Παστελλά Ελεάνα (2015) 1 ΑΑΔ 2926

ECLI:CY:AD:2015:D868

(2015) 1 ΑΑΔ 2926

[*2926]22 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15.12.2015 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 379/2015,

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΣΤΗΝ

ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΙΤΗΣΗ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ

ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 169/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο να ακυρωνόταν προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς από Οικογενειακό Δικαστήριο στο πλαίσιο αίτησης Γονικής Μέριμνας ― Απορριπτική κατάληξη, παρά την ύπαρξη διαπίστωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης λόγω παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης εκ της απουσίας λόγων που να καταδείκνυαν το επείγον του θέματος, για μονομερή έκδοση ― Απουσία συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας προνομιακών ενταλμάτων.

 

Με την αίτηση, η αιτήτρια επιδίωξε την παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο να ακυρωνόταν προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς από Οικογενειακό Δικαστήριο στο πλαίσιο αίτησης Γονικής Μέριμνας.

 

Η Αιτήτρια είναι η εν διαστάσει σύζυγος του καθ’ ου η αίτηση στην αίτηση ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Μαζί απέκτησαν [*2927]δύο θυγατέρες, ηλικίας σήμερα 7 και 5 χρόνων αντίστοιχα. Στις 12.12.2014, το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε, στο πλαίσιο της αίτησης γονικής μέριμνας 480/2013, διάταγμα με το οποίο η φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων ανατέθηκε από κοινού και στους δύο γονείς. Προέβλεψε επίσης ως προς τον τόπο διαμονής των ανηλίκων μεταξύ των δύο γονέων.

 

Στις 4.9.2015 η Αιτήτρια καταχώρησε την υπ’ αριθμό 379/2015 αίτηση γονικής μέριμνας, με την οποία ζητούσε την ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 12.12.2014 και την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων αποκλειστικά στην ίδια. Στα πλαίσια αυτής της αίτησης, η Αιτήτρια καταχώρησε μονομερή ενδιάμεση αίτηση, της αυτής ημερομηνίας, με την οποία ζητούσε την αναστολή του διατάγματος ημερομηνίας 12.12.2014 στο μέρος που αφορούσε τον Καθ’ ου η αίτηση, ώστε τα παιδιά να παρέμεναν υπό την προσωρινή φροντίδα της Αιτήτριας και παράλληλα να απαγορευόταν η επαφή του Καθ’ ου η αίτηση με τα παιδιά, χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης ή νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Προς τεκμηρίωση του αιτήματος τέθηκαν ως υπόβαθρο στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας διάφορες θέσεις περί των γεγονότων που περιέβαλλαν την αίτηση και αφορούσαν σε διαφοροποίηση συνθηκών με την επίκληση κάποιων ιδιαίτερων γεγονότων.

 

Το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς το αιτούμενο διάταγμα στις 4.9.2015 και το κατέστησε απόλυτο, μετά από ακρόαση, στις 25.9.2015. Στις 4.12.2015 ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αξιώνοντας την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος. Παράλληλα, την ίδια ημέρα, καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε την αναστολή του υπό αναφορά διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της διά κλήσεως αίτησης. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε της μονομερούς αίτησης στις 8.12.2015, δίδοντας οδηγίες επίδοσής της στην Αιτήτρια και την όρισε για το σκοπό αυτό στις 14.12.2015. Κατά την ημέρα αυτή η Αιτήτρια εμφανίστηκε, πλην όμως ο Καθ’ ου η αίτηση ζήτησε να αποσύρει τη μονομερή αίτηση άνευ βλάβης. Το Δικαστήριο, κατ’ ακολουθία, απέρριψε τη μονομερή αίτηση, ορίζοντας τη διά κλήσεως αίτηση για ακρόαση στις 14.1.2016. Την επόμενη ημέρα, 15.12.2015, ο Καθ’ ου η αίτηση επανήλθε με καταχώρηση νέας μονομερούς ενδιάμεσης αίτησης, ιδίου περιεχομένου με αυτήν που απέσυρε την προηγούμενη, ζητώντας εκ νέου την έκδοση διατάγματος αναστολής του διατάγματος ημερομηνίας 4.9.2015, που έγινε απόλυτο στις 25.9.2015.

 

Το Οικογενειακό Δικαστήριο, με την ίδια σύνθεση, επιλήφθηκε της αίτησης αυθημερόν και, στην απουσία της άλλης πλευράς, εξέδωσε το [*2928]διάταγμα αναστολής και επανέφερε σε ισχύ το διάταγμα ημερομηνίας 12.12.2014. Το εκδοθέν διάταγμα ημερομηνίας 15.12.2015, το οποίο συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, επιδόθηκε στην Αιτήτρια την επομένη.

 

Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος ήταν καταχρηστική.

 

β)  Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος κατεπείγοντος ή άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την έκδοση μονομερώς του υπό αναφορά διατάγματος, ειδικά ενόψει του γεγονότος ότι η Αιτήτρια ήταν ήδη μέρος της διαδικασίας και εμφανιζόταν με δικηγόρο σε κάθε προηγούμενο στάδιο.

 

γ)  Ήταν αδικαιολόγητα μεγάλο το διάστημα που ορίστηκε ως επιστρεπτέο το εκδοθέν διάταγμα, ο χρόνος δηλαδή μεταξύ 15.12.2015 και 29.12.2015.

 

δ)  Συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την παροχή της αιτούμενης άδειας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Πάγια νομολογία καλύπτει το ζήτημα χορήγησης άδειας για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων. Επιγραμματικά, συνιστά βασική αρχή ότι το Δικαστήριο στην πορεία εξέτασης αιτήσεων αυτής της μορφής, δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας.

 

2.  Υπό το πρίσμα των νομολογημένων αρχών θα έπρεπε να εξετασθεί, πρωταρχικά, κατά πόσο η πλευρά της Αιτήτριας είχε καλύψει την απαραίτητη προϋπόθεση κατάδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, προκειμένου να θέσει το θεμέλιο για επιτυχία του διαβήματός της για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

3.  Ήταν βάσιμη η βασική εισήγηση  των θέσεων των συνηγόρων της Αιτήτριας ότι δεν είχαν καταδειχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου λόγοι που να κατεδείνυαν το επείγον του θέματος, ώστε να εκδοθεί το διάταγμα στην απουσία της Αιτήτριας και χωρίς να της παρασχεθεί δυνατότητα να ακουστεί. Τεκμηρίωνε δε, εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.

 

4.  Η εξουσία του Δικαστηρίου προς έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγ[*2929]ματος μονομερώς, εδράζεται στην αναπόφευκτη ανάγκη που δημιουργεί το κατεπείγον του ζητήματος.

 

5.  Εφόσον δεν αποδεικνύεται ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το κατεπείγον του θέματος, όπως απαιτεί το Άρθρο 9 του Κεφαλαίου 6, προκύπτει ζήτημα δικαιοδοσίας, πρόδηλης πλάνης περί το Νόμο και παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος της αντίδικης πλευράς να ακουστεί για ζήτημα που την αφορά και την επηρεάζει.

 

6.  Στην υπό κρίση περίπτωση η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 15.12.2015, έθεσε ως επείγον, προκειμένου να ανασταλούν προηγούμενα διατάγματα, ότι η συνέχισή τους ήταν άδικη και ολέθρια προς το πρόσωπο του Καθ’ ου η αίτηση και των ανήλικων παιδιών.

 

7.  Τα δεδομένα είχαν εν τω μεταξύ διαφοροποιηθεί καθότι είχε ετοιμασθεί έκθεση κλινικών ψυχολόγων η οποία ανέτρεπε τις θέσεις της Αιτήτριας ως προς τα ουσιώδη γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 4.9.2015.

 

8.  Τα πιο πάνω δεν τεκμηρίωναν τον δικαιοδοτικό όρο του κατεπείγοντος. Ιδιαίτερα, ενόψει των όσων προηγήθηκαν και της απόσυρσης παρόμοιας αίτησης την αμέσως προηγούμενη μέρα. Η πρωτόδικος Δικαστής γνώριζε, από την όλη εμπλοκή της στη διαδικασία, ότι είχε ήδη λάβει χώραν σωρεία διαδικαστικών διαβημάτων στα οποία συμμετείχε και η πλευρά της Αιτήτριας.

 

9.  Τα ουσιαστικά δε γεγονότα δεν είχαν μεταβληθεί από την αμέσως προηγούμενη διαδικασία, της μονομερούς δηλαδή αίτησης ημερομηνίας 4.12.2015, η οποία και απεσύρθη στις 14.12.2015. Υπό τις συνθήκες αυτές η πρωτόδικος Δικαστής όφειλε να εξετάσει το ενώπιόν της αίτημα στην παρουσία της αντίδικης πλευράς, της Αιτήτριας.

 

10. Εφόσον δεν είχαν στην πραγματικότητα αναφερθεί λόγοι που να καταδείκνυαν το επείγον του θέματος, δεν είχε ενεργοποιηθεί και η δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος μετά από μονομερή αίτηση.

 

11. Υπό τις συνθήκες αυτές η μη παροχή στον επηρεαζόμενο, την Αιτήτρια, της ευκαιρίας να ακουστεί, συνιστούσε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και, κατά προέκταση, θεμελιωνόταν εκ πρώτης, τουλάχιστον, όψεως συζητήσιμη υπόθεση.

[*2930]12.  Η διαπιστωθείσα όμως υπέρβαση δικαιοδοσίας και η παραβίαση των πιο πάνω αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, δεν παρέκαμπτε την ανάγκη για αναζήτηση εξαιρετικών περιστάσεων δεδομένης της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου.

 

13. Στην υπό κρίση περίπτωση υπήρχαν εναλλακτικές θεραπείες, δεδομένης της εκκρεμότητας της διαδικασίας στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ακολούθως, ανάλογα, του δευτεροβάθμιου ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

14. Εισηγήθηκαν όμως οι συνήγοροι της Αιτήτριας ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να επιτρεπόταν παρέκκλιση από τον κανόνα. Ως τέτοιες καθόρισαν τον κίνδυνο που πιθανό να ελλοχεύει για τη ψυχική υγεία των παιδιών η φύλαξη τους και φροντίδα από τον Καθ’ ου η αίτηση - πατέρα τους.

 

15. Οι πιο πάνω προσεγγίσεις δεν εδράζονταν σε αδιαμφισβήτητα, αντικειμενικά, δεδομένα, αλλά συνιστούσαν υποκειμενικές προσεγγίσεις της πλευράς της Αιτήτριας, οι οποίες, φαινόταν πλέον, να μη βρίσκουν έδαφος στήριξης στην έκθεση των κλινικών ψυχολόγων, η οποία παρεμβλήθηκε εν τω μεταξύ.

 

16. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι εξεταζόμενες αναφορές παρέμεναν μετέωρες και δεν μπορούσαν να τεκμηριώσουν εξαιρετικές περιστάσεις, ούτως ώστε να δικαιολογείτο και η παροχή άδειας προς τον σκοπό καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου.

 

17. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω αναμενόταν, όπως είναι και επιβεβλημένο καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπό το φως των γεγονότων και της ενώπιον του διαδικασίας, η τάχιστη διεκπεραίωση της υπόθεσης.

 

18. Αναμενόταν ακόμη η αποφυγή αχρείαστης και χρονοβόρας ενασχόλησης με ενδιάμεσες αιτήσεις και η επίλυση της ουσίας της διαφοράς, προς τελική διευθέτηση της όλης υπόθεσης, όπως και το συμφέρον της δικαιοσύνης επιτάσσει.

 

19. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, δεν είχε τεκμηριωθεί ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούσαν αναγκαία την κατ’ εξαίρεση παροχή θεραπείας του προνομιακού εντάλματος με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

[*2931]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878,

 

Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.

 

Αίτηση.

 

Ε. Βραχίμη (κα) και Λ. Βραχίμης, για την Αιτήτρια.

 

Cur. adv. vult.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Αιτήτρια εξαιτείται:

 

«Α. Την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 15 Δεκεμβρίου 2015 στα πλαίσια της αίτησης Γονικής Μέριμνας 379/2015.

 

Β. Αναστολή της πιο πάνω απόφασης μέχρι την εκδίκαση της αίτησης Certiorari.

 

Γ. Οποιαδήποτε άλλη συναφή προς το ένταλμα Certiorari θεραπεία.»

 

Το ιστορικό των γεγονότων που οδήγησαν στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης έχει ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια είναι η εν διαστάσει σύζυγος του Σοφοκλή Παπαβαρνάβα (ο Καθ’ ου η αίτηση). Μαζί απέκτησαν δύο θυγατέρες, ηλικίας σήμερα 7 και 5 χρόνων αντίστοιχα. Στις 12.12.2014, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε, στα πλαίσια της αίτησης γονικής μέριμνας 480/2013, διάταγμα με το οποίο η φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων ανατέθηκε από κοινού και στους δύο γονείς. Προέβλεψε επίσης ως προς τον τόπο διαμονής των ανηλίκων μεταξύ των δύο γονέων. Στις 4.9.2015 η Αιτήτρια καταχώρησε την υπ’ αριθμό 379/2015 αίτηση γονικής μέριμνας, με την οποία ζητούσε την ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 12.12.2014 και την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων αποκλειστικά στην ίδια. Στα πλαίσια αυτής της αίτησης η Αιτήτρια καταχώρησε μονομερή ενδιάμεση αίτηση, της αυτής ημερομηνίας, με την οποία ζητούσε την αναστολή του διατάγματος ημερομη[*2932]νίας 12.12.2014 στο μέρος που αφορούσε τον Καθ’ ου η αίτηση, ώστε τα παιδιά να παραμείνουν υπό την προσωρινή φροντίδα της Αιτήτριας και παράλληλα να απαγορεύεται η επαφή του Καθ’ ου η αίτηση με τα παιδιά χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης ή νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Προς τεκμηρίωση του αιτήματος τέθηκε ως υπόβαθρο στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας η θέση ότι τα παιδιά για αρκετό καιρό παρουσίαζαν ανάρμοστες για την ηλικία τους σεξουαλικές συμπεριφορές, με αποκορύφωμα αναφορά της μικρότερης θυγατέρας προς την Αιτήτρια ότι στο σπίτι του πατέρα παρακολούθησε ταινίες πορνογραφικού περιεχομένου, το περιεχόμενο των οποίων περιέγραψε με λεπτομέρεια στην Αιτήτρια. Σχετική καταγγελία έλαβε χώραν στην Αστυνομία και σε λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας. Το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς το αιτούμενο διάταγμα στις 4.9.2015 και το κατέστησε απόλυτο, μετά από ακρόαση, στις 25.9.2015. Στις 4.12.2015 ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αξιώνοντας την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος. Παράλληλα, την ίδια ημέρα, καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε την αναστολή του υπό αναφορά διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της διά κλήσεως αίτησης. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε της μονομερούς αίτησης στις 8.12.2015, δίδοντας οδηγίες επίδοσής της στην Αιτήτρια και την όρισε για το σκοπό αυτό στις 14.12.2015. Κατά την ημέρα αυτή η Αιτήτρια εμφανίστηκε, πλην όμως ο Καθ’ ου η αίτηση ζήτησε να αποσύρει τη μονομερή αίτηση άνευ βλάβης. Το Δικαστήριο, κατ’ ακολουθία, απέρριψε τη μονομερή αίτηση, ορίζοντας τη διά κλήσεως αίτηση για ακρόαση στις 14.1.2016. Την επόμενη ημέρα, 15.12.2015, ο Καθ’ ου η αίτηση επανήλθε με καταχώρηση νέας μονομερούς ενδιάμεσης αίτησης, ιδίου περιεχομένου με αυτήν που απέσυρε την προηγούμενη, ζητώντας εκ νέου την έκδοση διατάγματος αναστολής του διατάγματος ημερομηνίας 4.9.2015, που έγινε απόλυτο στις 25.9.2015. Το Οικογενειακό Δικαστήριο, με την ίδια σύνθεση, επιλήφθηκε της αίτησης αυθημερόν και, στην απουσία της άλλης πλευράς, εξέδωσε το διάταγμα αναστολής και επανέφερε σε ισχύ το διάταγμα ημερομηνίας 12.12.2014. Το εκδοθέν διάταγμα ημερομηνίας 15.12.2015, το οποίο συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, επιδόθηκε στην Αιτήτρια την επομένη.

 

Προωθώντας την υπό κρίση αίτηση οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας εισηγήθηκαν: (α) ότι η έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος ήταν καταχρηστική, (β) ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος κατεπείγοντος ή άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την έκδοση μονομερώς του υπό αναφορά δια[*2933]τάγματος, ειδικά ενόψει του γεγονότος ότι η Αιτήτρια ήταν ήδη μέρος της διαδικασίας και εμφανιζόταν με δικηγόρο σε κάθε προηγούμενο στάδιο και (γ) ότι ήταν αδικαιολόγητα μεγάλο το διάστημα που ορίστηκε ως επιστρεπτέο το εκδοθέν διάταγμα, ο χρόνος δηλαδή μεταξύ 15.12.2015 και 29.12.2015.

 

Πάγια νομολογία καλύπτει το ζήτημα χορήγησης άδειας για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων. Επιγραμματικά, συνιστά βασική αρχή ότι το Δικαστήριο στην πορεία εξέτασης αιτήσεων αυτής της μορφής δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας. Ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Το νοηματικό εύρος του όρου συζητήσιμη υπόθεση καλύπτεται στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως από το πρακτικό του Δικαστηρίου υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Ακόμη όμως και η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή προς ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπου εντοπίζεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής, που φέρει το βάρος, αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).

 

Προκειμένου, λοιπόν, να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία. Είναι ικανοποιητικό να φαίνεται στην αίτηση και στα γεγονότα που τη στηρίζουν πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Στην υπόθεση Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250 τέθηκε το πλαίσιο της έννοιας του όρου εκ πρώτης όψεως υπόθεση ως ακολούθως:

 

      «We remain wholly unconvinced that a prima facie case was made for leave to apply for an order of Certiorari. As the expression “prima facie” suggests, a convincing enough case must be made on first view. On second view, formed after hearing the other side, this impression may dissipate. A prima facie case is not an unanswerable one but one sufficiently cogent, or arguable, to merit an answer. On numerous occasions Courts were concerned to elicit and apply the concept in diverse circumstances. A particularly instructive approach to analysis of the concept, I found, with respect, that of Megarry, V.C., in Land Securities v. [*2934]Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258. According to this approach, a prima facie case is made out if an arguable case is disclosed, without need arising at this initial or at this initial or preliminary stage for consideration of any rebutting evidence.»

 

Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών πρέπει να εξετασθεί, πρωταρχικά, κατά πόσο η πλευρά της Αιτήτριας έχει καλύψει την απαραίτητη προϋπόθεση κατάδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, προκειμένου να θέσει το θεμέλιο για επιτυχία του διαβήματός της για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Βασικός πυλώνας των θέσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Αιτήτριας επί του προκειμένου, είναι ότι δεν είχαν καταδειχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου λόγοι που να δεικνύουν το επείγον του θέματος, ώστε να εκδοθεί το διάταγμα στην απουσία της Αιτήτριας και χωρίς να της παρασχεθεί δυνατότητα να ακουστεί.

 

Είναι βάσιμη η πιο πάνω προσέγγιση και τεκμηριώνει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Η εξουσία του Δικαστηρίου προς έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος μονομερώς εδράζεται στην αναπόφευκτη ανάγκη που δημιουργεί το κατεπείγον του ζητήματος. Η στοιχειοθέτηση δηλαδή από τον προσφεύγοντα ότι είτε δεν παρέχεται η χρονική ευχέρεια επίδοσης προκειμένου να ακουστεί η αντίδικη πλευρά είτε υπάρχει ο κίνδυνος, ως αποτέλεσμα της επίδοσης, πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς. Συνεπώς, το στοιχείο του επείγοντος ή άλλης ιδιαίτερης περίστασης αποτελεί όρο για την ύπαρξη εξουσίας προς έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος μετά από μονομερή αίτηση. Η παροχή ευκαιρίας σε κάθε πρόσωπο να ακουστεί σε υπόθεση που το αφορά, αποτελεί αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης με βαθιές ρίζες που ανάγονται στα πρώτα στάδια διαμόρφωσης των θεσμών της δίκης. Εφόσον δεν αποδεικνύεται ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το κατεπείγον του θέματος, όπως απαιτεί το Άρθρο 9 του Κεφαλαίου 6, προκύπτει ζήτημα δικαιοδοσίας, πρόδηλης πλάνης περί το Νόμο και παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος της αντίδικης πλευράς να ακουστεί για ζήτημα που την αφορά και την επηρεάζει.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 15.12.2015 έθεσε ως επείγον, προκειμένου να ανασταλούν προηγούμενα διατάγματα, ότι η συνέχισή τους είναι άδικη και ολέθρια προς το πρόσωπο του Καθ’ ου η αίτηση και των ανήλικων παιδιών. Προστίθεται επίσης [*2935]ότι τα δεδομένα είχαν εν τω μεταξύ διαφοροποιηθεί καθότι είχε ετοιμασθεί έκθεση κλινικών ψυχολόγων η οποία ανέτρεπε τις θέσεις της Αιτήτριας ως προς τα ουσιώδη γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 4.9.2015.

 

Τα πιο πάνω δεν τεκμηρίωναν τον δικαιοδοτικό όρο του κατεπείγοντος. Ιδιαίτερα, ενόψει των όσων προηγήθηκαν και της απόσυρσης παρόμοιας αίτησης την αμέσως προηγούμενη μέρα. Η πρωτόδικος Δικαστής γνώριζε, από την όλη εμπλοκή της στη διαδικασία, ότι είχε ήδη λάβει χώραν σωρεία διαδικαστικών διαβημάτων στα οποία συμμετείχε και η πλευρά της Αιτήτριας. Τα ουσιαστικά δε γεγονότα δεν είχαν μεταβληθεί από την αμέσως προηγούμενη διαδικασία, της μονομερούς δηλαδή αίτησης ημερομηνίας 4.12.2015, η οποία και απεσύρθη στις 14.12.2015. Υπό τις συνθήκες αυτές η πρωτόδικος Δικαστής όφειλε να εξετάσει το ενώπιόν της αίτημα στην παρουσία της αντίδικης πλευράς, της Αιτήτριας.

 

Εφόσον λοιπόν δεν είχαν στην πραγματικότητα αναφερθεί λόγοι που να καταδείκνυαν το επείγον του θέματος, δεν είχε ενεργοποιηθεί και η δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος μετά από μονομερή αίτηση. Υπό τις συνθήκες αυτές η μη παροχή στον επηρεαζόμενο, την Αιτήτρια, της ευκαιρίας να ακουστεί, συνιστούσε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και, κατά προέκταση, θεμελιώνεται εκ πρώτης, τουλάχιστον, όψεως συζητήσιμη υπόθεση.

 

Η διαπιστωθείσα όμως υπέρβαση δικαιοδοσίας και η παραβίαση των πιο πάνω αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, δεν παρακάμπτει την ανάγκη για αναζήτηση εξαιρετικών περιστάσεων δεδομένης της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου. Στην απόφαση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (ανωτέρω), εντοπίζονται τα ακόλουθα σχετικά στις σελίδες 887-890:

 

      «Έχουμε μελετήσει τα επιχειρήματα του δικηγόρου των Εφεσειόντων, αλλά δεν συμφωνούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει καθ’ οιονδήποτε λόγο. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκρυσταλλωμένη και η αναφορά σε παλαιότερες και σε νεότερες προσεγγίσεις είναι κατά την άποψή μας αχρείαστη (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, Έκδοση 2004, σελ. 55-68). Ο κ. Πολυβίου για να υποστηρίξει τη θέση του περί ύπαρξης «ευρύτερης» προσέγγισης, έκαμε αναφορά σε απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury' s, Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265. [*2936]Όμως το συγκεκριμένο απόσπασμα σε σχέση με το δικαιοδοτικής φύσης θέμα, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι:-

 

  «Με προβλημάτισε ιδιαιτέρως, όμως, η εισήγηση πως θα έπρεπε να χορηγήσω άδεια παρά την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης έφεσης, ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης των σημείων που συζητήθηκαν. Κυρίως ενόψει του πιο κάτω αποσπάσματος από τους Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση Τόμος 11 σελ. 140 §265. (Βλ. επίσης την 4η έκδοση, Τόμος Ι(ι) § 117, σημ. 22 και Bazu's Commentary on the Constitution of India 6η έκδοση Τόμος Ι σελ. 375.)

 

  "Although the order is not of course it will though discretionary nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the Court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction, if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief and this is the case even though certiorari is taken away by statute and although there is an alternative remedy."

 

  Αυτή η πολύ γενική διατύπωση μεταδίδει πράγματι πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, όταν η αίτηση προέρχεται από επηρεαζόμενο, εκδίδεται certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Δεν έχω δει να διατυπώνεται τέτοια γενική αρχή στις βασικές υποθέσεις πάνω στο θέμα. Έχω υπόψη μου τις αναφερθείσες από την Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και στη συνέχεια στη Σταύρου Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469

 

      Ο Κωνσταντινίδης, Δ., αφού ανέλυσε την αγγλική νομολογία, στην οποία στηρίχθηκε το πιο πάνω απόσπασμα, από το Halsbury' s Laws of England, ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υποστηρίζει την απολυτότητα με την οποία διατυπώνεται η παρατήρηση στο πιο πάνω Σύγγραμμα. Τελικά, κατέληξε πως:-

 

  «.. ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον [*2937]οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι’ αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

 

      Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Νικήτα, Δ., στη Σπύρος Γεωργίου, Αίτηση Αρ. 3/2001, ημερ. 14.2.2001 και σε πολλές άλλες υποθέσεις που ακολούθησαν. Ο κ. Πολυβίου έκαμε επίσης αναφορά στη Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534, ως υποστηρίζουσα τις θέσεις του. Εκεί έγινε αναφορά από τον Καλλή, Δ., σε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας. Όπως υποδεικνύει ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Re Σάββα (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1941, ανεξάρτητα αν «με βάση παλαιότερη νομολογία, επικράτησε η άποψη ότι, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας, τότε θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα Certiorari, έστω και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, χωρίς την απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων», ακολούθησαν οι υποθέσεις Μεστάνας, ανωτέρω και Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στις οποίες αποφασίστηκε όπως πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.

 

      Αν και τα πιο πάνω αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, εντούτοις έτυχαν της έγκρισης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, στην οποία το κατώτερο δικαστήριο κατόπιν αίτησης της εταιρείας B.M.T.L., εξέδωσε διάταγμα Mareva εναντίον της Fastact και άλλων εταιρειών, με το οποίο απαγορευόταν στη Fastact και στις άλλες εταιρείες να αποσύρουν χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό. Ενώ το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί ένσταση, στις 7.3.2002 η Fastact και οι άλλες εταιρείες, καταχώρησαν αίτηση για ένταλμα Certiorari για ακύρωση του διατάγματος. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια, κατόπιν ακροάσεως εκδόθηκε ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρωνόταν το διάταγμα Mareva στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας. Μετά από έφεση της B.M.T.L. το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την μέχρι τότε νομολογία, επέτρεψε την έφεση, αναφέροντας ότι.-

 

  «Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστη[*2938]ρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Μιχαήλ κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

 

      Ο κ. Πολυβίου μας κάλεσε να αποστούμε από την πιο πάνω πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος έφεσης. Οι τέσσερις λόγοι έφεσης εστιάζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, προφανώς όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία. Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο αδελφός μας Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλιν δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστούμε από τη μέχρι σήμερα νομολογία μας, όπως αυτή συνοψίζεται ιδιαίτερα στη Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και επιβεβαιώθηκε από το διευρυμένο Εφετείο στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd, ανωτέρω.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση εναλλακτικές θεραπείες υπάρχουν, δεδομένης της εκκρεμότητας της διαδικασίας στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ακολούθως, ανάλογα, του δευτεροβάθμιου ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εισηγήθηκαν όμως οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε [*2939]να επιτραπεί παρέκκλιση από τον κανόνα. Ως τέτοιες καθόρισαν τον κίνδυνο που πιθανό να ελλοχεύει για τη ψυχική υγεία των παιδιών η φύλαξη τους και φροντίδα από τον Καθ’ ου η αίτηση – πατέρα τους. Ήταν η προέκταση των θέσεών τους πως τα όσα, κατά τη θέση τους, έλαβαν χώραν προηγουμένως είναι πιθανό να επαναληφθούν και πως, ενδεχομένως, ο Καθ’ ου η αίτηση να ασκήσει πίεση επί των θυγατέρων του, προς το σκοπό διαφοροποίησης προηγουμένων δηλώσεών τους, επιβαρυντικών για τον ίδιο.

 

Οι πιο πάνω προσεγγίσεις δεν βρίσκουν, με όλο το σεβασμό, σύμφωνο το Δικαστήριο. Δεν εδράζονται σε αδιαμφισβήτητα, αντικειμενικά, δεδομένα, αλλά συνιστούν υποκειμενικές προσεγγίσεις της πλευράς της Αιτήτριας, οι οποίες, φαίνεται πλέον, να μη βρίσκουν έδαφος στήριξης στην έκθεση των κλινικών ψυχολόγων, η οποία παρεμβλήθηκε εν τω μεταξύ. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι εξεταζόμενες αναφορές παραμένουν μετέωρες και δεν μπορούν να τεκμηριώσουν εξαιρετικές περιστάσεις, ούτως ώστε να δικαιολογείται και η παροχή άδειας προς τον σκοπό καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου.

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω αναμένεται, όπως είναι και επιβεβλημένο καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπό το φως των γεγονότων και της ενώπιον του διαδικασίας, η τάχιστη διεκπεραίωση της υπόθεσης. Αναμένεται ακόμη η αποφυγή αχρείαστης και χρονοβόρας ενασχόλησης με ενδιάμεσες αιτήσεις και η επίλυση της ουσίας της διαφοράς, προς τελική διευθέτηση της όλης υπόθεσης, όπως και το συμφέρον της δικαιοσύνης επιτάσσει.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω δεν έχει τεκμηριωθεί ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν αναγκαία την κατ’ εξαίρεση παροχή θεραπείας του προνομιακού εντάλματος με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου.

 

Αναπόδραστα, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο