Παπαχριστοφόρου Ευγενία και Άλλοι ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 2326

ECLI:CY:AD:2015:A743

(2015) 1 ΑΑΔ 2326

[*2326]11 Nοεμβρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

1. ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

2. ΔΩΡΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

3. ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

 

Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,

 

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 331/2010)

 

 

Τόκος ― Συμφωνία δανείου ― Κεφαλαιοποίηση τόκων ― Οι πληρωμές εγένοντο σε διάφορα διαστήματα και πριν ακόμη ο τόκος κεφαλαιοποιηθεί και επομένως ήταν επιτρεπτό για την εφεσίβλητη να πιστώνει αυτές έναντι των τόκων ― Όσοι τόκοι δεν εξοφλούντο μέχρι τον χρόνο που συμφωνήθηκε, κεφαλαιοποιούντο ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης.

 

Τόκος ― Συμφωνία δανείου ― Ανάκτηση καθυστερημένου τόκου που να υπερβαίνει το ποσό του αρχικού χρέους ― Το Άρθρο 6(1) του Νόμου 2/77 τυγχάνει εφαρμογής όταν το κεφάλαιο είναι σταθερό ― Ο επίδικος λογαριασμός ήταν παρατραβήγματος και εγένοντο συνεχείς χρεοπιστώσεις και κεφαλαιοποιήσεις τόκων στους συμφωνηθέντες χρόνους με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σταθερό κεφάλαιο ― Συνεπώς το Άρθρο 6(1) του Νόμου 2/77 επί του οποίου στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ετύγχανε εφαρμογής.

 

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα η εφεσίβλητη συμφώνησε δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 19/11/91, την παροχή δανείων και πιστωτικών διευκολύνσεων σε τρεχούμενο λογαριασμό, στην Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ. Τις υποχρεώσεις της εγγυήθηκε την ίδια ημέρα η εφεσείουσα/εναγόμενη 1 και στις 9/2/93 οι εφεσείοντες/εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν όλες τις υποχρεώσεις της εταιρείας, παρούσες και μελλοντικές, οι οποίες σχετίζονταν με τον επίδικο λογαριασμό. Η αγωγή εναντίον της εναγομένης 1 απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα στις 30/5/07 με αποτέλεσμα αυτή να προχωρήσει μόνο ενα[*2327]ντίον των εναγομένων 2 και 3/εφεσειόντων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη και συγκεκριμένα αναδομημένο λογαριασμό όπου η κεφαλαιοποίηση τόκων εξαλείφθηκε, εν συνεχεία αφαίρεσε και τις υπερχρεώσεις που προσδιόρισε ο ΜΕ2 και κατέληξε ότι η εφεσίβλητη/ενάγουσα δικαιούτο σε ποσό των Λ.Κ. 133575,77 (€228227,75) εντόκως προς 9% ετησίως από 3/9/97 και για το οποίο εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων 1 και 2. Έκρινε επίσης, ότι επειδή κατά το χρόνο τερματισμού του λογαριασμού ίσχυε ο περί Τόκου Νόμος 2/77, η εφεσίβλητη δεν θα δικαιούται ν’ ανακτήσει καθυστερημένο τόκο που να υπερβαίνει το ποσό του αρχικού χρέους. Περαιτέρω απέρριψε ανταπαίτηση των εφεσειόντων για παράνομες χρεώσεις και άλλες θεραπείες.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Ήταν εσφαλμένη:

 

α)  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε ως αποτέλεσμα την αποδοχή της μαρτυρίας που παρουσίασε η εφεσίβλητη,

 

β)  η εφαρμογή του κανόνα Clayton,

 

γ)  η ερμηνεία του όρου 2 της επίδικης συμφωνίας,

 

δ)  η απόρριψη της κατάστασης χρεωπιστώσεων της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας που ετοίμασε ο Μ.Υ.2, λογιστής,

 

ε)  η έκδοση απόφασης εναντίον της εναγομένης 1,

 

στ) και ο υπολογισμός των ποσών της πρωτόδικης απόφασης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη και η ορθή ήταν αυτή που εισηγήθηκε ο Μ.Υ.2 ήτοι, εφ’ όσον εγένετο κεφαλαιοποίηση των τόκων σύμφωνα με τη συμφωνία των μερών, τότε οποιαδήποτε πληρωμή εγένετο ήταν έναντι του κεφαλαίου και όχι έναντι των τόκων που δεν υπήρχαν αφού εγένετο κεφαλαιοποίηση.

 

2.  Διέφυγε της προσοχής του συνηγόρου όπως διέφυγε και του Μ.Υ.2 ότι οι πληρωμές εγένοντο σε διάφορα διαστήματα και [*2328]πριν ακόμη ο τόκος κεφαλαιοποιηθεί και επομένως ήταν επιτρεπτό για την εφεσίβλητη να πιστώνει αυτές έναντι των τόκων. Όσοι τόκοι δεν εξοφλούντο μέχρι τον χρόνο που συνεφωνήθηκε, κεφαλαιοποιούντο.

 

3.  Η εισήγηση τόσο του Μ.Υ.2 και κατά προέκταση του συνηγόρου των εφεσειόντων, ότι όλες οι πληρωμές θα έπρεπε να καταλογίζονται έναντι του κεφαλαίου μόνο, ήταν αντίθετη προς τη συμφωνία των μερών. Η σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.

 

4.  Όσον αφορούσε στο ποσό για το οποίο προχώρησε και εξέδωσε την απόφαση του ήταν απόλυτα ορθό. Με την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ.2, εκείνο που παρέμεινε σχετικό, ήταν η μαρτυρία που προερχόταν από την εφεσίβλητη και που να σημειωθεί ότι οι αριθμητικές πράξεις, ήτοι οι χρεοπιστώσεις, συμφωνούσαν με αυτές που χρησιμοποίησε και ο Μ.Υ.2.

 

5.  Συνεπώς στερείτο βάσης η εισήγηση που ανέπτυξε ο συνήγορος των εφεσειόντων, σύμφωνα με την οποία παρέμεινε ατεκμηρίωτο το ύψος του ποσού που αναφέρεται στο τεκμ. 5 λόγω καταστροφής των καταστάσεων λογαριασμών για τα έτη 1976-1993.

 

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποιώντας ως βάση την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, τεκμ. 14, όπου φαινόταν η εξάλειψη της παράνομης κεφαλαιοποίησης των τόκων, προχώρησε στην περαιτέρω αφαίρεση των υπερχρεώσεων.

 

7.  Η όλη συλλογιστική και προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν από κάθε πλευρά ορθή, στηριζόμενη σε αποδεκτή μαρτυρία.

 

Η αντέφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν λανθασμένο το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αποφάσισε ότι δεν δικαιούται σε ανάκτηση καθυστερημένου τόκου που να υπερβαίνει το ποσό του αρχικού χρέους λόγω του ότι κατά χρόνο του τερματισμού της συμφωνίας ίσχυε ο περί Τόκου Νόμος του 1977.

 

β)  Η σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη καθ’ ότι ο Νόμος 2/77, είχε ισχύ μέχρι την 31/12/2000 όταν τέθηκε σε ισχύ ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος 160(1)/1999, ο οποίος κατάργησε όλες τις διαταγές του άρθρου του Νόμου 2/77.

[*2329]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως φαίνεται στην απόφαση του, προέβη στον περιορισμό της ανάκτησης του τόκου με το σκεπτικό ότι «κατά το χρόνο του τερματισμού» που ήταν η 22/8/97, ίσχυε ο περί Τόκου Νόμος 2/77.

 

2.  Η απόφαση δόθηκε στις 24/9/10 που ίσχυε ο νόμος 160(1)/99 και δεν ετύγχανε εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ.

 

3.  Η ισχύς του, αρχίζει από 1/1/2001 και συνεπώς δεν καλύπτει τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης που αφορά διαφορά του 1997. Η μεταξύ των μερών συμφωνία τερματίστηκε στις 22/8/97. Πρόκειται περί νόμου ουσίας και όχι διαδικαστικού και συνεπώς δεν έχει αναδρομική ισχύ.

 

4.  Παρ’ όλα ταύτα η αντέφεση θα έπρεπε να επιτύχει. Στην Archbold Inv. Ltd κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2006) 1 A.A.Δ. 1084, εξετάστηκε παρόμοιο θέμα όπως το αντικείμενο της αντέφεσης και αποφασίστηκε ότι το Άρθρο 6(1) του Νόμου 2/77 τυγχάνει εφαρμογής όταν το κεφάλαιο είναι σταθερό.

 

5.  Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία, στην παρούσα υπόθεση ο επίδικος λογαριασμός ήταν λογαριασμός παρατραβήγματος και το εκάστοτε οφειλόμενο υπόλοιπο δεν ήταν σταθερό.

 

6.  Εγένοντο συνεχείς χρεοπιστώσεις και κεφαλαιοποιήσεις τόκων στους συμφωνηθέντες χρόνους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σταθερό κεφάλαιο. Συνεπώς το Άρθρο 6(1) του Νόμου 2/77 επί του οποίου στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ετύγχανε εφαρμογής.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα. Η αντέφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. (2005) 1 Α.Α.Δ. 38,

 

Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 253,

 

Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 Α.Α.Δ. 245,

[*2330]Archbold Inv. Ltd. κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2006) 1 A.A.Δ. 1084.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3080/2006), ημερομ. 24/9/2010.

 

Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

 

Κλ. Πολυβίου (κα), για Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Το μόνο επίδικο θέμα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και αυτό μετά από σχετική δήλωση του συνηγόρου των εφεσειόντων/εναγομένων ήταν οι «παράνομες χρεώσεις εξόδων και τόκων όπως και το δικαίωμα της Τράπεζας /εφεσίβλητης να καταλογίζει πληρωμές της πρωτοφειλέτιδας πρώτα έναντι των τόκων και μόνο αν υπήρχε υπόλοιπο να το καταλόγιζε έναντι του κεφαλαίου». Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού δέκτηκε τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη και συγκεκριμένα αναδομημένο λογαριασμό όπου η κεφαλαιοποίηση τόκων εξαλείφθηκε, εν συνεχεία αφαίρεσε και τις υπερχρεώσεις που προσδιόρισε ο ΜΕ2 και κατέληξε ότι η εφεσίβλητη/ενάγουσα δικαιούτο σε ποσό των Λ.Κ. 133575,77 (€228227,75) εντόκως προς 9% ετησίως από 3/9/97 και για το οποίο εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων 1 και 2. Έκρινε επίσης ότι επειδή κατά το χρόνο τερματισμού του λογαριασμού ίσχυε ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν. 2/1977) η εφεσίβλητη δεν θα δικαιούται ν΄ανακτήσει καθυστερημένο τόκο που να υπερβαίνει το ποσό του αρχικού χρέους. Περαιτέρω απέρριψε ανταπαίτηση των εφεσειόντων για παράνομες χρεώσεις και άλλες θεραπείες πλην όμως δεν είναι αναγκαία η περαιτέρω αναφορά σ’ αυτήν, εν’ όψει του ότι δεν αποτελεί μέρος της έφεσης ή αντέφεσης.

 

Οι εφεσείοντες/εναγόμενοι με την έφεση τους προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με επτά λόγους ως λανθασμένη. Κατά την ακρόαση αποσύρθηκε ο εβδομος λόγος και παρέμειναν προς εξέ[*2331]ταση οι πρώτοι έξι (6) όπως και η αντέφεση στην οποία θ’ αναφερθούμε αργότερα.

 

Οι έξι (6) λόγοι έφεσης είναι συνυφασμένοι και αλληλένδετοι μεταξύ τους και θα προχωρήσουμε να τους εξετάσουμε μαζί. Με αυτούς προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε ως αποτέλεσμα την αποδοχή της μαρτυρίας που παρουσίασε η εφεσίβλητη, η εφαρμογή του κανόνα Clayton, η λανθασμένη ερμηνεία του όρου 2 της επίδικης συμφωνίας, η απόρριψη του τεκμ. 8, κατάσταση χρεωπιστώσεων της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας που ετοίμασε ο Μ.Υ.2, λογιστής, η λανθασμένη έκδοση απόφασης εναντίον της εναγομένης 1, ο λανθασμένος υπολογισμός των ποσών της πρωτόδικης απόφασης.

 

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα η εφεσίβλητη συμφώνησε δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 19/11/91, την παροχή δανείων και πιστωτικών διευκολύνσεων σε τρεχούμενο λογαριασμό, στην Eμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ. Τις υποχρεώσεις της εγγυήθηκε την ίδια ημέρα η εφεσείουσα/εναγόμενη 1 και στις 9/2/93 οι εφεσείοντες/εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν όλες τις υποχρεώσεις της εταιρείας, παρούσες και μελλοντικές, οι οποίες σχετίζοντο με τον επίδικο λογαριασμό. Η αγωγή εναντίον της εναγομένης 1 απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα στις 30/5/07 με αποτέλεσμα αυτή να προχωρήσει μόνο εναντίον των εναγομένων 2 και 3/εφεσειόντων.  Αυτό αναφέρει ρητά και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 2 της απόφασης του με προφανές συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση αφορά μόνο τους εναγομένους 2 και 3 και συνεπώς ο λόγος έφεσης αρ. 5 να είναι εκ των πραγμάτων εξόφθαλμα αβάσιμος.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν τρεις μάρτυρες για την εφεσίβλητη, προκειμένου ν’ αποδείξουν το οφειλόμενο ποσό δυνάμει του επίδικου λογαριασμού. Για τους εφεσείοντες κατέθεσε ο εφεσείων/εναγόμενος 3 και ο λογιστής, Μ.Υ.2 κ. Λ. Παπαλλής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 όπως αυτή παρουσιάζετο στην κατάσταση που ετοίμασε, τεκμ. 8 και στην οποία παρουσιάζετο ότι οφειλόταν μόνο το ποσό των Λ.Κ. 21496,79 υπό μορφή τόκων.

 

Απέρριψε την άνω μαρτυρία του Μ.Υ.2 λαμβάνοντας υπόψη τον όρο της Συμφωνίας των μερών, τεκμ. 1, που προέβλεπε ότι:

 

«2. Τα ρηθέντα δάνεια και/ή πιστώσεις και/ή άλλαι Τραπεζικαί ή πιστωτικαί διευκολύνσεις θα χρεώνoνται καθ’ εκάστην εξαμηνία ενός εκάστου έτους:

[*2332]     (α) Με τόκον προς 9% ετησίως επί ημερησίων χρεωστικών υπολοίπων του τοιούτου τόκου υπολογιζομένου και καταβαλλομένου την 30ην Ιουνίου και/ή την 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

…………………………………………………………………..…

 

………………………………………………………………….….

 

      Και όλαι οι τοιαύται χρεώσεις θα κεφαλαιοποιούνται εκάστοτε κατά την 30ην Ιουνίου και την 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους, νοουμένου ότι η τοιαύτη κεφαλαιοποίησις δεν θα αντίκειται προς την εκάστοτε ισχύουσαν νομοθεσίαν.»

 

Ερμηνεύοντας τον άνω όρο το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στ’ ακόλουθα:

 

      «Όπως συμφωνήθηκε, τα δάνεια ή πιστώσεις που παραχωρούσε η Τράπεζα στην Εταιρεία θα χρεώνονταν με τόκο προς 9% ετησίως επί ημερησίων υπολοίπων – λόγω και της φύσεως του Λογαριασμού ο οποίος ήταν τρεχούμενος – και ο τόκος θα υπολογιζόταν και θα πληρωνόταν μία ή δύο φορές το χρόνο. Επομένως οι πρώτες πληρωμές της Εταιρείας μετά τις 30 Ιουνίου ή 31.12, κάθε χρόνου θα καταλογίζονταν έναντι των συσσωρευθέντων μέχρι τότε τόκων και όπως γίνεται αντιληπτό δεν είναι ορθή η θέση του λογιστή Παπαλλή ότι η Συμφωνία δεν προέβλεπε ότι οι πληρωμές θα καταλογίζοταν πρώτα έναντι των τόκων. Κάτι τέτοιο θα καταστρατηγούσε τον σχετικό όρο της Συμφωνίας και ουσιαστικά, όπως επισημάνθηκε και από τον Μ.Ε.3, θα απάλλασσε την Εταιρεία από την υποχρέωση πληρωμής τόκου καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας του Λογαριασμού και τέτοια αξίωση εκ μέρους της Τράπεζας μόνο μετά το κλείσιμο του Λογαριασμού θα μπορούσε να εγερθεί. Έπεται ότι το βάθρο της κατάστασης του λογιστή Παπαλλή προσκρούει σε ρητό όρο της Συμφωνίας και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.»

 

Προχώρησε ακόμη ένα βήμα πιο πέρα λέγοντας ότι και αν ακόμη η συμφωνία των μερών δεν προέβλεπε ως άνω, τότε θα τύγχανε εφαρμογής ο κανόνας Clayton αναφορικά με τις διενεργούμενες πληρωμές ήτοι να καταλογίζει αυτές πρώτα έναντι των τόκων και παρέπεμψε στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. (2005) 1 Α.Α.Δ. 38.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων μας εισηγήθηκε [*2333]ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη και η ορθή είναι αυτή που εισηγήθηκε ο Μ.Υ.2 ήτοι, εφ’ όσον εγένετο κεφαλαιοποίηση των τόκων σύμφωνα με τη συμφωνία των μερών, τότε οποιαδήποτε πληρωμή εγένετο ήταν έναντι του κεφαλαίου και όχι έναντι των τόκων που δεν υπήρχαν αφού εγένετο κεφαλαιοποίηση.

 

Εξετάσαμε με προσοχή το όλο θέμα και είμαστε της γνώμης ότι όσο ελκυστικά και αν ηχεί η πιο πάνω εισήγηση, άλλο τόσο είναι λανθασμένη. Με όλο το σεβασμό, διαφεύγει της προσοχής του συνηγόρου όπως διέφυγε και του Μ.Υ.2 ότι οι πληρωμές εγένοντο σε διάφορα διαστήματα και πριν ακόμη ο τόκος κεφαλαιοποιηθεί και επομένως ήταν επιτρεπτό για την εφεσίβλητη να πιστώνει αυτές έναντι των τόκων. Όσοι τόκοι δεν εξοφλούντο μέχρι τον χρόνο που συνεφωνήθηκε, κεφαλαιοποιούντο. Η εισήγηση τόσο του Μ.Υ.2 και κατά προέκταση του συνηγόρου των εφεσειόντων, ότι όλες οι πληρωμές θα έπρεπε να καταλογίζονται έναντι του κεφαλαίου μόνο, με αποτέλεσμα στο τέλος να παραμείνει οφειλόμενο μόνο το ποσό των Λ.Κ. 21496,79 τόκοι είναι αντίθετη προς τη συμφωνία των μερών. Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

 

Όσον αφορά το ποσό για το οποίο προχώρησε και εξέδωσε την απόφαση του είναι απόλυτα ορθό. Με την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ.2, εκείνο που παρέμεινε σχετικό ήταν η μαρτυρία που προερχόταν από την εφεσίβλητη και που να σημειωθεί ότι οι αριθμητικές πράξεις, ήτοι οι χρεοπιστώσεις, συμφωνούσαν με αυτές που χρησιμοποίησε και ο Μ.Υ.2. Συνεπώς στερείται βάσης η εισήγηση που ανέπτυξε ο συνήγορος των εφεσειόντων σύμφωνα με την οποία παρέμεινε ατεκμηρίωτο το ύψος του ποσού που αναφέρεται στο τεκμ. 5 λόγω καταστροφής των καταστάσεων λογαριασμών για τα έτη 1976-1993. Το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποιώντας ως βάση την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, τεκμ. 14, όπου φαίνεται η εξάλειψη της παράνομης κεφαλαιοποίησης των τόκων, προχώρησε στην περαιτέρω αφαίρεση των υπερχρεώσεων που βρήκε ότι ήταν Λ.Κ. 29.421,68 σύμφωνα με την προσφερθείσα αποδεκτή μαρτυρία. Το ποσό αυτό αφαίρεσε από το ποσό των Λ.Κ. 162.677,45 που φαινόταν ως οφειλόμενο ποσό και κατέληξε στο ποσό των Λ.Κ. 133.575,77 (€228.227,75) για το οποίο και εξέδωσε την απόφαση του. Η όλη συλλογιστική και προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται από κάθε πλευρά ορθή, στηριζόμενη σε αποδεκτή μαρτυρία. 

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι όπως και η έφεση με [*2334]αναπόφευκτο αποτέλεσμα την απόρριψη της.

 

Αντέφεση

 

Με την αντέφεση της η ενάγουσα εφεσίβλητη προσβάλλει ως λανθασμένο το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αποφάσισε ότι δεν δικαιούται σε ανάκτηση καθυστερημένου τόκου που να υπερβαίνει το ποσό του αρχικού χρέους λόγω του ότι κατά χρόνο του τερματισμού της συμφωνίας ίσχυε ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν. 2/1977).

 

Σύμφωνα με την εφεσίβλητη/ενάγουσα η άνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη καθ’ ότι ο Ν. 2/1977, είχε ισχύ μέχρι την 31/12/2000 όταν τέθηκε σε ισχύ ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999, (Ν. 160(Ι)/1999) ο οποίος κατάργησε όλες τις διαταγές του άρθρου του Ν. 2/1977.

 

Το Άρθρο 6 του Ν. 2/1977 προνοούσε ως ακολούθως:

 

      «6. (1) To ποσόν το οποίο δύναται να ανακτηθή δι’ αγωγής ως καθυστερούμενος τόκος εφ’ οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεων δεν θα υπερβαίνη το ποσόν του αρχικού χρέους ή υποχρεώσεως εν σχέσει προς την οποίαν ο τοιούτος τόκος είναι πληρωτέος.

 

(2)  Δια τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε διαδικασία προς αναγκαστικήν πώλησιν ιδιοκτησίας προς ικανοποίησιν χρέους δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύι νόμου θα θεωρήται ως αγωγή.»

 

Ο Ν. 2/1977 καταργήθηκε από τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999, Ν. 160(Ι)/1999, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1/1/2001 (βλ. Άρθρ. 7 και 8).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως φαίνεται στην απόφαση σελ. 13, προέβη στον περιορισμό της ανάκτησης του τόκου με το σκεπτικό ότι «κατά το χρόνο του τερματισμού» που ήταν η 22/8/1997, ίσχυε ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν. 2/1977). Η απόφαση δόθηκε στις 24/9/2010 που ίσχυε ο Ν. 160(Ι)/1999. Η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσίβλητη μας παρέπεμψε στην υπόθεση Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 253, με εισήγηση όπως κατ’ αναλογία τύχει εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση ώστε να εκδοθεί απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για πο[*2335]σό €522.337,23 πλέον τόκο προς 9% από 6/2/2006 μέχρι εξόφλησης. Με όλο το σεβασμό προς τη συνήγορο η άνω υπόθεση κρίθηκε στα δικά της γεγονότα και ουδεμία αρχή δικαίου έθεσε. Συνεπώς ουδεμία εφαρμογή έχει στην υπό εξέταση υπόθεση. Είμαστε της γνώμης ότι ο Ν. 160(Ι)/99 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ. Η ισχύς του, αρχίζει από 1/1/2001 και συνεπώς δεν καλύπτει τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης που αφορά διαφορά του 1997. Υπενθυμίζεται ότι η μεταξύ των μερών συμφωνία τερματίστηκε στις 22/8/1997. Πρόκειται περί νόμου ουσίας και όχι διαδικαστικού και συνεπώς δεν έχει αναδρομική ισχύ (βλ. Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 Α.Α.Δ. 245). Παρ’ όλα ταύτα η αντέφεση θα πρέπει να επιτύχει. Στην Αrchbold Inv. Ltd. κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. (2006) 1 A.A.Δ. 1084, εξετάστηκε παρόμοιο θέμα όπως το αντικείμενο της αντέφεσης και αποφασίστηκε ότι το Άρθρο 6(1) του Ν. 2/1977 τυγχάνει εφαρμογής όταν το κεφάλαιο είναι σταθερό. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση ο επίδικος λογαριασμός ήταν λογαριασμός παρατραβήγματος και το εκάστοτε οφειλόμενο υπόλοιπο δεν ήταν σταθερό. Εγένοντο συνεχείς χρεοπιστώσεις και κεφαλαιοποιήσεις τόκων στους συμφωνηθέντες χρόνους με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σταθερό κεφάλαιο. Συνεπώς το Άρθρο 6(1) του Ν. 2/1977 επί του οποίου στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τυγχάνει εφαρμογής.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Η αντέφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που περιορίζει την ανάκτηση τόκου σύμφωνα με το Άρθρο 6(1) του Ν. 2/1977 ακυρώνεται.

 

Τα έξοδα της έφεσης και αντέφεσης να είναι υπερ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων 2 και 3 όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο