Aldi Marine Ltd και Άλλος ν. Rual Trade Ltd και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 70

ECLI:CY:AD:2016:A19

(2016) 1 ΑΑΔ 70

[*70]18 Ιανουαρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 182/2012)

 

ALDI MARINE LTD,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι Αρ. 2,

 

v.

 

1. RUAL TRADE LTD,

2. ALUMINA & BAUXITE COMPANY LTD,

3. CALIBRE PROPERTIES WORLDWIDE LTD,

4. MONT CERVIN-CONSULTADORIA E SERVICOS

   SOCIEDADE UNIPESSOAL, LDA,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 184/2012)

 

ADREI RAIKOV (ANDREY RAYKOV),

 

Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 1,

 

v.

 

1. RUAL TRADE LTD,

2. ALUMINA & BAUXITE COMPANY LTD,

3. CALIBRE PROPERTIES WORLDWIDE LTD,

4. MONT CERVIN-CONSULTADORIA E SERVICOS

   SOCIEDADE UNIPESSOAL, LDA,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 182/2012, 184/2012)

 

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Παραμερισμός ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε διάταγμα τύπου Mareva για παγοποίηση τραπεζικών λογαριασμών, το οποίο είχε εκδοθεί μονομερώς ― Εκ παραδρομής συμπερίληψη εκ μέρους του [*71]Πρωτοκολλητείου, διατάγματος αποκάλυψης στο συνταχθέν διάταγμα φίμωσης ― Απόφανση Εφετείου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη στιγμή που είχε εντοπίσει το λάθος στο διάταγμα, όφειλε να είχε αγνοήσει τα σχετικά στοιχεία που περιείχε η ένορκη δήλωση αποκάλυψης και ότι οι εφεσείοντες δεν έτυχαν δίκαιης δίκης.

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Διατάγματα αποκάλυψης ― Norwich Pharmacal ― Μπορούν να εκδοθούν ως επικουρικά στις περιπτώσεις που οι πραγματικοί αδικοπραγούντες δεν είναι γνωστοί στον ενάγοντα ή για σκοπούς αστυνόμευσης (policing) διατάγματος παγοποίησης, ώστε να γνωρίζει ο ενάγων ποια ακριβώς περιουσιακά στοιχεία είχε στην κατοχή του ο εναγόμενος τη δεδομένη στιγμή, για να μπορέσει σε μεταγενέστερο στάδιο να γνωρίζει αν υπήρχε συμμόρφωση με το διάταγμα παγοποίησης.

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Διατάγματα αποκάλυψης ― Norwich Pharmacal ― Το δίκαιο επιτρέπει είτε την κοινοποίηση ενός τέτοιου διατάγματος, είτε την έκδοση τέτοιου διατάγματος που εμπλέκει τρίτο πρόσωπο το οποίο δεν έχει καταστεί διάδικος, αλλά θεωρείται λόγω της έμμεσης εμπλοκής του ότι μπορεί να βοηθήσει επειδή κατέχει πληροφορίες, έγγραφα ή άλλη περιουσία που ανήκει στον εναγόμενο, όπως για παράδειγμα εναντίον τράπεζας, μη διαδίκου ― Σε αυτή την περίπτωση, ο τρόπος που διατυπώνεται το διάταγμα έχει μεγάλη σημασία.

 

Δίκαιο επιείκειας ― Αγωγή ― Με βάση το δίκαιο της επιείκειας, δεν αποκλείεται η έγερση αγωγής εναντίον προσώπου που εμμέσως εμπλέκεται σε αδικοπραγία ή που κατέχει πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον ενάγοντα να εγείρει δεύτερη αγωγή εναντίον των προσώπων που παραβιάζουν τα δικαιώματά του.

 

Με τις εφέσεις επιδιώχθηκε ο παραμερισμός ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε διάταγμα τύπου Mareva, για παγοποίηση τραπεζικών λογαριασμών, το οποίο είχε εκδοθεί μονομερώς εναντίον πέντε εναγόμενων και στη συνέχεια, ύστερα από ακρόαση, οριστικοποιήθηκε σε σχέση με τους εναγόμενους 1 και 2 - Eφεσείοντες ενώ ακυρώθηκε σε σχέση με άλλους εναγόμενους.

 

Ο Eφεσείων στην έφεσή του 184/12 και οι Εφεσείοντες στην έφεσή τους 182/12, προσέβαλαν ως εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση.

 

Το ιστορικό της διαφοράς εμπεριέχεται στους  λόγους εφέσεις ως επίσης και στα αποφασισθέντα.

 

[*72]Η έφεση 182/12, στηρίχθηκε στους κάτωθι μεταξύ άλλων λόγους:

 

α)  Εσφαλμένα και κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των Εφεσειόντων 2 το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην ένορκη δήλωση ημερ. 8.6.2011, υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, ως μέρος του αποδεικτικού υλικού της αίτησης για έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερ. 23.5.2011.

β)  Παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ουδέποτε εκδόθηκε δικαστικό διάταγμα αποκάλυψης των λογαριασμών και συναλλαγών του Εναγόμενου 1 και ότι για άγνωστο λόγο το συνταχθέν διάταγμα που οι Εφεσίβλητοι εν γνώσει τους παράνομα χρησιμοποίησαν και επέδωσαν στην Ελληνική Τράπεζα, περιείχε και το μη εκδοθέν αιτητικό [Α] της μονομερούς αίτησης, ημερ. 23.5.2011, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και έλαβε υπόψη του το μαρτυρικό υλικό το οποίο παράνομα και κατά παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των Εφεσειόντων, κατατέθηκε στο δικαστικό φάκελο.

γ)  Εσφαλμένα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η Ελληνική Τράπεζα συμμορφώθηκε με το διάταγμα ημερ. 8.6.2011 που της επιδόθηκε μη γνωρίζοντας ότι στην πραγματικότητα αυτό ουδέποτε εκδόθηκε.

δ)  Με βάση την πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι η μαρτυρία που προέκυψε από τις ένορκες δηλώσεις και τα τεκμήρια που συνόδευαν την αίτηση, ήταν πολύ γενικόλογη και ανεπαρκής για να ικανοποιήσει εκ πρώτης όψεως τις δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και ως εκ τούτου το διάταγμα δεν έπρεπε να είχε εκδοθεί και πολύ περισσότερο να καταστεί απόλυτο.

 

Στην έφεση 184/12 ο Εφεσείων προέβαλε τους πιο κάτω λόγους μεταξύ άλλων λόγους έφεσης:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα βάσισε την απόφασή του αποκλειστικά και μόνο στην ένορκη δήλωση του αρμόδιου υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, όταν αυτή ουδέποτε αποτέλεσε μέρος του αποδεικτικού υλικού της επίδικης αίτησης ημερ. 23.5.2011 για προσωρινό διάταγμα.

β)  Αν και σωστά αποφάνθηκε ότι στις 23.5.2011 εξέδωσε μόνο ενδιάμεσο διάταγμα φίμωσης εναντίον της Ελληνικής Τράπεζας, βάσει του αιτητικού [Β] και όχι ενδιάμεσο διάταγμα αποκάλυψης των τραπεζικών λογαριασμών και συναλλαγών του Εφεσείοντα 1 βάσει του αιτητικού [Α] της αίτησης, ακολούθως λανθασμένα διαπίστωσε ότι «η Τράπεζα μη γνωρίζοντας, προφανώς, την πραγματική κατάσταση, συμμορφώθηκε με το διάταγμα και την αίτηση που της είχαν επιδοθεί, καταχωρώντας στις 8.6.2011 στο Δικαστήριο [*73]σχετική ένορκη δήλωση» και προχώρησε λανθασμένα να λάβει υπόψη του και να αποδεχτεί το μαρτυρικό υλικό που παράνομα κατατέθηκε στο δικαστικό φάκελο με την ένορκη δήλωση της Ελληνικής Τράπεζας, ωσάν να είχε εκδοθεί διάταγμα.

γ)  Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονταν μέσα από την ένορκη δήλωση των Εφεσιβλήτων προς υποστήριξη της αίτησης για προσωρινό διάταγμα «είναι πολύ γενικοί», ακολούθως λανθασμένα διαπίστωσε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και ότι οι Εφεσίβλητοι αποκάλυψαν εκ πρώτης όψεως ορατή πιθανότητα επιτυχίας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Αναφορικά με το  λόγο έφεσης σχετικά με το κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στην ένορκη δήλωση ημερ. 8.6.2011, χωρίς να προηγηθεί διάταγμα αποκάλυψης, προέκυπτε ότι με την παράγραφο Α της αίτησης ζητείτο όπως η Ελληνική Τράπεζα, μεταξύ άλλων, αποκαλύψει με ένορκη δήλωση τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Εφεσείοντος 1 και με την παράγραφο Β της αίτησης, διάταγμα φίμωσης κατά της Τράπεζας.

  2.   Το διάταγμα Β εξεδόθη, όχι όμως και το διάταγμα Α. Τόσο το εκδοθέν και συνταχθέν διάταγμα φίμωσης, όσο και η μονομερής αίτηση, επιδόθηκαν στην Τράπεζα στις 31.5.2011. Όπως αναφέρεται στη σελίδα 2 της πρωτόδικης απόφασης, «Για άγνωστο λόγο το διάταγμα περιλάμβανε και το μέρος Α της αίτησης, ωσάν να είχε εκδοθεί και αυτό. Η τράπεζα μη γνωρίζοντας, προφανώς, την πραγματική κατάσταση, συμμορφώθηκε με το διάταγμα και την αίτηση που της είχαν επιδοθεί, καταχωρώντας στις 8.6.2011 στο δικαστήριο σχετική ένορκη δήλωση.».

  3.   Ήταν φανερό από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και εντόπισε το λάθος στο συνταχθέν διάταγμα, στη συνέχεια δεν προβληματίστηκε κατά πόσον θα έπρεπε να λάβει υπόψη για την οριστικοποίηση του διατάγματος παγοποίησης (παράγραφος [Γ] της αίτησης), την αποκάλυψη που είχε γίνει ως αποτέλεσμα ενός διατάγματος που ήταν λανθασμένα συνταγμένο και περιλάμβανε διάταγμα που δεν είχε ποτέ εκδοθεί από το Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την ύπαρξη του πιο πάνω λάθους, στη συνέχεια έλαβε υπόψη τα αποκαλυφθέντα στοιχεία στην ένορκη δήλωση ημερ. 8.6.2011 του υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας.

  4.   Η διαδικασία περιπλέχθηκε από την αρχή με τον τρόπο που οι δικηγόροι των Εφεσιβλήτων επέλεξαν να προωθήσουν διατάγματα αποκάλυψης και φίμωσης, εναντίον προσώπου που κατέστη διάδικος χωρίς οι Εφεσίβλητοι να έχουν εκ πρώτης όψεως αγώγιμο [*74]δικαίωμα εναντίον του και ταυτόχρονα να διεκδικήσουν διάταγμα παγοποίησης για διαδίκους, εναντίον των οποίων εκ πρώτης όψεως είχαν αγώγιμα δικαιώματα.

  5.   Στην προκειμένη περίπτωση τα πρόσωπα εναντίον των οποίων οι Εφεσίβλητοι ήθελαν να στραφούν ήταν γνωστά. Εκείνο που επιζητούσαν ήταν, αφού εγείρουν την αγωγή τους εναντίον των συγκεκριμένων προσώπων που είχαν αδικοπραγήσει εις βάρος τους, ταυτόχρονα να αιτηθούν επικουρικό διάταγμα αποκάλυψης (Norwich Pharmacal), το οποίο θα τους βοηθούσε να αστυνομεύσουν στη συνέχεια τα διατάγματα παγοποίησης (Mareva) που ζητούσαν.

  6.   Όμως επειδή στρεφόταν εναντίον Τράπεζας, το επικουρικό διάταγμα αποκάλυψης ενδεχομένως να ήταν αχρείαστο, αφού η έκδοση εναντίον των Εφεσειόντων διατάγματος παγοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων και η απλή κοινοποίηση του διατάγματος στην Τράπεζα, θα ήταν αρκετά για να εμποδιστεί η μετακίνηση χρημάτων από τους επίδικους λογαριασμούς. Είναι γνωστό ότι τυχόν υποβοήθηση εκ μέρους της Τράπεζας παράβασης του διατάγματος παγοποίησης, θα συνιστούσε παρακοή.

  7.   Οι δικηγόροι των Εφεσιβλήτων, ακολούθησαν ανορθόδοξη διαδικασία υπό τις παρούσες συνθήκες. Επιδίωξαν την εξασφάλιση διατάγματος φίμωσης, χωρίς να έχει προηγουμένως εκδοθεί διάταγμα αποκάλυψης ή έρευνας, οπότε το διάταγμα φίμωσης θα είχε κάποιο νόημα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φρόντισε να επισημάνει το γεγονός στους δικηγόρους των Εφεσιβλήτων.

  8.   Διατάγματα φίμωσης συνήθως εκδίδονται ταυτόχρονα με διατάγματα αποκάλυψης ή έρευνας, για να δοθεί η ευκαιρία στον ενάγοντα να εξετάσει τις πληροφορίες ή τα έγγραφα που θα αποκαλυφθούν ή άλλα στοιχεία που θα του δοθούν, προτού αυτός κινηθεί για την έκδοση διαταγμάτων παγοποίησης εναντίον των εις βάρος του αδικοπραγούντων.

  9.   Εκ πρώτης όψεως φαίνεται κάπως μάταιο να εκδοθεί διάταγμα φίμωσης εναντίον προσώπου αναφορικά με τη διαδικασία, χωρίς να έχει προηγουμένως εκδοθεί οποιοδήποτε άλλο διάταγμα στη διαδικασία, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.

10. Ως αποτέλεσμα των διαφόρων λανθασμένων χειρισμών σε όλα τα επίπεδα, ένα σχετικά απλό διάταγμα παγοποίησης, έγινε αφορμή για πολλαπλές διαδικασίες,  που προωθήθηκαν στο μεταξύ.

11. Γι' αυτό στις περιπτώσεις παρεμπιπτόντων διαταγμάτων και ιδιαίτερα του τύπου Αποκάλυψης, Έρευνας και Παγοποίησης, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από όλους τους εμπλεκόμενους λόγω των δραστικών συνεπειών που μπορεί να προκύψουν από λανθασμένους χειρισμούς, που στο τέλος της ημέρας καθυστερούν την εκδίκαση της κυρίως αγωγής, η οποία θα πρέπει να είναι πάντοτε ο απώτερος στόχος. Στην προκειμένη περίπτωση η ακρόαση της [*75]αγωγής που είναι του 2011 δεν είχε ακόμα ξεκινήσει, εφόσον όλοι ανάλωσαν τον χρόνο τους σε παρεμφερή θέματα.

12. Το δεύτερο που έπρεπε να σχολιαστεί ήταν το καθήκον του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων ως λειτουργού του Δικαστηρίου. Όφειλε να αντιληφθεί εγκαίρως ότι το συνταχθέν διάταγμα λανθασμένα περιείχε πέραν του διατάγματος φίμωσης και διάταγμα για αποκάλυψη, το οποίο, αν και ζητείτο με την αίτηση, ο ίδιος δεν είχε ζητήσει να εκδοθεί και επομένως όφειλε να μην προχωρήσει στην επίδοση του διατάγματος στην Ελληνική Τράπεζα, αλλά αμέσως να φέρει το γεγονός σε γνώση είτε του Πρωτοκολλητή, είτε του Δικαστηρίου.

13. Το λάθος, θα έπρεπε να το είχε εντοπίσει και σε ένα δεύτερο στάδιο όταν η Ελληνική Τράπεζα παρουσίασε ένορκη δήλωση αποκάλυψης.

14. Σχετικά με την ουσία των λόγων έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη ως μέρος του μαρτυρικού υλικού το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης αποκάλυψης ημερ. 8.6.2011, υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, για να οριστικοποιήσει το διάταγμα παγοποίησης, στην προκειμένη περίπτωση η μαρτυρία που αποκαλύφθηκε με την ένορκη δήλωση, ημερ. 8.6.2011 του υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, δεν θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη, εφόσον δεν προηγήθηκε η έκδοση σχετικού δικαστικού διατάγματος.

15. Η εκ παραδρομής συμπερίληψη εκ μέρους του Πρωτοκολλητείου, διατάγματος αποκάλυψης στο συνταχθέν διάταγμα φίμωσης, ουδόλως μετέτρεπε το πρώτο σε νόμιμο.

16. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη στιγμή που είχε εντοπίσει το λάθος στο διάταγμα, όφειλε να είχε αγνοήσει τα σχετικά στοιχεία που περιείχε η ένορκη δήλωση αποκάλυψης.

17. Αντί αυτού, με αναφορά σχετικά αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση, έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία της ένορκης δήλωσης και μάλιστα σε σημείο που τροποποίησε και το διάταγμα που είχε ήδη εκδοθεί, προτού το οριστικοποιήσει.

18. Με βάση όλα τα πιο πάνω, η οριστικοποίηση του διατάγματος παγοποίησης στηρίχθηκε σε μαρτυρία η οποία ήταν παράνομη και χωρίς οι Εφεσείοντες 1 και 2 να έχουν την ευκαιρία να ακουστούν επί του θέματος.

19. Υπό αυτές τις συνθήκες, η οριστικοποίηση του διατάγματος παγοποίησης που στηρίχθηκε μερικώς σε παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία, ήταν ακροσφαλής.

20. Πέραν τούτου, οι Εφεσίβλητοι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια, ενώ οι Εφεσείοντες με βάση όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν έτυχαν δίκαιης δίκης, οπότε και δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την ακύρωση του επίδικου διατάγματος παγοποίησης, χωρίς να παρίστατο ανάγκη να εξετάζονταν [*76]οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.

 

Οι εφέσεις επέτυχαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Norwich Pharmacal Co a.o. v. Commissioners and Custom Excise [1973] 2 All ER 943,

 

Avila Management Services Ltd κ.ά. v. Stepanek κ.ά. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1403,

 

Penderhill Holdings Ltd κ.ά. v. Abramchyk κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 118, ECLI:CY:AD:2014:A21,

 

Melouskia Commercial Ltd κ.ά. v. Chumachenko κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 2110, ECLI:CY:AD:2014:A734.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιασεμής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3582/11), ημερομηνίας 11/4/2012.

 

Κ. Κακουλλή (κα), για τους Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση 182/12.

 

Δ. Κρονίδης με Π. Κούρτελλο, για τον Εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση 184/12.

 

Μ. Βορκάς με Μ. Κωνσταντίνου (κα), για τους Εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔικαστHριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με τις δύο εφέσεις προσβάλλεται η ενδιάμεση απόφαση του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 11.4.2012, με την οποία εκδόθηκε διάταγμα τύπου Mareva για παγοποίηση τραπεζικών λογαριασμών, το οποίο είχε εκδοθεί μονομερώς εναντίον πέντε Εναγόμενων και στη συνέχεια μετά από ακρόαση οριστικοποιήθηκε σε σχέση με τους Εναγόμενους 1 και 2-Εφεσείοντες στις δύο εφέσεις, ενώ ακυρώθηκε σε σχέση με τους Εναγόμενους 3, 4 και 5.  Ο Εφεσείων στην έφεσή του [*77]184/12 (στο εξής «ο Εφεσείων 1») και οι Εφεσείοντες στην έφεσή τους 182/12 (στο εξής «οι Εφεσείοντες 2»), προσβάλλουν ως εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση.

 

Προτού αναφερθούμε στους λόγους έφεσης, θα παραθέσουμε το ιστορικό της διαφοράς. Οι Ενάγουσες-Εφεσίβλητες 1-4 εταιρείες, είναι θυγατρικές εταιρείες μεγάλου Ομίλου εταιρειών ρωσικών συμφερόντων ονόματι U.C. Rusal Group (στο εξής «η μητρική εταιρεία UCR»), ο οποίος είναι πρωτοπόρος παγκοσμίως στη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου και διεξάγει εργασίες σε 19 χώρες.  Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους οι Εφεσίβλητοι ναυλώνουν συχνά πλοία για τη μεταφορά των πρώτων υλών από τους προμηθευτές τους προς τις μονάδες παραγωγής. Η επιλογή των κατάλληλων πλοίων γινόταν με την παρέμβαση μεσιτών πλοίων (ship brokers).

 

Τον Αύγουστο του 2010 η μητρική εταιρεία παρέλαβε ανώνυμη επιστολή στην οποία διατυπώνονταν κατηγορίες, μεταξύ άλλων και εναντίον του Εφεσείοντα 1, ο οποίος ήταν πρώην ανώτερο διευθυντικό στέλεχος της μητρικής εταιρείας UCR. Οι κατηγορίες αφορούσαν την κατ’ ισχυρισμό λήψη παράνομων προμηθειών και φιλοδωρημάτων από διάφορες εταιρείες και από τον Εναγόμενο 3, με τον οποίο, κατά τον ισχυρισμό, είχε συνωμοτήσει. Τα ποσά που λήφθηκαν με τον τρόπο που αναφέρεται πιο πάνω, μεταφέρθηκαν, όπως ισχυρίζονται οι Εφεσίβλητοι, σε τραπεζικούς λογαριασμούς του Εναγόμενου-Εφεσείοντα 1 στην Κύπρο και σε άλλες χώρες.

 

Μετά τη λήψη της πιο πάνω ανώνυμης επιστολής, η μητρική εταιρεία UCR διέταξε να διενεργηθεί έρευνα η οποία έδειξε ότι ο Εφεσείων 1 έχοντας την πλήρη εξουσία και έλεγχο όλων των ναυλώσεων που αφορούσαν τους Εφεσίβλητους, συνωμότησε με τους υπόλοιπους Εναγόμενους 2-5, ώστε ο Εναγόμενος 3, ο οποίος είχε τον έλεγχο των Εφεσιβλήτων 2, 4 και 5, να καταστεί ο μοναδικός και αποκλειστικός μεσίτης για τις ναυλώσεις πλοίων από τους Εφεσίβλητους.  Ως αποτέλεσμα της αποκλειστικότητας που δόθηκε στους Εφεσίβλητους 2-5 κατά την περίοδο 2003-2007 σε όλες τις ναυλώσεις, αυτοί απέκτησαν μεγάλα οικονομικά οφέλη και έδιδαν στον Εφεσείοντα 1 σε τακτά διαστήματα μεγάλα ποσά σε προμήθειες ή φιλοδωρήματα, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν ζημιές στους Εφεσίβλητους, ένεκα του τρόπου και των τιμών που ναυλώνονταν τα πλοία πάντα εις βάρος των συμφερόντων των Εφεσιβλήτων. Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι υπάρχουν και άλλες παράνομες ενέργειες εκ μέρους του Εφεσείοντα 1, οι οποίες όμως [*78]ακόμα να εξιχνιαστούν πλήρως.

 

Ως αποτέλεσμα των χρημάτων που έλαβε παράνομα ο Εναγόμενος-Εφεσείων 1, σε συνεργασία με τους υπόλοιπους Εναγόμενους, αυτός απέκτησε τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία, την οποία οι Εφεσίβλητοι προσπάθησαν να εντοπίσουν για να την διεκδικήσουν.

 

Σύμφωνα με τις έρευνες των Εφεσιβλήτων, ένα μέρος των φιλοδωρημάτων καθώς και άλλων κατακρατήσεων από τον Εφεσείοντα 1, ανερχόμενο στο ποσό των $669.022, διοχετεύτηκε σε προσωπικό του λογαριασμό στην Ελληνική Τράπεζα-Εναγόμενη 6.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν ταυτόχρονα με την αγωγή εναντίον των Εναγόμενων 1-6 και μονομερή αίτηση, με την οποία ζητούσαν τα πιο κάτω διατάγματα:-

 

[Α] Διάταγμα αποκάλυψης εναντίον της Εναγόμενης 6 Τράπεζας, όπως εντός τριών ημερών:-

 

(1) Καταχωρήσει και επιδώσει στους δικηγόρους των Εφεσιβλήτων ένορκη δήλωση, στην οποία:-

 

(α) να αναφέρει όλους τους λογαριασμούς του Εφεσείοντα 1 που διατηρεί ή διατηρούσε στην Τράπεζα.

(β) Να αποκαλύψει κάθε μεταφορά και/ή έμβασμα που έγινε στους λογαριασμούς του Εφεσείοντα 1 και ειδικά σε σχέση με δύο λογαριασμούς τους οποίους κατονομάζει.

(γ) Να αποκαλύψει όλα τα έγγραφα που υποβλήθηκαν από τους Εναγόμενους 1-5 σε σχέση με το άνοιγμα των λογαριασμών που καλύπτονται από τις παραγράφους [Α](1)(α), ανωτέρω.

 

(2) Να παραδώσουν στους δικηγόρους των Εφεσιβλήτων αντίγραφα όλων των εγγράφων που έχουν στη φύλαξή τους, σε σχέση με το [Α](1)(α), (β) και (γ), ανωτέρω.

 

[Β] Διάταγμα φίμωσης ή εχεμύθειας (Gagging Order) το οποίο να απαγορεύει στην Εναγόμενη 6 Τράπεζα, από του να πληροφορήσει τους Εναγόμενους 1-5 και/ή τους αντιπροσώπους τους, για την έγερση της αγωγής, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία αποκάλυψης και παράδοσης των εγγράφων που καλύπτονται από την παράγραφο [Α], ανωτέρω.

 

[*79][Γ] Ενδιάμεσο παρεμπίπτον διάταγμα που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 1-5 να μεταφέρουν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό από τους λογαριασμούς τους στην Ελληνική Τράπεζα, ώστε το πιστωτικό υπόλοιπο να είναι μικρότερο των ΗΠΑ$669.022, μέχρι νεότερης διαταγής του δικαστηρίου.

 

Κατά τη δικαστική διαδικασία που ακολούθησε, τα πράγματα, όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω, περιπλέχθηκαν ως αποτέλεσμα λαθών κατά τη σύνταξη του διατάγματος και άλλων λανθασμένων χειρισμών των δικηγόρων των Εφεσιβλήτων, με την ανοχή του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Κατά την πρώτη εμφάνιση στη διαδικασία της μονομερούς αίτησης (23.5.2011), ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Ενάγοντες-Εφεσίβλητους, δήλωσε ότι σε εκείνο το στάδιο περιορίζει την αίτησή του στο αιτητικό [Β] (διάταγμα φίμωσης), με αποτέλεσμα ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που αρχικά χειρίστηκε την αίτηση, να εκδώσει το σχετικό διάταγμα και να διατάξει επίδοση του υπολοίπου μέρους της αίτησης. Δυστυχώς το Πρωτοκολλητείο κατά τη σύνταξη του διατάγματος ημερ. 23.5.2011 παράτυπα συμπεριέλαβε στο σώμα του Διατάγματος και το αιτητικό [Α], με το οποίο οι Εφεσίβλητοι διεκδικούσαν διάταγμα αποκάλυψης. Το λανθασμένως συνταχθέν διάταγμα, στη συνέχεια επιδόθηκε στην Εναγόμενη 6 Τράπεζα. Παραμένει άγνωστο γιατί οι δικηγόροι των Εφεσιβλήτων δεν εντόπισαν, ως όφειλαν, το λάθος. Η αίτηση ορίστηκε στις 30.5.2011, αλλά επειδή δεν έγινε επίδοση αναβλήθηκε για τις 6.6.2011. Εκείνη την ημέρα, εμφανίστηκε εκ μέρους της Ελληνικής Τράπεζας (Εναγόμενης 6), ο κ. Κ. Βελάρης ο οποίος δήλωσε ότι δέχεται όπως το διάταγμα φίμωσης γίνει απόλυτο.  Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα αιτητικά, ανέφερε ότι είχε ήδη δώσει γραπτώς κάποιες πληροφορίες στον κ. Βορκά, δικηγόρο των Εναγόντων-Εφεσιβλήτων και αν ικανοποιείτο, δεν θα υπήρχε λόγος συνέχισης της αγωγής εναντίον της Τράπεζας. Το δικαστήριο, προτού αναβάλει την αίτηση, κατέστησε εκ συμφώνου απόλυτο το διάταγμα [Β] (φίμωσης). Ταυτόχρονα διέταξε όπως η αίτηση ως προς τα υπόλοιπα αιτητικά οριστεί για οδηγίες στις 14.6.2011.

 

Κατά την εμφάνιση στις 14.6.2011 ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων, χωρίς και πάλιν να αναφέρει οτιδήποτε για το λάθος, δήλωσε στο Δικαστήριο ότι αναφορικά με «…. το αιτητικό [Α], η Εναγομένη 6 καταχώρησε ένορκη δήλωση όπου αποκαλύπτει διάφορες πληροφορίες και με αυτές η πλευρά μας είχε ικανοποιηθεί.  Κατά συνέπεια αποσύρω το αιτητικό [Α] και δέχομαι να καταβάλει η πλευρά μας προς την τράπεζα, τόσο τα έξοδα της αίτησης όσο και [*80]τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την αποκάλυψη. Παρέμεινε το αιτητικό [Γ] για το οποίο είναι τώρα το κατάλληλο στάδιο να ζητήσω την έκδοση του ενδιάμεσου διατάγματος στο οποίο αποβλέπει.». Τελικά η αγωγή εναντίον της Ελληνικής Τράπεζας αποσύρθηκε στις 15.7.2011.

 

Ενόψει της πιο πάνω δήλωσης, το Δικαστήριο απέρριψε το αιτητικό [Α]. Σε ό,τι αφορά το αιτητικό [Γ] ο ευπαίδευτος Πρόεδρος εκδίδοντας το πιο κάτω διάταγμα, ανέφερε:-

 

«….έχω διεξέλθει ό,τι τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και εκδίδεται συντηρητικό διάταγμα ως το αιτητικό Γ εναντίον των Εναγομένων 1 εώς 5, νοουμένου ότι κατατεθεί εκ μέρους των αιτητών τραπεζική εγγύηση ύψους €50.000.»

 

Στη συνέχεια το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο στις 22.6.2011 και λόγω μη επίδοσης αναβλήθηκε άλλες δύο φορές. Τελικά το διάταγμα επιδόθηκε στους Εναγόμενους στις 6.7.2011. Στα έγγραφα που τους επιδόθηκαν περιλαμβάνονταν η αγωγή, η αίτηση και η ένορκη δήλωση που τη συνόδευε και το προσωρινό Διάταγμα ημερ. 14.6.2011 που περιείχε το Διάταγμα ως το αιτητικό (Γ). Δεν φαίνεται να επιδόθηκε όμως στους Εφεσείοντες, ούτε το συνταχθέν διάταγμα ημερ. 23.5.2011, αλλά ούτε και η ένορκη δήλωση ημερ. 8.6.2011 του υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να μην γνωρίζουν ότι είχε ήδη γίνει αποκάλυψη των τραπεζικών λογαριασμών.

 

Στις 7.7.2011 υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των Εφεσειόντων 2 και 4 οι οποίοι ζήτησαν να καταχωρήσουν ένσταση. Λόγω μη επίδοσης της αίτησης στους υπόλοιπους Εναγόμενους, η αίτηση αναβλήθηκε για τις 13.9.2011, οπότε και της αίτησης επιλήφθηκε νέος Πρόεδρος, προφανώς λόγω αλλαγής του προγράμματος εργασίας των Δικαστών. Εκείνη την ημέρα υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους και των υπόλοιπων Εναγόμενων οι οποίοι ζήτησαν να καταχωρήσουν και αυτοί ένσταση. Οι Εναγόμενοι 2-5 διόρισαν κοινό δικηγόρο, ενώ ο Εναγόμενος-Εφεσείων 1 ξεχωριστό δικηγόρο. Μέχρι τις 5.10.2011 που ήταν η επόμενη δικάσιμος, καταχωρίστηκαν όλες οι ενστάσεις και η συνήγορος των Εφεσειόντων 2-5 ζήτησε σύντομη ημερομηνία ακρόασης, καθότι το ποσό €600.000 το οποίο ανήκει στους πελάτες της, ήταν δεσμευμένο. Σε ερώτηση του Προέδρου αν είχαν εκδοθεί όλα τα μέρη της μονομερούς αίτησης ημερ. 23.5.2011, ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων ανέφερε τα εξής:-

 

«κ. Βορκάς: Μετά την καταχώρηση της αίτησης ημερομηνίας [*81]23/5/2011 το σεβαστό Δικαστήριο είχε προχωρήσει στην έκδοση του διατάγματος υπό στοιχείο [Β]. Ταυτόχρονα δε, ζητήθηκαν για επίδοση της μονομερούς αίτησης στην Εναγομένη 6 τράπεζα η οποία στην πορεία εμφανιζόμενη στο Δικαστήριο απεδέχθη την έκδοση του αιτούμενου υπό στοιχείο [Α] διατάγματος δηλαδή της αποκάλυψης των τραπεζικών λογαριασμών και των συναφών θεμάτων που αναφέρονται στο εν λόγω αιτητικό σε συνάρτηση με τον Εναγόμενο 1. Κατόπιν τούτου το σεβαστό Δικαστήριο προχώρησε αφού στο μεταξύ είχε γίνει η εν λόγω αποκάλυψη από την τράπεζα σε επόμενο στάδιο στην έκδοση στις 14/6/2011 του διατάγματος παγοποίησης για το οποίο σήμερα εμφανιζόμαστε ενώπιον του σεβαστού Δικαστηρίου.»

 

Στη συνέχεια, απ’ ότι φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά, ακολούθησε η πιο κάτω στιχομυθία:-

 

«κα Κακουλλή: Μόλις σήμερα μαθαίνω ότι πέραν του αιτητικού [Γ] της αίτησης είχαν εκδοθεί και άλλα διατάγματα και αυτό μάλιστα φαίνεται από τον λόγο 8 της ένστασης όπου λέμε ότι αυτά δεν εκδόθηκαν και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το μόνο διάταγμα που  επιδόθηκε στους πελάτες μου είναι το διάταγμα υπ’ αριθμό [Γ]. Επιφυλάσσω το δικαίωμα των πελατών μου να αγορεύσω κατά την ακρόαση όσο και για την ακύρωση των διαταγμάτων που φαίνεται ότι εκδόθηκαν παρότι ότι πρόκειται για μια αίτηση και είναι για αυτή την αίτηση που θα αποφασίσει το Δικαστήριο και ακολούθως να αξιωθεί ό,τι αποκαλύφθηκε να καταστραφεί.

 

Δικαστήριο: Δεν είναι αντικείμενο της διαδικασίας το υπόλοιπο.

 

κα Κακουλλή: Έχω την εντύπωση ότι είναι διότι μας επιδόθηκε ολόκληρη η αίτηση.

 

Δικαστήριο: Έχουν εκδοθεί. Εσείς απαντήσατε, εβάλετε ένσταση γνωρίζοντας ότι έχουν εκδοθεί;

 

κα Κακουλλή: Όχι. Από το διάταγμα φαίνεται ότι το μόνο αιτητικό που απορρίφθηκε ήταν το α οπότε έχω την εντύπωση ότι δικαιολογημένα πιστεύαμε ότι τα υπόλοιπα παραμένουν για εκδίκαση.

 

Δικαστήριο: Μπορεί δεν διαφωνώ. Το ζητούμενο είναι υπάρχει αντικείμενο. Μπορεί το Δικαστήριο τούτο να επιληφθεί εκείνων των διαταγμάτων, ειδικά αν έχουν εκτελεστεί.

κα Κακουλλή: Σε αυτό το ενδεχόμενο θα εξετάσω το γεγονός καταχώρησης ξεχωριστής αίτησης.

 

Δικαστήριο: Ίσως αυτό πρέπει να γίνει. Αν μετά από μελέτη φαίνεται ότι αυτό πρέπει να κάνετε. Όμως συζητώντας τώρα το θέμα μάλλον δεν είναι αντικείμενο εκείνης της αίτησης όπως είναι τα δικόγραφα.

 

κα Καραβιώτου: Απλά θα ήθελα να υιοθετήσω όσα έχει πει η συνάδελφος και να πω και εγώ ότι δεν ήταν εις γνώση μας ότι έχουν εκδοθεί τα διατάγματα, το β.

 

κ. Βορκάς: Επιφυλάσσομαι να τοποθετηθώ σε περίπτωση που υπάρχει οποιοδήποτε νομικό ζήτημα.»*

 

Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ως αποτέλεσμα των όσων συζητήθηκαν στις 5.10.2011 (πιο πάνω) ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αντιλήφθηκαν για πρώτη φορά ότι η Ελληνική Τράπεζα είχε ενεργήσει ως αν να είχε εκδοθεί διάταγμα ως το αιτητικό (Α) της αίτησης ημερ. 23.5.2011.

 

Στις 7.10.2011 οι δικηγόροι των Εφεσιβλήτων καταχώρησαν αίτηση αιτούμενοι άδεια για χρήση σε ποινική διαδικασία στη Ρωσία των εγγράφων που περιήλθαν στη γνώση και κατοχή τους μέσω της ένορκης δήλωσης ημερ. 8.6.2011 του υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας. Στην παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης του δικηγόρου Κωνσταντίνου Αγαθοκλέους που υποστήριζε την πιο πάνω αίτηση, δηλώνετο ενόρκως ότι «στις 23.5.2011 εκδόθηκε διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal» και επισυνάπτετο η ένορκη δήλωση αποκάλυψης, ημερ. 8.6.2011 του υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, στην οποία γίνεται ρητή αναφορά στο δικαστικό διάταγμα ημερ. 23.5.2011. Η πιο πάνω αίτηση αποσύρθηκε την 21.2.2012.

 

Τελικά η ακρόαση για την οριστικοποίηση ή όχι του διατάγματος, ορίστηκε στις 25.10.2011, οπότε και επιφυλάχθηκε η απόφαση.

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, αφού μελέτησε τα όσα του ανέφεραν οι συνήγοροι των διαδίκων στις γραπτές και προφορικές τους αγορεύσεις, διέταξε όπως το διάταγμα, ελαφρώς τροποποιημένο, οριστικοποιηθεί σε σχέση με τους Εφεσείοντες 1 και 2. Εδώ θα πρέπει [*83]να σημειωθεί ότι από τα στοιχεία που έδωσε η Ελληνική Τράπεζα διεφάνη ότι στο λογαριασμό του Εφεσείοντα 1 υπήρχε μόνο το ποσό των ΗΠΑ$10.277,65.  Για τους Εφεσείοντες 2 δεν φαίνεται να αποκαλύφθηκε οτιδήποτε και ούτε οι ίδιοι έθεσαν οποιαδήποτε στοιχεία ενώπιον του δικαστηρίου που να προσδιορίζουν τα ποσά που ενδεχομένως να είναι κατατεθειμένα στους λογαριασμούς τους. Γι’ αυτό το δικαστήριο τροποποίησε το διάταγμα σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1, ώστε το ποσό που δεσμεύεται να περιοριστεί στο πιο πάνω ποσό που βρέθηκε στο λογαριασμό του. Σε σχέση με τους Εναγόμενους 3, 4 και 5, ακύρωσε το διάταγμα κρίνοντας ότι εναντίον τους δεν υπήρχε οποιαδήποτε χειροπιαστή μαρτυρία η οποία να τους συνδέει με τις κατ’ ισχυρισμό παράνομες τραπεζικές συναλλαγές ή που να τους συσχετίζει με τους Εφεσείοντες 2.

 

Οι δύο Εφεσείοντες 1 και 2, εναντίον των οποίων οριστικοποιήθηκε το διάταγμα, με δύο ξεχωριστές εφέσεις, εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.

 

Θα αρχίσουμε από την έφεση 182/12, στην οποία οι Εφεσείοντες 2 εγείρουν τους πιο κάτω λόγους έφεσης:-

 

  (1) Εσφαλμένα και κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των Εφεσειόντων 2 το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στην ένορκη δήλωση ημερ. 8.6.2011, υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, ως μέρος του αποδεικτικού υλικού της αίτησης για έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερ. 23.5.2011.

  (2) Παρά το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνωρίζει ότι ουδέποτε εκδόθηκε δικαστικό διάταγμα αποκάλυψης των λογαριασμών και συναλλαγών του Εναγόμενου 1 και ότι για άγνωστο λόγο το συνταχθέν διάταγμα που οι Εφεσίβλητοι εν γνώσει τους παράνομα χρησιμοποίησαν και επέδωσαν στην Ελληνική Τράπεζα, περιείχε και το μη εκδοθέν αιτητικό [Α] της μονομερούς αίτησης, ημερ. 23.5.2011, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και έλαβε υπόψη του το μαρτυρικό υλικό το οποίο παράνομα και κατά παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των Εφεσειόντων, κατατέθηκε στο δικαστικό φάκελο.

  (3) Εσφαλμένα αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η Ελληνική Τράπεζα συμμορφώθηκε με το διάταγμα ημερ. 8.6.2011 που της επιδόθηκε μη γνωρίζοντας ότι στην πραγματικότητα αυτό ουδέποτε εκδόθηκε.

  (4) Με βάση την πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι η μαρτυρία που προέκυψε από τις ένορκες δηλώσεις και τα τεκμή[*84]ρια που συνόδευαν την αίτηση, ήταν πολύ γενικόλογη και ανεπαρκής για να ικανοποιήσει εκ πρώτης όψεως τις δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και ως εκ τούτου το διάταγμα δεν έπρεπε να είχε εκδοθεί και πολύ περισσότερο να καταστεί απόλυτο.

  (5) Παρά το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η μαρτυρία ήταν γενικόλογη, παρέλειψε να διαπιστώσει συγκεκριμένα ότι η μαρτυρία που υποστήριζε τη μονομερή αίτηση αποτελείτο από:- (α) μια κατασκευασμένη ανώνυμη επιστολή που συντάχθηκε τρία χρόνια μετά που ο Εφεσείων 1 σταμάτησε να εργάζεται στη Rual και οι Εναγόμενοι 2-4 είχαν παύσει να συνεργάζονται με την πιο πάνω εταιρεία και (β) μια κατάσταση λογαριασμού στην οποία φαινόταν η μεταφορά τριών ποσών συμποσούμενων σε $669.022, στο λογαριασμό του Εφεσείοντα 1, χωρίς να προκύπτει η πηγή προέλευσής τους.

  (6) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε συλλήβδην όλους τους λόγους ένστασης και τη μαρτυρία που τους υποστήριζε.

  (7) Εσφαλμένα αγνόησε το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος των Εφεσιβλήτων 2 και του Ομίλου εταιρειών UCR, στον οποίο οι Εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι ανήκουν, υπέγραψε επιστολή ημερ. 8.11.2007 με την οποία οι Εφεσίβλητοι 2 παραδέχθηκαν ότι ο Εναγόμενος 3 εκπλήρωσε τους όρους συμφωνίας συμβιβασμού ημερ. 2.11.2007 και οι Εφεσίβλητοι απάλλαξαν ρητά τους Εναγόμενους 3 και 4 και κάθε ελεγχόμενη από αυτούς νομική οντότητα, όπως τους Εναγόμενους 2, από κάθε αξίωση.

  (8) Εσφαλμένα έκρινε ότι όλα τα γεγονότα που εκτίθενται στον έκτο και έβδομο λόγο έφεσης τα οποία δεν είχαν αποκαλυφθεί από τους Εφεσίβλητους, δεν ήταν ουσιώδη για να αποκαλυφθούν.

  (9) Η διαφοροποίηση του διατάγματος κατά τρόπο που να απαλλάσσει τον Εφεσείοντα 1, είναι παράλογη και αδικαιολόγητη.

(10) Εσφαλμένα έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι αποκάλυψαν εκ πρώτης όψεως ορατή πιθανότητα επιτυχίας.

 

Στην έφεση 184/12 ο Εφεσείων 1 εγείρει τους πιο κάτω 5 λόγους έφεσης:-

 

(1) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα βάσισε την απόφασή του αποκλειστικά και μόνο στην ένορκη δήλωση του αρμόδιου υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, όταν αυτή ουδέ[*85]ποτε αποτέλεσε μέρος του αποδεικτικού υλικού της επίδικης αίτησης ημερ. 23.5.2011 για προσωρινό διάταγμα.

(2) Το πρωτόδικο δικαστήριο αν και σωστά αποφάνθηκε ότι στις 23.5.2011 εξέδωσε μόνο ενδιάμεσο διάταγμα φίμωσης εναντίον της Ελληνικής Τράπεζας, βάσει του αιτητικού [Β] και όχι ενδιάμεσο διάταγμα αποκάλυψης των τραπεζικών λογαριασμών και συναλλαγών του Εφεσείοντα 1 βάσει του αιτητικού [Α] της αίτησης, ακολούθως λανθασμένα διαπίστωσε ότι «η Τράπεζα μη γνωρίζοντας, προφανώς, την πραγματική κατάσταση, συμμορφώθηκε με το διάταγμα και την αίτηση που της είχαν επιδοθεί, καταχωρώντας στις 8.6.2011 στο Δικαστήριο σχετική ένορκη δήλωση» και προχώρησε λανθασμένα να λάβει υπόψη του και να αποδεχτεί το μαρτυρικό υλικό που παράνομα κατατέθηκε στο δικαστικό φάκελο με την ένορκη δήλωση της Ελληνικής Τράπεζας, ωσάν να είχε εκδοθεί διάταγμα.

(3) Ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο παραδέχεται ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλεται μέσα από την ένορκη δήλωση των Εφεσιβλήτων προς υποστήριξη της αίτησης για προσωρινό διάταγμα «είναι πολύ γενικοί», ακολούθως λανθασμένα διαπίστωσε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και ότι οι Εφεσίβλητοι αποκάλυψαν εκ πρώτης όψεως ορατή πιθανότητα επιτυχίας.

(4) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα βάσισε την όλη απόφασή του στην ένορκη δήλωση της Ελληνικής Τράπεζας, αγνοώντας εντελώς τους λόγους ένστασης, και

(5) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε σε συντομία «ότι οι ενστάσεις των Εναγομένων για μη αποκάλυψη από μέρους των Εναγουσών όλων των απαραίτητων γεγονότων σε σχέση με την παρούσα διαδικασία δεν με βρίσκει σύμφωνο» χωρίς καμία απολύτως εξειδικευμένη ανάλυση και/ή αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας και του υποστηρικτικού υλικού που κατατέθηκε υπό τη μορφή τεκμηρίων από τον Εφεσείοντα και/ή τους Εναγόμενους 2-5.

 

Επειδή οι λόγοι έφεσης και στις δύο εφέσεις συνδέονται μεταξύ τους, θα τους εξετάσουμε μαζί. Όπως μας ανέφερε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων 2, κα Κακουλλή, οι πρώτοι 7 λόγοι έφεσης που εγείρουν οι πελάτες της, μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο ενότητες. Η πρώτη αφορά στη λανθασμένη ενέργεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να λάβει υπόψη ως μέρος του αποδεικτικού υλικού των Εφεσιβλήτων την ένορκη δήλωση ημερ. 8.6.2011, υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, χωρίς να προηγηθεί δικαστικό διάταγμα που να διατάσσει την αποκάλυψη των τραπεζικών δεδομέ[*86]νων των Εφεσειόντων 2. Οι Εφεσείοντες 2 θεωρούν παραβίαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων την αποκάλυψη των τραπεζικών τους δεδομένων χωρίς δικαστικό διάταγμα και ως εκ τούτου εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να την λάβει υπόψη κατά την οριστικοποίηση του διατάγματος.

 

Παρόμοια ζητήματα εγείρει και ο Εφεσείοντας 1 με τους λόγους έφεσης 1 και 2.

 

Λόγοι έφεσης 1-3 στην Έφεση 181/12 και λόγοι έφεσης 1 και 2 στην Έφεση 184/12 – Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε στην ένορκη δήλωση ημερ. 8.6.2011, χωρίς να προηγηθεί διάταγμα αποκάλυψης

 

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με την παράγραφο Α της αίτησης ζητείτο όπως η Ελληνική Τράπεζα, μεταξύ άλλων, αποκαλύψει με ένορκη δήλωση τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Εφεσείοντος 1 και με την παράγραφο Β της αίτησης, διάταγμα φίμωσης κατά της Τράπεζας.  Το διάταγμα Β εξεδόθη, όχι όμως και το διάταγμα Α.  Τόσο το εκδοθέν και συνταχθέν διάταγμα φίμωσης, όσο και η μονομερής αίτηση, επιδόθηκαν στην Τράπεζα στις 31.5.2011.  Όπως αναφέρεται στη σελίδα 2 της πρωτόδικης απόφασης, «Για άγνωστο λόγο το διάταγμα περιλάμβανε και το μέρος Α της αίτησης, ωσάν να είχε εκδοθεί και αυτό. Η τράπεζα μη γνωρίζοντας, προφανώς, την πραγματική κατάσταση, συμμορφώθηκε με το διάταγμα και την αίτηση που της είχαν επιδοθεί, καταχωρώντας στις 8.6.2011 στο δικαστήριο σχετική ένορκη δήλωση.».

 

Παρά την πιο πάνω επισήμανση, το πρωτόδικο δικαστήριο στη συνέχεια της απόφασής του, στη σελίδα 6, αναφέρει:-

 

«Να σημειωθεί ότι κατά την έκδοση του διατάγματος αυτού στο φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος τηρείται από το δικαστήριο, υπήρχε και η ένορκη δήλωση η οποία είχε κατατεθεί στις 8.6.2011 εκ μέρους της εναγομένης Ελληνικής Τράπεζας, προς συμμόρφωση με τη μονομερή αίτηση και το διάταγμα το οποίο της είχε επιδοθεί.»

 

Στη συνέχεια, στη σελίδα 8 της πρωτόδικης απόφασης, αναφέρει τα ακόλουθα:-

 

«Βέβαια, ως έχουν οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι πολύ γενικοί.  Το μοναδικό δε στοιχείο υπό μορφή μαρτυρίας η οποία τείνει να καταδείξει την εν λόγω παράνομη δραστηριότητα του ενα[*87]γόμενου 1 το έχει φέρει στο φως η έρευνα του ενόρκως δηλούντα. Πρόκειται για ένα λογαριασμό που υπάρχει στο όνομα του στην Ελληνική Τράπεζα στην Κύπρο. Στον λογαριασμό αυτό είχαν κατατεθεί σε διαφορετικές ημερομηνίες κατά το έτος 2007 τρία διαφορετικά ποσά, ίδιας περίπου αξίας, συμποσούμενα σε 669.022,00 δολάρια ΗΠΑ. Δύο εξ αυτών περιγράφονται ως φιλοδωρήματα. Η έρευνα του ενόρκως δηλούντα δεν κατέδειξε από ποιον είχαν εμβαστεί τα χρήματα αυτά στον εν λόγω λογαριασμό του εναγόμενου 1. Ο ίδιος πιστεύει ότι πρέπει να είχαν προέλθει από τους εναγομένους 2 έως 5.

 

Τελικώς, από την αποκάλυψη στην οποία έχει προβεί η Ελληνική Τράπεζα έχει προκύψει ότι και τα τρία εν λόγω ποσά είχαν εμβαστεί στο λογαριασμό του εναγόμενου 1 από την εναγόμενη 2 μέσα στο 2007, όπως αναφέρεται πιο πάνω.»

 

Και στη σελίδα 12:-

 

«Κατά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος είναι προφανές ότι είχε εκληφθεί ως δεδομένο ότι ολόκληρο το εν λόγω ποσό, ή έστω ένα αρκετά μεγάλο ποσό, βρισκόταν κατατεθειμένο στον πιο πάνω λογαριασμό του εναγομένου 1 στην Ελληνική Τράπεζα. Όμως, από την ένορκη δήλωση η οποία καταχωρίστηκε στο δικαστήριο εκ μέρους της εν λόγω τράπεζας διαπιστώνεται ότι το μόνο ποσό το οποίο υπήρχε τότε στον εν λόγω λογαριασμό ήταν 10.277,65 δολάρια ΗΠΑ. Οπωσδήποτε δεν ήταν ο σκοπός των εναγουσών να δεσμευθεί και να διαφυλαχθεί με το διάταγμα αυτό το πολύ μικρό σε σύγκριση ποσό. Εν τούτοις, οι ενάγουσες εμμένουν στην παραμονή του διατάγματος εναντίον του εναγομένου 1 σε ισχύ, προφανώς, έστω και για το πιο πάνω μικρό ποσό αφού καμία νύξη δεν έγινε σχετικά περί του αντιθέτου από το συνήγορο τους.

 

Δεν ζητήθηκε από την Ελληνική Τράπεζα να προβεί σε παρόμοια αποκάλυψη αναφορικά με τους λογαριασμούς της εναγομένης 2.»

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αν και εντόπισε το λάθος στο συνταχθέν διάταγμα, στη συνέχεια δεν προβληματίστηκε κατά πόσον θα έπρεπε να λάβει υπόψη για την οριστικοποίηση του διατάγματος παγοποίησης (παράγραφος [Γ] της αίτησης), την αποκάλυψη που είχε γίνει ως αποτέλεσμα ενός διατάγματος που ήταν λανθασμένα συνταγμένο και περιλάμβανε διάταγμα που δεν είχε ποτέ εκδοθεί από το δικαστήριο.  Το [*88]πρωτόδικο δικαστήριο παρά την ύπαρξη του πιο πάνω λάθους, στη συνέχεια έλαβε υπόψη τα αποκαλυφθέντα στοιχεία στην ένορκη δήλωση ημερ. 8.6.2011 του υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας.

 

Βέβαια, θα πρέπει να πούμε ότι η διαδικασία περιπλέχθηκε από την αρχή με τον τρόπο που οι δικηγόροι των Εφεσιβλήτων επέλεξαν να προωθήσουν διατάγματα αποκάλυψης και φίμωσης, εναντίον προσώπου που κατέστη διάδικος χωρίς οι Εφεσίβλητοι να έχουν εκ πρώτης όψεως αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του και ταυτόχρονα να διεκδικήσουν διάταγμα παγοποίησης για διαδίκους, εναντίον των οποίων εκ πρώτης όψεως είχαν αγώγιμα δικαιώματα.

 

Όπως είναι γνωστό, διατάγματα αποκάλυψης μπορούν να εκδοθούν ως επικουρικά στις περιπτώσεις που οι πραγματικοί αδικοπραγούντες δεν είναι γνωστοί στον ενάγοντα ή για σκοπούς αστυνόμευσης (policing) του διατάγματος παγοποίησης, ώστε να γνωρίζει ο ενάγων ποια ακριβώς περιουσιακά στοιχεία είχε στην κατοχή του ο εναγόμενος τη δεδομένη στιγμή, για να μπορέσει σε μεταγενέστερο στάδιο να γνωρίζει αν υπήρχε συμμόρφωση με το διάταγμα παγοποίησης. Στην Αγγλία υπάρχει το δικαίωμα αποκάλυψης πριν την έγερση της αγωγής. Στην Κύπρο όμως, λόγω των προνοιών του Άρθρου 32 δεν έχουν εκδοθεί Κανονισμοί που να επιτρέπουν την έκδοση επικουρικών παρεμπιπτόντων διαταγμάτων για σκοπούς έγερσης αγωγής. Όμως, με βάση το δίκαιο της επιείκειας, δεν αποκλείεται η έγερση αγωγής εναντίον προσώπου που εμμέσως εμπλέκεται σε αδικοπραγία ή που κατέχει πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον ενάγοντα να εγείρει δεύτερη αγωγή εναντίον των προσώπων που παραβιάζουν τα δικαιώματά του (βλ. Norwich Pharmacal Co a.o. v. Commissioners and Custom Excise [1973] 2 All ER 943, Avila Management Services Ltd κ.ά. v. Stepanek κ.ά. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1403, Penderhill Holdings Ltd κ.ά. v. Abramchyk κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 2110, ECLI:CY:AD:2014:A734, Melouskia Commercial Ltd κ.ά. v. Chumachenko κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 2110, ECLI:CY:AD:2014:A734 και το Δίκαιο της Απόδειξης, Έκδοση 2014, Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντη, σελ. 976-978).

 

Όμως, υπάρχουν και διαζευκτικοί τρόποι. Το δίκαιο επίσης επιτρέπει είτε την κοινοποίηση ενός τέτοιου διατάγματος, είτε την έκδοση τέτοιου διατάγματος που εμπλέκει τρίτο πρόσωπο το οποίο δεν έχει καταστεί διάδικος, αλλά θεωρείται λόγω της έμμεσης εμπλοκής του ότι μπορεί να βοηθήσει επειδή κατέχει πληροφορίες, έγγραφα ή άλλη περιουσία που ανήκει στον εναγόμενο, όπως για παράδειγμα εναντίον τράπεζας, μη διαδίκου.  Στη δεύτερη περίπτωση, ο τρόπος που διατυπώνεται το διάταγμα έχει μεγά[*89]λη σημασία.

 

Στην προκειμένη περίπτωση τα πρόσωπα εναντίον των οποίων οι Εφεσίβλητοι ήθελαν να στραφούν ήταν γνωστά Εκείνο που επιζητούσαν ήταν, αφού εγείρουν την αγωγή τους εναντίον των συγκεκριμένων προσώπων που είχαν αδικοπραγήσει εις βάρος τους, ταυτόχρονα να αιτηθούν επικουρικό διάταγμα αποκάλυψης (Norwich Pharmacal), το οποίο θα τους βοηθούσε να αστυνομεύσουν στη συνέχεια τα διατάγματα παγοποίησης (Mareva) που ζητούσαν.  Όμως επειδή στρεφόταν εναντίον Τράπεζας, το επικουρικό διάταγμα αποκάλυψης ενδεχομένως να ήταν αχρείαστο, αφού η έκδοση εναντίον των Εφεσειόντων διατάγματος παγοποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων και η απλή κοινοποίηση του διατάγματος στην Τράπεζα, θα ήταν αρκετά για να εμποδιστεί η μετακίνηση χρημάτων από τους επίδικους λογαριασμούς. Είναι γνωστό ότι τυχόν υποβοήθηση εκ μέρους της Τράπεζας παράβασης του διατάγματος παγοποίησης, θα συνιστούσε παρακοή.

 

Οι δικηγόροι των Εφεσιβλήτων, κατά την άποψή μας, ακολούθησαν ανορθόδοξη διαδικασία υπό τις παρούσες συνθήκες. Επιδίωξαν την εξασφάλιση διατάγματος φίμωσης, χωρίς να έχει προηγουμένως εκδοθεί διάταγμα αποκάλυψης ή έρευνας, οπότε το διάταγμα φίμωσης θα είχε κάποιο νόημα. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν φρόντισε να επισημάνει το γεγονός στους δικηγόρους των Εφεσιβλήτων. Διατάγματα φίμωσης συνήθως εκδίδονται ταυτόχρονα με διατάγματα αποκάλυψης ή έρευνας, για να δοθεί η ευκαιρία στον ενάγοντα να εξετάσει τις πληροφορίες ή τα έγγραφα που θα αποκαλυφθούν ή άλλα στοιχεία που θα του δοθούν, προτού αυτός κινηθεί για την έκδοση διαταγμάτων παγοποίησης εναντίον των εις βάρος του αδικοπραγούντων. Εκ πρώτης όψεως μας φαίνεται κάπως μάταιο να εκδοθεί διάταγμα φίμωσης εναντίον προσώπου αναφορικά με τη διαδικασία, χωρίς να έχει προηγουμένως εκδοθεί οποιοδήποτε άλλο διάταγμα στη διαδικασία, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.

 

Ως αποτέλεσμα των διαφόρων λανθασμένων χειρισμών σε όλα τα επίπεδα, ένα σχετικά απλό διάταγμα παγοποίησης, έγινε αφορμή για πολλαπλές διαδικασίες, π.χ. αίτηση για χρησιμοποίηση των παρανόμως αποκαλυφθέντων στο εξωτερικό, αίτηση για απαγόρευση χρήσης εγγράφων που αποκαλύφθηκαν άνευ διατάγματος και καταχώρηση σχετικής με το θέμα έφεσης (Ε35/13), καθώς και καταχώρηση ξεχωριστής αγωγής από τους Εφεσείοντες εναντίον της Ελληνικής Τράπεζας για αποζημιώσεις για αποκάλυψη των τραπεζικών τους δεδομένων χωρίς δικαστικό διάταγμα. Γι’ αυτό [*90]στις περιπτώσεις παρεμπιπτόντων διαταγμάτων και ιδιαίτερα του τύπου Αποκάλυψης, Έρευνας και Παγοποίησης, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από όλους τους εμπλεκόμενους λόγω των δραστικών συνεπειών που μπορεί να προκύψουν από λανθασμένους χειρισμούς, που στο τέλος της ημέρας καθυστερούν την εκδίκαση της κυρίως αγωγής, η οποία θα πρέπει να είναι πάντοτε ο απώτερος στόχος. Στην προκειμένη περίπτωση η ακρόαση της αγωγής που είναι του 2011 δεν έχει ακόμα ξεκινήσει, εφόσον όλοι ανάλωσαν τον χρόνο τους σε παρεμφερή θέματα.

 

Το δεύτερο που θέλουμε να σχολιάσουμε είναι το καθήκον του δικηγόρου των Εφεσιβλήτων ως λειτουργού του Δικαστηρίου.  Όφειλε να αντιληφθεί εγκαίρως ότι το συνταχθέν διάταγμα λανθασμένα περιείχε πέραν του διατάγματος φίμωσης και διάταγμα για αποκάλυψη, το οποίο, αν και ζητείτο με την αίτηση, ο ίδιος δεν είχε ζητήσει να εκδοθεί και επομένως όφειλε να μην προχωρήσει στην επίδοση του διατάγματος στην Ελληνική Τράπεζα, αλλά αμέσως να φέρει το γεγονός σε γνώση είτε του Πρωτοκολλητή, είτε του Δικαστηρίου. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων δεν μπόρεσε στην προκειμένη περίπτωση να εκπληρώσει στο ακέραιο το καθήκον του έναντι του Δικαστηρίου.

 

Το λάθος, κατά την άποψή μας, θα έπρεπε να το είχε εντοπίσει και σε ένα δεύτερο στάδιο όταν η Ελληνική Τράπεζα παρουσίασε ένορκη δήλωση αποκάλυψης. Ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων γνωρίζοντας ότι δεν είχε ζητήσει και το δικαστήριο δεν είχε εκδόσει ένα τέτοιο διάταγμα, όφειλε αμέσως να αντιληφθεί το λάθος και να φέρει το γεγονός σε γνώση του Δικαστηρίου. Αντί αυτού συνέχισε να παρουσιάζει τα γεγονότα, ακόμα και σε Ένορκη Δήλωση (7.10.2011), ότι το Διάταγμα Α είχε εκδοθεί.

 

Ερχόμαστε τώρα στην ουσία των λόγων έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη ως μέρος του μαρτυρικού υλικού το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης αποκάλυψης ημερ. 8.6.2011, υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, για να οριστικοποιήσει το διάταγμα παγοποίησης. Η απάντησή μας θα είναι σύντομη. Το τραπεζικό απόρρητο στην Κύπρο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 29(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 1997 (Ν. 66(Ι)/97).  Το εδάφιο (2) του Άρθρου 29 προβλέπει για διάφορες εξαιρέσεις για άρση του τραπεζικού απορρήτου, μεταξύ των οποίων και η παροχή πληροφοριών που επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η περίπτωση που επιδίδεται διάταγμα Δικαστηρίου για αποκάλυψη λεπτομερειών. Χωρίς ένα τέτοιο διάταγμα, δεν είναι δυνατή η αποκάλυψη, εκτός βέβαια [*91]και αν εμπίπτει σε μια από τις υπόλοιπες εξαιρέσεις του Άρθρου 29(2) του Νόμου 66(Ι)/97 και του Άρθρου 22(4) και (5) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (βλ. Penderhil Holdings Ltd κ.ά. v. Abramchyk κ.ά., ανωτέρω, Melouskia Commerical Ltd κ.ά. v. Alisa Chumachenko κ.ά., ανωτέρω και Το Δίκαιο της Απόδειξης, ανωτέρω, σελ. 976-978).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η μαρτυρία που αποκαλύφθηκε με την ένορκη δήλωση, ημερ. 8.6.2011 του υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, δεν θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη, εφόσον δεν προηγήθηκε η έκδοση σχετικού δικαστικού διατάγματος.  Η εκ παραδρομής συμπερίληψη εκ μέρους του Πρωτοκολλητείου, διατάγματος αποκάλυψης στο συνταχθέν διάταγμα φίμωσης, ουδόλως μετατρέπει το πρώτο σε νόμιμο. Επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο από τη στιγμή που είχε εντοπίσει το λάθος στο διάταγμα, όφειλε να είχε αγνοήσει τα σχετικά στοιχεία που περιείχε η ένορκη δήλωση αποκάλυψης. Αντί αυτού, όπως υποδείξαμε και πιο πάνω, με αναφορά στα σχετικά αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση, έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία της ένορκης δήλωσης και μάλιστα σε σημείο που τροποποίησε και το διάταγμα που είχε ήδη εκδοθεί, προτού το οριστικοποιήσει.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η οριστικοποίηση του διατάγματος παγοποίησης στηρίχθηκε σε μαρτυρία η οποία ήταν παράνομη και χωρίς οι Εφεσείοντες 1 και 2 να έχουν την ευκαιρία να ακουστούν επί του θέματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, η οριστικοποίηση του διατάγματος παγοποίησης που στηρίχθηκε μερικώς σε παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία, είναι ακροσφαλής. Πέραν τούτου, οι Εφεσίβλητοι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια, ενώ οι Εφεσείοντες με βάση όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, κατά την κρίση μας, δεν έτυχαν δίκαιης δίκης, οπότε και δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την ακύρωση του επίδικου διατάγματος παγοποίησης, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης που προώθησαν οι Εφεσείοντες 1 και 2 στα πλαίσια των εφέσεών τους.

 

Οι δύο εφέσεις επιτυγχάνουν. Η εκκαλούμενη απόφαση ακυρώνεται, καθώς και το οριστικοποιηθέν διάταγμα ημερ. 11.4.2012. Τα έξοδα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων 1 και 2 και εναντίον των Εφεσιβλήτων.

 

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο