Χωματένος Χαράλαμπος Κύπρου ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Ελέγκως Κύπρου Χωματένου και του αποβιώσαντος Κύπρου Χαραλάμπους Χωματένου ν. Λουκά Παναγιώτου Σταυρινού (2015) 1 ΑΑΔ 2825

ECLI:CY:AD:2015:A838

(2015) 1 ΑΑΔ 2825

[*2825]17 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΣ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΕΛΕΓΚΩΣ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΥ, (ΑΡ. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 231/1994, Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΑΣ),

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΣ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΧΩΜΑΤΕΝΟΥ, (ΑΡ. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 263/1987, Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΑΣ),

 

Εφεσείων - Εναγόμενος,

 

v.

 

ΛΟΥΚΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου - Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 62/2011)

 

 

Αδικαιολόγητος πλουτισμός ― Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση προς όφελος του Εφεσίβλητου για επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.2.000 που πληρώθηκε στον Εφεσείοντα 2, ήταν σύμφωνα με το Εφετείο, ορθή και συνήδε απόλυτα με τις αρχές που διέπουν το δόγμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το οποίο είναι διάχυτο και στα Άρθρα 70, 72 και 195 του Κεφ. 149, τα οποία επίσης ετύγχαναν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση.

 

Δεδικασμένο ― Όταν ένα επίδικο γεγονός αποφασιστεί σε δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων και το ίδιο γεγονός επανεμφανιστεί σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, εγείρεται θέμα δεδικασμένου ― Η σχετική αρχή δεν εφαρμόζεται μόνο σε ζητήματα που έχουν εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, αλλά επεκτείνεται και σε ζητήματα που θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί στην πρώτη διαδικασία.

 

Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Απαίτηση εναντίον περιουσίας αποβιώσαντος ― Άρθρο 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 ― Αποσκοπεί κυρίως στο να αποθαρρύνει την υποβολή πλασματικών απαιτήσεων εναντίον της περιουσίας αποβιώσαντος.

[*2826]Συμβάσεις ― Αντιπροσωπεία ― Απόδοση λογαριασμών ― Αφορά κυρίως σε περιπτώσεις εμπορευομένων ή αντιπροσώπων, όπου υπάρχει μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης από την οποία προέρχεται και το καθήκον για τήρηση ορθών λογαριασμών για κάθε συναλλαγή, ώστε να γνωρίζει το άλλο μέρος τα ποσά που εισπράχθηκαν εκ μέρους του ― Από τη στιγμή που ένα πρόσωπο θεωρηθεί ότι θα έπρεπε να τηρεί λογαριασμούς, το αγώγιμο δικαίωμα της απόδοσης λογαριασμών συνήθως εγείρεται μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία που το άλλο μέρος ζήτησε να του δοθούν λογαριασμοί ― Σε αρκετές περιπτώσεις απαιτείται και να δικογραφούνται λεπτομέρειες των ποσών που ζητούνται.

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Ελέγκω Κ. Χωματένου ήταν ιδιοκτήτρια του 1/6 εξ αδιαιρέτου μεριδίου συγκεκριμένου κτήματος, στο χωριό Σια. Τα υπόλοιπα 5/6 μεριδίου, είχαν ήδη αποκτηθεί από τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα, από τα αδέλφια της Ελέγκως Χωματένου. Στα πλαίσια πωλητηρίου εγγράφου, ημερ. 26.6.1985, πώλησε στον Εφεσίβλητο το 1/6 μερίδιο που κατείχε στο κτήμα, για το ποσό των Λ.Κ.3.000, το οποίο συμφωνήθηκε να πληρωθεί με δόσεις και να εξοφληθεί το αργότερο μέσα σε ένα χρόνο από της υπογραφής του συμβολαίου. Η μεταβίβαση συμφωνήθηκε να γίνει με την εξόφληση του τιμήματος αγοράς. Όπως ισχυρίστηκε ο Εφεσίβλητος, λόγω άγνοιας του Νόμου δεν κατέθεσε το πωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο.

 

Ισχυρίστηκε δε περαιτέρω, ότι έναντι του τιμήματος αγοράς κατέβαλε το ποσό των Λ.Κ.2.000. Οι τρεις τελευταίες πληρωμές πιστοποιήθηκαν με χειρόγραφες σημειώσεις στο πίσω μέρος του πωλητηρίου συμβολαίου και υπογράφει ο Κύπρος Χ. Χωματένος, σύζυγος της Ελέγκως Κ. Χωματένου, ότι παρέλαβε τα ποσά έναντι του τιμήματος αγοράς. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου, ο Κύπρος Χωματένος καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της συζύγου του. Στο μεταξύ, στις 22.10.1987 απεβίωσε ο Κύπρος Χ. Χωματένος και διορίστηκε Διαχειριστής ο Εφεσείων 1.

 

Ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι επανειλημμένως κάλεσε την αποβιώσασα Ελέγκω Χωματένου, να προσέλθει στο Κτηματολόγιο για να του μεταβιβάσει το μερίδιο, αλλά αυτή αρνείτο. Μετά την τελευταία άρνησή της στις 24.7.1990, ο Εφεσίβλητος αναγκάστηκε να την εναγάγει, καταχωρώντας την Αγωγή 11026/1990, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, (α) ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και (β) ποσό Λ.Κ.2.000 που εισέπραξε μέσω του συζύγου της, δυνάμει του πωλητηρίου εγγράφου έναντι του τιμήματος πώλησης και (γ) αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας. Το 1994 απεβίωσε και η Ελέγκω Χωματένου και Διαχειριστής της διορίστηκε ο Εφεσείων 2 που [*2827]ήταν και ο Διαχειριστής της περιουσίας του συζύγου της. Στις 12.3.1999 το δικαστήριο απέρριψε την Αγωγή 11026/1990, καθότι δεν προσφέρθηκε ικανοποιητική μαρτυρία αναφορικά με την υπογραφή της Ελέγκως Χωματένου επί του πωλητηρίου εγγράφου.  Όμως το δικαστήριο απορρίπτοντας την Αγωγή εναντίον της Ελέγκως Χωματένου, δεν διέταξε να επιστραφούν από την περιουσία της τα χρήματα που ο σύζυγός της εισέπραξε εκ μέρους της.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο Εφεσίβλητος αναγκάστηκε να εγείρει νέα Αγωγή (την υπό έφεση) εναντίον του Εφεσίβλητου, Διαχειριστή της περιουσίας της Ελέγκως Χωματένου και του Κύπρου Χωματένου, για να ανακτήσει το ποσό των Λ.Κ.2.000 που κατέβαλε στον Κύπρο Χ. Χωματένο για λογαριασμό της συζύγου του. Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του, ο Κύπρος Χ. Χωματένος και/ή η σύζυγός του, πλούτισαν αδικαιολόγητα.

 

Με την Έκθεση Υπεράσπισής τους οι Εφεσείοντες 1 και 2 ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η Αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω του δεδικασμένου που προέκυπτε από την απόφαση του δικαστηρίου στην Αγωγή 11026/1990. Άνευ βλάβης της προδικαστικής ένστασης, οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η Ελέγκω Χωματένου ουδέποτε συνήψε οποιαδήποτε συμφωνία με τον Εφεσίβλητο και ότι αυτό επιβεβαιώνεται από την πιο πάνω απόφαση, το δεδικασμένο της οποίας κάλυπτε και το ποσό των Λ.Κ.2.000. Περαιτέρω, ο Εφεσείων 1 ανταπαίτησε και αξίωσε, μεταξύ άλλων, διάταγμα όπως ο Εφεσίβλητος παύσει να επεμβαίνει και να καρπούται το 1/6 μερίδιο του κτήματος, αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και απόδοση στον Εφεσείοντα 1 λογαριασμού για την κάρπωση του κτήματος από το 1986.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε θετικά τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου και της συζύγου του, Μ.Ε.2, κατέληξε ότι το ποσό των Λ.Κ.2.000 πληρώθηκε στην Ελέγκω Χωματένου, μέσω του αποβιώσαντος συζύγου της Κύπρου Χωματένου, για την αγορά του πιο πάνω μεριδίου. Έκρινε επίσης ότι ο Κύπρος Χωματένος πλούτισε αδικαιολόγητα και εξέδωσε απόφαση υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα 2 για το ποσό των €3.417,20 (Λ.Κ.2.000), πλέον νόμιμο τόκο.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγοι έφεσης 1 και 6:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε την Αγωγή, λόγω του δεδικασμένου που προέκυπτε από την Αγωγή 11026/1990 που [*2828]είχε εγείρει ο ίδιος Εφεσίβλητος εναντίον των ίδιων Εφεσειόντων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο λόγος έφεσης περί δεδικασμένου δεν ευσταθούσε. Στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα περιπλέχθηκαν ως προς το δεδικασμένο με την εσφαλμένη ενέργεια του δικηγόρου του Εφεσιβλήτου να συμπεριλάβει στη δεύτερη Αγωγή και τον διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Ελέγκως Χωματένου, Εφεσείοντα 1.

 

2.  Εφόσον στην πρώτη Αγωγή 11026/1990 αποφασίστηκε ότι η Ελέγκω Χωματένου δεν είχε υπογράψει το πωλητήριο και ότι τα χρήματα που εισπράχθηκαν τα εισέπραξε ο Κύπρος Χωματένος, η δεύτερη Αγωγή θα έπρεπε να είχε εγερθεί μόνο εναντίον του Εφεσείοντα 2-διαχειριστή της περιουσίας του Κύπρου Χωματένου.

 

3.  Αν γινόταν αυτό, δεν θα υπήρχε θέμα συζήτησης για την ύπαρξη δεδικασμένου, εφόσον αναμφίβολα δεν θα υπήρχε ταύτιση διαδίκων. Επομένως, ως προς το ποσό των Λ.Κ.2.000, η Αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί εναντίον του Εφεσείοντα 1, διαχειριστή της Ελέγκως Χωματένου. Το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα 2 ως διαχειριστή της περιουσίας του Κύπρου Χωματένου, χωρίς όμως να αναφέρει οτιδήποτε για την τύχη της Αγωγής εναντίον του Εφεσείοντα 1, ο οποίος ενεργούσε ως διαχειριστής της περιουσίας της Ελέγκως Χωματένου.

 

4.  Όμως το γεγονός ότι στην Αγωγή είχε προστεθεί και ο διαχειριστής της Ελέγκως Χωματένου, δεν δημιουργούσε οποιοδήποτε πρόβλημα ως προς την αξίωση εναντίον του διαχειριστή του Κύπρου Χωματένου, ο οποίος δεν ήταν διάδικος στην πρώτη διαδικασία (Αγωγή 11026/1990) στην οποία τα επίδικα ζητήματα δεν ήταν τα ίδια.

 

5.  Μπορεί φαινομενικά να ήταν όμοια, αλλά δεν ήταν τα ίδια. Επίδικο θέμα στην πρώτη Αγωγή ήταν η ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και διαζευκτικά η επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.2.000 από την Ελέγκω Χωματένου. Το δικαστήριο στην Αγωγή 11026/1990 κατέληξε ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία ότι εμπλέκετο η Ελέγκω Χωματένου, οπότε δεν ετίθετο θέμα επιστροφής χρημάτων.

 

6.  Από τη στιγμή που κρίθηκε ότι η Ελέγκω Χωματένου δεν εμπλέκετο, κακώς το δικαστήριο στην Αγωγή 11026/1990 προχώρησε [*2829]στο να διατυπώσει obiter άποψη ως προς το ακριβές ποσό που πληρώθηκε από τον Εφεσίβλητο στον Κύπρο Χωματένο, ο οποίος δεν ήταν διάδικος σε εκείνη την Αγωγή.

 

7.  Ήταν φανερό από τα πιο πάνω, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, εφόσον δεν ικανοποιείτο τουλάχιστον μια από τις προϋποθέσεις, δηλαδή ότι οι διάδικοι και στις δύο διαδικασίες θα πρέπει να είναι οι ίδιοι. Ο Κύπρος Χωματένος ή ο διαχειριστής του, δεν ήταν διάδικος στην πρώτη διαδικασία και επομένως δεν μπορούσε να δεσμεύεται με τα όσα αποφασίστηκαν στην πρώτη διαδικασία.

 

Λόγος έφεσης 2:

 

Από τη στιγμή που ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ο Κύπρος Χωματένος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της αποβιωσάσης συζύγου του, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την απαίτηση εναντίον του Εφεσείοντα 2 στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι γεγονός ότι ο ισχυρισμός για καταβολή των ποσών διατυπώνεται στην Έκθεση Απαίτησης διαζευκτικά, χωρίς όμως να αναφέρεται η λέξη «προσωπικά». Αυτό όμως δεν επηρεάζει, καθότι είναι σαφής ο διαζευκτικός ισχυρισμός εναντίον του Κύπρου Χωματένου.

 

2.  Το ένα σκέλος του ισχυρισμού, ότι τα ποσά καταβλήθηκαν για λογαριασμό της συζύγου του, έχει ήδη κριθεί στην Αγωγή 11026/1990, στην οποία το δικαστήριο ανέφερε ότι ο Εφεσίβλητος:- «απέτυχε να αποδείξει ότι συμβλήθηκε με την αποβιώσασα Ελέγκω Χωματένου .. για την αγορά του κτήματος. Το πιο πάνω ποσό όμως των Λ.Κ.1.500 καταβλήθηκε στον Κύπρο Χωματένο, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία και ως εκ τούτου δεν έχω εξουσία να διατάξω την επιστροφή του.»

 

3.  Ο Εφεσείων 2 φαίνεται να επιδοκιμάζει και ταυτόχρονα να αποδοκιμάζει. Από τη μια επιμένει ότι η Ελέγκω δεν είχε καμία σχέση με την πώληση του κτήματος, αλλά ταυτόχρονα διατυπώνει την άποψη ότι τα ποσά που εισέπραξε ο σύζυγός της, τα εισέπραξε για λογαριασμό της και ως εκ τούτου ο Εφεσείων 2, ως διαχειριστής πλέον του Κύπρου Χωματένου, δεν έχει οποιαδήποτε ευθύνη για να επιστρέψει τα ποσά που εισέπραξε, εφόσον ενεργούσε για τη σύζυγό του και όχι προσωπικά.

[*2830]4.    Οι θέσεις αυτές δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτές. Με βάση τα αποφασισθέντα στην Αγωγή 11026/1990 που αποτελούν δεδικασμένο, δεν αποδείχθηκε με ικανοποιητική μαρτυρία ότι η Ελέγκω Χωματένου συμβλήθηκε με τον Εφεσίβλητο ή ότι ο σύζυγός της ενεργούσε ως αντιπρόσωπός της.

 

5.  Επομένως, το μόνο που είχε το δικαστήριο να αποφασίσει στην υπό έφεση Αγωγή, ήταν κατά πόσον ο Κύπρος Χωματένος ο οποίος εισέπραξε τα επίδικα ποσά, είναι υπόχρεος να τα επιστρέψει δυνάμει του δόγματος του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

6.  Σύμφωνα με το Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, «αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν οτιδήποτε, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε.»

 

7.  Υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων δημιουργείται επίσης τόσο δυνάμει του Άρθρου 72 του Κεφ. 149, εφόσον τα χρήματα καταβλήθηκαν από τον Εφεσίβλητο συνεπεία πλάνης ότι ο Κύπρος Χωματένος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της συζύγου του, όσο και δυνάμει του Άρθρου 195 που αφορά την ευθύνη ψευδοαντιπροσώπου.

 

Λόγοι έφεσης 3, 4 και 5:

 

Μαρτυρία και επίπεδο απόδειξης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο Εφεσείων παραπονείτο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε ότι η Αγωγή στρεφόταν εναντίον αποβιωσάντων προσώπων και ότι δυνάμει του Άρθρου 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, απαιτείτο ενισχυτική μαρτυρία για να αποδειχθεί η απαίτηση, ότι εσφαλμένα δέχθηκε μαρτυρία η οποία ενόψει των περιστάσεων της υπόθεσης θα έπρεπε να είχε απορριφθεί και ότι έλαβε υπόψη γεγονότα που δεν είχαν αποδειχθεί με μαρτυρία ενώπιόν του και γενικώς παρερμήνευσε την ενώπιον του μαρτυρία. Κανένας από τους τρεις λόγους έφεσης δεν ευσταθούσε.

 

2.  Ως προς τον τρίτο λόγο έφεσης, υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου αρκετή ενισχυτική μαρτυρία που αφ’ εαυτής μπορούσε με ασφάλεια να προβεί σε ευρήματα.

[*2831]3.    Πέραν τούτου, τα γεγονότα φαίνεται να καλύπτονταν από το δεύτερο σκέλος του Άρθρου 7 του Κεφ. 9, το οποίο προβλέπει ότι ο κανόνας για ενισχυτική μαρτυρία διαφοροποιείται στις περιπτώσεις που φαίνεται ή αποδεικνύονται περιστατικά που καθιστούν την αξίωση εκ των προτέρων πιθανή ή που μεταθέτουν το βάρος της αναίρεσης αυτής στους αντιπροσώπους του αποθανόντα, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

 

4.  Στην προκειμένη περίπτωση η δικαστική διαμάχη (Αγωγή Αρ. 11026/1990), ξεκίνησε προτού η Ελέγκω και ο Κύπρος Χωματένος αποβιώσουν και επομένως η αξίωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως πλασματική, είτε ως ύποπτη ή ότι ο Εφεσίβλητος είχε απώτερο σκοπό να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι τα δύο πιο πάνω πρόσωπα δεν είναι πλέον εν ζωή για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

 

5.  Ούτε υπήρχε έρεισμα στο παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε αντίγραφο του πωλητηρίου αντί του πρωτότυπου, χωρίς να δοθεί επαρκής εξήγηση.

 

6.  Ούτε το παράπονο ότι το δικαστήριο παρερμήνευσε τη μαρτυρία, ευσταθούσε.

 

Λόγοι έφεσης 7-10:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέδωσε απόφαση  στην ανταπαίτηση θεωρώντας ότι, ενόψει της υπέρ του απόφασης του δικαστηρίου στην ανταπαίτηση στην Αγωγή 11026/1990, δεν μπορούσε να προωθεί τα ίδια ζητήματα και στην παρούσα αγωγή.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ανεξάρτητα από την ορθότητα των αποφασισθέντων στην Αγωγή 11026/1990, η παρούσα αξίωση για έκδοση νέου διατάγματος παράνομης επέμβασης εναντίον συνιδιοκτήτη δεν θα ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση.

 

2.  Ο Εφεσείων δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε αυθεντία ότι αυτό θα ήταν νομικά δυνατό. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν δικαιολογείτο η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων στην ανταπαίτηση, ήταν ορθή.

 

3.  Αναφορικά με την απαίτηση για απόδοση λογαριασμών, με βάση τις νομολογημένες αρχές, η απόφαση του δικαστηρίου να μην [*2832]εγκρίνει την αξίωση για απόδοση λογαριασμών, ήταν απόλυτα ορθή. Με τα όσα καταγράφει το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του, είναι φανερό ότι δεν ικανοποιήθηκε ότι ο Εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να τηρεί λογαριασμούς. Όπως εξήγησε, δεν υπήρξε επαρκής μαρτυρία που να αποδείκνυε ότι ο Εφεσίβλητος χρησιμοποιούσε ολόκληρο το κτήμα κατ' αποκλεισμό του νόμιμου ιδιοκτήτη του 1/6 μεριδίου.

 

4.  Επίσης, ορθά σημείωσε ότι πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ολοκληρωτική χρήση του κτήματος, δεν αποδείχθηκε με επαρκή μαρτυρία η ύπαρξη κερδών από την καλλιέργεια των ελαιόδεντρων, ώστε να τίθετο θέμα τήρησης και στη συνέχεια μετά από σχετικό αίτημα, απόδοσης λογαριασμών.

 

5.  Ακόμη και διαφορετική να ήταν η κατάληξη, ο Εφεσείων 1, μετά την απόσυρση της παρόμοιας αξίωσης κατά την εκδίκαση της Αγωγής 11026/1990, ενδεχομένως να αντιμετώπιζε θέμα κωλύματος στη διεκδίκηση της συγκεκριμένης θεραπείας. Η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματα του ή την επιχειρηματολογία του οτιδήποτε που θα μπορούσε να στηρίζει την υπόθεση ή υπεράσπισή του, τον εμποδίζει από του να ξεκινήσει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ό,τι παραλείφθηκε.

 

6.  Μόνο σε περίπτωση που ο Εφεσείων 1 δικογραφούσε νέα γεγονότα ενδεχομένως να μπορούσε να αποφύγει το κώλυμα που φαίνεται να δημιουργείται από την απόσυρση σε προηγούμενη διαδικασία παρόμοιου αιτήματος.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

K.S.R. Comercio Ε Industria De Papel S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309,

 

Theori a.ο. v. Djoni a.ο. (1984) 1 C.L.R. 296,

 

Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670,

 

Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1868,

 

Χριστοφή (Παπέττας) ν. Σ. & Μ. Φλοκκάς Λτδ κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1703,

[*2833]Kakoullou a.ο. v. Kakoulli (1985) 1 C.L.R. 335,

 

Γρηγορίου ν. Γαβριήλ κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2263,

 

Kemp v. Goldberg [1887] 36 Ch D 505,

 

Sharer v. Wallace [1950] 2 All ER 463,

 

Θεοδώρου ν. Μάντη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1036,

 

Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2008) 1(B) Α.Α.Δ. 1298.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2242/2005), ημερομ. 11/1/2011.

 

Μ. Κωνσταντινίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Πετουφάς, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔIKAΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το ιστορικό της διαφοράς ανάγεται στο 1985 και οι διάδικοι περιπλέχτηκαν σε διάφορες δικαστικές διαδικασίες τα τελευταία 30 χρόνια. Τα γεγονότα δεν είναι περίπλοκα, αλλά με τον τρόπο που καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εύκολο να γίνουν κατανοητά. Γι’ αυτό θα τα παραθέσουμε όπως προκύπτουν από το φάκελο, ώστε να γίνει καλύτερα κατανοητή η επίδικη διαφορά.

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Ελέγκω Κύπρου Χωματένου ήταν ιδιοκτήτρια του 1/6 εξ αδιαιρέτου μεριδίου συγκεκριμένου κτήματος, στο χωριό Σια. Τα υπόλοιπα 5/6 μεριδίου, είχαν ήδη αποκτηθεί από τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα, από τα αδέλφια της Ελέγκως Χωματένου. Στα πλαίσια πωλητηρίου εγγράφου, ημερ. 26.6.1985, η Ελέγκω Κ. Χωματένου πώλησε στον Εφεσίβλητο το 1/6 μερίδιο που κατείχε στο κτήμα, για το ποσό των Λ.Κ.3.000, το οποίο συμφωνήθηκε να πληρωθεί με δόσεις και να εξοφληθεί το αργότερο μέσα σε ένα χρόνο από της υπογραφής του συμβο[*2834]λαίου. Η μεταβίβαση συμφωνήθηκε να γίνει με την εξόφληση του τιμήματος αγοράς. Όπως ισχυρίζεται ο Εφεσίβλητος, λόγω άγνοιας του Νόμου δεν κατέθεσε το πωλητήριο έγγραφο στο Κτηματολόγιο.

 

Ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι έναντι του τιμήματος αγοράς κατέβαλε το ποσό των Λ.Κ.2.000 (Λ.Κ.500 κατά την υπογραφή του Συμβολαίου, Λ.Κ.500 με την επιταγή 232288 στις 24.4.1986, Λ.Κ.500 στις 24.8.1986 με την επιταγή 239351 και ποσό Λ.Κ.500 στις 6.6.1987 με την επιταγή 469177). Οι τρεις τελευταίες πληρωμές πιστοποιούνται με χειρόγραφες σημειώσεις στο πίσω μέρος του πωλητηρίου συμβολαίου και υπογράφει ο Κύπρος Χ. Χωματένος, σύζυγος της Ελέγκως Κ. Χωματένου, ότι παρέλαβε τα ποσά έναντι του τιμήματος αγοράς. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου, ο Κύπρος Χωματένος καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της συζύγου του. Στο μεταξύ, στις 22.10.1987 απεβίωσε ο Κύπρος Χ. Χωματένος και διορίστηκε Διαχειριστής ο Εφεσείων 1.

 

Ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι επανειλημμένως κάλεσε την αποβιώσασα Ελέγκω Χωματένου, να προσέλθει στο Κτηματολόγιο για να του μεταβιβάσει το μερίδιο, αλλά αυτή αρνείτο. Μετά την τελευταία άρνησή της στις 24.7.1990, ο Εφεσίβλητος αναγκάστηκε να την εναγάγει, καταχωρώντας την Αγωγή 11026/1990, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, (α) ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και (β) ποσό Λ.Κ.2.000 που εισέπραξε μέσω του συζύγου της, δυνάμει του πωλητηρίου εγγράφου έναντι του τιμήματος πώλησης και (γ) αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας. Το 1994 απεβίωσε και η Ελέγκω Χωματένου και Διαχειριστής της διορίστηκε ο Εφεσείων 2 που ήταν και ο Διαχειριστής της περιουσίας του συζύγου της. Στις 12.3.1999 το δικαστήριο απέρριψε την Αγωγή 11026/1990, καθότι δεν προσφέρθηκε ικανοποιητική μαρτυρία αναφορικά με την υπογραφή της Ελέγκως Χωματένου επί του πωλητηρίου εγγράφου. Όμως το δικαστήριο απορρίπτοντας την Αγωγή εναντίον της Ελέγκως Χωματένου, δεν διέταξε να επιστραφούν από την περιουσία της τα χρήματα που ο σύζυγός της εισέπραξε εκ μέρους της.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο Εφεσίβλητος αναγκάστηκε να εγείρει νέα Αγωγή (υπό έφεση) εναντίον του Εφεσίβλητου, Διαχειριστή της περιουσίας της Ελέγκως Χωματένου και του Κύπρου Χωματένου, για να ανακτήσει το ποσό των Λ.Κ.2.000 που κατέβαλε στον Κύπρο Χ. Χωματένο για λογαριασμό της συζύγου του. Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του, ο Κύπρος Χ. [*2835]Χωματένος και/ή η σύζυγός του, πλούτισαν αδικαιολόγητα.

 

Με την Έκθεση Υπεράσπισής τους οι Εφεσείοντες 1 και 2 ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η Αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί λόγω του δεδικασμένου που προκύπτει από την απόφαση του δικαστηρίου στην Αγωγή 11026/1990. Άνευ βλάβης της προδικαστικής ένστασης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η Ελέγκω Χωματένου ουδέποτε συνήψε οποιαδήποτε συμφωνία με τον Εφεσίβλητο και ότι αυτό επιβεβαιώνεται από την πιο πάνω απόφαση, το δεδικασμένο της οποίας καλύπτει και το ποσό των Λ.Κ.2.000. Περαιτέρω, ο Εφεσείων 1 ανταπαιτεί και αξιώνει, μεταξύ άλλων, διάταγμα όπως ο Εφεσίβλητος παύσει να επεμβαίνει και να καρπούται το 1/6 μερίδιο του κτήματος, αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και απόδοση στον Εφεσείοντα 1 λογαριασμού για την κάρπωση του κτήματος από το 1986.

 

Ο Εφεσίβλητος αρνείται την ανταπαίτηση και ιδιαίτερα ότι επεμβαίνει στο μερίδιο του Εφεσείοντα και παραπέμπει στην αίτηση για παρακοή που καταχώρησε ο Εφεσείων 1 στα πλαίσια της Αγωγής 11026/1990 η οποία απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε και η έφεση του Εφεσείοντα 1.

 

Για τον Εφεσίβλητο, πλην του ίδιου κατέθεσε και η σύζυγός του, ενώ για τον Εφεσείοντα κατέθεσε ο ίδιος και μια Λειτουργός για το ΟΓΑ, η μαρτυρία της οποίας κρίθηκε μη βοηθητική. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε θετικά τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου και της συζύγου του, Μ.Ε.2, βρήκε ότι το ποσό των Λ.Κ.2.000 πληρώθηκε στην Ελέγκω Χωματένου, μέσω του αποβιώσαντος συζύγου της Κύπρου Χωματένου, για την αγορά του πιο πάνω μεριδίου. Έκρινε επίσης ότι ο Κύπρος Χωματένος πλούτισε αδικαιολόγητα και εξέδωσε απόφαση υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα 2 για το ποσό των €3.417,20 (Λ.Κ.2.000), πλέον νόμιμο τόκο.

 

Ο Εφεσείων 1 με τους πιο κάτω έντεκα λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.

 

Λόγοι έφεσης 1 και 6 – Δεδικασμένο

 

Ο Εφεσείων 1 ως διαχειριστής της περιουσίας της Ελέγκως Χωματένου, διατυπώνει παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε την Αγωγή εναντίον του, λόγω του δεδικασμένου που προκύπτει από την Αγωγή 11026/1990 που είχε εγείρει ο ίδιος Εφεσίβλητος εναντίον των ίδιων Εφεσειόντων.

[*2836]Το πρωτόδικο δικαστήριο επί του θέματος αναφέρει στη σελίδα 5 της απόφασής του ότι:-

 

«ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ

 

Δεν θεωρώ ότι έχει δημιουργηθεί ζήτημα δεδικασμένου στην αγωγή διότι ο εναγόμενος στην αγωγή αυτή είναι διαφορετικός από την αγωγή 11026/1990.

 

Στην αγωγή 11026/1990 ο ενάγοντας διεκδικούσε αποζημιώσεις και ειδική εκτέλεση για το κτήμα υπό την ιδιοκτήτρια του κτήματος Ελέγκω Κύπρου Χωματένου. Το Δικαστήριο στη σελ. 5 της απόφασης της αγωγής 11026/1990 έκανε το ακόλουθο εύρημα: «Το πιο πάνω ποσόν όμως των ΛΚ1500.00 καταβλήθηκε στον Κύπρο Χωματένο που δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία και ως εκ τούτου δεν έχω την εξουσία να διατάξω την επιστροφή του.»

 

Η παρούσα αγωγή στρέφεται εναντίον του διαχειριστή του Κύπρου Χωματένου και αφορά την επιστροφή του ποσού που καταβλήθηκε στον Κύπρο Χωματένο για αγορά του κτήματος.  Δεν ταυτίζονται οι διάδικοι της αγωγής 11026/1990 με τους διάδικους της παρούσας αγωγής.

 

Στην απόφαση Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1868 επεξηγήθηκε ότι η απόρριψη αγωγής επιφέρει τη λύση διαφοράς της αγωγής και καθιστά το αγώγιμο δικαίωμα δεδικασμένο. Το δεδικασμένο θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας. Το δεδικασμένο προκύπτει όποτε υπάρχει ταυτότητα των συμφερόντων (δηλαδή τα επίδικα ζητήματα της μίας αγωγής είναι τα ίδια με την δεύτερη αγωγή) και ταυτότητα των διαδίκων. Η δέσμευση που προκύπτει από το δεδικασμένο βαρύνει μόνο τους διαδίκους και τους διαδόχους των διαδίκων.

 

Η αγωγή 11026/1990 στρεφόταν εναντίον της Ελέγκως Κύπρου Χωματένου ως ιδιοκτήτρια του 1/6 μεριδίου εξ’ αδιαιρέτου του επίδικου κτήματος. Η παρούσα αγωγή στρέφεται εναντίον του διαχειριστή του Κύπρου Χωματένου υπό την ιδιότητά του ως διάδοχος του Κύπρου Χωματένου. Επομένως δεν υπάρχει ταύτιση των διαδίκων της παρούσας αγωγής με την αγωγή 11026/1990. Παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των γεγονότων και της μαρτυρίας των δύο αγωγών είναι το ίδιο δεν έχει δημιουργηθεί ταύτιση των επίδικων θεμάτων. Στην πρώτη αγωγή ο ενάγοντας ζητούσε θεραπεία έναντι της ιδιοκτήτριας του ακι[*2837]νήτου βάσει γραπτού αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Στην παρούσα αγωγή ο ενάγοντας έχει στραφεί εναντίον μη συμβαλλόμενου προσώπου για να του επιστρέψει τα χρήματα που του έδωσε, και δεν του τα χάρισε, χωρίς αντιπαροχή.

 

Εφόσον δεν δημιουργείται ζήτημα δεδικασμένου τα όποια ευρήματα άλλου Δικαστηρίου επί των ιδίων γεγονότων δεν δεσμεύουν το παρόν Δικαστήριο. Σημειώνεται όμως ότι τα σχετικά ευρήματα στην υπόθεση 11026/1990 δεν θα προωθούσαν καθόλου την υπόθεση της υπεράσπισης αφού σε εκείνη την υπόθεση έγινε εύρημα ότι ο ενάγοντας πράγματι έδωσε στον Κύπρο Χωματένο χρήματα για να αγοράσει το κτήμα.»

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η αρχή του δεδικασμένου αποτελεί δημιούργημα του δικαίου της επιείκειας και προέκυψε από την ανάγκη να δίδεται τέλος στην αντιδικία. Η αρχή υιοθετήθηκε από την κυπριακή νομολογία σε πολλές υποθέσεις. Περιοριζόμαστε να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από την υπόθεση K.S.R. Comercio Ε Industria De Papel S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309 στην οποία η αρχή συνοψίζεται στη σελίδα 312 ως ακολούθως:-

 

«Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου, η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματα του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε, ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίζει την υπόθεση ή υπεράσπισή του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ό,τι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ’ επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνιση τους. Έτσι, η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα….….….….….….….….….….….….….…»

 

Επίσης στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 15, σελ. 184, αναφέρεται ότι όταν ένα επίδικο γεγονός αποφασιστεί σε δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων και το ίδιο γεγονός επανεμφανιστεί σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, εγείρεται θέμα δεδικασμένου. Όμως η σχετική αρχή δεν εφαρμόζεται μόνο σε ζητήματα που έχουν εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, αλλά επεκτείνεται και σε ζητήματα που θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί στην πρώτη διαδικασία (βλ. Theori a.ο. v. Djoni a.ο. (1984) 1 C.L.R. 296, Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1868 και Χριστοφή (Παπέττας) ν. [*2838]Σ. & Μ. Φλοκκάς Λτδ κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1703).

 

Στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα περιπλέχθηκαν ως προς το δεδικασμένο με την εσφαλμένη κατά την άποψή μας ενέργεια του δικηγόρου του Εφεσιβλήτου να συμπεριλάβει στη δεύτερη Αγωγή και τον διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Ελέγκως Χωματένου, Εφεσείων 1. Εφόσον στην πρώτη Αγωγή 11026/1990 αποφασίστηκε ότι η Ελέγκω Χωματένου δεν είχε υπογράψει το πωλητήριο και ότι τα χρήματα που εισπράχθηκαν τα εισέπραξε ο Κύπρος Χωματένος, η δεύτερη Αγωγή θα έπρεπε να είχε εγερθεί μόνο εναντίον του Εφεσείοντα 2-διαχειριστή της περιουσίας του Κύπρου Χωματένου. Αν γινόταν αυτό, σήμερα δεν θα υπήρχε θέμα συζήτησης για την ύπαρξη δεδικασμένου, εφόσον αναμφίβολα δεν θα υπήρχε ταύτιση διαδίκων. Επομένως, ως προς το ποσό των Λ.Κ.2.000, η Αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί εναντίον του Εφεσείοντα 1, διαχειριστή της Ελέγκως Χωματένου.  Το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα 2 ως διαχειριστή της περιουσίας του Κύπρου Χωματένου, χωρίς όμως να αναφέρει οτιδήποτε για την τύχη της Αγωγής εναντίον του Εφεσείοντα 1, ο οποίος ενεργούσε ως διαχειριστής της περιουσίας της Ελέγκως Χωματένου.

 

Όμως το γεγονός ότι στην Αγωγή είχε προστεθεί και ο διαχειριστής της Ελέγκως Χωματένου, δεν δημιουργεί οποιοδήποτε πρόβλημα ως προς την αξίωση εναντίον του διαχειριστή του Κύπρου Χωματένου, ο οποίος δεν ήταν διάδικος στην πρώτη διαδικασία (Αγωγή 11026/1990) στην οποία τα επίδικα ζητήματα δεν ήταν τα ίδια. Μπορεί φαινομενικά να ήταν όμοια, αλλά δεν ήταν τα ίδια. Επίδικο θέμα στην πρώτη Αγωγή ήταν η ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και διαζευκτικά η επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.2.000 από την Ελέγκω Χωματένου. Το δικαστήριο στην Αγωγή 11026/90 κατέληξε ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία ότι εμπλέκετο η Ελέγκω Χωματένου, οπότε δεν ετίθετο θέμα επιστροφής χρημάτων. Από τη στιγμή που κρίθηκε ότι η Ελέγκω Χωματένου δεν εμπλέκετο, κακώς κατά την άποψή μας, το δικαστήριο στην Αγωγή 11026/1990 προχώρησε στο να διατυπώσει obiter άποψη ως προς το ακριβές ποσό που πληρώθηκε από τον Εφεσίβλητο στον Κύπρο Χωματένο, ο οποίος δεν ήταν διάδικος σε εκείνη την Αγωγή.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, εφόσον δεν ικανοποιείται τουλάχιστον μια από τις προϋποθέσεις, δηλαδή ότι οι διάδικοι και στις δύο διαδικασίες θα πρέπει να είναι [*2839]οι ίδιοι. Ο Κύπρος Χωματένος ή ο διαχειριστής του, δεν ήταν διάδικος στην πρώτη διαδικασία και επομένως δεν μπορεί να δεσμεύεται με τα όσα αποφασίστηκαν στην πρώτη διαδικασία. Συνεπώς, η Αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα 2 δεν επηρεάζεται από το δεδικασμένο, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος του τελευταίου.

 

Λόγος έφεσης 2 – Αδικαιολόγητος πλουτισμός

 

Το παράπονο του Εφεσείοντα 2 είναι ότι από τη στιγμή που ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ο Κύπρος Χωματένος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της αποβιωσάσης συζύγου του, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την απαίτηση εναντίον του Εφεσείοντα 2 στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

Από την άλλη, ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου στο Περίγραμμα Αγόρευσής του αναφέρει ότι ο ισχυρισμός του πελάτη του στην Έκθεση Απαίτησης είναι διαζευκτικός, δηλαδή ότι κατέβαλε τα επίδικα ποσά στον αποβιώσαντα Κύπρο Χ. Χωματένου προσωπικά και/ή ως αντιπρόσωπο της αποβιωσάσης συζύγου του. Είναι γεγονός ότι ο ισχυρισμός για καταβολή των ποσών όντως διατυπώνεται στην Έκθεση Απαίτησης διαζευκτικά, χωρίς όμως να αναφέρεται η λέξη «προσωπικά». Αυτό όμως δεν επηρεάζει, καθότι είναι σαφής ο διαζευκτικός ισχυρισμός εναντίον του Κύπρου Χωματένου.

 

Το ένα σκέλος του ισχυρισμού, ότι τα ποσά καταβλήθηκαν για λογαριασμό της συζύγου του, έχει ήδη κριθεί στην Αγωγή 11026/1990, στην οποία το δικαστήριο ανέφερε ότι ο Εφεσίβλητος:- «απέτυχε να αποδείξει ότι συμβλήθηκε με την αποβιώσασα Ελέγκω Χωματένου …. για την αγορά του κτήματος …. Το πιο πάνω ποσό όμως των Λ.Κ.1.500 καταβλήθηκε στον Κύπρο Χωματένο, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία και ως εκ τούτου δεν έχω εξουσία να διατάξω την επιστροφή του.».

 

Ο Εφεσείων 2 φαίνεται να επιδοκιμάζει και ταυτόχρονα να αποδοκιμάζει. Από τη μια επιμένει ότι η Ελέγκω δεν είχε καμία σχέση με την πώληση του κτήματος, αλλά ταυτόχρονα διατυπώνει την άποψη ότι τα ποσά που εισέπραξε ο σύζυγός της, τα εισέπραξε για λογαριασμό της και ως εκ τούτου ο Εφεσείων 2, ως διαχειριστής πλέον του Κύπρου Χωματένου, δεν έχει οποιαδήποτε ευθύνη για να επιστρέψει τα ποσά που εισέπραξε, εφόσον ενεργούσε για τη σύζυγό του και όχι προσωπικά.

 

Οι θέσεις αυτές δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Με βάση τα [*2840]αποφασισθέντα στην Αγωγή 11026/1990 που αποτελούν δεδικασμένο, δεν αποδείχθηκε με ικανοποιητική μαρτυρία ότι η Ελέγκω Χωματένου συμβλήθηκε με τον Εφεσίβλητο ή ότι ο σύζυγός της ενεργούσε ως αντιπρόσωπός της. Επομένως, το μόνο που είχε το δικαστήριο να αποφασίσει στην υπό έφεση Αγωγή, ήταν κατά πόσον ο Κύπρος Χωματένος ο οποίος εισέπραξε τα επίδικα ποσά, είναι υπόχρεος να τα επιστρέψει δυνάμει του δόγματος του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σύμφωνα με το Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, «αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν οτιδήποτε, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε.».

 

Υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων δημιουργείται επίσης τόσο δυνάμει του Άρθρου 72 του Κεφ. 149, εφόσον τα χρήματα καταβλήθηκαν από τον Εφεσίβλητο συνεπεία πλάνης ότι ο Κύπρος Χωματένος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της συζύγου του, όσο και δυνάμει του Άρθρου 195 που αφορά την ευθύνη ψευδοαντιπροσώπου, το οποίο προβλέπει ότι:-

 

«195. Το πρόσωπο που παριστάνει ψευδώς τον εαυτό του ως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο άλλου, και με τον τρόπο αυτό εξωθεί τρίτο να συναλλαγεί μαζί του υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου, υποχρεούται να αποζημιώσει τον τρίτο για κάθε απώλεια ή ζημιά που αυτός υπέστη από τη συναλλαγή αυτή, αν το πρόσωπο που προβάλλεται ως αντιπροσωπευόμενος δεν εγκρίνει τις πράξεις του.»

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση προς όφελος του Εφεσίβλητου για επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.2.000 που πληρώθηκε στον Εφεσείοντα 2, είναι ορθή και συνάδει απόλυτα με τις αρχές που διέπουν το δόγμα του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το οποίο είναι διάχυτο στα πιο πάνω άρθρα του Κεφ. 149.

 

Λόγοι έφεσης 3, 4 και 5 – Μαρτυρία και επίπεδο απόδειξης

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε ότι η Αγωγή στρεφόταν εναντίον αποβιωσάντων προσώπων και ότι δυνάμει του Άρθρου 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, απαιτείτο ενισχυτική μαρτυρία για να αποδειχθεί η απαίτηση (λόγος έφεσης 3), ότι εσφαλμένα δέχθηκε μαρτυρία η οποία [*2841]ενόψει των περιστάσεων της υπόθεσης θα έπρεπε να είχε απορριφθεί (λόγος έφεσης 4) και ότι έλαβε υπόψη γεγονότα που δεν είχαν αποδειχθεί με μαρτυρία ενώπιόν του και γενικώς παρερμήνευσε την ενώπιον του μαρτυρία (λόγος έφεσης 5).

 

Κανένας από τους τρεις λόγους έφεσης δεν ευσταθεί. Ως προς τον τρίτο λόγο έφεσης, υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου αρκετή ενισχυτική μαρτυρία που αφεαυτής μπορούσε με ασφάλεια να προβεί σε ευρήματα. Αναφέρουμε όχι μόνο στα αποφασισθέντα στην Αγωγή 11026/1990, αλλά και στα τεκμήρια που παρουσίασε ο Εφεσίβλητος κατά τη δίκη, π.χ. επιταγές που εκδόθηκαν προς όφελος του Κύπρου Χωματένου, αντίγραφο του ίδιου του Πωλητηρίου Εγγράφου στο πίσω μέρος του οποίου υπάρχουν οι υπογραφές του Κύπρου Χωματένου ότι παρέλαβε τα διάφορα ποσά.  Πέραν τούτου, τα γεγονότα φαίνεται να καλύπτονταν από το δεύτερο σκέλος του Άρθρου 7 του Κεφ. 9, το οποίο προβλέπει ότι ο κανόνας για ενισχυτική μαρτυρία διαφοροποιείται στις περιπτώσεις που φαίνεται ή αποδεικνύονται περιστατικά που καθιστούν την αξίωση εκ των προτέρων πιθανή ή που μεταθέτουν το βάρος της αναίρεσης αυτής στους αντιπροσώπους του αποθανόντα, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Εδώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το Άρθρο 7 του Κεφ. 9 αποσκοπεί κυρίως στο να αποθαρρύνει την υποβολή πλασματικών απαιτήσεων εναντίον της περιουσίας αποβιώσαντος (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές των Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντη, Έκδοση 2014, σελ. 523-524). Όμως στην προκειμένη περίπτωση η δικαστική διαμάχη (Αγωγή Αρ. 11026/1990), ξεκίνησε προτού η Ελέγκω και ο Κύπρος Χωματένος αποβιώσουν και επομένως η αξίωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως πλασματική, είτε ως ύποπτη ή ότι ο Εφεσίβλητος είχε απώτερο σκοπό να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι τα δύο πιο πάνω πρόσωπα δεν είναι πλέον εν ζωή για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

 

Ούτε υπάρχει έρεισμα στο παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε αντίγραφο του πωλητηρίου αντί του πρωτότυπου, χωρίς να δοθεί επαρκής εξήγηση. Είναι φανερό από τις εξηγήσεις που έδωσε κατά τη μαρτυρία του ο Εφεσίβλητος και η σύζυγός του, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο πείσθηκε ότι μετά από 25 χρόνια από τη σύναψη του συμβολαίου, ευλόγως δεν μπορούσε ο Εφεσίβλητος και η σύζυγός του να εντοπίσουν το πρωτότυπο. Δεν διαφωνούμε με τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, δυνάμει του Άρθρου 34(1)(β) του Κεφ. 9.

 

Ούτε το παράπονο ότι το δικαστήριο παρερμήνευσε τη μαρτυ[*2842]ρία, ευσταθεί. Έχουμε διεξέλθει τόσο τη μαρτυρία, όσο και την απόφαση και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε το ουσιαστικό που να χρήζει συζήτησης ή που να διαφοροποιεί ουσιωδώς τα πράγματα, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση του Εφετείου.

 

Λόγοι έφεσης 7-10 – Ανταπαίτηση

 

Ο Εφεσείων 1 παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέδωσε απόφαση υπέρ του στην ανταπαίτηση θεωρώντας ότι, ενόψει της υπέρ του απόφασης του δικαστηρίου στην ανταπαίτηση στην Αγωγή 11026/1990, δεν μπορεί να προωθεί τα ίδια ζητήματα και εδώ.

 

Στην Αγωγή 11026/1990 ο Εφεσείων 1 εκ μέρους της αποβιωσάσης Ελέγκως Χωματένου, ήγειρε ανταπαίτηση ζητώντας:-

 

(Α) Διάταγμα που να εμποδίζει τον Εφεσίβλητο να επεμβαίνει στο κτήμα.

 

(Β) Διάταγμα που να διατάσσει τον Εφεσίβλητο να δώσει λογαριασμό στον Εφεσείοντα 1 για τα κέρδη από την εκμετάλλευση του κτήματος.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην Αγωγή 11026/1990 διατύπωσε την κρίση του επί της ανταπαίτησης ως εξής:-

 

«Αναφορικά με την ανταπαίτηση ο ενάγοντας παραδέχθηκε ότι τοποθετεί πιθάρια επί του κτήματος, το κτήμα όμως δεν αποτελεί ιδιοκτησία του και ως εκ τούτου η επέμβαση του είναι παράνομη.

 

Εκδίδεται διάταγμα διατάσσον τον ενάγοντα, τους αντιπροσώπους και υπηρέτες του όπως παύσουν να επεμβαίνουν με οποιονδήποτε τρόπο στο κτήμα.

 

Κατά την αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος της υπεράσπισης απόσυρε την απαίτησή του για παρουσίαση λογαριασμών και ως εκ τούτου δεν θα εξετάσω το θέμα αυτό.»

 

Ανεξάρτητα από την ορθότητα των αποφασισθέντων στην Αγωγή 11026/1990, η σημερινή αξίωση για έκδοση νέου διατάγματος παράνομης επέμβασης εναντίον συνιδιοκτήτη δεν θα ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση (βλ. Kakoullou a.ο. v. Kakoulli (1985) 1 C.L.R. 335 και Γρηγορίου ν. Γαβριήλ κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. [*2843]2263). Ο Εφεσείων δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε αυθεντία ότι αυτό θα ήταν νομικά δυνατό. Κατά την κρίση μας, η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν δικαιολογείτο η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων στην ανταπαίτηση, κρίνεται ορθή.

 

Το αγώγιμο δικαίωμα της απόδοσης λογαριασμών προέρχεται από το κοινοδίκαιο και αφορά κυρίως σε περιπτώσεις εμπορευομένων ή αντιπροσώπων, όπου υπάρχει μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης από την οποία προέρχεται και το καθήκον για τήρηση ορθών λογαριασμών για κάθε συναλλαγή, ώστε να γνωρίζει το άλλο μέρος τα ποσά που εισπράχθηκαν εκ μέρους του. Από τη στιγμή που ένα πρόσωπο θεωρηθεί ότι θα έπρεπε να τηρεί λογαριασμούς, το αγώγιμο δικαίωμα της απόδοσης λογαριασμών συνήθως εγείρεται μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία που το άλλο μέρος ζήτησε να του δοθούν λογαριασμοί (βλ. Kemp v. Goldberg [1887] 36 Ch D 505). Σε αρκετές περιπτώσεις απαιτείται και να δικογραφούνται λεπτομέρειες των ποσών που ζητούνται (βλ. Sharer v. Wallace [1950] 2 All ER 463).

 

Με βάση τις πιο πάνω αρχές, η απόφαση του δικαστηρίου να μην εγκρίνει την αξίωση για απόδοση λογαριασμών, κρίνεται απόλυτα ορθή. Με τα όσα καταγράφει το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του, είναι φανερό ότι δεν ικανοποιήθηκε ότι ο Εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να τηρεί λογαριασμούς. Όπως εξήγησε, δεν υπήρξε επαρκής μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι ο Εφεσίβλητος χρησιμοποιούσε ολόκληρο το κτήμα κατ’ αποκλεισμό του νόμιμου ιδιοκτήτη του 1/6 μεριδίου. Επίσης, ορθά σημείωσε ότι πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ολοκληρωτική χρήση του κτήματος, δεν αποδείχθηκε με επαρκή μαρτυρία η ύπαρξη κερδών από την καλλιέργεια των ελαιόδεντρων, ώστε να τίθεται θέμα τήρησης και στη συνέχεια μετά από σχετικό αίτημα, απόδοσης λογαριασμών.

 

Ακόμη και διαφορετική να ήταν η κατάληξή μας, ο Εφεσείων 1, μετά την απόσυρση της παρόμοιας αξίωσης κατά την εκδίκαση της Αγωγής 11026/1990, ενδεχομένως να αντιμετώπιζε θέμα κωλύματος στη διεκδίκηση της συγκεκριμένης θεραπείας. Όπως νομολογήθηκε στην K.S.R. Comercio Ε Industria De Papel S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd, ανωτέρω, η οποία υιοθετήθηκε μετέπειτα στην Θεοδώρου ν. Μάντη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1036, η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματα του ή την επιχειρηματολογία του οτιδήποτε που θα μπορούσε να στηρίζει την υπόθεση ή υπεράσπισή του, τον εμποδίζει από του να ξεκινήσει νέο δικαστικό αγώνα με [*2844]αντικείμενο ό,τι παραλείφθηκε (βλ. επίσης Theori a.ο. v. Djoni a.ο. (ανωτέρω) και Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2008) 1(B) Α.Α.Δ. 1298). Μόνο σε περίπτωση που ο Εφεσείων 1 δικογραφούσε νέα γεγονότα ενδεχομένως να μπορούσε να αποφύγει το κώλυμα που φαίνεται να δημιουργείται από την απόσυρση σε προηγούμενη διαδικασία παρόμοιου αιτήματος. Επομένως, ούτε ο λόγος έφεσης 10 ευσταθεί.

 

Λόγος έφεσης 11 – Έξοδα

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την επιδίκαση εξόδων υπέρ του Εφεσίβλητου-Ενάγοντα. Κύριο επιχείρημα για την εσφαλμένη, κατά τον Εφεσείοντα, άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, είναι ότι στη μαρτυρία του Εφεσίβλητου υπήρχαν αντιφάσεις και αναλήθειες.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως ορθά σημειώνει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο, το δικαστήριο επιδίκασε έξοδα υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου και τίποτε δεν υπήρχε για διαφοροποίηση του γενικού κανόνα. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον Εφεσίβλητο ως ένα συνεπή και θετικό μάρτυρα, δηλώνοντας στη σελίδα 2 της απόφασής του ότι δεν συμμεριζόταν την άποψη της υπεράσπισης ότι υπήρχαν αντιφάσεις στη μαρτυρία του. Κατά την άποψή μας, το πρωτόδικο δικαστήριο ακολουθώντας το γενικό κανόνα ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται τα έξοδα, ορθά επιδίκασε προς όφελός του τα έξοδα της Αγωγής.

 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο