Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ν. Ορέστη Σοφοκλέους (2016) 1 ΑΑΔ 105

ECLI:CY:AD:2016:A20

(2016) 1 ΑΑΔ 105

[*105]18 Iανουαρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσείoντες-Καθ’ ων η αίτηση,

 

v.

 

ΟΡΕΣΤΗ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

 

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 513/2012)

 

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Έκτακτοι συμβασιούχοι δημοσίου τομέα ― Τερματισμός υπηρεσιών συμβασιούχου ηθοποιού ορισμένου χρόνου, ο οποίος εργοδοτείτο από τον Θ.Ο.Κ. και η σύμβαση του οποίου μετατράπηκε σε αορίστου ― Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών είχε δικαιοδοσία εκδίκασης και η διαφορά δεν μπορούσε να κριθεί εντός του πλαισίου του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Έκτακτοι συμβασιούχοι δημοσίου τομέα ― Ο τερματισμός υπηρεσίας τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Η έμφαση δέον να αποδίδεται στη λέξη «συμβασιούχους» διότι είναι η σύμβαση και ο τρόπος που συντελείται, που τους διαφοροποιεί από τους δημόσιους υπαλλήλους.

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Τερματισμός υπηρεσίας εκτάκτων συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα ― Επισκόπηση νομολογίας ― Δεν μπορεί να διαχωρίζεται μια ενιαία εργασιακή σχέση ανάλογα με το θέμα και να χαρακτηρίζεται ως δημοσίου δικαίου επειδή αφορά στον τερματισμό αυτής με πειθαρχική διαδικασία.

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Συμβασιούχοι ― Νόμος 98(I)/2003 ― Οδηγία 1999/70/ΕΚ ― Εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.

 

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Προδικαστική ένσταση ― Παρατήρηση Εφετείου ότι είναι αποδοκιμαστέες πρακτικές απόσυρσης αφενός [*106]προδικαστικής ένστασης για δικαιοδοσία και, αφετέρου, επαναφοράς του θέματος κατά την εφετειακή λειτουργία.

 

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Είναι ζήτημα δημόσιας τάξης ― Εγείρεται και αυτεπαγγέλτως, αποτελεί δε υποχρέωση του Δικαστηρίου να ακυρώσει διάταγμα που εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία ― Οι διάδικοι δεν μπορούν να συναινέσουν να προσδώσουν δικαιοδοσία σε Δικαστήριο εκεί όπου δεν υπάρχει.

 

Ο εφεσίβλητος-αιτητής, εργάστηκε στην υπηρεσία των εφεσειόντων, Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, ως έκτακτος επί συμβάσει ηθοποιός για περίοδο τεσσάρων ημερών και ως προσωρινός ηθοποιός σε οργανική θέση για περίοδο 35 μηνών.

 

Προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών επιδιώκοντας διάφορες θεραπείες για συμπεριφορά των εφεσειόντων-εργοδοτών του να τον εξαναγκάσουν σε παραίτηση, όταν δεν αποδέχθηκαν αίτημα του να μη λάβει μέρος σε θεατρικές παραστάσεις του ΘΟΚ στη Βόρειο Ελλάδα από 15.9.08-21.9.08.

 

Οι εφεσείοντες είχαν εγείρει αρχικώς με το δικόγραφο τους γενικής φύσεως «προδικαστική ένσταση ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν κέκτηται δικαιοδοσίας», ένσταση που εν τέλει απέσυραν.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε σχετική μαρτυρία, έκρινε τα ακόλουθα:

 

α)  Ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η θέση του εφεσίβλητου ότι υπήρξε εκ μέρους του ΘΟΚ εξαναγκασμός σε παραίτηση και ότι επρόκειτο για παραίτηση με ελεύθερη επιλογή. Δεν μπορούσε να λεχθεί, όπως επισημάνθηκε πρωτοδίκως, ότι ο ΘΟΚ υπήρξε ένοχος συμπεριφοράς, η οποία συνιστούσε ουσιαστική παράβαση της συμφωνίας εργοδότησης που έπληξε καίρια τη μεταξύ τους εργασιακή σχέση.

 

β)  Ότι η σύμβαση εργοδότησης του εφεσίβλητου είχε μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός εργάστηκε στην υπηρεσία του Οργανισμού ως έκτακτος επί συμβάσει ηθοποιός για περίοδο τεσσάρων ημερών και ως προσωρινός ηθοποιός σε οργανική θέση για περίοδο 35 μηνών.

 

     Δεν θεώρησε επίσης, κατ’ εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας (αρθ.7 του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμος του 2003 (Ν.98(1)/2003), ότι ο ΘΟΚ απέδειξε τη συνδρομή αντικειμενικών [*107]λόγων που θα δικαιολογούσαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, την ορισμένη διάρκεια της σύμβασης απασχόλησης του εφεσίβλητου και τη μη μετατροπή της σε αορίστου χρόνου (βλ. και Οδηγία 1999/70ΕΚ).

 

γ)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στη βάση του ευρήματος για συνεχή εργοδότηση του εφεσίβλητου στον Οργανισμό σε περίοδο μακρότερη των 39 μηνών και σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(ι)(β) του περί Ταμείου Προνοίας Νόμου του ΘΟΚ, ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο το ποσό των €2,095.31.

 

δ)  Ως επίσης ότι δικαιούτο αναλογίας 13ου μισθού, ήτοι το ποσό των €1,075.32.

 

Εξέδωσε συνακόλουθα σχετική απόφαση για το συνολικό ποσό.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την επίδικη διαφορά.

 

β)  Αποτελούσε εσφαλμένη νομική προσέγγιση η πρωτόδικη κρίση ότι το Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων των εφεσειόντων στερείτο νομικής προσωπικότητας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Ψαρά - Μιλτιάδου, Δ. συμφωνούντος και του Χριστοδούλου Δ.:

 

  1.   Δεν επικροτούνται τέτοιες πρακτικές απόσυρσης αφενός προδικαστικής ένστασης για δικαιοδοσία και, αφετέρου, επαναφοράς του θέματος κατά την εφετειακή λειτουργία όταν είχε αναλωθεί χρόνος, κόπος και έξοδα, ενώ ένα τέτοιο θέμα θα πρέπει να ακούεται αμέσως και κατά προτεραιότητα.

  2.   Παρά την αποδοκιμασία σε τέτοιες πρακτικές, ήταν ορθή η θέση ότι το θέμα της δικαιοδοσίας εξετάζεται σε κάθε στάδιο και ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Στη βάση δε των νομολογημένων αρχών ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να συναινέσουν να προσδώσουν δικαιοδοσία σε Δικαστήριο εκεί όπου δεν υπάρχει, το Εφετείο εξέτασε το θέμα της δικαιοδοσίας.

  3.   Κατ’ εφαρμογή της απόφασης Αβραάμ v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49, έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός της ύπαρξης σύμβασης. Ανεξάρτητα αν για σκοπούς εφαρμογής της προστασίας που [*108]παρέχει ο Ν.198/03 χαρακτηρίζεται αορίστου ή καθορισμένου χρόνου. Και ανεξάρτητα από τη δυνατότητα που δίνει ο σχετικός Κανονισμός για διορισμούς σε θέσεις καλλιτεχνικού προσωπικού στην υπηρεσία των εφεσειόντων, τους οποίους χαρακτηρίζει ως προσωρινές θέσεις.

  4.   Είναι ακριβώς η σύμβαση που τελικά δίδει στην επίδικη σχέση τον προσωρινό της χαρακτήρα, τουλάχιστον στην αφετηρία της αλλά και την απομακρύνει από το χώρο του δημοσίου δικαίου.

  5.   Επίσης, μια σχέση δεν αποσπάται από το χώρο του ιδιωτικού Δικαίου απλώς επειδή ο ένας εκ των δύο συμβαλλομένων (ο ΘΟΚ εν προκειμένω) τυγχάνει να είναι Οργανισμός Δημοσίου Δικαίου.

  6.   Ο Ν. 98(I)/2003, εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ορίζει στο Άρθρο 10 ως αρμόδιο Δικαστήριο το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Και βεβαίως ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου εμπίπτει στην έννοια «διαφοράς αστικής φύσεως».

  7.   Ο καθορισμός του αρμόδιου Δικαστηρίου στο Νόμο έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 5 στη Ρήτρα 8 της Οδηγίας.

  8.   Ο Νόμος και η οδηγία εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που δίδεται από το Δικαστήριο, σε περίπτωση παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη, πρέπει να είναι πλήρης και ταυτόχρονα ισότιμη και ισόνομη.

  9.   Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να δώσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

10. Με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, αποκτούν δικαιώματα που διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως καθορίζεται στο Νόμο.

11. Οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.

12. Εν προκειμένω, είτε ονομάσουμε την επίδικη σχέση εργοδότησης οργανική προσωρινή ή άλλως πως, σημασία έχει ότι η σχέση καθοριζόταν ως συμβατική και με κανένα τρόπο αυτό δεν αλλοιώνεται και δεν αποσπάται από το χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπου ανήκει.

13. Τα ίδια τα κατατεθέντα πρωτοδίκως τεκμήρια, κραυγαλέα συνηγορούσαν στην ιδιωτικής φύσεως επίδικη σχέση.

14. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών είχε δικαιοδοσία και η διαφορά δεν μπορούσε να κριθεί εντός του πλαισίου του Άρθρου 146 [*109]του Συντάγματος.

15. Αναφορικά με τον έτερο λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα αποφάσισε ότι το Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων τους στερείτο νομικής προσωπικότητος, κατ’ εξαίρεση του πεδίου εφαρμογής των περί Ταμείων Προνοίας Νόμου (Ν.44/81), οι αιτιάσεις για το λανθασμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αστήρικτες.

16. Με βάση τη σχετική δευτερογενή νομοθεσία, το εν λόγω Ταμείο εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου (Ν.44/81) και στερείται νομικής προσωπικότητας. Ως μη συγκροτημένο σώμα στερούμενο νομικής προσωπικότητας δεν ενάγει και ούτε ενάγεται. Το ίδιο ισχύει και για τη διαχειριστική επιτροπή του Ταμείου. Επομένως, σε κάθε περίπτωση που ήθελε προκύψει διαφορά μεταξύ μέλους και Ταμείου, αποκλειστικά υπεύθυνος για τις υποθέσεις του Ταμείου καθίσταται ο ίδιος ο Οργανισμός, καθότι αποτελεί το μόνο πρόσωπο με νομική υπόσταση υπό τον μανδύα του οποίου λειτουργεί το εν λόγω Ταμείο.

17. Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι η σχετική αξίωση  του εφεσίβλητου αιτητή ενέπιπτε στις αυτοτελείς αξιώσεις όπως αυτές προσδιορίζονται στο Άρθρο 12(1)(ε) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/67 ως έχει τροποποιηθεί με το Ν.79(Ι)/96).

18. Τα όσα αναφέρθησαν από τους εφεσείοντες δεν είχαν  βάθρο επαρκούς αιτιολόγησης ειδικά αν λαμβανόταν υπόψη η παραδοχή της  συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το εν λόγω Ταμείο δεν έχει εγγραφεί στην αρμόδια αρχή. Και αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορούσε να επιτύχει.

 

B. Υπό Ερωτοκρίτου Δ.:

 

1.  Δεν μπορούσε να υπάρξει συμφωνία με το πρώτο σκέλος της απόφασης, ότι θα έπρεπε το Εφετείο να εξετάσει θέμα δικαιοδοσίας.

2.  Οι εφεσείοντες είχαν εγείρει πρωτοδίκως στο δικόγραφο τους σχετική προδικαστική ένσταση την οποία απέσυραν στη συνέχεια.

3.  Από τη στιγμή που οι εφεσείοντες απέσυραν την προδικαστική ένσταση τους για το θέμα της δικαιοδοσίας, εμποδίζονταν από του να επαναφέρουν το θέμα στο στάδιο της έφεσης.

4.  Σύμφωνα με τη νομολογία, θέματα που αφορούν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου μπορούν να εξεταστούν σε κάθε στάδιο, ακόμη και αυτεπάγγελτα, αλλά αυτή η ευχέρεια που δίνεται στο Δικαστήριο, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις και ιδιαίτερα σ' εκείνες που διαπιστώνεται κατάφωρη κατάχρηση της διαδικασίας και σαφής επιδοκιμασία και ταυτό[*110]χρονα αποδοκιμασία.

5.  Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή για καλό λόγο θα μπορούσαν να αφεθούν οι δύο πιο πάνω αρχές να μπουν σε δεύτερη μοίρα και να επιτραπεί σε διάδικο να επανέλθει σε θέμα για το οποίο είχε ήδη κάνει την επιλογή του.

6.  Σε συμφωνία με την απόφαση της πλειοψηφίας, ως αποτέλεσμα της απόφασης των εφεσειόντων να αποσύρουν την προδικαστική τους ένσταση, αναλώθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος και κόπος και δημιουργήθηκαν έξοδα. Από τη στιγμή που επί των πιο πάνω δεν υπάρχει διαφωνία, θα οδηγούμασταν σε έλλειψη σεβασμού του δικαστικού χρόνου αν επιτρέπαμε σε διαδίκους, κατά το δοκούν και όποτε εξυπηρετούνται τα δικά τους συμφέροντα, να αποσύρουν επίδικο θέμα και μετά να το επαναφέρουν, έστω και αν αυτό σχετίζεται με το θέμα της δικαιοδοσίας.

7.  Ως προς την ουσία του δεύτερου λόγου έφεσης, δεν υπήρχε διαφωνία με την απόφαση της πλειοψηφίας και ως εκ τούτου η έφεση θα έπρεπε τελικά να απορριφθεί.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κούρου v. Κόνου (2014) 1 Α.Α.Δ. 2192, ECLI:CY:AD:2014:A764,

 

Αβραάμ v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49,

 

Βενιζέλος v. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 211, ECLI:CY:AD:2015:C360,

 

Παπαδόπουλος v. Oργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

 

Ναζίρης v. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Χατζητζιοβάννης, Πρόεδρος), (Αίτηση Αρ. 175/09), ημερομηνίας 8/11/2012.

 

Nικ. Χαραλαμπίδου (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Λ. Γεωργιάδου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

[*111]ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη ως προς την κατάληξη, με διαφορετικό όμως σκεπτικό. Η πρώτη που είναι η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ., και μ’ αυτή συμφωνεί ο Χριστοδούλου Δ.  Με τη δική μου ξεχωριστή απόφαση, διαφοροποιούμαι ως προς μια συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης, αλλά καταλήγω στο ίδιο αποτέλεσμα.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος-αιτητής, ηθοποιός στο επάγγελμα, προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών επιδιώκοντας διάφορες θεραπείες για συμπεριφορά των εφεσειόντων-εργοδοτών του να τον εξαναγκάσουν σε παραίτηση, όταν δεν αποδέχθηκαν αίτημα του να μη λάβει μέρος σε θεατρικές παραστάσεις του ΘΟΚ στη Βόρειο Ελλάδα από 15.9.08-21.9.08.

 

Οι εφεσείοντες είχαν εγείρει αρχικώς με το δικόγραφο τους γενικής φύσεως «προδικαστική ένσταση ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν κέκτηται δικαιοδοσίας», ένσταση που εν τέλει απέσυραν. Επί της ουσίας προβλήθηκαν εκ μέρους τους διαφορετικά γεγονότα ειδικά στο ότι οι εφεσείοντες δικαιολογημένα αρνήθηκαν το αίτημα απουσίας και αντικατάστασης του εφεσίβλητου.  Ορθά δε τον κάλεσαν να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.  Δεν υπήρξε εξαναγκασμός σε παραίτηση, αλλά παραίτηση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε σχετική μαρτυρία, στην πολυσέλιδη και εμπεριστατωμένη απόφαση του, έκρινε τα ακόλουθα:

 

(α) Δεν στοιχειοθετήθηκε η θέση του εφεσίβλητου ότι υπήρξε εκ μέρους του ΘΟΚ εξαναγκασμός σε παραίτηση. Ήταν παραίτηση με ελεύθερη επιλογή. Δεν μπορεί να λεχθεί, όπως επισημαίνεται πρωτοδίκως, ότι ο ΘΟΚ υπήρξε ένοχος συμπεριφοράς, η οποία συνιστούσε ουσιαστική παράβαση της συμφωνίας εργοδότησης που έπληξε καίρια τη μεταξύ τους εργασιακή σχέση.

 

Έχοντας, επομένως, ο εφεσίβλητος το βάρος απόδειξης με βάση το Άρθρο 7 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Ν.24/67) ως έχει τροποποιηθεί, δεν κατάφερε να αποδείξει οποιανδήποτε αντισυμβατική ή αντικανονική συμπεριφορά εκ μέρους του Οργανισμού ή διαγωγή ασυμβίβαστη με το παραδεκτό πλαίσιο σχέσεων εργοδότη-εργοδοτούμενου. Σε τελική ανάλυση αυτό που προκύπτει είναι ότι ο εφεσίβλητος για δικούς του λόγους, οικειοθελώς εγκατέλειψε την απασχόληση του.

 

(β) Θεώρησε ότι η σύμβαση εργοδότησης μετατράπηκε σε σύμ[*112]βαση αορίστου χρόνου. Συγκεκριμένα αποφάσισε ότι «ο αιτητής εργάστηκε στην υπηρεσία του Οργανισμού ως έκτακτος επί συμβάσει ηθοποιός για περίοδο τεσσάρων ημερών και ως προσωρινός ηθοποιός σε οργανική θέση για περίοδο 35 μηνών. Για να θεωρείται η σύμβαση ως σύμβαση αορίστου χρόνου απαιτείται εργοδότηση στον ίδιο εργοδότη για συνολική περίοδο τριάντα μηνών ή περισσότερο, ανεξαρτήτως σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Η ενδιάμεση διακοπή που μεσολαβεί από τη μια σύμβαση στην άλλη δεν καθίσταται καταλυτική για τον συνολικό υπολογισμό της περιόδου απασχόλησης. Η συνολική επομένως περίοδος απασχόλησης του Αιτητή για σκοπούς του παρόντος άρθρου υπερέβαινε τους 39 μήνες».

 

Δεν θεώρησε επίσης, κατ’ εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας (αρθ.7 του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμος του 2003 (Ν.98(1)/2003), ότι ο ΘΟΚ απέδειξε τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων που θα δικαιολογούσαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, την ορισμένη διάρκεια της σύμβασης απασχόλησης του εφεσίβλητου και τη μη μετατροπή της σε αορίστου χρόνου (βλ. και Οδηγία 1999/70ΕΚ).

 

(γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, στη βάση του ευρήματος για συνεχή εργοδότηση του εφεσίβλητου στον Οργανισμό σε περίοδο μακρότερη των 39 μηνών και σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(ι)(β) του περί Ταμείου Προνοίας Νόμου του ΘΟΚ, ότι  ο εφεσίβλητος δικαιούται το ποσό των €2,095.31.

 

(δ) έκρινε επίσης ότι δικαιούται αναλογίας 13ου μισθού, ήτοι το ποσό των €1,075.32.

 

Και συνακόλουθα εξέδωσε απόφαση για το συνολικό ποσό των δύο πιο πάνω ποσών, ήτοι το ποσό των €3,170.63 με νόμιμο τόκο από 14.5.09 και έξοδα.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης (ο 2ος και 4ος έχει αποσυρθεί).

 

Ο πρώτος λόγος συνίσταται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την επίδικη διαφορά. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την κατ’ ισχυρισμό του εφεσείοντα λανθασμένη νομική προσέγγιση ότι το Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων του εφεσείοντα στερείτο νομικής προσωπικότητας.

 

[*113]Πρώτιστα πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν επικροτούμε τέτοιες πρακτικές απόσυρσης αφενός προδικαστικής ένστασης για δικαιοδοσία και, αφετέρου, επαναφοράς του θέματος κατά την εφετειακή λειτουργία όταν είχε αναλωθεί χρόνος, κόπος και έξοδα, ενώ ένα τέτοιο θέμα θα πρέπει να ακούεται αμέσως και κατά προτεραιότητα.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες ενώ είχαν προδικαστική θέση για έλλειψη δικαιοδοσίας την απέσυραν και το θέμα επανήλθε ως ο πρώτος λόγος έφεσης. Ό,τι δηλαδή το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είχε δικαιοδοσία στην εκδίκαση της υπόθεσης και δικαιοδοσία θα είχε το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Παρά την αποδοκιμασία μας σε τέτοιες πρακτικές, θα πρέπει να πούμε ότι είναι ορθή η θέση της κας.Χαραλαμπίδου ότι το θέμα της δικαιοδοσίας εξετάζεται σε κάθε στάδιο και ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.

 

Στην Κούρου v. Κόνου (2014) 1 Α.Α.Δ. 2192, ECLI:CY:AD:2014:A764  σημειώνονται τα ακόλουθα:

 

«Όπως αποφασίστηκε στη Thermofast Limited (2005) 1 Α.Α.Δ. 567, το ζήτημα της δικαιοδοσίας είναι ζήτημα δημόσιας τάξης, εγείρεται και αυτεπαγγέλτως, αποτελεί δε υποχρέωση του Δικαστηρίου να ακυρώσει διάταγμα που εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία. Το ζήτημα δεν επαφίεται ούτε στη συναίνεση των διαδίκων, ούτε στη συμπεριφορά ή στην τυχόν καθυστέρηση που επιδεικνύεται. Όπως αποφασίστηκε στη Michaelidou v. Gregoriou (1968) 1 C.L.R. 88, οι διάδικοι δεν μπορούν να συναινέσουν να προσδώσουν δικαιοδοσία σε Δικαστήριο εκεί όπου δεν υπάρχει».

 

Στη βάση λοιπόν των πιο πάνω εξετάζουμε το θέμα της δικαιοδοσίας.

 

Έχουμε την εντύπωση ότι εν πολλοίς οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έχουν παρασυρθεί στη δίνη σχολαστικών ενασχολήσεων με λέξεις, φράσεις και έννοιες που ανάλογα με ποια πλευρά εκπροσωπούν, τις απομονώνουν από το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που ενδιαφέρει εν προκειμένω.

 

Η κα. Χαραλαμπίδου τόνισε ιδιαίτερα τις λέξεις «οργανική» θέση στην οποία διορίστηκε ο εφεσείων. Η κα. Γεωργιάδου από την άλλη τόνισε το «προσωρινό» του διορισμού που προκύπτει και [*114]από τον Καν. 5(3) των Κανονισμών ΚΔΠ 229/74, από τον οποίο Κανονισμό προκύπτει απλώς ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού «ιδρύει τοιαύτας θέσεις εν τη υπηρεσία του Οργανισμού οίας θεωρεί αναγκαίας» και ότι «αι θέσεις των μελών του καλλιτεχνικού …. προσωπικού είναι προσωριναί, ο δε αριθμός αυτών καθορίζεται εκάστοτε δια του προϋπολογισμού».

 

Είτε δοθεί έμφαση στη λέξη «οργανική» είτε στη λέξη «προσωρινός» για να χαρακτηριστεί ο διορισμός του εφεσείοντα, σημασία έχει ότι η εργοδότηση διαμορφώνεται από σχετική σύμβαση η οποία βέβαια έστω και αν χαρακτηριζόταν ορισμένου χρόνου το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας το Νόμο 98(Ι)/2003, έκρινε ότι είναι αορίστου χρόνου.

 

Κατ’ εφαρμογή της Αβραάμ v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49 έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός της ύπαρξης σύμβασης. Ανεξάρτητα αν για σκοπούς εφαρμογής της προστασίας που παρέχει ο Ν.198/03 χαρακτηρίζεται αορίστου ή καθορισμένου χρόνου. Και βεβαίως ανεξάρτητα από τη δυνατότητα που δίνει ο σχετικός Κανονισμός για διορισμούς σε θέσεις καλλιτεχνικού προσωπικού τους οποίους χαρακτηρίζει ως προσωρινές θέσεις. Είναι ακριβώς η σύμβαση που τελικά δίδει στην επίδικη σχέση τον προσωρινό της χαρακτήρα, τουλάχιστον στην αφετηρία της αλλά και την απομακρύνει από το χώρο του δημοσίου δικαίου. Άλλωστε η λέξη «οργανική» δεν σημαίνει κάτι άλλο από τη θέση που προβλέπεται από ένα καταστατικό ή εν προκειμένω από το ΘΟΚ. (βλ. Λεξικό Μπαμπινιώτης σελ.1268). Η δε λέξη «προσωρινή» παραπέμπει σ’ αυτό που διαρκεί ή ισχύει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (βλ. στο ίδιο Λεξικό σελ.1501).

 

Επίσης, μια σχέση δεν αποσπάται από το χώρο του ιδιωτικού Δικαίου απλώς επειδή ο ένας εκ των δύο συμβαλλομένων (ο ΘΟΚ εν προκειμένω) τυγχάνει να είναι Οργανισμός Δημοσίου Δικαίου.

 

Η φιλοσοφία της προσέγγισης στην Αβραάμ αφορά ακριβώς στο γιατί επιβάλλεται αυτή η διαφοροποίηση. Θεωρούμε δε ότι ο λόγος της ισχύει πλήρως και εν προκειμένω.

 

Μεταφέρουμε σχετικό απόσπασμα από το σκεπτικό της πλήρους Ολομέλειας για να καταδειχθεί η εφαρμογή της και στην κρινόμενη περίπτωση:

 

«Ως πρόλογο, και για το ιστορικό της υπόθεσης, να αναφέρουμε πως η μόνιμη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά [*115]με την πρόσληψη ατόμων στη Δημόσια Υπηρεσία με διαδικασίες έξω από την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα και τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο 1/90, στον οποίο υιοθετούνται οι συνταγματικές αρχές για ίση μεταχείριση των πολιτών και διαφάνεια στις διαδικασίες, εκφράστηκε ρητά και καθαρά στις υποθέσεις Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι v. Γιάλλουρου και Άλλης (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, Μενελάου και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 370 και Ηλία και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884. Στην υπόθεση μάλιστα Μενελάου, το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να συνοψίσει τις βασικές αρχές που διέπουν διορισμούς στο δημόσιο, όπως αυτές προκύπτουν από το Σύνταγμα και τους συνάδοντας προς αυτό Νόμους, ως εξής:

 

«α. Μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργεια προσλήψεων στη Δημόσια Υπηρεσία, σε μόνιμη ή προσωρινή θέση, είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

β. Καμιά θέση στη Δημόσια Υπηρεσία δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξη της.

 

γ. Η κατοχή των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό σε δημόσια θέση.»

 

Να προσθέσουμε μόνο πως η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως εκφράστηκε στις πιο πάνω αποφάσεις, συνάδει απόλυτα με τις γενικές αρχές δικαίου για ισοτιμία, ισονομία και την επιτακτική ανάγκη ύπαρξης διαφανών διαδικασιών, όπου λειτουργεί το δημόσιο απευθυνόμενο προς τους πολίτες, όπως έχουν υιοθετηθεί από το ΕΔΑΔ και ΔΕΚ. Να παραπέμψουμε ενδεικτικά στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση C-260/04, 13 Σεπτεμβρίου, 2007, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας και υποστηριζόμενης από το Βασίλειο της Δανίας, όπου ειπώθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η παντελής έλλειψη διαγωνισμού προς σύναψη συμβάσεων παραχωρήσεως για τη διαχείριση στοιχημάτων ιπποδρομιών δεν συνάδει προς τα Άρθρα 43 ΕΔ και 49 ΕΔ και, ειδικότερα, παραβιάζει τη γενική αρχή διαφάνειας και την υποχρέωση εξασφαλίσεως προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας. Πράγματι, η ανανέωση των 329 παλαιών συμβάσεων παραχωρήσεως χωρίς διαγωνισμό εμποδίζει το άνοιγμα των εν λόγω συμβάσεων παραχωρήσεως στον αντα[*116]γωνισμό και τον έλεγχο της διαφάνειας των διαδικασιών αναθέσεως του αντικειμένου των συμβάσεων.»

 

Ο Ν. 98(I)/2003, που όπως είπαμε πιο πάνω είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ορίζει στο Άρθρο 10 ως αρμόδιο δικαστήριο «προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου», το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Και βεβαίως ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου εμπίπτει στην έννοια «διαφοράς αστικής φύσεως». Ο καθορισμός του αρμόδιου δικαστηρίου στο Νόμο έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 5 στη Ρήτρα 8 της Οδηγίας, όπου αναφέρεται:

 

«Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο.»

 

Ο Νόμος και η οδηγία εφαρμόζονται σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που δίδεται από το δικαστήριο, σε περίπτωση παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη, πρέπει να είναι πλήρης και ταυτόχρονα ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να δώσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Επομένως, οι συμβασιούχοι αορίστου διαρκείας στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούν να την επικαλεστούν. Με το Νόμο και τη σχετική Οδηγία όλοι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, που μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, αποκτούν δικαιώματα που διασφαλίζονται ισότιμα και ισόνομα από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως καθορίζεται στο Νόμο.

 

Έχουμε τη γνώμη πως οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων – συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, Ν. 127(I)/06, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.

 

Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία στο [*117]θέμα. Η προσφυγή απορρίπτεται»

 

(Ο τονισμός είναι δικός μας)

 

Θα προσθέταμε ότι το σκεπτικό αυτό εναρμονίζεται εν πολλοίς με την ελληνική νομολογία και Διοικητικό Δίκαιο αφού ακριβώς παρατηρείται διαχωρισμός μεταξύ της έννομης σχέσης σύμβασης δημοσίου δικαίου και αυτής του ιδιωτικού δικαίου εφόσον η δημόσια διοίκηση δεν μετέχει σ’ αυτή με υπερέχουσα θέση  απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο αλλά έχει τα χαρακτηριστικά αστικής φύσεως σύμβασης. (βλ. Τάχου Διοικητικό Δίκαιο, 9η έκδοση, σελ.756 κ.επ.).

 

Στην Αβραάμ v. Δημοκρατίας ως άνω, κατά πρώτον αποφασίστηκε ότι ο τερματισμός υπηρεσίας εκτάκτων συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου ώστε να εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η έμφαση δέον να δοθεί στη λέξη «συμβασιούχους» μάλλον παρά στο «έκτακτους» διότι είναι η σύμβαση και ο τρόπος που συντελείται, που τους διαφοροποιεί από τους δημόσιους υπαλλήλους οι οποίοι διορίζονται μέσω άλλου αυστηρού θεσμικού πλαισίου και φυσικά δια του διορισμού τους ασκείται διοικητική λειτουργία.

 

Στη Βενιζέλος v. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 211, ECLI:CY:AD:2015:C360 ως άνω, περαιτέρω εκρίθη ότι ο τερματισμός εργοδότησης εκτάκτου υπαλλήλου εντάσσεται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου με την επισήμανση ότι δεν μπορεί να διαχωρίζεται μια ενιαία εργασιακή σχέση ανάλογα με το θέμα και να χαρακτηρίζεται ως δημοσίου δικαίου επειδή αφορά τον τερματισμό αυτής με πειθαρχική διαδικασία.

 

Ομοίως και εν προκειμένω, είτε ονομάσουμε την επίδικη σχέση εργοδότησης οργανική προσωρινή ή άλλως πως, σημασία έχει ότι η σχέση καθοριζόταν ως συμβατική και με κανένα τρόπο αυτό δεν αλλοιώνεται και δεν αποσπάται από το χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπου ανήκει. Οι αναφορές που έγιναν σε αποφάσεις μονομέλειας από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειόντων αφορούσαν κυρίως χρονική περίοδο πριν την έκδοση των Αβραάμ και Βενιζέλου και στις οποίες εν πάση περιπτώσει το θέμα δεν ετέθη προς δικαστική απόφανση.

 

Εξάλλου από τα ίδια τα κατατεθέντα πρωτοδίκως τεκμήρια (τα οποία αφορούν τις εκάστοτε προσφορές εργοδότησης του Οργανισμού προς τον εφεσίβλητο όπως τα τεκμ.3 ή τις ανανεώσεις διορισμού με σύμβαση ως τα τεκμ.4, 5 και 6, ή και επιβεβαίωση προφορικής συμφωνίας υπηρεσιών ως τα τεκμ.7(α) και (β) ή ακόμη και [*118]«προειδοποίηση τερματισμού διορισμού ηθοποιού με σύμβαση ως το τεκμ.7(δ)) κραυγαλέα συνηγορούν στην ιδιωτικής φύσεως επίδικη σχέση όπου απουσιάζουν τα θεσμικά κριτήρια διορισμού και εργοδότησης στο χώρο του δημοσίου δικαίου όπως επισημαίνεται στην Αβραάμ και Βενιζέλος.

 

Κρίνουμε, εν κατακλείδι, ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών είχε δικαιοδοσία και η διαφορά δεν μπορούσε να κριθεί εντός του πλαισίου του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει.

 

Ερχόμαστε να εξετάσουμε τον έτερο λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο ο εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα αποφάσισε ότι το Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων του εφεσείοντα στερείτο νομικής προσωπικότητος, κατ’ εξαίρεση του πεδίου εφαρμογής των περί Ταμείων Προνοίας Νόμου (Ν. 44/81).

 

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι αφ’ ης στιγμής το εν λόγω Ταμείο δεν διεπόταν από κανένα Νόμο, που ρητά ακύρωνε τη νομική του προσωπικότητα η οποία είχε ιδρυθεί με βάση το δικό του νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι στερείται νομικής προσωπικότητας για το λόγο και μόνο ότι το εν λόγω Ταμείο δεν διεπόταν από το Ν.44/81 αφού το Ταμείο ρητώς εξαιρείτο από τον εν λόγω Νόμο και δεν επηρεαζόταν η νομική του υπόσταση.

 

Θεωρούμε τις αιτιάσεις για το λανθασμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αστήρικτες.

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα εκ της εκκαλούμενης απόφασης με το οποίο απαντώνται οι πιο πάνω νομικές αμφισβητήσεις.

 

«Οι Κανονισμοί που διέπουν το θέμα του Ταμείου Προνοίας είναι οι περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (Ταμείο Προνοίας) Κανονισμοί του 1976 που εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του Άρθρου 18, (τώρα 19), του περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου  Νόμου 71/1970 (ως έχει τροποποιηθεί) και δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Αρ.1266 ημερομηνίας 2.4.1976, Παράρτημα ΙΙΙ(Ι), σελ.219, ΚΔΠ 47/76 (ως έχουν τροποποιηθεί).

 

Πρόκειται για δευτερογενή νομοθεσία, που εξαιρείται του πεδί[*119]ου εφαρμογής του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου (Ν.44/81).  Με βάση την εν λόγω νομοθεσία το εν λόγω Ταμείο στερείται νομικής προσωπικότητας. Ως μη συγκροτημένο σώμα στερούμενο νομικής προσωπικότητας δεν ενάγει και ούτε ενάγεται.  Το ίδιο ισχύει και για τη διαχειριστική επιτροπή του Ταμείου.  Επομένως, σε κάθε περίπτωση που ήθελε προκύψει διαφορά μεταξύ μέλους και Ταμείου, αποκλειστικά υπεύθυνος για τις υποθέσεις του Ταμείου καθίσταται ο ίδιος ο Οργανισμός, καθότι αποτελεί το μόνο πρόσωπο με νομική υπόσταση υπό τον μανδύα του οποίου λειτουργεί το εν λόγω Ταμείο (βλ. Κ. Κυριακίδης v. Δ.Ε. Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Κυπριακού Διυλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 1271).

 

Είναι η θέση του ΘΟΚ ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της συγκεκριμένης αξίωσης του αιτητή για το λόγο ότι το Ταμείο Προνοίας του ΘΟΚ ξεφεύγει του πεδίου εφαρμογής του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου (Ν.44/81) με βάση τον οποίο και μόνο έχει αρμοδιότητα το Δικαστήριο.

 

Είμεθα της γνώμης ότι η αξίωση αυτή του αιτητή εμπίπτει στις αυτοτελείς αξιώσεις όπως αυτές προσδιορίζονται στο Άρθρο 12(1)(ε) του περί Ετησίων Αδειών μετΆπολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/67 ως έχει τροποποιηθεί με το Ν.79(Ι)/96).»

 

Αυτά που ανέφερε η κα. Χαραλαμπίδου επιμένοντας ότι το Ταμείο έχει ξέχωρη νομική προσωπικότητα δεν έχει βάθρο επαρκούς αιτιολόγησης ειδικά αν λάβουμε υπόψη την παραδοχή της ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι το εν λόγω Ταμείο δεν έχει εγγραφεί στην αρμόδια αρχή. (βλ. παρα.12 του περιγράμματος). Και αυτός ο λόγος έφεσης αποτυγχάνει.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2,000 πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Έχω μελετήσει την απόφαση της αδελφής δικαστού Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, αλλά με κάθε σεβασμό και ανεξαρτήτως αποτελέσματος, δεν μπορώ να συμφωνήσω με το πρώτο σκέλος της απόφασης, ότι θα πρέπει το Εφετείο να εξετάσει θέμα δικαιοδοσίας.

 

Όπως αναφέρεται στην απόφαση της πλειοψηφίας, οι Εφεσείοντες είχαν εγείρει πρωτοδίκως στο δικόγραφο τους «Προδικαστική ένσταση ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν κέκτηται δικαιοδοσίας». Όμως στη συνέχεια της πρωτόδικης διαδικα[*120]σίας, την απέσυραν, με αποτέλεσμα η δίκη να προχωρήσει και το πρωτόδικο δικαστήριο να κληθεί να αποφασίσει την ουσία της διαφοράς, δηλαδή κατά πόσον υπήρξε εξαναγκασμός του Εφεσίβλητου σε παραίτηση. Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε σχετική μαρτυρία και έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η θέση του Εφεσίβλητου ότι υπήρξε εκ μέρους των Εφεσειόντων εξαναγκασμός σε παραίτηση.

 

Οι Εφεσείοντες κατ’ έφεση προώθησαν δύο λόγους έφεσης. Με τον πρώτο επανέρχονται στο θέμα της δικαιοδοσίας για να προβάλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την επίδικη διαφορά.

 

Από τη στιγμή που οι Εφεσείοντες απέσυραν την προδικαστική ένσταση τους για το θέμα της δικαιοδοσίας, κατά την κρίση μου εμποδίζονται από του να επαναφέρουν το θέμα στο στάδιο της έφεσης. Δεν διαφωνώ ότι σύμφωνα με τη νομολογία, θέματα που αφορούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου μπορούν να εξεταστούν σε κάθε στάδιο, ακόμη και αυτεπάγγελτα, αλλά αυτή η ευχέρεια που δίνεται στο δικαστήριο, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις και ιδιαίτερα σ’ εκείνες που διαπιστώνεται κατάφωρη κατάχρηση της διαδικασίας και σαφής επιδοκιμασία και ταυτόχρονα αποδοκιμασία (βλ. σχετικά Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, 612-613 και την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Ναζίρης v. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38). Θα έλεγα ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή για καλό λόγο θα μπορούσαν να αφεθούν οι δύο πιο πάνω αρχές να μπουν σε δεύτερη μοίρα και να επιτραπεί σε διάδικο να επανέλθει σε θέμα για το οποίο είχε ήδη κάνει την επιλογή του.

 

Συμφωνώ με την πλειοψηφία ότι ως αποτέλεσμα της απόφασης των Εφεσειόντων να αποσύρουν την προδικαστική τους ένσταση, αναλώθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος και κόπος και δημιουργήθηκαν έξοδα. Από τη στιγμή που επί των πιο πάνω δεν υπάρχει διαφωνία, θα οδηγούμασταν σε έλλειψη σεβασμού του δικαστικού χρόνου αν επιτρέπαμε σε διαδίκους, κατά το δοκούν και όποτε εξυπηρετούνται τα δικά τους συμφέροντα, να αποσύρουν επίδικο θέμα και μετά να το επαναφέρουν, έστω και αν αυτό σχετίζεται με το θέμα της δικαιοδοσίας. Όπως μας εξήγησε η κα Χαραλαμπίδου, ένας από τους λόγους που ώθησαν τους Εφεσείοντες να επαναφέρουν το θέμα, είναι γιατί αρκετές υποθέσεις που αφορούν τον ΘΟΚ σε σχέση με θέματα εργοδότησης υπαλλήλων του, εκδικάζονται από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ενώ άλλες, που [*121]αφορούν στα ίδια θέματα, εκδικάζονται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, χωρίς οι ίδιοι να έχουν διατυπώσει ένσταση.  Τώρα, όπως μας εξήγησε, θεωρούν ότι θα ήταν καλύτερα να κριθεί το θέμα της δικαιοδοσίας. Δεν συμφωνώ ότι θα πρέπει να τους επιτραπεί. Ήδη τους δόθηκε η ευκαιρία και αποφάσισαν ότι δεν ήταν η κατάλληλη περίπτωση να εγείρουν θέμα δικαιοδοσίας, γι’ αυτό και απέσυραν την σχετική προδικαστική ένσταση.

 

Ως προς την ουσία του δεύτερου λόγου έφεσης, δεν έχω λόγους να διαφωνήσω με την απόφαση της πλειοψηφίας και ως εκ τούτου συμφωνώ ότι η έφεση θα πρέπει τελικά να απορριφθεί, με τα έξοδα που καθορίζονται στην απόφαση της πλειοψηφίας.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο