ικανοποιητική «… για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης ώστε να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε εύρημα δόλου ή πλαστογραφίας των πληρεξουσίων εγγράφων και/ή πλαστογραφίας η οποία πιστοποιήθηκε ως έγκυρη σε συνέργεια με τον εναγόμενο 3». Στη βάση δε αυτή έκρινε πως οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποσείσουν το αποδεικτικό βάρος που έφεραν, κρίση που το οδήγησε σε απόρριψη της αγωγής εναντίον του εφεσείοντα.

 

Σ’ ότι δε αφορά το θέμα των εξόδων, για το οποίο και η έφεση, θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σκεπτικό του [*2229]πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση του οποίου αποφάσισε όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα δικά της έξοδα. Έχει ως ακολούθως:-

 

«Tο Δικαστήριο ανάλωσε έξι δικάσιμους και άκουσε έξι συνολικά μάρτυρες για να αποφασίσει ουσιαστικά και μόνο το θέμα των εξόδων. Οι ενάγοντες σε μια προσπάθεια διευθέτησης της υπόθεσης, όπως ανέφερα πιο πάνω, ζήτησαν να πληρωθούν ένα μέρος των εξόδων τους για να αποσύρουν την υπόθεση και εναντίον των εναγομένων 1 και 3. Ο εναγόμενος 1 αρνήθηκε και ζήτησε να του πληρωθούν τα έξοδα του. Η υπόθεση οδηγήθηκε πεισματικά σε ακρόαση και το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία επ' όλων των θεμάτων γιa να αποφασίσει αν ορθά ή όχι οι ενάγοντες προχώρησαν σε βάρος του εναγόμενου 1, εν όψει και της απόσυρσης της αγωγής εναντίον των υπόλοιπων εναγομένων και ικανοποίησης της χρηματικής απαίτησης των εναγόντων.

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο καταχώρισης της αγωγής οι αξιώσεις των εναγόντων (για) διατάγματα και αποζημιώσεις για ποσό εκ Λ.Κ.303.000,00 πλέον τόκους παρέμειναν ανικανοποίητες.

 

Οι Μ.Ε. 1, Μ.Ε. 2 και Μ.Ε. 4 των εναγόντων κρίθηκαν αξιόπιστοι.

 

Υπήρχε μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των δύο εναγομένων 1 και 2, είναι αδέλφια.

 

Οι ενάγοντες στηρίχθηκαν και στις αρχικές δηλώσεις του ιδίου του πατέρα των εναγομένων που στη συνέχεια, για λόγους που δεν ήταν στο δικό τους έλεγχο, διαφοροποιήθηκαν ενώπιον μου.

 

Δικαιολογημένα οι ενάγοντες με τα στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους πίστευαν, όπως κάθε μέσος λογικός άνθρωπος, ιδίως με τη μαρτυρία που είχαν στη διάθεση τους κατά τον ουσιώδη χρόνο, ότι ο εναγόμενος 1 ενήργησε με σκοπό να τους εξαπατήσει μόνος ή από κοινού με τους εναγόμενους 2 και/ή 3.

 

Η συμπεριφορά του εναγόμενου 1 και η άρνηση του, αλλά και η επιμονή του να ζητά έξοδα, εκ του ασφαλούς πλέον, όταν ο εναγόμενος 2 διευθέτησε την υπόθεση, οδήγησε το ζήτημα μέχρι τέλους.

 

Και στην υπόθεση εδώ βρίσκω ότι υπάρχουν καλοί λόγοι, ικανοί να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα:

 

Λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι είναι πιο [*2230]δίκαιο η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της. Η αγωγή απορρίπτεται. Καμία διαταγή για έξοδα».

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, σ’ ό,τι αφορά τα έξοδα, προβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης οι οποίοι έχουν στο επίκεντρο τους τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να ασκήσει δικαστικά την ευχέρεια που είχε επί του θέματος. Και αυτό καθότι (α) στηρίχθηκε στη λανθασμένη κατά συμπέρασμα πεισματική συμπεριφορά του εφεσείοντα (1ος λόγος έφεσης), (β) απέτυχε να αιτιολογήσει επαρκώς την ύπαρξη «καλού λόγου» για τη μη εφαρμογή του γενικού κανόνα (2ος λόγος έφεσης), (γ) στηρίχθηκε σε αντιφατικά συμπεράσματα αφού, ενώ ψέγει τους εφεσίβλητους για την ανεπάρκεια της μαρτυρίας τους υπονοεί ότι δικαιολογημένα κίνησαν την αγωγή (3ος λόγος έφεσης) και (δ) έλαβε υπόψη του στοιχεία άσχετα με την ουσία της υπόθεσης και συγκεκριμένα προσμέτρησε το δικαίωμα του εφεσείοντα να υπερασπιστεί τον εαυτό του εναντίον του, παρόλο που η αγωγή απορρίφθηκε με την αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων και της απόρριψης ως αναξιόπιστης της δικής του.

 

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης αναπτύσσονται σε εμπεριστατωμένη αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα κατ’ επίκληση και αγγλικής νομολογίας για το αγώγιμο δικαίωμα που στηρίζεται σε δόλο (Parker v. McKenna, [1870 P.111] (1874-75) L.R. 10 Ch.App.96, Donald Campbell and Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Baylis Baxter Ltd v. Sabath [1958] 2 All E.R. 209) την οποία έχουμε διεξέλθει με προσοχή, όπως έχουμε διεξέλθει με την ίδια προσοχή και την εμπεριστατωμένη αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων, ο οποίος υποστήριξε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια επί του θέματος.

 

Καταλήξαμε ότι τα περιστατικά της υπόθεσης δεν αναδεικνύουν «καλό λόγο» που δικαιολογεί τη μη εφαρμογή του γενικού κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη σχετική επί του  θέματος ευχέρεια του, αποστερώντας τον εφεσείοντα από τα έξοδα. Επισημαίνουμε συναφώς την σταθερή, καθόλη τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, θέση του εφεσείοντα ότι τα πληρεξούσια ήταν γνήσια και τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν στοιχεία δόλου και/ή απάτης και/ή συνομωσίας και/ή ψευδών παραστάσεων δεν ευσταθούσαν, θέση που η αξιόπιστη μαρτυρία των εφεσιβλήτων την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κρίθηκε ικα[*2231]νοποιητική να ανατρέψει. Κάτω απ’ αυτή τη θεώρηση κρίνουμε ατυχή την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «… η υπόθεση οδηγήθηκε πεισματικά σε ακρόαση» αφού ήταν δικαίωμα του εφεσείοντα να διεκδικήσει τα έξοδα του εφόσον θεωρούσε τον εαυτό του αθώο σ’ ό,τι οι εφεσίβλητοι του καταλόγιζαν, κατάσταση που επιβεβαιώθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο που ενώ δέχτηκε στο σύνολο της ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων εντούτοις έκρινε πως αυτή δεν ήταν ικανοποιητική για τεκμηρίωση δόλου εναντίον του.

 

Εσφαλμένη για το θέμα των εξόδων θεωρούμε και την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «… δικαιολογημένα οι ενάγοντες με τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους πίστευαν, όπως κάθε λογικός άνθρωπος…» ότι ο εφεσείοντας «… ενήργησε με σκοπό να τους εξαπατήσει μόνος ή από κοινού με τους εναγόμενους 2 και/ή 3», αναφορά που θεωρούμε αδιάφορη για αποστασιοποίηση από το γενικό κανόνα που αφορά τα έξοδα καθότι το τι πίστευαν ή όχι οι εφεσίβλητοι ήταν θέμα που αφορούσε τους ίδιους και όχι τον εφεσείοντα, ώστε να συνεκτιμηθεί ως στοιχείο για να αποστερηθεί τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι των όσων του καταλόγιζαν οι εφεσίβλητοι.

 

Τέλος θεωρούμε εσφαλμένη την επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της «… επιμονής του (εφεσείοντα) να ζητά έξοδα, εκ του ασφαλούς πλέον, όταν ο εναγόμενος 2 διευθέτησε την υπόθεση …», επίκληση που παραγνωρίζει το σημαντικό στοιχείο ότι ο εναγόμενος 2 διευθέτησε χρηματική αξίωση των εφεσιβλήτων ύψους άνω των €500.000 τη στιγμή που η θέση του ήταν πως η υπογραφή του πλαστογραφήθηκε και η οποία θέση ήταν η πεμπτουσία της αγωγής των εφεσιβλήτων.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι τα περιστατικά της υπόθεσης δεν αναδείκνυαν «καλό λόγο» ώστε να αποστερηθεί ο εφεσείοντας τα έξοδα του και συνακόλουθα εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια επί του θέματος, κρίση που δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου και που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τα έξοδα παραμερίζεται, με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

[*2232]ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων/εναγόμενος 1 κατόπιν αδείας που ελήφθη στις 25.10.2010 καταχώρησε έφεση σε σχέση με το ζήτημα των εξόδων, παραπονούμενος ότι ενώ η εναντίον του αγωγή απορρίφθηκε δεν του επιδικάσθηκαν έξοδα.

 

Στην πρωτόδικη διαδικασία οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες είχαν καταχωρήσει αγωγή εναντίον τριών εναγομένων, με την οποία επιδιώκετο να κηρυχθούν ακυρώσιμες δύο συμφωνίες δανείου «συνεπεία απάτης και/ή συνωμοσίας και/ή ψευδών παραστάσεων». Ακόμη διατυπώνονταν αξιώσεις για £300.000 πλέον τόκους ως αποζημιώσεις «για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή δόλο και/ή συνομωσία των εναγομένων 1, 2 και 3 προς εξαπάτηση των εφεσιβλήτων/εναγόντων και/ή για παράβαση των Συμφωνιών”. Πρόσθετα επιδιώκετο η έκδοση διατάγματος πώλησης δύο ενυπόθηκων κατοικιών. Να σημειωθεί ότι ο εφεσείων/εναγόμενος 1 και ο εναγόμενος 2 είναι αδέλφια. Ο εφεσείων είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου και ο εναγόμενος 2 είναι γιατρός – μόνιμα εγκατεστημένος στις ΗΠΑ.

 

Σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας – στις 26.6.2009 – οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες απέσυραν την αγωγή εναντίον του εναγομένου 2 χωρίς έξοδα, ενώ οι χρηματικές τους αξιώσεις για το ποσό των £303.000 είχαν ικανοποιηθεί με την υλοποίηση της διευθέτησης που προηγήθηκε στις 5.3.2009 και καταγράφηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Για την παραπέρα διαδικαστική πορεία της υπόθεσης εναντίον των δύο άλλων εναγόμενων το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 2 της απόφασης του αναφέρει τα εξής:

 

«Στις 26.6.2009 οι ενάγοντες ήταν έτοιμοι να αποσύρουν την αγωγή και εναντίον των εναγομένων 1 και 3, νοουμένου ότι θα πληρωνόταν ένα μέρος των εξόδων τους. Η δικηγόρος του εναγόμενου 1 απέρριψε την πρόταση και αξίωσε έξοδα υπέρ του πελάτη της. Οι ενάγοντες ήταν έτοιμοι να περιορίσουν τα έξοδα τους στο 1/3, αλλά ούτε και ο εναγόμενος 3 αποδέχθηκε την πρόταση τους. Λίγο πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, στις 3.6.2010, η αγωγή αποσύρθηκε χωρίς έξοδα και ως προς τον εναγόμενο 3. Για τους ενάγοντες εκκρεμεί, όπως και οι ίδιοι αναγνωρίζουν, μόνο το θέμα των δικηγορικών εξόδων τα οποία έχουν υποστεί συνεπεία των ενεργειών όλων των εναγομένων και/ή των εναγομένων 1 και 3.»

 

Ο εναγόμενος 3 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κοινοτάρχης και [*2233]το πρόσωπο το οποίο πιστοποίησε δύο Γενικά Πληρεξούσια, τα οποία φέρεται να παραχωρεί ο εναγόμενος 2 προς τον εναγόμενο 1.

 

Το αποτέλεσμα της αποτυχίας επίλυσης του θέματος των εξόδων για τον εφεσείοντα ήταν ότι η υπόθεση οδηγήθηκε σε δίκη και το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία τόσο από την πλευρά των εφεσιβλήτων όσο και από την πλευρά του εφεσείοντα.

 

Είναι αρκετό εν προκειμένω να πούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε αποτελεσματική τη μαρτυρία, αφού κιόλας επρόκειτο για αγώγιμο δικαίωμα δόλου, με αυξημένο βάρος απόδειξης (βλ. Λειβαδιώτη ν. Μιχαήλ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1778) με αποτέλεσμα η αγωγή να απορριφθεί, παρά το γεγονός ότι δεν είχε τρωθεί η ίδια η αξιοπιστία των μαρτύρων για τους εναγόντες.

 

Περαιτέρω, στα πλαίσια του καθήκοντος αξιολόγησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε και την κρίση του για την αξιοπιστία του εφεσείοντα. Ομίλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο για ψεύδη του εφεσείοντα τα οποία και συγκεκριμενοποίησε στις σελ.9-13 καταλήγοντας στη σελίδα 15 ότι «τα ψεύδη του εναγόμενου 1, όπως τα έχω σημειώσει πιο πάνω, και τα περιβάλλοντα περιστατικά εξασφάλισης των δανείων, όντας δημιουργούν υποψίες, όπως δημιούργησαν στους εναγόντες …………»,

 

Τα επίδικα σημεία που ενδιαφέρουν την έφεση τα οποία αφορούν μόνο το θέμα των εξόδων καταγράφονται στις σελίδες 17-19. 

 

Για σκοπούς πληρότητας θεωρούμε ορθότερο να τα μεταφέρουμε αυτούσια:

 

«Παραμένει το θέμα των εξόδων. Σύμφωνα με το Άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου αλλά και τη Δ.59 Θ. 1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, «… τα έξοδα εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία όμως θα πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής». Transmarine Shipping Ltd ν. Πανίκου Ονουφρίου κ.ά., Αγωγή Ναυτοδικείου 22/06, ημερ. 24.3.2010 και Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12. Στην τελευταία υπόθεση με αναφορά στην Glykys v. Ιοannis Stylianou Ioannides (1959-60) 24 C.L.R. 220 το Εφετείο επεσήμανε ότι «η επίδειξη καλής προαίρεσης από το Δικαστήριο στον αποτυχόντα διάδικο, προς μετριασμό των οποιωνδήποτε αισθημάτων πικρίας δε [*2234]συνιστά κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για τη μη επιδίκαση εξόδων».

 

Το Δικαστήριο ανάλωσε έξι δικασίμους και άκουσε έξι συνολικά μάρτυρες για να αποφασίσει ουσιαστικά και μόνο το θέμα των εξόδων. Οι ενάγοντες σε μια προσπάθεια διευθέτησης της υπόθεσης, όπως ανέφερα πιο πάνω, ζήτησαν να πληρωθούν ένα μέρος των εξόδων τους για να αποσύρουν την υπόθεση και εναντίον των εναγομένων 1 και 3. Ο εναγόμενος 1 αρνήθηκε και ζήτησε να του πληρωθούν τα έξοδα του. Η υπόθεση οδηγήθηκε πεισματικά σε ακρόαση και το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία επ’ όλων των θεμάτων για να αποφασίσει αν ορθά ή όχι οι ενάγοντες προχώρησαν σε βάρος του εναγόμενου 1, εν όψει και της απόσυρσης της αγωγής εναντίον των υπόλοιπων εναγομένων και ικανοποίησης της χρηματικής απαίτησης των εναγόντων.

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο καταχώρισης της αγωγής οι αξιώσεις των εναγόντων διατάγματα και αποζημιώσεις για ποσό εκ Λ.Κ.303.000,00 πλέον τόκους παρέμειναν ανικανοποίητες.

 

Οι Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.4 των εναγόντων κρίθηκαν αξιόπιστοι.

 

Υπήρχε μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των δύο εναγομένων 1 και 2, είναι αδέλφια.

 

Οι ενάγοντες στηρίχθηκαν και στις αρχικές δηλώσεις του ιδίου του πατέρα των εναγομένων που στη συνέχεια, για λόγους που δεν ήταν στο δικό τους έλεγχο, διαφοροποιήθηκαν ενώπιον μου.

 

Δικαιολογημένα οι ενάγοντες με τα στοιχεία που είχαν στη διάθεση τους πίστευαν, όπως κάθε μέσος λογικός άνθρωπος, ιδίως με τη μαρτυρία που είχαν στη διάθεση τους κατά τον ουσιώδη χρόνο, ότι ο εναγόμενος 1 ενήργησε με σκοπό να τους εξαπατήσει μόνος ή από κοινού με τους εναγόμενους 2 και/ή 3.

 

Η συμπεριφορά του εναγόμενου 1 και η άρνηση του, αλλά και η επιμονή του να ζητά έξοδα, εκ του ασφαλούς πλέον, όταν ο εναγόμενος 2 διευθέτησε την υπόθεση, οδήγησε το ζήτημα μέχρι τέλους.

 

Και στην υπόθεση εδώ βρίσκω ότι υπάρχουν καλοί λόγοι, ικανοί να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα:

 

Λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι είναι πιο [*2235]δίκαιο η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της. Η αγωγή απορρίπτεται. Καμία διαταγή για έξοδα».

 

Οι τέσσερις λόγοι έφεσης – οι οποίοι βέβαια σε κανένα σημείο τους δεν μπορούν να υπερβούν την ίδια την άδεια που εδόθη για καταχώρηση έφεσης μόνο επί του σημείου των εξόδων δυνάμει της Δ.35 θ.20 - έχουν ως εξής σε σύνοψη.

 

1.   Το Δικαστήριο απέτυχε να ασκήσει δικαστικά τη σχετική διακριτική του ευχέρεια σε σχέση με τα έξοδα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η θεώρηση της πλευράς του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο «στηρίχθηκε σε λανθασμένη κατά συμπέρασμα πεισματική συμπεριφορά του εναγομένου».

 

2.   Το Δικαστήριο αποφάσισε τα έξοδα της δίκης να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα αυτής, χωρίς να έχει γι’ αυτό καλό λόγο, καθιστώντας την απόφαση του «αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς και/ή λανθασμένα υπό τας περιστάσεις αιτιολογημένη».

 

3.   Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε αντιφατικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου αφού ενώ αφενός «ψέγει τους ενάγοντες για την ανεπάρκεια της μαρτυρίας τους», αφετέρου υπονοεί ότι δικαιολογημένα κινήθηκε η συγκεκριμένη αγωγή. 

 

4.   Το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας «έλαβε υπόψη στοιχεία άσχετα με την ουσία της υπόθεσης ……. ήτοι  την άρνηση του εναγομένου 1 να δεχτεί εκείνα που του προσάπτονταν, δηλαδή προσμέτρησε εναντίον του το ότι θέλησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Χαρακτηριστικά επ΄αυτού του λόγου η κα. Ιωάννου εισηγήθηκε ότι η αγωγή ήταν τόσο αστήριχτη και δεν πέτυχε, ακόμη και με τη διαπίστωση ότι ο εναγόμενος ήταν αναξιόπιστος.

 

Γενικά η κα Ιωάννου στις αγορεύσεις της στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι κατά την κρίση της το πρωταρχικό θέμα της αποτυχίας των εφεσιβλήτων να αποδείξουν την υπόθεση τους, αγνοήθηκε στην ουσία από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τόνισε δε ακόμη ότι έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η επιτυχία αυτή στην κρινόμενη περίπτωση κατά την οποία ο επιτυχών διάδικος είναι εναγόμενος.  Σημασία έχει, κατέληξε, και το είδος του αγώγιμου δικαιώματος εναντίον του εναγομένου 1, αυτό του δόλου, με επίκληση σχετική αγγλική νομολογία, ως οι υποθέσεις: Parker v. McKenna [1870 P.111.] (1874-75) L.R. 10 Ch.App.96, Donald Campbell and Co. [*2236]Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Baylis Baxter Ltd v. Sabath [1958] 2 All E.R. 209).

 

Στην αντίπερα πλευρά, ο κ. Καρατζής επέμενε επί της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης εισηγούμενος ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε στα ορθά πλαίσια.

 

Όπως πολύ σοφά παρατηρείται από τον Πική, Δ. ως ήταν τότε, στην υπόθεση Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993)1 A.A.Δ. 12, την οποία επικαλείται και το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι επάναγκες ότι η αδιαμφισβήτητη ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να ασκείται δικαστικά, δηλαδή με την ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας. Στην υπόθεση Γεωργιάδη-Σιακίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 711 αναφέρθηκε ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην εκεί κρινόμενη περίπτωση δεν ήταν ορθή αφού το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του εξωγενείς παράγοντες. Επαναλήφθηκε η πιο πάνω αρχή ότι δηλαδή είναι νομολογιακά καθιερωμένος κανόνας ότι τα έξοδα της δίκης τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει διαφορετικά εκθέτοντας και δικαιολογώντας την παρέκκλιση από τον κανόνα. 

 

Στην υπόθεση Glykys v. Ioannides (ανωτέρω) ακριβώς τονίστηκε το απαράδεκτο της μη επιδίκασης εξόδων σε επιτυχόντα διάδικο για λόγους «επιείκειας ή καλοσύνης» προς τον αποτυχόντα διάδικο.

 

Με όλο το σεβασμό στις θέσεις που εκφράστηκαν από την κα.Ιωάννου παρατηρώ εν προκειμένω τα ακόλουθα:

 

Α.   τα επίδικα σημεία της πρωτόδικης απόφασης επ’ ουδενί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μη έχοντα αιτιολογία. Αντιθέτως το Δικαστήριο καθιστώντας ξεκάθαρο από την αρχή το περιεχόμενο του βασικού κανόνα (δηλαδή ότι το αποτέλεσμα κύρια καθορίζει το θέμα των εξόδων), στη συνέχεια, με πλήρη αναφορά στα γεγονότα που έλαβε υπόψη, παρεκκλίνει της αρχής αυτής.

 

Β.   Σίγουρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι λειτούργησε υπό το κράτος «επιείκειας και καλοσύνης προς τον αποτυχόντα διάδικο», όπως στην υπόθεση Glykys (ανωτέρω), αντιθέτως έδωσε πλήρη αιτιολογία για το τι έπραξε συσχετίζοντας την ενέργεια του με τις περιστάσεις της υπόθεσης.

[*2237]Γ.   Χωρίς να διαφωνώ με καμία από τις αρχές που και οι δύο δικηγόροι παρέθεσαν με το αντίστοιχο νομολογιακό αντίκρισμα, βρίσκω ότι ακριβώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη «εξωγενείς παράγοντες» όπως στην υπόθεση Σιακίδη (ανωτέρω).  Αντιθέτως είναι επί των περιστάσεων της υπόθεσης, όπως τις εννόησε, που οδηγήθηκε στην προσέγγιση του περί αποστέρησης των εξόδων του εφεσείοντα/εναγομένου 1. Η αναφορά σε ψεύδη του εφεσείοντα/εναγομένου 1 συναρτώμενα με την αξιοπιστία των μαρτύρων εναγόντων και στη δικαιολογημένη πίστη τους για την αξίωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εξωγενής παράγοντας. Η ίδια αυτή αρχή τονίστηκε στην υπόθεση Campbell (ανωτέρω) όπου γίνεται παραπομπή σε αποσπάσματα της υπόθεσης Ηarnett v. Vise L.T.R vol.43, 1880, 645 στην οποία ανφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

“Every judge would take it as a material element in considering the jurisdiction given by Order LV. Is to be exercised or not. But it is the duty of the judge who tried the case, and the duty of the Court of Appeal also, to consider the whole circumstances of the case, everything which led to the action, everything which led to the libel, everything in the conduct of the parties which may show that the action was not properly brought in respect of the libel complained of”.

 

Παρατηρώ ότι είναι ακριβώς αυτό που έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έλαβε υπόψη του τη συμπεριφορά του εφεσείοντα στα επίδικα γεγονότα. Aπλώς το Δικαστήριο συσχέτισε τις επίδικες περιστάσεις της υπόθεσης με την εν γένει δικανική συμπεριφορά του εφεσείοντα, κατά τη διεξαγωγή της ακρόασης. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμπτό.

 

Όπως τέθηκε και στη Κυριάκου ν. Φιλική (2001) 1 Α.Α.Δ. 416 η δικονομική συμπεριφορά ενός επιτυχόντα διάδικου - εφόσον αιτιολογείται – μπορεί να τον αποκλείσει από το όφελος των εξόδων.  (βλ. επίσης και Τουμαζίδης ν. El Alem κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 984).

 

Στο κλασσικό σύγγραμμα Οdgers΄ Principles of Pleading and Practice in Civil, Actions in the High Court of Justice, 21st ed. στις σελ.361 και 362 επαναλαμβάνεται ακριβώς η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα και παρατίθεται σε σύνοψη η αγγλική νομολογία. Χρήσιμο είναι να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα:

 

«The judge in his discretion may say expressly that he makes “no [*2238]order as to costs” In that case each party must pay his own. If he does make an order as to costs the general rule is that he shall order the costs to follow the event, except when it appears to him that in the circumstances of the case some other order should be made as to the whole or any part of the costs (r.3 (2). but he must not apply this or any other general rule in such a way as to exclude the exercise of the discretion entrusted to him; and materials must exist upon which the discretion can be exercised. “This discretion, like any other discretion, must, of course, be exercised juidically, and the judge ought not to exercise it against the successful party, except for some reason connected with the case” (per Viscount Cave in Donald Capmbell & Co. Ltd, v. Pollak {1927} A.C. 732, at pp.811, 812). It is not a judicial exercise of the judge΄s discretion to order a party, who has been completely successful and against whom no misconduct is even alleged, to pay costs.”

 

(Η υπογράμμιση δική μου)

 

Η αρνητική εικόνα ενός διάδικου ως μάρτυρα μπορεί να ληφθεί υπόψη στο ζήτημα των εξόδων aylis Baxter Ltd v. Sabath (ανωτέρω) και Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890). Στην κρινόμενη περίπτωση η σκέψη του Δικαστηρίου είχε ακριβώς ως αφετηρία το αδιατάρακτο εύρημα ότι ο εφεσείων δια της συμπεριφοράς του δημιούργησε υποψίες στους εφεσίβλητους τέτοιες ώστε να οδηγηθούν  στην καταχώρηση της αγωγής (βλ. απόσπασμα στη σελ.15 της πρωτόδικης απόφασης).

 

Θα έκρινα λοιπόν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε στα πλαίσια της ορθώς νοούμενης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης, απορρίπτοντας την έφεση. 

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο