Alexandrovna Konovalova Nataliya ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 2348

ECLI:CY:AD:2015:D750

(2015) 1 ΑΑΔ 2348

[*2348]13 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ

NATALIYA ALEXANDROVNA KONOVALOVA,

 

Αιτήτρια,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 140/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Φυγόδικοι ― Όταν το ίδιο το Εφετείο διατάσσει την έκδοση, τότε η απόφαση του πρέπει να είναι και να γίνεται σεβαστή ― Παραμένει τελεσίδικη χωρίς δυνατότητα αναθεώρησης από οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο, είτε με μονομελή σύνθεση σε διαδικασία Habeas Corpus, είτε υπό πολυμελή σύνθεση ― Όταν, με βάση τη νομολογία το ίδιο το Εφετείο δεν μπορεί να αναθεωρήσει την ουσία τελεσίδικης του απόφασης, πόσο μάλλον ένα μονομελές Δικαστήριο έστω και αν λειτουργεί σε προνομιακή διαδικασία ― Δεν υπήρχε έδαφος για ενεργοποίηση της προνομιακής υπόστασης του εντάλματος Habeas Corpus, στην παρούσα υπόθεση.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Φυγόδικοι ― Το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας Habeas Corpus δεν δύναται να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση, ούτε να ελέγξει την ορθότητα της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά περιορίζεται στην ουσία να εξετάσει εάν το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ενώπιον του ικανοποιητική μαρτυρία δικαιολογούσα την έκδοση και κατά πόσο η όλη υπόθεση εξετάστηκε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου.

 

Άσυλο ― Ο περί Προσφύγων Νόμος 6(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε ― Αποκλείονται από την ιδιότητα ή καθεστώς του πρόσφυγα άτομα τα οποία, μεταξύ άλλων, έχουν, κατά το Άρθρο 5(1)(γ)(ii), διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα σε άλλη χώρα πριν από την έκδο[*2349]ση άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ― Το δικαίωμα παραμονής δεν ισχύει όταν κατά το      εδάφιο 1(δ), οι αρμόδιες αρχές προτίθενται να εκδώσουν τον αιτητή σε άλλο κράτος ― Αντίστοιχη πρόβλεψη και στο Άρθρο 7(2) της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ.

 

Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αίτηση που η αιτήτρια προώθησε για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, στις 16.11.2006, η ίδια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία, όπως ισχυρίστηκε, ύστερα από σειρά γεγονότων και ενεργειών της Ρωσικής κυβέρνησης εναντίον της ιδίας και μελών της οικογένειας της, αλλά και συνεργατών της, που της δημιούργησαν και εξακολουθούσαν να της δημιουργούν φόβο δίωξης από τις Ρωσικές αρχές και που σχετίζονται με την ιδιότητα της ως μέλος ομάδας στελεχών που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με την εταιρεία Yucos Oil.

 

Όπως η αιτήτρια ανέφερε στην ένορκη δήλωση της η οποία υποστήριζε την αίτηση, υπήρξε σύλληψη και φυλάκιση συνεργάτη της ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς της, διωκόταν από τη Ρωσική κυβέρνηση η οποία ανέκτησε σταδιακά τον έλεγχο της εταιρείας Yucos Oil και άρχισε περαιτέρω ενέργειες εναντίον και άλλης εταιρείας.

 

Αρχικά η αιτήτρια με την οικογένεια της κατέφυγε στην Ισπανία, ο σύζυγος της όμως επέστρεψε για κάποιο διάστημα στη Ρωσία όπου απήχθη και κακοποιήθη από άγνωστα του άτομα. Εν τέλει η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Κύπρο από τις 13.1.2007. Παρέμεινε στην Κύπρο ως επισκέπτρια με σταδιακές ανανεώσεις μέχρι το 2010, αλλά λόγω λήξεως της ισχύος του διαβατηρίου της δεν μπορούσε να ανανεώσει πλέον την άδεια παραμονής της, ενώ δεν μπορούσε ούτε να επιστρέψει στη Ρωσία για να ανανεώσει προσωπικά το διαβατήριο, ως ήθελαν οι Ρωσικές αρχές, λόγω της δίωξης στην οποία υπόκειτο στη χώρα της.

 

Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις 1.12.2010 συνελήφθη από την αστυνομία στο σπίτι της στη βάση εντάλματος σύλληψης μετά από αίτημα των Ρωσικών αρχών δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων. 

 

Την επομένη αφέθηκε ελεύθερη υπό όρους και άρχισε η διαδικασία έκδοσης της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Σύμφωνα με τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης από τον Αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσίας, η αιτήτρια κατηγορείτο ότι από τον Μάρτιο του 2005 μέχρι τον Μάϊο του 2006, ενώ ήταν διευθύντρια της εταιρείας Rekma, καταχράστηκε τη θέση της σε συνεργασία με άλλα άτομα και υπεξαίρεσε [*2350]ξένη περιουσία μεγάλης αξίας. Πωλώντας πετρέλαιο σε υποτιμημένη τιμή κατηγορείται ότι επέφερε ζημιά σε Ρωσική εταιρεία πετρελαίου ύψους 1.571.007.847 ρουβλιών, θεωρούμενη ως εκ τούτου ύποπτη για τα αδικήματα της κλοπής και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Λόγω του φόβου έκδοσης της στη Ρωσία υπέβαλε στις 25.5.2011 αίτηση ασύλου, η οποία βρισκόταν σε εκκρεμότητα. Στο μεταξύ κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της έφεσης που καταχωρήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόρριψης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού του αιτήματος έκδοσης, πληροφορήθηκε από Ρωσική εφημερίδα ότι καταδικάστηκε ερήμην σε σχέση με τα ίδια αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοση της και της επιβλήθηκε στις 23.8.2013, φυλάκιση 4, 2 και 5 ετών για διάφορα αδικήματα. 

 

Έναυσμα της αίτησης Habeas Corpus που καταχωρήθηκε στις 21.10.2015, αποτέλεσε η απόφαση του Εφετείου στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Konovalova (2015) 1 Α.Α.Δ. 2052, ECLI:CY:AD:2015:D639, με την οποία ανετράπη η πρωτόδικη κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 21.10.2011 στην Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας υπ’ αρ. 5/2010, για την έκδοση της εδώ αιτήτριας στη βάση του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/1970. Το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε αποφασίσει την απόρριψη της αίτησης για έκδοση για σειρά λόγων.

 

Σύμφωνα με την καταληκτική θέση, του εκδικάζοντος πρωτοδίκως Δικαστηρίου, δεν είχε αποκαλυφθεί η ύπαρξη των αδικημάτων της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις κατά το χρόνο που αυτές καταλογίζονται στην αιτήτρια στη βάση και του κανόνα της διπλής εγκληματικότητας με βάση το Κυπριακό Δίκαιο. Περαιτέρω, οι κατηγορίες που αποδίδονταν στην αιτήτρια διέπονταν από αλλότρια πολιτικά κίνητρα κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης και τέλος σε περίπτωση έκδοσης της αιτήτριας στη Ρωσική Ομοσπονδία, υπήρχαν σοβαροί λόγοι ότι αυτή δεν θα τύγχανε δίκαιης δίκης.

 

Το Εφετείο αποδέχθηκε την έφεση που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας. Eνώ απέρριψε τη θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην κρίση του ότι δεν αποκαλύπτονταν τα αδικήματα της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις και ότι λανθασμένα το Δικαστήριο είχε αποδεχθεί δεύτερη έκθεση εμπειρογνώμονα κατά το στάδιο της αντεξέτασης, θεώρησε λανθασμένη την πρωτόδικη κρίση περί μη αποκάλυψης του αδικήματος της κλοπής υπό το φως των διαβιβασθέντων εγγράφων και της τήρησης της αρχής της διπλής εγκληματικότητας, ενώ ταυτόχρο[*2351]να ανέτρεψε και την πρωτόδικη θεώρηση ότι η αιτήτρια καταδιωκόταν στη Ρωσική Ομοσπονδία για πολιτικούς λόγους.

 

Ήταν κοινός τόπος, όπως το έθεσε το Εφετείο, ότι η αιτήτρια δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην πολιτική, δεν ανήκε σε πολιτικό κόμμα, ούτε και είχε οποιαδήποτε αντιπαράθεση με τη Ρωσική κυβέρνηση. Επομένως η δίωξη άλλων προσώπων που είχαν άμεσα ή έμμεσα εμπλοκή σε ποινικά αδικήματα επειδή ήταν ταυτόχρονα και πολιτικά δραστηριοποιημένα, δεν τεκμηρίωνε αφ’ εαυτής την προβληθείσα υπεράσπιση ότι η δίωξη της από τη Ρωσική Ομοσπονδία γινόταν για αλλότριους λόγους, ήτοι, υποκινούμενη από πολιτικά κίνητρα.

 

Με την έκδοση της εφετειακής κρίσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης υπέγραψε στις 16.10.2015 Διάταγμα Απόδοσης της αιτήτριας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Με βάση το Άρθρο 18(4) του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 95/1970, άρθρο που δεν έχει τροποποιηθεί με τους Νόμους υπ’ αρ. 23/1979 και 11/1984 που αφορούν την κύρωση του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ημερ. 15.10.75 και του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης ημερ. 17.3.78, παρέχεται διάστημα 15 ημερών για την παραλαβή, μετά την εκπνοή του οποίου το υπό έκδοση πρόσωπο δύναται να αφεθεί ελεύθερο και το οποίο πάντως θα απελευθερωθεί μετά την πάροδο 30 ημερών.

 

Η υπό κρίση αίτηση στηρίχθηκε σε αριθμό διατάξεων του Συντάγματος, του Νόμου 33/1964, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, το Άρθρο 4 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, το Άρθρο 33(1) της Σύμβασης της Γενεύης για το Νομικό Καθεστώς των Προσφύγων, στα Άρθρα 18 και 22 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεων Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου 95/1970, στα Άρθρα 10 και 11 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου 97/1970 κ.�ά.. 

 

Απαντώντας τις προδικαστικές ενστάσεις που έθεσε ο Γενικός Εισαγγελέας στην καταχωρηθείσα υπ’ αυτού ένσταση, η θέση της αιτήτριας ήταν ότι το παρόν Δικαστήριο ασκώντας την προνομιακή δικαιοδοσία του στο αίτημα Habeas Corpus, δεν δεσμεύεται από την απόφαση του Εφετείου διότι η εξουσία του είναι ευρύτερη, σκοπό έχουσα τον έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης της αιτήτριας, η οποία κράτηση διατάχθηκε στην περίπτωση από το ίδιο το Εφετείο ως αποτέλεσμα της ανατροπής της απορριπτικής του αιτήματος έκδοσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

Οι συνήγοροι της αιτήτριας έθεσαν επίσης διάφορα ζητήματα τα [*2352]οποία προέκυπταν κατά την εισήγηση τους, από το γεγονός ότι στο μεταξύ είχε προηγηθεί στη Ρωσία έκδοση απόφασης Δικαστηρίου της χώρας, με την οποία η αιτήτρια καταδικάστηκε ερήμην σε ποινές φυλάκισης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Έχει επεξηγηθεί πλειστάκις μέσα από τη νομολογία ότι αιτήματα για Habeas Corpus έχουν σκοπό να ελέγξουν τη νομιμότητα της κράτησης από Δικαστική ή άλλη αρχή ή ακόμη και από ιδιώτη, παρέχοντας έτσι ένα αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης.

 

2.  Το ζητούμενο είναι πάντοτε να ελεγχθεί η κατ’ ισχυρισμόν παράνομη κράτηση ή φυλάκιση ή άλλως πως, στέρηση της ελευθερίας ατόμου, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο, ενεργώντας ως Δικαστήριο που δύναται να εκδώσει ένταλμα Habeas Corpus, δεν επενεργεί ως Εφετείο.

 

3.  Έτσι δεν δύναται να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση, ούτε να ελέγξει την ορθότητα της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά περιορίζεται στην ουσία να εξετάσει εάν το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ενώπιον του ικανοποιητική μαρτυρία δικαιολογούσα την έκδοση και κατά πόσο η όλη υπόθεση εξετάστηκε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου.

 

4.  Στις περιπτώσεις αιτήσεων Habeas Corpus, η άποψη που επικράτησε, είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό έχει περιορισμένη δικαιοδοσία και δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον αυτή κινήθηκε στα νόμιμα όρια της.

 

5.  Έχει όμως ταυτόχρονα αναγνωρισθεί η αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διαπιστώσει κατά πόσο υπάρχει από αντικειμενική θεώρηση επαρκής μαρτυρία για την έκδοση.

 

6.  Προς τούτο αποκτά μεγάλη σημασία κατά τους δικηγόρους της αιτήτριας και η εξέταση και αποδοχή από το Δικαστήριο της μεταγενέστερης της καταχώρησης της αίτησης Habeas Corpus, νέας αίτησης ημερ. 26.10.2015 με την οποία επιδιώκεται η άδεια του Δικαστηρίου για να προσκομιστεί συμπληρωματική μαρτυρία από την αιτήτρια. Η συμπληρωματική αυτή μαρτυρία είχε σκοπό να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου ολόκληρη την απόφαση του Ρωσικού Δικαστηρίου με την οποία η αιτήτρια καταδικάστηκε ερήμην της.

[*2353]7.    Επίσης η αιτήτρια επιθυμούσε να παρουσιάσει πρόσθετη μαρτυρία σε σχέση με την αίτηση πολιτικού ασύλου, καθώς και μαρτυρία ότι εάν εκδοθεί στη Ρωσία θα υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση λόγω της κράτησης ή φυλάκισης της σε φυλακές ή χώρους κράτησης που αποδεδειγμένα παραβιάζουν το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

8.  Στην παρούσα περίπτωση ήταν εμφανές ότι, το Εφετείο, είτε σε αστική, είτε σε ποινική δικαιοδοσία, είναι και παραμένει το ανώτατο εφετειακό σώμα για αναθεώρηση απόφασης πρωτόδικης δικαιοδοσίας. Αυτό κατοχυρώνεται από τα Άρθρα 153 και 155 του Συντάγματος, τα οποία και καθορίζουν το Ανώτατο Δικαστήριο ως «το ανώτατον δευτεροβάθμιον δικαστήριον εν τη Δημοκρατία», τα Άρθρα 9 και 11 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου αρ. 33/1964 και τα Άρθρα 19 και 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960. Αλλά και σχετική νομολογία έχει πλειστάκις επιβεβαιώσει το αυτονόητο.

 

9.  Ταυτόχρονα είναι σαφές ότι δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας και μια απόφαση Εφετείου είναι τελεσίδικη.

 

10. Η δε σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου για αναψηλάφιση ή αναθεώρηση περιορίζεται σε ζητήματα φυσικής δικαιοσύνης (μη ειδοποίηση διαδίκου) ή για διόρθωση προφανούς γραμματικού λάθους ή συμπλήρωση εμφανούς παράλειψης όπως τη μη επιδίκαση εξόδων.

 

11. Ούτε το ίδιο το Εφετείο μπορεί να προβεί σε αναθεώρηση προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης του, εκτός για να επέλθει προσαρμογή ατελούς κειμένου στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεση του Δικαστηρίου.

 

12. Όπως στην περίπτωση ανατροπής πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης δεν χωρεί περαιτέρω αμφισβήτησης η  συνακόλουθη καταδίκη και ποινή από το Εφετείο, έτσι και στην περίπτωση εδώ δεν νοείται Habeas Corpus.

 

13. Αλλιώς αυτό θα σήμαινε εξ υπαρχής αναθεώρηση ως το Εφετείο να μην ήταν παρά η αρχή του δικαιώματος άσκησης του προνομιακού αυτού εντάλματος. Αν το Δικαστήριο αυτό είχε τέτοιο δικαίωμα τότε θα δημιουργείτο μια ατέρμονη διαδικασία που θα εξουδετέρωνε τον ίδιο το σκοπό της ιδέας της έκδοσης φυγοδίκων κατά τρόπο σύντομο και αποτελεσματικό που είναι η βασική θέση της Σύμβασης.

[*2354]14.  Αντίθετα, οι αποφάσεις των Εφετείων και των Ολομελειών, πρέπει να είναι και να γίνονται σεβαστές από όλες τις βαθμίδες των Δικαστηρίων, περιλαμβανομένου και του ιδίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρωτοβάθμια δικαιοδοσία.

 

15. Δεν νοείται Habeas Corpus άλλο από το καθιερωμένο και δεν υπάρχει διευρυμένου τύπου Habeas Corpus που να δίδει τη δυνατότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο υπό μονομελή σύνθεση, έστω και σε προνομιακής φύσεως δικαιοδοσία, να διεισδύει αναιρετικά σε απόφαση Εφετείου. Δεν είναι δυνατόν για το παρόν Δικαστήριο να υπεισέλθει στην ουσία της απόφασης του Εφετείου, δεχόμενο συμπληρωματικά στοιχεία ως η αίτηση που έχει καταχωρηθεί.

 

16. Οι εισηγήσεις των συνηγόρων ότι η παρούσα διαδικασία αποτελεί «το μοναδικό ένδικο μέσο που προβλέπεται στο νομικό σύστημα της Δημοκρατίας για απόδοση φυγοδίκου», παραγνωρίζουν αφενός το γεγονός ότι ο Νόμος 97/1970 δεν προβλέπει πουθενά την καταχώρηση αιτήματος Habeas Corpus από απόφαση απόδοσης φυγοδίκου ληφθείσας από Εφετείο και αφετέρου την ορθή και σύννομη διαδικασία που, ακολουθείται με την καταχώρηση της αίτησης φυγοδίκου στο κατά τόπο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο, με περαιτέρω δικαίωμα αίτησης Habeas Corpus και σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος αυτού, και με πρόσθετη αναθεώρηση με έφεση καταχωρημένη εναντίον της απορριπτικής της αιτήσεως Habeas Corpus απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδικάζοντος την αίτηση σε πρώτο βαθμό.

 

17. Δεν επιδιώκεται βεβαίως η απελευθέρωση της αιτήτριας στη βάση του Υπουργικού Διατάγματος απόδοσης, αλλά στην ουσία επιχειρείται παρεμπίπτων έλεγχος διά της προσπάθειας προσκόμισης μαρτυρίας που να αναιρεί ή να διαφοροποιεί την απόφαση του Εφετείου να εκδόσει την αιτήτρια ως μη υποκείμενη σε πολιτική δίωξη, προκαλώντας έτσι στη συνέχεια την ανατροπή της Υπουργικής πράξης, η οποία όμως έχει συντελεστεί ακριβώς με έρεισμα την τελεσιδικία της εφετειακής κρίσης.

 

18. Ούτε βεβαίως η καταχώρηση συμπληρωματικών στοιχείων όπως επιδιώκεται με την εκκρεμούσα προς τούτο αίτηση και η οποία θα αποκτούσε σημασία αν παρέχετο στο παρόν Δικαστήριο δικαίωμα εξέτασης της υπό κρίση αίτησης Habeas Corpus, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένης της ύπαρξης καταληκτικής δικαστικής πράξεως από το Εφετείο.

 

19. Η διαφοροποίηση που οι συνήγοροι της αιτήτριας επιχειρούν [*2355]από την απόφαση στη Λουκά (κατωτέρω) και πάλι δεν λαμβάνει ορθά υπόψη ότι εδώ δεν υπήρξε αίτηση Habeas Corpus από την αιτήτρια  διότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν απορριπτική της έκδοσης. Η Δημοκρατία άσκησε δικαιωματικά έφεση και το ζήτημα τελειώνει.

 

20. Δεν τίθεται δικαίωμα καταχώρησης Habeas Corpus, το οποίο κατά τη Σύμβαση και το Νόμο δίδεται στο επηρεαζόμενο πρόσωπο εφόσον εγκριθεί η έκδοση του πρωτοδίκως. Η συναφής θεώρηση της αιτήτριας ότι αν δεν δικαιούται στα γεγονότα της υπόθεσης να υποβάλει αίτηση Habeas Corpus, καταστρατηγείται ο Νόμος, σαφώς δεν είναι ορθή αφού τέτοιο δικαίωμα δεν δίδεται από το Νόμο.

 

21. Όσον αφορούσε στην αίτηση ασύλου, ο περί Προσφύγων Νόμος  6(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε, προνοεί ότι αποκλείονται από την ιδιότητα ή καθεστώς του πρόσφυγα άτομα τα οποία, μεταξύ άλλων, έχουν, κατά το Άρθρο 5(1)(γ)(ii), διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα σε άλλη χώρα πριν από την έκδοση άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

 

22. Κατά το Άρθρο 8, αιτητής ασύλου έχει αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι να καταστεί εκτελεστή η εκδιδόμενη από τον Προϊστάμενο της απόφασης του ή της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής σε περίπτωση διοικητικής προσφυγής.

 

23. Χορηγείται εντός τριών ημερών από της υποβολής της αίτησης βεβαίωση από τον υπεύθυνο του χώρου υποβολής για το ότι υπεβλήθη τέτοια αίτηση. Το δικαίωμα παραμονής δεν ισχύει όταν κατά το εδάφιο 1(δ), οι αρμόδιες αρχές προτίθενται να εκδώσουν τον αιτητή σε άλλο κράτος είτε δυνάμει των περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμων του 2004 έως και 2006, είτε άλλως πως, σε τρίτη χώρα.

 

24. Το Άρθρο 7(2) της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ, αφορά στο δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος μέχρις ότου εξεταστεί η αίτηση, αλλά μπορεί να δεχθεί εξαίρεση το κράτος-μέλος όταν προτίθεται να παραδώσει ή να εκδώσει σε άλλο κράτος δυνάμει υποχρεώσεων σε άλλο κράτος μέλος, λόγω Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης ή άλλως πως, είτε σε τρίτη χώρα. (Συμφωνία Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου ημερ. 13.6.2002 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης).

[*2356]25.  Πέραν όμως των ανωτέρω, το ζητούμενο είναι, σε οποιαδήποτε διαδικασία Habeas Corpus, ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης προσώπου.

 

26. Ο χαρακτηρισμός της διαδικασίας ως πολιτικής δικαιοδοσίας δεν αφαιρεί από την ιδιαιτερότητα της φύσης της υπόθεσης ως προς τις αρχές που λαμβάνονται προς έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης.

 

27. Τα δεδομένα εδώ κατεδείκνυαν ότι η αιτήτρια κρατείται διά αποφάσεως Εφετείου και επομένως η κράτηση της ενδυόταν με όλα τα εχέγγυα της νομιμότητας. Η αιτήτρια δεν κρατείτο δυνάμει οποιουδήποτε διατάγματος κράτησης και απέλασης, ούτε δυνάμει οποιωνδήποτε διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 6, ούτε δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000.

 

28. Συνεπώς, δεν υπήρχε έδαφος για ενεργοποίηση της προνομιακής υπόστασης του εντάλματος Habeas Corpus στα δεδομένα. Η αιτήτρια δεν μπορεί να παραπονείται για μη νόμιμη κράτηση στη βάση οποιασδήποτε πράξης ή ενέργειας αρμοδίων διοικητικών οργάνων που σχετίζεται με την αίτηση ασύλου που υπέβαλε ή την υπ’ αυτής διεκδίκηση της ιδιότητας του πρόσφυγα.

 

29. Η εισήγηση της αιτήτριας ότι ως αιτήτρια ασύλου δεν δύναται να απελαθεί μέχρι την τελεσφόρηση όλων των νομίμων διαδικασιών που περιβάλλουν μια αίτηση ασύλου, πρέπει να απασχολήσει με όλη τη σοβαρότητα και υπευθυνότητα τις αρμόδιες κρατικές αρχές και όχι το Δικαστήριο. 

 

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Konovalova (2015) 1 Α.Α.Δ. 2052, ECLI:CY:AD:2015:D639,

 

Μελά (Αρ. 3) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199,

 

Hachem ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191,

 

Katcho (2004) 1 Α.Α.Δ. 793,

 

In re Rashid (1985) 1 C.L.R. 393,

 

In re Mutke (1982) 1 C.L.R. 992,

[*2357]Re Hayek (1983) 1 C.L.R. 266,

 

Smith-Λουκά (2012) 1 Α.Α.Δ. 1827,

 

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 136,

 

Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 20,

 

Perpechides (1998) 1 Α.Α.Δ. 483,

 

Golov (2001) 1 Α.Α.Δ. 1109,

 

Σαμμούτας ν. Γεωργίου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1918,

 

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339,

 

Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2023,

 

Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122,

 

Sofocli as Administrator of the Estate of Sofoclis Karayiannides, deceased v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583,

 

Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226,

 

Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2011) 1 Α.Α.Δ. 1577,

 

Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060,

 

Γεωργίου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1043,

 

Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1772,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1642,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,

 

Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 849,

 

Makushin (2013) 1 Α.Α.Δ. 2144,

 

Sergeenva (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1574,

 

[*2358]Λουκά ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 1,

 

Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,

 

Ζαβρός ν. Υπουργείου Άμυνας (2009) 3 Α.Α.Δ. 380,

 

Kdouh (2007) 1 Α.Α.Δ. 1394,

 

Katcho (2003) 1 Α.Α.Δ. 1382,

 

Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261,

 

Mechanov (2003) 1 Α.Α.Δ. 217.

 

Aίτηση.

 

Α. Μαρκίδης με Κ. Βελάρη, Νικ. Χαραλαμπίδου (κα) και Ν. Τσαρδελλής για Γ. Γεωργίου, για την Αιτήτρια.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Α. Χίνη (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Αιτήτρια παρούσα.

 

Η κα Ταμάρα Γκουζέγιεβα είναι παρούσα για σκοπούς μετάφρασης από τα Ελληνικά στα Ρωσικά και αντίστροφα.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αίτηση στοχεύει στην απελευθέρωση της αιτήτριας στη βάση του εκτεταμένου ιστορικού που περιέχεται στην ένορκη δήλωση της ίδιας της αιτήτριας, όπως μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Συνοδεύεται από σωρεία εγγράφων ως τεκμήρια.

 

Το ιστορικό είναι αρκούντως λεπτομερές και δεν χρειάζεται παρά η με συνοπτικό τρόπο καταγραφή του για σκοπούς της παρούσας αίτησης.

 

Η αιτήτρια κατάγεται από τη Ρωσία, είναι νυμφευμένη και σπούδασε οικονομικά και νομικά, εργάστηκε δε ως δικηγόρος σε διάφορες εταιρείες. Υπήρξε προϊστάμενη του νομικού τμήματος της εταιρείας Yucos-Service που ανήκε στον όμιλο Yucos Oil της οποίας κύριος μέτοχος τότε ήταν ο Mikhail Borisovich Khodorkovskiy. Εργάστηκε επίσης ως δικηγόρος στην εταιρεία Rekma [*2359]VG, μετά ως διευθύντρια και τέλος, πριν τερματιστούν οι εργασίες της εταιρείας από τις Ρωσικές αρχές, απέκτησε το 100% του μετοχικού της κεφαλαίου.

 

Η αιτήτρια καταλογίζει στην κυβέρνηση Πούτιν συστηματική επίθεση εναντίον του Khodorkovskiy με στόχο, όπως αναφέρεται, τον έλεγχο του ομίλου Yucos από το κράτος και την ποινικοποίηση της δραστηριότητας του κύριου αυτού μετόχου που θεωρείτο πολιτικός αντίπαλος του Πούτιν λόγω της οικονομικής ισχύος του, αλλά και της ανάμειξης του στην πολιτική. 

 

Η αιτήτρια αναφέρεται στην ένορκη δήλωση της σε ψήφισμα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης υπ’ αρ. 1418(2005), όπου οι ενέργειες και τα μέτρα που λήφθηκαν από τη Ρωσική κυβέρνηση εναντίον της Yucos Oil θεωρήθηκαν ότι είχαν υπερβεί την απλή επιδίωξη της εφαρμογής του νόμου και την ποινική δίωξη των προσώπων, ενώ αναφορικά με τις υποθέσεις της εν λόγω εταιρείας και του κύριου μετόχου αυτής εκδόθηκαν τρεις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, στις οποίες το Δικαστήριο καταδίκασε τη Ρωσική Ομοσπονδία για σειρά παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιλαμβανομένου του δικαιώματος δίκαιης δίκης, παρά το γεγονός ότι το ΕΔΑΔ δεν κατέληξε σε συγκεκριμένο εύρημα για πολιτικά υποκινούμενο περιορισμό των δικαιωμάτων της Yucos Oil, του Khodorkovskiy και άλλων προσώπων. 

 

Στις 16.11.2006 η αιτήτρια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία μετά από σειρά γεγονότων και ενεργειών της Ρωσικής κυβέρνησης εναντίον της ιδίας και μελών της οικογένειας της, αλλά και συνεργατών της, που της δημιούργησαν και εξακολουθούν να της δημιουργούν φόβο δίωξης από τις Ρωσικές αρχές που σχετίζονται με την ιδιότητα της ως μέλος ομάδας που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τη Yucos Oil. Η αιτήτρια αναφέρεται στη συνέχεια στη σύλληψη και φυλάκιση του Khodorkovskiy, την ανάκτηση σταδιακά από τη Ρωσική κυβέρνηση του πλήρους ελέγχου της Yucos Oil, αλλά και των ενεργειών που άρχισαν εναντίον της και της εταιρείας Rekma Oil. Αρχικά η αιτήτρια με την οικογένεια της κατέφυγε στην Ισπανία, ο σύζυγος της όμως επέστρεψε για κάποιο διάστημα στη Ρωσία όπου απήχθη και κακοποιήθη από άγνωστα του άτομα. Εν τέλει η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Κύπρο από τις 13.1.2007. Παρέμεινε εδώ ως επισκέπτρια με σταδιακές ανανεώσεις μέχρι το 2010, αλλά λόγω λήξεως της ισχύος του διαβατηρίου της δεν μπορούσε να ανανεώσει πλέον την άδεια παραμονής της, ενώ δεν μπορούσε ούτε να επιστρέψει  στη Ρωσία για να ανανεώσει προσωπικά το διαβατήριο, ως ήθελαν οι Ρωσικές αρχές, [*2360]λόγω της δίωξης στην οποία υπόκειτο στη χώρα της.

 

Την 1.12.2010 συνελήφθη από την αστυνομία στο σπίτι της στη βάση εντάλματος σύλληψης μετά από αίτημα των Ρωσικών αρχών δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων. Την επομένη αφέθηκε ελεύθερη υπό όρους και άρχισε η διαδικασία έκδοσης της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Σύμφωνα με τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης από τον Αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσίας, η αιτήτρια κατηγορείτο ότι από τον Μάρτιο του 2005 μέχρι τον Μάϊο του 2006, ενώ ήταν διευθύντρια της Rekma, καταχράστηκε τη θέση της σε συνεργασία με άλλα άτομα και υπεξαίρεσε ξένη περιουσία μεγάλης αξίας. Πωλώντας πετρέλαιο σε υποτιμημένη τιμή κατηγορείται ότι επέφερε ζημιά σε Ρωσική εταιρεία πετρελαίου ύψους 1.571.007.847 ρουβλιών, θεωρούμενη ως εκ τούτου ύποπτη για τα αδικήματα της κλοπής και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Λόγω του φόβου έκδοσης της στη Ρωσία υπέβαλε στις 25.5.2011 αίτηση ασύλου, η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί. Στο μεταξύ κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της έφεσης που καταχωρήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόρριψης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού του αιτήματος έκδοσης, πληροφορήθηκε από Ρωσική εφημερίδα ότι καταδικάστηκε ερήμην σε σχέση με τα ίδια αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοση της και της επιβλήθηκε στις 23.8.2013, φυλάκιση 4, 2 και 5 ετών για διάφορα αδικήματα. 

 

Έναυσμα της αίτησης Habeas Corpus που καταχωρήθηκε στις 21.10.2015, αποτέλεσε η απόφαση του Εφετείου στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Konovalova (2015) 1 A.A., ECLI:CY:AD:2015:D639Δ. 2052, με την οποία ανετράπη η πρωτόδικη κρίση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 21.10.2011 στην Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας υπ’ αρ. 5/2010, για την έκδοση της εδώ αιτήτριας στη βάση του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/1970. Το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε αποφασίσει την απόρριψη της αίτησης για έκδοση για σειρά λόγων:

 

Σύμφωνα με την καταληκτική θέση, στη σελ. 75, του εκδικάζοντος πρωτοδίκως Δικαστηρίου, δεν είχε αποκαλυφθεί η ύπαρξη των αδικημάτων της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις κατά το χρόνο που αυτές καταλογίζονται στην αιτήτρια στη βάση και του κανόνα της διπλής εγκληματικότητας με βάση το Κυπριακό Δίκαιο. Περαιτέρω, οι κατηγορίες που αποδίδονταν στην αιτήτρια διέπονταν από αλλότρια πολιτικά κίνητρα κατά παράβαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης και τέλος [*2361]σε περίπτωση έκδοσης της αιτήτριας στη Ρωσική Ομοσπονδία, υπήρχαν σοβαροί λόγοι ότι αυτή δεν θα τύγχανε δίκαιης δίκης.

 

Το Εφετείο είχε διαφορετική άποψη δεχόμενο την έφεση που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας. Στην ουσία, ενώ απέρριψε τη θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην κρίση του ότι δεν αποκαλύπτονταν τα αδικήματα της συνέργειας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις και ότι λανθασμένα το Δικαστήριο είχε αποδεχθεί δεύτερη έκθεση εμπειρογνώμονα κατά το στάδιο της αντεξέτασης, θεώρησε λανθασμένη την πρωτόδικη κρίση περί μη αποκάλυψης του αδικήματος της κλοπής υπό το φως των διαβιβασθέντων εγγράφων και της τήρησης της αρχής της διπλής εγκληματικότητας, ενώ ταυτόχρονα ανέτρεψε και την πρωτόδικη θεώρηση ότι η αιτήτρια καταδιωκόταν στη Ρωσική Ομοσπονδία για πολιτικούς λόγους. Ήταν κοινός τόπος, όπως το έθεσε το Εφετείο, ότι η αιτήτρια δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην πολιτική, δεν ανήκε σε πολιτικό κόμμα, ούτε και είχε οποιαδήποτε αντιπαράθεση με τη Ρωσική κυβέρνηση.  Επομένως η δίωξη άλλων προσώπων που είχαν άμεσα ή έμμεσα εμπλοκή σε ποινικά αδικήματα επειδή ήταν ταυτόχρονα και πολιτικά δραστηριοποιημένα, δεν τεκμηρίωνε αφ’ εαυτής την προβληθείσα υπεράσπιση ότι η δίωξη της από τη Ρωσική Ομοσπονδία γινόταν για αλλότριους λόγους, ήτοι, υποκινούμενη από πολιτικά κίνητρα.

 

Με την έκδοση της εφετειακής κρίσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης υπέγραψε στις 16.10.2015 Διάταγμα Απόδοσης της αιτήτριας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Με βάση το Άρθρο 18(4) του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 95/1970, άρθρο που δεν έχει τροποποιηθεί με τους Νόμους υπ’ αρ. 23/1979 και 17/1984 που αφορούν την κύρωση του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ημερ. 15.10.75 και του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης ημερ. 17.3.78, παρέχεται διάστημα 15 ημερών για την παραλαβή, μετά την εκπνοή του οποίου το υπό έκδοση πρόσωπο δύναται να αφεθεί ελεύθερο και το οποίο πάντως θα απελευθερωθεί μετά την πάροδο 30 ημερών.

 

Με την καταχώρηση της παρούσας αίτησης Habeas Corpus, ζητήθηκε από το Δικαστήριο εκ μέρους της Δημοκρατίας η επείγουσα εκδίκαση της. Ακούστηκαν επί του προκειμένου οι θέσεις των διαδίκων και το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για σύντομη εκδίκαση με ανάλογες προθεσμίες αγορεύσεων.

 

Το επείγον του ζητήματος έγκειται όχι στη θέση της Δημοκρα[*2362]τίας ότι κατέστη αιφνίδια επείγουσα η υπόθεση λόγω της εκδίκασης της έφεσης, ή ότι θα απελευθερωθεί η αιτήτρια, διότι όπως ορθά ανέφερε και ο κ. Μαρκίδης, η αιτήτρια ήταν στη Δημοκρατία για σειρά ετών, τουλάχιστον από τις 5.1.2011, όταν ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης υπέγραψε τη σχετική εξουσιοδότηση για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης και όλο αυτό το διάστημα μέχρι την έκδοση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στη συνέχεια του Εφετείου, η αιτήτρια παρέμενε ελεύθερη στη Δημοκρατία χωρίς να την έχει εγκαταλείψει, ούσα και  αιτήτρια ασύλου από τις 25.5.2011, χωρίς όπως είναι παραδεκτό, να έχει μέχρι την καταχώρηση, αλλά και την εκδίκαση της υπό κρίση αίτησης Habeas Corpus, τύχει οποιασδήποτε απάντησης. Η οποιαδήποτε αναγκαιότητα για τη σύντομη διεκπεραίωση της παρούσας αίτησης υποστηλώνεται από τις υποχρεώσεις της Δημοκρατίας με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Φυγοδίκων, οπότε οφειλόταν η όσο το δυνατό σύντομη εκδίκαση και η έκδοση απόφασης στο συντομότερο δυνατό χρόνο.

 

Είναι κατάλληλο το σημείο να υπομνησθεί σε τι αποσκοπεί το προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus.

 

Έχει επεξηγηθεί πλειστάκις μέσα από τη νομολογία ότι αιτήματα για Habeas Corpus έχουν σκοπό να ελέγξουν τη νομιμότητα της κράτησης από Δικαστική ή άλλη αρχή ή ακόμη και από ιδιώτη, παρέχοντας έτσι ένα αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης. Το ζητούμενο είναι πάντοτε να ελεγχθεί η κατ’ ισχυρισμόν παράνομη κράτηση ή φυλάκιση ή άλλως πως στέρηση της ελευθερίας ατόμου, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο, ενεργώντας ως Δικαστήριο που δύναται να εκδώσει ένταλμα Habeas Corpus, δεν επενεργεί ως Εφετείο. Έτσι δεν δύναται να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που αποφάσισε την έκδοση, ούτε να ελέγξει την ορθότητα της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά περιορίζεται στην ουσία να εξετάσει εάν το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε ενώπιον του ικανοποιητική μαρτυρία δικαιολογούσα την έκδοση και κατά πόσο η όλη υπόθεση εξετάστηκε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου, (δέστε Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Λιάκου Μελά (Αρ. 3) για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus (1998) 1 Α.Α.Δ. 1199, Hachem ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 Α.Α.Δ. 191 και Αναφορικά με την Αίτηση του Mounir Katcho για Habeas Corpus (2004) 1 Α.Α.Δ. 793). Πρόσθετα, προκύπτει από τη νομολογία ότι είναι δυνατό κατά την ενάσκηση της προνομιακής αυτής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να διαπιστωθεί από αντικειμενική θεώρηση, η διαπίστωση της ύπαρξης επαρκούς μαρτυρίας για σκοπούς έκδοσης (δέστε In re Rashid (1985) 1 C.L.R. 393), ενώ [*2363]έχει εισαχθεί ως αποδεκτό κριτήριο και το προνοούμενο από το Άρθρο 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, αναφορικά με το επίπεδο ή βαθμό απόδειξης, με συνακόλουθο την έκδοση διαταγής εφόσον η μαρτυρία δημιουργεί πιθανό τεκμήριο ενοχής (δέστε In re Mutke (1982) 1 C.L.R. 992 και Re Hayek (1983) 1 C.L.R. 266). Έχει επίσης λεχθεί στην Smith-Λουκά (2012) 1 Α.Α.Δ. 1827, ότι το επίπεδο απόδειξης που πρέπει να ικανοποιήσει η αιτήτρια αρχή είναι, κατά το πλησιέστερο δυνατό, εκείνο που ακολουθείται σε διαδικασία προανάκρισης, (δέστε και Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 136).

 

Η όλη έννοια και εμβέλεια του Habeas Corpus εξηγείται με λεπτομέρεια στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα», Κεφ. 3, σελ. 72-108. Αφού γίνεται ιστορική αναφορά στην προέλευση του εντάλματος Habeas Corpus με βάση το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, το σύγγραμμα εξηγεί ότι το ένταλμα είναι ένα άμεσο δραστικό μέτρο προνομιακής φύσεως για την άμεση απελευθέρωση ατόμου από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση είτε από τις αρχές, είτε από ιδιώτη. Δεν αποτελεί τιμωρητικό μέτρο, ούτε μέτρο για αποζημίωση, εκδίδεται δε ex debito justitiae όποτε διαπιστωθεί το παράνομο της κράτησης και επομένως δεν αποτελεί θεραπεία που παρέχεται κατά διακριτική ευχέρεια. Η κράτηση πρέπει να είναι παράνομη και πραγματική για να εκδοθεί το ένταλμα, το οποίο έχει το χαρακτήρα μιας ασυνήθιστης θεραπείας και αίτηση για Habeas Corpus δεν απορρίπτεται απλά και μόνο επειδή υπάρχει άλλη εναλλακτική διαδικασία προς έλεγχο της εγκυρότητας της κράτησης, έχοντας βέβαια υπόψη και την αποκλειστική δικαιοδοσία επί θεμάτων που εμπίπτουν στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η όλη διαδικασία λογίζεται ως πολιτικής φύσεως, (Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 20).

 

Στις περιπτώσεις αιτήσεων Habeas Corpus, η άποψη που επικράτησε, σύμφωνα με τις αποφάσεις που παραθέτονται στο σύγγραμμα, και όπως ήδη αναφέρθηκε και πιο πάνω, είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό έχει περιορισμένη δικαιοδοσία και δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον αυτή κινήθηκε στα νόμιμα όρια της, (παρ. 3.18 και 3.19 του συγγράμματος του Π. Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα»). Έχει όμως ταυτόχρονα αναγνωρισθεί η αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διαπιστώσει κατά πόσο υπάρχει από αντικειμενική θεώρηση επαρκής μαρτυρία για την έκδοση (Αναφορικά με την Αίτηση Habeas Cor[*2364]pus του Hussein Jamil Hachem από το Λίβανο ν. Του Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών – ανωτέρω – Perpechides (1998) 1 Α.Α.Δ. 483) και Golov (2001) 1 Α.Α.Δ. 1109).

 

Η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται σε αριθμό διατάξεων του Συντάγματος, του Νόμου 33/1964, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ημερ. 26.6.2013, το Άρθρο 4 του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, το Άρθρο 33(1) της Σύμβασης της Γενεύης για το Νομικό Καθεστώς των Προσφύγων, στα Άρθρα 18 και 22 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεων Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 95/1970, στα Άρθρα 10 και 11 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου αρ. 97/1970, στο Διεθνές Εθιμικό Δίκαιο, στο Κοινοδίκαιο και τις εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου κατά την άσκηση δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων. 

 

Η επιχειρηματολογία των ευπαιδεύτων συνηγόρων της αιτήτριας επικεντρώθηκε στην ουσία σε δύο θεματικές. Απαντώντας τις προδικαστικές ενστάσεις που έθεσε ο Γενικός Εισαγγελέας στην καταχωρηθείσα υπ’ αυτού ένσταση, οι οποίες ανάλογα με την κρίση του Δικαστηρίου δυνατόν να καταστήσει αχρείαστη την περαιτέρω συζήτηση της αίτησης, η θέση της αιτήτριας είναι ότι το παρόν Δικαστήριο ασκώντας την προνομιακή δικαιοδοσία του στο αίτημα Habeas Corpus, δεν δεσμεύεται από την απόφαση του Εφετείου διότι η εξουσία του είναι ευρύτερη, σκοπό έχουσα τον έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης της αιτήτριας, η οποία κράτηση διατάχθηκε στην περίπτωση από το ίδιο το Εφετείο ως αποτέλεσμα της ανατροπής της απορριπτικής του αιτήματος έκδοσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

Προς τούτο αποκτά μεγάλη σημασία κατά τους δικηγόρους της αιτήτριας και η εξέταση και αποδοχή από το Δικαστήριο της μεταγενέστερης της καταχώρησης της αίτησης Habeas Corpus, νέας αίτησης ημερ. 26.10.2015 με την οποία επιδιώκεται η άδεια του Δικαστηρίου για να προσκομιστεί συμπληρωματική μαρτυρία από την αιτήτρια. Η συμπληρωματική αυτή μαρτυρία έχει σκοπό να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου ολόκληρη την απόφαση του Ρωσικού Δικαστηρίου με την οποία η αιτήτρια καταδικάστηκε ερήμην της. Η πρόσθετη αυτή μαρτυρία είναι κατά τον ισχυρισμό των ευπαιδεύτων συνηγόρων αναγκαία διότι στην καταχωρηθείσα από τη Δημοκρατία ένσταση επί του Habeas Corpus, τα δεδομένα που αναφέρθηκαν στην καταδικαστική απόφαση δεν γίνονται παραδεκτά, ούτε η μετάφραση μέρους και μόνο της Ρωσικής απόφασης είναι αποδεκτή εφόσον δεν ήταν αυθεντικά πιστοποιημένη, ούτε το [*2365]Τεκμήριο 9 στην αίτηση Habeas Corpus που είναι ολόκληρο το Ρωσικό κείμενο της καταδικαστικής απόφασης είχε τοιουτοτρόπως πιστοποιηθεί ως αυθεντικό.

 

Επομένως, η μαρτυρία αυτή θα θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου ολόκληρο το κείμενο της Ρωσικής καταδικαστικής απόφασης που αποτελείται από 82 σελίδες και το οποίο δεν μπορούσε έγκαιρα να ετοιμαστεί σε μετάφραση πριν καταχωρηθεί η αίτηση Habeas Corpus. Ταυτόχρονα, θα προσκομιστεί και μαρτυρία αναφορικά με την αυθεντικότητα της απόφασης του Ρωσικού Δικαστηρίου και θα κατατεθεί το ίδιο το πρωτότυπο αυθεντικό κείμενο. Επίσης η αιτήτρια επιθυμεί να παρουσιάσει πρόσθετη μαρτυρία σε σχέση με την αίτηση πολιτικού ασύλου, καθώς και μαρτυρία ότι εάν εκδοθεί στη Ρωσία θα υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση λόγω της κράτησης ή φυλάκισης της σε φυλακές ή χώρους κράτησης που αποδεδειγμένα παραβιάζουν το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Αγορεύοντας προς υποστήριξη της εξέτασης του Habeas Corpus προς όφελος της αιτήτριας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εισηγήθηκαν στο Δικαστήριο ότι με βάση και το συμπληρωματικό αυτό μαρτυρικό υλικό θα διαφανεί ότι το Habeas Corpus θα πρέπει να εκδοθεί δικαιωματικά, διότι ενώ η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αφορούσε αίτημα έκδοσης για να δικαστεί η αιτήτρια στη Ρωσία, αυτή έχει ήδη στο μεταξύ καταδικαστεί και επομένως χρειάζεται νέα διαδικασία με βάση άλλα άρθρα της Σύμβασης περί Εκδόσεως Φυγοδίκων προς έκδοση της με σκοπό όχι να δικαστεί, αλλά να εκτίσει πλέον την ποινή της.  Συνεπώς και η απόφαση του Εφετείου θα πρέπει να ιδωθεί μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο.

 

Παράλληλα, η θέση των συνηγόρων είναι ότι με βάση την ορθή ερμηνεία των Άρθρων 9 και 10 του Νόμου αρ. 97/1970, η αιτήτρια δικαιούτο να καταχωρήσει αίτημα Habeas Corpus εφόσον η έκδοση της και η συνεπακόλουθη κράτηση αυτής έχει γίνει δυνάμει της απόφασης του Εφετείου για πρώτη φορά. Εφόσον ο Νόμος παρέχει δικαίωμα υποβολής αιτήματος Habeas Corpus, η αιτήτρια δεν  θα πρέπει να στερηθεί αυτού του δικαιώματος επειδή η απόφαση έκδοσης προέρχεται τώρα από ένα τριμελές Σώμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

 

Όσον αφορά το γεγονός ότι η αιτήτρια είναι αιτήτρια ασύλου, με βάση τη νομολογία, από τη στιγμή που υποβάλλεται αίτηση για άσυλο, ο αιτητής ή η αιτήτρια θεωρείται αυτομάτως ως έχων ή [*2366]έχουσα την ιδιότητα του πρόσφυγα, η οποία εκ των υστέρων τυγχάνει αναγνώρισης από την Υπηρεσία Ασύλου. Το γεγονός και μόνο της υποβολής αίτησης ασύλου κωλύει τις αρμόδιες πολιτειακές αρχές από του να προχωρήσουν στην έκδοση της διότι από τις διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας είναι σαφές ότι αιτητής πολιτικού ασύλου δεν μπορεί να απελαθεί μέχρις ότου εξεταστεί το αίτημα του σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. 

 

Η αντίθετη άποψη της Δημοκρατίας μέσα από τις προδικαστικές ενστάσεις και στη βάση των όσων επιχειρηματολόγησε και προφορικά η ευπαίδευτη Εισαγγελέας, είναι ότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την απόφαση του Εφετείου που αποτελεί τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας στο Κυπριακό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, ούτε και παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από την ερμηνεία των σχετικών άρθρων του Νόμου, ούτε και υπήρξε ποτέ τέτοιο προηγούμενο. Από τη στιγμή που το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη κρίση και έθεσε την αιτήτρια υπό κράτηση με σκοπό την έκδοση της, η διαδικασία θα πρέπει να προχωρήσει μέσα στο χρόνο που παρέχεται από το Νόμο, ο δε Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ο οποίος δυνάμει του Νόμου και της Σύμβασης διατηρεί δικαίωμα για καθορισμένους λόγους παρά την απόφαση Δικαστηρίου για έκδοση να μην αποδώσει το άτομο στη χώρα από όπου έχει φυγοδικήσει, υπέγραψε το σχετικό ένταλμα απόδοσης, αφού εξέτασε την υπόθεση και ικανοποιήθηκε ότι συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την απόδοση της αιτήτριας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Πρόσθετα, ενώ η αιτήτρια σύμφωνα με την παρ. 27 της ένορκης δήλωσης της είχε πληροφορηθεί κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της έφεσης για την εκδοθείσα ερήμην της καταδικαστική απόφαση, ουδέν τέτοιο δεδομένο έθεσε ποτέ προηγουμένως ενώπιον του ίδιου του Εφετείου.

 

Όσον αφορά το αίτημα πολιτικού ασύλου δεν υπάρχει οποιαδήποτε διοικητική πράξη ακόμη επ’ αυτού, αλλά και εν πάση περιπτώσει η αιτήτρια δεν κρατείται δυνάμει οποιασδήποτε απόφασης ή διάταξης Νόμου που αφορά την ιδιότητα της ως πρόσφυγα ή αιτούμενης της ιδιότητας αυτής, το δε κράτος δικαιούται, κατ’ εξαίρεση, να εκδώσει αιτητή πολιτικού ασύλου όταν ενεργεί δυνάμει υποχρεώσεων που εναποτίθενται σ’ αυτό που απορρέουν από Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή άλλως πως.

 

Στην παρούσα περίπτωση είναι κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου εμφανές ότι, παρά την ενδιαφέρουσα πρόταση ερμηνείας από τους συνηγόρους της αιτήτριας, τα σχετικά Άρθρα 9 και 10 δεν μπορούν να αναγνωσθούν κατά τρόπο που να αντιστρατεύονται τη συνταγ[*2367]ματικά καθιερωμένη αρχή της ιεραρχίας των Δικαστηρίων. Το Εφετείο, είτε σε αστική, είτε σε ποινική δικαιοδοσία, είναι και παραμένει το ανώτατο εφετειακό σώμα για αναθεώρηση απόφασης πρωτόδικης δικαιοδοσίας. Αυτό κατοχυρώνεται από τα Άρθρα 153 και 155 του Συντάγματος, τα οποία και καθορίζουν το Ανώτατο Δικαστήριο ως «το ανώτατον δευτεροβάθμιον δικαστήριον εν τη Δημοκρατία», τα Άρθρα 9 και 11 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου αρ. 33/1964 και τα Άρθρα 19 και 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60. Αλλά και σχετική νομολογία έχει πλειστάκις επιβεβαιώσει το αυτονόητο. Στην Σαμμούτας ν. Γεωργίου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1918, η Πλήρης Ολομέλεια αναφέρθηκε στο πλαίσιο δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά την ενοποίηση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το Νόμο αρ. 33/1964 υπό το φως και του Άρθρου 155.2 του Συντάγματος που παρέχει τη δυνατότητα ανάθεσης πρωτογενούς δικαιοδοσίας στο Ανώτατο Δικαστήριο σε θέματα που ήθελε καθορίζει ο νομοθέτης, πάντοτε υπό τον όρο ότι οι πρωτογενείς αυτές αποφάσεις υπόκεινται σε έφεση ενώπιον της Ολομέλειας, διατηρώντας έτσι δικαιοδοσία πρώτου και δεύτερου βαθμού. Η Πλήρης Ολομέλεια ανέλυσε και το Άρθρο 11(2) του Νόμου αρ. 33/1964.

 

Ταυτόχρονα είναι σαφές ότι δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας και μια απόφαση Εφετείου είναι τελεσίδικη. Τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας είναι άγνωστος στο Νόμο και έξω από το πλαίσιο του δικαιϊκού Κυπριακού συστήματος, (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339, Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2023 και Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122). Η δε σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου για αναψηλάφιση ή αναθεώρηση περιορίζεται σε ζητήματα φυσικής δικαιοσύνης (μη ειδοποίηση διαδίκου) ή για διόρθωση προφανούς γραμματικού λάθους ή συμπλήρωση εμφανούς παράλειψης όπως τη μη επιδίκαση εξόδων, (Sofocli as Administrator of the Estate of Sofoclis Karayiannides, deceased v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583, Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226, Βογαζιανός κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2011) 1 Α.Α.Δ. 1577 και Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060). Υποθέσεις όπως οι Γεωργίου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1043 και Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1772, επίσης καθιερώνουν τον κανόνα ότι ούτε το ίδιο το Εφετείο μπορεί να προβεί σε αναθεώρηση προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης του, εκτός για να επέλθει προσαρμογή ατελούς κειμένου στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεση του Δικαστηρίου.

 

Όπως στην περίπτωση ανατροπής πρωτόδικης αθωωτικής [*2368]απόφασης δεν χωρεί περαιτέρω αμφισβήτησης η συνακόλουθη καταδίκη και ποινή από το Εφετείο, έτσι και στην περίπτωση εδώ δεν νοείται Habeas Corpus. Αλλιώς αυτό θα σήμαινε εξ υπαρχής αναθεώρηση ως το Εφετείο να μην ήταν παρά η αρχή του δικαιώματος άσκησης του προνομιακού αυτού εντάλματος. Αν το Δικαστήριο αυτό είχε τέτοιο δικαίωμα τότε θα δημιουργείτο μια ατέρμονη διαδικασία που θα εξουδετέρωνε τον ίδιο το σκοπό της ιδέας της έκδοσης φυγοδίκων κατά τρόπο σύντομο και αποτελεσματικό που είναι η βασική θέση της Σύμβασης. Αντίθετα, οι αποφάσεις των Εφετείων και των Ολομελειών πρέπει να είναι και να γίνονται σεβαστές από όλες τις βαθμίδες των Δικαστηρίων, περιλαμβανομένου και του ιδίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1642 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878). Το δόγμα του stare decisis και η ασφάλεια και βεβαιότητα του δικαίου είναι επιτακτικές αρχές καλά καθιερωμένες στο δίκαιο, οποιαδήποτε δε απόκλιση από αυτές θα είχε αρνητικές και ανεπιθύμητες επιπτώσεις στη δομή και ιεραρχία του δικαιϊκού στερεώματος.

 

Είναι βεβαίως αλήθεια ότι απόφαση έκδοσης από πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου και εισάγεται η αίτηση, υπόκειται σε αναθεώρηση κατά τη διαδικασία Habeas Corpus. Και αυτό βέβαια για καλό λόγο. Η ελευθερία του ατόμου είναι προεξάρχουσα και αν πρωτοδίκως το Δικαστήριο λανθασμένα έχει δεχθεί την αίτηση, το υπό έκδοση άτομο δικαιούται διά των προνοιών της Συμβάσεως και του Νόμου, να θέσει εκ νέου τα επιχειρήματα του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έτσι τυγχάνει διπλής ευκαιρίας μη έκδοσης. Όταν όμως το ίδιο το Εφετείο διατάσσει την έκδοση τότε η απόφαση του πρέπει να είναι και να γίνεται σεβαστή. Παραμένει τελεσίδικη χωρίς δυνατότητα αναθεώρησης από οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο, είτε με μονομελή σύνθεση σε διαδικασία Habeas Corpus, είτε υπό πολυμελή σύνθεση. Όταν, με βάση την προαναφερθείσα νομολογία το ίδιο το Εφετείο δεν μπορεί να αναθεωρήσει την ουσία τελεσίδικης του απόφασης, πόσο μάλλον ένα μονομελές Δικαστήριο έστω και αν λειτουργεί σε προνομιακή διαδικασία.

 

Η ερμηνεία που δίδεται στο Άρθρο 10, σε συνδυασμό με το Άρθρο 9 του Νόμου αρ. 97/1970 δεν είναι, με όλο το σεβασμό και εκτίμηση στα σχετικά επιχειρήματα, δόκιμη. Το λεκτικό του Άρθρου 10, εκτός του ότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου είναι από τη φύση του αρκούντως σαφές, πρέπει να συνεξεταστεί με τις πρόνοιες των άρθρων που προηγούνται. Το Άρθρο 8 αφορά την εξουσία σύλληψης προσώπου διωκόμενου για αδίκημα και για το [*2369]οποίο προηγήθηκε η εξουσιοδότηση του αρμόδιου Υπουργού μετά την υποβολή σχετικής αίτησης για έκδοση από το αιτούν κράτος και εφόσον αυτός ήθελε ικανοποιηθεί κατά το εδάφιο (3) του Άρθρου 7, ότι η εξουσιοδότηση για έναρξη διαδικασίας μπορεί νόμιμα να χωρήσει. Με άλλα λόγια, ο Υπουργός δεν θεωρεί ότι «δεν δύναται κατά νόμο να εκδοθεί διάταγμα εκδόσεως του ενδιαφερομένου προσώπου ή ότι δεν θα ηδύνατο εν τη πραγματικότητι να εκδοθή διάταγμα εκδόσεως αυτού συμφώνως τοις διατάξεσι του παρόντος Νόμου.».

 

Εφόσον ο Υπουργός χωρεί στην ως άνω σχετική εξουσιοδότηση, το Άρθρο 8 αναφέρεται για πρώτη φορά στο γεγονός ότι η έναρξη της διαδικασίας έκδοσης γίνεται από Δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου στη δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται, κατά τόπο εννοείται, το πρόσωπο. Προς αποτελεσματικότητα της διαδικασίας προνοείται και η έκδοση εντάλματος σύλληψης είτε από Δικαστή, είτε από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Ακολουθεί το Άρθρο 9. Ρητά πλέον υπομνηματίζεται η όλη διαδικασία έκδοσης, η οποία λαμβάνει χώραν ενώπιον του «εν τω εντάλματι οριζομένου Επαρχιακού Δικαστηρίου». Αναφέρονται οι εξουσίες του Δικαστηρίου που εκδικάζει την αίτηση έκδοσης και τα κριτήρια τα οποία πρέπει να ικανοποιηθούν για να προχωρήσει αυτό σε διάταγμα έκδοσης. Στο μεταξύ μπορεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να τύχει προφυλάκισης ή να απολυθεί με εγγύηση. Δύο επιφυλάξεις στο εδάφιο 5(β) του Άρθρου 9, καθιστούν σαφές ότι υπάρχει το δικαίωμα επιβολής όρων από το εκδικάσαν, αλλά απορρίψαν την αίτηση έκδοσης Δικαστήριο, ώστε να διασφαλιστεί η παρουσία του προσώπου ενώπιον του Εφετείου, το οποίο επίσης έχει εξουσία να επιβάλει όρους, περιλαμβανομένης της κράτησης, προς διασφάλιση της παρουσίας του ενώπιον πλέον του Εφετείου. Αυτή η επιφύλαξη τέθηκε στο Νόμο σχετικά πρόσφατα με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 175(Ι)/2013, ως αποτέλεσμα κενού στο νομοθετικό κείμενο ως προς τον τρόπο διασφάλισης της παρουσίας του προσώπου κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της απόρριψης πρωτοδίκως της αίτησης έκδοσης και της έναρξης της εφετειακής αναθεώρησης και των πρακτικών προβλημάτων που συναφώς εγείρονταν, όπως διεφάνη από υποθέσεις ενώπιον πρωτοδίκων Δικαστηρίων, αλλά και ενώπιον του Εφετείου (δέστε Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 849 και Makushin (2013) 1 Α.Α.Δ. 2144 απόφαση Ολομέλειας. Παρεμβάλλεται εδώ ότι ο Νόμος αρ. 97/1970 δεν προνοεί ρητώς δικαίωμα έφεσης από απορριπτική πρωτόδικη απόφαση, αλλά θεωρείται αυτονόητη η έφεση, όπως και η πρόσφατη αυτή τροποποίηση  [*2370]υποδηλώνει, καθώς και το Άρθρο 10(5) του Νόμου. Το θέμα έχει επιλυθεί με την απόφαση του Εφετείου στη Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 1) – ανωτέρω –. Και στην Αγγλία, η έφεση επί είτε απορριπτικής είτε επί αποδοχής αίτησης έκδοσης, ρητά προνοείται με το Administration of Justice Act 1960, s15 (δέστε O. Hood Phillips: Constitutional and Administsrative Law 5η Έκδ. σελ. 407-408).

 

Η τροποποίηση αυτή περί ένθεσης όρου ώστε να διασφαλιστεί η παρουσία προσώπου ενώπιον του Εφετείου έχει προοιμικό χαρακτήρα περί του τελεσίδικου της διαδικασίας, αυτής τελεσφορούσας με την έφεση.

 

Το Άρθρο 10, υπό το φως και των προηγηθέντων, δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τον εισηγούμενο από την αιτήτρια τρόπο. Είναι σαφές ότι το «Δικαστήριο» που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εισάγεται η αίτηση για έκδοση. Όπως και σαφές είναι ότι εφόσον το δικάσαν Δικαστήριο ήθελε εγκρίνει την αίτηση υποχρεούται (κάτι αντίστοιχο δεν προνοείται όταν η πρωτόδικη κρίση ανατρέπεται από το Εφετείο), να πληροφορήσει το πρόσωπο περί του δικαιώματος του όπως υποβάλει αίτηση Habeas Corpus. Αίτηση που βεβαίως υποβάλλεται ενώπιον ενός Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος υπό το φως και του Άρθρου 11(2) του Νόμου αρ. 33/1964. Η αίτηση Habeas Corpus δεν εισάγεται ενώπιον Εφετείου. Και όταν στη συνέχεια το εδάφιο (3) του Άρθρου 10, αναφέρεται στο «Ανώτατο Δικαστήριο», εννοεί βεβαίως, διατηρώντας την ορθή δικαστική ιεράρχηση, το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση. Το ίδιο ισχύει και για το εδάφιο (4), χωρίς να προσδίδεται δυνατότητα διεύρυνσης του χαρακτήρα της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου διότι η πρόνοια περί αποδοχής συμπληρωματικών στοιχείων χαρακτηρίζει ακριβώς τη σφαιρικότητα του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, εφόσον η αίτηση εξετάζεται δυναμικά προς επίρρωση των αναφερομένων στο εδάφιο (3).

 

Οι πρόνοιες αυτές δεν συνηγορούν στην ανάγνωση του νομοθετικού κειμένου κατά τον τρόπο που εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας. Δεν νοείται Habeas Corpus άλλο από το καθιερωμένο και δεν υπάρχει διευρυμένου τύπου Habeas Corpus που να δίδει τη δυνατότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο υπό μονομελή σύνθεση, έστω και σε προνομιακής φύσεως δικαιοδοσία, να διεισδύει αναιρετικά σε απόφαση Εφετείου. Δεν είναι δυνατόν για το παρόν Δικαστήριο να υπεισέλθει στην ουσία της απόφασης του Εφετείου δεχόμενο συμπληρωματικά στοιχεία ως η αίτηση που έχει κα[*2371]ταχωρηθεί. Οι εισηγήσεις των συνηγόρων ότι η παρούσα διαδικασία αποτελεί με βάση το Άρθρο 10, «το μοναδικό ένδικο μέσο που προβλέπεται στο νομικό σύστημα της Δημοκρατίας για απόδοση φυγοδίκου», παραγνωρίζουν αφενός το γεγονός ότι ο Νόμο αρ. 97/1970 δεν προβλέπει πουθενά την καταχώρηση αιτήματος Habeas Corpus από απόφαση απόδοσης φυγοδίκου ληφθείσας από Εφετείο και αφετέρου την ορθή και σύννομη διαδικασία που, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, ακολουθείται με την καταχώρηση της αίτησης φυγοδίκου στο κατά τόπο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο, με περαιτέρω δικαίωμα αίτησης Habeas Corpus και σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος αυτού, και με πρόσθετη αναθεώρηση με έφεση καταχωρημένη εναντίον της απορριπτικής της αιτήσεως Habeas Corpus απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδικάζοντος την αίτηση σε πρώτο βαθμό, (δέστε και Sergeenva (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1574).

 

Όπως λέχθηκε και στην Λουκά ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 1, από την Ολομέλεια:

 

«ο δικαστικός έλεγχος σε υποθέσεις εκδόσεως φυγοδίκων, όπως η παρούσα, συμπληρώνεται με την εξέταση της αίτησης εκδόσεως, της αίτησης για προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus και της έφεσης κατά της απόφασης για μη έκδοση προνομιακού εντάλματος. Αυτός ο έλεγχος, κατά την εκτίμηση μας, διασφαλίζει επαρκώς τα ανθρώπινα δικαιώματα, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος της πρόσβασης στο Δικαστήριο, ενός επηρεαζομένου προσώπου …..». 

 

Ο εφεσείων, όπως πρόσθετα παρατήρησε η Ολομέλεια στο σκεπτικό της Λουκά, είχε εξαντλήσει όλα τα ένδικα μέσα που η Κυπριακή έννομη τάξη και το νομικό σύστημα προσφέρουν. Ο έλεγχος επομένως μεταγενέστερα της απόφασης του Υπουργού να υπογράψει το ένταλμα απόδοσης μετά και την απόρριψη της έφεσης από την Ολομέλεια επί της απόρριψης του αιτήματος για Habeas Corpus, δεν ήταν δυνατός διότι η απόφαση του Υπουργού δεν ανάγεται στη σφαίρα της διοικητικής εξουσίας, αλλά της πολιτικής.

 

Και εδώ το ίδιο. Δεν επιδιώκεται βεβαίως η απελευθέρωση της αιτήτριας στη βάση του Υπουργικού Διατάγματος απόδοσης, αλλά στην ουσία επιχειρείται παρεμπίπτων έλεγχος διά της προσπάθειας προσκόμισης μαρτυρίας που να αναιρεί ή να διαφοροποιεί την απόφαση του Εφετείου να εκδόσει την αιτήτρια ως μη υποκείμενη σε πολιτική δίωξη, προκαλώντας έτσι στη συνέχεια την ανατροπή της Υπουργικής πράξης, η οποία όμως έχει συντελεστεί ακριβώς με έρεισμα την τελεσιδικία της εφετειακής κρίσης.  Δεν υπάρχει συνε[*2372]πώς εξουσία ελέγχου μιας αμιγώς πολιτικής απόφασης που λήφθηκε από τον Υπουργό, ο οποίος, όπως υπέδειξε η Ολομέλεια στη Λουκά – ανωτέρω –, εξετάζει την υπόθεση με τα ίδια ουσιαστικά κριτήρια και λόγους που εξετάζονται και από το Δικαστήριο, με τη διαφορά ότι η δική του εξέταση αποκτά πλέον πολιτική διάσταση στο πλαίσιο και της αμοιβαιότητας μεταξύ κυριάρχων κρατών κατά την εκπλήρωση των διεθνών τους υποχρεώσεων.

 

Ούτε βεβαίως η καταχώρηση συμπληρωματικών στοιχείων όπως επιδιώκεται με την εκκρεμούσα προς τούτο αίτηση και η οποία θα αποκτούσε σημασία αν παρέχετο στο παρόν Δικαστήριο δικαίωμα εξέτασης της υπό κρίση αίτησης Habeas Corpus, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένης της ύπαρξης καταληκτικής δικαστικής πράξεως από το Εφετείο. Η διαφοροποίηση που οι συνήγοροι της αιτήτριας επιχειρούν από την απόφαση στη Λουκά, και πάλι δεν λαμβάνει ορθά υπόψη ότι εδώ δεν υπήρξε αίτηση Habeas Corpus από την αιτήτρια διότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν απορριπτική της έκδοσης. Η Δημοκρατία άσκησε δικαιωματικά έφεση και το ζήτημα τελειώνει. Δεν τίθεται τώρα δικαίωμα καταχώρησης Habeas Corpus, το οποίο κατά τη Σύμβαση και το Νόμο δίδεται στο επηρεαζόμενο πρόσωπο εφόσον εγκριθεί η έκδοση του πρωτοδίκως. Η συναφής θεώρηση της αιτήτριας ότι αν δεν δικαιούται στα γεγονότα της υπόθεσης να υποβάλει αίτηση Habeas Corpus, καταστρατηγείται ο Νόμος, σαφώς δεν είναι ορθή αφού τέτοιο δικαίωμα δεν δίδεται από το Νόμο. Αν ο νομοθέτης ήθελε δώσει τέτοιο δικαίωμα, (και σε τέτοια περίπτωση κατά τρόπο που να μην διαταράσσεται η δικαστική ιεραρχία), θα έπρεπε να το καθορίσει σαφώς. Ασφαλώς δεν εναπόκειται στο παρόν Δικαστήριο να διαβάσει λέξεις, φράσεις ή διαδικασίες στο Νόμο, ή, να αναμορφώσει το νομοθετικό κείμενο.  Όταν η βούληση του νομοθέτη είναι σαφής δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο να διευρύνει το πεδίο του Νόμου σε άλλο πλαίσιο και άλλες περιοχές, (Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και Ζαβρός ν. Υπουργείου Άμυνας (2009) 3 Α.Α.Δ. 380).

 

Όσον αφορά την αίτηση ασύλου, ο περί Προσφύγων Νόμος αρ. 6(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε, προνοεί με το Άρθρο 4(α) αυτού ότι πρόσφυγας ή αιτητής δεν απελαύνεται σε χώρα ή δεν αποστέλλεται στα σύνορα χώρας όπου λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή καταδίωξη.

[*2373]Αποκλείονται από την ιδιότητα ή καθεστώς του πρόσφυγα άτομα τα οποία, μεταξύ άλλων, έχουν, κατά το Άρθρο 5(1)(γ)(ii),  διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα σε άλλη χώρα πριν από την έκδοση άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

 

Κατά το Άρθρο 8, αιτητής ασύλου έχει αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι να καταστεί εκτελεστή η εκδιδόμενη από τον Προϊστάμενο της απόφασης του ή της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής σε περίπτωση διοικητικής προσφυγής. Χορηγείται εντός τριών ημερών από της υποβολής της αίτησης βεβαίωση από τον υπεύθυνο του χώρου υποβολής για το ότι  υπεβλήθη τέτοια αίτηση. Το δικαίωμα παραμονής δεν ισχύει όταν κατά το εδάφιο 1(δ), οι αρμόδιες αρχές προτίθενται να εκδώσουν τον αιτητή σε άλλο κράτος είτε δυνάμει των περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμων του 2004 έως και 2006, είτε άλλως πως, σε τρίτη χώρα.

 

Το Άρθρο 7(2) της Οδηγίας («Directive») 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου ημερ. 1.12.2005, αφορά το δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος μέχρις ότου εξεταστεί η αίτηση, αλλά μπορεί να δεχθεί εξαίρεση το κράτος-μέλος όταν προτίθεται να παραδώσει ή να εκδώσει σε άλλο κράτος δυνάμει υποχρεώσεων σε άλλο κράτος μέλος, λόγω Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης ή άλλως πως, είτε σε τρίτη χώρα. (Συμφωνία Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου ημερ. 13.6.2002 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης).

 

Πέραν όμως των ανωτέρω, το ζητούμενο είναι, υπενθυμίζεται, σε οποιαδήποτε διαδικασία Habeas Corpus, ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης προσώπου. (Kdouh (2007) 1 Α.Α.Δ. 1394).  Ο έλεγχος αυτός εφαρμόζεται βεβαίως με την ίδια δύναμη και σε υποθέσεις φυγοδίκων στις οποίες εφαρμόζονται όλες οι αρχές περιλαμβανομένης και της κατάχρησης διαδικασίας, όπου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πείθεται με δόλο να εισέλθει εντός της διαδικασίας με σκοπό να του γίνει επίδοση, (Katcho (2003) 1 Α.Α.Δ. 1382). Ο χαρακτηρισμός της διαδικασίας ως πολιτικής δικαιοδοσίας δεν αφαιρεί από την ιδιαιτερότητα της φύσης της υπόθεσης ως προς τις αρχές που λαμβάνονται προς έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης, (Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261 και Mechanov (2003) 1 Α.Α.Δ. 217).

 

Τα δεδομένα εδώ δείχνουν ότι η αιτήτρια κρατείται διά απο[*2374]φάσεως Εφετείου και επομένως η κράτηση της ενδύεται με όλα τα εχέγγυα της νομιμότητας. Η αιτήτρια δεν κρατείται δυνάμει οποιουδήποτε διατάγματος κράτησης και απέλασης, ούτε δυνάμει οποιωνδήποτε διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 6, ούτε δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000. Συνεπώς, η απλή απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει έδαφος για ενεργοποίηση της προνομιακής υπόστασης του εντάλματος Habeas Corpus στα δεδομένα. Η αιτήτρια δεν μπορεί να παραπονείται για μη νόμιμη κράτηση στη βάση οποιασδήποτε πράξης ή ενέργειας αρμοδίων διοικητικών οργάνων που σχετίζεται με την αίτηση ασύλου που υπέβαλε ή την υπ’ αυτής διεκδίκηση της ιδιότητας του πρόσφυγα.

 

Αυτό που εδώ εισηγείται και προωθεί η αιτήτρια ότι ως αιτήτρια ασύλου δεν δύναται να απελαθεί μέχρι την τελεσφόρηση όλων των νομίμων διαδικασιών που περιβάλλουν μια αίτηση ασύλου, πρέπει να απασχολήσει με όλη τη σοβαρότητα και υπευθυνότητα τις αρμόδιες κρατικές αρχές και όχι το Δικαστήριο. Αν, δηλαδή, ούσα αιτήτρια ασύλου θα πρέπει να απελαθεί στη βάση της απόφασης του Εφετείου παραγνωρίζοντας την εκκρεμότητα της αίτησης ασύλου. Πρόκειται για πολιτική απόφαση που σαφώς εμπίπτει στη σφαίρα αρμοδιότητας της πολιτείας έχοντας υπόψη και το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 20.10.2015 που απηύθυνε ο Επίτροπος Προστασίας Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών («United Nations High Commissioner for Refugees») προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία αναφέρονται, υπενθυμίζονται και καταγράφονται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας έναντι αιτητών ασύλου που περιλαμβάνουν και τη μη επαναπροώθηση αιτητή ή πρόσφυγα και την επέκταση της προστασίας αυτής ακόμη και στην περίπτωση έκδοσης («deportation, expulsion, extradition and non-admission at the border»). Βεβαίως η Δημοκρατία απαντά ότι υπάρχει εξαίρεση δυνάμει του Άρθρου 8(1)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, που αποτελεί εναρμονιστικό κείμενο σε συμμόρφωση με το Άρθρο 7 της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ που επιτρέπει την έκδοση ακόμη και όταν εκκρεμεί προς εξέταση αίτηση ασύλου. Παρατηρείται όμως ότι η εξαίρεση αφορά σε ζητήματα έκδοσης που προκύπτουν από Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και όχι στη βάση της Σύμβασης Φυγοδίκων. Αυτά όμως δεν είναι θέματα για το παρόν Δικαστήριο.

 

Παραμένουν όμως αυτά τα ζητήματα προς προβληματισμό από το κράτος παρά την απόρριψη τελικώς της αίτησης πολιτικού ασύλου μόλις στις 5.11.2015, μετά που το Δικαστήριο επιφύλαξε την απόφαση του, γεγονός για το οποίο το Δικαστήριο έτυχε πλη[*2375]ροφόρησης στις 10.11.2015, τρεις ημέρες προηγουμένως, με σχετική επιστολή της Νομικής Υπηρεσίας προς την Αρχιπρωτοκολλητή. Προκαλεί βεβαίως αλγεινή εντύπωση η εκκρεμότητα της εξέτασης της αίτησης για τόσα χρόνια και η σπουδή με την οποία αιφνίδια και υπό την πίεση της αίτησης Habeas Corpus, απεφασίσθη το ζήτημα. Ασφαλώς και δεν περιποιεί τιμή στη Δημοκρατία η βραδύτητα με την οποία αντιμετωπίστηκε το αίτημα ασύλου.  Δεν νοείται όμως περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

 

Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

Τα έξοδα της μεταφράστριας να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο