Προκοπίου Μαρία ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 2609

ECLI:CY:AD:2015:A805

(2015) 1 ΑΑΔ 2609

[*2609]2 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

MAΡΙΑ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ

 

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου - Καθ’ ου η αίτηση.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 364/2010)

 

 

Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. ― Ο περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμος 2(Ι)/2010 ― Επικύρωση πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε πρωτογενή αίτηση με την οποία διεκδικούνταν αποζημιώσεις για παραβίαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης.

 

Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Πρέπει να συνεκτιμάται υπό το φως των όλων περιστατικών της υπόθεσης, με ειδική αναφορά στο περίπλοκο της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων και των αρμοδίων αρχών και τι διακυβεύεται για τον αιτητή στην κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.

 

Ο κύπριος νομοθέτης θέσπισε το 2010 τον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο 2(Ι)/2010. Πρόκειται για Νόμο που αναγνώρισε με τα Άρθρα 7 και 8 στο επηρεαζόμενο πρόσωπο δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων με το ένδικο μέσο της πρωτογενούς αίτησης.

 

Σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, εάν η υπόθεση αφορά αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο,  εκδικάζεται από το Διοικητικό Πρόεδρο του αντίστοιχου Επαρχιακού Δικαστηρίου ή στην περίπτωση που δεν υπάρχει Διοικητικός Πρόεδρος από τον αμέσως αρχαιότερο Πρόεδρο (Άρθρο 6(1)(α)), ενώ αν αφορά υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τρεις δικαστές του Ανωτάτου [*2610]Δικαστηρίου (Άρθρο 6(1)(β) του Νόμου).

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αγωγή  Επαρχιακού Δικαστηρίου σε πρωτογενή αίτηση που καταχώρισε η εφεσείουσα-αιτήτρια διεκδικώντας αποζημιώσεις, στη βάση ότι η υπ’ αρ. 3424/06 αγωγή της δεν αποπερατώθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο.

 

Η πρωτογενής αίτηση, εκδικάστηκε από τη Διοικητικό Πρόεδρο του εν λόγω Δικαστηρίου.

 

Η Πρόεδρος έκρινε πως δεν υπήρξε υπέρβαση του «εύλογου χρόνου» με την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το Άρθρο 6.1 της Σύμβασης και το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Παρά την κατάληξη, εξέτασε και το ύψος των (μη χρηματικών) αποζημιώσεων που θα επιδίκαζε στην εφεσείουσα σε περίπτωση που διαπιστωνόταν παραβίαση και απεφάνθη ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης θα  επιδίκαζε το ποσό των €800 πλέον τόκο, Φ.Π.Α. και έξοδα.

 

Σύμφωνα με τα εκτεθέντα γεγονότα, η επίδικη Aγωγή καταχωρίστηκε στις 22.5.2006 και με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η εφεσείουσα  αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις στην κλίμακα €25.000-€50.000 για προσωπικές βλάβες που υπέστη λόγω αμέλειας της εταιρείας CHI Managements Ltd (εναγόμενη).

 

Η εναγόμενη εταιρεία καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης στις 9.6.06 και 1 μήνα μετά, στις 4.7.06, η εφεσείουσα-ενάγουσα καταχώρισε την έκθεση απαίτησης της. Λόγω δε της παράλειψης της εναγόμενης να καταχωρίσει την Υπεράσπιση της μέσα στην προβλεπόμενη από τη Δ.21 θ.1 προθεσμία των 14 ημερών, η εφεσείουσα καταχώρισε στις 5.9.06 αίτηση για απόφαση πλην όμως συγκατατέθηκε να δοθεί χρόνος στην εναγόμενη για συμμόρφωση. Τελικώς η Έκθεση Υπεράσπισης καταχωρίστηκε στις 6.12.06 και η εφεσείουσα απέσυρε την αίτηση της με έξοδα, ενώ η ίδια καταχώρισε Απάντηση στην Υπεράσπιση τρεις (3) μήνες μετά, στις 9.3.07.

 

Με τη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων η αγωγή ορίστηκε για οδηγίες στις 16.4.07 και στη συνέχεια στις 21.5.07 και 25.6.07, αφού στο μεταξύ οι διάδικοι υλοποίησαν δήλωση τους για ένορκη αποκάλυψη εγγράφων.

 

Στις 25.6.07 η αγωγή αναβλήθηκε ξανά για οδηγίες στις 2.7.07, οπόταν και ορίστηκε για ακρόαση στις 10.12.07. Κατά την ορισθείσα όμως δικάσιμο, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποίησε μη ενστάσιμο αίτημα του δικηγόρου που εμφανίστηκε για την εφεσείου[*2611]σα-ενάγουσα και ανέβαλε την ακρόαση της υπόθεσης για τις 20.5.08 και, στη συνέχεια, για τις 25.11.08 κατόπιν κοινού αιτήματος για αναβολή. Έκτοτε η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για ακόμη 4 φορές - στις 10.4.09, 27.10.09, 18.3.10 και 15.10.10 - λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου εφόσον, όπως καταγράφεται στα αντίστοιχα τηρηθέντα πρακτικά, το Δικαστήριο ήταν απασχολημένο με την εκδίκαση άλλων αγωγών.

 

Κατά την τελευταία όμως δικάσιμο της 15.10.10, οι διάδικοι κατέληξαν σε συμβιβασμό της υπόθεσης στη βάση της οποίας εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση προς όφελος της εφεσείουσας-ενάγουσας και εναντίον της εναγόμενης εταιρείας για το ποσό των €3.000 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και €1.000 συν ΦΠΑ, δικηγορικά έξοδα.

 

Στη βάση του πιο πάνω ιστορικού, και χωρίς να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση η οποία υπογράφηκε 4 ημέρες πριν την καταχώριση της αίτησης, η  Πρόεδρος έκρινε πως δεν θεμελιώθηκε υπέρβαση του «εύλογου χρόνου» αποπεράτωσης της Αγωγής και ως εκ τούτου απέρριψε την αίτηση. Και αυτό με αναφορά στα κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία του ΕΔΑΔ επί του ζητήματος και αφού καταλόγισε στην εφεσείουσα-ενάγουσα ότι δεν επέδειξε ιδιαίτερη σπουδή στην προώθηση της διαδικασίας και ότι η συμπεριφορά της συνέβαλε στην καθυστέρηση. 

 

Μεταξύ άλλων έκρινε, ότι μόνο οι καθυστερήσεις που είναι καταλογιστέες στις αρμόδιες δικαστικές αρχές μπορούν να οδηγήσουν στη διαπίστωση μιας αντίθετης προς τη Σύμβαση υπέρβασης του «εύλογου χρόνου» και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εντοπιζόταν οποιαδήποτε αδράνεια εκ μέρους των δικαστικών αρχών μέχρι 25.11.08. Από δε «τις 25.11.2008 μέχρι 15.10.2010, που ολοκληρώθηκε η διαδικασία, μεσολάβησε αριθμός αναβολών της δίκης οι οποίες οφείλονται αποκλειστικά στο γεγονός ότι το Δικαστήριο ήταν απασχολημένο με την εκδίκαση πιο παλιών υποθέσεων.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν θεμελιώθηκε υπέρβαση του «εύλογου χρόνου» εκδίκασης της Αγωγής ως επίσης και τα σχετικά προς τούτο ευρήματα.

 

β)  Ήταν εσφαλμένο και υπέρμετρα χαμηλό το ύψος της αποζημίωσης που καθορίστηκε όπως επιδικαζόταν στην αιτήτρια, στην πε[*2612]ρίπτωση που διαπιστωνόταν υπέρβαση. Λανθασμένα δεν επεδίκασε και περαιτέρω ποσά για το αυξημένο κόστος λόγω της παράτασης της διαδικασίας.

 

γ)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε την αίτηση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τα κριτήρια που συνεκτιμούνται για να κριθεί η υπέρβαση ή μη του «εύλογου χρόνου», είναι κοινά και στις δύο διαδικασίες εφόσον αυτά απορρέουν από το Άρθρο 11 του Νόμου.

 

2.  Έχει κριθεί από τη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ., ότι το εύλογο της διάρκειας της όλης εκκρεμοδικίας πρέπει να συνεκτιμάται υπό το φως των όλων περιστατικών της υπόθεσης, με ειδική αναφορά στο περίπλοκο της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων και των αρμοδίων αρχών και τι διακυβεύεται για τον αιτητή στην κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.

 

3.  Ταυτόχρονα, έχει λεχθεί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να οργανώσουν το νομικό τους σύστημα κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα Δικαστήρια της χώρας να διασφαλίζουν σε κάθε πολίτη το δικαίωμα σε τελική απόφαση εντός ευλόγου χρόνου.

 

4.  Το Ε.Δ.Α.Δ, ενώ αποδέχεται ότι μικρές περίοδοι χρόνου αναβολών δυνατόν να είναι αναγκαίες και ενσωματωμένες σε ένα σύστημα δικαίου, τις θέτει ταυτόχρονα κάτω από την ευρύτερη προϋπόθεση ότι ο γενικότερος χρόνος εκδίκασης της υπόθεσης δεν είναι υπερβολικός.

 

5.  Τα εν λόγω κριτήρια έχουν περαιτέρω κωδικοποιηθεί από το Άρθρο 11[1] του Νόμου. Κριτήρια που το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει στην απόφασή του, με αναφορά τόσο στη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. όσο και σε συγγράμματα.

 

6.  Αναφορικά με την επιχειρηματολογία των δικηγόρων της εφεσείουσας σχετικά με τη σημασία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκπρόθεσμη καθυστέρηση της έκθεσης απαίτησης της εφεσείουσας, ναι μεν ήταν ασήμαντη και ενδεχομένως δεν θα έπρεπε να μη της δοθεί σημασία, αλλά εξετάζοντας σφαιρικά το υπό συζήτηση ζήτημα ήταν εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα. 

[*2613]7.    Είναι αρκετό επί τούτου να επισημανθεί ότι η Αγωγή καταχωρίστηκε στις 22.5.06 και τα δικόγραφα συμπληρώθηκαν δέκα μήνες μετά, στις 9.3.07, με την εφεσείουσα να συμβάλλει στην καθυστέρηση, όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τόσο με τη συγκατάθεση της να δοθεί δύο φορές χρόνος στην εναγόμενη εταιρεία να καταχωρίσει το δικόγραφο της, όσο και με την περαιτέρω καθυστέρηση των τριών περίπου μηνών στην καταχώριση απάντησης στην υπεράσπιση της εναγόμενης.

 

8.  Περαιτέρω, όπως και πάλι ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η πρώτη αναβολή της ακρόασης ημερ. 10.12.07 οφείλεται στην ίδια, ενώ για τη δεύτερη ημερ. 20.5.08 είχε εξίσου ευθύνη για την εναγόμενη. Κατά συνέπεια μέχρι τις 20.5.08 για δύο δηλαδή χρόνια αφότου καταχωρίστηκε η αγωγή, η δικονομική συμπεριφορά της εφεσείουσας εύλογα θα μπορούσε να εκληφθεί ως έλλειψη σπουδής για προώθηση της  υπόθεσης της.

 

9.  Σε ότι αφορούσε τις μετέπειτα αναβολές της ακρόασης από το Δικαστήριο, ήταν γεγονός ότι από τις 20.5.08 μέχρι τις 10.10.10 η ακρόαση αναβλήθηκε για 4 φορές - 25.11.08, 10.4.09, 27.10.09 και 18.3.10 - που εκ πρώτης όψεως έδιδαν έρεισμα στο παράπονο της εφεσείουσας για παραβίαση του δικαιώματος της για εκδίκαση της υπόθεσης της μέσα σε εύλογο χρόνο.

 

10. Όμως ο χρόνος των 4 αναβολών, ο οποίος προστέθηκε στην καθυστέρηση εκδίκασης της αγωγής, δεν θα πρέπει να αποσυνδεθεί από την προηγηθείσα δικονομική συμπεριφορά της εφεσείουσας για το λόγο ότι αυτή ανέτρεψε το πρόγραμμα του Δικαστηρίου και στην περίπτωση που δεν εμφιλοχωρούσαν οι δύο πρώτες αναβολές ενδεχομένως η ακρόαση της Αγωγής να είχε αρχίσει από τότε.

 

11. Περαιτέρω, εάν συνυπολογιστεί ότι οι 4 αναβολές της ακρόασης καλύπτουν μια χρονική περίοδο 28 περίπου μηνών - από 20.5.08 μέχρι 15.10.10 - μέσα στην οποία μεσολαβούσαν δικαστικές διακοπές, η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης  περιορίζεται στους 20 μήνες που δεν αφίσταται του εύλογου χρόνου εκδίκασης μιας αστικής υπόθεσης.

 

12. Αναφορικά με το λόγο έφεσης για το ύψος της αποζημίωσης που θα επιδικαζόταν σε περίπτωση αντίθετης κατάληξης, η εξέταση του παρήλκε, λόγω της αποτυχίας των άλλων λόγων έφεσης. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του σχετικώς μικρού χρηματικού εύρους της αξίωσης της εφεσείουσας , ήταν ορθή η πρωτόδικη επισήμανση ότι το ποσό των €800 θα αποζημιωνόταν από την καθυστέρηση με τό[*2614]κο, και θα ήταν δίκαιη υπό τις περιστάσεις αποζημίωση.

 

13. Τέλος, σ’ ότι αφορούσε στο παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση κατ’ επίκληση νομολογίας που αφορά ενδιάμεσες αιτήσεις, προέκυπτε ότι ακόμη και εάν η Πρόεδρος δεν παραγνώριζε το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την (πρωτογενή) αίτηση η κατάληξη της δεν θα ήταν διαφορετική.

 

14. Και αυτό καθότι το μόνο ουσιαστικό παράπονο της εφεσείουσας στην εν λόγω ένορκη δήλωση ήταν ότι επωμίσθηκε πρόσθετη δικηγορική αμοιβή έξι αναβολών, παραβλέποντας αφενός ότι η πρώτη αναβολή δόθηκε κατόπιν δικού της αιτήματος και η δεύτερη κατόπιν κοινού αιτήματος και, αφετέρου, εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε ως επιτυχών διάδικος να διεκδικήσει την αμοιβή του δικηγόρου της για τις άλλες τέσσερις αναβολές από τον αντίδικό της.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Guincho v. Portugal [1984] 7 EHRR 223,

 

Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 716, ECLI:CY:AD:2014:A219.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παναγή, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 541/2010), ημερομ. 30/11/2010.

 

Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα - Αιτήτρια.

 

Μ. Δρυμιώτου (κα), για τον Εφεσίβλητο - Καθ’ ου η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Το δικαίωμα εκδίκασης μίας υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συ[*2615]ντάγματος, το οποίο αντιστοιχεί στο Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής η Σύμβαση).

 

Το υπό αναφορά δικαίωμα χαρακτηρίστηκε στην Guincho v. Portugal [1984] 7 EHRR 223 υψίστης σπουδαιότητας και λόγω της σημασίας του, ο κύπριος νομοθέτης θέσπισε το 2010 τον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο (Ν.2(Ι)/2010, στο εξής ο Νόμος). Πρόκειται για Νόμο που αναγνώρισε με τα Άρθρα 7 και 8 στο επηρεαζόμενο πρόσωπο δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων με το ένδικο μέσο της πρωτογενούς αίτησης, η οποία, εάν η υπόθεση αφορά αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο, εκδικάζεται από το Διοικητικό Πρόεδρο του αντίστοιχου Επαρχιακού Δικαστηρίου ή στην περίπτωση που δεν υπάρχει Διοικητικός Πρόεδρος από τον αμέσως αρχαιότερο Πρόεδρο (Άρθρο 6(1)(α)), ενώ αν αφορά υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τρεις δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Άρθρο 6(1)(β) του Νόμου).

 

Η υπό κρίση περίπτωση αφορά αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και η πρωτογενής αίτηση που καταχώρισε η εφεσείουσα-αιτήτρια για αποζημιώσεις, στη βάση ότι η υπ’ αρ. 3424/06 αγωγή της (στο εξής η Αγωγή) δεν αποπερατώθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο, εκδικάστηκε από τη Διοικητικό Πρόεδρο του εν λόγω Δικαστηρίου. Με μη αναμενόμενη όμως από την εφεσείουσα-αιτήτρια κατάληξη, αφού η ευπαίδευτη Πρόεδρος έκρινε πως δεν υπήρξε υπέρβαση του «εύλογου χρόνου» με την έννοια που αποδίδεται στον όρο από το Άρθρο 6.1 της Σύμβασης και το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Παρά την κατάληξη της όμως, εξέτασε και το ύψος των (μη χρηματικών) αποζημιώσεων που θα επιδίκαζε στην εφεσείουσα σε περίπτωση που διαπιστωνόταν παραβίαση και απεφάνθη ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης θα της επιδίκαζε το ποσό των €800 πλέον τόκο, Φ.Π.Α. και έξοδα.

 

Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση για οκτώ (8) λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στο ιστορικό της διαδικασίας της Αγωγής και στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση μόνο του ιστορικού της, το οποίο έχει ως ακολούθως:-

 

Η Aγωγή καταχωρίστηκε στις 22.5.2006 και με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η εφεσείουσα αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις στην κλίμακα €25.000-€50.000 για [*2616]προσωπικές βλάβες που υπέστη λόγω αμέλειας της εταιρείας CHI Managements Ltd (εναγόμενη).

 

Η εναγόμενη εταιρεία καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης στις 9.6.06 και 1 μήνα μετά, στις 4.7.06, η εφεσείουσα-ενάγουσα καταχώρισε την έκθεση απαίτησης της. Λόγω δε της παράλειψης της εναγόμενης να καταχωρίσει την Υπεράσπιση της μέσα στην προβλεπόμενη από τη Δ.21 θ.1 προθεσμία των 14 ημερών, η εφεσείουσα καταχώρισε στις 5.9.06 αίτηση για απόφαση πλην όμως συγκατατέθηκε να δοθεί χρόνος στην εναγόμενη για συμμόρφωση.  Τελικώς η Έκθεση Υπεράσπισης καταχωρίστηκε στις 6.12.06 και η εφεσείουσα απέσυρε την αίτηση της με έξοδα, ενώ η ίδια καταχώρισε Απάντηση στην Υπεράσπιση τρεις (3) μήνες μετά, στις 9.3.07.

 

Με τη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων η αγωγή ορίστηκε για οδηγίες στις 16.4.07 και στη συνέχεια στις 21.5 και 25.6.07, αφού στο μεταξύ οι διάδικοι υλοποίησαν δήλωση τους για ένορκη αποκάλυψη εγγράφων.

 

Στις 25.6.07 η αγωγή αναβλήθηκε ξανά για οδηγίες στις 2.7.07, οπόταν και ορίστηκε  για ακρόαση στις 10.12.07. Κατά την ορισθείσα όμως δικάσιμο, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποίησε μη ενστάσιμο αίτημα του δικηγόρου που εμφανίστηκε για την εφεσείουσα-ενάγουσα και ανέβαλε την ακρόαση της υπόθεσης για τις 20.5.08 και, στη συνέχεια, για τις 25.11.08 κατόπιν κοινού αιτήματος για αναβολή. Έκτοτε η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για ακόμη 4 φορές – στις 10.4.09, 27.10.09, 18.3.10 και 15.10.10 – λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου εφόσον, όπως καταγράφεται στα αντίστοιχα τηρηθέντα πρακτικά, το Δικαστήριο ήταν απασχολημένο με την εκδίκαση των αγωγών 9966/04, 3794/03 και 6684/03. Κατά την τελευταία όμως δικάσιμο της 15.10.10, οι διάδικοι κατέληξαν σε συμβιβασμό της υπόθεσης στη βάση της οποίας εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση προς όφελος της εφεσείουσας–ενάγουσας και εναντίον της εναγόμενης εταιρείας για το ποσό των €3.000 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και €1.000 συν Φ.Π.Α. δικηγορικά έξοδα.

 

Στη βάση του πιο πάνω ιστορικού, και χωρίς να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση η οποία υπογράφηκε 4 ημέρες πριν την καταχώριση της αίτησης, η ευπαίδευτη Πρόεδρος έκρινε πως δεν θεμελιώθηκε υπέρβαση του «εύλογου χρόνου» αποπεράτωσης της Αγωγής και ως εκ τούτου απέρριψε την αίτηση. Και αυτό με αναφορά στα κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία του ΕΔΑΔ επί του ζητήματος και αφού [*2617]καταλόγισε στην εφεσείουσα-ενάγουσα ότι δεν επέδειξε ιδιαίτερη σπουδή στην προώθηση της διαδικασίας και ότι η συμπεριφορά της συνέβαλε στην καθυστέρηση. Περαιτέρω, όπως έκρινε:-

 

1. Mόνο οι καθυστερήσεις που είναι καταλογιστέες στις αρμόδιες δικαστικές αρχές μπορούν να οδηγήσουν στη διαπίστωση μιας αντίθετης προς τη Σύμβαση υπέρβασης του «εύλογου χρόνου» και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε αδράνεια εκ μέρους των δικαστικών αρχών μέχρι 25.11.08. Από δε «…τις 25.11.2008 μέχρι 15.10.2010, που ολοκληρώθηκε η διαδικασία, μεσολάβησε αριθμός αναβολών της δίκης οι οποίες οφείλονται αποκλειστικά στο γεγονός ότι το Δικαστήριο ήταν απασχολημένο με την εκδίκαση πιο παλιών υποθέσεων. Το γεγονός αυτό βεβαίως, όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει επαρκή δικαιολογία. Η ευθύνη για την περαιτέρω παράταση της διαδικασίας σε αυτό το διάστημα βαρύνει τις δικαστικές αρχές».

 

2. H χρονική περίοδος των αναβολών δεν ήταν υπέρμετρη και

 

3. Η αιτήτρια δεν διακινδύνευσε οτιδήποτε στη διαδικασία από την επέκταση του χρόνου εφόσον αν η έκβαση της ήταν επιτυχής για την ίδια θα έπαιρνε τόκο.

 

Η εφεσείουσα, όπως ήδη έχει σημειωθεί, θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένη για οκτώ λόγους. Απ’ αυτούς οι πρώτοι πέντε έχουν βασικά στο στόχαστρο τους το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν θεμελιώθηκε υπέρβαση του «εύλογου χρόνου» εκδίκασης της Αγωγής, ενώ οι υπόλοιποι τρεις αφορούν το ύψος της αποζημίωσης που θα της επιδίκαζε στην περίπτωση που διαπιστωνόταν υπέρβαση του υπό αναφορά λόγου.  Συγκεκριμένα, σ’ ό,τι αφορά το πρώτο ζήτημα, προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι (α) η εφεσείουσα δεν φαίνεται να επέδειξε ιδιαίτερη σπουδή στην πρωτόδικη διαδικασία και ότι η συμπεριφορά της συνέβαλε στην καθυστέρηση (1ος λόγος έφεσης), (β) μόνο οι καθυστερήσεις που είναι καταλογιστέες στις αρμόδιες Δικαστικές Αρχές μπορούν να οδηγήσουν στη διαπίστωση μιας αντίθετης προς τη Σύμβαση υπέρβασης του εύλογου χρόνου (2ος Λόγος έφεσης), (γ) η χρονική περίοδος των αναβολών της δίκης δεν ήταν υπέρμετρη (3ος λόγος έφεσης), (δ) η εφεσείουσα δεν διακινδύνευσε οτιδήποτε στη διαδικασία από την επέκταση του χρόνου εφόσον αν κέρδιζε θα έπαιρνε τόκο (4ος λόγος έφεσης) και (ε) δεν υπήρξε υπέρβαση του [*2618]«εύλογου χρόνου» εν τη εννοία που αποδίδεται στον όρο από το Άρθρο 6.1 της Σύμβασης και το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

 

Σ’ ό,τι δε αφορά το δεύτερο ζήτημα, διατυπώνεται το παράπονο ότι (α) το ποσό των €800 που θα επεδίκαζε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι υπέρμετρα χαμηλό (6ος λόγος έφεσης), (β) το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς δεν επεδίκασε και περαιτέρω ποσά για το αυξημένο κόστος λόγω της παράτασης της διαδικασίας (7ος λόγος έφεσης) και εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη την ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε την αίτηση (8ος λόγος έφεσης).

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους, κατά ή υπέρ της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, με εμπεριστατωμένες αγορεύσεις και με αναφορά στη νομολογία του ΕΔΑΔ επί του ζητήματος. Όπως εξάλλου προνοείται και από το Άρθρο 11(ζ) του Νόμου, το οποίο κωδικοποιεί τα κριτήρια που έχουν καθιερωθεί από το ΕΔΑΔ προκειμένου να αποφασιστεί από το Δικαστήριο κατά πόσο παραβιάστηκε το δικαίωμα ενός διαδίκου για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο.

 

Τις έχουμε διεξέλθει με προσοχή και ειδική αναφορά στα παράπονα της εφεσείουσας που διατυπώνονται στους οκτώ (8) λόγους έφεσης θα γίνει αφού πρώτα οριοθετήσουμε τις παραμέτρους του όρου «εύλογος χρόνος», όπως αυτές προκύπτουν από τη μελέτη αποφάσεων του ΕΔΑΔ επί του ζητήματος. Παραπέμπουμε προς τούτο στη Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 716, ECLI:CY:AD:2014:A219, στην οποία αναλύθηκαν οι υπό αναφορά παράμετροι από τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο αίτησης για καθυστέρηση εκδίκασης έφεσης. Με την επισήμανση ότι τα κριτήρια που συνεκτιμούνται για να κριθεί η υπέρβαση ή μη του «εύλογου χρόνου», είναι κοινά και στις δύο διαδικασίες εφόσον αυτά απορρέουν από το Άρθρο 11 του Νόμου και ενόψει τούτου παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω υπόθεση, το οποίο υιοθετούμε και για τους σκοπούς της παρούσας.

 

«Δεν υπάρχουν στερεότυπες παράμετροι για τη διαπίστωση του ευλόγου χρόνου. Ανάλογα με την περίσταση και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, ο εύλογος χρόνος μπορεί να επεκτείνεται ή να σμικρύνεται. Το δεδομένο είναι ότι η νομολογία του ΕΔΑΔ έχει καθορίσει τα κριτήρια με βάση τα οποία κρίνεται η παραβίαση του ευλόγου χρόνου. Στην Frydlender v. France [2001] 31 EHRR 1152, αποφασίστηκε ότι το εύλο[*2619]γο της διάρκειας της όλης εκκρεμοδικίας πρέπει να συνεκτιμάται υπό το φως των όλων περιστατικών της υπόθεσης, με ειδική αναφορά στο περίπλοκο της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων και των αρμοδίων αρχών και τι διακυβεύεται για τον αιτητή στην κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Ταυτόχρονα, έχει λεχθεί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να οργανώσουν το νομικό τους σύστημα κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα Δικαστήρια της χώρας να διασφαλίζουν σε κάθε πολίτη το δικαίωμα σε τελική απόφαση εντός ευλόγου χρόνου. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Bottazzi ν. Italy, Αppl. 34884/97, 28.7.1999, το αντικείμενο της πρόνοιας του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης είναι να προστατεύει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από του να ζει για υπέρμετρο χρόνο κάτω από το άγχος της αβεβαιότητας, και γενικότερα, να διασφαλίζεται ότι η δικαιοσύνη αποδίδεται χωρίς καθυστερήσεις, οι οποίες και θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της. Το ΕΔΑΔ δεν αναγνωρίζει ως παράγοντα καθυστέρησης την έννοια του ότι οι ίδιοι οι διάδικοι είναι υπεύθυνοι για την πρόοδο της διαδικασίας, (Wemholf v. FRG A 7 [1968]). Αποτελεί αντίθετα, υποχρέωση του κράτους να βεβαιώνει ότι η όλη διαδικασία έχει την αναμενόμενη πρόοδο, (Union Alimentaria Sanders SA v. Spain 12 EHRR 24). Ο διάδικος, από την άλλη, έχει την ευθύνη να επιδείξει την αναγκαία σπουδή στην προώθηση της υπόθεσης του λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία διαδικαστικά βήματα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα παρελκυστικές τακτικές, (Monnet v. France A 273-A [1993]).

 

Όπως έχει αναφερθεί ήδη δεν υπάρχουν στερεότυπα ως προς τον καθορισμό του ευλόγου χρόνου. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου, ενώ αποδέχεται ότι μικρές περίοδοι χρόνου αναβολών δυνατόν να είναι  αναγκαίες και ενσωματωμένες σε ένα σύστημα δικαίου, τις θέτει ταυτόχρονα κάτω από την ευρύτερη προϋπόθεση ότι ο γενικότερος χρόνος εκδίκασης της υπόθεσης δεν είναι υπερβολικός. Έτσι στην Pretto v. Italy, 6 EHRR 182, καθυστερήσεις αρκετών εβδομάδων πριν ακουστεί η έφεση και πριν την έκδοση της απόφασης, αν και θα μπορούσαν να αποφευχθούν, δεν ήσαν επαρκείς να θεμελιώσουν την κατάληξη ότι η συνολική έκταση της εκκρεμοδικίας των τριών ετών και έξι μηνών, ήταν υπερβολική. Από την άλλη, ακόμη και μια μοναδική και ανεξήγητη καθυστέρηση επαρκούς διάρκειας, ανεξάρτητα από το συνολικό χρόνο εκδίκασης, μπορεί να θεμελιώσει παραβίαση, (Bunate Bunkate v. Netherlands 19 EHRR 477).»

Τα κριτήρια επομένως με βάση τα οποία κρίνεται η παραβίαση του εύλογου χρόνου έχουν καθοριστεί από τη νομολογία του ΕΔΑΔ ως ανωτέρω και έχουν κωδικοποιηθεί από το Άρθρο 11*  του Νόμου. Κριτήρια που η ευπαίδευτος Πρόεδρος τα παραθέτει στην απόφασή της, με αναφορά τόσο στη νομολογία του ΕΔΑΔ όσο και στο σύγγραμμα των D.J. Harris, Μ. Ο΄Βoyle, C. Warbrick, Law of the European Convention of Human Rights και στη μελέτη των Els Dingens and Warda Henning, Undue Delay in the case law of the European Court of Human Rights (2001). Σε σχέση δε με αυτά δεν διατυπώνεται διαφωνία από τους ευπαίδευτους συνήγορους της εφεσείουσας, το παράπονο των οποίων εντοπίζεται βασικά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τα εφάρμοσε εσφαλμένα.  Με πρώτο παράπονο ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν φαίνεται να επέδειξε ιδιαίτερη σπουδή στην πρωτόδικη διαδικασία και ότι η συμπεριφορά της συνέβαλε στην καθυστέρηση (1ος λόγος έφεσης) - που είναι ένα [*2621]από τα κριτήρια που συνεκτιμώνται αναφορικά με το κατά πόσο υπήρξε παραβίαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης – είναι εσφαλμένο.

 

Επιχειρηματολογώντας επί του ζητήματος, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας εισηγήθηκαν ότι η εκπρόθεσμη καταχώριση της έκθεσης απαίτησης ήταν ασήμαντη και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επ’ αυτού υπερβολική σημασία.  Όπως εσφαλμένα χρεώθηκε η εφεσείουσα και το γεγονός των δύο πρώτων αναβολών της ακρόασης επειδή συγκατατέθηκε σ’ αυτές.  Επί του προκειμένου, υπέβαλαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να στρέψει την προσοχή του στο γεγονός ότι η Αγωγή παρέμεινε σε εκκρεμότητα για 4½ χρόνια και οι μακρές αναβολές της ακρόασης από το Δικαστήριο καθυστέρησαν την εκδίκαση για υπέρμετρα μεγάλο χρονικό διάστημα και ως εκ τούτου θεμελιώθηκε παραβίαση του δικαιώματος της για εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η συνήγορος του εφεσίβλητου, εξέτασε σφαιρικά τη δικονομική συμπεριφορά της εφεσείουσας και ορθώς απεφάνθη ότι η εφεσείουσα δεν επέδειξε ιδιαίτερη σπουδή στην προώθηση της διαδικασίας και ότι η συμπεριφορά της συνέβαλε στην καθυστέρηση.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Ναι μεν η εκπρόθεσμη καθυστέρηση της έκθεσης απαίτησης της εφεσείουσας ήταν ασήμαντη και ενδεχομένως δεν θα έπρεπε να μη της δοθεί σημασία, αλλά εξετάζοντας σφαιρικά το υπό συζήτηση ζήτημα ήταν εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα. Είναι αρκετό επί τούτου να επισημάνουμε ότι η Αγωγή καταχωρίστηκε στις 22.5.06 και τα δικόγραφα συμπληρώθηκαν δέκα μήνες μετά, στις 9.3.07, με την εφεσείουσα να συμβάλλει στην καθυστέρηση, όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τόσο με τη συγκατάθεση της να δοθεί δύο φορές χρόνος στην εναγόμενη εταιρεία να καταχωρίσει το δικόγραφο της, όσο και με την περαιτέρω καθυστέρηση των τριών περίπου μηνών στην καταχώριση απάντησης στην υπεράσπιση της εναγόμενης. Περαιτέρω, όπως και πάλιν ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η πρώτη αναβολή της ακρόασης ημερ. 10.12.07 οφείλεται στην ίδια, ενώ για τη δεύτερη ημερ. 20.5.08 είχε εξίσου ευθύνη για την εναγόμενη. Κατά συνέπεια μέχρι τις 20.5.08 για δύο δηλαδή χρόνια αφότου καταχωρίστηκε η αγωγή, η δικονομική συμπεριφορά της εφεσείουσας εύλογα θα μπορούσε να εκληφθεί ως [*2622]έλλειψη σπουδής για προώθηση της υπόθεσης της.

 

Τώρα σ’ ότι αφορά τις μετέπειτα αναβολές της ακρόασης από το Δικαστήριο, για τις οποίες σχετικοί είναι οι λόγοι έφεσης 3 και 5, είναι γεγονός ότι από τις 20.5.08 μέχρι τις 10.10.10 η ακρόαση αναβλήθηκε για 4 φορές – 25.11.08, 10.4.09, 27.10.09 και 18.3.10 – που εκ πρώτης όψεως δίνουν έρεισμα στο παράπονο της εφεσείουσας για παραβίαση του δικαιώματος της για εκδίκαση της υπόθεσης της μέσα σε εύλογο χρόνο. Όμως ο χρόνος των 4 αναβολών, ο οποίος προστέθηκε στην καθυστέρηση εκδίκασης της αγωγής, έχουμε την άποψη πως δεν θα πρέπει να αποσυνδεθεί από την προηγηθείσα δικονομική συμπεριφορά της εφεσείουσας για το λόγο ότι αυτή ανέτρεψε το πρόγραμμα του Δικαστηρίου και στην περίπτωση που δεν εμφιλοχωρούσαν οι δύο πρώτες αναβολές ενδεχομένως η ακρόαση της Αγωγής να είχε αρχίσει από τότε. Περαιτέρω, εάν συνυπολογιστεί ότι οι 4 αναβολές της ακρόασης καλύπτουν μια χρονική περίοδο 28 περίπου μηνών – από 20.5.08 μέχρι 15.10.10 – μέσα στην οποία μεσολαβούσαν δικαστικές διακοπές – Χριστούγεννα του 2009 και 2010, Πάσχα του 2009 και 2010 και καλοκαίρι του 2008, 2009 και 2010 – διάρκειας περίπου 8 μηνών, η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης περιορίζεται στους 20 μήνες που κατά τη γνώμη μας δεν αφίσταται του εύλογου χρόνου εκδίκασης μιας αστικής υπόθεσης.

 

Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 5 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται, κατάληξη που συνεπιφέρει και την απόρριψη των παρεμφερών λόγων έφεσης 2 και 4.

 

Η απόρριψη των πρώτων πέντε λόγων έφεσης καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση με τους επόμενους τρεις λόγους έφεσης, οι οποίοι αφορούν το ύψος της αποζημίωσης στην περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληγε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της εφεσείουσας για εκδίκαση της υπόθεσης της μέσα σε εύλογο χρόνο. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του σχετικώς μικρού χρηματικού εύρους της αξίωσης της εφεσείουσας και της ορθής επισήμανσης της ευπαιδεύτου Προέδρου ότι θα αποζημιωνόταν από την καθυστέρηση με τόκο, το ποσό των €800 θα ήταν δίκαιη υπό τις περιστάσεις αποζημίωση. Τέλος, σ’ ότι αφορά το παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση κατ’ επίκληση νομολογίας που αφορά ενδιάμεσες αιτήσεις, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι ακόμη και εάν η ευπαίδευτη Πρόεδρος δεν παραγνώριζε το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την (πρωτογενή) αίτηση η κατάληξη της δεν θα ήταν δια[*2623]φορετική. Και αυτό καθότι το μόνο ουσιαστικό παράπονο της εφεσείουσας στην εν λόγω ένορκη δήλωση ήταν ότι επωμίσθηκε πρόσθετη δικηγορική αμοιβή έξι αναβολών, παραβλέποντας αφενός ότι η πρώτη αναβολή δόθηκε κατόπιν δικού της αιτήματος και η δεύτερη κατόπιν κοινού αιτήματος και, αφετέρου, εν πάση περιπτώσει θα μπορούσε ως επιτυχών διάδικος να διεκδικήσει την αμοιβή του δικηγόρου της για τις άλλες τέσσερις αναβολές από τον αντίδικό της.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα προς όφελος του εφεσίβλητου.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο