Αριστείδου Άριστος ν. Χριστόφορου Πολυδώρου (2016) 1 ΑΑΔ 37

ECLI:CY:AD:2016:A16

(2016) 1 ΑΑΔ 37

[*37]15 Ιανουαρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,

 

Εφεσείων-Ενάγων,

 

v.

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2010)

 

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Εφεσίβλητος εισερχόμενος σε κύρια οδό από πάροδο, είχε πολύ περιορισμένη ορατότητα προς τα δεξιά του, εξαιτίας της ύπαρξης υπερυψωμένου ελαιώνα, με αποτέλεσμα  να υποχρεωθεί να κινηθεί πέραν της νοητής γραμμής της συμβολής των δύο οδών, για να έχει κάποια ορατότητα προς τα δεξιά ― Εκρίθη ότι δεν ήταν υπαίτιος αμέλειας για τη σύγκρουση με τη μοτοσικλέτα του εφεσείοντα ο οποίος κινείτο στην κύρια οδό.

 

Αμέλεια ― Το κριτήριο είναι αντικειμενικό ― Ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει συμπεριφερθεί και επιδείξει προσοχή και φροντίδα χαμηλότερου επιπέδου, υπό τις περιστάσεις, από το επίπεδο που αναμένεται από έναν λογικό, συνετό, ικανό και έμπειρο οδηγό ― Το μέτρο δεν είναι εκείνο του τέλειου οδηγού, αλλά του λογικού, συνετού και ικανού οδηγού.

 

Ο εφεσείων, αμφισβήτησε με την έφεση την ορθότητα πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης που εκδόθηκε σε αγωγή που είχε εγείρει  και με την οποία διεκδικούσε αποζημιώσεις εναντίον του εφεσίβλητου, συνεπεία δυστυχήματος στο οποίο ο πρώτος ενεπλάκη, οδηγώντας τη μοτοσυκλέτα του και ο εφεσίβλητος, οδηγώντας το αυτοκίνητο του.

 

Σύμφωνα με τη θέση που ο εφεσείων προέβαλε, ο εφεσίβλητος εισήλθε στον κύριο δρόμο και απέκοψε την ελεύθερη πορεία του εφεσείοντος, ο οποίος νόμιμα οδηγούσε το όχημα του επί της κυρίας οδού, γεγονός που κατά τον ίδιο συνιστούσε αμέλεια.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε και αξιολόγησε την ενώ[*38]πιόν του μαρτυρία, βασιζόμενο κυρίως στη μαρτυρία των αστυφυλάκων ΜΕ1 και ΜΕ2 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος-εφεσίβλητος, εισερχόμενος σε κύρια οδό από πάροδο, είχε πολύ περιορισμένη ορατότητα προς τα δεξιά του, εξαιτίας της ύπαρξης υπερυψωμένου ελαιώνα, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να υποχρεωθεί να κινηθεί πέραν της νοητής γραμμής της συμβολής των δύο οδών, για να έχει κάποια ορατότητα προς τα δεξιά. Το μήκος του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου ήταν 4,10 μ. και η απόσταση μεταξύ του μπροστινού μέρους του αυτοκινήτου του και της θέσης του οδηγού είναι 1,62 μέτρα. Με αυτά τα δεδομένα, συναγόταν κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως «το σώμα» του εναγόμενου-εφεσίβλητου εισήλθε στην κύριο οδό μόνο κατά 40 σχεδόν εκατοστά. Ευρισκόμενος στην προαναφερόμενη θέση, ο εφεσίβλητος είχε, εξ αντικειμένου, ορατότητα προς τα δεξιά του, μόνο δέκα μέτρα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η ενέργεια του εφεσίβλητου να ακινητοποιήσει, στο σημείο εκείνο, το αυτοκίνητό του εντός της κυρίας οδού, στη λωρίδα κυκλοφορίας στην οποία οδηγούσε και ο ενάγων-εφεσείων, υπήρξε, υπό τις περιστάσεις, η αναμενόμενη ενέργεια από τον μέσο, ικανό, λογικό και σωστό οδηγό.

 

Συνεπώς, κατέληξε, ότι ο εναγόμενος-εφεσίβλητος ουδεμία αμέλεια επέδειξε και ουδεμία ευθύνη έφερε για την πρόκληση του δυστυχήματος.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε, υπό τις περιστάσεις ως ο μέσος, ικανός, λογικός και συνετός οδηγός.

β)  Ήταν εσφαλμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ευθυνόταν για οποιαδήποτε αμελή συμπεριφορά ως επίσης και ότι ουδεμία αμέλεια επέδειξε και ουδεμία ευθύνη έφερε για το δυστύχημα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Παρά το ότι στους προαναφερόμενους λόγους έφεσης δεν γινόταν σαφής αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, εντούτοις υπήρχαν κάποια στοιχεία στην αιτιολογία των λόγων έφεσης.

2.  Το αγώγιμο δικαίωμα στην έκθεση απαίτησης του ενάγοντα-εεφεσείοντα ήταν η αμέλεια και/ή η παράβαση των εκ του Νόμου και των Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων και υποχρεώσεων του εναγόμενου, ως οδηγού. Δεν γινόταν επίκληση του νομικού αξιώματος Res Ipsa Loquitur ή οποιουδήποτε άλλου αγώγιμου δικαιώματος.

3.  Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κριτήριο [*39]για την αμέλεια είναι αντικειμενικό. Το πρωτόδικο συμπέρασμα πως ο εφεσίβλητος, υπό τις περιστάσεις, ενήργησε ως λογικός, συνετός, ικανός και έμπειρος οδηγός, δεν μπορούσε να θεωρηθεί εσφαλμένο.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία, μόνο παρεμφερώς προσβάλλονταν, στην αιτιολογία, των λόγων έφεσης, ήταν απόλυτα δικαιολογημένα.

4.  Συναφής ήταν η μαρτυρία του αστυφύλακα ΜΕ1, ο οποίος ήταν μάρτυρας του ενάγοντα εφεσείοντα, και ήταν αξιόπιστος μάρτυρας, όπως κρίθηκε.

5.  Ήταν προφανές από τη σχετική μαρτυρά ότι ο εφεσίβλητος εισήλθε στον κύριο δρόμο προσεκτικά και το σώμα του εισήλθε στον κύριο δρόμο κατά 40 περίπου εκατοστά. Στο σημείο εκείνο, η ορατότητά του προς τα δεξιά ήταν μόνο περίπου 10 μέτρα, οπότε ο εφεσίβλητος σταμάτησε και έμεινε ακινητοποιημένος, επειδή, προφανώς, αντελήφθη τον επερχόμενο εφεσείοντα.

6.  Ο εφεσείων είδε το σταματημένο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου από απόσταση σχεδόν 20 μέτρων και είχε περιθώριο δρόμου 3,10 μ. και περαιτέρω χωμάτινο «παγκέτο» για να αποφύγει τη σύγκρουση με το σταματημένο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, όμως έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας του, όπως είπε, και συγκρούστηκε με αυτό.

7.  Οι αποφάσεις, στις οποίες παρέπεμψε η συνήγορος του εφεσείοντα, διαφοροποιούνταν από την παρούσα υπόθεση.

8.  Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσίβλητος σταμάτησε εντελώς το όχημά του και παρέμεινε ακινητοποιημένος μέσα στον κύριο δρόμο σε απόσταση μόλις 40 εκατοστών από το σημείο από το οποίο είχε κάποια, μικρή, ορατότητα προς τα δεξιά, παρέχοντας κάθε ευκαιρία στον εφεσείοντα να αποφύγει τη σύγκρουση φρενάροντας ή κάνοντας κίνηση αποφυγής του σταματημένου αυτοκινήτου του εφεσίβλητου.

9.  Η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος, στην προκείμενη περίπτωση, δεν ήταν η είσοδος και ακινητοποίηση του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου στον κύριο δρόμο, αλλά το γεγονός ότι ο εφεσείων έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας του και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, ενώ, άνετα, θα μπορούσε να το αποφύγει, δεδομένου ότι το αυτοκίνητο ήταν εντελώς ακινητοποιημένο, το είχε δει από απόσταση σχεδόν 20 μέτρων και είχε επαρκές υπόλοιπο δρόμου διαθέσιμο.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ζίκκου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 18,

 

Τσαχίδης v. Bίκη (2012) 1 Α.Α.Δ. 2731,

[*40]Ιωαννίδου v. Γιάννη (1990) 1 Α.Α.Δ. 213,

 

Meemanage v. Αναστασίου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 59,

 

Καραλούκας v. Πάρπα (1998) 1 Α.Α.Δ. 767,

 

Παπέτας v. Ανδρέου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 2152.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ.        6828/05), ημερομηνίας 2/10/2010.

 

Μ. Πανταζή-Σταυρινού (κα), για Κούσιο, Koρφιώτη & Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο Ενάγων-Εφεσείων, με την αγωγή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ως αποκλειστικό υπεύθυνο αμέλειας για τροχαίο δυστύχημα (το δυστύχημα), το οποίο συνέβη στις 28.9.2003 τον Εναγόμενο-Εφεσίβλητο. Στο δυστύχημα ενεπλάκη ο Εφεσείων, οδηγώντας τη μοτοσυκλέτα του με αριθμό εγγραφής HAH 545 και ο Εφεσίβλητος, οδηγώντας το αυτοκίνητο του με αριθμό εγγραφής EZP 729.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε και αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, βασιζόμενο κυρίως στη μαρτυρία των ΜΕ1 Αστυφύλακα 4726, Άριστου Νικολαϊδη και ΜΕ2 – Ενάγοντα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος-Εφεσίβλητος, εισερχόμενος στην κύρια οδό Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, από πάροδο, την οδό Ελευθερίας, στο Λυθροδόντα, είχε πολύ περιορισμένη ορατότητα προς τα δεξιά του, εξαιτίας της ύπαρξης υπερυψωμένου ελαιώνα, με αποτέλεσμα ο Εφεσίβλητος να υποχρεωθεί να κινηθεί πέραν της νοητής γραμμής της συμβολής των δύο οδών, για να έχει κάποια ορατότητα προς τα δεξιά. Το μήκος του αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου ήταν 4,10 μ. και η απόσταση μεταξύ του μπροστινού μέρους του αυτοκινήτου του και της θέσης του οδηγού [*41]είναι 1,62 μέτρα. Με αυτά τα δεδομένα, ότι, δηλαδή α) για να έχει ορατότητα ο Εφεσίβλητος, θα έπρεπε το αυτοκίνητο του να εισέλθει περίπου 1,60 μ. μέσα στον κύριο δρόμο ξεπερνώντας τη νοητή γραμμή της συμβολής των δύο οδών και β) ότι το δυστύχημα έγινε σε απόσταση δύο μέτρων από τη συμβολή των δύο οδών συνάγεται, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως «το σώμα» του Εναγόμενου-Εφεσίβλητου εισήλθε στην οδό Αρχιεπισκόπου Κυπριανού μόνο κατά 40 σχεδόν εκατοστά. Ευρισκόμενος στην προαναφερόμενη θέση, ο Εφεσίβλητος είχε, εξ αντικειμένου, ορατότητα προς τα δεξιά του, μόνο δέκα μέτρα. Με αυτά κατά νουν, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως η ενέργεια του Εφεσίβλητου να ακινητοποιήσει, στο σημείο εκείνο, το αυτοκίνητό του εντός της οδού Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, στη λωρίδα κυκλοφορίας στην οποία οδηγούσε και ο Ενάγων-Εφεσείων, υπήρξε, υπό τις περιστάσεις, η αναμενόμενη ενέργεια από τον μέσο, ικανό, λογικό και σωστό οδηγό. Καθοδηγήθηκε, συναφώς, από την απόφαση στην υπόθεση Ζίκκου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 18. Συνεπώς, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Εναγόμενος-Εφεσίβλητος ουδεμία αμέλεια επέδειξε και ουδεμία ευθύνη φέρει για το δυστύχημα.

 

Για να καταλήξει στο προαναφερόμενο συμπέρασμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε, επίσης, υπόψιν του ότι η οδός Αρχιεπισκόπου Κυπριανού είναι διπλής κατευθύνσεως και έχει πλάτος 5,10 μ.  Η μοτοσυκλέτα του Εφεσείοντα πορευόταν επί της οδού Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, κατευθυνόμενη νοτιοδυτικά προς τον Αναλυόντα και βρισκόταν στο δεξιό μέρος της λωρίδας κυκλοφορίας, ως η πορεία της. Το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου επιχείρησε να εισέλθει στην οδό Αρχιεπισκόπου Κυπριανού από νοτιοανατολική πάροδο, την οδό Ελευθερίας. Η μοτοσυκλέτα συγκρούστηκε με το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου. Το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της μοτοσυκλέτας σε απόσταση δύο μέτρων από τη νοητή γραμμή της συμβολής των δύο οδών. Το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου διήνυσε απόσταση 1,90 μ. και σταμάτησε, ενώ ο Εφεσείων φρέναρε όταν βρέθηκε σε απόσταση 17,55 μ. από το σημείο σύγκρουσης. Στα δεξιά της μοτοσυκλέτας, ως η πορεία της, υπάρχει χωμάτινο «παγκέτο» πλάτους 1,80 μ., και στα αριστερά χωμάτινο «παγκέτο» πλάτους 0,80 μ.. Περαιτέρω, στην αριστερή πλευρά του δρόμου, ως η πορεία της μοτοσυκλέτας, παραπλεύρως και των δύο οδών, Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και Ελευθερίας, υπάρχει ελαιώνας, υπερυψωμένος κατά 1,50 μ.

 

Σημειώνουμε ότι το αγώγιμο δικαίωμα στην έκθεση απαίτησης του Ενάγοντα-Εφεσείοντα είναι η αμέλεια και/ή η παράβαση των εκ του Νόμου και των Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων και [*42]υποχρεώσεων του Εναγόμενου, ως οδηγού. Δεν γίνεται επίκληση του νομικού αξιώματος Res Ipsa Loquitur ή οποιουδήποτε άλλου αγώγιμου δικαιώματος.

 

Μετά τον προαναφερόμενο καταμερισμό ευθύνης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και υπολόγισε τις σωματικές βλάβες και τις ζημιές του Ενάγοντα-Εφεσείοντα, με σκοπό να καλύψει και το ενδεχόμενο ανατροπής της απόφασής του κατ’ έφεση. Δεν υπάρχει έφεση ή αντέφεση αναφορικά με το ζήτημα των σωματικών βλαβών και ζημιών του Εφεσείοντα και η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη μόνο ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης για το δυστύχημα, με τρεις λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος αναφέρει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσίβλητος ενήργησε, υπό τις περιστάσεις ως ο μέσος, ικανός, λογικός και συνετός οδηγός. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος δεν ευθυνόταν για οποιαδήποτε αμελή συμπεριφορά. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη πρωτόδικη κρίση, ότι ο Εφεσίβλητος ουδεμία αμέλεια επέδειξε και ουδεμία ευθύνη φέρει για το δυστύχημα.

 

Παρά το ότι στους προαναφερόμενους τρεις λόγους έφεσης δεν γίνεται σαφής αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, εντούτοις, στην αιτιολογία των λόγων έφεσης αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου απέχει 1,62 μ. από το μπροστινό του μέρος, δεν είναι ασφαλής. Επίσης εσφαλμένη είναι η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο της σύγκρουσης, το σώμα του Εφεσίβλητου βρισκόταν εντός της κυρίας οδού, Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, 40 περίπου εκατοστά από τη νοητή γραμμή της συμβολής του κύριου δρόμου με την πάροδο της οδού Ελευθερίας. Ακόμα, στην αιτιολογία των λόγων έφεσης προσβάλλεται το πρωτόδικο εύρημα για πολύ περιορισμένη ορατότητα του Εφεσίβλητου προς τα δεξιά του, δηλαδή προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν ο Εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως εσφαλμένο. Κατά τον Εφεσείοντα, η ακινητοποίηση, και μόνο, του οχήματος του Εφεσίβλητου δύο μέτρα εντός της κύριας οδού Αρχιεπισκόπου Κυπριανού αποτελεί, από μόνη της, αμέλεια. Με την προαναφερόμενη πράξη του, ο Εφεσίβλητος εισήλθε στον κύριο δρόμο και απέκοψε την ελεύθερη πορεία του Εφεσείοντος, ο οποίος νόμιμα οδηγούσε το όχημα του επί της κυρίας οδού, πράγμα που συνιστά αμέλεια.

 

[*43]Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κριτήριο για την αμέλεια είναι αντικειμενικό. Ο Εναγόμενος θα πρέπει να έχει συμπεριφερθεί και θα πρέπει να έχει επιδείξει προσοχή και φροντίδα χαμηλότερου επιπέδου, υπό τις περιστάσεις, από το επίπεδο που αναμένεται από έναν λογικό, συνετό, ικανό και έμπειρο οδηγό. Το μέτρο δεν είναι εκείνο του τέλειου οδηγού, αλλά του λογικού, συνετού και ικανού οδηγού.

 

Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο συμπέρασμα πως ο Εφεσίβλητος, υπό τις περιστάσεις, ενήργησε ως λογικός, συνετός, ικανός και έμπειρος οδηγός, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εσφαλμένο. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία, όπως παρατηρήσαμε, μόνο παρεμφερώς προσβάλλονται, στην αιτιολογία, των λόγων έφεσης, είναι απόλυτα δικαιολογημένα. Συναφώς, αναφερόμαστε στη μαρτυρία του ΜΕ1 Αστυφύλακα 4726 Άριστου Νικολαΐδη, ο οποίος ήταν μάρτυρας του Ενάγοντα Εφεσείοντα, και ήταν αξιόπιστος μάρτυρας, όπως κρίθηκε. Αυτός είναι που ανέφερε ότι η απόσταση μεταξύ του μπροστινού μέρους του διπλοκάμπινου αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου και της θέσης του οδηγού είναι περίπου 1,62 μ. και ότι για να έχει ορατότητα προς τα δεξιά στο συγκεκριμένο σημείο, ο οδηγός που εισέρχεται στην Αρχιεπισκόπου Κυπριανού από την Ελευθερίας θα πρέπει να εισέλθει κατά περίπου 1,5 μ.. Είναι ο προαναφερόμενος μάρτυρας, επίσης, που είπε ότι η ορατότητα στο σημείο εκείνο, για τον εισερχόμενο στην Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, παρεμποδίζεται από τον υπερυψωμένο ελαιώνα. Ακόμα, είναι ο ίδιος ο Ενάγων-Εφεσείων ο οποίος ανέφερε ότι είδε για πρώτη φορά το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου από απόσταση σχεδόν 20 μέτρων.  Το είδε να μπαίνει στην πορεία του, να σταματά, και να παραμένει σταματημένο. Όπως ο ίδιος ο Εφεσείων είπε: «προσπάθησα να τον αποφύγω αλλά έχασα τον έλεγχο».

 

Είναι προφανές από τα προαναφερόμενα ότι ο Εφεσίβλητος εισήλθε στον κύριο δρόμο προσεκτικά και το σώμα του εισήλθε στον κύριο δρόμο κατά 40 περίπου εκατοστά.  Στο σημείο εκείνο, η ορατότητά του προς τα δεξιά ήταν μόνο περίπου 10 μέτρα, οπότε ο Εφεσίβλητος σταμάτησε και έμεινε ακινητοποιημένος, επειδή, προφανώς, αντελήφθη τον επερχόμενο Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων είδε το σταματημένο αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου από απόσταση σχεδόν 20 μέτρων και είχε περιθώριο δρόμου 3,10 μ. και περαιτέρω χωμάτινο «παγκέτο» για να αποφύγει τη σύγκρουση με το σταματημένο αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου, όμως έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας του, όπως είπε, και συγκρούστηκε με αυτό.

[*44]Οι αποφάσεις, στις οποίες μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα, διαφοροποιούνται από την παρούσα υπόθεση, επί των γεγονότων. Στην υπόθεση Τσαχίδης v. Bίκη (2012) 1 Α.Α.Δ. 2731 αποδόθηκε ευθύνη 40% στον οδηγό που εισήλθε από την πάροδο στον κύριο δρόμο, αλλά ο οδηγός σ’ εκείνη την περίπτωση επιχείρησε να εισέλθει στον κύριο δρόμο με σκοπό να στρίψει δεξιά, χωρίς να έχει οποιανδήποτε ορατότητα και χωρίς να σταματήσει (για δεύτερη φορά) πριν εισέλθει στον κύριο δρόμο.  Επιπρόσθετα, υπήρχε καθρέπτης απέναντι από τον οδηγό της παρόδου, τον οποίο, προφανώς, δεν χρησιμοποίησε.

 

Στην υπόθεση Ιωαννίδου v. Γιάννη (1990) 1 Α.Α.Δ. 213, τονίστηκε η πάγια υποχρέωση των οδηγών αυτοκινήτων που προσεγγίζουν την κύρια οδό να μην παρεμβάλουν εμπόδια στην πορεία των αυτοκινήτων επί της κυρίας οδού, και ότι κάθε παρέμβαση στο δικαίωμα αυτό συνιστά παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας.  Όμως, στην περίπτωση εκείνη, η Εφεσείουσα είχε εισέλθει στον κύριο δρόμο όταν τη χώριζε μικρή μόνο απόσταση από το όχημα του Εφεσίβλητου, πράξη που κατέστησε τη σύγκρουση αναπόφευκτη. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία δεν προσβάλλονται με την Έφεση, ο Εφεσίβλητος ακινητοποίησε το όχημά του στον κύριο δρόμο όταν «είχε εξ αντικειμένου ορατότητα προς τα δεξιά 10 μ.». Εκείνη τη στιγμή, η απόσταση του από την μοτοσυκλέτα του Εφεσείοντα ήταν σχεδόν 20 μέτρα, ο Εφεσίβλητος σταμάτησε εντελώς και παρέμεινε ακινητοποιημένος και, αν ο Εφεσείων δεν έχανε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας του, άνετα θα μπορούσε να είχε αποφύγει τη σύγκρουση, χρησιμοποιώντας το προαναφερόμενο υπόλοιπο μέρος του δρόμου, εφόσον δεν ερχόταν και οποιοδήποτε όχημα από απέναντι.

 

Στην υπόθεση Meemanage v. Αναστασίου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 59, η Εφεσίβλητη-Εναγόμενη δεν ήταν σταματημένη μέσα στον κύριο δρόμο, αλλά προσπαθούσε να εισέλθει σ’ αυτόν, παρά το ότι η ορατότητά της ήταν περιορισμένη, και η σύγκρουση έγινε περίπου στο κέντρο του δρόμου. Στην Καραλούκας v. Πάρπα (1998) 1 Α.Α.Δ. 767, ο οδηγός του «τράκτορ», ο οποίος εισερχόταν στον κύριο δρόμο, παρέλειψε να σταματήσει στο ALT, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του αυτοκινήτου στον κύριο δρόμο. Στην Παπέτας v. Ανδρέου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 2152, και πάλι ο εισερχόμενος στον κύριο δρόμο, από πάροδο, δεν είχε σταματήσει, απέκοψε την ελεύθερη πορεία του αυτοκινήτου που νόμιμα οδηγείτο στον κύριο δρόμο, και αυτή του η ενέργεια ήταν η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος. Περιθώρια αποφυγής του δυστυχήματος, υπό τις περιστάσεις, δεν υπήρχαν.

[*45]Στην προκείμενη περίπτωση, ο Εφεσίβλητος σταμάτησε εντελώς το όχημά του και παρέμεινε ακινητοποιημένος μέσα στον κύριο δρόμο σε απόσταση μόλις 40 εκατοστών από το σημείο από το οποίο είχε κάποια, μικρή, ορατότητα προς τα δεξιά, παρέχοντας κάθε ευκαιρία στον Εφεσείοντα να αποφύγει τη σύγκρουση φρενάροντας ή κάνοντας κίνηση αποφυγής του σταματημένου αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου. Προς τούτο είχε υπόλοιπο δρόμου 3,10 μ. πλέον χωμάτινο «παγκέτο» και εξ αντιθέτου κατευθύνσεως δεν ερχόταν οποιοσδήποτε. Η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος, στην προκείμενη περίπτωση, δεν ήταν η είσοδος και ακινητοποίηση του αυτοκινήτου του Εφεσίβλητου στον κύριο δρόμο, αλλά το γεγονός ότι ο Εφεσείων έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας του και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου, ενώ, άνετα, θα μπορούσε να το αποφύγει, δεδομένου ότι το αυτοκίνητο ήταν εντελώς ακινητοποιημένο, το είχε δει από απόσταση σχεδόν 20 μέτρων και είχε επαρκές υπόλοιπο δρόμου διαθέσιμο.

 

Η απόφαση στη Ζίκκου (ανωτέρω), ορθά χρησιμοποιήθηκε, ως καθοδηγητική, από το πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή, και εκεί, το αυτοκίνητο που εισήλθε στον κύριο δρόμο από πάροδο, σταμάτησε, αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου ελεύθερο για να περάσει ο οδηγός του κυρίου δρόμου. Ήταν ποινική υπόθεση για αμελή οδήγηση, επειδή η Κατηγορούμενη-Εφεσείουσα κατ’ ισχυρισμόν είχε φράξει την πορεία του παραπονουμένου. Το Εφετείο επέτρεψε την έφεση και ακύρωσε την καταδίκη, επειδή η Κατηγορούμενη, κρίθηκε ότι, είχε πάρει τα ενδεικνυόμενα και εύλογα μέτρα προς προστασία άλλων διακινουμένων στον κύριο δρόμο, έναντι προβλεπτών κινδύνων. Θεωρήθηκε ότι ο αλόγιστος τρόπος οδήγησης του παραπονούμενου αποτέλεσε τη γενεσιουργό και μόνη αιτία του δυστυχήματος.

 

Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε πως είναι η απώλεια του ελέγχου της μοτοσυκλέτας από τον Εφεσείοντα που ήταν η γενεσιουργός και ουσιαστική αιτία του δυστυχήματος. Ο Εφεσίβλητος ενήργησε, υπό τις περιστάσεις, ως προσεκτικός και συνετός οδηγός.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο