Αντώνης Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 2560

ECLI:CY:AD:2015:D798

(2015) 1 ΑΑΔ 2560

[*2560]30 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 16 ΚΑΙ 17 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 34 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦ. 155, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) ΑΝΤΩΝΗΣ

ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. ΚΑΙ (2) ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.09.2015.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 126/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Δικηγόροι ― Δικηγορικό απόρρητο ― Διερεύνηση ποινικών αδικημάτων ― Ένταλμα έρευνας ― Εκδόθηκε ένταλμα της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση  εντάλματος έρευνας στο δικηγορικό γραφείο των αιτητών ― Tο εκδόσαν το ένταλμα Δικαστήριο, ενήργησε στη βάση σοβαρών ελλείψεων και παραλείψεων ως προς την ορθή παρουσίαση των γεγονότων στον αστυνομικό όρκο και με ανεπάρκεια αναφορικά με το σύννομο της όλης διαδικασίας ― Τα παρουσιασθέντα στοχεία δεν υποστήριζαν με κανένα τρόπο τη θέση του  κατώτερου Δικαστηρίου περί εύλογης υποψίας και η έκδοση του εντάλματος δεν νομιμοποιείτο.

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Αρχή αναλογικότητας ― Ένταλμα έρευνας ― Δικηγόροι ― Ο τρόπος διατύπωσης του [*2561]εντάλματος, όπως αυτό ζητήθηκε από την Αστυνομία ήταν δυσανάλογος του επιδιωκόμενου σκοπού.

 

Δικηγόροι ― Δικηγορικό απόρρητο ― Διερεύνηση ποινικών αδικημάτων ― Ένταλμα έρευνας ― Δεν υπάρχει στις πρόνοιες των Άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155, οτιδήποτε που να επιβάλλει στον Δικαστή να θέτει συγκεκριμένους όρους ― Όμως το Δικαστήριο θα πρέπει να προσαρμόζει το ένταλμα και τους όρους αυτού, κατά τρόπο που να συνάδει με τη σύγχρονη νομολογία επί του θέματος, η οποία,  θέτει ασφαλιστικές δικλείδες. 

 

Ποινική Δικονομία ― Ένταλμα έρευνας ― Εφαρμοστέες αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Κατόπιν παραχώρησης σχετικής άδειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταχωρήθηκε αίτηση διά κλήσεως με σκοπό την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προς ακύρωση του εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε μονομερώς από Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση ενόρκου δηλώσεως από αστυφύλακα.

 

Το ένταλμα έρευνας, εξουσιοδοτούσε την αστυνομική έρευνα στο δικηγορικό γραφείο με την ονομασία Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ, όπου σύμφωνα με τα όσα υποστηρίχθηκαν στην ένορκη δήλωση, «παράνομα αποκρύπτονταν τεκμήρια όπως πρακτικό του ΣΑΛ, ημερ. 15/3/2013, σε έντυπη μορφή ή σε ηλεκτρονική μορφή αποθηκευμένη σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή εξυπηρετητή (SERVER) του πιο πάνω δικηγορικού γραφείου ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα/τεκμήρια σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή που αφορούσαν τα Συμβόλαια C12 και C14 του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακα ...».

 

Τα πιο πάνω έγγραφα ζητούνταν διότι σχετίζονταν, σύμφωνα με το περιεχόμενο του εντάλματος έρευνας, με υπόθεση συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, συνωμοσίας για καταδολίευση, πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, και συγκάλυψη έρευνας και δήμευσης εσόδων από ορισμένες εγκληματικές πράξεις που διαπράχθηκαν στη Λάρνακα και Λευκωσία. 

 

Η επιχειρηματολογία του  συνηγόρου για τους αιτητές, εστιάστηκε στη σύγκριση του όρκου που δόθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας προς έκδοση του εντάλματος έρευνας και της ένορκης δήλωσης του ιδίου ατόμου, δηλαδή του αστυφύλακα, που υποστηρίζει την ένσταση στην υπό κρίση αίτηση, σύγκριση που κατά τον συνήγορο καταδείκνυε την ανεπάρκεια της αρχικής ένορκης δήλωσης-όρκου του αστυφύλακα όταν επιδιώχθηκε η έκδοση του εντάλματος.

[*2562]Η σύγκριση αποκάλυπτε, κατά την εισήγηση, τεράστιες διαφορές και ελλείψεις που δεν μπορούσαν να συμπληρωθούν με την εκ των υστέρων ένορκη δήλωση που τώρα καταχωρήθηκε με την ένσταση. Περαιτέρω, όπως υποστηρίχθηκε, υπήρχε παραδοχή ότι η αστυνομία δεν χρειαζόταν όλα τα έγγραφα, αυτά δε που αναζητούσε τα είχε ήδη στην κατοχή της με αποτέλεσμα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να είχε λανθασμένα επιτρέψει την έκδοση του εντάλματος έρευνας. 

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, προβλήθηκε, καταστρατήγησε με την έκδοση του εντάλματος όλες τις σχετικές αρχές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε τέτοιου είδους ζητήματα και αναμφίβολα υπερέβη την εξουσία του με το να επιτρέψει στην ουσία την πλήρη πρόσβαση σε όλα τα ηλεκτρονικά αρχεία των αιτητών, τα οποία αποτελούν και περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες μεταξύ δικηγόρου-πελάτη και τα οποία κατέχονται από τους αιτητές ως θεματοφύλακες υπό την επαγγελματική ιδιότητα τους. 

 

Με την ένσταση υποστηρίχθηκε η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν δεδομένο ότι ο όρκος του αστυφύλακα ήταν πολυσέλιδος, με αναφορές σε πλείστα όσα στοιχεία και δεδομένα που αφορούσαν στην κατακύρωση από το ΣΑΛ της προσφοράς σε εταιρεία άλλη από την εταιρεία Cybarco, που κατά το περιεχόμενο του όρκου αποτελούσε τη χαμηλότερη προσφορά.

 

2.  Δεν ήταν ο συνηθισμένος απλός όρκος ενός αστυνομικού οργάνου που αναζητούσε από το Δικαστήριο ένα ένταλμα έρευνας σε μια συνήθη ποινικής υπόθεσης και φύσεως διερεύνηση.

 

3.  Και εδώ εγειρόταν και το πρώτο αναπόφευκτο ερώτημα που συναρτάτο προς την ικανοποίηση του Δικαστή ως προς το εύλογο της  υποψίας. Εντύπωση προκαλούσε το γεγονός που απέρρεε από τη μελέτη της αίτησης για έκδοση του εντάλματος και του ιδίου του εντάλματος, ότι και τα δύο ήταν απολύτως σύγχρονα.

 

4.  Το αίτημα, δηλαδή, η παρουσίαση του όρκου φέρεται να λήφθηκε ενώπιον του Δικαστή στις 26.9.2015 και ώρα 11:30, ο οποίος και προσυπόγραψε την όμνυση. Την ίδια ακριβώς ημερομηνία και ώρα φέρει και το εγκριθέν και εκδοθέν από τον ίδιο Δικαστή ένταλμα έρευνας.

[*2563]5.    Διερωτάται κανείς πώς το εκδόσαν το ένταλμα έρευνας Δικαστήριο, ενήργησε και πώς στην ουσία και στην πράξη ικανοποιήθηκε λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του, όπως το ίδιο αναφέρει, έχοντας μελετήσει τον όρκο και το περιεχόμενο του, εφόσον στη βάση των χρονικών ενδείξεων που το ίδιο το Δικαστήριο έθεσε επί του όρκου και του εντάλματος, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν.

 

6.  Τα Δικαστήρια όταν αντιμετωπίζουν τέτοιας ιδιαίτερης φύσης και πολυπλοκότητας αιτήματα, καλό είναι να ενεργούν με περίσκεψη και να αφήνουν στον εαυτό τους επαρκή χρόνο για μελέτη και κατανόηση των δεδομένων, υποβάλλοντα, όπου αναγκαίο, και ανάλογες διευκρινιστικού τύπου ερωτήσεις στο αστυνομικό όργανο, καταγράφοντας τις πρόσθετες εξηγήσεις που δόθηκαν.

 

7.  Οι διαφορετικές νομικές γνωματεύσεις επί της αξιολόγησης μιας προσφοράς στις οποίες γινόταν λόγος στην ώμνυση, δεν ήταν δυνατόν να μπορούσαν να συνδεθούν με οποιοδήποτε τρόπο με εύλογη αιτία διάπραξης ποινικών αδικημάτων.

 

8.  Η διαδικασία προσφορών, η αξιολόγηση τους εν μέσω πολλών εγγράφων, τεχνικών όρων και προδιαγραφών και η κατακύρωση τους είναι από μόνα τους ένα περίπλοκο θέμα που συχνά διχάζουν τις αναθέτουσες αρχές, την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, αλλά και το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο σε πρώτο, αλλά και σε δεύτερο βαθμό.

 

9.  Η δεύτερη γνωμάτευση του γραφείου Φράγκου (εάν μπορούσε καν να δοθεί εφόσον νομικός σύμβουλος του ΣΑΛ ήταν ο αιτητής 2 και εγείρονται ερωτηματικά ως προς το ποιος ή ποιοι τη ζήτησαν που ουδόλως αναφέρεται στον όρκο), δεν σήμαινε ότι αυτή ήταν και η ορθή ώστε να γίνεται λόγος στην ένορκη δήλωση περί «λανθασμένης και παραπλανητικής γνωμάτευσης» του αιτητή 2.

 

10. Αυτό αυθεντικά θα μπορούσε να το αποφασίσει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο σε διαδικασία προσφυγής. Οι αναφορές αυτές στον όρκο έδιδαν αρνητικές εντυπώσεις και προδιέθεταν το Δικαστήριο ανάλογα, το οποίο όμως όφειλε να τις αναλογιστεί ως προς τη σημασία τους κατά την εξέταση του όρκου προς έκδοση του εντάλματος.

 

11. Και εδώ και πάλι εμπλέκεται το ζήτημα που αναφέρθηκε πριν ως προς την ταυτόχρονη λήψη του όρκου και της έκδοσης του εντάλματος. Είναι πρόδηλο ότι δεν είχε το χρόνο το Δικαστήριο να αναλογιστεί οτιδήποτε. Αυτά αφορούν ευθέως στη νομιμότητα της έκ[*2564]δοσης και όχι στην ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου.

 

12. Ακολουθεί στον όρκο αναλυτική εξήγηση όσον αφορά το άλλο συμβόλαιο το C-12. Η διασύνδεση των δύο συμβολαίων C-12 και C-14, δεν είναι μέσα από τον όρκο εύκολα αντιληπτή, αν υπάρχει, ούτε και τα όσα τελικώς καταλογίζονται στους αιτητές, που αφορούν το συμβόλαιο C-12, φαίνεται να σχετίζονται με το συμβόλαιο C-14.

 

13. Περαιτέρω, ο ομνύων δεν παρέθετε απλώς γεγονότα, αλλά προχωρούσε σε κρίση επί της ορθότητας της απόφασης του ΣΑΛ, στην οποία ανέμιξε ήδη τον αιτητή 2, αλλά και τον Δήμαρχο Λάρνακας ως Πρόεδρο του ΣΑΛ, ως τα άτομα που εκ προοιμίου θεωρούνται ως έχοντα δημιουργήσει αυτή την ανεπίτρεπτη κατάσταση πραγμάτων.

 

14. Στον όρκο δεν αναφερόταν πουθενά ότι οι αιτητές και ιδιαίτερα ο αιτητής 2 θεωρούνταν οι ίδιοι εμπλεκόμενοι στη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων. Άλλο η διερεύνηση γενικώς αδικημάτων για τα οποία αναζητούνται τεκμήρια και άλλο η θεώρηση κάποιου ως υπόπτου για τα αδικήματα. Αυτή η διασύνδεση έγινε εκ των υστέρων με την ένσταση της Δημοκρατίας και την ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει.

 

15. Είναι γνωστό με βάση πάγια νομολογία ότι ένταλμα έρευνας εκδίδεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο όταν αυτό ικανοποιηθεί με βάση το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος.

 

16. Εφόσον ο Δικαστής ικανοποιείται ως προς τα ανωτέρω ή οποιοδήποτε εξ αυτών, τότε μπορεί να εκδώσει ένταλμα έρευνας προς ανεύρεση του πράγματος που αναζητείται και να κατάσχει και να μεταφέρει αυτό στο Δικαστήριο.

 

17. Το Άρθρο 27 συνάδει με την υποχρέωση δέουσας αιτιολογίας για την έκδοση εντάλματος έρευνας όπως προνοείται από το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος.

 

18. Το Ανώτατο Δικαστήριο στο στάδιο του Certiorari σαφώς δεν ελέγ[*2565]χει την ορθότητα του εντάλματος, αλλά ελέγχει τη νομιμότητα του.

 

19. Εδώ όμως δεν αντιμετωπίζεται η γενική ρύθμιση της εμβέλειας Certiorari σε αστικές υποθέσεις. Αντιμετωπίζεται η ιδιαίτερη και σαφής πρόνοια του Άρθρου 27 του Κεφ. 155 σε σχέση με ένταλμα έρευνας σε ποινική διερεύνηση περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας που αποτελεί τη νομιμοποίηση της έκδοσης του εντάλματος.

 

20. Και η νομιμότητα δεν είναι νοητό να μην συναρτάται προς το εύλογο, το λογικό δηλαδή, της υποψίας, όπως αυτή καταγράφεται στο αίτημα. Το εύλογο με τη σειρά του προσδιορίζεται ή έχει αναφορά προς το σύνολο των γεγονότων που εμπεριέχονται στο αίτημα με ανάλογη σφαιρική θεώρηση των υποψιών ιδιαίτερα σε περίπλοκες υποθέσεις όπως η παρούσα.

 

21. Το εύλογο πρέπει να αναδύεται ως αντικειμενικώς παραδεκτό δεδομένο από το ίδιο το αίτημα. Αν η βάση επί της οποίας επιδιώκεται η έκδοση του εντάλματος είναι επισφαλής ή εγείρει σωρεία ερωτημάτων, τότε αφαιρείται το νομιμοποιητικό στοιχείο της αίτησης.

 

22. Προδήλως μέσα από την ένσταση της Δημοκρατίας επιχειρείται προσπάθεια αναμόρφωσης του όρκου και απόδοσης εξηγήσεων επί του περιεχομένου του. Αυτό είναι φανερό από την καταχωρηθείσα ένσταση της Δημοκρατίας μέσω της οποίας ο αστυφύλακας 521 στην υποστηρικτική του ένορκη δήλωση παρουσιάζει έγγραφα που σχετίζονται με τις κατ’ ισχυρισμόν διορθώσεις και αλλαγές που επήλθαν επί του 2ου πρακτικού.

 

23. Υπάρχουν, για παράδειγμα, εκ των υστέρων αναφορές στην καταχωρηθείσα ένσταση που τείνουν να δώσουν μια διαφορετική εξήγηση ή χροιά επί των πραγματικών γεγονότων και που αναμφιβόλως δεν ήταν ενώπιον του εκδόσαντος το ένταλμα έρευνας Δικαστηρίου, το οποίο αν τις είχε υπόψη του ή τις αντιλαμβανόταν με τον τρόπο που τώρα εισηγείται η Δημοκρατία, πιθανόν να επηρέαζε τη σκέψη του.

 

24. Τίποτε από όλα αυτά στα οποία αφορούσαν οι εκ των υστέρων αναφορές, παρόλο που προηγήθηκαν της αίτησης για την έκδοση του εντάλματος, δεν αναφέρονται στον όρκο που οδήγησε στο ένταλμα.

 

25. Αλλά ούτε και στον όρκο υπάρχει καταγραμμένο οπουδήποτε και για το ότι συγκεκριμένο πρακτικό απεστάλη δύο φορές ως το επίσημο έγγραφο στον Γενικό Ελεγκτή, όπως εκ των υστέρων στην [*2566]ένσταση αναφέρεται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση, θεωρώντας τις όποιες αλλαγές ως προϊόν πλαστογραφίας.

 

26. Η μη αποκάλυψη ουσιωδών πληροφοριών ή πληροφοριών ή ενεργειών που έπρεπε να προηγηθούν της αίτησης για ένταλμα, θεωρείται ότι αφαιρεί το νόμιμο της έκδοσης του εντάλματος.

 

27. Περαιτέρω, ο ομνύων αστυφύλακας αναφέρει ότι ο αιτητής 2 είχε ερωτηθεί και αρνηθεί να παραδώσει οτιδήποτε το σχετικό με το συγκεκριμένο πρακτικό και αυτό εξάγεται, κατά τον ομνύοντα, από το Τεκμήριο 7 στην ένσταση.

 

28. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα διότι το Τεκμήριο 7 δεν γράφει ότι ρωτήθηκε ο αιτητής 2 να παραδώσει οτιδήποτε στις αστυνομικές αρχές και αρνήθηκε. Εκείνο το οποίο φαίνεται από το Τεκμήριο 7, που είναι η σχετική καταγραφή στο ημερολόγιο ενέργειας του αστυφύλακα, είναι ότι ο αιτητής 2 ρωτήθηκε από αυτόν εάν έχει στην κατοχή του ή αποθηκευμένο σε ηλεκτρονική μορφή το 2ο πρακτικό, για να πάρει αρνητική απάντηση.

 

29. Η άρνηση ότι κάποιος έχει στην κατοχή του συγκεκριμένο έγγραφο ή πράγμα είναι πολύ διαφορετικό από την άρνηση να παραδώσει το έγγραφο ή το πράγμα, εφόσον με το τελευταίο υπονοείται ότι το έγγραφο ή το πράγμα υπάρχουν στην κατοχή του ερευνούμενου, αλλά επί σκοπώ αυτός δεν τα παραδίδει.

 

30. Η αστυνομία οφείλει να είναι ιδιαίτερα σαφής και ακριβής στις θέσεις που προβάλλει στο Δικαστήριο όταν επιδιώκει την έκδοση εντάλματος έρευνας, έχοντας υπόψη τη δραστικότητα του μέτρου.

 

31. Τα πιο πάνω που ήταν ενδεικτικά της εκ των υστέρων προσπάθειας να υποδειχθεί ότι το Δικαστήριο ευλόγως ικανοποιήθηκε και που ανεπίτρεπτα εισάγεται διά της ενστάσεως στο στάδιο εξέτασης της υπό κρίση αίτησης για Certiorari, πρέπει να συνδυαστούν και με τα όσα προηγουμένως καταγράφηκαν με λεπτομέρεια ως προς το ιστορικό που περιβάλλει την όλη υπόθεση.

 

32. Tα δεδομένα ήταν περίπλοκα, ενώ δεν νοείτο η παρείσφρυση στον όρκο του αστυφύλακα, απόψεων και κρίσεων επί της ορθότητας ή της νομιμότητας της γνωμάτευσης προς το ΣΑΛ του αιτητή 2, με την αντιπαράθεση αυτής με άλλη γνωμάτευση, η οποία θα έπρεπε να είχε παρουσιαστεί στο Δικαστήριο ώστε το ίδιο να μορφώσει γνώμη, αλλά ούτε είχαν θέση και οι εν γένει αναφορές περί της εισήγησης που παρατίθεται ως δεδομένο στον όρκο, ότι η προσφο[*2567]ρά της Cybarco Ltd, ήταν ή έπρεπε να θεωρείτο ότι ήταν η χαμηλότερη ή ότι οι αλλοιώσεις στο 2ο πρακτικό έπρεπε να θεωρούνταν προϊόν πλαστογραφίας.

 

33. Η ορθή διαδικασία για αναθεώρηση προσφορών, των όρων αυτών είτε τεχνικών, είτε οικονομικών, είτε γενικών, γίνεται διά της νομίμου οδού που είναι η αίτηση στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών και εν ανάγκη στη συνέχεια προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και μετά κατ’ έφεση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

34. Όλα τα πιο πάνω θα πρέπει να εξεταστούν και να ιδωθούν και υπό το φως της ιδιότητας των αιτητών, αυτή των δικηγόρων.

 

35. Η επαγγελματική αυτή ιδιότητα δεν μπορεί από την άλλη να παραμεριστεί από το όλο σκηνικό. Αντίθετα, επιτείνει την προσοχή που έπρεπε να επιδειχθεί πρωτοδίκως ιδιαιτέρως στα όλως ιδιάζοντα γεγονότα της υπόθεσης.

 

36. Σαφώς και οι δικηγόροι δεν εξαιρούνται, ούτε και έχουν ασυλία από οποιαδήποτε διερεύνηση ποινικής φύσεως, αλλά θα πρέπει να υπάρχει σαφής, τεκμηριωμένη και ουσιαστική σύνδεση ενός καταλογιζομένου ή υπό διερεύνηση ποινικού αδικήματος με ενέργειες, πράξεις ή παραλείψεις δικηγόρου.

 

37. Το δικηγορικό απόρρητο που είναι δεδομένο μέσα από πλειάδα αποφάσεων και σ’ αυτό συμφωνεί και η Δημοκρατία, δεν πρέπει να τυγχάνει εύκολης παραβίασης διότι μετά καταστρατηγείται ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου και ιδιαιτέρως της προστασίας που πρέπει να τυγχάνουν οι εμπιστευτικές ή άλλες πληροφορίες που παρέχονται στον δικηγόρο από τον πελάτη αυτού.

 

38. Είναι γι’ αυτό το λόγο που θεωρείται από τη νομολογία απαραίτητη η ένθεση στο οποιοδήποτε ένταλμα έρευνας τέτοιων ασφαλιστικών δικλείδων ώστε να αποφεύγεται η άνευ λόγου διείσδυση στο δικηγορικό απόρρητο ή να περιορίζεται αυτή η διείσδυση στο ελάχιστο δυνατό.

 

39. Είναι γεγονός ότι με βάση τις αυθεντίες που αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας, καθίσταται δυνατή η λήψη υλικού στο οποίο δυνατό να εμπεριέχεται το αναζητούμενο έγγραφο ή έγγραφα και ότι δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας που να απαγορεύει στους διεξάγοντες την έρευνα αστυνομικούς από του να λάβουν αριθμό εγγράφων ή πραγμάτων ώστε να αφεθεί να γίνει η εξέταση και ο διαχωρισμός των μη απαραιτήτων εγ[*2568]γράφων από τα απαραίτητα, σε μεταγενέστερο χρόνο.

 

40. Εκείνο που υπαγορεύει η κοινή λογική κατά τις αποφάσεις είναι ότι δεν μπορεί να επιβαρύνεται το αστυνομικό όργανο κατά την έρευνα με την διαμετακόμιση ηλεκτρονικών μέσων και μηχανημάτων που να καθιστούν δυνατή την επί τόπου χρήση τους κατά το στάδιο της έρευνας.

 

41. Ούτε ο αστυνομικός που διεξαγάγει την έρευνα στο υποστατικό μπορεί να θεωρήσει ως άνευ ετέρου ορθή την τοποθέτηση δικηγόρου ότι τα έγγραφα που αναζητούνται ή τα αρχεία που θα παραληφθούν από το αστυνομικό όργανο, υπόκεινται στην προστασία του δικηγορικού απορρήτου.

 

42. Δεν υπάρχει στις πρόνοιες των Άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155, οτιδήποτε που να επιβάλλει στον Δικαστή να θέτει συγκεκριμένους όρους. Όμως το Δικαστήριο θα πρέπει να προσαρμόζει το ένταλμα και τους όρους αυτού, κατά τρόπο που να συνάδει με τη σύγχρονη νομολογία επί του θέματος, η οποία, όπως αναφέρεται πιο πάνω, θέτει ασφαλιστικές δικλείδες σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ της ανάγκης να διερευνηθεί ποινικό ή ποινικά αδικήματα και της ανάγκης της προστασίας που πρέπει να παρέχεται σε επαγγελματίες και ιδιαίτερα τους δικηγόρους που έχουν απόλυτο καθήκον εχεμύθειας προς τους πελάτες τους που τους εμπιστεύονται υποθέσεις.

 

43. Το Δικαστήριο εκδίδοντας το επίδικο ένταλμα δεν έθεσε οποιοδήποτε ιδιαίτερο όρο και είναι πολύ δύσκολο να διαχωριστεί, υπό τις περιστάσεις, η αναζήτηση ενός και μόνο εγγράφου μέσα στη γενικότητα που το ένταλμα επέτρεπε.

 

44. Επομένως το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στους αιτητές ως δικηγορικό γραφείο ήταν μεγαλύτερο  από αυτό που λογικά θα επιτρεπόταν εάν το ένταλμα κατά τα άλλα είχε νομίμως εκδοθεί.

 

45. Με άλλα λόγια, ο τρόπος διατύπωσης του εντάλματος, όπως αυτό ζητήθηκε από την Αστυνομία ήταν δυσανάλογος του επιδιωκόμενου σκοπού.

 

46. Προέκυπτε από συγκεκριμένη μαρτυρία στην αίτηση ότι τίθετο λογικά και το ερώτημα προς τι η άμεση εκτέλεση του εντάλματος εφόσον δεν μπορούσε να γίνει η μετέπειτα της εκτελέσεως απαραίτητη εργασία ώστε να διαταραχθεί το ολιγότερο δυνατό η εργασία του δικηγορικού γραφείου.

[*2569]47.  Η ίδια η Αστυνομία οφείλει, αφενός να περιορίζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό το εύρος του επιδιωκόμενου εντάλματος έρευνας και αφετέρου, πρέπει ταυτόχρονα να διενεργεί την επί τόπου έρευνα έχοντας μαζί της όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις, ώστε να αποφεύγεται η μετακίνηση ηλεκτρονικών μηχανημάτων και άλλων απαραιτήτων για τη δικηγορική εργασία, εργαλείων.

 

48. Δεν αρκεί, όπως εντοπίζει στην αγόρευση της η Δημοκρατία, η εκτέλεση του εντάλματος σε μη εργάσιμες ώρες.

 

49. Το εκδόσαν το ένταλμα Δικαστήριο ενήργησε στη βάση σοβαρών ελλείψεων και παραλείψεων ως προς την ορθή παρουσίαση των γεγονότων στον αστυνομικό όρκο. και με ανεπάρκεια αναφορικά με το σύννομο της όλης διαδικασίας. Τα παρουσιασθέντα, δεν υποστήριζαν με κανένα τρόπο τη θέση του κατώτερου Δικαστηρίου περί εύλογης υποψίας και άρα η έκδοση του εντάλματος δεν νομιμοποιείτο.

 

Η αίτηση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Niemietz v. Germany ECHR αίτηση αρ. 13710/88, ημερ. 16.12.1992,

 

Μακρίδης (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238,

 

Polycarpou (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,

 

Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ.17,

 

Πουργούρη (2012) 1 Α.Α.Δ. 2604,

 

Παναγιώτου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1957,

 

K.C. Saveriades & Co (2010) 1 Α.Α.Δ. 1401,

 

Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17,

 

Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014,

 

Πολυδώρου (2010) 1 Α.Α.Δ. 886,

 

Ευδόκας (2015) 1 Α.Α.Δ. 1766, ECLI:CY:AD:2015:D533,

 

[*2570]Mareware Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116,

 

R. V. Northumberland Compensation Appeal Tribunal - ex parte Shaw [1952] 1 K.B. 338,

 

Jawer Cyprus Ltd κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2067,

 

Berd v. Lovelace [1577] Cary 62,

 

Greenough v. Gaskell και Bolton v. Liverpool Corporation [1833] M+K 88,

 

Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

 

Faisaltex Ltd v. Chief Constable of Lancashire [2009] EWHC 799 (QB),

 

R. V. Chesterfield Justices Ex p. Bramley [2000] 1 Cr. App. R. 486,

 

Servulo & Associados - Sociedade de Admogados, RL a.ο. v. Portugal υπόθ. αρ. 27013/10, ημερ. 3.9.2015, ECHR,

 

Klitzman, Klitzman and Gallagher v. Krut 774 F.2d 955 (3d Cir. 1984),

 

Kolesnichenko v. Russia, Application No. 19856/2014, 9.4.2009,

 

Golovan v. Ukraine Application No. 41716/2006, 5.7.2012 ECHR,

 

Robathin v. Austria, Application No. 30457/2005, 3.7.2012 ECHR.

 

Αίτηση.

 

Π. Πολυβίου, για τους Αιτητές.

 

Λ. Χριστοδουλίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Α. Αριστείδη, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Αιτητής 2 παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μετά την παροχή άδειας με σχετική απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 2.10.2015, καταχωρήθηκε η παρούσα υπό κρίση αίτηση διά κλήσεως με σκοπό την έκδοση προνομιακού [*2571]εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εντάλματος έρευνας ημερ. 26.9.2015 που εκδόθηκε μονομερώς από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στη βάση ενόρκου δηλώσεως από τον αστυφύλακα 521 Μ. Μανώλη του ΤΑΕ Λάρνακας.

 

Το ένταλμα έρευνας που είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 26.9.2015, εξουσιοδοτούσε την αστυνομική έρευνα στο δικηγορικό γραφείο με την ονομασία Αντώνης Ανδρέου & Σια ΔΕΠΕ, όπου

 

«….. παράνομα αποκρύπτονται τεκμήρια όπως το πρακτικό του ΣΑΛ, ημερ. 15/3/2013 με την ονομασία Συμβούλιο Προσφορών 4:2013 Final ή οποιαδήποτε άλλη ονομασία, σε έντυπη μορφή ή σε ηλεκτρονική μορφή αποθηκευμένη σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή εξυπηρετητή (SERVER) του πιο πάνω δικηγορικού γραφείου ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα/τεκμήρια σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή που αφορούν τα Συμβόλαια C12 και C14 του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακα …..».

 

Τα πιο πάνω έγγραφα ζητούνταν διότι σχετίζονταν, σύμφωνα με το περιεχόμενο του εντάλματος έρευνας, με υπόθεση συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, συνωμοσίας για καταδολίευση, πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, και συγκάλυψη έρευνας και δήμευσης εσόδων από ορισμένες εγκληματικές πράξεις που διαπράχθηκαν στη Λάρνακα και Λευκωσία. 

 

Η επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους αιτητές εστιάστηκε στη σύγκριση του όρκου που δόθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας προς έκδοση του εντάλματος έρευνας και της ένορκης δήλωσης του ιδίου ατόμου, δηλαδή του αστυφύλακα Μανώλη, που υποστηρίζει την ένσταση στην υπό κρίση αίτηση, σύγκριση που κατά τον συνήγορο δείχνει την ανεπάρκεια της αρχικής ένορκης δήλωσης-όρκου του αστυφύλακα Μανώλη όταν επιδιώχθηκε η έκδοση του εντάλματος. Η σύγκριση αποκαλύπτει, κατά την εισήγηση, τεράστιες διαφορές και ελλείψεις που δεν μπορούν να συμπληρωθούν με την εκ των υστέρων ένορκη δήλωση που τώρα καταχωρήθηκε με την ένσταση. Περαιτέρω, υπάρχει παραδοχή ότι η αστυνομία δεν χρειαζόταν όλα τα έγγραφα, αυτά δε που αναζητούσε τα είχε ήδη στην κατοχή της με αποτέλεσμα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να είχε λανθασμένα επιτρέψει την έκδοση του εντάλματος έρευνας. 

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο καταστρατήγησε με την έκδοση του [*2572]εντάλματος όλες τις σχετικές αρχές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε τέτοιου είδους ζητήματα και αναμφίβολα υπερέβη την εξουσία του με το να επιτρέψει στην ουσία την πλήρη πρόσβαση σε όλα τα ηλεκτρονικά αρχεία των αιτητών, τα οποία αποτελούν και περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες μεταξύ δικηγόρου-πελάτη και τα οποία κατέχονται από τους αιτητές ως θεματοφύλακες υπό την επαγγελματική ιδιότητα τους. Παραβιάστηκε έτσι το δικηγορικό απόρρητο και λήφθηκαν έγγραφα τα οποία είναι νομικά προνομιούχα, χωρίς να τεθεί καμία απολύτως ασφαλιστική δικλείδα ώστε το νομικό απόρρητο και οι εμπιστευτικές πληροφορίες να μην αποκαλυφθούν.

 

Τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έκδοση του εντάλματος έρευνας ήταν ανεπαρκή και μη ικανά να δημιουργήσουν εύλογη υποψία που κατά το νόμο αποτελεί την προϋπόθεση για την έκδοση του εντάλματος, ενώ ο αστυφύλακας Μανώλη παρέλειψε να αναφέρει ουσιώδη δεδομένα, έγγραφα και γεγονότα που είχαν προκύψει από καταθέσεις, καθώς και έγγραφα που είχαν ληφθεί κατά την όλη διερεύνηση του ζητήματος.  Το Δικαστήριο σημείωσε στο ένταλμα ότι έλαβε υπόψη την υπόθεση Niemietz v. Germany ECHR αίτηση αρ. 13710/88, ημερ. 16.12.1992, την οποία όμως στην ουσία παρέκαμψε μη ακολουθώντας τις νομικές αρχές που αναφέρονται σ’ αυτή ή τις συνέπειες που θα προέκυπταν από την έκδοση του εντάλματος. Ουδέποτε υπήρξε άρνηση εκ μέρους των αιτητών να παρουσιάσουν οποιοδήποτε έγγραφο που αφορά τα συμβόλαια C12 και C14 ή το πρακτικό ημερ. 15.3.2013, ενώ ο αστυφύλακας Μανώλη εσκεμμένα απέκρυψε από το Δικαστήριο ότι ο αιτητής 2, Αντώνης Ανδρέου, ανταποκρίθηκε άμεσα σε κλήση της αστυνομίας να δώσει κατάθεση στην οποία ανέφερε ότι γνώριζε για το πρακτικό του ΣΑΛ ημερ. 15.3.2013 και τη διαδικασία διορθώσεων επ’ αυτού από τον ίδιο πριν την επικύρωση του από την Ολομέλεια του ΣΑΛ.

 

Η ένσταση που καταχωρήθηκε προβάλλει τη θέση ότι ορθά, νομότυπα και στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ήταν που εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας. Το Δικαστήριο άσκησε διακριτική ευχέρεια αφού αξιολόγησε και έλαβε υπόψη όλα τα γεγονότα που καταγράφονταν με πλήρη και εμπεριστατωμένο τρόπο στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση του αστυφύλακα Μανώλη. Η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν επαρκέστατη, σαφής και συγκεκριμένη, απεκάλυπτε τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, την εμπλοκή των αιτητών και ιδιαιτέρως του αιτητή 2 και συγκεκριμενοποιήθηκε το αντικείμενο ή έγγραφο στο οποίο αναφερόταν η έρευνα. Το συγκεκριμένο έγγραφο που [*2573]αναζητείτο από την αστυνομία δεν περιείχε στοιχεία επικοινωνίας δικηγόρου-πελάτη, ούτε γνωμάτευση του δικηγόρου, ούτε εμπιστευτικές πληροφορίες και έτσι δεν τελούσε υπό οποιοδήποτε προνομιακό καθεστώς. Αποτελούσε ένα πρακτικό συνεδρίασης του ΣΑΛ, το οποίο ενδεχομένως να υποστήριζε τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ως εκ τούτου ήταν αναγκαία η ανεύρεση του για να υποστηλώσει την έρευνα. Η παραλαβή του σκληρού δίσκου συγκεκριμένου ηλεκτρονικού υπολογιστή με την ονομασία Accounting ήταν αναγκαία, ως μέρος της έρευνας και δεν όφειλαν οι ερευνητές να είχαν μαζί τους μηχανήματα αντιγραφής του περιεχομένου του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ούτε το Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να καταγράψει υπαλλακτικούς τρόπους εξέτασης των τεκμηρίων ώστε να μην μεταφερθούν εκτός του δικηγορικού γραφείου τα ηλεκτρονικά αρχεία και μηχανήματα.

 

Εάν στον σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού κατασχεθέντος υπολογιστή και το περιεχόμενο του εξυπηρετητή υπήρχαν ενδεχομένως προνομιακά έγγραφα και επικοινωνίες δικηγόρου-πελάτη, αυτό δεν αποτελεί λόγο για τη μη αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη ως προς πιθανά ποινικά αδικήματα προς το δημόσιο συμφέρον. Ο διαχωρισμός του υλικού που είναι προνομιακού περιεχομένου από εκείνο που αναζητεί η αστυνομία, μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο κατά τη δικανική εξέταση του σκληρού δίσκου. 

 

Οι συνήγοροι αγορεύοντας εμπεριστατωμένα ενώπιον του Δικαστηρίου αναφέρθηκαν εκατέρωθεν σε διάφορες αποφάσεις των Κυπριακών Δικαστηρίων, αλλά και των Αγγλικών και άλλων Δικαστηρίων και του ΕΔΑΔ. Θα γίνει αναφορά σε αυθεντίες όπου θεωρείται χρήσιμο για τους σκοπούς του σκεπτικού που ακολουθεί.

 

Το ένταλμα έρευνας που εκδόθηκε στις 26.9.2015 εξουσιοδοτούσε τις αστυνομικές αρχές να ερευνήσουν «….. για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών ευρεθούν κατά την έρευνα να φέρετε πράγματα που θα βρεθούν ενώπιον μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.»

 

Τα «πράγματα» για τα οποία γίνεται λόγος στο ένταλμα αναφέρονται προηγουμένως στο ένταλμα, ότι στο γραφείο των αιτητών: (επαναλαμβάνεται το απόσπασμα που ήδη τέθηκε στις σελ. 2-3 του παρόντος κειμένου, χάριν συνοχής και καλύτερης κατανόησης).

 

«….. παράνομα αποκρύπτονται τεκμήρια όπως το πρακτικό του ΣΑΛ, ημερομηνίας 15/3/2013 με την ονομασία Συμβούλιο Προ[*2574]σφορών 4.2013 final ή οποιαδήποτε άλλη ονομασία, σε έντυπη μορφή ή σε ηλεκτρονική μορφή απευθυνόμενη σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή εξυπηρετητή (SERVER) του πιο πάνω Δικηγορικού Γραφείου ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα/τεκμήρια σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή που αφορούν τα Συμβόλαια C12 και C14 του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακας …..»

 

Ορισμένες πρωταρχικές παρατηρήσεις απορρέουν από το πιο πάνω λεκτικό, το οποίο βασίστηκε στον όρκο του Αστυφ. Μανώλη και ο οποίος ήταν το υλικό για την εύλογη ικανοποίηση του εκδόσαντος το ένταλμα Δικαστηρίου για την οποία θα γίνει αναφορά κατωτέρω. Το πρώτο είναι ότι στο δικηγορικό γραφείο «αποκρύπτονται τεκμήρια». Το δεύτερο είναι ότι παρά το ότι εξειδικεύονται το πρακτικό του ΣΑΛ ημερ. 15.3.13 με την ονομασία Συμβούλιο Προσφορών 4.2013 final, αυτό φαίνεται να είναι μόνο ενδεικτικό εφόσον προηγείται η λέξη «όπως». Επίσης στη συνέχεια η έρευνα αναφέρεται και σε άλλα έγγραφα ή τεκμήρια που σχετίζονται με τα Συμβόλαια C12 και C14 του ΣΑΛ, αλλά περιλαμβάνει και ένα χρονικό διάστημα τριών σχεδόν ετών από το 2012 μέχρι και την ημερομηνία της αίτησης το Σεπτέμβριο του 2015, καλύπτουσα δύο επαρχίες, τη Λάρνακα και τη Λευκωσία.

 

Είναι δεδομένο ότι ο όρκος του Αστυφ. Μανώλη ήταν πολυσέλιδος (13 σελίδες), με αναφορές σε πλείστα όσα στοιχεία και δεδομένα που αφορούσαν την κατακύρωση από το ΣΑΛ της προσφοράς σε εταιρεία άλλη από την εταιρεία Cybarco, που κατά το περιεχόμενο του όρκου αποτελούσε τη χαμηλότερη προσφορά. Δεν ήταν ο συνηθισμένος απλός όρκος ενός αστυνομικού οργάνου που αναζητούσε από το Δικαστήριο ένα ένταλμα έρευνας σε μια συνήθη ποινικής υπόθεσης και φύσεως διερεύνηση. Τα όσα αναλυτικά παρατίθενται στη συνέχεια στο σκεπτικό, που αποτελούν την σε συντομία αναπαραγωγή του όρκου και των δεδομένων του, αναδεικνύουν και το μέγεθος της πολυπλοκότητας.  Και εδώ εγείρεται και το πρώτο αναπόφευκτο ερώτημα που συναρτάται προς την ικανοποίηση του Δικαστή ως προς το εύλογο της  υποψίας. Εντυπωσιάζει το γεγονός που απορρέει από τη μελέτη της αίτησης για έκδοση του εντάλματος και του ιδίου του εντάλματος, ότι και τα δύο ήταν απολύτως σύγχρονα. Το αίτημα, δηλαδή, η παρουσίαση του όρκου φέρεται να λήφθηκε ενώπιον του Δικαστή στις 26.9.2015 και ώρα 11:30, ο οποίος και προσυπόγραψε την όμνυση. Την ίδια ακριβώς ημερομηνία και ώρα φέρει και το εγκριθέν και εκδοθέν από τον ίδιο Δικαστή ένταλμα έρευνας.  Διερωτάται κανείς πώς το εκδόσαν το ένταλμα έρευνας Δικαστήριο ενήργησε και πώς στην ουσία και στην πράξη ικανοποιήθηκε λογικά για την [*2575]αναγκαιότητα έκδοσης του, όπως το ίδιο αναφέρει, έχοντας μελετήσει τον όρκο και το περιεχόμενο του, εφόσον στη βάση των χρονικών ενδείξεων που το ίδιο το Δικαστήριο έθεσε επί του όρκου και του εντάλματος, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν. Τα Δικαστήρια όταν αντιμετωπίζουν τέτοιας ιδιαίτερης φύσης και πολυπλοκότητας αιτήματα, καλό είναι να ενεργούν με περίσκεψη και να αφήνουν στον εαυτό τους επαρκή χρόνο για μελέτη και κατανόηση των δεδομένων, υποβάλλοντα, όπου αναγκαίο, και ανάλογες διευκρινιστικού τύπου ερωτήσεις στο αστυνομικό όργανο, καταγράφοντας τις πρόσθετες εξηγήσεις που δόθηκαν.

 

Στον όρκο γίνονται πάρα πολλές αναφορές και επεξηγήσεις για τον τρόπο δημοσιοποίησης και υποβολής προσφορών. Εξηγείται πως η Επιτροπή Προσφορών ορίζει Επιτροπή Αξιολόγησης που κατατάσσει τις προσφορές αναλόγως τιμής και γενικότερης αξιολόγησης και υποβάλλει εισηγήσεις προς την Επιτροπή Προφορών του ΣΑΛ. Μετέπειτα, αυτές προωθούνται με εισήγηση στην Ολομέλεια του ΣΑΛ για κατακύρωση. Η Επιτροπή Προσφορών έχει τον σημαντικότερο (ο τονισμός υπάρχει στο κείμενο του όρκου), ρόλο, προσταται αυτής ο πρόεδρος του ΣΑΛ, μετέχουν άλλα 10 μέλη και δύνανται να παρίστανται σύμβουλοι μεταξύ των οποίων και ο νομικός σύμβουλος του ΣΑΛ.

 

Ακολούθως γίνεται εκτενής αναφορά στο συμβόλαιο C-14.  Εδώ γίνεται αναφορά ότι λόγω υποψιών που ηγέρθηκαν από την ελεγκτική υπηρεσία για τη νομιμότητα των ενεργειών εκ μέρους του ΣΑΛ, λειτουργοί της συμμετείχαν στις συνεδρίες ημερ. 20.8.2014 και 29.8.2014. Καταλογίζεται στον όρκο ότι διαπιστώθηκε ότι η νομική γνωμάτευση του αιτητή 2 ήταν «λανθασμένη και παραπλανητική». Αυτή η τοποθέτηση του ομνύοντος συναρτάται με την ύπαρξη «δεύτερης γνωμάτευσης που λήφθηκε από το Δικηγορικό Γραφείο Ι. Φράγκος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ.». Προστίθεται ότι ο αιτητής 2 βάσισε τη γνωμάτευση του σε αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών που είχαν ασχοληθεί με διαφορετικά θέματα και δεν ήσαν όμοιες με την υπό εξέταση, ενώ κατά τη δεύτερη συνεδρία της 29.8.2014, παρουσιάστηκαν εκπρόσωποι της δικηγορικής εταιρείας Ι. Φράγκος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ που παρουσίασαν γνωμάτευση με την οποία γινόταν εισήγηση ότι η προσφορά του χαμηλότερου προσφοροδότη Loizos Iordanou Constructions Ltd ήταν έγκυρη.

 

Είναι οφειλόμενη εδώ η πρόσθετη παρατήρηση ότι οι διαφορετικές νομικές γνωματεύσεις επί της αξιολόγησης μιας προσφοράς δεν είναι δυνατόν να μπορούν να συνδεθούν με οποιοδήποτε τρό[*2576]πο με εύλογη αιτία διάπραξης ποινικών αδικημάτων. Η διαδικασία προσφορών, η αξιολόγηση τους εν μέσω πολλών εγγράφων, τεχνικών όρων και προδιαγραφών και η κατακύρωση τους είναι από μόνα τους ένα περίπλοκο θέμα που συχνά διχάζουν τις αναθέτουσες αρχές, την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, αλλά και το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο σε πρώτο, αλλά και σε δεύτερο βαθμό. Η δεύτερη γνωμάτευση του γραφείου Φράγκου (εάν μπορούσε καν να δοθεί εφόσον νομικός σύμβουλος του ΣΑΛ ήταν ο αιτητής 2 και εγείρονται ερωτηματικά ως προς το ποιος ή ποιοι τη ζήτησαν που ουδόλως αναφέρεται στον όρκο), δεν σήμαινε ότι αυτή ήταν και η ορθή ώστε να γίνεται λόγος στην ένορκη δήλωση Μανώλη περί «λανθασμένης και παραπλανητικής γνωμάτευσης» του αιτητή 2. Αυτό αυθεντικά θα μπορούσε να το αποφασίσει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο σε διαδικασία προσφυγής. Οι αναφορές λοιπόν αυτές στον όρκο έδιδαν αρνητικές εντυπώσεις και προδιέθεταν το Δικαστήριο ανάλογα, το οποίο όμως όφειλε να τις αναλογιστεί ως προς τη σημασία τους κατά την εξέταση του όρκου προς έκδοση του εντάλματος. Και εδώ και πάλι εμπλέκεται το ζήτημα που αναφέρθηκε πριν ως προς την ταυτόχρονη λήψη του όρκου και της έκδοσης του εντάλματος. Είναι πρόδηλο ότι δεν είχε το χρόνο το Δικαστήριο να αναλογιστεί οτιδήποτε. Αυτά αφορούν ευθέως στη νομιμότητα της έκδοσης και όχι στην ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου.

 

Ακολουθεί στον όρκο αναλυτική εξήγηση όσον αφορά το άλλο συμβόλαιο το C-12. Να λεχθεί όμως αμέσως ότι η διασύνδεση των δύο συμβολαίων C-12 και C-14, δεν είναι μέσα από τον όρκο εύκολα αντιληπτή, αν υπάρχει, ούτε και τα όσα τελικώς καταλογίζονται στους αιτητές, που αφορούν το συμβόλαιο C-12, φαίνεται να σχετίζονται με το συμβόλαιο C-14.

 

Επί του συμβολαίου C-12, η Cybarco Ltd, εξηγείται, ήταν μια εκ των προσφοροδοτών. Η κοινοπραξία Iacovou-Zemco JV υπέβαλε τη χαμηλότερη προσφορά με δεύτερη χαμηλότερη τη Cybarco Ltd και τρίτη την Altas Pantou. Διαπιστώθηκε ότι η Cybarco Ltd είχε «εκ παραδρομής» μεταφέρει λάθος ποσό από την αρχική σελίδα του Δελτίου Ποσοτήτων στη σελίδα του Letter of Tender.  Στη βάση αυτού του λάθους και εφόσον διορθωνόταν από την Επιτροπή Αξιολόγησης που είχε τέτοιο δικαίωμα, η Cybarco Ltd, κατά τον ομνύοντα πάντοτε, θα ήταν η χαμηλότερη προσφοροδότρια. 

 

Ακολούθησε επιστολή του αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του ΣΑΛ προς τον Πρόεδρο του ΣΑΛ για κατακύρωση της προσφοράς στην Cybarco Ltd, ως η χαμηλότερη προσφοροδότρια. Ο Πρόεδρος του ΣΑΛ ζήτησε ανάλυση επί τριών σημείων από τον αιτητή 2 ως [*2577]νομικό σύμβουλο. Υπήρξε συζήτηση στη συνεδρία ημερ. 15.3.2013, επί του τρόπου και τη μεθοδολογία διόρθωσης τέτοιων λαθών, ο δε νομικός σύμβουλος ανέφερε ότι το θέμα έχρηζε διευκρίνησης, ενώ για τα χρονικά περιθώρια και τις παραβάσεις επ’ αυτών, είπε ότι ένας ουσιώδης όρος δεν μπορεί να μετατραπεί σε μη ουσιώδη ή να παραγνωριστεί. Αυτό ήταν το δεύτερο σημείο που έχρηζε διευκρίνησης, με το πρώτο να ήταν αυτό της ορθότητας της τιμής. Υπήρξαν διαφορετικές τοποθετήσεις με τη Διευθύντρια Έργου του ΣΑΛ, να υποστηρίζει ότι κανένας προσφοροδότης δεν ήταν σαφής επί των χρονικών παραβάσεων και οι εταιρείες Iacovou-Zemco και Cybarco Ltd είχαν ακολουθήσει σε γενικές γραμμές το πρόγραμμα το οποίο ζητείτο να παρουσιαστεί ανά μήνα και δεν ήταν δυνατό να διαφανούν με ακρίβεια οι χρονικοί περιορισμοί στο πρόγραμμα που υποβλήθηκε. Ως προς τη μεθοδολογία, το τρίτο σημείο, ο νομικός σύμβουλος διερωτήθηκε για τη διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε, ενώ προηγουμένως σημείωσε το ανορθόδοξο της αποστολής από την ίδια την Επιτροπή Αξιολόγησης, των ελλείψεων που παρατηρήθηκαν προς την ίδια την Cybarco Ltd.

 

Το Συμβούλιο Προσφορών τελικά μετά από μελέτη της εκθέσεως της Επιτροπής Αξιολόγησης και τη νομική γνωμάτευση θεώρησε άκυρη την προσφορά Cybarco Ltd διότι: (i) η μεθοδολογία διευκρίνησης των όρων προσφορών στο τεχνικό μέρος δόθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης και όχι από την Cybarco Ltd και (ii) η παρουσιαζόμενη ως χαμηλότερη προσφορά της Cybarco Ltd ήταν αποτέλεσμα διόρθωσης αριθμητικού λάθους χωρίς αυτό να επιβεβαιωθεί διαδικαστικά. Αυτά καταγράφηκαν σε πρακτικό που αποθηκεύτηκε στον εξυπηρετητή (server) του ΣΑΛ, με την ονομασία Συμβούλιο Προσφορών 4.2013.

 

Ακολουθεί η εξής παράγραφος στον όρκο του Αστυφ. Μανώλη:

 

      «Είναι ξεκάθαρο ότι για τους δύο αυτούς λόγους το Συμβούλιο Προσφορών δεν έπρεπε να απορρίψει την προσφορά της CYBARCO LTD, αλλά να την κατακυρώσει υπέρ της, ενώ κύριο λόγο προς αυτή την κατεύθυνση έπαιξαν ο Νομικός Σύμβουλος του ΣΑΛ και ο Δήμαρχος Λάρνακας, ενώ να σημειωθεί ότι τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσφορών του ΣΑΛ, ημερομηνίας 15/03/2013 επικυρώθηκαν από την Ολομέλεια του ΣΑΛ στις 23/04/2013.» (ο τονισμός είναι στον όρκο).

 

Σημειώνεται εδώ ότι ο ομνύων δεν παρέθετε απλώς γεγονότα, αλλά προχωρούσε σε κρίση επί της ορθότητας της απόφασης του ΣΑΛ, στην οποία αναμειγνύει ήδη τον αιτητή 2, αλλά και τον Δή[*2578]μαρχο Λάρνακας ως Πρόεδρο του ΣΑΛ, ως τα άτομα που εκ προοιμίου θεωρούνται ως έχοντα δημιουργήσει αυτή την ανεπίτρεπτη κατάσταση πραγμάτων.

 

Ο ομνύων συνεχίζει λέγοντας ότι το πρακτικό αυτό στάληκε στον αιτητή 2 για νομοτεχνικό έλεγχο, ο οποίος το επέστρεψε διορθωμένο με χειρόγραφες επ’ αυτού σημειώσεις του ιδίου. Δημιουργήθηκε έτσι το 1ο πρακτικό, οι αλλαγές επί του οποίου δεν ήταν ουσιώδεις. Στις 20.5.2013, ο Πρόεδρος του ΣΑΛ απέστειλε επιστολή στη Cybarco Ltd με την οποία την πληροφόρησε ότι η προσφορά απερρίφθη επειδή δεν υπέβαλε τη χαμηλότερη προσφορά και υπήρχε ουσιώδης παράβαση σχετικά με την «κρίσιμη διαδρομή της εκτέλεσης των εργασιών.». Κατά τον ομνύοντα, οι λόγοι αυτοί διέφεραν από αυτούς που καταγράφηκαν στο 1ο πρακτικό.

 

Ακολούθησε προσφυγή της Cybarco Ltd στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, χορηγήθηκαν προσωρινά μέτρα αναστολής της διαδικασίας ανάθεσης του έργου. Η προσφυγή όμως απεσύρθη στην πορεία διότι η Cybarco Ltd θεώρησε ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν εξετάζει τεχνικά θέματα, που ήταν το δεύτερο σκέλος της απόρριψης.

 

Ακολουθούν θέσεις του ομνύοντα ότι την ίδια περίοδο η Cybarco Ltd αντιμετώπιζε «σοβαρότατα προβλήματα που προέκυψαν με την απόφαση του Eurogroup για την Κύπρο στις 15.3.2013, όπως το κούρεμα καταθέσεων, έλλειψη ρευστότητας, τραπεζικών διευκολύνσεων και τραπεζικής υποστήριξης ….» και έτσι στην προσπάθεια της η Cybarco Ltd να διατηρήσει κύκλο εργασιών, προσέγγισε την κοινοπραξία Iacovou-Zemco για να αναλάβει μερική εκτέλεση του έργου στο συμβόλαιο C-12. Πράγματι δόθηκε υπεργολαβία ώστε και η κοινοπραξία να μειώσει τους δικούς της πιθανούς κινδύνους. Διερωτάται κανείς προς τι η αναφορά αυτή περί οικονομικής στενότητας της Cybarco Ltd. Ποια σχέση είχε με την καθαυτό καταγραφή γεγονότων που υποστήριζαν το αίτημα για έκδοση εντάλματος έρευνας δια τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων. Η αστυνομία πρέπει να αποφεύγει επιμελώς να χρωματίζει το αίτημα της με οποιοδήποτε τρόπο, δημιουργώντας εντυπώσεις.

 

Η ελεγκτική υπηρεσία δεν διαπίστωσε πρόβλημα σε σχέση με το 1ο πρακτικό, το οποίο ήταν δεόντως συμπληρωμένο και υπογραμμένο και ανταποκρινόταν με τους λόγους απόρριψης της προσφοράς από την Επιτροπή Προσφορών. Στη συνέχεια, όμως, στις 11.7.2015, λειτουργός της Ελεγκτικής Υπηρεσίας έλαβε πρακτικά του ΣΑΛ ημερ. 15.3.2013, (δεν αναφέρεται όμως ο τρόπος που έλα[*2579]βε τα πρακτικά και πώς αυτά περιήλθαν στην κατοχή του, ζήτημα που ενδεχομένως να ήγειρε ερωτήματα ως προς το νόμιμο και επιτρεπτό του εγχειρήματος), τα οποία διαπίστωσε να ήταν αλλοιωμένα. Υπήρχαν αλλαγές στην τελευταία σελίδα στους λόγους απόρριψης της προσφοράς της Cybarco και της κατακύρωσης της στην κοινοπραξία Iacovou-Zemco. Οι λόγοι συνήδαν τώρα με την απαντητική επιστολή που στάληκε στη Cybarco ως προς την απόρριψη της προσφοράς στις 20.5.2013. Αυτό το 2ο πρακτικό αποτέλεσε το αντικείμενο εντάλματος έρευνας στον ΣΑΛ, το οποίο εκτελέστηκε στις 11.7.2015. Από δικαστικό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι στον εξυπηρετητή του ΣΑΛ υπήρχαν αποθηκευμένα, μεταξύ άλλων, ηλεκτρονικά αρχεία με την ονομασία Συμβούλιο Προσφορών 4.2103 και Συμβούλιο Προσφορών 4.2013 final, δηλαδή το 1ο και το 2ο πρακτικό.

 

Φαίνεται ότι στην ολομέλεια του ΣΑΛ προς επικύρωση είχε παρουσιαστεί το 2ο πρακτικό και όχι το 1ο πρακτικό, το οποίο θα έπρεπε κατά τον ομνύοντα να παρουσιαστεί για έγκριση. Ο ομνύων θεωρεί ότι εφόσον στο 2ο πρακτικό εισήχθηκε λόγος που δεν υπήρχε στο 1ο πρακτικό, αυτός ο δεύτερος λόγος απόρριψης τέθηκε στο 2ο πρακτικό και ακολούθως στην επιστολή προς τη Cybarco:

 

«….. με σκοπό να αποτρέψει την εταιρεία CYBARCO LTD από του να κερδίσει την προσφορά για το συμβόλαιο C-12. Ο δεύτερος λόγος θεωρείται τεχνικό ζήτημα κάτι το οποίο δεν εξετάζεται από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών. Επίσης, σύμφωνα και με την Ηρώ Αντρέου ο λόγος αυτός δεν αφορούσε τις εταιρείες CYBARCO LTD και IACOVOU-ZEMCO JV, αφού ήδη η εταιρεία CYBARCO LTD έδωσε ικανοποιητικές διευκρινήσεις.»

 

Ο ομνύων, Αστ. Μανώλη, συνεχίζει τον όρκο του λέγοντας ότι ενώ το 2ο πρακτικό βρέθηκε αποθηκευμένο στον εξυπηρετητή του ΣΑΛ, εν τούτοις δεν βρέθηκε το  κείμενο εκείνο στο οποίο υπήρχαν οι τελευταίες αλλαγές που φαίνεται να έγιναν στις 18.4.2013 ώρα 10:59, από τον χρήστη με το όνομα συγγραφέας-Author, Accounting. Βρέθηκαν συνολικά όμως 13 ηλεκτρονικά αρχεία με το όνομα Accounting που αφορούσαν νομικά έγγραφα την ευθύνη των οποίων είχε ο νομικός σύμβουλος αιτητής 2, ο οποίος και μετά την αποκάλυψη ότι ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις και δικηγόρος της εταιρείας Iacovou Brothers (Constructions) Ltd, παύθηκε από νομικός σύμβουλος του ΣΑΛ.

 

Παρουσιαζόταν έτσι ότι ο νομικός σύμβουλος είχε στην κατοχή του ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή που έφερε το όνομα «Accounting», στο οποίο αποθήκευσε τις τελευταίες αλλαγές στο 2ο [*2580]πρακτικό και «…… σε συνδυασμό με την όλη εμπλοκή του Αντώνη Αντρέου στην υπόθεση δημιουργείται η εύλογη υποψία ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής που αποθήκευσε για τελευταία φορά τις αλλαγές στο 2ο πρακτικό ανήκει στον Αντώνη Αντρέου.». Αυτός κλήθηκε για κατάθεση στο ΤΑΕ Λάρνακας στις 2.9.2015, όπου ανέφερε ότι έκανε κάποιες χειρόγραφες αλλαγές πάνω στο πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου Προσφορών ημερ. 15.3.2013, ενώ είχε στην κατοχή του το 1ο πρακτικό, χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε για τις αλλαγές που έγιναν στο 2ο πρακτικό.  Σε σχετική παρατήρηση, το εν λόγω πρόσωπο διαπίστωσε ότι ο λόγος που θεωρήθηκε ως άκυρη η προσφορά της Cybarco Ltd, ήταν ο λανθασμένος διότι ο μόνος λόγος σύμφωνα με τη γνωμάτευση του που θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιαστική παρέκκλιση ήταν το θέμα των χρονικών δεσμεύσεων του έργου.

 

Παρεμβάλλεται εδώ ότι ο αιτητής 2 στην ένορκη δήλωση του που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση, (αλλά και την προηγηθείσα για λήψη άδειας), αμφισβητεί έντονα την αλήθεια του περιεχομένου αυτού του μέρους του όρκου. Στην παράγραφο 9, αμφισβητεί ότι απέκρυψε ο ίδιος ή οι αιτητές 1 οποιοδήποτε πρακτικό ή άλλο τεκμήριο σε σχέση με τα Συμβόλαια C-12 και C-14, ενώ ουδέποτε του ζητήθηκε «από την Αστυνομία ή το ΣΑΛ ή από άλλο αρμόδιο πρόσωπο να προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο που σχετίζεται με τα αναφερόμενα υπό διερεύνηση αδικήματα. Τα όσα αναφέρει ο Μ. Μανώλη στην ένορκη δήλωση του είναι αναληθή και πραπλανητικά.». Αυτό συνάδει με τα όσα κατωτέρω θα αναφερθούν σε σχέση με τις εκ των υστέρων και διά της ενστάσεως της Δημοκρατίας προσπάθειες να τεθούν με διαφορετικό τρόπο ορισμένα ουσιώδη γεγονότα.

 

Στη συνέχεια ο ομνύων αναφέρεται σε εταιρεία στην οποία είχε οικονομικό συμφέρον ο ίδιος ο Πρόεδρος του ΣΑΛ και Δήμαρχος Λάρνακας, εφόσον ήταν μέτοχος ο ίδιος, καθώς, μεταξύ άλλων, και η Iacovou Brothers Constructions Ltd, που συμμετείχε στην κοινοπραξία που κέρδισε το διαγωνισμό.

 

Καταλήγοντας ο ομνύων ζήτησε όπως:

 

      «Εν όψει των πιο πάνω και προς διευκόλυνση των Αστυνομικών Ανακρίσεων αιτούμαι από το Σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας του Δικηγορικού Γραφείου του Αντώνη Αντρέου με την ονομασία ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ που βρίσκεται στην Οδό Πηλίου 23-25 GEORGE MATHEOU, Λάρνακα, προς εντοπισμό του πρακτικού του ΣΑΛ, ημερομηνίας 15/3/2013 με την ονομασία Συμβούλιο Προ[*2581]σφορών 4.2013 ή οποιαδήποτε άλλη ονομασία, σε έντυπη μορφή ή σε ηλεκτρονική μορφή αποθηκευμένη σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή εξυπηρετητή (SERVER) του πιο πάνω Δικηγορικού Γραφείου ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα/τεκμήρια σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή που αφορούν τα Συμβόλαια C12 και C14 του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακας, τα οποία θα παρέχουν απόδειξη ως προς την διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται στην πρώτη σελίδα.»

 

Τα αδικήματα που καταλογίζονται στην πρώτη σελίδα έχουν ως εξής και μεταφέρεται εδώ αυτούσια η πρώτη παράγραφος του όρκου:

 

      «Υπάρχει εύλογη υποψία, βασιζόμενη σε μαρτυρία ότι στο Δικηγορικό Γραφείο του Αντώνη Αντρέου με την ονομασία ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ που βρίσκεται στην οδό Πηλίου 23-25 GEORGE MATHEOU, Λάρνακα, αποκρύπτονται τεκμήρια τα οποία πιστεύεται ότι θα παράσχουν απόδειξη ως προς την διάπραξη των ποινικών αδικημάτων: 1) Συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, 2) Συνομωσία προς καταδολίευση, 3) Πλαστογραφία, 4) Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και 5) Ο Περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από ορισμένες εγκληματικές πράξεις, αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ 2012 μέχρι και σήμερα στην Λάρνακα και Λευκωσία.»

 

Να σημειωθεί ότι πουθενά στον όρκο δεν αναφέρεται ότι οι αιτητές και ιδιαίτερα ο αιτητής 2 θεωρούνται οι ίδιοι εμπλεκόμενοι στη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων. Άλλο η διερεύνηση γενικώς αδικημάτων για τα οποία αναζητούνται τεκμήρια και άλλο η θεώρηση κάποιου ως υπόπτου για τα αδικήματα. Αυτή η διασύνδεση έγινε εκ των υστέρων με την ένσταση της Δημοκρατίας και την ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει.

 

Είναι γνωστό με βάση πάγια νομολογία ότι ένταλμα έρευνας εκδίδεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο όταν αυτό ικανοποιηθεί με βάση το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου,      Κεφ. 155, ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος.

[*2582]Εφόσον ο Δικαστής ικανοποιείται ως προς τα ανωτέρω ή οποιοδήποτε εξ αυτών, τότε μπορεί να εκδώσει ένταλμα έρευνας προς ανεύρεση του πράγματος που αναζητείται και να κατάσχει και να μεταφέρει αυτό στο Δικαστήριο. Το Άρθρο 27 συνάδει με την υποχρέωση δέουσας αιτιολογίας για την έκδοση εντάλματος έρευνας όπως προνοείται από το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος.  Όπως έχει και σχετικά πρόσφατα επανατονισθεί στην Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτορα Μακρίδη για Certiorari (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A238Α.Α.Δ. 756, η εύλογη υποψία αφορά τον ίδιο τον Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα το οποίο οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα. Η όποια πεποίθηση της αστυνομίας περί ύπαρξης εύλογης υποψίας, καμία επίδραση δεν μπορεί να έχει στην κρίση του Δικαστηρίου, ούτε και βεβαίως αρκεί για να νομιμοποιήσει την έκδοση του εντάλματος. 

 

Από τουλάχιστον την απόφαση Polycarpou (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, εισήχθηκε και νομολογιακά η προϋπόθεση και ταυτόχρονα η αναγκαιότητα ότι είναι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου και όχι εκείνο της αστυνομίας που συνιστά τη δικαιοδοτική και νομιμοποιητική βάση του σύννομου της διαδικασίας έκδοσης εντάλματος σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις. Είναι ο ίδιος ο Δικαστής που πρέπει πάντοτε να ενεργεί κατά τρόπο δικαστικό. Παρόμοια πολλά χρόνια αργότερα, στην υπόθεση Κυπριανού (2013) 1(A) A.A. 17, τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι ο Δικαστής δεν πρέπει να ενεργεί μηχανικά σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά να ικανοποιείται ότι υπάρχει τόσο η εύλογη υπόνοια, όσο και η αναγκαιότητα για έκδοση του εντάλματος, αναλογιζόμενος επίσης και τις συνέπειες και επιπτώσεις αυτού. Αυτό συναρτάται προς το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το ένταλμα και την επαγγελματική του ιδιότητα, για τα οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω. Εάν η βάση που υποστηρίζει τα γεγονότα είναι ελλιπής, τότε το ένταλμα έρευνας υπόκειται σε ακύρωση, όπως έγινε στην υπόθεση Πουργούρη (2012) 1 Α.Α.Δ. 2604. Στην τελευταία αυτή υπόθεση έγινε παραπομπή  με επιδοκιμασία και στην υπόθεση Παναγιώτου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1957, ως προς το απαραίτητο για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας μέσω της στοιχειοθέτησης της από την ενώπιον του Δικαστή προσφερόμενης μαρτυρίας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο οφείλει να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα επί της αιτήσεως. Σχετική είναι επίσης η υπόθεση K.C. Saveriades & Co (2010) 1 Α.Α.Δ. 1401. 

 

Έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία ότι ο έλεγχος σε ζητήματα ενταλμάτων έρευνας διενεργείται μέσω προνομιακών ενταλμάτων ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσης και [*2583]προς τούτο γνωστές είναι οι αποφάσεις Πολυκάρπου – πιο πάνω – Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17, Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014, Πολυδώρου (2010) 1 Α.Α.Δ. 886 και Αίτηση Πέτρου Ευδόκα (2015) 1 Α.Α.Δ. 1766, ECLI:CY:AD:2015:D533. Το εξωτερικό έρεισμα και γνώρισμα της εσωτερικής νοητικής διεργασίας του Δικαστηρίου ικανοποιείται τυπικά με λεκτικό που έχει ορίσει το Άρθρο 28 του Κεφ. 155 στη βάση της τροποποίησης που έγινε με το Νόμο αρ. 10(Ι)/96 και που προβλέπει ότι ο Δικαστής επισφραγίζει την εύλογη αυτή υποψία γράφοντας στο ένταλμα ότι έχει προς τούτο ικανοποιηθεί λογικά. 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχοντας τη νομιμότητα της έκδοσης εντάλματος έρευνας δεν παραμένει βέβαια στα εξωτερικά του χαρακτηριστικά. Ούτε στην ένθεση επί του εντάλματος έρευνας του ιδίου του λεκτικού ότι το Δικαστήριο έχει λογικά ικανοποιηθεί για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος. Οφείλει να εξετάσει το βάσιμο της εύλογης υπόνοιας σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του όρκου επί του οποίου η αστυνομία βάσισε την αίτηση της, σε συνδυασμό με την ολότητα των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση. Είναι δε σαφές ότι ο έλεγχος της νομιμότητας από το Ανώτατο Δικαστήριο γίνεται στη βάση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και μόνο όπως ορθά το αναγνωρίζει και η Δημοκρατία στην παράγραφο 6 της ένστασης της. Εκ των υστέρων προσπάθεια αναμόρφωσης του κειμένου του όρκου ή επεξήγηση επ’ αυτού δεν είναι νοητή και ούτε μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στον έλεγχο της νομιμότητας, ούτε βεβαίως να προσδώσει εκ των υστέρων εγκυρότητα στο ένταλμα.

 

Επομένως το Ανώτατο Δικαστήριο στο στάδιο του Certiorari σαφώς δεν ελέγχει την ορθότητα του εντάλματος, αλλά ελέγχει τη νομιμότητα του, (Αναφορικά με την Αίτηση της Mareware Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116). Σίγουρα το Certiorari δεν στοχεύει στην αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατωτέρου Δικαστηρίου, ούτε σκοπεύει στην αντικατάσταση της διακριτικής του εξουσίας και του τρόπου ενέργειας δυνάμει αυτής, ούτε και θα πρέπει να επιδιώκει την επανακρόαση του ζητήματος που ηγέρθηκε, (R. V. Northumberland Compensation Appeal Tribunal – ex parte Shaw [1952] 1 K.B. 338). Εδώ όμως δεν αντιμετωπίζεται η γενική ρύθμιση της εμβέλειας Certiorari σε αστικές υποθέσεις. Αντιμετωπίζεται η ιδιαίτερη και σαφής πρόνοια του Άρθρου 27 του Κεφ. 155 σε σχέση με ένταλμα έρευνας σε ποινική διερεύνηση περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας που αποτελεί τη νομιμοποίηση της έκδοσης του εντάλματος. Και η νομιμότητα δεν είναι νοητό να μην συναρτάται προς το εύλογο, το [*2584]λογικό δηλαδή, της υποψίας, όπως αυτή καταγράφεται στο αίτημα. Το εύλογο με τη σειρά του προσδιορίζεται ή έχει αναφορά προς το σύνολο των γεγονότων που εμπεριέχονται στο αίτημα με ανάλογη σφαιρική θεώρηση των υποψιών ιδιαίτερα σε περίπλοκες υποθέσεις όπως η παρούσα. Το εύλογο πρέπει να αναδύεται ως αντικειμενικώς παραδεκτό δεδομένο από το ίδιο το αίτημα. Αν η βάση επί της οποίας επιδιώκεται η έκδοση του εντάλματος είναι επισφαλής ή εγείρει σωρεία ερωτημάτων, τότε αφαιρείται το νομιμοποιητικό στοιχείο της αίτησης. Συνακόλουθα καταρρέει και το ένταλμα έρευνας. Και η αίτηση στοχεύει να αναδείξει αυτή την ελλιπή αιτιολογία και αυτό είναι διάχυτο στην αίτηση, σ’ αντίθεση με τα όσα αντίθετα αναφέρει η Δημοκρατία στη γραπτή της αγόρευση, σελ. 7, παρ. 6.

 

Προδήλως μέσα από την ένσταση της Δημοκρατίας επιχειρείται προσπάθεια αναμόρφωσης του όρκου και απόδοσης εξηγήσεων επί του περιεχομένου του. Αυτό είναι φανερό από την καταχωρηθείσα ένσταση της Δημοκρατίας μέσω της οποίας ο αστυφύλακας 521 Μανώλης Μανώλη στην υποστηρικτική του ένορκη δήλωση παρουσιάζει έγγραφα που σχετίζονται με τις κατ’ ισχυρισμόν διορθώσεις και αλλαγές που επήλθαν επί του 2ου πρακτικού. Αυτό φαίνεται αναλυτικά στο Τεκμήριο 5 της ένορκης του δήλωσης το οποίο παρουσιάζεται να είναι ένα συγκριτικό κείμενο των διαφορών που προκύπτουν από την ανάγνωση του 1ου και 2ου πρακτικού που επισυνάπτονται ως Τεκμήρια 3 και 4. Στο Τεκμήριο 5 εμφανίζονται με ερυθρά μελάνη οι τροποποιήσεις που επήλθαν επί του 1ου πρακτικού και οι διαγραφές που έγιναν και που θεωρούνται εν τω συνόλω τους επιλήψιμες.

 

Υπάρχουν, για παράδειγμα, εκ των υστέρων αναφορές στην καταχωρηθείσα ένσταση που τείνουν να δώσουν μια διαφορετική εξήγηση ή χροιά επί των πραγματικών γεγονότων και που αναμφιβόλως δεν ήταν ενώπιον του εκδόσαντος το ένταλμα έρευνας Δικαστηρίου, το οποίο αν τις είχε υπόψη του ή τις αντιλαμβανόταν με τον τρόπο που τώρα εισηγείται η Δημοκρατία, πιθανόν να επηρέαζε τη σκέψη του. Αναφέρεται ότι το 2ο πρακτικό διορθώθηκε κατά τρόπο που να φαίνεται ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής του ΣΑΛ, Γ. Βεντούρης δεν ήταν παρών, σε μια προσπάθεια, όπως καταλογίζει στον όρκο του ο αστυφύλακας Μανώλη, να μην φανεί η παρουσία του Γ. Βεντούρη, κάτι που θα οδηγούσε σε ακύρωση της όλης διαδικασίας, μια θέση, πρέπει να λεχθεί, που δεν μπορεί εκ προοιμίου να θεωρηθεί ως απόλυτη ή έστω κατ΄ ανάγκην ορθή. Το διορθωθέν όμως 2ο πρακτικό όπως εμφανίζεται τουλάχιστον στο Τεκμήριο 4 και στο συγκριτικό κείμενο του Τεκμηρίου 5, δεν αποκαλύ[*2585]πτει ότι ο Γ. Βεντούρης εξήλθε της συνεδρίας. Αντίθετα φαίνεται σαφώς από την αντιδιαστολή των προσώπων που καταγράφονται ότι αποχώρησαν από τη συνεδρία, ότι παρέμεινε ο Γ. Βεντούρης.

 

Να σημειωθεί εδώ ότι ο Γ. Βεντούρης υποστηρίζει την παρούσα αίτηση (όπως και την αίτηση για λήψη άδειας), με δική του ένορκη δήλωση στην οποία εξηγεί τη διαδικασία ελέγχου των πρακτικών και της παρουσίασης τους στην ολομέλεια του ΣΑΛ για έγκριση. Λέγει δε το πολύ σημαντικό ότι το κείμενο που τελικώς εγκρίθηκε από την Ολομέλεια, ήταν το τελικό διορθωμένο κείμενο που είχε αποσταλεί 2-3 μέρες προηγουμένως στα μέλη χωρίς να είχε υπάρξει επ’ αυτού οποιαδήποτε αλλοίωση ή παραποίηση. Στο βιβλίο που φυλάσσονται τα επικυρωμένα πρακτικά κατά λάθος είχε τοποθετηθεί το πρόχειρο αντί το επικυρωμένο από την Ολομέλεια πρακτικό. Όταν κλήθηκε για κατάθεση στην Αστυνομία μετά τις 11.7.2015, όταν ερευνήθηκε το γραφείο του ΣΑΛ, εξήγησε την όλη διαδικασία και ότι το πρακτικό δεν αλλοιώθηκε για να συνάδει με την επιστολή που στάληκε από τον Πρόεδρο του ΣΑΛ στη Cybarco Ltd. Περαιτέρω, ότι εξήγησε τα ανωτέρω στον Αστυφ. Μανώλη και ότι το πρακτικό που ο Αστυφ. Μανώλη αναφέρει στην ένορκη του δήλωση ότι είχε παραποιηθεί, είναι εκείνο το οποίο είχε επικυρωθεί τελικώς από την Ολομέλεια.

 

Τίποτε από όλα αυτά, παρόλο που προηγήθηκαν της αίτησης για την έκδοση του εντάλματος, δεν αναφέρονται στον όρκο που οδήγησε στο ένταλμα, ούτε και, κατ’ ελάχιστον, αν αυτά ηλέγχθησαν ως προς το βάσιμο των ισχυρισμών του Γ. Βεντούρη. Περαιτέρω, τηρείται σιωπή επί του θέματος στην ένσταση της Δημοκρατίας και τη συνοδευτική ένορκη δήλωση του Αστ. Μανώλη.  Αλλά ούτε και στον όρκο υπάρχει καταγραμμένο οπουδήποτε ότι το 1ο πρακτικό απεστάλη δύο φορές ως το επίσημο έγγραφο στον Γενικό Ελεγκτή, όπως εκ των υστέρων στην ένσταση αναφέρεται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση, θεωρώντας τις όποιες αλλαγές ως προϊόν πλαστογραφίας.

 

Η μη αποκάλυψη ουσιωδών πληροφοριών ή πληροφοριών ή ενεργειών που έπρεπε να προηγηθούν της αίτησης για ένταλμα, θεωρείται ότι αφαιρεί το νόμιμο της έκδοσης του εντάλματος (Jawer Cyprus Ltd κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2067).

 

Περαιτέρω, ο ομνύων αστυφύλακας Μανώλη αναφέρει ότι ο αιτητής 2 είχε ερωτηθεί και αρνηθεί να παραδώσει οτιδήποτε το σχετικό με το 2ο πρακτικό και αυτό εξάγεται, κατά τον ομνύοντα, από το Τεκμήριο 7 στην ένσταση. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα διό[*2586]τι το Τεκμήριο 7 δεν γράφει ότι ρωτήθηκε ο αιτητής 2 να παραδώσει οτιδήποτε στις αστυνομικές αρχές και αρνήθηκε. Εκείνο το οποίο φαίνεται από το Τεκμήριο 7, που είναι η σχετική καταγραφή στο ημερολόγιο ενέργειας του αστυφύλακα Μανώλη, είναι ότι ο αιτητής 2 ρωτήθηκε από αυτόν εάν έχει στην κατοχή του ή αποθηκευμένο σε ηλεκτρονική μορφή το 2ο πρακτικό, για να πάρει αρνητική απάντηση. Η άρνηση ότι κάποιος έχει στην κατοχή του συγκεκριμένο έγγραφο ή πράγμα είναι πολύ διαφορετικό από την άρνηση να παραδώσει το έγγραφο ή το πράγμα, εφόσον με το τελευταίο υπονοείται ότι το έγγραφο ή το πράγμα υπάρχουν στην κατοχή του ερευνούμενου, αλλά επί σκοπώ αυτός δεν τα παραδίδει. Η αστυνομία οφείλει να είναι ιδιαίτερα σαφής και ακριβής στις θέσεις που προβάλλει στο Δικαστήριο όταν επιδιώκει την έκδοση εντάλματος έρευνας, έχοντας υπόψη τη δραστικότητα του μέτρου.

 

Τα πιο πάνω που είναι ενδεικτικά της εκ των υστέρων προσπάθειας να υποδειχθεί ότι το Δικαστήριο ευλόγως ικανοποιήθηκε και που ανεπίτρεπτα εισάγεται διά της ενστάσεως στο στάδιο εξέτασης της υπό κρίση αίτησης για Certiorari, πρέπει να συνδυαστούν και με τα όσα προηγουμένως καταγράφηκαν με λεπτομέρεια ως προς το ιστορικό που περιβάλλει την όλη υπόθεση. Όπως ήδη αναφέρθηκε τα δεδομένα είναι περίπλοκα, ενώ δεν νοείτο η παρείσφρυση στον όρκο του αστυφύλακα Μανώλη, απόψεων και κρίσεων επί της ορθότητας ή της νομιμότητας της γνωμάτευσης προς το ΣΑΛ του αιτητή 2, με την αντιπαράθεση αυτής με άλλη γνωμάτευση, η οποία θα έπρεπε να είχε παρουσιαστεί στο Δικαστήριο ώστε το ίδιο να μορφώσει γνώμη, αλλά ούτε είχαν θέση και οι εν γένει αναφορές περί της εισήγησης που παρατίθεται ως δεδομένο στον όρκο, ότι η προσφορά της Cybarco Ltd, ήταν ή έπρεπε να θεωρείτο ότι ήταν η χαμηλότερη ή ότι οι αλλοιώσεις στο 2ο πρακτικό έπρεπε να θεωρούνταν προϊόν πλαστογραφίας, τη στιγμή που υπήρχε η θέση του Γ. Βεντούρη ως προς το τι είχε γίνει. Η ορθή διαδικασία για αναθεώρηση προσφορών, των όρων αυτών είτε τεχνικών, είτε οικονομικών, είτε γενικών, γίνεται διά της νομίμου οδού που είναι η αίτηση στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών και εν ανάγκη στη συνέχεια προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και μετά κατ’ έφεση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Όλα τα πιο πάνω θα πρέπει να εξεταστούν και να ιδωθούν και υπό το φως της ιδιότητας των αιτητών, αυτή των δικηγόρων. Τονίζεται εκ προοιμίου ότι η ιδιότητα των αιτητών ως δικηγόρων δεν αποτελεί αυτοτελώς έρεισμα για την κατάληξη του Δικαστηρίου. Η επαγγελματική αυτή ιδιότητα δεν μπορεί από την άλλη να παραμεριστεί από το όλο σκηνικό. Αντίθετα, επιτείνει την προσοχή που [*2587]έπρεπε να επιδειχθεί πρωτοδίκως ιδιαιτέρως στα όλως ιδιάζοντα γεγονότα της υπόθεσης. Σαφώς και οι δικηγόροι δεν εξαιρούνται, ούτε και έχουν ασυλία από οποιαδήποτε διερεύνηση ποινικής φύσεως, αλλά θα πρέπει να υπάρχει σαφής, τεκμηριωμένη και ουσιαστική σύνδεση ενός καταλογιζομένου ή υπό διερεύνηση ποινικού αδικήματος με ενέργειες, πράξεις ή παραλείψεις δικηγόρου. Το δικηγορικό απόρρητο που είναι δεδομένο μέσα από πλειάδα αποφάσεων και σ’ αυτό συμφωνεί και η Δημοκρατία, δεν πρέπει να τυγχάνει εύκολης παραβίασης διότι μετά καταστρατηγείται ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου και ιδιαιτέρως της προστασίας που πρέπει να τυγχάνουν οι εμπιστευτικές ή άλλες πληροφορίες που παρέχονται στον δικηγόρο από τον πελάτη αυτού. Είναι γι’ αυτό το λόγο που στις υποθέσεις που παρέπεμψε ο κ. Πολυβίου, θεωρείται απαραίτητη η ένθεση στο οποιοδήποτε ένταλμα έρευνας τέτοιων ασφαλιστικών δικλείδων ώστε να αποφεύγεται η άνευ λόγου διείσδυση στο δικηγορικό απόρρητο ή να περιορίζεται αυτή η διείσδυση στο ελάχιστο δυνατό. Στο σύγγραμμα του Τ. Ηλιάδη: Δικηγορική Δεοντολογία υπάρχει στις σελ. 77-83, ανάλυση του δικηγορικού απορρήτου με αναφορά στις ιστορικές καταβολές του από το 1577 με την υπόθεση Berd v. Lovelace [1577] Cary 62. Μετέπειτα, η αρχή του απορρήτου εξετάστηκε και καθιερώθηκε στις Greenough v. Gaskell και Bolton v. Liverpool Corporation [1833] M+K 88. Στην Κύπρο, η αρχή εξετάστηκε στην Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232 και έχει περάσει και μέσα στη δικηγορική δεοντολογία με τον Κανονισμό 13 των Κανονισμών Δεοντολογίας του 2002.

 

Η θέση της Δημοκρατίας ότι εφόσον τα αρχεία είναι ηλεκτρονικά, η λήψη των υπολογιστών και του εξυπηρετητή ήταν αναγκαία, η δε διασφάλιση του δικηγορικού απορρήτου και της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών μπορεί να γίνει εκ των υστέρων κατά τη μελέτη και εξαγωγή των αναγκαίων και επιτρεπομένων στο ένταλμα πληροφοριών, δεν επιλύει το πρόβλημα. Η εξέταση θα πρέπει να γίνεται πάντοτε στη βάση του συγκεκριμένου λεκτικού του εντάλματος που θεωρήθηκε ορθό να δοθεί από τον Δικαστή, στη βάση των πληροφοριών που τέθηκαν ενώπιον του διά του όρκου του αστυφύλακα και όχι με τις εκ των υστέρων ενέργειες της αστυνομίας κατά το στάδιο της εκτέλεσης του εντάλματος.

 

Είναι γεγονός ότι με βάση τις αυθεντίες που αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας, καθίσταται δυνατή η λήψη υλικού στο οποίο δυνατό να εμπεριέχεται το αναζητούμενο έγγραφο ή έγγραφα και ότι δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας που να απαγορεύει στους διεξάγοντες την έρευνα αστυνομικούς από του να λάβουν αριθμό εγγράφων ή πραγμάτων ώστε να αφεθεί να γί[*2588]νει η εξέταση και ο διαχωρισμός των μη απαραιτήτων εγγράφων από τα απαραίτητα, σε μεταγενέστερο χρόνο. Εκείνο που υπαγορεύει η κοινή λογική κατά τις αποφάσεις είναι ότι δεν μπορεί να επιβαρύνεται το αστυνομικό όργανο κατά την έρευνα με την διαμετακόμιση ηλεκτρονικών μέσων και μηχανημάτων που να καθιστούν δυνατή την επί τόπου χρήση τους κατά το στάδιο της έρευνας. Ούτε ο αστυνομικός που διεξαγάγει την έρευνα στο υποστατικό μπορεί να θεωρήσει ως άνευ ετέρου ορθή την τοποθέτηση δικηγόρου ότι τα έγγραφα που αναζητούνται ή τα αρχεία που θα παραληφθούν από το αστυνομικό όργανο, υπόκεινται στην προστασία του δικηγορικού απορρήτου. Οι πιο πάνω θέσεις απορρέουν συνοπτικά από αποφάσεις όπως τις Faisaltex Ltd v. Chief Constable of Lancashire [2009] EWHC 799 (QB), R. V. Chesterfield Justices Ex p. Bramley [2000] 1 Cr. App. R. 486 και Servulo & Associados – Sociedade de Admogados, RL a.ο. v. Portugal υπόθ. αρ. 27013/10, ημερ. 3.9.2015, του ΕΔΑΔ.

 

Από την άλλη, οι αυθεντίες τις οποίες παρέπεμψε η πλευρά των αιτητών δίδουν το στίγμα ότι η επέμβαση σε ένα επαγγελματικό γραφείο όπως, ή, κατ’ εξοχήν ενός δικηγόρου που έχει την προστασία του δικηγορικού απορρήτου κατά το χειρισμό υποθέσεων πελατών του, θα πρέπει να γίνεται με εξαιρετική προσοχή και σε συνάρτηση με την παροχή ασφαλιστικών δικλείδων ούτως ώστε να μην υπάρχει μια γενικευμένη και ανεξέλεγκτη έρευνα που να επηρεάζει τον πυρήνα του δικαιώματος και της προστασίας που τυγχάνει το δικηγορικό απόρρητο. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Klitzman, Klitzman and Gallagher v. Krut 774 F.2d 955 (3d Cir. 1984), Kolesnichenko v. Russia, Application No. 19856/2014, 9.4.2009, Golovan v. Ukraine Application No. 41716/2006, 5.7.2012 και Robathin v. Austria, Application No. 30457/2005, 3.7.2012. Θέμα δικηγορικού απορρήτου τέθηκε στην Jawer Cyprus Ltdπιο πάνω – χωρίς όμως οποιαδήποτε εξέταση ενόψει του ότι το Certiorari εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, λόγω μη αποκάλυψης στοιχείων και δεδομένων που όφειλε να γνώριζε το Δικαστήριο.

 

Ο εκδώσας το ένταλμα Δικαστής ενέθεσε χειρογράφως επί του εντάλματος έρευνας που ενέκρινε, την υπόθεση Niemietz v. Germanyανωτέρω –, έχοντας προφανώς κατά νου τη σημασία και τις συνέπειες της έκδοσης εντάλματος έρευνας στα αρχεία ενός δικηγορικού γραφείου και μάλιστα κατά τον τρόπο που ο ίδιος ενέκρινε το ένταλμα που αποσκοπούσε, όπως ήδη εξηγήθηκε προηγουμένως, όχι μόνο στον εντοπισμό του δεύτερου πρακτικού, ενός συγκεκριμένου δηλαδή εγγράφου, αλλά επεκτεινόταν και σε οτιδή[*2589]ποτε άλλο μπορούσε να θεωρηθεί σχετικό με αναφορά μάλιστα σε δύο κατακυρωθείσες προσφορές. Ακριβώς όμως στην υπόθεση Niemietz, το ΕΔΑΔ διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επειδή το εκδοθέν ένταλμα ήταν διατυπωμένο με γενικούς όρους και κατά τρόπο που επενέβαινε καίρια στην επαγγελματική εχεμύθεια κατά τρόπο μάλιστα δυσανάλογο ως προς το ζητούμενο. Επομένως, ακόμη και αν το συγκεκριμένο υπό αναζήτηση έγγραφο δεν περιείχε εμπιστευτικές πληροφορίες, ούτε καλυπτόταν από προνόμιο, η αναζήτηση του στην πληθώρα άλλων εμπιστευτικών και προνομιούχων εγγράφων, αποτελούσε ανυπέρβλητο πρόβλημα.

 

Δεν υπάρχει στις πρόνοιες των Άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155, οτιδήποτε που να επιβάλλει στον Δικαστή να θέτει συγκεκριμένους όρους. Όμως το Δικαστήριο θα πρέπει να προσαρμόζει το ένταλμα και τους όρους αυτού, κατά τρόπο που να συνάδει με τη σύγχρονη νομολογία επί του θέματος, η οποία, όπως αναφέρεται πιο πάνω, θέτει ασφαλιστικές δικλείδες σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ της ανάγκης να διερευνηθεί ποινικό ή ποινικά αδικήματα και της ανάγκης της προστασίας που πρέπει να παρέχεται σε επαγγελματίες και ιδιαίτερα τους δικηγόρους που έχουν απόλυτο καθήκον εχεμύθειας προς τους πελάτες τους που τους εμπιστεύονται υποθέσεις. Το Δικαστήριο εκδίδοντας το επίδικο ένταλμα δεν έθεσε οποιοδήποτε ιδιαίτερο όρο και είναι πολύ δύσκολο να διαχωριστεί, υπό τις περιστάσεις, η αναζήτηση ενός και μόνο εγγράφου μέσα στη γενικότητα που το ένταλμα επέτρεπε.

 

Επομένως το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στους αιτητές ως δικηγορικό γραφείο είναι μεγαλύτερο από αυτό που λογικά θα επιτρεπόταν εάν το ένταλμα κατά τα άλλα είχε νομίμως εκδοθεί. Με άλλα λόγια, ο τρόπος διατύπωσης του εντάλματος, όπως αυτό ζητήθηκε από την Αστυνομία ήταν δυσανάλογος του επιδιωκόμενου σκοπού. Προς αυτή την κατεύθυνση αποκτούν σημασία οι ένορκες δηλώσεις του αιτητή 2 και της δικηγόρου Δέσποινας Μιχαήλ που υποστηρίζουν την υπό κρίση αίτηση. Δεν χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στα όσα αναφέρονται στις δύο αυτές ένορκες δηλώσεις σε σχέση με τον τρόπο παραλαβής του υλικού από το δικηγορικό γραφείο, τα οποία είναι αρκούντως και λεπτομερώς καταγραμμένα. Αρκεί να αναδειχθεί ως εύλογη η θέση της Δέσποινας Μιχαήλ ότι μετά την παραλαβή του ηλεκτρονικού αρχείου και του εξυπηρετητή του γραφείου, σε επίσκεψη της ιδίας στο τμήμα του Αρχηγείου Αστυνομίας στις 28.9.2015, δύο μέρες δηλαδή μετά την εκτέλεση του εντάλματος, της αναφέρθηκε από τον υπεύθυνο εκεί Αστυνόμο ότι ο ειδικός του Τμήματος που [*2590]ασχολείτο με το διαχωρισμό των Τεκμηρίων απουσίαζε και θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα περίπου.

 

Τίθετο επομένως λογικά θέμα προς τι η άμεση εκτέλεση του εντάλματος εφόσον δεν μπορούσε να γίνει η μετέπειτα της εκτελέσεως απαραίτητη εργασία ώστε να διαταραχθεί το ολιγότερο δυνατό η εργασία του δικηγορικού γραφείου. Η ίδια η Αστυνομία οφείλει, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αφενός να περιορίζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό το εύρος του επιδιωκόμενου εντάλματος έρευνας και αφετέρου, πρέπει ταυτόχρονα να διενεργεί την επί τόπου έρευνα έχοντας μαζί της όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις, ώστε να αποφεύγεται η μετακίνηση ηλεκτρονικών μηχανημάτων και άλλων απαραιτήτων για τη δικηγορική εργασία, εργαλείων. Δεν αρκεί, όπως εντοπίζει στην αγόρευση της η Δημοκρατία, η εκτέλεση του εντάλματος σε μη εργάσιμες ώρες εφόσον είναι εκ των προτέρων ήδη γνωστό στις αστυνομικές αρχές ότι η έρευνα αποσκοπεί σε αυτού του είδους παρέμβαση σε γραφείο, που λειτουργεί ως ζώσα επιχείρηση.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνεται ότι το εκδόσαν το ένταλμα Δικαστήριο ενήργησε στη βάση σοβαρών ελλείψεων και παραλείψεων ως προς την ορθή παρουσίαση των γεγονότων στον αστυνομικό όρκο. και με ανεπάρκεια αναφορικά με το σύννομο της όλης διαδικασίας. Τα παρουσιασθέντα δεν υποστήριζαν με κανένα τρόπο τη θέση του κατώτερου Δικαστηρίου περί εύλογης υποψίας και άρα η έκδοση του εντάλματος δεν νομιμοποιείτο.

 

Εκδίδεται συνεπώς ένταλμα Certiorari ακυρώνοντας το εκδοθέν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 26.9.2015 ένταλμα έρευνας. Συνακόλουθα, όποιες ενέργειες εκτελέσθηκαν από την Αστυνομία στη βάση και ως αποτέλεσμα του εντάλματος, ακυρώνονται.

 

Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, καθώς και αυτά της Πολιτικής Αίτησης υπ’ αρ. 124/2015 για τη λήψη της άδειας, επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων.

 

Η αίτηση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο