Βασιλείου Λάκης, προσωπικά και/ή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του Περικλή Δημητρίου ν. Αρέστη Βρόντη και Άλλων (2015) 1 ΑΑΔ 2521

ECLI:CY:AD:2015:A769

(2015) 1 ΑΑΔ 2521

[*2521]20 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12/2011)

 

ΛΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Ή ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 

Εφεσείων - Eναγόμενος,

 

ν.

 

ΑΡΕΣΤΗ ΒΡΟΝΤΗ,

 

Εφεσιβλήτου - Ενάγοντα.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 13/2011)

 

ΛΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Ή ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 

Εφεσείων - Eναγόμενος,

 

ν.

 

ΧΑΡΟΥΛΛΑΣ (ΧΑΡΙΚΛΕΙΑΣ) ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ ΒΡΟΝΤΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΑΡΕΣΤΗ ΒΡΟΝΤΗ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 14/2011)

 

ΛΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Ή ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 

Εφεσείων - Eναγόμενος,

 

ν.

[*2522]ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΒΡΟΝΤΗ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 12/2011, 13/2011 και 14/2011)

 

 

Κληρονομικό δίκαιο ― Διαχείριση κληρονομίας ― Παράβαση νομίμων καθηκόντων ― Ο εφεσείων ως εκτελεστής διαθήκης, είχε εκ του Νόμου υποχρέωση να καταβάλει κατά προτεραιότητα τον φόρο κληρονομίας, αφού το ενεργητικό της περιουσίας επαρκούσε προς τούτο και η ενέργεια του να το διανέμει, με αποτέλεσμα να αναγκάσει τους εφεσίβλητους να το πληρώσουν εξ ιδίων, ώστε να μεταβιβαστούν τα κληροδοτήματα επ’ ονόματι τους τον καθιστούσε προσωπικώς και/ή υπό την ιδιότητα ως διαχειριστή της περιουσίας του Διαθέτη, υπόλογο προς αποζημίωση των εφεσιβλήτων για ό,τι ποσό επί του προκειμένου αυτοί κατέβαλαν.

 

Κληρονομικό Δίκαιο ― Εκτελεστής Διαθήκης ― Υπέχει τα καθήκοντα τα οποία επιβάλλονται σε αυτόν από το κοινοδίκαιο και από τις αρχές του δικαίου της.

 

Εναντίον του εφεσείοντα προωθήθηκε πρωτοδίκως αγωγή ως εκτελεστή της Διαθήκης του Περικλή Δημητρίου, ο οποίος απεβίωσε στο Στρόβολο στις 11.10.1987.

 

Παρά το γεγονός ότι το έργο του εφεσείοντα δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, εντούτοις καθυστέρησε υπέρμετρα στη μεταβίβαση των κληροδοτημάτων στους εφεσίβλητους ως διαλαμβανόταν στη Διαθήκη του διαθέτη και μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, 28 χρόνια μετά την παραχώρηση των εγγράφων διαχείρισης, δεν είχε υποβάλει ούτε τελικούς λογαριασμούς.

 

Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν η αξίωση των εφεσιβλήτων - εναγόντων εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου για το συνολικό ποσό των €32.217,38 - που αναγκάστηκαν να πληρώσουν σε διάφορες ημερομηνίες στον Έφορο Φόρου Κληρονομιών ώστε να δοθεί απαλλαγή για μεταβίβαση των κληροδοτημάτων επ΄ ονόματί τους, καθώς επίσης και για το ποσό των Λ.Κ.2.431,25 (€4.154,04) που κατέβαλαν σε διάφορες ημερομηνίες ως μεταβιβαστικά τέλη για τιτλοποίηση, στις 9.7.02, των κληροδοτημάτων επ’ ονόματι τους. Και αυτό παρόλο που ο Διαθέτης είχε αφήσει σε μετρητά δεκάδες χιλιάδες λίρες, τις οποίες ο εφεσείοντας διένεμε στους νόμιμους κληρονόμους του καθ’ υπέρ[*2523]βαση και των νόμιμων κληρονομικών τους μεριδίων χωρίς πρώτα να πληρώσει, ως όφειλε, το φόρο κληρονομιών.

 

Στη βάση των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την Υπεράσπιση του εφεσείοντα ότι η πληρωμή από τους εφεσίβλητους των πιο πάνω ποσών ήταν υποχρέωση τους δυνάμει του Άρθρου 31 του περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμου του 1962 (Ν.67/1962, όπως τροποποιήθηκε), δικαίωσε τους εφεσίβλητους-ενάγοντες, εκδίδοντας απόφαση με την οποία καταδίκασε τον εφεσείοντα προσωπικά και/ή ως διαχειριστή της περιουσίας του Διαθέτη να καταβάλει τα αξιούμενα ποσά.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ενώ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει ότι σύμφωνα με το Άρθρο 31 του περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμου, ο φόρος κληρονομίας αποτελεί νόμιμο χρέος της περιουσίας, εντούτοις τον καταδίκασε προσωπικά και/ή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας του Διαθέτη σε πληρωμή προς τους εφεσίβλητους - ενάγοντες των ποσών που αυτοί κατέβαλαν για φόρο κληρονομιάς.

 

β)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε το Άρθρο 18 του περί Μεταβιβάσεων και Υποθηκεύσεων Ακινήτων Νόμο, το οποίο mutatis mutantis εφαρμόζεται και για τις μεταβιβάσεις κληροδοτημάτων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο,  από την ερμηνεία του Άρθρου 31 του περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμο, «σε συνδυασμό και με τα όσα ορίζουν τα Άρθρα 2, 4, 27, 29 και 50 του ιδίου Νόμου προκύπτει πως ο φόρος κληρονομίας, συμπεριλαμβανομένων και των κληροδοτημάτων, αποτελεί νόμιμο χρέος της περιουσίας αυτής το οποίο τη βαρύνει κατά προτεραιότητα. Ο δε διαχειριστής υποχρεούται να καταβάλει το φόρο αυτό νοουμένου ότι το ενεργητικό της περιουσίας επαρκεί.

 

2.  Σύμφωνα με το Άρθρο 31 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου Κεφ. 189 όπως τροποποιήθηκε, ο εκτελεστής Διαθήκης « υπέχει τα καθήκοντα τα οποία επιβάλλονται σε αυτόν από το κοινοδίκαιο (common law) και από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας (equity)» και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ήταν προσωπικώς και/ή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περι[*2524]ουσίας υπόλογος έναντι των εφεσιβλήτων για τα ποσά που αυτοί κατέβαλαν ως φόρο κληρονομίας τη στιγμή που το ενεργητικό της περιουσίας επαρκούσε για πληρωμή του φόρου.

 

3.  Ο εφεσείων είχε εκ του Νόμου υποχρέωση να καταβάλει κατά προτεραιότητα τον φόρο κληρονομίας, αφού το ενεργητικό της περιουσίας επαρκούσε προς τούτο και η ενέργεια του να το διανέμει, με αποτέλεσμα να αναγκάσει τους εφεσίβλητους να τον πληρώσουν εξ ιδίων ώστε να μεταβιβαστούν τα κληροδοτήματα επ’ ονόματι τους τον καθιστούσε προσωπικώς και/ή υπό την ιδιότητα ως διαχειριστή της περιουσίας του Διαθέτη, υπόλογο προς αποζημίωση των εφεσιβλήτων για ό,τι ποσό επί του προκειμένου αυτοί κατέβαλαν.

 

4.  Σε ό,τι δε αφορούσε στο δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος είχε στο στόχαστρό του την καταδίκη του εφεσείοντα να καταβάλει στους εφεσίβλητους και τα πληρωθέντα απ’ αυτούς τέλη μεταβίβασης, ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι οι ενάγοντες δικαιούνταν απόφασης εναντίον του εναγομένου ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος για να ανακτήσουν τα ποσά τα οποία κατέβαλαν επ’ ωφελεία της περιουσίας αυτής επί τη βάσει των αρχών της αποκατάστασης (restitution) και του άδικου πλουτισμού (unjust enrichment).

 

5.  Στην προκειμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι νομοθετημένες και νομολογημένες προϋποθέσεις για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες και η οποία οδήγησε στον άδικο πλουτισμό της περιουσίας του αποβιώσαντος: (α) Η περιουσία του αποβιώσαντος δεν επιβαρύνθηκε με το φόρο κληρονομιάς και τα τέλη μεταβίβασης εν σχέσει με τα κληροδοτήματα πάρα τη σχετική νόμιμη υποχρέωση της και παρά το ότι το ενεργητικό της επαρκούσε, (β) Οι ενάγοντες κατέβαλαν το φόρο κληρονομιάς και τα μεταβιβαστικά τέλη για να καταστεί δυνατή η επ’ ονόματι τους μεταβίβαση και εγγραφή των κληροδοτημάτων και όχι για χαριστική αιτία. (γ) Οι συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι πληρωμές, επ’ ωφελεία της περιουσίας του αποβιώσαντος, καθιστούσαν άδικη την διατήρηση τους υπέρ της περιουσίας.

 

6.  Περαιτέρω, οι ενάγοντες δικαιούνταν τα ποσά αυτά και ως η απώλεια τους που προέκυψε από το γεγονός πως ο εναγόμενος παρέβηκε τα νόμιμα καθήκοντα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος.

 

7.  Η εν λόγω παράβαση προέκυπτε από την όλη πορεία της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντος, ως αυτή διαγραφόταν από διάφορες ενέργειες στις οποίες προέβη ο εφεσείων και οι οποίες [*2525]εμφαίνονταν από το φάκελο της διαδικασίας της αίτησης, και ήταν αδιαμφισβήτητες.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 10011/2004), ημερομ. 30/11/2010.

 

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο.

 

Γ. Χατζηπαρασκευάς, για τους Εφεσίβλητους - Ενάγοντες.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων είναι ο εκτελεστής της Διαθήκης του Περικλή Δημητρίου (στο εξής ο Διαθέτης), ο οποίος απεβίωσε στο Στρόβολο στις 11.10.1987.

 

Τα σχετικά έγγραφα διαχείρισης παραχωρήθηκαν στον εφεσείοντα στις 31.12.1987 και σύμφωνα με ό,τι διαλαμβάνεται στη Διαθήκη, αυτός ανέλαβε να μεταβιβάσει δύο ακίνητα του Διαθέτη στη Χαρούλλα (Χαρίκλεια) Μιχαηλίδου Βρόντη και στα δύο παιδιά της Παναγιώτα και Αρέστη Βρόντη – ενάγοντες πρωτοδίκως στις συνενωμένες αγωγές 10009/04, 10010/04 και 10011/04 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και εφεσίβλητους αντιστοίχως στις παρούσες συνενωμένες εφέσεις 13/11, 14/11 και 12/11 – ενώ τη λοιπή περιουσία του Διαθέτη ανέλαβε να διανέμει στους νόμιμους κληρονόμους του κατά τα νόμιμα κληρονομικά μερίδια εκάστου. Συγκεκριμένα στη Χαρούλα και στη θυγατέρα της Παναγιώτα, ο Διαθέτης κληροδότησε το τεμάχιο 974, Φ/Σχ. ΧΧΧ/13.Ε.2, τοποθεσία Πάνω Κόκκινες στο Στρόβολο, με τις δύο οικίες που βρίσκονται σ’ αυτό, ενώ στον Αρέστη κληροδότησε το κτήμα με αρ. εγγραφής 162, τεμάχιο 201, Φ/Σχ. ΧΧ1/46.5ΙV που βρίσκεται στην ενορία Ντεμπετχανέ στη Λευκωσία.

 

Παρά το γεγονός ότι το έργο του εφεσείοντα δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, εντούτοις καθυστέρησε υπέρμετρα στη μεταβίβαση των κληροδοτημάτων στους εφεσίβλητους και μέχρι σήμερα, 28 χρόνια [*2526]μετά την παραχώρηση των εγγράφων διαχείρισης, δεν έχει υποβάλει ούτε τελικούς λογαριασμούς.  Αυτό, όμως, δεν αποτέλεσε αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας, ούτε αποτελεί και αντικείμενο των υπό κρίση συνενωμένων εφέσεων. Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν βασικά η αξίωση των εφεσιβλήτων – εναγόντων εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου για το συνολικό ποσό των Λ.Κ.18.856 (€32.217,38) – που αναγκάστηκαν να πληρώσουν σε διάφορες ημερομηνίες στον Έφορο Φόρου Κληρονομιών ώστε να δοθεί απαλλαγή για μεταβίβαση των κληροδοτημάτων επ’ ονόματί τους, καθώς επίσης και για το ποσό των Λ.Κ.2.431,25 (€4.154,04) που κατέβαλαν σε διάφορες ημερομηνίες ως μεταβιβαστικά τέλη για τιτλοποίηση, στις 9.7.02, των κληροδοτημάτων επ’ ονόματι τους. Και αυτό παρόλο που ο Διαθέτης είχε αφήσει σε μετρητά δεκάδες χιλιάδες λίρες, τις οποίες ο εφεσείοντας διένεμε στους νόμιμους κληρονόμους του καθ’ υπέρβαση και των νόμιμων κληρονομικών τους μεριδίων χωρίς πρώτα να πληρώσει, ως όφειλε, το φόρο κληρονομιών.

 

Στη βάση των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την Υπεράσπιση του εφεσείοντα ότι η πληρωμή από τους εφεσίβλητους των πιο πάνω ποσών ήταν υποχρέωση τους δυνάμει του Άρθρου 31 του περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμου του 1962 (Ν.67/1962, όπως τροποποιήθηκε), δικαίωσε τους εφεσίβλητους-ενάγοντες, εκδίδοντας απόφαση με την οποία καταδίκασε τον εφεσείοντα προσωπικά και/ή ως διαχειριστή της περιουσίας του Διαθέτη να καταβάλει:-

 

1. Στη Χαρούλα (Χαρίκλεια) Μιχαηλίδου Βρόντη το συνολικό ποσό των €14.100,66 (Λ.Κ.8.252,75). Δηλαδή €12.407,86 (Λ.Κ.7.262,75) για φόρο κληρονομιών και €1.692,80 (Λ.Κ.990,75) για μεταβιβαστικά τέλη, πλέον νόμιμο τόκο από την ημέρα πληρωμής των εν λόγω ποσών,

 

2. Στην Παναγιώτα Βρόντη το συνολικό ποσό των €16.232,14 (Λ.Κ.9.500,25). Δηλαδή €14.386,42 (Λ.Κ.8.420) για φόρο κληρονομιών και €1.845,72 (Λ.Κ.1.080,25) για μεταβιβαστικά τέλη, πλέον νόμιμο τόκο από την ημέρα πληρωμής των εν λόγω ποσών και,

 

3. Στον Αρέστη Βρόντη το συνολικό ποσό των €6.038,62 (Λ.Κ.3.534,25). Δηλαδή €5.423,10 (Λ.Κ.3.174) για φόρο κληρονομιών και €615,52 (Λ.Κ.360,25) για μεταβιβαστικά τέλη, πλέον νόμιμο τόκο από την ημέρα πληρωμής των εν λόγω ποσών.

[*2527]Ο εφεσείοντας θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένη για δύο λόγους, οι οποίοι προωθήθηκαν με άξονα την αντίληψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το Άρθρο 31 του περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμου του 1962 (Ν.67/1962) και, περαιτέρω, παραγνώρισε το Άρθρο 18 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965).

 

Το παράπονο του εφεσείοντα, αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, εστιάζεται στο ότι ενώ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει ότι σύμφωνα με το Άρθρο 31 του περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμου ο φόρος κληρονομίας αποτελεί νόμιμο χρέος της περιουσίας, εντούτοις τον καταδίκασε προσωπικά και/ή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας του Διαθέτη σε πληρωμή προς τους εφεσίβλητους – ενάγοντες των ποσών που αυτοί κατέβαλαν για φόρο κληρονομιάς.

 

Σ’ ό,τι δε αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε το Άρθρο 18 του περί Μεταβιβάσεων και Υποθηκεύσεων Ακινήτων Νόμο, το οποίο mutatis mutantis εφαρμόζεται και για τις μεταβιβάσεις κληροδοτημάτων.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επί του ζητήματος, αντέτειναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, είναι καθόλα ορθή. Επέσυραν επί του προκειμένου την προσοχή του Εφετείου στο γεγονός ότι ενώ το ενεργητικό της περιουσίας του Διαθέτη επαρκούσε για πληρωμή τόσο του φόρου κληρονομιών όσο και των μεταβιβαστικών τελών, εντούτοις ο εφεσείοντας προχώρησε σε διανομή του στους νόμιμους κληρονόμους του Διαθέτη αναγκάζοντας τους εφεσίβλητους να πληρώσουν αυτοί τα εν λόγω ποσά ώστε τα κληροδοτήματα να μεταβιβαστούν επ’ ονόματί τους. Προς τεκμηρίωση δε της θέσης τους, πέραν των όσων παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, παρέπεμψαν και στα όσα σχετικά αναγράφονται για την προσωπική ευθύνη του εκτελεστή της Διαθήκης στις σελ. 713, 718 και 755 του συγγράμματος Williams, Mortimer and Sunnucks, Executors Administrators and Probate, 17th Edition of Williams on Executors and the 5th Edition of Mortimer on Probate, Chapter 63, καθώς επίσης και στη σελ. 273 του συγγράμματος Snell’s Principles of Equity, 27η Έκδοση.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το οποίο συμφωνεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, από την ερμηνεία του Άρθρου 31* του περί Φορολογίας Κληρονομιών Νόμο «… σε συνδυασμό και με τα όσα ορίζουν τα Άρθρα 2, 4, 27, 29 και 50 του ιδίου Νόμου προκύπτει πως ο φόρος κληρονομίας, συμπεριλαμβανομένων και των κληροδοτημάτων, αποτελεί νόμιμο χρέος της περιουσίας αυτής το οποίο τη βαρύνει κατά προτεραιότητα. Ο δε διαχειριστής υποχρεούται να καταβάλει το φόρο αυτό νοουμένου ότι το ενεργητικό της περιουσίας επαρκεί.» Παραγνωρίζει όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ότι σύμφωνα με το Άρθρο 31** του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου Κεφ. 189 (όπως τροποποιήθηκε) ο εκτελεστής Διαθήκης «… υπέχει τα καθήκοντα τα οποία επιβάλλονται σε αυτόν από το κοινοδίκαιο (common law) και από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας (equity)» και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ήταν προσωπικώς και/ή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας υπόλογος έναντι των εφεσιβλήτων για τα ποσά που αυτοί κατέβαλαν ως φόρο κληρονομίας τη στιγμή που το ενεργητικό της περιουσίας επαρκούσε για πληρωμή του φόρου. Όπως συναφώς αναφέρεται και στις σελίδες 713 και 718 του πρώτου από τα πιο πάνω συγγράμματα:

 

« Apart from his accountability, the origins of an executor's liability arising from his own acts will normally arise in tort or contract...He may be liable simply as executor or he may incur personal liability. The liability in tort can however be stated briefly. In all cases there is a distinction between his personal liability and his liability as executor...» (σελ. 713) και από τη σελ. 718:

[*2529]«It seems also that an executor is personally liable on a promise by him to pay a legacy in consideration of a forbearance by the legatee to enforce the legacy by instituting proceedings. The forbearance is a sufficient consideration provided the legatee had a right to institute such proceedings.»

 

Ο εφεσείων λοιπόν είχε εκ του Νόμου υποχρέωση να καταβάλει κατά προτεραιότητα τον φόρο κληρονομίας, αφού το ενεργητικό της περιουσίας επαρκούσε προς τούτο και η ενέργεια του να το διανέμει, με αποτέλεσμα να αναγκάσει τους εφεσίβλητους να τον πληρώσουν εξ ιδίων ώστε να μεταβιβαστούν τα κληροδοτήματα επ’ ονόματι τους τον καθιστούσε προσωπικώς και/ή υπό την ιδιότητα ως διαχειριστή της περιουσίας του Διαθέτη υπόλογο προς αποζημίωση των εφεσιβλήτων για ό,τι ποσό επί του προκειμένου αυτοί κατέβαλαν.

 

Ενόψει των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Σ’ ό,τι δε αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει στο στόχαστρό του την καταδίκη του εφεσείοντα να καταβάλει στους εφεσίβλητους και τα πληρωθέντα απ’ αυτούς τέλη μεταβίβασης – σύνολο Λ.Κ.2.431,25 (€4.154,04) - παραθέτουμε αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο αποτελεί το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου για απόρριψη και των δύο παραπόνων του εφεσείοντα που μας βρίσκει σύμφωνους και το υιοθετούμε και για σκοπούς της παρούσης:

 

«Οι ενάγοντες δικαιούνται απόφασης για τις χρηματικές τους αξιώσεις εναντίον του εναγομένου, τόσον ως διαχειριστή της περιουσίας του απoβιώσαvτoς όσον και προσωπικώς: Δικαιούνται απόφασης εναντίον του εναγομένου ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος για να ανακτήσουν τα ποσά τα οποία κατέβαλαν επ' ωφελεία της περιουσίας αυτής επί τη βάσει των αρχών της αποκατάστασης (restitution) και του άδικου πλουτισμού (unjust enrichment). Παρά το ότι ο άδικος πλουτισμός δεν αποτελεί αυτόνομη αιτία αγωγής, εντούτοις, ως έννοια, βρίσκεται στον πυρήνα της αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) την οποία και υποστηλώνει (Minerva Finance and  Investment Limited v. Γεωργιάδη (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2173, 2180 επ.)· Η αρχή της αποκατάστασης και του άδικου πλουτισμού εφαρμόζονται, επί τη βάσει του κοινοδικαΐου και του δικαίου της επιείκειας, και θεραπεύουν την αδικία στις περιπτώσεις προσπορισμού οφέλους χωρίς χαριστική αιτία (Chitty on [*2530]Contracts (General Principles), 27th edition, παρα.29-007 επ.).

 

Στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν οι νομοθετημένες και νομολογημένες προϋποθέσεις για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες και η οποία οδήγησε στον άδικο πλουτισμό της περιουσίας του αποβιώσαντος: (α) Η περιουσία του αποβιώσαντος δεν επιβαρύνθηκε με το φόρο κληρονομιάς και τα τέλη μεταβίβασης εν σχέσει με τα κληροδοτήματα πάρα τη σχετική νόμιμη υποχρέωση της και παρά το ότι το ενεργητικό της επαρκούσε, (β) Οι ενάγοντες κατέβαλαν το φόρο κληρονομιάς και τα μεταβιβαστικά τέλη για να καταστεί δυνατή η επ’ ονόματι τους μεταβίβαση και εγγραφή των κληροδοτημάτων και όχι για χαριστική αιτία, (γ) Οι συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι πληρωμές, επ’ ωφελεία της περιουσίας του αποβιώσαντος, καθιστούν άδικη την διατήρηση τους υπέρ της περιουσίας (HjiLoizi a.ο. v. Iona (1963) 2 C.L.R. 11, Minerva Finance Investment Ltd v. Γεωργιάδη (ανωτέρω), A.I. Καρπασίτης και Υιοί Λτδ κ.ά. ν. Καραφωκά κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1980 και Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077).

 

Περαιτέρω, οι ενάγοντες δικαιούνται τα ποσά αυτά και ως η απώλεια τους που προέκυψε από το γεγονός πως ο εναγόμενος παρέβηκε τα νόμιμα καθήκοντα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος. Η πορεία της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντος, ως αυτή διαγράφεται από το φάκελο της διαδικασίας της αίτησης αρ. 499/87 (Ε. Δ. Λευκωσίας - Δικαιοδοσία Επικύρωσης Διαθηκών) (τεκμήριο 9), και είναι αδιαμφισβήτητη, το γεγονός πώς ο εναγόμενος προέβηκε σε διανομή του ενεργητικού της περιουσίας του αποβιώσαντος (ύψους Λ.Κ.88.000), το οποίο επαρκούσε να καλύψει τον επίδικο φόρο κληρονομιάς και τα επίδικα τέλη μεταβίβασης, πριν εξοφλήσει αυτά, το γεγονός πώς ο εναγόμενος παρέστησε στους ενάγοντες πως οι ίδιοι ευθύνονται για τα ποσά αυτά, το γεγονός πώς ο εναγόμενος κατακράτησε το ποσόν των Λ.Κ. 11.000 ως τα έξοδα και η αμοιβή του για τη διαχείριση χωρίς το ποσόν αυτό να εγκριθεί, το γεγονός πως ο εναγόμενος δεν διευθέτησε, μέχρι στιγμής, το θέμα των μετοχών του αποβιώσαντος στον τραπεζικό οργανισμό «Τράπεζα Κύπρου» καθώς, επίσης, και το γεγονός πως αυτός παρουσίασε στους κληρονόμους του αποβιώσαντος το ποσόν των Λ.Κ5870,75 ως επιστροφή φόρου, χωρίς να ισχύει κάτι τέτοιο, αποδεικνύουν πώς αυτός ενήργησε, εν προκειμένω, κατά τρόπον που αποκλίνει από το απαιτούμενο επίπεδο εντιμότητας και επιμέλειας ενός διαχειριστή περιουσίας αποβιώσαντος.»     

[*2531]Yπό το φως των πιο πάνω οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και προς όφελος των εφεσιβλήτων, η δε πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως ορθή.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο