Στυλιανού Δέσπω ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 2672

ECLI:CY:AD:2015:A816

(2015) 1 ΑΑΔ 2672

[*2672]4 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ στις 3.9.2013

ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡ. 3039/2013,

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΔΕΣΠΩΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

 

Ενάγουσας,

 

ΚΑΙ

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εναγόμενης,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ:

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων - Αιτητών,

 

ΚΑΙ

 

[*2673]ΔΕΣΠΩΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

 

Εφεσείουσας - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 354/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση εναντίον πρωτοβάθμιας απόφασης σε αίτηση για προνομιακό ένταλμα με την οποία ακυρώθηκε με την έκδοση Certiorari, προσωρινό διάταγμα Επαρχιακού Δικαστηρίου αναστολής εκτέλεσης αποφάσεων, χωρίς να απαιτηθεί ανάληψη προσωπικής υποχρέωσης και αφετέρου χωρίς να προσδιοριστεί υπέρ ποίου από τους εναγομένους στις εν λόγω αγωγές είχε εκδοθεί το διάταγμα ― Επιτρεπτική κατάληξη επί τω ότι, ύστερα από τη μετατροπή της μονομερούς αίτησης σε αίτηση διά κλήσεως, δεν εύρισκαν πλέον εφαρμογή οι πρόνοιες του Άρθρου 9, του Κεφ. 6 και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εκ του νόμου υποχρέωση να απαιτήσει στην προκειμένη, την ανάληψη προσωπικής εγγύησης ― Αποτελούσε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας που δεν εμπίπτει στην προνομιακή δικαιοδοσία ― Απόφαση πλειοψηφίας.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Τύπος ― Εφετειακή απόφανση επί τυπικών προϋποθέσεων αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος ― Παρά την απουσία Έκθεσης στην κατατεθείσα διά κλήσεως αίτηση όπως είχε κατατεθεί στη μονομερή αίτηση για παροχή άδειας, τόσο με την ένορκη δήλωση που συνόδευε τη δεύτερη αίτηση, όσο και με την επισύναψη της μονομερούς αιτήσεως και των εγγράφων που είχαν επισυναφθεί εκεί, περιλαμβανομένης της Έκθεσης, αλλά και με την επισύναψη της απόφασης του Δικαστηρίου διά της οποίας δόθηκε άδεια, εκρίθη ότι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα στοιχεία.

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Πώς επενεργούν οι οδηγίες του Δικαστηρίου για επίδοση μιας αίτησης που καταχωρείται ως άνευ ειδοποιήσεως ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε εκ συμφώνου αριθμό αποφάσεων εναντίον διαφόρων προσώπων, μεταξύ των οποίων η εφεσείουσα. Η τελευταία καταχώρισε ακολούθως αγωγή επιδιώκοντας ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων εναντίον της, ως ληφθεισών δυνάμει δόλου και για διάφορους άλλους λόγους. Στα πλαίσια της τελευταίας αυτής αγωγής κατεχώρισε αίτηση άνευ ειδοποιήσεως (ex parte) με την οποία ζήτησε αναστολή εκτέλεσης των εν λόγω αποφάσεων μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.

[*2674]Η εν λόγω μονομερής αίτηση τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου  το οποίο όμως έδωσε οδηγίες για επίδοσή της στους εναγόμενους, νυν εφεσίβλητους. Οι εφεσίβλητοι, δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, το οποίο και εξέδωσε το διάταγμα αναστολής, αφενός χωρίς να απαιτήσει την ανάληψη προσωπικής υποχρέωσης από την εφεσείουσα και αφετέρου χωρίς να προσδιορίσει υπέρ ποίου από τους εναγομένους στις εν λόγω αγωγές είχε εκδώσει το διάταγμα.

 

Ακολούθησε το εκκαλούμενο διάταγμα Certiorari με το οποίο ακυρώθηκε σε πρώτο βαθμό το εν λόγω διάταγμα αναστολής.

 

Σύμφωνα με την πρωτοβάθμια κρίση, η υποχρέωση για ανάληψη εγγύησης που πηγάζει από το Άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 δεν ατόνησε εκ του γεγονότος ότι είχαν δοθεί οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί. 

 

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, η υποχρέωση αυτή διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου διατήρησης του διατάγματος σε ισχύ. Θα έπρεπε κρινόμενη η αίτηση ως βάσιμη, το διάταγμα να εκδοθεί, όπως και έγινε, στη δε συνέχεια, θα έπρεπε να δοθούν οδηγίες για τη μη οριστικοποίηση του διατάγματος αν δεν αναλάμβανε προσωπική εγγύηση ο αιτητής.

 

Εκρίθη περαιτέρω σε πρώτο βαθμό ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε χωρίς να προσδιορίζεται προς όφελος ποίου διαδίκου εκδόθηκε και δημιουργούσε ασάφεια και γενικότητα τέτοια που δεν μπορούσε να θεραπευθεί με μια διευκρινιστική δήλωση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όπως ήταν η εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσείουσας.

 

Κάθε διάταγμα, συνέχισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, του οποίου η συμμόρφωση επιφέρει συνέπειες, πρέπει να έχει το στοιχείο της σαφήνειας, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για ενδιάμεσα διατάγματα τέτοιας εμβέλειας. 

 

Αναφορικά με μη ζητήματα τα οποία τέθησαν αναφορικά με μη  πλήρωση τυπικών διαδικαστικών προϋποθέσεων στην αίτηση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σημείωσε ότι στη διά κλήσεως αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari είχε επισυναφθεί, τόσο η απόφαση/άδεια για καταχώρισή της, όσο και η Έκθεση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση για άδεια, η οποία περιελάμβανε τους λόγους διά τους οποίους εζητείτο άδεια. Τούτου δοθέντος, έκρινε ότι είχε ενώπιον του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να μορφώσει άποψη επί του ζητουμένου. Παρέπεμψε προς τούτο σε σχετική απόφαση.

[*2675]Με την έφεση αμφισβητήθηκε στην ολότητα της η πιο πάνω κατάληξη.

 

Ειδικότερα προβλήθηκε ότι η μονομερής αίτηση, αφ’ ης στιγμής επιδόθηκε στους εφεσίβλητους, μετατράπηκε σε αίτηση διά κλήσεως. Προς υποστήριξη της εισήγησης αυτής έγινε παραπομπή στην υπόθεση Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 1943.

 

Συνεπώς, το Άρθρο 9, εφαρμοζόμενο μόνο σε σχέση με διατάγματα χωρίς ειδοποίηση, δεν είχε εν προκειμένω εφαρμογή.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό: Οικονόμου Δ., συμφωνησάντων και των  Παναγή Δ., Χριστοδούλου Δ., και Σταματίου Δ..

 

1.  Όπως είναι γνωστό, στην Κύπρο δεν έχουν εκδοθεί σχετικοί διαδικαστικοί κανονισμοί περί προνομιακών ενταλμάτων, με αποτέλεσμα να ακολουθείται η διαδικασία που έχει καθιερωθεί από την αγγλική πρακτική στον αντίστοιχο τομέα δικαιοδοσίας.

 

2.  Σ’ αυτά τα πλαίσια, υφίσταται υποχρέωση, επί ποινή ακυρότητας, για προσδιορισμό των λόγων που επικαλείται ο αιτητής ζητώντας προνομιακό ένταλμα.

 

3.  Εν προκειμένω, αν και στην διά κλήσεως αίτηση δεν κατατέθηκε Έκθεση, όπως είχε κατατεθεί στη μονομερή αίτηση για παροχή άδειας, τόσο με την ένορκη δήλωση που συνόδευε τη δεύτερη αίτηση, όσο και με την επισύναψη της μονομερούς αιτήσεως και των εγγράφων που είχαν επισυναφθεί εκεί, περιλαμβανομένης της Έκθεσης, αλλά και με την επισύναψη της απόφασης του Δικαστηρίου διά της οποίας δόθηκε άδεια, είχαν τεθεί όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και ήταν ορθή η πρωτοβάθμια κατάληξη αναφορικά με τα ζητήματα των διαδικαστικών τυπικών προϋποθέσεων.

 

4.  Ως προς την ουσία της αίτησης και το πρώτο σκέλος αυτής, ήτοι το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμόν παράλειψης να απαιτηθεί η παροχή εγγύησης, το ζήτημα διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 9(2) του Κεφ. 6.

 

5.  Η νομολογιακή αρχή ότι η επίδοση μιας ex parte αρχικά αίτησης, είτε δυνάμει της Δ.48, Κ.8(3)[3] είτε δυνάμει της πρακτικής που ακολουθείται, της αφαιρεί την υπόσταση της μονομερούς αίτησης [*2676]και τη μετατρέπει σε αίτηση διά κλήσεως, δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα παρά το ότι δεν βρίσκουν πλέον εφαρμογή οι πρόνοιες του Άρθρου 9, προοριζόμενες αποκλειστικά στο να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις έκδοσης διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση.

 

6.  Χαρακτηριστική είναι, εν προκειμένω, η παραπάνω αναφορά από τη σχετική νομολογία ότι, μετά που θα δοθεί η ευκαιρία στην άλλη πλευρά να ακουστεί, χωρίς να το πράξει, το διάταγμα δεν ορίζεται πλέον ως επιστρεπτέο, όπως προβλέπεται επί ποινή ακυρότητος στο Άρθρο 9(3).

 

7.  Κάτι τέτοιο δεν απαιτείται, εφόσον δεν θα είχε νόημα παρά μόνο ως παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε διάδικο που δεν εμφανίστηκε.  Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του Άρθρου 9, είναι συνυφασμένες με την έννοια της έκδοσης ενός διατάγματος χωρίς η άλλη πλευρά να έχει λάβει ειδοποίηση και γνώση.

 

8.  Αποτελούν ασφαλιστικές δικλείδες που περιορίζουν την εκτροπή από τη φυσιολογική πορεία των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που αποδίδεται θεραπεία χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στην άλλη πλευρά να ακουστεί.  Όταν δοθεί αυτή η ευκαιρία, οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9 δεν έχουν τόπο.

 

9.  Άλλο είναι βέβαια το ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να θέσει, στα ευρεία πλαίσια που εν προκειμένω το δίκαιο  και οι αρχές της επιείκειας του παρέχουν, όρους που θεωρεί εύλογους και δίκαιους, κατά την εκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγεται η παροχή μιας ενδιάμεσης θεραπείας.

 

10. Εν προκειμένω όμως, το ζητούμενο ήταν η νομιμότητα του διατάγματος, όπως δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό στα πλαίσια της προνομιακής αυτής δικαιοδοσίας και έγκειτο στο κατά πόσο το Δικαστήριο συνέχισε να έχει εκ του νόμου υποχρέωση να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Άρθρου 9.

 

11. Το κατά πόσο ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια το Δικαστήριο, είναι ζήτημα που εκφεύγει των πλαισίων του προνομιακού εντάλματος. Τυχόν εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας θα μπορούσε να ελεχθεί κατ’ έφεσιν και μόνο.

 

12. Ως προς το ερώτημα κατά πόσο το Δικαστήριο είχε εκ του νόμου υποχρέωση να απαιτήσει στην προκειμένη την ανάληψη προσωπικής εγγύησης, η απάντησή ήταν αρνητική.

[*2677]13.  Η διαπίστωση, ότι μια ex parte αίτηση χάνει την τέτοια αρχική της υπόσταση, με αποτέλεσμα να μην βρίσκουν εφαρμογή οι πρόνοιες που αφορούν τις ex parte αιτήσεις, επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, όπως επίσης έχει νομολογηθεί, σε τέτοια περίπτωση δεν βρίσκει εφαρμογή ούτε η πρόνοια της Δ.48, κ. 8(4).

 

14. Το δεύτερο σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης αφορούσε, στο γεγονός ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να προσδιορίσει υπέρ ποίου από τους εναγομένους στις εν λόγω αγωγές είχε εκδώσει το διάταγμα, ζήτημα για το οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρωτοδίκως θεώρησε ότι η ασάφεια και η γενικότητα τέτοιου διατάγματος δεν μπορούσε να θεραπευθεί με δήλωση, αλλά πρόκειται για ακυρότητα.

 

15. Σε ότι αφορούσε στην εισήγηση της πλευράς της εφεσείουσας για εναλλακτική θεραπεία με αίτηση στα πλαίσια της Δ.48, κ.8(4), η απάντηση έχει δοθεί, ως άνω. Όμως, δεν έχει στοιχειοθετηθεί εξαιρετική περίσταση τέτοια, ώστε το πρόβλημα να μην μπορούσε να αντιμετωπιστεί με έφεση, στην οποία μάλιστα να έπρεπε να είχαν εμπλακεί από τους εφεσίβλητους τα πρόσωπα που, κατά την εισήγηση τους, επωφελήθηκαν από το διάταγμα, οπότε, υπ’ αυτή την έννοια, θα είχαν δικαίωμα να ακουστούν.

 

16. Πάγια είναι η νομολογία σύμφωνα με την οποία, έστω και αν καταδεικνύεται συζητήσιμη υπόθεση επί της ουσίας, ο αιτητής θα πρέπει περαιτέρω να στοιχειοθετεί ότι σε περίπτωση που παρέχεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δικαιολογείται η προσφυγή στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είναι τα προνομιακά διατάγματα. Η αρχή δε αυτή ισχύει έστω και αν ο προβαλλόμενος λόγος αφορά έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.

 

Β. Υπό Ναθαναήλ, Δ.:

 

1.  Παρατηρείται από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου, αλλά και από αναδρομή στο σχετικό φάκελο της διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ότι η εδώ εφεσείουσα δεν καταχώρησε νέα αίτηση διά κλήσεως ως αποτέλεσμα των οδηγιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου προς επίδοση της μονομερούς αιτήσεως της. Εκείνο το οποίο έπραξε ήταν να επιδόσει την ex parte αίτηση, ως είχε καταχωρηθεί, με αλλαγή απλώς της αρχικής ημερομηνίας από 9.8.2013, σε 3.9.2013.

 

2.  Ο χειρισμός αυτός από τους συνηγόρους της αιτήτριας δεν καθι[*2678]στά, την αίτηση ως να ήταν αμιγώς διά κλήσεως. Παρέμεινε στην ουσία μονομερής και πάντως όχι αίτηση που καταχωρήθηκε απευθείας ως αίτηση διά κλήσεως δυνάμει της Δ.48 θ.3.

 

3.  Τα έντυπα που χρησιμοποιούνται για ex parte αίτηση και «by summons» αίτηση, είναι διαφορετικά, όπως άλλωστε αυτά καθορίζονται από τη Δ.48 θ.2(2) και τους τύπους αρ. 45 και 46. Επομένως, η οδηγία του Δικαστηρίου που δόθηκε στην εφεσείουσα να επιδόσει την αίτηση δεν τη μετέτρεψε σε «διά κλήσεως», εφόσον η αιτήτρια παρέμεινε στη χρησιμοποίηση του έντυπου αρ. 45.

 

4.  Με την πιο πάνω οφειλόμενη παρατήρηση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά, εξέδωσε το αιτηθέν ένταλμα Certiorari στην απουσία όρου για εγγύηση προς έκδοση του πρωτόδικου Διατάγματος αναστολής, όρο που ανυπερθέτως έπρεπε να θέσει το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος, το οποίο και είχε ευρύτερες συνέπειες εφόσον μ’ αυτό ανεστάλη η ισχύς αριθμού εκ συμφώνου αποφάσεων που είχαν εκδοθεί υπέρ της Τράπεζας και εναντίον της εφεσείουσας.

 

5.  Οι οδηγίες για επίδοση της μονομερούς αιτήσεως όφειλαν να μετουσιωθούν στην πράξη με την καταχώρηση νέας αίτησης διά κλήσεως, αυτή τη φορά με τη χρήση του έντυπου αρ. 46 και σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Δ.48 θ.3.

 

6.  Ακόμη όμως και εάν η αίτηση μετατράπηκε σε διά κλήσεως διά της οδηγίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να επιδοθεί η μονομερής αίτηση, το γεγονός δεν αλλάζει τη φυσιογνωμία του πράγματος.

 

7.  Παραμένει αίτηση με στόχο την έκδοση διατάγματος, είτε επί προσωρινής βάσεως, εφόσον μια μονομερής προς τούτο αίτηση βασίζεται στην ουσία στο κατεπείγον του ζητήματος ώστε να αναχαιτιστεί μια κατάσταση πριν η αντίδικη πλευρά ενημερωθεί για τη διαδικασία, είτε διά κλήσεως, οπότε και το επιδιωκόμενο διάταγμα εκδίδεται πλέον, αν εκδοθεί, επί οριστικής βάσεως. Δεν καθίσταται δηλαδή επιστρεπτέο, ως ορθά υπεδείχθη και στην Σμυρνιού.

 

8.  Οι ασφαλιστικές δικλείδες όπως η παροχή εγγύησης και το περιορισμένο του χρόνου ισχύος του διατάγματος, δεν τίθενται όμως διότι το διάταγμα εκδίδεται μονομερώς και ορίζεται επιστρεπτέον για να ακουστεί επ’ αυτού και η επηρεαζόμενη πλευρά.

 

9.  Τίθεται, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την παροχή εγγύησης, διότι ο [*2679]εναγόμενος, και γενικά το επηρεαζόμενο πρόσωπο, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αποζημιωθεί εάν το διάταγμα εκδόθηκε επί ανεπαρκών λόγων, ή, η αγωγή του ενάγοντος αποτύχει ή φανεί ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της αγωγής.

 

10. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το Άρθρο 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960, προνοεί ακριβώς αυτό. Ότι, δηλαδή, το Δικαστήριο δύναται εάν νομίζει τούτο πρέπον, να διατάξει τον ενάγοντα να πληρώσει στον εναγόμενο ποσό που κατά το Δικαστήριο αποτελεί εύλογον αποζημίωση «διά τας δαπάνας και την βλάβην ήτις προσεγένετο εις αυτόν διά της εκτελέσεως του διατάγματος.»

 

11. Είναι πρόδηλο ότι δεν είναι αυτή καθαυτή η έκδοση του διατάγματος μονομερώς που ενέχει σημασία για την παροχή εγγύησης κατά την έκδοση, αλλά διότι το διάταγμα, είτε μονομερώς εκδίδεται, είτε μετά από αίτηση διά κλήσεως, εκτελείται επιδρώντας έτσι επί των δικαιωμάτων του εναγομένου κατά τρόπον που ενδεχομένως να του δημιουργεί ζημιά.

 

12. Έπεται ότι πρέπει να είναι διαθέσιμη εγγύηση εντός της αγωγής που να είχε δοθεί από τον ενάγοντα ώστε ο εναγόμενος να αποζημιωθεί άμεσα και με ευκολία και χωρίς την αναγκαιότητα να εγερθεί νέα αγωγή με σκοπό την αποζημίωση.

 

13. Όχι μόνο κατά την έκδοση μονομερούς διατάγματος πρέπει να παρέχεται εγγύηση κατά τις διατάξεις του Άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, αλλά και κατά την έκδοση διατάγματος με βάση το Άρθρο 32 του Νόμου αρ. 14/1960. Η λέξη «δύναται» στο Άρθρο 32(2) πρέπει να αναγνωστεί στο πλαίσιο αυτό ως παρέχουσα τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να θέσει όρους.

 

14. Η εγγύηση αποτελεί απαράβατο όρο όπως υποδεικνύεται και στο Annual Practice 1970 για την έκδοση interlocutory injunctions, ex parte ή on notice, με αναφορά και στα κριτήρια έκδοσης του s.45 του Judicature Act 1925.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα, κατά πλειοψηφία.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Marketrends (Capital Market Ltd) (2002) 1 A.A.Δ. 749,

 

Θεοδούλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 438,

[*2680]Γεωργιάδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 298,

 

Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 1943,

 

Σμυρνιού (2000) 1 Α.Α.Δ. 43,

 

Μαρκιτανή ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923,

 

Highgate Primary School Ltd κ.ά. ν. Φυλακτίδη (2009) 1 Α.Α.Δ. 317,

 

Base Metal Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,

 

Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.ά., Αγωγή υπ’ αρ. 8855/1985, ημερ. 9.7.1990 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας,

 

Z Ltd v. A-Z and AA-LL [1982] 2 W.L.R. 288.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Αίτηση Αρ. 175/2013), ημερομ. 28/11/2013.

 

Αλ. Μελάς, για την Εφεσείουσα.

 

Ξ. Κόκκινου (κα) για Χρυσαφίνη και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνούν οι Π. Παναγή, Δ., Μ. Χριστοδούλου, Δ. και Κ. Σταματίου, Δ., θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από εμένα.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε εκ συμφώνου αριθμό αποφάσεων εναντίον διαφόρων προσώπων, μεταξύ των οποίων η κα Δέσπω Στυλιανού (νυν εφεσείουσα). Η τελευταία κατεχώρισε ακολούθως την αγωγή 3039/2013 επιδιώκοντας ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων εναντίον της, ως ληφθεισών δυνάμει δόλου και για διάφορους άλλους λόγους. Στα πλαίσια της τελευταίας αυτής αγωγής κατεχώρισε αίτηση άνευ ειδοποιήσεως (ex parte) με την οποία ζήτησε αναστολή εκτέλεσης των εν λόγω αποφάσεων μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.

 

Η εν λόγω μονομερής αίτηση τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 3.9.2013, το οποίο όμως έδωσε οδηγίες για επίδοσή της στους εναγόμενους, νυν εφεσίβλητους. Οι εφεσίβλητοι, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, το οποίο και εξέδωσε το διάταγμα αναστολής, αφενός χωρίς να απαιτήσει την ανάληψη προσωπικής υποχρέωσης από την εφεσείουσα και αφετέρου χωρίς να προσδιορίσει υπέρ ποίου από τους εναγομένους στις εν λόγω αγωγές είχε εκδώσει το διάταγμα.

 

Ακολούθησε το υπό εξέταση τώρα διάταγμα certiorari με το οποίο αδελφός μας Δικαστής ακύρωσε το εν λόγω διάταγμα αναστολής, κρίνοντας ότι:

 

α) Η υποχρέωση για ανάληψη εγγύησης που πηγάζει από το Άρθρο 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6*, δεν ατόνησε εκ του γεγονότος ότι είχαν δοθεί οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί. Η θεώρηση του συνοψίζεται στα ακόλουθα:

 

    «Η υποχρέωση αυτή διατηρείται καθόλη τη διάρκεια της περιόδου διατήρησης του διατάγματος σε ισχύ.  Θα έπρεπε κρινόμενη η αίτηση ως βάσιμη, το διάταγμα να εκδοθεί, όπως και έγινε, στη δε συνέχεια, θα έπρεπε να δοθούν οδηγίες για τη μη οριστικοποίηση του διατάγματος αν δεν αναλάμβανε προσωπική εγγύηση ο αιτητής.»

 

β) Το διάταγμα ημερομηνίας 3.9.2013, εκδοθέν χωρίς να προσδιορίζεται προς όφελος ποίου διαδίκου εκδόθηκε, δημιουργεί ασάφεια και γενικότητα τέτοια που δεν μπορεί να θεραπευθεί με μια διευκρινιστική δήλωση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όπως ήταν η εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσείουσας. Κάθε διάταγμα, συνέχισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, του οποίου η συμμόρφωση επιφέρει συνέπειες, πρέπει να έχει το στοιχείο της σαφήνειας, [*2682]ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για ενδιάμεσα διατάγματα τέτοιας εμβέλειας.

 

Ένα άλλο ζήτημα που κλήθηκε να αποφασίσει ο πρωτόδικος Δικαστής ήταν η εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της τότε καθ’ ης η αίτηση, εφεσείουσας, ότι η αίτηση ήταν απορριπτέα ως παράτυπη και αντικανονική. Σε σχέση με τα θέματα αυτά προωθήθηκαν δύο λόγοι έφεσης. Ο πρώτος ήταν ότι κακώς το Δικαστήριο δεν είχε απορρίψει την αίτηση, παρόλο που στο σώμα της μονομερούς αίτησης για άδεια καταχώρισης certiorari δεν είχε επισυναφθεί πιστοποιημένο αντίγραφο του προσβαλλομένου διατάγματος, αλλά είχε επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση. Ο δεύτερος σχετικός λόγος αφορά την κρίση του Δικαστηρίου ότι «τα δικονομικά λάθη και οι ελλείψεις και οι παρατυπίες των εφεσιβλήτων σε σχέση με τον τύπο και την ουσία της αίτησης δεν δημιουργούν οποιοδήποτε πρόβλημα στη διαδικασία» είναι λανθασμένη.

 

Δεν εξειδικεύθηκε ο δεύτερος λόγος, όμως από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ότι το παράπονο της εφεσείουσας ήταν βασικά ότι δεν αναγράφονταν στο σώμα της αιτήσεως οι λόγοι για τους οποίους ζητήθηκε το ένταλμα certiorari.

 

Ως προς αυτά τα διαδικαστικής φύσεως ζητήματα, ο πρωτόδικος Δικαστής σημείωσε ότι στη διά κλήσεως αίτηση για έκδοση εντάλματος certiorari είχε επισυναφθεί, τόσο η απόφαση/άδεια για καταχώρισή της, όσο και η Έκθεση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση για άδεια, η οποία περιελάμβανε τους λόγους δια τους οποίους εζητείτο άδεια. Τούτου δοθέντος, έκρινε το Δικαστήριο ότι είχε ενώπιον του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να μορφώσει άποψη επί του ζητουμένου. Παρέπεμψε προς τούτο σε απόφαση του Χατζηχαμπή, Δ., ως ήτο τότε, ο οποίος διαπιστώνοντας ότι όλα τα στοιχεία τα οποία αφορούσαν την αίτηση ήταν ενώπιον του, είτε ευθέως, είτε με παραπομπή στην αίτηση για παραχώρηση άδειας, θεώρησε ότι δεν υπήρχε διαδικαστικό πρόβλημα (Marketrends (Capital Market Ltd) (2002) 1 A.A.Δ. 749).

 

Όπως είναι γνωστό, στην Κύπρο δεν έχουν εκδοθεί σχετικοί διαδικαστικοί κανονισμοί περί προνομιακών ενταλμάτων, με αποτέλεσμα να ακολουθείται η διαδικασία που έχει καθιερωθεί από την αγγλική πρακτική στον αντίστοιχο τομέα δικαιοδοσίας (In Re Θεοδούλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 438). Σ’ αυτά τα πλαίσια, υφίσταται υποχρέωση, επί ποινή ακυρότητας, για προσδιορισμό των λόγων που επικαλείται ο αιτητής ζητώντας προνομιακό ένταλμα (Γεωργιάδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 298). Εν προκειμένω, αν και στην διά κλήσεως αίτηση δεν κατατέθηκε Έκθεση, όπως είχε κατατεθεί στη μονομερή αίτηση για παροχή άδειας, τόσο με την ένορκη δήλωση που συνόδευε τη δεύτερη αίτηση, όσο και με την επισύναψη της μονομερούς αιτήσεως και των εγγράφων που είχαν επισυναφθεί εκεί, περιλαμβανομένης της Έκθεσης, αλλά και με την επισύναψη της απόφασης του Δικαστηρίου δια της οποίας δόθηκε άδεια, είχαν τεθεί όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και συμφωνούμε με την κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή επί των διαδικαστικών θεμάτων αναφορικά με την ίδια την αίτηση.

 

Ως προς την ουσία της αίτησης και το πρώτο σκέλος αυτής, ήτοι το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμόν παράλειψης να απαιτηθεί η παροχή εγγύησης, σημειώνουμε κατ’ αρχάς ότι το ζήτημα διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 9(2) του Κεφ. 6.

 

Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι η μονομερής αίτηση, αφ’ ης στιγμής επιδόθηκε στους εφεσίβλητους, μετατράπηκε σε αίτηση διά κλήσεως. Προς υποστήριξη της εισήγησης αυτής παρέπεμψε στην υπόθεση Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 1943. Συνεπώς, το Άρθρο 9, εφαρμοζόμενο μόνο σε σχέση με διατάγματα χωρίς ειδοποίηση, δεν είχε εν προκειμένω εφαρμογή.

 

Η απάντηση της άλλης πλευράς ήταν πως η αίτηση παρέμεινε μονομερής και το διάταγμα μονομερώς εκδόθηκε. Εάν το Επαρχιακό Δικαστήριο, εισηγήθηκε η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων, δεν ήταν διατεθειμένο να επιληφθεί του ζητήματος μονομερώς, θα έπρεπε να δώσει οδηγίες σύμφωνα με τη Δ.48, κ.3*, όπως η αίτηση γίνει διά κλήσεως. To Άρθρο 9 είχε εφαρμογή και το Δικαστήριο όφειλε να διατάξει την κατάθεση εγγύησης όταν και/ή πριν εκδώσει το διάταγμα.

 

Το πώς επενεργούν οι οδηγίες του Δικαστηρίου για επίδοση μιας αίτησης που καταχωρείται ως άνευ ειδοποιήσεως, εξετάστηκε κατά πρώτον από τον Γ.Κ. Νικολάου, Δ., στην υπόθεση Σμυρνιού (2000) 1 Α.Α.Δ. 43. Θεώρησε ότι με τις οδηγίες για επίδοση, ώστε να ακουστεί και η άλλη πλευρά, το Δικαστήριο μετέτρεψε τη μονομερή αίτηση, στο χρόνο που την όρισε, σε αίτηση διά κλήσεως. Προχώρησε δε λέγοντας τα ακόλουθα:

 

«Με δεδομένο λοιπόν ότι κατόπιν οδηγιών για επίδοση μονομερούς αίτησης, όπως εδώ, αυτή επέχει θέση αίτησης διά κλήσεως, η εξέταση του ζητήματος στην απουσία της άλλης πλευράς, όταν κατά τα φαινόμενα είχε γίνει επίδοση και είχε δοθεί στην άλλη πλευρά η ευκαιρία να ακουστεί, οδηγεί στην έκδοση απευθείας οριστικού προσωρινού διατάγματος και όχι επιστρεπτέου.»

 

Η προσέγγιση αυτή υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαρκιτανή ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, στην οποία λέχθησαν τα ακόλουθα:

 

«Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα επίδικα διατάγματα είχαν εκδοθεί μετά που είχε προηγηθεί η επίδοση της αίτησης στον εφεσίβλητο. Επομένως, παρόλο ότι η αίτηση ήταν μονομερής, η επίδοση της στον εφεσίβλητο, προφανώς μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου (βλ. Δ.48, θ.8(3) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών) αφαιρεί από αυτή την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και την μετατρέπει σε αίτηση διά κλήσεως (Βλ. Σμυρνιός).»

 

Η νομολογιακή αρχή ότι η επίδοση μιας ex parte αρχικά αίτησης, είτε δυνάμει της Δ.48, κ.8(3)* είτε δυνάμει της πρακτικής που ακολουθείται, της αφαιρεί την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και τη μετατρέπει σε αίτηση διά κλήσεως, δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα παρά το ότι δεν βρίσκουν πλέον εφαρμογή οι πρόνοιες του Άρθρου 9, προοριζόμενες αποκλειστικά στο να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις έκδοσης διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση. Χαρακτηριστική είναι, εν προκειμένω, η παραπάνω αναφορά του Νικολάου, Δ., ότι, μετά που θα δοθεί η ευκαιρία στην άλλη πλευρά να ακουστεί, χωρίς να το πράξει, το διάταγμα δεν ορίζεται πλέον ως επιστρεπτέο, όπως προβλέπεται επί ποινή ακυρότητος στο Άρθρο 9(3)**. [*2685]Κάτι τέτοιο δεν απαιτείται, εφόσον δεν θα είχε νόημα παρά μόνο ως παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε διάδικο που δεν εμφανίστηκε. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του Άρθρου 9, είναι συνυφασμένες με την έννοια της έκδοσης ενός διατάγματος χωρίς η άλλη πλευρά να έχει λάβει ειδοποίηση και γνώση. Αποτελούν ασφαλιστικές δικλείδες που περιορίζουν την εκτροπή από τη φυσιολογική πορεία των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που αποδίδεται θεραπεία χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στην άλλη πλευρά να ακουστεί. Όταν δοθεί αυτή η ευκαιρία, οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9 δεν έχουν τόπο. 

 

Άλλο είναι βέβαια το ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να θέσει, στα ευρεία πλαίσια που εν προκειμένω το δίκαιο  και οι αρχές της επιείκειας του παρέχουν, όρους που θεωρεί εύλογους και δίκαιους, κατά την εκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγεται η παροχή μιας ενδιάμεσης θεραπείας. Σ’ αυτά τα πλαίσια, δεν παραβλέπουμε ότι στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd κ.ά. ν. Φυλακτίδη (2009) 1 Α.Α.Δ. 317,  το Ανώτατο Δικαστήριο έψεξε το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέβαλε εγγύηση στους εφεσίβλητους, υπέρ των οποίων είχαν δοθεί ενδιάμεσα διατάγματα σε υπόθεση οχληρίας, για τυχόν ζημίες που μπορεί να είχαν προκληθεί εξαιτίας της τυχόν λανθασμένης εξασφάλισης απ’ αυτούς των διαταγμάτων. 

 

Εν προκειμένω όμως, το ζητούμενο είναι η νομιμότητα του διατάγματος, όπως δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό στα πλαίσια της προνομιακής αυτής δικαιοδοσίας και έγκειται στο κατά πόσο το Δικαστήριο συνέχισε να έχει εκ του νόμου υποχρέωση να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Άρθρου 9. Στα ίδια πλαίσια, ο σχετικός λόγος έφεσης (1ος λόγος έφεσης) προβάλλει ότι «η κρίση του Δικαστηρίου ότι η υποχρέωση που πηγάζει από το Άρθρο 9(2) δεν ατονεί είναι εσφαλμένη και βρίσκεται σε αντίθεση με το νόμο». Συνεπώς, δεν εξετάζουμε το κατά πόσο ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια το Δικαστήριο, ζήτημα που εκφεύγει των πλαισίων του προνομιακού εντάλματος. Τυχόν εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας θα μπορούσε να ελεχθεί κατ’ έφεσιν και μόνο. 

 

Ως προς το ερώτημα κατά πόσο το Δικαστήριο είχε εκ του νόμου υποχρέωση να απαιτήσει την ανάληψη προσωπικής εγγύησης, η απάντησή μας είναι, ως άνω, αρνητική. Η διαπίστωση μας δε, ότι μια ex parte αίτηση χάνει την τέτοια αρχική της υπόσταση, με αποτέλεσμα να μην βρίσκουν εφαρμογή οι πρόνοιες που αφορούν τις ex parte αιτήσεις, επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι στην Μαρκιτανή, ανωτέρω, αποφασίστηκε ότι σε τέτοια περίπτωση δεν βρίσκει εφαρμογή ούτε η πρόνοια της Δ.48, κ. 8(4)*. Ελέχθη, ειδικότερα, ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν είχε ευχέρεια να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό του διατάγματος δυνάμει της Δ.48, κ. 8(4), εφόσον «τέτοια ευχέρεια παρέχεται σε σχέση με διατάγματα που χορηγούνται μετά από μονομερή αίτηση».

 

Το δεύτερο σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης αφορά, ως άνω, το γεγονός ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να προσδιορίσει υπέρ ποίου από τους εναγομένους στις εν λόγω αγωγές είχε εκδώσει το διάταγμα, ζήτημα για το οποίο ο αδελφός Δικαστής που είχε επιληφθεί πρωτοδίκως θεώρησε ότι η ασάφεια και η γενικότητα τέτοιου διατάγματος δεν μπορεί να θεραπευθεί με δήλωση, αλλά πρόκειται για ακυρότητα.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι ήταν σαφές, υπό τις περιστάσεις, ότι το διάταγμα αφορούσε την εφεσείουσα ως μοναδική ενάγουσα και αιτήτρια και δεν μπορούσε να αφορά τους υπόλοιπους εναγόμενους που δεν είχαν αποταθεί στο Δικαστήριο. Το ζήτημα ήταν ξεκάθαρο και δεν προκύπτει παρανομία ή νομική πλάνη. Πέραν τούτου, εισηγήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν στη διάθεσή τους άλλα εναλλακτικά και αποτελεσματικά ένδικα μέσα, ήτοι το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση ή να καταχωρίσουν αίτηση παραμερισμού δυνάμει της Δ.48, κ.8(4). Επίσης, η γενικότητα θα μπορούσε εύκολα να αντιμετωπιστεί, ακόμα και με μια δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων απάντησε υποδεικνύοντας ότι από το διάταγμα επωφελήθηκαν πρόσωπα εναντίον των οποίων οι αιτητές έχουν εξασφαλίσει τελεσίδικη απόφαση, χωρίς τα εν λόγω πρόσωπα να έχουν προσφύγει στο Δικαστήριο και ως εκ τούτου παραβιάζονται οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και υπάρχει έκδηλη υπέρβαση εξουσίας.

 

Κατ’ αρχήν, σε ότι αφορά την εισήγηση της πλευράς της εφεσείουσας για εναλλακτική θεραπεία με αίτηση στα πλαίσια της Δ.48, κ.8(4), η απάντηση έχει δοθεί, ως άνω, στην υπόθεση Μαρκιτανής. Όμως, δεν έχει στοιχειοθετηθεί εξαιρετική περίσταση τέτοια, ώστε το πρόβλημα να μην μπορούσε να αντιμετωπιστεί με έφεση, στην οποία μάλιστα να έπρεπε να είχαν εμπλακεί από τους [*2687]εφεσίβλητους τα πρόσωπα που, κατά την εισήγηση τους, επωφελήθηκαν από το διάταγμα, οπότε, υπ’ αυτή την έννοια, θα είχαν δικαίωμα να ακουστούν.

 

Πάγια είναι η νομολογία σύμφωνα με την οποία, έστω και αν καταδεικνύεται συζητήσιμη υπόθεση επί της ουσίας, ο αιτητής θα πρέπει περαιτέρω να στοιχειοθετεί ότι σε περίπτωση που παρέχεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δικαιολογείται η προσφυγή στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είναι τα προνομιακά διατάγματα. Η αρχή δε αυτή ισχύει έστω και αν ο προβαλλόμενος λόγος αφορά έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας (Base Metal Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).

 

Ως εκ των άνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα €2.000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της εφεσείουσας.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Διατηρώ, με όλη την εκτίμηση, διαφορετική άποψη από αυτή της πλειοψηφίας, την οποία διατυπώνω ως εξής:

 

Η μονομερής αίτηση ημερ. 9.8.2013 την οποία οι εφεσίβλητοι ως ενάγοντες-αιτητές καταχώρησαν στο πλαίσιο της Αγωγής αρ. 3039/13 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, δεν έτυχε αποδοχής ως είχε. Αντίθετα, το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της στους καθ’ ων-εναγομένους. Ορίστηκε συνεπώς για επίδοση στις 3.9.2013, όταν επί τη παράλειψει εμφάνισης των εναγομένων-καθ’ ων η αίτηση, εδώ εφεσιβλήτων, εκδόθηκε το Διάταγμα ημερ. 3.9.2013, το οποίο αποτέλεσε και το αντικείμενο εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Πολιτική Αίτηση υπ’ αρ. 175/2013 προς έκδοση Certiorari, το οποίο και εκδόθηκε στις 28.11.2013.

 

Παρατηρείται από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου, αλλά και από αναδρομή στο σχετικό φάκελο της διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ότι η εδώ εφεσείουσα δεν καταχώρησε νέα αίτηση διά κλήσεως ως αποτέλεσμα των οδηγιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου προς επίδοση της μονομερούς αιτήσεως της. Εκείνο το οποίο έπραξε ήταν να επιδόσει την ex parte αίτηση, ως είχε καταχωρηθεί, με αλλαγή απλώς της αρχικής ημερομηνίας από 9.8.2013, σε 3.9.2013.

 

Ο χειρισμός αυτός από τους συνηγόρους της αιτήτριας δεν καθιστά, κατά την άποψη μου, την αίτηση ως να ήταν αμιγώς διά κλήσεως. Παρέμεινε στην ουσία μονομερής και πάντως όχι αίτηση που [*2688]καταχωρήθηκε απευθείας ως αίτηση διά κλήσεως δυνάμει της Δ.48 θ.3. Τα έντυπα που χρησιμοποιούνται για ex parte αίτηση και «by summons» αίτηση, είναι διαφορετικά, όπως άλλωστε αυτά καθορίζονται από τη Δ.48 θ.2(2) και τους τύπους αρ. 45 και 46. Επομένως, η οδηγία του Δικαστηρίου που δόθηκε στην εφεσείουσα να επιδόσει την αίτηση δεν τη μετέτρεψε σε «διά κλήσεως», εφόσον η αιτήτρια παρέμεινε στη χρησιμοποίηση του έντυπου αρ. 45.

 

Με την πιο πάνω οφειλόμενη παρατήρηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά, κατά την κρίση μου, εξέδωσε το αιτηθέν ένταλμα Certiorari στην απουσία όρου για εγγύηση προς έκδοση του πρωτόδικου Διατάγματος αναστολής, όρο που ανυπερθέτως έπρεπε να θέσει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κατά την έκδοση του διατάγματος, το οποίο και είχε ευρύτερες συνέπειες εφόσον μ’ αυτό ανεστάλη η ισχύς αριθμού εκ συμφώνου αποφάσεων που είχαν εκδοθεί υπέρ της Τράπεζας και εναντίον της εφεσείουσας.  Οι οδηγίες για επίδοση της μονομερούς αιτήσεως όφειλαν να μετουσιωθούν στην πράξη με την καταχώρηση νέας αίτησης διά κλήσεως, αυτή τη φορά με τη χρήση του έντυπου αρ. 46 και σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Δ.48 θ.3. Η υπόθεση Σμυρνιού (2000) 1 Α.Α.Δ. 43, δεν έθεσε τα πράγματα διαφορετικά. Ακριβώς υπόδειξε το αυτονόητο το οποίο άλλωστε επιτάσσει η Δ.48 θ. 8(3), η οποία δίδει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο, επιλαμβανομένου αιτήσεως ex parte, να διατάξει όπως αυτή γίνει διά κλήσεως με ειδοποίηση στην άλλη πλευρά. Και όχι απλώς να επιδοθεί στην άλλη πλευρά ως έχει.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, επιλαμβανόμενο στις 12.8.2013 της μονομερούς αιτήσεως, έκρινε, παρά τη θέση του συνηγόρου της αιτήτριας-ενάγουσας όπως προωθείτο η αίτηση άμεσα, ότι αυτή έπρεπε με βάση τις πρόνοιες της Δ.48 θ.8(3), να επιδοθεί ώστε να ακουστεί και η άλλη πλευρά. Ακόμη όμως και εάν η αίτηση μετατράπηκε σε διά κλήσεως διά της οδηγίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να επιδοθεί η μονομερής αίτηση, όπως θεώρησε ότι έγινε το Δικαστήριο στην Σμυρνιού – ανωτέρω –, αλλά και στη Μαρκιτανή ν. Μουζούρη (2006) 1 Α.Α.Δ. 923, το γεγονός δεν αλλάζει τη φυσιογνωμία του πράγματος. Παραμένει αίτηση με στόχο την έκδοση διατάγματος, είτε επί προσωρινής βάσεως, εφόσον μια μονομερής προς τούτο αίτηση βασίζεται στην ουσία στο κατεπείγον του ζητήματος ώστε να αναχαιτιστεί μια κατάσταση πριν η αντίδικη πλευρά ενημερωθεί για τη διαδικασία, είτε διά κλήσεως, οπότε και το επιδιωκόμενο διάταγμα εκδίδεται πλέον, αν εκδοθεί, επί οριστικής βάσεως. Δεν καθίσταται δηλαδή επιστρεπτέο, ως ορθά υπεδείχθη και στην Σμυρνιού – ανωτέρω –.

[*2689]Οι ασφαλιστικές δικλείδες όπως η παροχή εγγύησης και το περιορισμένο του χρόνου ισχύος του διατάγματος, δεν τίθενται όμως διότι το διάταγμα εκδίδεται μονομερώς και ορίζεται επιστρεπτέον για να ακουστεί επ’ αυτού και η επηρεαζόμενη πλευρά.  Τίθεται, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την παροχή εγγύησης, διότι ο εναγόμενος, και γενικά το επηρεαζόμενο πρόσωπο, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αποζημιωθεί εάν το διάταγμα εκδόθηκε επί ανεπαρκών λόγων, ή, η αγωγή του ενάγοντος αποτύχει ή φανεί ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της αγωγής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το Άρθρο 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960, προνοεί ακριβώς αυτό. Ότι, δηλαδή, το Δικαστήριο δύναται εάν νομίζει τούτο πρέπον, να διατάξει τον ενάγοντα να πληρώσει στον εναγόμενο ποσό που κατά το Δικαστήριο αποτελεί εύλογον αποζημίωση «διά τας δαπάνας και την βλάβην ήτις προσεγένετο εις αυτόν διά της εκτελέσεως του διατάγματος.».

 

Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι δεν είναι αυτή καθαυτή η έκδοση του διατάγματος μονομερώς που ενέχει σημασία για την παροχή εγγύησης κατά την έκδοση, αλλά διότι το διάταγμα, είτε μονομερώς εκδίδεται, είτε μετά από αίτηση διά κλήσεως, εκτελείται επιδρώντας έτσι επί των δικαιωμάτων του εναγομένου κατά τρόπον που ενδεχομένως να του δημιουργεί ζημιά.

 

Μάλιστα, και αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, το Άρθρο 32(3) προνοεί ότι αυτή η αποζημίωση δίδεται «αιτήσει του εναγομένου», πληρωμή δε που γίνεται δυνάμει του εδαφίου αυτού θα είναι κώλυμα για την έγερση αγωγής για αποζημιώσεις για οτιδήποτε εγένετο συνεπεία του διατάγματος. Αγωγή δε που έχει εγερθεί προς τούτο, διακόπτεται από το Δικαστήριο. Το εδάφιο (3) λοιπόν ρητά προβλέπει την εξέταση και την απόδοση αποζημίωσης όταν πλέον έχει ακυρωθεί το διάταγμα, με αίτηση του εναγομένου που εγείρεται εντός της αγωγής στην οποία εκδόθηκε το διάταγμα. Το εδάφιο (3) και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται είχα την ευκαιρία να εξετάσω και αποφασίσω στην υπόθεση Σωτηριάδη ν. Βασιλείου κ.ά., Αγωγή υπ’ αρ. 8855/85, ημερ. 9.7.1990, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

Έπεται ότι πρέπει να είναι διαθέσιμη εγγύηση εντός της αγωγής που να είχε δοθεί από τον ενάγοντα ώστε ο εναγόμενος να αποζημιωθεί άμεσα και με ευκολία και χωρίς την αναγκαιότητα να εγερθεί νέα αγωγή με σκοπό την αποζημίωση.

 

Καταλήγω ότι όχι μόνο κατά την έκδοση μονομερούς διατάγματος πρέπει να παρέχεται εγγύηση κατά τις διατάξεις του [*2690]Άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, αλλά και κατά την έκδοση διατάγματος με βάση το Άρθρο 32 του Νόμου αρ. 14/1960. Η λέξη «δύναται» στο Άρθρο 32(2) πρέπει να αναγνωστεί στο πλαίσιο αυτό ως παρέχουσα τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να θέσει όρους. Όροι, για παράδειγμα, όπως αυτοί που τίθενται κατά την έκδοση διαταγμάτων τύπου Mareva όπως αυτοί εύστοχα καθορίστηκαν από τον Lord Denning MR στη γνωστή υπόθεση Z Ltd v. A-Z and AA-LL [1982] 2 W.L.R. 288. Η εγγύηση πρέπει να τίθεται ως ένας από τους όρους προς ικανοποίηση και των προνοιών του εδαφίου (3) του Άρθρου 32. Αυτό υπεδείχθη και στην Highgate Primary School Ltd κ.ά. ν. Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 317, στο πλαίσιο έφεσης, όπου στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιβάλει εγγύηση, το ίδιο το Εφετείο εξέδωσε διάταγμα υπογραφής εγγύησης σε συγκεκριμένο ποσό. Όπως συνάγεται δε από το σκεπτικό του Εφετείου, η αίτηση που οδήγησε στην έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων ήταν διά κλήσεως.

 

Η εγγύηση αποτελεί απαράβατο όρο όπως υποδεικνύεται και στο Annual Practice 1970 σελ. 480 παρ. 29/1/20 στα σχόλια του O.29 για την έκδοση interlocutory injunctions, ex parte ή on notice, με αναφορά και στα κριτήρια έκδοσης του s.45 του Judicature Act 1925. Όπως αναφέρεται στην πιο πάνω παράγραφο:

 

«An undertaking by the plaintiff as to damages ought to be given on every interlocutory injunction, though not where the order is in the nature of a final order.» (εννοείται με την έκδοση τελικής απόφασης).

 

Κάθε διάταγμα είτε μονομερώς εκδοθέν, είτε διά κλήσεως, επιβάλλει υποχρεώσεις στον εναγόμενο, ο οποίος και θα πρέπει να συμμορφωθεί επί ποινή τιμωρίας του για παρακοή. Δικαστήριο το οποίο δεν θέτει όρο εγγύησης επί τη εκδόσει διατάγματος δυνάμει του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 ή του Άρθρου 32 του Νόμου αρ. 14/1960, πράττει τούτο με έλλειψη ή καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας και ελέγχεται με Certiorari.

 

Με το πιο πάνω σκεπτικό και για τους λόγους που εδώ αναφέρονται και εξηγούνται, θα απέρριπτα την έφεση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, κατά πλειοψηφία.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο