Παπαχρυσοστόμου Αρτέμιος ν. Κώστας Γρηγοριάδης & Συνέταιροι και Άλλων (2015) 1 ΑΑΔ 2755

ECLI:CY:AD:2015:A827

(2015) 1 ΑΑΔ 2755

[*2755]16 Δεκεμβρίου, 2015 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

1. ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ,

2. ΚΩΣΤΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ,

3. ΑΛΚΗ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ,

4. ΜΑΡΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 118/2010)

 

 

Συμβάσεις ― Παράβαση υποχρεώσεων μέλους ομόρρυθμης εταιρείας ― Αγωγή και ανταπαίτηση αναφορικά με αξιώσεις οι οποίες προέκυψαν από συμμετοχή συνεταίρου σε ομόρρυθμη εταιρεία ―  Αξιώσεις οι οποίες κρίθηκαν σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας ― Επικυρώθηκαν από το Εφετείο ως εύλογα τα συμπεράσματα επί της αξιοπιστίας ― Μερική επέμβαση αναφορικά με αξίωση για την οποία ασκήθηκε αντέφεση.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση, η οποία υπό το φως της ζωντανής ατμόσφαιρας του Δικαστηρίου αποτελεί καλύτερο οδηγό, παρά η αποτύπωση της μαρτυρίας επί των πρακτικών ― Δεν αποκλείεται η ανατροπή των ευρημάτων, όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση επί των δεδομένων.

 

Αστικά Αδικήματα ― Παράνομη παρακράτηση ― Άρθρο 37 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 ― Συνίσταται στην παράνομη κατακράτηση κινητής ιδιοκτησίας από οποιοδήποτε πρόσωπο που δικαιούται σε άμεση κατοχή αυτής ― Το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου προνοεί για αντιστροφή του βάρους απόδειξης, ότι, δηλαδή, εναπόκειται στον εναγόμενο, να δείξει ότι η κατακράτηση ήταν νόμιμη ― Το βασικό στοιχείο του αστικού αδικήματος της κατακράτησης, είναι η άρνηση επιστροφής του αντικειμένου όταν αυ[*2756]τή απαιτηθεί ― Η κυριότητα του αντικειμένου δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγερση αγωγής με βασικό στοιχείο πάντοτε να είναι το παράνομο της κράτησης από τον μη δικαιούχο.

 

Αστικά Αδικήματα ― Παράνομη παρακράτηση ― Η κατακράτηση («detinue»), δίνει δικαίωμα στον ενάγοντα να ζητήσει και επιστροφή του αντικειμένου σε αντίθεση με την ιδιοποίηση («conversion»), η οποία δίνει δικαίωμα σε αποζημιώσεις επί προσωπικού επιπέδου.

 

Αστικά αδικήματα ― Παράνομη παρακράτηση ― Δεν ήταν ορθό το επιχείρημα ότι το Άρθρο 37 του Κεφαλαίου 148, δεν κάλυπτε την προκειμένη περίπτωση διότι αυτή αφορούσε σε πνευματική ιδιοκτησία και όχι σε πράγμα. 

 

Αποζημιώσεις ― Παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις ― Έχουν την έννοια της τιμωρίας του αδικοπραγούντος όταν η συμπεριφορά του καταδεικνύει αφενός έντονη αδιαφορία για τα δικαιώματα των άλλων και αφετέρου την επίτευξη κέρδους στον ίδιο ― Οι αποζημιώσεις αυτές δεν είναι αναγκαίο να δικογραφούνται για να αποδοθούν, υπό την προϋπόθεση ότι τα δικογραφημένα γεγονότα είναι τέτοια που δικαιολογούν τη θεραπεία ― Αποδίδονται  εκεί όπου το δικαστήριο φρονεί ότι οι συνήθεις αποζημιώσεις δεν επαρκούν, αλλά δεν στοχεύουν στην αποκατάσταση του θύματος, όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις, ενώ μπορούν να αποδοθούν και αυξημένες αποζημιώσεις που δυνατόν να είναι αρκετές να καλύψουν ιδιαίτερη βλάβη στον ενάγοντα.

 

Αποζημιώσεις ― Παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις ―  Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης για μη επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε ούτε καν τις αποζημιώσεις που οι εφεσίβλητοι θεωρούσαν διά της αγωγής τους ότι δικαιούνταν ― Επομένως δεν θα ήταν νοητό να δώσει επιπρόσθετες αποζημιώσεις υπό τύπον τιμωρίας, όσο και αν η συμπεριφορά του εφεσείοντος ήταν κατακριτέα και λανθασμένη δημιουργώντας πρόβλημα στους συνεταίρους του.

 

Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Πρέπει να εξειδικεύονται και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, αλλά είναι δυνατή η απόδοση αποζημίωσης όταν η μαρτυρία είναι αξιόπιστη, αλλά υπολείπεται σε επάρκεια διότι όπου είναι αποδεκτό ότι έχει προκληθεί ζημιά, ο παραβάτης δεν πρέπει να απαλλάσσεται ― Το Δικαστήριο μπορεί να καθορίζει ένα ποσό στη βάση της όλης εικόνας ως εύλογο υπό τις περιστάσεις.

 

Έξοδα ― Αγωγή και ανταπαίτηση ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης [*2757]για μη επιδίκαση εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 και εναντίον του εφεσείοντος λόγω της απόρριψης της ανταπαίτησης του εναντίον τους ― Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη βάση του ότι η απαίτηση και η ανταπαίτηση είχαν συνεκδικαστεί ότι δεν δικαιολογείτο άλλου είδους διαταγή εφόσον δεν είχαν γίνει ιδιαίτερες και χωριστές διαδικασίες στο Δικαστήριο μεταξύ εφεσείοντος και εφεσιβλήτων 2, 3 και 4.

 

[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]

 

Η έφεση απορρίφθηκε και η αντέφεση επέτυχε μερικώς, με έξοδα από κοινού.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Μάκης Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Δ. Κυθραιώτης & Συνεργάτες κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106,

 

Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551,

 

Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,

 

Οργανισμός Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705,

 

Gabstore Trading Ltd v. Μαϊφώσιη (2015) 1 Α.Α.Δ. 775, ECLI:CY:AD:2015:A227,

 

Sidki v. Drymotis (1962) C.L.R. 251,

 

Panayi v. Αρτεμίου κ.ά. (1976) J.S.C. 1-4, 510,

 

Παπακόκκινου ν. Κάνθερ (1982) 1 Α.Α.Δ. 65,

 

Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400,

 

Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367,

 

Νικολάου ν. Επίσημου Παραλήπτη (2009) 1 Α.Α.Δ. 1339,

 

Πέτρου ν. Γαλάνη (2009) 1 Α.Α.Δ. 84,

[*2758]Chaplin v. Hicks [1911] 2 Κ.Β. 786.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 818/2002), ημερομ. 26/2/2010.

 

Π. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Λειβαδιώτου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι ήγειραν αγωγή εναντίον του εφεσείοντος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας διάταγμα που να διέτασσε τον τελευταίο όπως παραδώσει στον διευθυντή των εφεσιβλήτων, εφεσίβλητο 2, όλα τα σχέδια που αφορούσαν την ανέγερση του Λυκείου στην περιοχή Λευκοθέας στη Λεμεσό, καθώς και τους στατικούς και αντισεισμικούς υπολογισμούς του έργου σε σχέση με διάφορα επί μέρους κτίρια του έργου, του αμφιθεάτρου και του κυλικείου. Αξίωσαν επίσης το ποσό των £9.400 ως ειδικές αποζημιώσεις, καθώς και παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις ύψους £10.000.

 

Η αξίωση ήταν απόρροια της κατ’ ισχυρισμόν κατακράτησης από τον εφεσείοντα όλων των σχεδίων που αφορούσαν την διεκπεραίωση του πιο πάνω έργου, τα οποία παράνομα κατακρατούσε ο εφεσείων σε παράβαση των υποχρεώσεων του ως μέλος της ομόρρυθμης εταιρείας των εφεσιβλήτων 1, η οποία ήταν δεόντως εγγεγραμμένη με ισότιμους ομόρρυθμους συνεταίρους τους εφεσίβλητους 2, 3, 4 και τον εφεσείοντα. Εξουσιοδοτημένο πρόσωπο προς διαχείριση της ομόρρυθμης εταιρείας των εφεσιβλήτων 1 και διευθυντής αυτής ήταν κατά πάντα χρόνο ο εφεσίβλητος 2, ο οποίος μαζί με τους εφεσίβλητους 3 και 4 ήσαν αρχιτέκτονες μηχανικοί, ο δε εφεσείων ήταν πολιτικός μηχανικός. Η ομόρρυθμη εταιρεία ανέλαβε την ετοιμασία αρχιτεκτονικών, στατικών και άλλων μελετών με σκοπό την ανέγερση του πιο πάνω Λυκείου εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, καθώς και την επίβλεψη του έργου. Είχε συμφωνηθεί μεταξύ των συνεταίρων, χάριν ευκολίας, ότι η όλη σχεδιαστική μελέτη και άλλη εργασία θα [*2759]συγκεντρωνόταν, καταχωρείτο και συμπληρωνόταν μέσα σε ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή που συμφωνήθηκε να ήταν αυτός του εφεσείοντος. Νοείτο ότι όλοι οι συνέταιροι θα είχαν πρόσβαση στον υπολογιστή, δεν θα υπήρχε οποιαδήποτε επί πλέον αμοιβή προς τον συνέταιρο που θα χρησιμοποιούσε το δικό του ηλεκτρονικό υπολογιστή και όλα τα στοιχεία θα ήσαν ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα προς χρήση από όλους τους συνεταίρους.

 

Κατά τον Ιούλιο του 2001, ο εφεσείων, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, παράνομα και αδικαιολόγητα διέκοψε σχέσεις με την εργασία του και τους υπόλοιπους συνεταίρους και κατακράτησε όλη τη σχεδιαστική εργασία για την οποία αξίωνε πρόσθετη αμοιβή. Κατά τη διάρκεια επαφών μεταξύ τους για επίλυση του προβλήματος, ο εφεσείων παρέδωσε στους εφεσίβλητους μόνο ένα ψηφιακό δίσκο με προσχέδια που αφορούσαν την αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του σχολείου. Οι εφεσίβλητοι αναγκάστηκαν να προβούν σε επανασχεδιασμό των κτιρίων, να υπολογίσουν εκ νέου τις στατικές και αντισεισμικές εργασίες και να λάβουν νομική συμβουλή, στη βάση της οποίας απεστάλησαν εκ μέρους τους επιστολές στον εφεσείοντα. Αυτά όλα έναντι δαπάνης ποσού £9.400, τις οποίες ζήτησαν ως ειδικές ζημιές.

 

Ο εφεσείων με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση του αρνήθηκε την απαίτηση και δεχόμενος ότι είχε, λόγω των δικών του γνώσεων, συμφωνηθεί να συγκεντρωθεί η όλη εργασία στο δικό του ηλεκτρονικό υπολογιστή, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η εργασία αυτή διορθώθηκε και ολοκληρώθηκε από τον ίδιο. Η επί μέρους εργασία των υπολοίπων συνεταίρων που του δινόταν για να εισαχθεί στον υπολογιστή του, επιστρεφόταν την ίδια ώρα, αφού προηγουμένως αντιγραφόταν, στον κάθε δικαιούχο συνέταιρο. Ο εφεσείων θεώρησε ότι ήταν εξυπακουόμενος όρος και ή αυτονόητο ότι ο κάθε συνέταιρος θα αμοιβόταν για τη δική του εργασία στη βάση των όρων αμοιβής του Συνδέσμου Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου. Οι εργασίες σχεδιασμού κλπ, αποπερατώθηκαν και παραδόθηκαν κατά ή περί τις 27.5.2001. Η συνεισφορά του ιδίου στην όλη εργασία ανερχόταν στο 68.25%, εξαιρουμένης της επίβλεψης, ενώ των υπολοίπων συνεταίρων ομού, το ποσοστό αμοιβής τους ανερχόταν στο 31.75%. Περαιτέρω είχε συμφωνηθεί ότι θα καταβαλλόταν στον ίδιο όλα τα έξοδα για την εκτύπωση των σχεδίων, των προδιαγραφών και των στατικών μελετών από τα δικά του μηχανήματα, τα οποία ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των £1.762,21, έναντι του οποίου πληρώθηκε το ποσό των £951,35 με αποτέλεσμα να του οφειλόταν το υπόλοιπο των £810,86 πλέον Φ.Π.Α. Το ποσό αυτό ζήτησε ανταπαιτητικώς.  [*2760]Πρόσθετα, έχοντας υπόψη την αμοιβή της ομόρρυθμης εταιρείας και τη διανομή της αμοιβής μεταξύ των συνεταίρων υπολόγισε ότι του οφειλόταν ένα πρόσθετο προσόν £34.043,15 πλέον Φ.Π.Α., το οποίο επίσης αξίωσε με την ανταπαίτηση του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στα πιο πάνω δεδομένα προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που έδωσε ο εφεσίβλητος 4 και ο Ανδρέας Τζιωρτζής, Πρωτοκολλητής του αστικού τμήματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εκ μέρους των εφεσιβλήτων και της μαρτυρίας του ίδιου του εφεσείοντος. Για τους λόγους που εκτενώς ανέφερε στο σκεπτικό του, το Δικαστήριο αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 4, η οποία καθώς έκρινε υποστηριζόταν και από έγγραφη μαρτυρία, ενώ απέρριψε ως αναληθή την προς το αντίθετο μαρτυρία του εφεσείοντος, κρίνοντας ότι οι συνέταιροι ήσαν ισότιμοι, ότι ο εφεσίβλητος δεν δικαιούτο να πληρωθεί σε ποσοστό 68.31% της εργασίας, ούτε και έγινε ποτέ τέτοια συμφωνία. Απορρίπτοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντος σε ουσιώδη ζητήματα, το Δικαστήριο τον έκρινε υπόλογο για παράνομη κατακράτηση πράγματος στη βάση των Άρθρων 37 και 38 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Εν τέλει το Δικαστήριο αφού εξέτασε και τις επί μέρους απαιτήσεις των εφεσιβλήτων, εξέδωσε απόφαση υπέρ ενός εκάστου εξ αυτών και εναντίον του εφεσείοντος για το ποσό των €256,29, αντίστοιχο των £150, υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων με νόμιμο τόκο και έξοδα στην ανάλογη κλίμακα το οποίο αντιπροσώπευε τα έξοδα της υπηρεσίας δικηγόρου. Ως προς το διάταγμα το οποίο ζητείτο με την αγωγή, αυτό κρίθηκε ότι  κατέστη άνευ αντικειμένου εφόσον στο μεταξύ οι εφεσίβλητοι είχαν προβεί στην ολοκλήρωση του έργου, ενώ όσον αφορούσε το κόστος του επανασχεδιασμού στο ποσό των £5.800, το οποίο μειώθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία στις £2.500, έκρινε ότι τα τιμολόγια που παρουσιάστηκαν ως Τεκμήρια 10 και 11 προς απόδειξη του ποσού, αλλά και του ποσού των £3.000 για τον εκ νέου υπολογισμό των στατικών και αντισεισμικών δεδομένων, δεν αποδείκνυαν τα ποσά εφόσον στα τεκμήρια αυτά περιλαμβάνονταν μόνο οι ώρες εργασίας των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 και το ποσό χρέωσης ανά ώρα, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση ή ανάλυση της συγκεκριμένης εργασίας που είχε γίνει.

 

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν σε τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις διότι ο εφεσείων δεν είχε επιδείξει τέτοια αδιαφορία ως προς τα δικαιώματα των συνεταίρων του, με δεδομένο ότι η όλη σχεδιαστική εργασία είχε παραδοθεί στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού [*2761]υπ’ αυτού πολύ πριν τις 27.8.2001, όταν άρχισε η παράνομη από αυτόν κατακράτηση της περιουσίας. Οι εφεσίβλητοι, καθώς και ο εφεσείων, είχαν πληρωθεί την αμοιβή τους από το Υπουργείο σε ποσοστό 25% έκαστος, ενώ και ο εφεσείων είχε δικαίωμα κατοχής της περιουσίας αυτής, όπως και οι υπόλοιποι συνέταιροι.

 

Σε σχέση με την ανταπαίτηση του εφεσείοντος, απέρριψε το σκέλος της που αφορούσε την αξίωση των ΛΚ 34.043,15 εφόσον  κρίθηκε ότι δεν δικαιούτο σε αμοιβή κατά ποσοστό 68.25%, ενώ είχε εισπράξει το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο των 25%. Απέδωσε όμως στον εφεσείοντα το ποσό των €930,16 πλέον Φ.Π.Α. (£544,40), στη βάση παραδοχής εκ μέρους των εφεσίβλητων ότι όφειλαν το ποσό αυτό ως υπόλοιπο για έξοδα εκτυπώσεων των σχεδίων και με βάση το κόστος κάθε εκτύπωσης, ήτοι 0,35 σεντ και 0,65 σεντ για κάθε διαφάνεια, έχοντας υπόψη ότι είχαν γίνει 1340 εκτυπώσεις και 116 διαφάνειες.

 

Εκδόθηκε επομένως απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος για €256,29 προς όφελος εκάστου των εφεσιβλήτων με νόμιμο τόκο και έξοδα στην ανάλογη κλίμακα και υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης 1 μόνο, για €930,16 πλέον Φ.Π.Α. και έξοδα στην ανάλογη και πάλι κλίμακα.  Η ανταπαίτηση εναντίον των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 απερρίφθη χωρίς έξοδα.

 

Συνακόλουθα των ανωτέρω, κατεχωρήθη έφεση και αντέφεση. Η έφεση ηγέρθηκε από τον εφεσείοντα και με τους δύο λόγους έφεσης, οι οποίοι αναλύονται με μεγάλη λεπτομέρεια στην αιτιολογία καταλαμβάνοντας συνολικά 14 παραγράφους, ζητείται η ανατροπή της αξιολόγησης της μαρτυρίας ως ερχόμενη σε αντίθεση με την κοινή λογική και/ή τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα και την ορθή εκτίμηση γεγονότων, ενώ βάλλεται και το λανθασμένο της απόδοσης μόνο του ποσού των €930,16 πλέον Φ.Π.Α., με παράλληλη απόρριψη της απαίτησης για την πληρωμή του μεριδίου του εφεσείοντος από την ομόρρυθμη εταιρεία. Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι με την αντέφεση τους θεωρούν ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτό το πιο πάνω ποσό ανταπαιτητικώς στη βάση μάλιστα παραδοχής των εφεσιβλήτων. Λανθασμένα επίσης το Δικαστήριο δεν απέδωσε στους εφεσίβλητους τα ποσό των ΛΚ2.500 και ΛΚ3.000, δεν εξέδωσε το ζητηθέν διάταγμα επιστροφής, δεν επιδίκασε παραδειγματικές αποζημιώσεις και δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4, εφόσον εναντίον τους απερρίφθη η ανταπαίτηση.

 

Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι στην πορεία της ετοιμασίας της [*2762]εκδίκασης της έφεσης, ο εφεσείων, λόγω πλημμελών χειρισμών, αμέλησε να καταθέσει το περίγραμμα του στην αντέφεση των εφεσιβλήτων, προσπάθεια δε να επεκταθεί προς τούτο ο χρόνος συνάντησε την ένσταση της άλλης πλευράς και για τους λόγους που αποτυπώθηκαν στο πρακτικό ημερ. 26.5.2015, το Εφετείο απέρριψε την αίτηση, καθώς και τη συνακόλουθη προσπάθεια να προβεί η πλευρά του εφεσείοντος σε σχετική προφορική αγόρευση επί της αντέφεσης.

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, θα εξεταστούν εκατέρωθεν οι διάφοροι ισχυρισμοί. Το περίγραμμα του εφεσείοντος δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Ενώ καταλογίζει παραλείψεις και λανθασμένη πρωτόδικη εκτίμηση της μαρτυρίας, οι δύο λόγοι έφεσης αναπτύσσονται μαζί ως επάλληλοι και συναφείς, χωρίς, όμως, ιδιαίτερη ανάλυση. Κατακρίνεται το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η προτίμηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 4 έναντι του εφεσείοντος έγινε στη βάση πολλών αντιφάσεων στις οποίες περιέπεσε ο εφεσείων χωρίς όμως αυτές να εξειδικεύονται, ενώ η αναφορά σε τεκμήρια που συνηγορούν υπέρ της εκδοχής των εφεσιβλήτων και πάλι παρέμεινε κενό γράμμα εφόσον δεν υποστηρίκτηκε η θέση αυτή με επίκληση συγκεκριμένων εγγράφων.

 

Στη συνέχεια ο εφεσείων θεωρεί ότι κακώς το Δικαστήριο  έκρινε τον εφεσείοντα ως υπόλογο του αστικού αδικήματος της κατακράτησης παρανόμως, εφόσον η όλη εργασία ανήκε σ’ όλους τους συνεταίρους, τα όλα στοιχεία μεταφέρονταν στον υπολογιστή του εφεσείοντα με τη συγκατάθεση των υπολοίπων, ενώ εκείνο που επιπρόσθετα έπραττε ο εφεσείων ήταν η ενοποίηση και η εκτύπωση που ήταν δικό του έργο και την είχε στο δικό του ηλεκτρονικό υπολογιστή. Άλλωστε η όλη ενοποιημένη εργασία, σχεδιαστική ή άλλως, είχε παραδοθεί στο Υπουργείο και ο αντικειμενικός σκοπός είχε επιτευχθεί με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη 1 να πληρωθεί.

 

Οι επικρίσεις ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας παραμένουν γενικόλογες. Το Δικαστήριο στις σελ. 8-11 της απόφασης του προβαίνει σε ανάλυση που είναι επαρκής υπό τις περιστάσεις.  Ενδεχομένως το Δικαστήριο να έπρεπε να είχε καταγράψει την κρίση με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και πλέον εξειδικευμένα.  Όμως, μετά τη γενική τοποθέτηση του ως προς τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τη μαρτυρία (ποιότητα, σύγκριση της με άλλη μαρτυρία, σαφήνεια και αμεσότητα απαντήσεων, ύπαρξη αντιφάσεων, λογικοφάνεια και αληθοφάνεια κάθε εκδοχής, τυχόν προσωπικό συμφέρον σε συνδυασμό με τα κατατεθέντα τεκμήρια), καταγράφει τα ουσιώδη σημεία αντιπαράθεσης. Ένα εξ αυτών ήταν ο ισχυρι[*2763]σμός ότι ο εφεσείων είχε κατακρατήσει τα σχετικά δισκάκια και την πρωτότυπη εργασία επί των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην επιστολή του εφεσείοντος ημερ. 30.7.2001, την επιστολή του προς την Τράπεζα ημερ. 1.8.2001 και την όλη αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων με ιδιαίτερη αναφορά στα Τεκμήρια 7, 8 και 25Γ και έκρινε ότι ο εφεσείων δεν είχε αναφέρει την αλήθεια απορρίπτοντας τη μαρτυρία του.

 

Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου όντως ο εφεσείων είχε κατακρατήσει τα διάφορα δισκάκια κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθώς και την πρωτότυπη εργασία των αρχιτεκτονικών και στατικών σχεδίων, Τεκμήρια 5 και 6, ενώ η ιδιοκτησία επ’ αυτών ανήκε στην εφεσίβλητη 1, ομόρρυθμη εταιρεία. Απερρίφθη επίσης ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των συνεταίρων ότι ο ίδιος θα πληρωνόταν με βάση τη δική του εργασία ανερχόμενη σε ποσοστό 68.31%. Παρατήρησε συναφώς το Δικαστήριο ότι εκτός από τα διάφορα έγγραφα που δεν είχαν αμφισβητηθεί, ο εφεσείων είχε εκδώσει δύο τιμολόγια, Τεκμήρια 13 και 14 προς τον συνεταιρισμό με ποσοστό αμοιβής 25%, ίσο δηλαδή μερίδιο με τους υπόλοιπους συνεταίρους, χωρίς να είχε ζητήσει διαφοροποιημένη αμοιβή.

 

Ήταν όλα τα ανωτέρω σημαντικά κατά το Δικαστήριο θέματα που οδήγησαν στην εν γένει κρίση αναξιοπιστίας της μαρτυρίας του εφεσείοντος. Αντίθετα η μαρτυρία του εφεσίβλητου 4 έγινε πλήρως δεκτή και αυτό όχι με γενικότητα, αλλά διότι εκτός της καλής εν τω Δικαστηρίω εντύπωσης που έδωσε ως μάρτυρας αληθείας, η μαρτυρία του ενισχυόταν και από τα κατατεθέντα τεκμήρια. Επομένως δεν ήταν αόριστη η αξιολόγηση. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου 4, όπως αποκαλύπτει η μελέτη των πρακτικών, ήταν σαφής στο ότι ενώ στην αρχή υπήρχε ισόποση κατανομή αμοιβής των συνεταίρων, για παράδειγμα, επί των προσχεδίων που ήταν το 25% της συνολικής αμοιβής για το όλο έργο, αλλά και για το επόμενο στάδιο της οριστικής μελέτης και σχεδίων, μετέπειτα ο εφεσείων έθεσε αντιδεοντολογικά ζήτημα αυξημένης αμοιβής μετά την τελική μελέτη χωρίς ποτέ να είχε συζητηθεί, πόσο μάλλον να συμφωνηθεί, οτιδήποτε το σχετικό μεταξύ των συνεταίρων.  Μετά δε τον Ιούλιο 2001, ο εφεσείων δεν συμμετείχε ενεργά και εργασιακά ως συνέταιρος προκαλώντας προβλήματα στον περαιτέρω χειρισμό της διεκπεραίωσης της εργασίας, η οποία έπρεπε να επανασχεδιαστεί αφού η τροποποιημένη ή ενοποιημένη έκδοση της ήταν πλέον στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του εφεσείοντος, ο οποίος αρνείτο κάθε πρόσβαση. Η χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή του εφεσείοντος είχε γίνει κατόπιν δικής του εισήγησης ώστε να μην δίδονταν εκτός [*2764]γραφείου οι εργασίες για εκτυπώσεις κλπ, αλλά να παρέμεναν εντός γραφείου με την εκτύπωση να γίνεται από δικό του εκτυπωτή που πρόσφατα είχε τότε αγοράσει και με συμφωνία να καλύπτεται το κόστος της εκτύπωσης ώστε να βοηθηθεί η απόσβεση της αγοράς. Αυτό όμως δεν είχε καμιά σχέση με την καθαυτό πνευματική εργασία του συνεταιρισμού και ιδιαίτερα της εφεσίβλητης 1, η οποία ανήκε ισότιμα σ’ όλους τους συνεταίρους.

 

Έχει αναφερθεί πλειστάκις ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση, η οποία υπό το φως της ζωντανής ατμόσφαιρας του Δικαστηρίου αποτελεί καλύτερο οδηγό, παρά η αποτύπωση της μαρτυρίας επί των πρακτικών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των μαρτύρων και είναι σε θέση να συσχετίσει την κατάθεση ενός εκάστου των μαρτύρων με τη δικογραφία ώστε να καταλήξει σε κρίση επί της αξιοπιστίας με ανάλογα ευρήματα υπό το φως και της ανθρώπινης εμπειρίας και την εν γένει λογική των πραγμάτων, (Μάκης Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Δ. Κυθραιώτη & Συνεργάτες κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106 και Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551). Βεβαίως δεν αποκλείεται η ανατροπή των ευρημάτων όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση επί των δεδομένων, (Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).

 

Στη βάση των ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε πρόβλημα με την αξιολογική κρίση του Δικστηρίου επί των δύο πρωταγωνιστών της υπόθεσης του εφεσίβλητου 4 και του εφεσείοντος.  Η μαρτυρία, τα τεκμήρια και η ολότητα των δεδομένων επέτρεπε στο Δικαστήριο εύλογα να καταλήξει στα συμπεράσματα του επί της αξιοπιστίας και να προβεί σε εκτενή καταγραφή των ευρημάτων του στο σκεπτικό αυτού. Το Δικαστήριο επαρκώς ανέλυσε τη μαρτυρία και κατέληξε στα συμπεράσματα του. 

 

Όσον αφορά το λόγο έφεσης που σχετίζεται με τη μη απόδειξη του αγωγίμου δικαιώματος της παράνομης κατακράτησης, είναι αρκετό να λεχθεί ότι το Δικαστήριο πρωτοδίκως ορθά αναφέρθηκε στο Άρθρο 37 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, το οποίο καθορίζει ότι παράνομη κατακράτηση πράγματος συνίσταται στην παράνομη κατακράτηση κινητής ιδιοκτησίας από οποιοδήποτε πρόσωπο που δικαιούται σε άμεση κατοχή αυτής.  Μάλιστα το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου προνοεί για αντι[*2765]στροφή του βάρους απόδειξης, ότι, δηλαδή, εναπόκειται στον εναγόμενο, εδώ τον εφεσείοντα, να δείξει ότι η κατακράτηση ήταν νόμιμη. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου: «Αστικά Αδικήματα – Δίκαιο και Αποφάσεις» Τόμος 1, σελ. 123 το βασικό στοιχείο του αστικού αδικήματος της κατακράτησης είναι η άρνηση επιστροφής του αντικειμένου όταν αυτή απαιτηθεί. Η κυριότητα του αντικειμένου δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγερση αγωγής με βασικό στοιχείο πάντοτε να είναι το παράνομο της κράτησης από τον μη δικαιούχο. Η κατακράτηση («detinue»), δίνει δικαίωμα στον ενάγοντα να ζητήσει και επιστροφή του αντικειμένου σε αντίθεση με την ιδιοποίηση («conversion»), η οποία δίνει δικαίωμα σε αποζημιώσεις επί προσωπικού επιπέδου, (δέστε Salmond on the Law of Torts 16η έκδ. σελ. 92-3, 96-8 και 113 και Ogus on Damages σελ. 148-9).

 

Πολύ πρόσφατα στην Gabstore Trading Ltd v. Μαϊφώσιη, (2015) 1 Α.Α.Δ. 775, ECLI:CY:AD:2015:A227, το Εφετείο αναφέρθηκε στο αστικό αδίκημα της παράνομης κατακράτησης το οποίο συντελείται όταν ο παρακρατών το πράγμα αρνείται την επιστροφή του στον ιδιοκτήτη ή τον παρεμποδίζει από την ανάληψη της κατοχής του. Εφόσον αποδεικνύεται άρνηση επιστροφής με κατάλληλη μαρτυρία το αδίκημα στοιχειοθετείται, (Sidki v. Drymotis (1962) C.L.R. 251 και Panayi v. Αρτεμίου κ.ά. (1976) J.S.C. 1-4 σελ. 510).

 

Έπεται ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, και ορθά, ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων απορρίπτοντας την προς το αντίθετο μαρτυρία του εφεσείοντος, η κατάληξη του ως προς το παράνομο της κράτησης ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Δεν είναι ορθό το επιχείρημα του εφεσείοντος ότι το Άρθρο 37 δεν καλύπτει την περίπτωση διότι αυτή αφορούσε σε πνευματική ιδιοκτησία και όχι σε πράγμα. Το πνευματικό έργο όλου του συνεταιρισμού αφορούσε τη σκέψη και τη νοητική εργασία όλων των συνεταίρων, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντος. Η πνευματική αυτή εργασία όμως δεν παρέμενε νεφελώδης και νοητική. Εκφραζόταν στη βάση αρχιτεκτονικών σχεδίων και στατικών μελετών που μεταφέρονταν σε δισκάκια. Και είναι αυτά που ο εφεσείων κατακρατούσε μη παραχωρώντας πρόσβαση στους υπόλοιπους. Εννοείται δε ότι αυτό που κατακρατούσε ο εφεσείων στην περίπτωση, δεν ήταν η εργασία των συνεταίρων πριν να δοθεί στον εφεσείοντα για επεξεργασία, αλλά η εργασία όπως αυτή τύγχανε μετέπειτα ολικής επεξεργασίας από τον εφεσείοντα ώστε η ενοποιημένη αυτή εργασία, να ανήκε στην ομόρρυθμη εταιρεία, όπως και ο ίδιος ο εφεσείων δέχεται. Ήταν η ενοποιημένη αυτή εργασία που έπρεπε να τύχει νέας επεξεργασίας [*2766]που δημιούργησε το πρόβλημα λόγω της κατακράτησης από τον εφεσείοντα, ο οποίος άλλωστε όπως σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατακρατούσε στα δισκάκια την πρωτότυπη εργασία των υπολοίπων συνεταίρων και της ομόρρυθμης εταιρείας.

 

Ως προς την αντέφεση, η οποία παρέμεινε επί επιπέδου περιγραμμάτων, χωρίς απάντηση από τον εφεσείοντα, πρέπει να λεχθούν τα εξής:

 

Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις. Αυτές έχουν την έννοια της τιμωρίας του αδικοπραγούντος όταν η συμπεριφορά του καταδεικνύει αφενός έντονη αδιαφορία για τα δικαιώματα των άλλων και αφετέρου την επίτευξη κέρδους στον ίδιο. Οι σχετικές αρχές επεξηγήθηκαν στις Παπακόκκινου ν. Κάνθερ (1982) 1 Α.Α.Δ. 65 και Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400, στην οποία λέχθηκε ότι οι αποζημιώσεις αυτές δεν είναι αναγκαίο να δικογραφούνται για να αποδοθούν, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τα δικογραφημένα γεγονότα είναι τέτοια που δικαιολογούν τη θεραπεία. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις δίδονται εκεί όπου το δικαστήριο φρονεί ότι οι συνήθεις αποζημιώσεις δεν επαρκούν, αλλά δεν στοχεύουν στην αποκατάσταση του θύματος, όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις, ενώ μπορούν να αποδοθούν και αυξημένες αποζημιώσεις που δυνατόν να είναι αρκετές να καλύψουν ιδιαίτερη βλάβη στον ενάγοντα, (Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367 και Νικολάου ν. Επίσημου Παραλήπτη (2009) 1 Α.Α.Δ. 1339).   Εδώ το Δικαστήριο δεν επιδίκασε ούτε καν τις αποζημιώσεις που οι εφεσίβλητοι θεωρούσαν διά της αγωγής τους ότι δικαιούνταν.  Επομένως δεν θα ήταν νοητό να δώσει επιπρόσθετες αποζημιώσεις υπό τύπον τιμωρίας, όσο και αν η συμπεριφορά του εφεσείοντος ήταν κατακριτέα και λανθασμένη δημιουργώντας πρόβλημα στους συνεταίρους του.

 

Γίνεται πολύς λόγος για το ποσό των ΛΚ 544,40 που το Δικαστήριο επιδίκασε προς όφελος του εφεσείοντος αναφορικά με το απλήρωτο τιμολόγιο του Τεκμηρίου 21. Οι αντεφεσείοντες προβαίνουν σε μικροσκοπική προς τούτο ανάλυση στο περίγραμμα τους, επικρίνοντας το Δικαστήριο ότι δεν έπρεπε να το αποδώσει διότι δεν είχαν με την επιστολή τους Τεκμήριο 27 αποδεχθεί τις θέσεις του εφεσείοντος ως προς τις εκτυπώσεις και το κόστος τους. Είχαν μάλιστα ζητήσει και αναθεωρημένο τιμολόγιο από τον εφεσείοντα, το οποίο όμως ουδέποτε τους απεστάλη. Όμως δεν είναι βάσιμες οι αιτιάσεις αυτές. Το Τεκμήριο 27 κα[*2767]ταγράφει στην ουσία αποδοχή του τιμολογίου αρ. 28, Τεκμήριο 21, αλλά δεν ήταν αποδεκτό ως είχε, σημειώνοντας ότι η εκτύπωση σε κανονικό χαρτί ήταν προς 35 σεντ και σε διαφανές 65 σεντ. Το Δικαστήριο εύλογα δέχθηκε αυτή τη τιμή μονάδος που οι εφεσίβλητοι καθόρισαν και τις χρησιμοποίησε για να εξάξει το οφειλόμενο ποσό με βάση τις μη αμφισβητούμενες ποσότητες των 1340 εκτυπώσεων σε κανονικό χαρτί και τις 116 εκτυπώσεις σε διαφανές χαρτί.

 

Ούτε η επίκριση για την μη απόδοση του ζητούμενου στην αγωγή διατάγματος επιστροφής είναι βάσιμη. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι οι εφεσίβλητοι είχαν στην ουσία με τη γραπτή τους αγόρευση αποσύρει ή δεν επέμεναν πλέον στην έκδοση διατάγματος διότι, «….. δεν εξυπηρετεί πλέον οποιαδήποτε διαταγή για την επιστροφή της εν λόγω ακίνητης αυτής ιδιοκτησίας/εργασίας αφού οι Ενάγοντες προς περιορισμό της ζημιάς τους και για να δυνηθούν να ανταποκριθούν στο συμβόλαιο τους …… προέβησαν στα εν λόγω μέτρα επανακατασκευής της εν λόγω εργασίας προς συνέχιση.». Αυτά, όπως διατυπώθηκαν στη γραπτή αγόρευση των εφεσιβλήτων-εναγόντων, όπου σημειώθηκε επίσης ότι είχε διαρρεύσει και μεγάλο χρονικό διάστημα από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την αγόρευση. Συνεπώς οι εφεσίβλητοι λανθασμένα επανέρχονται στο ζήτημα και οι όποιες αξιώσεις τους παρέμειναν στην επιδίκαση αποζημιώσεων.

 

Υπάρχει όμως έρεισμα στο μέρος της αντέφεσης που αφορά την αξιωθείσα εργασία για τον επανασχεδιασμό όλων των αναγκαίων σχεδίων, τη δημιουργία λεπτομερειών για κατασκευαστικούς σκοπούς, όπως και την αναθεώρηση ολόκληρου του αποχετευτικού συστήματος και του συστήματος ομβρίων υδάτων. Αυτά ήταν τα καθορισθένα στο Τεκμήριο 10 δεδομένα της επιπρόσθετης εργασίας που έγινε λόγω της κατακράτησης των πρωτοτύπων σχεδίων του έργου («tracing papers») μεταφραζόμενα σε ώρες εργασίας 250 επί ΛΚ10 ανά ώρα δηλαδή ΛΚ2.500. Αυτό το ποσό αναλογούσε στους δύο αρχιτέκτονες τους Μ. Μιχαλόπουλο και Α. Κούλλη που βεβαίως εργάζονταν για και προς όφελος συλλογικά της ομόρρυθμης εταιρείας, εφεσίβλητης 1. Με δεδομένη την αποδοχή της μαρτυρίας του Μιχαλόπουλου πλήρως, δεν υπήρχε ισχυρός λόγος απόρριψης της πιο πάνω θέσης για το κόστος του επανασχεδιασμού. Η απόφαση του Δικαστηρίου ότι δεν εξειδικευόταν, «με οποιοδήποτε τρόπο η εργασία που έγινε και πότε για τον κάθε σχεδιαστή και άλλη εργασία αναλυτικά» και άρα δεν μπορούσε το ποσό να αποδοθεί ως ειδικές αποζημιώσεις, δεν ήταν δόκιμη. Δόθηκαν εκείνες οι λεπτομέρειες που ήταν επαρκείς [*2768]υπό τα δεδομένα και στη βάση της αξιόπιστης, κατά τα άλλα, μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, το κονδύλι αυτό έπρεπε να δοθεί.

 

Το ίδιο ισχύει και για το άλλο μέρος αυτής της αξίωσης των ΛΚ3.000 που αντιπροσωπεύεται από το Τεκμήριο 12. Αφορά τους στατικούς και αντισεισμικούς υπολογισμούς για τα κτίρια της Α΄ φάσης και συγκεκριμένα το κτίριο της διοίκησης, τις πτέρυγες διδασκαλίας και των εργαστηρίων, το αμφιθέατρο και το κυλικείο.  Εκτιμήθηκαν οι ώρες εργασίας στις 300 με ΛΚ10 ανά ώρα, ίσον ΛΚ3.000. Επομένως και αυτό το κονδύλι ήταν λογικό να αποδοθεί στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων εφόσον ήταν δεδομένο ότι είχαν γίνει νέοι υπολογισμοί και η μαρτυρία και ως προς την πτυχή έγινε αποδεκτή.

 

Οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει βεβαίως να εξειδικεύονται και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, αλλά είναι δυνατή η απόδοση αποζημίωσης όταν η μαρτυρία είναι αξιόπιστη, αλλά υπολείπεται σε επάρκεια διότι όπου είναι αποδεκτό ότι έχει προκληθεί ζημιά, ο παραβάτης δεν πρέπει να απαλλάσσεται. Το Δικαστήριο μπορεί να καθορίζει ένα ποσό στη βάση της όλης εικόνας ως εύλογο υπό τις περιστάσεις (Πέτρου ν. Γαλάνη (2009) 1 Α.Α.Δ. 84 και Chaplin v. Hicks [1911] 2 Κ.Β. 786).

 

Τέλος, είναι απορριπτέος ο λόγος έφεσης ως προς τη μη επιδίκαση εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 και εναντίον του εφεσείοντος λόγω της απόρριψης της ανταπαίτησης του εναντίον τους. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη βάση του ότι η απαίτηση και η ανταπαίτηση είχαν συνεκδικαστεί. Δεν δικαιολογείτο επομένως άλλου είδους διαταγή εφόσον δεν είχαν γίνει ιδιαίτερες και χωριστές διαδικασίες στο Δικαστήριο μεταξύ εφεσείοντος και εφεσιβλήτων 2, 3 και 4.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Η αντέφεση επιτυγχάνει στην έκταση που έχει καθοριστεί ανωτέρω στο σκεπτικό, ήτοι, εκδίδεται περαιτέρω απόφαση εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων στο ποσό των ΛΚ5.500 ή το αντίστοιχο σε €9.397,31.

 

Οι εφεσίβλητοι δικαιούνται πρωτοδίκως σε έξοδα επί της αυξημένης κλίμακας στην οποία εμπίπτει το συνολικό ποσό των €10.442,47 αφαιρουμένων όμως των εξόδων που αναλόγισαν στο αρχικό ποσό που πρωτοδίκως είχε αποδοθεί των €1.025,16.

[*2769]Τα έξοδα επί της έφεσης και αντέφεσης εφόσον συνεκδικάστηκαν από κοινού επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται και η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς, με έξοδα από κοινού.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο