Δημητρίου Παναγιώτα Θ. (2015) 1 ΑΑΔ 2882

ECLI:CY:AD:2015:A858

(2015) 1 ΑΑΔ 2882

[*2882]21 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ

ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964) ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ

Θ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ

ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ/ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ

CERTIORARI,

 

Εφεσείουσας - Αιτήτριας,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΙΚΟΥ ΑΝΑΚΡΙΤΟΥ ΗΜΕΡ. 27.5.2014 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ ΑΡ. 127/2012 ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΑΥΤΟΥ ΣΤΙΣ 26.5.2014 ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ

ΘΑΝΑΤΙΚΩΝ ΑΝΑΚΡΙΤΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 153

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 30.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 390/2014)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Θανατική ανάκριση ― Έφεση  εναντίον απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό, αίτηση συζύγου αποβιώσαντα, για την παροχή άδειας καταχώρησης αίτησης που θα στόχευε στην έκδοση εντάλματος Certiorari, προς ακύρωση Πορίσματος Θανατικής Ανακρίτριας ― Απορριπτική κατάληξη ― Δεν είχε αποκαλυφθεί οποιοδήποτε εμφανές νομικό σφάλμα ή παρέκκλιση από τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παροχή της αιτούμενης άδειας.

 

Θανατική ανάκριση ― Ο περί Θανατικών Ανακριτών Νόμος, Κεφ. 153 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η νομολογία ― Ο περιορισμένος σκοπός [*2883]διεξαγωγής θανατικής ανάκρισης, η απάντηση δηλαδή στα ερωτήματα πώς, πότε και πού επήλθε ο θάνατος, επιβάλλει, αφενός, όπως η όλη διαδικασία διατηρήσει τον εξεταστικό της χαρακτήρα και μόνο και αφετέρου επιτάσσει, την αποφυγή άσκοπης αντιπαράθεσης ― Κάτω από οποιεσδήποτε όμως συνθήκες, ο Θανατικός Ανακριτής θα πρέπει να περιορίζει την έρευνά του αυστηρά και μόνο στα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Θανατική ανάκριση ― Ο περί Θανατικών Ανακριτών Νόμος, Κεφ. 153 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Απόφανση Εφετείου ότι δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση της Θανατικής Ανακρίτριας η οποία ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, άφησε στην πλευρά της Εφεσείουσας το θέμα κλήτευσης του ιατροδικαστή που ετοίμασε έκθεση για την ίδια, η οποία και επικαλείτο τη μαρτυρία του.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό, αίτηση της Εφεσείουσας, συζύγου αποβιώσαντα, για την παροχή άδειας καταχώρησης αίτησης που θα στόχευε στην έκδοση εντάλματος Certiorari, προς ακύρωση Πορίσματος Θανατικής Ανακρίτριας αναφορικά με τα αίτια του προαναφερθέντος θανάτου. Το πόρισμα εκδόθηκε στις 27 Μαΐου 2014 και απέδιδε το θάνατο σε φυσικά αίτια.

 

Η Εφεσείουσα είναι συγκληρονόμος της περιουσίας του αποβιώσαντος μαζί με τα δύο ενήλικα παιδιά της. Και οι τρεις έχουν συμφέρον στη διανομή της περιουσίας του θανόντος, στην οποία περιλαμβάνεται και ποσό €100.000 για θάνατο από προσωπικό ατύχημα από ομαδική ασφάλεια ζωής. Η προσπάθεια για ακύρωση του Πορίσματος ότι ο θάνατος οφειλόταν σε «φυσικά αίτια» και αντικατάστασής του με πόρισμα ότι ο θάνατος προήλθε από «ατύχημα από πτώση» ενείχε σημασίας για τα συμφέροντα των πιο πάνω συγκληρονόμων.

 

Σύμφωνα με ιατρική έκθεση ιατροδικαστή η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο, αλλά ο ίδιος τελικά δεν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία, ο αποβιώσας παρόλο που ασθενούσε σοβαρώς, βρήκε τον θάνατο από πτώση που είχε στις σκάλες του σπιτιού του που ήταν κατά τον πρώτο, ο καταλυτικός παράγοντας θανάτου. Ότι δηλαδή, η πτώση επέφερε το θάνατο και όχι ο θάνατος τη πτώση.

 

Η δε ιατροδικαστής Ε. Αντωνίου, ωστόσο που διενήργησε τη νενομισμένη νεκροψία επί της σωρού και κατέθεσε στο Δικαστήριο,  εξήγησε ότι ο θανών δεν απεβίωσε λόγω της πτώσης, αλλά παρουσίασε πνευμονία, ως αποτέλεσμα της βεβαρημένης κατάστασης της [*2884]υγείας του, η οποία είναι θανατηφόρο νόσημα.

 

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που εξέτασε την αίτηση χορήγησης άδειας για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, αφού ανέπτυξε τη νομική διάσταση των σχετικών προϋποθέσεων και τα όσα επικαλέστηκε η Εφεσείουσα, κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να έπρεπε να δοθεί η αιτούμενη άδεια και πως καμία παρανομία δεν διαπιστώθηκε, έστω και εκ πρώτης όψεως. Υπό το πρίσμα αυτό, απέρριψε την  αίτηση.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:

 

α)  Λανθασμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Θανατική Ανακρίτρια μπορούσε να εκδώσει το Πόρισμα χωρίς να στηριχθεί στα αποστενογραφημένα πρακτικά που λήφθηκαν κατά τη διαδικασία.

 

β)  Εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, μπορούσε να βεβαιώσει το Πόρισμα χωρίς τη βοήθεια των πρακτικών.

 

γ)  Λαθεμένα κατέληξε πως η γνωμάτευση του ιατροδικαστή Δρα Ματσάκη που συνέταξε αίτηση για την Εφεσείουσα, κατατέθηκε ως έγγραφο για σκοπούς αναγνώρισης και όχι προς αποδοχή του περιεχομένου του για σκοπούς αντεξέτασης.

 

δ)  Ήταν εσφαλμένη η πρωτοβάθμια κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί απουσίας παρανομίας ή έκδηλης πλάνης στην προσέγγιση της Θανατικής Ανακρίτριας να μη ζητήσει αυτεπάγγελτα την κλήση του Δρα Ματσάκη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όπως ορθά επισημάνθηκε πρωτοδίκως, το Άρθρο 18 του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153, δεν δεσμεύει τον Θανατικό Ανακριτή να αναμένει αποστενογράφηση των πρακτικών προτού εκδώσει το πόρισμά του. Η λήψη πρακτικών από στενογράφο είναι επιτρεπτή, αλλά και επιθυμητή για σκοπούς διευκόλυνσης της όλης διαδικασίας της θανατικής ανάκρισης.

 

2.  Αυτό όμως δεν δημιουργεί δέσμευση στο Θανατικό Ανακριτή να αναμένει την αποστενογράφηση των πρακτικών προτού προχωρήσει στην ετοιμασία και έκδοση του πορίσματός του. Είναι καθόλα επιτρεπτό να στηριχθεί στις δικές του σημειώσεις.

[*2885]3.    Ζήτημα θα προέκυπτε εάν όντως εντοπιζόταν διάσταση μεταξύ των σημειώσεων του και του στενογραφημένου πρακτικού, το οποίο, αποστενογραφημένο, θεωρείται ως το πρακτικό της θανατικής ανάκρισης.

 

4.  Προς την πιο πάνω κατεύθυνση, προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει η πλευρά της Εφεσείουσας, θέτοντας ότι οι σημειώσεις της Θανατικής Ανακρίτριας ήταν ανακριβείς και πως μέσα από το αποστενογραφημένο πρακτικό εντοπιζόταν ότι η Δρ Αντωνίου, αντεξεταζόμενη, συμφώνησε με το περιεχόμενο της Έκθεσης του Δρος Ματσάκη.

 

5.  Από το σχετικό μέρος των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας προέκυπτε, ότι η προβαλλόμενη θέση των συνηγόρων ήταν αστήριχτη. Με διαύγεια προέκυπτε από το σύνολο της μαρτυρίας της Δρος Αντωνίου πως ήταν σταθερή και ξεκάθαρη η θέση της ότι ο αποβιώσας ήταν ακόμη ζωντανός μετά τη πτώση του και πως ο θάνατός του διαπιστώθηκε μετά από μερικές ώρες.

 

6.  Τόνισε δε κατ’ επανάληψη ότι δεν απεβίωσε ως αποτέλεσμα της πτώσης, αλλά συνεπεία των πολλαπλών ιατρικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, τα οποία και του δημιούργησαν καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια.

 

7.  Δεν υποβλήθηκε στη Δρα Αντωνίου ότι ο θάνατος οφειλόταν σε οποιαδήποτε κρανιοεγκεφαλική κάκωση, η οποία προκλήθηκε συνεπεία ή σε συσχετισμό με το θλαστικό τραύμα που έφερε στη μετωπιαία περιοχή, λόγω της πτώσης, αλλά ούτε και αμφισβητήθηκε το περιεχόμενο της ιατροδικαστικής εξέτασής της, κατά την οποία δεν εντόπισε οποιοδήποτε τραυματισμό ζωτικού οργάνου που να δικαιολογούσε εύρημα ότι ο θάνατος προήλθε από τη πτώση του αποθανόντα.

 

8.  Στην απουσία οποιασδήποτε αντίφασης μεταξύ των αποστενογραφημένων πρακτικών και των εξεταζόμενων σημείων του Πορίσματος, το παράπονο της Εφεσείουσας παρέμενε αίολο και έκθετο σε απόρριψη.

 

9.  Ούτε και ο δεύτερος λόγος έφεσης είχε περιθώρια επιτυχίας. Στην υπό κρίση περίπτωση, σε πλήρη ταύτιση με την πρωτόδικη απόφαση, δεν εντοπιζόταν οποιαδήποτε παρατυπία. Κατ’ αρχάς, δεν υπήρχε ζήτημα αμφισβητούμενων πρακτικών. Περαιτέρω, ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι, με βάση το πιο πάνω Άρθρο 28(2), ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου «δύναται» να εξετάζει τα [*2886]πρακτικά οποιασδήποτε τέτοιας διαδικασίας, προκειμένου να ικανοποιηθεί ως προς την ορθότητα και κανονικότητα της όλης πορείας της θανατικής ανάκρισης.

 

10. Πουθενά στο εν λόγω άρθρο δεν προβλέπεται ότι ο Πρόεδρος δεν μπορεί να προβεί σε Βεβαίωση του πορίσματος με βάση το ίδιο το κείμενο, όπως ετοιμάστηκε από τον Θανατικό Ανακριτή και τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου.

 

11. Αναφορικά με τους δύο τελευταίους λόγους έφεσης οι οποίοι περιστρέφονταν γύρω από την Έκθεση του ιατροδικαστή Δρα Ματσάκη, τη σημασία της και την, κατά την πλευρά της Εφεσείουσας, «υποχρέωση» που είχε η Θανατική Ανακρίτρια να ζητήσει αυτεπάγγελτα την κλήτευση του εν λόγω προσώπου, προκειμένου να διαφωτίσει πλήρως το όλο σκηνικό του θανάτου του αποβιώσαντος, όπως φαίνεται από το Πόρισμα, αλλά και από τα πρακτικά της διαδικασίας, υπήρξε αμφισβήτηση της μαρτυρίας της Δρος Ε. Αντωνίου ως προς τα αίτια του θανάτου.

 

12. Η αμφισβήτηση τέθηκε κατά την αντεξέταση της μάρτυρος στην οποία υποδείχθηκε η Έκθεση του Δρα Μ. Ματσάκη και ζητήθηκε από τη μάρτυρα να σχολιάσει τα ευρήματά του, πράγμα που έπραξε.

 

13. Δεν προέκυπτε, όπως εισηγήθηκε η πλευρά της Αιτήτριας, ότι η Δρ. Αντωνίου συμφώνησε με τα ευρήματα του Δρα Ματσάκη. Η Έκθεση του Δρα Ματσάκη έγινε Τεκμήριο στη διαδικασία, περισσότερο για σκοπούς αναγνώρισης του εγγράφου επί του οποίου έγινε η αντεξέταση και όχι για αποδοχή του περιεχομένου της.

 

14. Όμως, όπως και να είχαν τα πράγματα, η απλή κατάθεση μιας Έκθεσης με κανένα τρόπο δεν την μετατρέπει αυτόματα και σε αποδεχτή μαρτυρία, εφόσον υπήρχε αμφισβήτηση.

 

15. Η Δρ. Αντωνίου κατέγραψε στην Έκθεσή της ως αιτία θανάτου την «πνευμονία», ενώ ο Δρ. Ματσάκης εξέφρασε τη γνώμη ότι ο θάνατος προήλθε από «πτώση».

 

16. Η διαφορά μεταξύ των δύο ιατροδικαστών ήταν μεγάλη και αν η πλευρά της Αιτήτριας ήθελε να θέσει σοβαρά ενώπιον του Δικαστηρίου την εκδοχή Ματσάκη, όφειλε να τον καλούσε να καταθέσει, ζητώντας προς τούτο τη συνδρομή της Θανατικής Ανακρίτριας.

 

17. Το ενδεχόμενο κλήτευσης του Δρα Ματσάκη τέθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν προέκυπτε [*2887]οποιαδήποτε παρανομία ή έκδηλη πλάνη ως προς το νόμο, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της Αιτήτριας.

 

18. Από τα στοιχεία ενώπιον της, η Θανατική Ανακρίτρια ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια άφησε το θέμα κλήτευσης του Δρα Ματσάκη στην πλευρά της Αιτήτριας, η οποία και επικαλείτο τη μαρτυρία του. Τελικά ο δικηγόρος της Αιτήτριας αποφάσισε να μην ζητήσει από τη Θανατική Ανακρίτρια να κλητεύσει τον Δρα Ματσάκη και επομένως δεν μπορούσε να παραπονείτο ότι δεν κλητεύθηκε ο συγκεκριμένος μάρτυρας.

 

19. Δεν εντοπιζόταν ο,τιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω προσέγγιση.

 

20. Όπως η νομολογία επιβεβαιώνει, η θανατική ανάκριση έχει εξεταστικό χαρακτήρα και δεν υπάρχουν διάδικοι. Η απόφαση σε σχέση με ποια συμφέροντα πρέπει να εκπροσωπηθούν ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του Θανατικού Ανακριτή. Το Κεφ. 153 προβλέπει για τη δικαιοδοσία και εξουσία του Θανατικού Ανακριτή, τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται και για άλλα συναφή θέματα.

 

21. Στην υπό κρίση περίπτωση η Θανατική Ανακρίτρια είχε ενώπιόν της αδιαμφισβήτητα δεδομένα, όπως αυτά προέκυψαν μέσα από την Μεταθανάτιο Ιατροδικαστική Έκθεση της Δρος Αντωνίου και την ένορκη μαρτυρία της στα πλαίσια της θανατικής ανάκρισης.

 

22. Η εσωτερική εξέταση της σορού κατέδειξε τα προβλήματα στο καρδιαγγειακό και αναπνευστικό σύστημα, χωρίς να προκύπτει ο,τιδήποτε το οποίο να επιμαρτυρούσε ότι η πτώση του θανόντος και το επακόλουθο τραύμα στη μετωπιαία περιοχή επηρέασαν κάποιο ζωτικό όργανο ή επέφεραν κάποιο τραυματισμό που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί με το θάνατο.

 

23. Στην Ιατροδικαστική Γνώμη του Δρα Ματσάκη καταγράφεται, χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση, ότι η πτώση επέφερε το θάνατο. Ένα συμπέρασμα εντελώς αναιτιολόγητο, αν σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος ιατροδικαστής δεν ήταν παρών κατά τη νεκροψία και ετοίμασε την έκθεσή του ένα χρόνο μετά το θάνατο του αποβιώσαντα, λαμβάνοντας υπόψη αυτοψία που έκαμε στο χώρο του θανάτου εννέα μήνες μετά και στοιχεία τα οποία του δόθηκαν από τρίτα πρόσωπα.

 

24. Περαιτέρω, όπως ο ίδιος αναφέρει, στηρίχθηκε στη Μεταθανάτιο Ιατροδικαστική Έκθεση της Δρος Αντωνίου, στην οποία δεν γίνε[*2888]ται καμιά αναφορά που να υποστηρίζει τα συμπεράσματά του. Αντιθέτως, όπως ήδη λέχθηκε, μέσα από την εν λόγω έκθεση και με υπαρκτά τα ιατρικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο θανών, επιβεβαιώνεται το τελικό συμπέρασμα της Δρος Αντωνίου ότι ο θάνατος οφειλόταν σε φυσικά αίτια.

 

25. Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, η Θανατική Ανακρίτρια ορθά έκρινε ότι η κλήτευση και παρουσίαση οποιασδήποτε περαιτέρω μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Δρα Ματσάκη, δεν θα εξυπηρετούσε  κανένα από τους σκοπούς της θανατικής ανάκρισης.

 

26. Καταληκτικά, δεν είχε αποκαλυφθεί οποιοδήποτε εμφανές νομικό σφάλμα ή παρέκκλιση από τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης προς το σκοπό έκδοσης εντάλματος Certiorari.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Re Πιττάκη (1990) 1 Α.Α.Δ. 296,

 

Re Πιττάκη (1994) 1 Α.Α.Δ. 297,

 

Επιφανείου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1682,

 

McKerr v. The UK, Appl. 28883/95, E.C.H.R., 4.8.2001.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 199/2014), ημερομ. 3/12/2014.

 

Α. Ευτυχίου και Ν. Παπαμιλτιάδους, για την Εφεσείουσα.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης Δικαστή [*2889]του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της Εφεσείουσας, συζύγου του αποβιώσαντα Θεόδωρου Δημητρίου, για την παροχή άδειας σε αυτήν να αποταθεί προς το σκοπό έκδοσης εντάλματος Certiorari, για τη μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο και ακύρωση Πορίσματος Θανατικής Ανακρίτριας (verdict) για τα αίτια του θανάτου του προαναφερθέντος Δημητρίου. Το πόρισμα εκδόθηκε στις 27 Μαΐου 2014 και αποδίδει το θάνατό του σε φυσικά αίτια.

 

Με βάση την ενώπιον της Θανατικής Ανακρίτριας μαρτυρία, προέκυψε ότι στις 20.11.2012 και περί ώρα 06:45, ο θανών, 64 χρονών, εντοπίστηκε αναίσθητος από τη σύζυγό του – Εφεσείουσα στο πλατύσκαλο της εσωτερικής σκάλας της οικίας τους. Ο θανών βρισκόταν με άδεια ασθενείας λόγω εγχειρήσεων καρκινωμάτων στη γλώσσα και στους λεμφαδένες και ως αποτέλεσμα των θεραπειών και εγχειρήσεων αισθανόταν αδύνατος. Κλήθηκε στο μέρος ασθενοφόρο και ο θανών μεταφέρθηκε στις πρώτες βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όπου η επί καθήκοντι ιατρός διαπίστωσε το θάνατό του και εξέδωσε σχετικό πιστοποιητικό θανάτου. Τη νενομισμένη νεκροψία διενήργησε η ιατροδικαστής Δρ Ε. Αντωνίου και κατέγραψε τα ευρήματά της σε έκθεση. Ως προς το καρδιαγγειακό σύστημα διαπίστωσε «Διάταση καρδιακών διαμελισμάτων. Τα στεφανιαία αγγεία με αθυρωματικές πλάκες και στενώσεις» και ως προς το αναπνευστικό σύστημα «Οι πνεύμονες με έντονο οίδημα και συμφόρηση. Οι κάτω λοβοί των πνευμόνων υπόσκληροι και κατά τις διατομές τους εμφανίζεται εμπύεμα». Με βάση αυτά αποτύπωσε ως αιτία θανάτου «πνευμονία». Εξωτερική εξέταση της σορού κατέδειξε την ύπαρξη κάποιων εκδορών και θλαστικού τραύματος στη μέση μετωπιαία περιοχή.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της θανατικής ανάκρισης η Δρ Αντωνίου αντεξετάστηκε από το συνήγορο της Εφεσείουσας, ο οποίος της υπέδειξε την «Ιατροδικαστική Γνώμη» του Δρος Μ. Ματσάκη, ημερομηνίας 10.10.13, όπου αναφέρεται ότι στις 23.8.2013, εννέα δηλαδή μήνες μετά το θάνατο, έλαβε οδηγίες από την Εφεσείουσα να διενεργήσει επιτόπιο αυτοψία στην οικία του θανόντος. Ακολούθως συνέταξε την έκθεσή του, στην οποία καταλήγει: «Πιστεύω ότι, παρόλο που ο Θεόδωρος Δημητρίου ασθενούσε σοβαρώς, ο καταλυτικός παράγοντας που οδήγησε τελικά στο θάνατο ήταν η πτώση στις σκάλες. Δηλαδή, η πτώση επέφερε το θάνατο και όχι ο θάνατος τη πτώση». Η Δρ Αντωνίου εξήγησε ότι ο θανών δεν απεβίωσε λόγω της πτώσης, αλλά παρουσίασε πνευμονία, ως αποτέλεσμα της βεβαρημένης [*2890]κατάστασης της υγείας του, η οποία είναι θανατηφόρο νόσημα.

 

Με δεδομένο ότι η αμφισβήτηση της νομιμότητας της διαδικασίας της θανατικής ανάκρισης και του Πορίσματος ενός Θανατικού Ανακριτή, υπόκειται σε αναθεώρηση με αίτηση Certiorari, με βάση το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου (Re Πιττάκη (1990) 1 Α.Α.Δ. 296, 299 και Re Πιττάκη (1994) 1 Α.Α.Δ. 297), η Εφεσείουσα ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της πιο πάνω φύσης προς το σκοπό ακύρωσης τόσο του Πορίσματος της Θανατικής Ανακρίτριας, όσο και της απόφασης του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 26.5.2014, με την οποία ενέκρινε το πιο πάνω Πόρισμα. Τα παράπονα της Εφεσείουσας ήταν ότι:

 

      «1. Υπάρχει υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας καθότι η Θανατική Ανακρίτρια αγνόησε την Έκθεση του Δρ. Μ. Ματσάκη και δεν τον κλήτευσε, ως είχε εξουσία δυνάμει του Κεφ. 153, για να μαρτυρήσει κατά τη διάρκεια της Θανατικής Ανάκρισης.

 

      2. Υπάρχει έκδηλη νομική πλάνη στην εφαρμογή των προνοιών του Κεφ. 153 και ειδικότερα των Άρθρων 2, 4, 14, 16 και 17 ως προς τον εξεταστικό χαρακτήρα της Θανατικής Ανάκρισης για την εξακρίβωση της αιτίας του θανάτου του αποθανόντος, σε συνάρτηση με τις εξουσίες της Θανατικής Ανακρίτριας να δεχθεί ως επαρκές στοιχείο μαρτυρίας την ιατρική έκθεση του Δρ. Μ. Ματσάκη ή να δώσει οδηγίες για να κλητευθεί με σκοπό να υιοθετήσει και να εξηγήσει την Έκθεσή του.

 

      3. Παρόλο ότι τηρήθηκαν πρακτικά τα οποία ήταν εμπεριστατωμένα και ακριβή, η Ανακρίτρια προχώρησε στην έκδοση του Πορίσματός της χωρίς να αναμένει την αποστενογράφησή τους με αποτέλεσμα να μην έχει την πλήρη εικόνα της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί και ειδικότερα αυτή της Δρ. Ελένης Αντωνίου.

 

      4. Ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου εξέτασε το Πόρισμα για σκοπούς του Άρθρου 28 του Κεφ. 153 χωρίς να έχει στη διάθεσή του τα αποστενογραφημένα πρακτικά τα οποία τότε δεν είχαν ακόμα ετοιμαστεί. Πέραν τούτου, το πρακτικό του Προέδρου φέρει ημερομηνία 26.5.2014, η οποία βέβαια είναι διορθωμένη, ενώ το Πόρισμα φέρει ημερομηνία 27.5.2014. Ως εκ τούτου η Αιτήτρια θεωρεί ότι η εξέταση του Προέδρου ως προς την ορθότητα του Πορίσματος δεν ήταν ικανοποιητική.

[*2891]     5. Ο δικηγόρος της Αιτήτριας δεν ενημερώθηκε ότι θα δινόταν το Πόρισμα.»

 

Ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής, αφού ανέπτυξε τη νομική διάσταση των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, επικέντρωσε την προσοχή του στα όσα επικαλέστηκε η Εφεσείουσα και κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να έπρεπε να δοθεί η αιτούμενη άδεια και πως καμία παρανομία δεν διαπιστώθηκε, έστω και εκ πρώτης όψεως. Υπό το πρίσμα αυτό απέρριψε την ενώπιόν του αίτηση.

 

Η πιο πάνω κατάληξη προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο τίθεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Θανατική Ανακρίτρια μπορούσε να εκδώσει το Πόρισμα χωρίς να στηριχθεί στα αποστενογραφημένα πρακτικά που λήφθηκαν κατά τη διαδικασία. Με το δεύτερο προβάλλεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μπορούσε να βεβαιώσει το Πόρισμα χωρίς τη βοήθεια των πρακτικών. Ο τρίτος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι λαθεμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η γνωμάτευση του Δρος Ματσάκη κατατέθηκε ως έγγραφο για σκοπούς αναγνώρισης και όχι προς αποδοχή του περιεχομένου της για σκοπούς αντεξέτασης. Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τη θέση ότι είναι εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση περί απουσίας παρανομίας ή έκδηλης πλάνης στην προσέγγιση της Θανατικής Ανακρίτριας να μη ζητήσει αυτεπάγγελτα την κλήση του Δρος Ματσάκη.

 

Προτού προχωρήσουμε στην ανάπτυξη και εξέταση των ενώπιον μας λόγων έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε ότι η Εφεσείουσα είναι συγκληρονόμος της περιουσίας του αποβιώσαντος μαζί με τα δύο ενήλικα παιδιά της. Και οι τρεις έχουν συμφέρον στη διανομή της περιουσίας του θανόντος, στην οποία περιλαμβάνεται και ποσό €100.000 για θάνατο από προσωπικό ατύχημα από ομαδική ασφάλεια ζωής. Υπό αυτές τις συνθήκες εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η προσπάθεια για ακύρωση του Πορίσματος ότι ο θάνατος οφειλόταν σε «φυσικά αίτια» και αντικατάστασής του με πόρισμα ότι ο θάνατος προήλθε από «ατύχημα από πτώση» ενέχει βαρύνουσα σημασία για τα συμφέροντα των πιο πάνω συγκληρονόμων.

 

Επανερχόμαστε στην εξέταση των λόγων έφεσης. Η αιτιολογία του πρώτου λόγου στηρίζεται στα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο [*2892]18(1) του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

      «18.-(1) Ο θανατικός ανακριτής καταγράφει τα πρακτικά της διαδικασίας και τις σημειώσεις της μαρτυρίας τα οποία υπογράφονται από αυτόν και φυλάσσονται ως πρακτικά της θανατικής ανάκρισης:

 

      Νοείται ότι, αν ο θανατικός ανακριτής διατάσσει με τον τρόπο αυτό, τα πρακτικά αυτά και οι σημειώσεις δύνανται να λαμβάνονται στενογραφημένα και αποστενογράφηση αυτών των στενογραφημένων σημειώσεων θεωρείται ως το πρακτικό της θανατικής ανάκρισης.»

 

Εισηγήθηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην προσέγγιση του ότι ούτε η Θανατική Ανακρίτρια ούτε και ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας είχαν υποχρέωση, προτού εκδοθεί το Πόρισμα και επικυρωθεί, αντίστοιχα, να συμβουλευθούν τα αποστενογραφημένα πρακτικά, τα οποία ήταν πιο ακριβή από τις σημειώσεις της Θανατικής Ανακρίτριας.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Όπως ορθά επισημάνθηκε πρωτοδίκως, το Άρθρο 18 δεν δεσμεύει τον Θανατικό Ανακριτή να αναμένει αποστενογράφηση των πρακτικών προτού εκδώσει το πόρισμά του. Η λήψη πρακτικών από στενογράφο είναι επιτρεπτή, αλλά και επιθυμητή για σκοπούς διευκόλυνσης της όλης διαδικασίας της θανατικής ανάκρισης. Αυτό όμως δεν δημιουργεί δέσμευση στο Θανατικό Ανακριτή να αναμένει την αποστενογράφηση των πρακτικών προτού προχωρήσει στην ετοιμασία και έκδοση του πορίσματός του. Είναι καθόλα επιτρεπτό να στηριχθεί στις δικές του σημειώσεις. Ζήτημα θα προέκυπτε εάν όντως εντοπιζόταν διάσταση μεταξύ των σημειώσεων του και του στενογραφημένου πρακτικού, το οποίο, αποστενογραφημένο, θεωρείται ως το πρακτικό της θανατικής ανάκρισης.

 

Προς την πιο πάνω κατεύθυνση προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει η πλευρά της Εφεσείουσας, θέτοντας ότι οι σημειώσεις της Θανατικής Ανακρίτριας ήταν ανακριβείς και πως μέσα από το αποστενογραφημένο πρακτικό εντοπίζεται ότι η Δρ Αντωνίου, αντεξεταζόμενη, συμφώνησε με το περιεχόμενο της Έκθεσης του Δρος Ματσάκη. Ανατρέξαμε στο σχετικό μέρος των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας. Διαπιστώσαμε, με όλο το σεβασμό, [*2893]ότι η προβαλλόμενη θέση των συνηγόρων είναι αστήριχτη. Με διαύγεια προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας της Δρος Αντωνίου πως ήταν σταθερή και ξεκάθαρη η θέση της ότι ο αποβιώσας ήταν ακόμη ζωντανός μετά τη πτώση του και πως ο θάνατός του διαπιστώθηκε μετά από μερικές ώρες. Τόνισε δε κατ’ επανάληψη ότι δεν απεβίωσε ως αποτέλεσμα της πτώσης, αλλά συνεπεία των πολλαπλών ιατρικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, τα οποία και του δημιούργησαν καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια. Δεν υποβλήθηκε στη Δρα Αντωνίου ότι ο θάνατος οφειλόταν σε οποιαδήποτε κρανιοεγκεφαλική κάκωση, η οποία προκλήθηκε συνεπεία ή σε συσχετισμό με το θλαστικό τραύμα που έφερε στη μετωπιαία περιοχή, λόγω της πτώσης, αλλά ούτε και αμφισβητήθηκε το περιεχόμενο της ιατροδικαστικής εξέτασής της, κατά την οποία δεν εντόπισε οποιοδήποτε τραυματισμό ζωτικού οργάνου που να δικαιολογούσε εύρημα ότι ο θάνατος προήλθε από τη πτώση του αποθανόντα.

 

Στην απουσία λοιπόν οποιασδήποτε αντίφασης μεταξύ των αποστενογραφημένων πρακτικών και των εξεταζόμενων σημείων του Πορίσματος, το παράπονο της Εφεσείουσας παραμένει αίολο και έκθετο σε απόρριψη.

 

Ούτε και ο δεύτερος λόγος έφεσης έχει περιθώρια επιτυχίας. Εδράζεται ουσιαστικά στο ίδιο σκεπτικό που καλύπτει την αιτιολογία του πρώτου λόγου. Συγκεκριμένα, προβάλλεται η εισήγηση ότι δεν είναι νοητό, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 28(1) και (2) του Κεφ. 153, ο Πρόεδρος να προχωρεί στη διαπίστωση της ορθότητας, νομιμότητας ή καταλληλότητας οποιουδήποτε ευρήματος ή ετυμηγορίας ή ως προς την κανονικότητα της θανατικής ανάκρισης, ενεργώντας με βάση «αμφισβητούμενα πρακτικά» και χωρίς να έχει στην κατοχή του τα αποστενογραφημένα πρακτικά της διαδικασίας. Στην υπό κρίση περίπτωση, σε πλήρη ταύτιση με την πρωτόδικη απόφαση, δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε παρατυπία. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει ζήτημα αμφισβητούμενων πρακτικών. Περαιτέρω, ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι, με βάση το πιο πάνω Άρθρο 28(2), ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου «δύναται» να εξετάζει τα πρακτικά οποιασδήποτε τέτοιας διαδικασίας, προκειμένου να ικανοποιηθεί ως προς την ορθότητα και κανονικότητα της όλης πορείας της θανατικής ανάκρισης. Πουθενά στο εν λόγω άρθρο δεν προβλέπεται ότι ο Πρόεδρος δεν μπορεί να προβεί σε Βεβαίωση του πορίσματος με βάση το ίδιο το κείμενο, όπως ετοιμάστηκε από τον Θανατικό Ανακριτή και τα υπόλοιπα στοιχεία του φακέλου. Υπό το πρίσμα αυτό είναι ορθή η πρωτόδικη προσέγγιση σύμ[*2894]φωνα με την οποία δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε παρατυπία ή έκδηλη πλάνη γύρω από τις πρόνοιες του Κεφαλαίου 153 και πως το ίδιο το περιεχόμενο της Βεβαίωσης δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας ως προς τα όσα βεβαιώνονται.

 

Όπως έχει ήδη καταγραφεί οι δύο τελευταίοι λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από την Έκθεση του Δρος Ματσάκη, τη σημασία της και την, κατά την πλευρά της Εφεσείουσας, «υποχρέωση» που είχε η Θανατική Ανακρίτρια να ζητήσει αυτεπάγγελτα την κλήτευση του εν λόγω προσώπου, προκειμένου να διαφωτίσει πλήρως το όλο σκηνικό του θανάτου του αποβιώσαντος. Εισηγήθηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εφεσείουσας ότι η υπό αναφορά Έκθεση ήταν τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν πλήρως εμπεριστατωμένη, λογική και επεξηγηματική και, με αυτά ως δεδομένα, η Θανατική Ανακρίτρια, στα πλαίσια του εξεταστικού χαρακτήρα της όλης διαδικασίας, θα έπρεπε να ασκήσει όλες τις εξουσίες που είχε και αυτεπάγγελτα να κλητεύσει τον Δρα Ματσάκη ως μάρτυρα, για να δώσει διευκρινίσεις προς διακρίβωση των συνθηκών και της πραγματικής αιτίας θανάτου του αποβιώσαντα.

 

Το υπό κρίση ζήτημα αντιμετωπίστηκε ως ακολούθως από τον αδελφό πρωτόδικο Δικαστή:

 

      «Έρχομαι τώρα στο τελευταίο παράπονο της Αιτήτριας που αφορά στη μη κλήτευση από τη Θανατική Ανακρίτρια του ιατροδικαστή Δρ. Μ. Ματσάκη. Ως προς τις εξουσίες του Θανατικού Ανακριτή να κλητεύει μάρτυρες, το Άρθρο 16 του Κεφ. 153 προβλέπει ότι:-

 

«16.—(1) Θανατικός ανακριτής που διεξάγει θανατική ανάκριση έχει και δύναται να ασκεί όλες τις εξουσίες επαρχιακού δικαστή ή πταισματοδίκη αναφορικά με την κλήτευση και τον εξαναγκασμό της παράστασης μαρτύρων και της απαίτησης όπως αυτοί δώσουν μαρτυρία, και αναφορικά με την προσαγωγή οποιουδήποτε εγγράφου ή πράγματος κατά τη θανατική ανάκριση.

 

(2) Κάθε κλήση και ένταλμα σύλληψης για προσαγωγή γίνεται γραπτώς με υπογραφή του δικαστικού ανακριτή.

.......................................................................................................»

 

      Όπως φαίνεται από το Πόρισμα, αλλά και από τα πρακτικά της διαδικασίας, υπήρξε αμφισβήτηση της μαρτυρίας της [*2895]Δρ. Ε. Αντωνίου ως προς τα αίτια του θανάτου. Η αμφισβήτηση τέθηκε κατά την αντεξέταση της μάρτυρος στην οποία υποδείχθηκε η Έκθεση του Δρ. Μ. Ματσάκη και ζητήθηκε από τη μάρτυρα να σχολιάσει τα ευρήματά του, πράγμα που έπραξε.  Δεν προκύπτει, όπως εισηγείται η πλευρά της Αιτήτριας, ότι η Δρ. Αντωνίου συμφώνησε με τα ευρήματα του Δρ. Ματσάκη.  Η Έκθεση του Δρ. Ματσάκη έγινε Τεκμήριο στη διαδικασία, περισσότερο για σκοπούς αναγνώρισης του εγγράφου επί του οποίου έγινε η αντεξέταση και όχι για αποδοχή του περιεχομένου της. Όμως, όπως και να έχουν τα πράγματα, η απλή κατάθεση μιας Έκθεσης με κανένα τρόπο δεν την μετατρέπει αυτόματα και σε αποδεχτή μαρτυρία, εφόσον υπήρχε αμφισβήτηση.  Η Δρ. Αντωνίου κατέγραψε στην Έκθεσή της ως αιτία θανάτου την «πνευμονία», ενώ ο Δρ. Ματσάκης εξέφρασε τη γνώμη ότι ο θάνατος προήλθε από «πτώση». Το σχετικό απόσπασμα της Έκθεσής του, καταγράφεται στη σελίδα 3 του Πορίσματος και έχει ως ακολούθως:-

 

«Έχοντας υπόψιν τα ανωτέρω έχω τη γνώμη ότι, τα αίτια του θανάτου του Θεόδωρου Δημητρίου είναι τα εξής:

 

Καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια μετά από πτώση (στις σκάλες της οικίας του), επί εδάφους πνευμονίας και καρκίνου της γλώσσας (χειρουργική αφαίρεση και χημειοθεραπεία).

 

Πιστεύω ότι, παρόλον που ο Θεόδωρος Δημητρίου ασθενούσε σοβαρώς, ο καταλυτικός παράγοντας που οδήγησε τελικά στον θάνατο ήταν η πτώση στις σκάλες.

 

Δηλαδή, η πτώση επέφερε το θάνατο και όχι ο θάνατος την πτώση».

 

      Η διαφορά μεταξύ των δύο ιατροδικαστών είναι μεγάλη και αν η πλευρά της Αιτήτριας ήθελε να θέσει σοβαρά ενώπιον του Δικαστηρίου την εκδοχή Ματσάκη, όφειλε να τον καλούσε να καταθέσει, ζητώντας προς τούτο τη συνδρομή της Θανατικής Ανακρίτριας. Το ενδεχόμενο κλήτευσης του Δρ. Ματσάκη τέθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Σύμφωνα με τα πρακτικά, διεξήχθη ο εξής διάλογος μεταξύ της Θανατικής Ανακρίτριας και του δικηγόρου της Αιτήτριας:-

 

«Θανατικός Ανακριτής:

Αντιλαμβάνομαι δεν θέλετε κάποιο άλλο μάρτυρα;

[*2896]κ. Παπαμιλτιάδους: Αφού το κυριότερο που μας ενδιέφερε είναι η μάρτυρας η κα Αντωνίου, η θέση μου είναι σύμφωνη με τον κ. Ματσάκη με τα οποία συμφώνησε η κα Ελένη Αντωνίου, η πτώση από τα 12 σκαλιά προς το πλατύσκαλο επέφερε το θάνατο και όχι ο θάνατος την πτώση. Για εμάς και από τις καταθέσεις ήταν ένα άτομο παρόλο ότι είχε ανεπάρκεια, παρόλο που είχε πνευμονία και όχι ότι είχε καρκίνο της γλώσσας.

 

Θανατικός Ανακριτής:

Η έκθεση του κ. Ματσάκη έχει μπει Τεκμήριο, αλλά ο κ. Ματσάκης δεν έχει έρθει εδώ να μας εξηγήσει το περιεχόμενο, δεν θα τον φέρετε;

 

κ. Παπαμιλτιάδους: Επειδή αποδέχτηκε η κα Αντωνίου την έκθεση, για αποφυγή περαιτέρω εξόδων πιστεύω, έγινε αποδεχτή η έκθεση μας. Δυστυχώς ο κ. Ματσάκης σε έτσι περιπτώσεις ζητά υπέρογκα ποσά.

 

κα Αβρααμίδου: Ο κ. Ματσάκης απλά έκανε υποψία μετά το θάνατο, όχι υπό συνθήκες κάτω από τις οποίες αναβρέθηκε ο θανών, που βρέθηκε. Όπως φαίνεται και στην κατάθεση της συζύγου του κας Παναγιώτας Δημητρίου ότι μετά που ήρθε το ασθενοφόρο και παρέλαβε τον θανόντα τα οποιαδήποτε τεκμήρια τα εξάλειψε στο οποίο υπήρχε αίμα που σφουγγάρισε.

 

Πέραν τούτου, ο κ. Ματσάκης δεν φαίνεται να ήταν κατά την νεκροτομή και νεκροψία. Οπότε υπάρχει μια περιγραφή στην οποία να μπορεί να κάνει ευρήματα χωρίς να είναι παρών.

 

κ. Παπαμιλτιάδους: Έτσι όπως κάνει θα πρέπει να τον φέρω. Όμως το αποτέλεσμα το είχε αποδεχτεί η κα Αντωνίου.  Αν το Δικαστήριο έχει αμφιβολία να τον φέρω.

 

Θανατικός Ανακριτής:

Είναι δικό σας θέμα κ. Παπαμιλτιάδους.

 

κ. Παπαμιλτιάδους: Δεν θα τον φέρω.

 

Θανατικός Ανακριτής:

Το πόρισμα επιφυλάσσεται.»

 

      Υπό αυτές τις συνθήκες δεν προκύπτει οποιαδήποτε πα[*2897]ρανομία ή έκδηλη πλάνη ως προς το νόμο, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της Αιτήτριας. Από τα στοιχεία ενώπιον της, η Θανατική Ανακρίτρια ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια άφησε το θέμα κλήτευσης του Δρ. Ματσάκη στην πλευρά της Αιτήτριας, η οποία και επικαλείτο τη μαρτυρία του. Τελικά ο δικηγόρος της Αιτήτριας αποφάσισε να μην ζητήσει από τη Θανατική Ανακρίτρια να κλητεύσει τον Δρ. Ματσάκη και επομένως δεν μπορεί τώρα να παραπονείται ότι δεν κλητεύθηκε ο συγκεκριμένος μάρτυρας.»

 

Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω προσέγγιση, ούτε και οποιοδήποτε κενό στα γεγονότα που διερευνήθηκαν από τη Θανατική Ανακρίτρια ως προς τα αίτια του φυσικού θανάτου του αποβιώσαντα.

 

Όπως η νομολογία επιβεβαιώνει (Πιττάκης ανωτέρω, Επιφανείου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1682), η θανατική ανάκριση έχει εξεταστικό χαρακτήρα και δεν υπάρχουν διάδικοι. Η απόφαση σε σχέση με ποια συμφέροντα πρέπει να εκπροσωπηθούν ανάγεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του Θανατικού Ανακριτή. Το Κεφ. 153 προβλέπει για τη δικαιοδοσία και εξουσία του Θανατικού Ανακριτή, τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται και για άλλα συναφή θέματα. Το Άρθρο 14 του υπό αναφορά Νόμου, καθορίζει ότι σε κάθε θανατική ανάκριση ο Θανατικός Ανακριτής λαμβάνει με όρκο μαρτυρία που δυνατό να εξασφαλισθεί σχετικά με την ταυτότητα του αποθανόντα και το χρόνο, τόπο και τρόπο του θανάτου του. Προβλέπει δε ότι κάθε ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να εμφανισθεί είτε με δικηγόρο είτε προσωπικά και να εξετάσει, αντεξετάσει ή επανεξετάσει, ανάλογα με την περίπτωση, οποιοδήποτε μάρτυρα. Αντικείμενο της θανατικής ανάκρισης θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της διαφάνειας ως προς τις συνθήκες θανάτου και η ικανοποίηση τόσο του δημοσίου αισθήματος όσο και αυτού των προσώπων τα οποία έχουν άμεσο ενδιαφέρον από τη διαλεύκανση των αιτιών θανάτου. Κατ’ ακολουθία, διάφορα πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν σχετικές ερωτήσεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο απόλυτος έλεγχος της όλης διαδικασίας επαφίεται στο Θανατικό Ανακριτή (Coronership by Gavin Thurston, έκδοση 1976, σελ. 106). Ο Θανατικός Ανακριτής, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, περιορίζει τις ερωτήσεις στα απολύτως αναγκαία, ώστε να διαφανεί υπό ποιες συνθήκες επήλθε ο θάνατος. Ο περιορισμένος σκοπός διεξαγωγής θανατικής ανάκρισης, η απάντηση δηλαδή στα ερωτήματα πώς, πότε και πού επήλθε ο θάνατος, επιβάλλει, αφενός, όπως η όλη διαδικασία διατηρήσει τον εξεταστικό της χαρακτήρα και μόνο και [*2898]επιτάσσει, αφετέρου, την αποφυγή άσκοπης αντιπαράθεσης, που θα είχε ως αποτέλεσμα τη σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου και δημοσίου χρήματος. Είναι καθήκον του Θανατικού Ανακριτή να εξετάσει την όποια μαρτυρία έχει ενώπιόν του ή τα όποια στοιχεία προκύψουν και που θα ήταν δυνατό να δημιουργήσουν στο μυαλό του βάσιμη αμφιβολία για την ορθότητα των πληροφοριών που παρουσιάστηκαν στα πλαίσια της θανατικής ανάκρισης. Υπό το πρίσμα αυτό και με δεδομένο το πεδίο εξουσίας του, έχει διακριτική ευχέρεια να καλέσει οποιοδήποτε σχετικό μάρτυρα για να διαπιστώσει αν από τη μαρτυρία του αναδύονται γεγονότα που καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο επήλθε ο θάνατος και τα οποία μπορούν να επιδράσουν στο τελικό πόρισμά του, έχοντας πάντα υπόψη ότι ο τρόπος επέλευσης του θανάτου είναι ζήτημα ευρύτερο της εξακρίβωσης της ιατρικής αιτίας θανάτου. Κάτω από οποιεσδήποτε όμως συνθήκες, ο Θανατικός Ανακριτής θα πρέπει να περιορίζει την έρευνά του αυστηρά και μόνο στα γεγονότα της υπόθεσης. Αναφέρονται τα εξής σχετικά στην απόφαση McKerr v. The UK, Appl. No. 28883/95, ΕΔΑΔ, ημερ. 4.8.2001:

 

«The scope of the inquest was limited to the facts immediately relevant to the deaths under examination. According to the case-law of the national courts, the coroner is required to confine his investigation to the matters which directly caused the deaths and should not extend his inquiry into the broader circumstances. While the domestic courts accept that an essential purpose of the inquest is to allay rumours and suspicions of how a death came about, they have considered it important that such an inquiry should not be allowed “to drift into the uncharted seas of rumour and allegation”.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση η Θανατική Ανακρίτρια είχε ενώπιόν της αδιαμφισβήτητα δεδομένα, όπως αυτά προέκυψαν μέσα από την Μεταθανάτιο Ιατροδικαστική Έκθεση της Δρος Αντωνίου και την ένορκη μαρτυρία της στα πλαίσια της θανατικής ανάκρισης. Η εσωτερική εξέταση της σορού κατέδειξε τα προβλήματα στο καρδιαγγειακό και αναπνευστικό σύστημα, χωρίς να προκύπτει ο,τιδήποτε το οποίο να επιμαρτυρεί ότι η πτώση του θανόντος και το επακόλουθο τραύμα στη μετωπιαία περιοχή επηρέασαν κάποιο ζωτικό όργανο ή επέφεραν κάποιο τραυματισμό που θα ήταν δυνατό να συσχετισθεί με το θάνατο. Στην Ιατροδικαστική Γνώμη του Δρος Ματσάκη καταγράφεται, χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση, ότι η πτώση επέφερε το θάνατο. Ένα συμπέρασμα εντελώς αναιτιολόγητο, αν σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος ιατροδικαστής δεν ήταν παρών κατά τη νεκροψία και ετοίμασε την έκ[*2899]θεσή του ένα χρόνο μετά το θάνατο του αποβιώσαντα, λαμβάνοντας υπόψη αυτοψία που έκαμε στο χώρο του θανάτου εννέα μήνες μετά και στοιχεία τα οποία του δόθηκαν από τρίτα πρόσωπα. Περαιτέρω, όπως ο ίδιος αναφέρει, στηρίχθηκε στη Μεταθανάτιο Ιατροδικαστική Έκθεση της Δρος Αντωνίου, στην οποία δεν γίνεται καμιά αναφορά που να υποστηρίζει τα συμπεράσματά του. Αντιθέτως, όπως ήδη λέχθηκε, μέσα από την εν λόγω έκθεση και με υπαρκτά τα ιατρικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο θανών, επιβεβαιώνεται το τελικό συμπέρασμα της Δρος Αντωνίου ότι ο θάνατος οφειλόταν σε φυσικά αίτια.

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, η Θανατική Ανακρίτρια ορθά έκρινε ότι η κλήτευση και παρουσίαση οποιασδήποτε περαιτέρω μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Δρος Ματσάκη, δεν θα εξυπηρετούσε κανένα από τους σκοπούς της θανατικής ανάκρισης.

 

Καταληκτικά, δεν έχει αποκαλυφθεί οποιοδήποτε εμφανές νομικό σφάλμα ή παρέκκλιση από τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης προς το σκοπό έκδοσης εντάλματος Certiorari.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο