Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Θεμιστοκλέους (2016) 1 ΑΑΔ 358

(2016) 1 ΑΑΔ 358

[*358]10 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 83.2 ΚΑΙ 113.2 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΣΚΟΠΟΥΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ/Ή ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ/Ή ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ/Ή ΔΙΩΞΗΣ ΚΑΙ/Ή ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΚΑΙ/Ή ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΞ ΑΥΤΩΝ, ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΛΕΜΕΣΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΟΡΙΟΥ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6(1), (2) Ή ΚΑΙ (3) ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΧΑΙΑΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΝΟΜΩΝ ΑΡ. 86/1972 ΕΩΣ (ΑΡ. 4) ΤΟΥ 2015, ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ ΟΔΗΓΙΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΕΝ ΣΤΟΛΗ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 58(2)(γ) Ή ΚΑΙ (ζ) ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΧΑΙΑΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΤΟΥ 1984 ΜΕΧΡΙ 2014 ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΣΗΜΑΤΟΣ ΤΡΟΧΑΙΑΣ ΔΗΛΑΔΗ ΑΣΠΡΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ 58(2)(δ) ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΧΑΙΑΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ 1984 ΜΕΧΡΙ 2014, ΚΑΘΟΤΙ ΤΟΥΤΟ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ.

 

(Αίτηση Αρ. 1/2016)

 

 

Σύνταγμα ― Βουλή των αντιπροσώπων ― Βουλευτική Ασυλία ― Ακαταδίωκτο ― Αίτηση για παροχή άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο για ποινική δίωξη βουλευτή ― Επιτρεπτική κατάληξη ― Απόφανση Ολομέλειας ότι η άρση της ασυλίας του Βουλευτή, εξυπηρετούσε στην προκειμένη, το δημόσιο συμφέρον και ότι το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα βασιζόταν σε γνήσιους και σοβαρούς λόγους ― Πλειάδα παρόμοιας φύσεως αδικημάτων και ενεργειών, έδειχναν μια σαφή τάση παραγνώρισης του Νόμου ― Η σύγχρονη τάση, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, είναι όπως το ακαταδίωκτο των Βουλευτών σε ποινικές υποθέσεις εφαρμόζεται με περιοριστικό τρόπο.

[*359]Σύνταγμα ― Βουλή των Αντιπροσώπων ― Βουλευτική Ασυλία ― Ακαταδίωκτο ― Αίτηση για παροχή άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο για ποινική δίωξη βουλευτή ― Άρθρο 83 Συντάγματος ― Εφαρμοστέες αρχές ― Κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη η φύση των αδικημάτων τα οποία καταλογίζονται στο Βουλευτή, η σοβαρότητα τους, οι συνθήκες υπό τις οποίες κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκαν καθώς και το κατά πόσον τα αδικήματα έχουν οποιαδήποτε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του ως Βουλευτή ή έχουν οποιονδήποτε πολιτικό κίνητρο.

 

Σύνταγμα ― Βουλή των Αντιπροσώπων ― Βουλευτική Ασυλία ― Ακαταδίωκτο ― Αίτηση για άρση ασυλίας βουλευτή ― Άρθρο 83 Συντάγματος ― Αιτήσεις, αυτής της φύσεως δεν εγκρίνονται αυτόματα έστω και αν δεν καταχωρηθεί ένσταση, όπως στην προκείμενη περίπτωση.

 

Σύνταγμα ― Βουλευτική Ασυλία ― Ιστορική αναδρομή ― Από πού έλκει την καταγωγή της.

 

Με την αίτηση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (ο Αιτητής) αιτήθηκε άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για σκοπούς ανάκρισης και/ή έρευνας και/ή σύλληψης και/ή δίωξης και/ή φυλάκισης και/ή οποιασδήποτε ενέργειας εξ αυτών, του Καθ’ ου η Αίτηση, Βουλευτή Λεμεσού.

 

Η αίτηση υποβλήθηκε αναφορικά με τη διερεύνηση και/ή διάπραξη των αδικημάτων της υπέρβασης ορίου ταχύτητας κατά παράβαση του Άρθρου 6 (1), (2) ή και (3) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων αρ. 86/1972 έως Αρ. 4/2015, της παρακοής οδηγιών Αστυνομικού εν στολή κατά παράβαση του Καν. 58(2) (γ) ή/και (ζ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 μέχρι 2014 και παραβίασης σήματος τροχαίας, δηλαδή λευκής συνεχούς γραμμής, κατά παράβαση του Καν. 58 (2) (δ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών 1984 μέχρι 2014, καθότι τούτο επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης και το δημόσιο συμφέρον.

 

Η αίτηση βασίστηκε στις διατάξεις των Άρθρων 83.2 και 113.2 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και στις συμφυείς εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση εκτέθηκαν σε συνημμένη ένορκη δήλωση του Διευθυντή του Τμήματος Τροχαίας Αρχηγείου, όπου μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι ύστερα από την υποβολή των σχετικών στοιχείων προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημο[*360]κρατίας, έκρινε ότι, λόγω των ακραίων περιστατικών που περιέβαλλαν κάποια από τα αδικήματα που κατ’ ισχυρισμόν διέπραξε ο Καθ’ ου η αίτηση, λόγω της μεγάλης συχνότητας διάπραξης παρόμοιας φύσεως αδικημάτων αλλά και λόγω της επιδειχθείσας συμπεριφοράς του, θα έπρεπε να προχωρήσει η ποινική διερεύνηση και/ή η ποινική δίωξη εναντίον του αναφορικά με συγκεκριμένα αδικήματα που αφορούσαν διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση των προαναφερόμενων νόμων και κανονισμών.

 

Όπως αναγραφόταν στην ένορκη δήλωση, επειδή ο Καθ’ ου η αίτηση είναι Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων από τον Μάρτιο του 2013, απαιτείτο η χορήγηση άδειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για σκοπούς ανάκρισης, έρευνας, έναρξης και/ή προώθησης ποινικής δίωξης εναντίον του.

 

Εκτός από τα προαναφερθέντα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα, στην ένορκη δήλωση, γινόταν αναφορά και σε άλλες 17 καταδίκες του Καθ’ ου η αίτηση για τροχαία αδικήματα οι οποίες αφορούσαν στην περίοδο 1993 μέχρι 2011. Επίσης αναφορά γινόταν και σε 21 εξώδικες καταγγελίες για τροχαία αδικήματα τα οποία αφορούσαν στην περίοδο από 2003 μέχρι 2015.

 

Όσον αφορούσε στα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα, για τα οποία υποβλήθηκε η επίδικη αίτηση, αναφορικά με εκείνο της 4.4.15 αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι όταν ο Καθ’ ου η αίτηση πληροφορήθηκε για το αδίκημα απάντησε στην Αστυνομικό που τον ανέκοψε «Τι να σου πώ εγώ, νομίζω δεν μπορείς να με γράψεις. Να το δώσεις του Γενικού Εισαγγελέα». Στη συνέχεια η γυναίκα Αστυνομικός που τον ανέκοψε εξέδωσε εξώδικο για το ποσό των €216.- με 3 βαθμούς ποινής, το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση δεν παρέλαβε και παρέλειψε να πληρώσει εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Αναφορικά με το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα της 10.7.14, για παράβαση σήματος τροχαίας, δηλαδή λευκής συνεχούς γραμμής, αναφερόταν ότι, αφού ο Καθ’ ου η αίτηση παρέλαβε εξώδικο πρόστιμο είπε στον Αστυνομικό που του επέστησε την προσοχή στο Νόμο, «Όϊ δεν θα βκάλεις εξώδικο, δεν είσαι εσού άνθρωπος να καταγγέλλεις Βουλευτές». Αναφορικά με το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα της 14.10.14, αναφερόταν ότι κατά την ανακοπή του Καθ’ ου η αίτηση αυτός φώναζε επικαλούμενος της ασυλία του, ενώ αναφορικά με το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα της 31.10.14, αναφερόταν ότι κατά την ανακοπή του ο Καθ’ ου η αίτηση ανάφερε, στον αστυνομικό που τον ανέκοψε, ότι αυτό που έχει να κάνει και το οποίο τον οδήγησε να υπερβεί το όριο ταχύτητας ήταν πιο σημαντικό από την ασφάλεια του. Προτού προλάβει ο Αστυνομικός που ανέκοψε το όχημα του να του επιστήσει την προσοχή στο Νόμο, ο Καθ’ ου η αίτηση, [*361]παράνομα και χωρίς την άδεια του Αστυνομικού εκκίνησε το όχημα του, χωρίς να πει οτιδήποτε, και κατευθύνθηκε προς τη Λευκωσία.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν καταχώρησε ένσταση και μέσω του  συνηγόρου του δήλωσε πως δεν θα χρησιμοποιούσε την βουλευτική του ασυλία και δεν θα ενίστατο στην αίτηση, επιφύλαξε όμως όλα του τα δικαιώματα να προβάλει την υπεράσπιση του στα αδικήματα που του αποδίδονταν, τα οποία όπως δήλωσε δεν παραδεχόταν.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Νικολάτου Π,  συμφωνούντων και των  Ερωτοκρίτου Δ., Ναθαναήλ Δ., Παμπαλλή Δ., Παναγή Δ., Παρπαρίνου Δ., Μιχαηλίδου Δ., Χριστοδούλου Δ., Λιάτσου Δ., Σταματίου Δ. Γιασεμή Δ., Οικονόμου Δ., Ψαρά-Μιλτιάδου Δ.:

 

  1.   Το ζήτημα διέπεται από το Άρθρο 83 του Συντάγματος. Σ’ αυτό διαλαμβάνεται μεταξύ άλλων, ότι οι Βουλευτές δεν υπόκεινται εις ποινική δίωξη και δεν ευθύνονται αστικώς ένεκα οποιασδήποτε εκφρασθείσας γνώμης ή ψήφου την οποίαν έδωσαν, στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

  2.   Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομολογία, κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 83 του Συντάγματος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν, μεταξύ άλλων, τη φύση των αδικημάτων τα οποία καταλογίζονται στο Βουλευτή, τη σοβαρότητα τους, τις συνθήκες υπό τις οποίες κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκαν καθώς και το κατά πόσον τα αδικήματα έχουν οποιαδήποτε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του ως Βουλευτή ή έχουν οποιονδήποτε πολιτικό κίνητρο.

  3.   Στην προκείμενη περίπτωση τα αδικήματα που κατ’ ισχυρισμό διέπραξε ο Καθ’ ου η αίτηση, ουδεμία σχέση είχαν με την εκτέλεση των καθηκόντων του και δεν υπήρχε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ή υπόνοια για πολιτικό κίνητρο στην παρούσα αίτηση και υπόθεση γενικότερα.

  4.   Αιτήσεις, αυτής της φύσεως δεν εγκρίνονται αυτόματα έστω και αν δεν καταχωρηθεί ένσταση, όπως στην προκείμενη περίπτωση.

  5.   Εκείνο που καλείτο το Δικαστήριο να κρίνει, όπως τονίστηκε  και στην αντίστοιχη Αίτηση αρ. 1/14 ημερομηνίας ημερομηνίας 9.2.2015 ήταν το κατά πόσο στη βάση του ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθέντος υλικού, η αίτηση φαινόταν, εκ πρώτης όψεως, να ερείδηται επί του Νόμου και των γεγονότων, υπό την έννοια του ότι δεν είναι αυθαίρετη.

  6.   Δεν χρειάζεται όμως να αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ούτε και εναπόκειτο στο Δικαστήριο αυτό, στο παρόν στάδιο, να εξέ[*362]ταζε την επάρκεια και την ποιότητα του μαρτυρικού υλικού. Εξυπακούεται βέβαια ότι ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας και στην παρούσα υπόθεση, όπως και σε κάθε άλλη.

  7.   Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση δεν φαινόταν αυθαίρετη αλλά στηριζόταν στο σχετικό Νόμο και τους Κανονισμούς και υποστηρίζεται από τα κατ’ ισχυρισμόν, γεγονότα.

  8.   Το καίριο ζήτημα, που ήταν καθοριστικό για την έκβαση της αίτησης, ήταν το κατά πόσον με την έγκρισή της εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον.

  9.   Το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται, γενικά, αν άτομα εμπλεκόμενα σε ποινικά αδικήματα κατηγορούνται ενώπιον των δικαστηρίων, το συντομότερο δυνατό.

10. Οι αρχές του Κράτους Δικαίου επιβάλλουν ισονομία και ισοπολιτεία, δηλαδή ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου και ουδείς είναι υπεράνω του Νόμου, περιλαμβανομένων βεβαίως και των Βουλευτών.

11. Ιστορικά, η ιδέα της βουλευτικής ασυλίας, της μη δίωξης δηλαδή ενός Βουλευτή κατά τη διάρκεια της θητείας του, καθιερώθηκε για την προστασία του θεσμού του Κοινοβουλίου από αθέμιτη πίεση από την Εκτελεστική Εξουσία, περιλαμβανομένης και πιέσεως από τις Διωκτικές Αρχές, ως προέκταση της Εκτελεστικής Εξουσίας.

12. Η σύγχρονη τάση, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, είναι όπως το ακαταδίωκτο των Βουλευτών σε ποινικές υποθέσεις εφαρμόζεται με περιοριστικό τρόπο.

13. Η σύγχρονη νομική κουλτούρα υπαγορεύει όπως η ασυλία των Βουλευτών αίρεται, σε ποινικές υποθέσεις που δεν σχετίζονται με την εκτέλεση των βουλευτικών τους καθηκόντων, εκτός εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, οι οποίοι επιβάλλουν τη μη άρση της ασυλίας. Βασικά θεωρείται ότι το ακαταδίωκτο των Βουλευτών θα πρέπει να αίρεται σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες δεν υπάρχει λόγος υποψίας ότι οι εναντίον τους κατηγορίες υποκρύπτουν πολιτικά ή άλλα αλλότρια κίνητρα.

14. Η ασυλία δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως ασπίδα του Βουλευτή έναντι του Κοινού Ποινικού Δικαίου, όσον αφορά στις προσωπικές ή επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

15. Αυτή η γενική θέση θα πρέπει να μην ακολουθείται μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει κάποιο πραγματικό, σοβαρό και εμφανές κομματικό-πολιτικό στοιχείο στην απόφαση για δίωξη του, το οποίο σκοπεύει στο να τον παρεμποδίσει να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντα του ως Βουλευτής, κατά τη διάρκεια της θητείας του.

16. Στην υπόθεση A. v. UK, 2002 ECHR, 811 το ΕΔΔΑ έθεσε το ζήτημα της άρσης της βουλευτικής ασυλίας στη βάση της αρχής της αναλογικότητας.

17. Σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια και τις κατευθυντήριες γραμ[*363]μές για άρση του ακαταδίωκτου των Βουλευτών, είναι επιτρεπτό να αίρεται (το ακαταδίωκτο) και σε περιπτώσεις μικροαδικημάτων ή ακόμα και διοικητικής φύσεως αδικημάτων.

18. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε μια πλειάδα παρόμοιας φύσεως αδικημάτων και ενεργειών, που έδειχναν μια σαφή τάση παραγνώρισης του Νόμου, σύμφωνα με τον Αιτητή.

19. Εφόσον το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα βασιζόταν σε γνήσιους και σοβαρούς λόγους και εφόσον, ήταν παραδεκτό ότι, δεν υπήρχε λόγος υποψίας για οποιοδήποτε πολιτικό-κομματικό ή άλλο κριτήριο άσχετο με την απονομή της δικαιοσύνης, δημιουργείτο ισχυρό τεκμήριο υπέρ της άρσης του ακαταδίωκτου του Βουλευτή κατά τη διάρκεια της θητείας του.

20. Η θέση του Καθ’ ου η αίτηση, όπως προβλήθηκε από το δικηγόρο του, ότι η βουλευτική του θητεία έληγε σύντομα και τα κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα δεν ήταν σοβαρά και διαπράχθηκαν πριν από ένα σχεδόν χρόνο και ενωρίτερα, δεν μπορούσε να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, εφόσον ο Καθ’ ου η αίτηση δεν καταχώρισε ένσταση.

21. Η αποδιδόμενη στον Καθ’ ου η αίτηση συμπεριφορά, δια λόγων και έργων, δεν άφηνε περιθώρια για διαφορετική αντιμετώπιση.

22. Η μη άμεση προσαγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου ενός, κατ’ ισχυρισμόν, κατ’ επανάληψη παραβάτη ποινικής νομοθεσίας θα έπληττε την αρχή της ισονομίας και του Κράτους Δικαίου.

23. Υπό αυτή την έννοια και τις περιστάσεις  η άρση της ασυλίας του Καθ’ ου η Αίτηση Βουλευτή, εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον.

 

Β. Υπό Ναθαναήλ Δ., ως πρόσθετο σκεπτικό:

 

1.  Σε συμφωνία με το σκεπτικό και την κατάληξη της απόφασης που δόθηκε από τον Πρόεδρο:

2.  Σκοπός της βουλευτικής ασυλίας είναι η προστασία της εκφράσεως λόγου από τους εκλελεγμένους αντιπροσώπους του λαού, ώστε να εκτελείται το κοινοβουλευτικό καθήκον, χωρίς εξωτερικές πιέσεις και αναμείξεις, κυρίως, από την Εκτελεστική Εξουσία.

3.  Ως έκφραση και επέκταση της λαϊκής κυριαρχίας, η βουλευτική ασυλία θεωρείται ως εκ των ουκ άνευ της δημοκρατικής λειτουργίας μιας χώρας. Θεωρείται, ακόμη και αναγκαίο στοιχείο της διάκρισης των εξουσιών. Αναγνωρίζεται, συναφώς, ότι η ασυλία λαμβάνει δύο μορφές: την ελεύθερη έκφραση λόγου εντός Κοινοβουλίου («non-accountability»), που παρέχει, στην ουσία, απόλυτο προνόμιο στον τρόπο που ο βουλευτής εκφράζεται κατά τη διεξαγωγή των κοινοβουλευτικών του καθηκόντων και τον τρόπο που ελευθέρως επιλέγει να ψηφίσει, και το απαραβίαστο («inviolability»), που, ανάλογα με το κοινοβουλευτικό σύστημα και την οικεία νομοθεσία, συνταγματική ή άλλη, θωρακίζει το βουλευτή από [*364]έρευνα, δίωξη, σύλληψη ή/και φυλάκιση για λόγια ή έργα που εκφεύγουν του πεδίου της ελεύθερης έκφρασης εντός Κοινοβουλίου.

  4.   Το Άρθρο 83.2, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ασύνδετο με το Άρθρο 83.1. Παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι δεν προνοεί για αστική ευθύνη του βουλευτή, αλλά μόνο για την ποινική μεταχείρισή του. Κατά δεύτερο λόγο, εξαιρεί τις περιπτώσεις εκείνες όπου ο βουλευτής συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω για αδικήματα που επισύρουν ποινή θανάτου (η οποία έχει, βεβαίως, καταργηθεί), ή φυλάκιση πέντε ετών και άνω.

  5.   Το Άρθρο 83.2 ερμηνεύεται, κυρίως, με αναφορά στις εξωκοινοβουλευτικές δραστηριότητες. Δεν υπάρχει, όμως, νομικό ή λογικό κώλυμα, ούτε και κάποιος κανόνας ερμηνείας απαγορεύει να ερμηνευθεί ως καλύπτον και πράξεις του βουλευτή εντός του ιδίου του Κοινοβουλίου.

  6.   Τέτοιες πράξεις, εάν διενεργούνταν ακόμη και εντός Κοινοβουλίου, σίγουρα δεν θα καλύπτονταν από τις δραστηριότητες ενός βουλευτή που χρήζουν της προστασίας της ελευθερίας του λόγου ή του τρόπου ενάσκησης της ψηφοφορίας. Δεν θα απαιτείτο, κατά συνέπεια, άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

  7.   Για πράξεις που είναι αξιόποινες, αλλά δεν επισύρουν ποινή πενταετούς και άνω φυλάκισης, οι οποίες εκτελούνται εντός κοινοβουλίου, είναι πιθανό να χρειάζεται η άδεια, εφόσον το άτομο εξακολουθεί να είναι βουλευτής, εάν για οποιονδήποτε λόγο θα μπορούσαν να συνδεθούν με ή να είναι απότοκο του κοινοβουλευτικού έργου, αν και νοητά είναι δύσκολο μέχρι αδύνατο να επιχειρηθεί νομίμως τέτοια διασύνδεση.

  8.   Κατά μείζονα λόγο, οι πράξεις του βουλευτή έξω από το Κοινοβούλιο, που καμιά σχέση δεν έχουν με την ελευθερία λόγου ή τον τρόπο άσκησης ψήφου, ενδεχομένως να μην χρειάζονται άδεια, διαφορετικά παραβιάζεται η προεξάρχουσα αρχή που ενσωματώνεται στο Άρθρο 83.1, και ο σκοπός του.

  9.   Με την πιο πάνω ερμηνεία, η κατοχύρωση της ελευθερίας λόγου και ψήφου, κατά το Άρθρο 83.1, αποκτά λογική συνέπεια και συνέχεια με τις υπόλοιπες πρόνοιες του Άρθρου, σ’ αυτό που ο συνταγματικός νομοθέτης πρωτίστως ήθελε να καλύψει ώστε και στην υπό κρίση περίπτωση να μην ήταν επάναγκες να ζητείτο καν άδεια για άρση της ασυλίας, απασχολώντας σχετικά το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας.

10. Δεν ήταν ποτέ πρόθεση βουλευτής να έχει ασυλία που μετατρέπεται σε ασυδοσία για οτιδήποτε άσχετο με το κοινοβουλευτικό του έργο. Ο φόβος ανεπίτρεπτης πίεσης ή δίωξης βουλευτή, ώστε να επηρεάζεται στο έργο του, που είναι ο λόγος επέκτασης της προστασίας σε εξωκοινοβουλευτικές δραστηριότητες, δεν υφίσταται όταν ο ίδιος ο βουλευτής απεκδύεται με τις πράξεις του της προ[*365]στασίας αυτής.

 

Η αίτηση επιτράπηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

In re Georghiou (1983) 2 C.L.R. 1,

 

A. v. UK, 2002 ECHR, 811,

 

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2001) 3 Α.Α.Δ. 519,

 

Γενικός Εισαγγελέας v. Σαρίκας (2015) 1 Α.Α.Δ. 233,

 

A. v. United Kingdom, ECHR 17, December 2002, App. No. 35373/97,

 

Cordova v. Italy (No. 1) ECHR 30, January 2003, App. No. 40877/98,

 

Tsalkitzis v. Greece, ECHR 16, November 2006, App. No. 11801/04,

 

Syngelidis v. Greece, ECHR 11, February 2011, App. No. 24895/07.

 

Αίτηση.

 

Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Ε. Κλεόπα (κα.), Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, για τον Αιτητή.

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης με Γ. Διογένους, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη. Ο Δικαστής Ναθαναήλ συμφωνεί με την απόφαση αλλά θα δώσει και πρόσθετο σκεπτικό.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (ο Αιτητής) ζητά άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για σκοπούς ανάκρισης και/ή έρευνας και/ή σύλληψης και/ή δίωξης και/ή φυλάκισης και/ή οποιασδήποτε ενέργειας εξ αυτών, του Βουλευτή Λεμεσού κ. Ανδρέα Θεμιστοκλέους (Καθ’ ου η αίτηση).  Η αίτηση υποβάλλεται αναφορικά με τη διερεύνηση και/ή διάπραξη των αδικημάτων της υπέρβα[*366]σης ορίου ταχύτητας κατά παράβαση του Άρθρου 6 (1), (2) ή και (3) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων αρ. 86/1972 έως Αρ. 4/2015, της παρακοής οδηγιών Αστυνομικού εν στολή κατά παράβαση του Καν. 58(2) (γ) ή/και (ζ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 μέχρι 2014 και παραβίασης σήματος τροχαίας, δηλαδή λευκής συνεχούς γραμμής, κατά παράβαση του Καν. 58 (2) (δ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών 1984 μέχρι 2014, καθότι τούτο επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης και το δημόσιο συμφέρον.

 

Η αίτηση βασίζεται στις διατάξεις των Άρθρων 83.2 και 113.2 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και στις συμφυείς εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται σε συνημμένη ένορκη δήλωση του κ. Γιαννάκη Χαραλάμπους, ημερ. 7.1.16.

 

Στην ένορκη δήλωση του κ. Χαραλάμπους, Αστυνομικού Διευθυντή του Τμήματος Τροχαίας Αρχηγείου, αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι μετά την υποβολή των σχετικών στοιχείων προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αυτός έκρινε ότι, λόγω των ακραίων περιστατικών που περιβάλλουν κάποια από τα αδικήματα που κατ’ ισχυρισμόν διέπραξε ο Καθ’ ου η αίτηση, λόγω της μεγάλης συχνότητας διάπραξης παρόμοιας φύσεως αδικημάτων αλλά και λόγω της επιδειχθείσας συμπεριφοράς του, θα πρέπει να προχωρήσει η ποινική διερεύνηση και/ή η ποινική δίωξη εναντίον του αναφορικά με τα ακόλουθα αδικήματα:

 

(α) Καταγγελία ημερ. 4.4.15 για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας (172 χαω αντί 100 χαω).

 

(β) Καταγγελία ημερ. 12.2.15 για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας (170 χαω αντί 100 χαω).

 

(γ) Καταγγελία ημερ. 31.10.14 για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας (190 χαω αντί 100 χαω).

 

(δ) Καταγγελία ημερ. 14.10.14 για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας (141 χαω αντί 100 χαω).

 

(ε) Καταγγελία ημερ. 29.7.14 για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας (91 χαω αντί 50 χαω), και

[*367](στ) Καταγγελία ημερ. 10.7.14 για παράβαση σήματος τροχαίας, δηλαδή λευκής συνεχούς γραμμής.

 

Όπως αναγράφεται στην ένορκη δήλωση του κ. Χαραλάμπους, επειδή ο Καθ’ ου η αίτηση είναι Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων από τον Μάρτιο του 2013, απαιτείται η χορήγηση άδειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για σκοπούς ανάκρισης, έρευνας, έναρξης και/ή προώθησης ποινικής δίωξης εναντίον του.

 

Εκτός από τα προαναφερθέντα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα, στην ένορκη δήλωση του κ. Χαραλάμπους, γίνεται αναφορά και σε άλλες 17 καταδίκες του Καθ’ ου η αίτηση για τροχαία αδικήματα οι οποίες αφορούν στην περίοδο 1993 μέχρι 2011. Επίσης γίνεται αναφορά σε 21 εξώδικες καταγγελίες για τροχαία αδικήματα τα οποία αφορούν στην περίοδο από 2003 μέχρι 2015. Δεν θα λάβομε υπόψιν οποιανδήποτε αναφορά σε κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα στα οποία ο καθ’ ου η αίτηση αποκαταστάθηκε σύμφωνα με τον περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμο του 1981 (Ν 70/1981), όπως τροποποιήθηκε.

 

Όσον αφορά τα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα, για τα οποία υποβάλλεται η υπό εξέταση αίτηση, αναφορικά με εκείνο της 4.4.15 αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι όταν ο Καθ’ ου η αίτηση πληροφορήθηκε για το αδίκημα απάντησε στην Αστυνομικό που τον ανέκοψε «Τι να σου πώ εγώ, νομίζω δεν μπορείς να με γράψεις. Να το δώσεις του Γενικού Εισαγγελέα». Στη συνέχεια η γυναίκα Αστυνομικός που τον ανέκοψε εξέδωσε εξώδικο για το ποσό των €216.- με 3 βαθμούς ποινής, το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση δεν παρέλαβε και παρέλειψε να πληρώσει εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Αναφορικά με το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα της 10.7.14, για παράβαση σήματος τροχαίας, δηλαδή λευκής συνεχούς γραμμής, αναγράφεται ότι, αφού ο Καθ’ ου η αίτηση παρέλαβε εξώδικο πρόστιμο είπε στον Αστυνομικό που του επέστησε την προσοχή στο Νόμο, «Όϊ δεν θα βκάλεις εξώδικο, δεν είσαι εσού άνθρωπος να καταγγέλλεις Βουλευτές». Αναφορικά με το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα της 14.10.14, αναγράφεται ότι κατά την ανακοπή του Καθ’ ου η αίτηση αυτός φώναζε επικαλούμενος της ασυλία του, ενώ αναφορικά με το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα της 31.10.14, αναγράφεται ότι κατά την ανακοπή του ο Καθ’ ου η αίτηση ανάφερε, στον αστυνομικό που τον ανέκοψε, ότι αυτό που έχει να κάνει και το οποίο τον οδήγησε να υπερβεί το όριο ταχύτητας ήταν πιο σημαντικό από την ασφάλεια του.  Προτού προλάβει ο Αστυνομικός που ανέκοψε το όχημα του να του επιστήσει την προσοχή στο Νόμο, ο Καθ’ ου η αίτηση, παράνομα και χωρίς την άδεια του Αστυνομικού εκκίνησε το όχημα του, χω[*368]ρίς να πεί οτιδήποτε, και κατευθύνθηκε προς τη Λευκωσία.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν καταχώρησε ένσταση και μέσω του ευπαιδεύτου συνηγόρου του δήλωσε πως δεν θα χρησιμοποιήσει την βουλευτική του ασυλία και δεν θα ενστεί στην αίτηση, επιφυλάσσει όμως όλα του τα δικαιώματα να προβάλει την υπεράσπιση του στα αδικήματα που του αποδίδονται, τα οποία δεν παραδέχεται.  Αφήνει το όλον ζήτημα της άρσης της ασυλίας του στο Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο έχει απόλυτη εμπιστοσύνη, όπως και στην Κυπριακή Δικαιοσύνη γενικά.

 

Στην αγόρευση του, όμως, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση ήγειρε ζήτημα συσχετισμού του χρόνου που διέρρευσε από την ημερομηνία διάπραξης των κατ’ ισχυρισμόν αδικημάτων, με το χρόνο που παρέμεινε μέχρι τη λήξη της βουλευτικής του θητείας το Μάιο του 2016 και διερωτήθηκε αν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον με την αίτηση αυτή. Με διευκρινιστική, όμως, δήλωσή του, ο κ. Τριανταφυλλίδης ζήτησε όπως, οτιδήποτε από την αγόρευση θεωρηθεί ότι αποτελεί ένσταση, μη ληφθεί υπόψιν.

 

Το ζήτημα που εγείρεται στην παρούσα αίτηση διέπεται από το Άρθρο 83 του Συντάγματος. Σ’ αυτό αναγράφεται ότι οι Βουλευτές δεν υπόκεινται εις ποινική δίωξη και δεν ευθύνονται αστικώς ένεκα οποιασδήποτε εκφρασθείσας γνώμης ή ψήφου την οποίαν έδωσαν, στη Βουλή των Αντιπροσώπων (Άρθρο 83.1). Στο Άρθρο 83.2 αναγράφεται ότι Βουλευτής δεν δύναται να διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακισθεί εφόσον εξακολουθεί να είναι Βουλευτής, άνευ αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τέτοια άδεια δεν απαιτείται για αδίκημα που επισύρει ποινήν θανάτου ή φυλακίσεως 5 ετών και άνω εφόσον ο αδικοπραγείσας κατελήφθη επ’ αυτοφώρω.

 

Ζήτημα άρσης ασυλίας Βουλευτή τέθηκε και πρόσφατα στην Γενικός Εισαγγελέας v. Σαρίκας (2015) 1 Α.Α.Δ. 233, (αναφορικά με την άρση της ασυλίας του Βουλευτή κ. Σαρίκα). Στην υπόθεση εκείνη έγινε ευρεία αναφορά στην προηγούμενη απόφαση άρσης ασυλίας Βουλευτή στην υπόθεση In re Georghiou (1983) 2 C.L.R. 1.

 

Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομολογία, κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 83 του Συντάγματος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν, μεταξύ άλλων, τη φύση των αδικημάτων τα οποία καταλογίζονται στο Βουλευτή, τη σοβαρότητα τους, τις συνθήκες υπό τις οποίες [*369]κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκαν καθώς και το κατά πόσον τα αδικήματα έχουν οποιαδήποτε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του ως Βουλευτή ή έχουν οποιονδήποτε πολιτικό κίνητρο.

 

Στην προκείμενη περίπτωση τα αδικήματα που κατ’ ισχυρισμό διέπραξε ο Καθ’ ου η αίτηση ουδεμία σχέση έχουν με την εκτέλεση των καθηκόντων του και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός ή υπόνοια για πολιτικό κίνητρο στην παρούσα αίτηση και υπόθεση γενικότερα. Αντιθέτως ο ευπαίδευτος συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση δήλωσε με κατηγορηματικό τρόπο ενώπιον μας ότι δεν αποδίδει οποιονδήποτε πολιτικό ή άλλο κίνητρο στον Αιτητή αναφορικά με την καταχώριση της παρούσας αίτησης.

 

Αιτήσεις, όμως, αυτής της φύσεως δεν εγκρίνονται αυτόματα έστω και αν δεν καταχωρηθεί ένσταση, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Εκείνο που καλείται το δικαστήριο να κρίνει, όπως τονίσαμε και στην Αίτηση αρ. 1/14, ανωτέρω, είναι το κατά πόσο στη βάση του ενώπιον μας τεθέντος υλικού η αίτηση φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να ερείδηται επί του Νόμου και των γεγονότων, υπό την έννοια του ότι δεν είναι αυθαίρετη. Δεν χρειάζεται όμως να αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ούτε και εναπόκειται στο δικαστήριο αυτό, στο παρόν στάδιο, να εξετάσει την επάρκεια και την ποιότητα του μαρτυρικού υλικού. Εξυπακούεται βέβαια ότι ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας και στην παρούσα υπόθεση, όπως και σε κάθε άλλη.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση δεν φαίνεται αυθαίρετη αλλά βασίζεται στο σχετικό Νόμο και τους Κανονισμούς και υποστηρίζεται από τα, κατ’ ισχυρισμόν, γεγονότα.

 

Το καίριο ζήτημα, που είναι καθοριστικό για την έκβαση της αίτησης, είναι το κατά πόσον με την έγκρισή της εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον. Το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται, γενικά, αν άτομα εμπλεκόμενα σε ποινικά αδικήματα κατηγορούνται ενώπιον των δικαστηρίων, το συντομότερο δυνατό. Οι αρχές του Κράτους Δικαίου επιβάλλουν ισονομία και ισοπολιτεία, δηλαδή ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου και ουδείς είναι υπεράνω του Νόμου, περιλαμβανομένων βεβαίως και των Βουλευτών.

 

Ιστορικά, η ιδέα της βουλευτικής ασυλίας, της μη δίωξης δηλαδή ενός Βουλευτή κατά τη διάρκεια της θητείας του, καθιερώθηκε για την προστασία του θεσμού του Κοινοβουλίου από αθέμιτη πίεση από την Εκτελεστική Εξουσία, περιλαμβανομένης και πιέσεως από τις Διωκτικές Αρχές, ως προέκταση της Εκτελεστι[*370]κής Εξουσίας. Θεωρήθηκε, δηλαδή, πως οι Βουλευτές, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, θα πρέπει να προστατεύονται από ατεκμηρίωτες ποινικές διώξεις εναντίον τους οι οποίες θα είχαν ως αποτέλεσμα την διαπόμπευση τους, τον εκφοβισμό τους, τη σπατάλη του πολύτιμου χρόνου τους και γενικά την παρεμπόδιση της εκτέλεσης των βουλευτικών τους καθηκόντων. Αυτά βέβαια πέραν της κατοχύρωσης της ελευθερίας της έκφρασης αλλά και των ενεργειών τους μέσα στο Κοινοβούλιο.

 

Παρατηρούμε ότι για την έκφραση γνώμης και την ψήφο τους στη Βουλή, κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων, έχουν το ακαταλόγιστο, υπό την έννοια του ότι δεν υπόκεινται σε ποινική δίωξη και δεν ευθύνονται αστικώς. Για τις υπόλοιπες, κατ’ ισχυρισμόν κολάσιμες πράξεις τους, έχουν το ακαταδίωκτο, δηλαδή δεν μπορούν να διωχθούν εφόσον εξακολουθούν να είναι βουλευτές, χωρίς την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την εξαίρεση των αδικημάτων που επισύρουν ποινή θανάτου, ή επισύρουν ποινή φυλακίσεως πέντε ετών και άνω, εφόσον καταληφθούν επ’ αυτοφώρω.

 

Η σύγχρονη τάση, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, είναι όπως το ακαταδίωκτο των Βουλευτών σε ποινικές υποθέσεις εφαρμόζεται με περιοριστικό τρόπο. Η σύγχρονη νομική κουλτούρα υπαγορεύει όπως η ασυλία των Βουλευτών αίρεται, σε ποινικές υποθέσεις που δεν σχετίζονται με την εκτέλεση των βουλευτικών τους καθηκόντων, εκτός εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, οι οποίοι επιβάλλουν τη μή άρση της ασυλίας. Βασικά θεωρείται ότι το ακαταδίωκτο των Βουλευτών θα πρέπει να αίρεται σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες δεν υπάρχει λόγος υποψίας ότι οι εναντίον τους κατηγορίες υποκρύπτουν πολιτικά ή άλλα αλλότρια κίνητρα. Το ακαταδίωκτο των Βουλευτών θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις υποθέσεις στις οποίες υπάρχει λόγος υποψίας ύπαρξης πολιτικού-κομματικού στοιχείου στην απόφαση δίωξης του Βουλευτή (Δέστε: European Commission for Democracy through Law (Venice Commission), Report on the Scope and Lifting of Parliamentary Immunities,  παράγραφοι 144-170).

 

Όπως ανέφερε ο Καθηγητής Sir Neil MacCormick, Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην ομιλία του “On Parliamentary Immunity in the European Parliament”, η οποία παρουσιάστηκε στην Επιτροπή Νομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 29.11.2005, η ασυλία δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως ασπίδα του Βουλευτή έναντι του Κοινού Ποινικού Δικαίου, όσον [*371]αφορά τις προσωπικές ή επιχειρηματικές του δραστηριότητες.  Αυτή η γενική θέση θα πρέπει να μην ακολουθείται μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει κάποιο πραγματικό, σοβαρό και εμφανές κομματικό-πολιτικό στοιχείο στην απόφαση για δίωξη του, το οποίο σκοπεύει στο να τον παρεμποδίσει να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντα του ως Βουλευτής, κατά τη διάρκεια της θητείας του.

 

Στην υπόθεση A. v. UK, 2002 ECHR, 811 το ΕΔΔΑ έθεσε το ζήτημα της άρσης της βουλευτικής ασυλίας στη βάση της αρχής της αναλογικότητας.

 

Το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, το οποίο συνδέεται με την ύπαρξη της βουλευτικής ασυλίας, του ακαταδίωκτου δηλαδή του Βουλευτή κατά τη διάρκεια της θητείας του, είναι η ελευθερία του λόγου. Πέραν τούτου, όπως αναφέραμε, η βουλευτική ασυλία, σύμφωνα με την σύγχρονη νομική αντίληψη, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως ασπίδα εναντίον ποινικών διώξεων σε σχέση με αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου, εκτός εάν υπάρχει σοβαρή υποψία ότι η ποινική δίωξη έχει κομματικό-πολιτικό κίνητρο με σκοπό την πολιτική εξόντωση του Βουλευτή ή την παρεμπόδιση του στην εκτέλεση των βουλευτικών του καθηκόντων.

 

Μας απασχόλησε το γεγονός ότι τα αδικήματα που κατ’ ισχυρισμόν διέπραξε ο Καθ’ ου η αίτηση δεν είναι, το καθένα ξεχωριστά, σοβαρής φύσεως με την έννοια της εκ του νόμου ανώτατης προνοούμενης ποινής και δεν ενδέχεται, σε περίπτωση καταδίκης, να επηρεάσουν την βουλευτική του έδρα. Σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια και τις κατευθυντήριες γραμμές για άρση του ακαταδίωκτου των Βουλευτών, είναι επιτρεπτό να αίρεται (το ακαταδίωκτο) και σε περιπτώσεις μικροαδικημάτων ή ακόμα και διοικητικής φύσεως αδικημάτων (Δέστε την Έκθεση της Επιτροπής Βενετίας, ανωτέρω, παράγραφος 187). Στην προκείμενη περίπτωση έχομε μιαν πλειάδα παρόμοιας φύσεως αδικημάτων και ενεργειών, που δείχνουν μια σαφή τάση παραγνώρισης του Νόμου, σύμφωνα με τον Αιτητή.

 

Καθοδηγούμενοι από τις προαναφερόμενες αρχές, θεωρούμε ότι εφόσον το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα βασίζεται σε γνήσιους και σοβαρούς λόγους και εφόσον, είναι παραδεκτό ότι, δεν υπάρχει λόγος υποψίας για οποιοδήποτε πολιτικό-κομματικό ή άλλο κριτήριο άσχετο με την απονομή της δικαιοσύνης, δημιουργείται ισχυρό τεκμήριο υπέρ της άρσης του ακαταδίωκτου του Βουλευτή κατά τη διάρκεια της θητείας του. Από την άλλη ο [*372]Καθ’ ου η αίτηση δεν έδειξε οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο η μή άρση του ακαταδίωκτου του είναι επιβαλλόμενη ή επιθυμητή. 

 

Η θέση του Καθ’ ου η αίτηση, όπως προβλήθηκε από τον κ. Τριανταφυλλίδη, ότι η βουλευτική του θητεία λήγει σύντομα και τα κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα δεν είναι σοβαρά και διαπράχθηκαν πριν από ένα σχεδόν χρόνο και ενωρίτερα, δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, εφόσον ο Καθ’ ου η αίτηση δεν καταχώρισε ένσταση και δεν καταλόγισε κακοπιστία και/ή αλλότρια κίνητρα στον Αιτητή, αναφορικά με την παρούσα αίτηση και την καταχώρισή της λίγο πριν τη λήξη της θητείας του Καθ’ ου η αίτηση. Αυτή η θέση του θα είχε βαρύτητα μόνον αν συνδεόταν με κακή πίστη ή αλλότριο (πολιτικο-κομματικό) κίνητρο του Αιτητή εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση ή με άλλους, τεκμηριωμένους, λόγους που θα επιδρούσαν στην στάθμιση του δημόσιου συμφέροντος, πράγμα όμως για το οποίο δεν έγινε οποιοσδήποτε ισχυρισμός.

 

Θεωρούμε ότι η αποδιδόμενη στον Καθ’ ου η αίτηση συμπεριφορά, δια λόγων και έργων, δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετική αντιμετώπιση. Η μή άμεση προσαγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου ενός, κατ’ ισχυρισμόν, κατ’ επανάληψη παραβάτη ποινικής νομοθεσίας θα έπληττε την αρχή της ισονομίας και του Κράτους Δικαίου. Το δημόσιο συμφέρον υπαγορεύει την υποταγή όλων στο Νόμο, ανεξαρτήτως ιδιότητος  και τη δίωξη των παραβατών το συντομότερο, εκτός αν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις. Υπό αυτή την έννοια και τις περιστάσεις κρίνομε ότι η άρση της ασυλίας του Βουλευτή κ. Θεμιστοκλέους εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

 

Όσον αφορά το εύρος της άρσης του ακαταδίωκτου, όπως κρίθηκε και στην Γενικός Εισαγγελέας v. Σαρίκας (ανωτέρω) (απόφαση πλειοψηφίας), η κάθε περίπτωση αποφασίζεται στη βάση των δικών της γεγονότων προκειμένου να αποφασιστεί η έκταση της άδειας που θα παραχωρηθεί. Με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία κρίνουμε ότι και στην προκείμενη περίπτωση η άδεια του δικαστηρίου μπορεί να δοθεί κατά συνταγματικό τρόπο ώστε να καλύπτει όλα τα επάλληλα στάδια από τη λήψη ανακριτικής κατάθεσης μέχρι και την εκτέλεση τυχόν ποινής που θα επιβληθεί, χωρίς να χρειάζεται ενδιάμεσα να λαμβάνεται κάθε φορά η άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια η αίτηση εγκρίνεται και αίρεται, ως ανωτέρω, η ασυλία του Καθ’ ου η αίτηση, Βουλευτή κ. Θεμιστοκλέους, ως οι πρόνοιες του Άρθρου 83.2 του Συντάγματος, τηρουμένων των [*373]υπολοίπων σχετικών διατάξεων του Συντάγματος.

 

ΝαθαναΗλ, Δ.: Συμφωνώ με το σκεπτικό και την κατάληξη, στη βάση της απόφασης που έχει αναγνώσει ο Πρόεδρος ακολουθώντας την υφιστάμενη νομολογία επί του θέματος. Να μου επιτραπεί, όμως, να προεκτείνω τη σκέψη μου στα ακόλουθα σε μια προσπάθεια ανάγνωσης και ερμηνείας των σχετικών συνταγματικών προνοιών του Άρθρου 83 κατά τρόπο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάλογες ρυθμίσεις: η βουλευτική ασυλία έλκει την καταγωγή και θεωρία της από την εποχή της συνόδου του Βρετανικού Κοινοβουλίου, μεταξύ 12 Ιανουαρίου με 12 Φεβρουαρίου, 1397, όταν ο βουλευτής Thomas Haxey είχε την πρωτοβουλία να εισαγάγει πρόταση Νόμου, η οποία έγινε αποδεκτή, αποκηρύσσοντας τη σκανδαλώδη και πολυέξοδη συμπεριφορά της αυλής και του ιδίου του βασιλιά Ριχάρδου ΙΙ.  Ο βουλευτής, για αυτήν τη μομφή και νομοθετική προώθηση, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά, μετά από πίεση της Βουλής, η ποινή δεν εκτελέστηκε, ως αποτέλεσμα βασιλικής χάριτος. Αυτή η διένεξη έδωσε έναυσμα συζήτησης στο Κοινοβούλιο (House of Commons), με στόχο τα μέλη του Κοινοβουλίου να μπορούν εντελώς ελεύθερα και απροκατάληπτα να συζητούν και να ψηφίζουν, χωρίς επέμβαση από το βασιλιά. Εν τέλει, η ελευθερία έκφρασης ενσωματώθηκε στο Άρθρο 9 του Bill of Rights 1689, (δέστε Parliamentary Immunity in the Member States of the European Community and in the European Parliament (Working Papers – European Parliament – Directorate General for Research – Legal Affairs Series W-4).

 

Σκοπός της βουλευτικής ασυλίας είναι η προστασία της εκφράσεως λόγου από τους εκλελεγμένους αντιπροσώπους του λαού, ώστε να εκτελείται το κοινοβουλευτικό καθήκον, χωρίς εξωτερικές πιέσεις και αναμείξεις, κυρίως, από την Εκτελεστική Εξουσία. Ως έκφραση και επέκταση της λαϊκής κυριαρχίας, η βουλευτική ασυλία θεωρείται ως εκ των ουκ άνευ της δημοκρατικής λειτουργίας μιας χώρας. Θεωρείται, ακόμη και αναγκαίο στοιχείο της διάκρισης των εξουσιών. Αναγνωρίζεται, συναφώς, ότι η ασυλία λαμβάνει δύο μορφές:  την ελεύθερη έκφραση λόγου εντός Kοινοβουλίου («non-accountability»), που παρέχει, στην ουσία, απόλυτο προνόμιο στον τρόπο που ο βουλευτής εκφράζεται κατά τη διεξαγωγή των κοινοβουλευτικών του καθηκόντων και τον τρόπο που ελευθέρως  επιλέγει να ψηφίσει, και το απαραβίαστο («inviolability»), που, ανάλογα με το κοινοβουλευτικό σύστημα και την οικεία νομοθεσία, συνταγματική ή άλλη, θωρακίζει το βουλευτή από έρευνα, δίωξη, σύλληψη ή/και [*374]φυλάκιση για λόγια ή έργα που εκφεύγουν του πεδίου της ελεύθερης έκφρασης εντός Κοινοβουλίου. Θα χρησιμοποιούνται στη συνέχεια οι όροι «non-accountability» και «inviolability», όπως χρησιμοποιούνται στη διεθνή νομολογία και βιβλιογραφία, ώστε η οριοθέτηση των εννοιών να παραμένει η ίδια.

 

Με αυτά τα ελάχιστα βασικά, το Άρθρο 83.1 του Συντάγματος σαφώς και απερίφραστα καθιστά τη βουλευτική ασυλία συνταγματική επιταγή, συμφώνως της αρχής του non-accountability. Καλύπτει οτιδήποτε λέγεται ή τον τρόπο ψηφοφορίας, πάντοτε κατά την ορθή, νοείται, ενάσκηση της κοινοβουλευτικής εργασίας. Γι’ αυτό, λόγια ή πράξεις βουλευτή, ακόμη και εντός του κοινοβουλίου, άσχετα, όμως, με την κοινοβουλευτική του εργασία και καθήκοντα, ενδεχομένως να μην καλύπτονται από την εν λόγω ασυλία. Όπως το θέτει το κείμενο του Parliamentary Immunity in the Member States, σελ. 13, με αναφορά στο Βελγικό Κοινοβούλιο «Non-liability may be claimed by a member of Parliament only for opinions expressed and votes cast while carrying out his mandate. Insults and physical violence are not, therefore, included in this concept.».

 

Η αρχή που καθορίζει το Άρθρο 83.1 είναι προεξάρχουσα.  Και ό,τι έπεται, ιδιαιτέρως η πρόνοια του Άρθρου 83.2, ορθό είναι να έχει αναγωγή στην αρχή αυτή. Η ελευθερία εκφράσεως λόγου είναι το στοιχείο που νομιμοποιεί τον βουλευτή να συνδιαλέγεται και να εκφράζεται ελεύθερα προς ευόδωση του κοινοβουλευτικού καθήκοντος. Το Άρθρο 83.2 αφορά το έτερο σκέλος της ασυλίας, αυτό του inviolability. Το συνταγματικό κείμενο, κατά πάγια νομολογία, ως διαχρονικού χαρακτήρα, ερμηνεύεται στενά. Όπου είναι σαφές, ερμηνεύεται ανάλογα. Όπου χρήζει διασάφησης, ερμηνεύεται κατά τρόπο που αποδίδει την πρόθεση και σκοπό του νομοθέτη, (Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2001) 3 Α.Α.Δ. 519). Ως εκ τούτου, το Άρθρο 83.2, θα μπορούσε να ερμηνευθεί κατά τρόπο που δεν χρειάζεται καν άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο για λόγους ή πράξεις του βουλευτή έξω από τις κοινοβουλευτικές αίθουσες και, ταυτόχρονα, άσχετες με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντα. Αυτή είναι μια σκέψη που απαντάται στην αγόρευση του Γενικού Εισαγγελέα, χωρίς όμως να προωθείται μέχρι τέλους, ή να υπάρχει επ’ αυτού συγκεκριμένη εισήγηση και ανάλογο αίτημα.

 

Αναγνωρίζεται, πλέον, στον ευρωπαϊκό χώρο ότι, η έννοια και αρχή του inviolability «… is not a necessary part of a well-[*375]functioning modern democracy and …. can be misused in ways that undermined democracy, infringe on the rule of law and obstruct the course of justice» (European Commission for Democracy Through Law («Venice Commission») Report on The Scope of Lifting of Parliamentary Immunities (Study No. 714/2013) Strasbourg, 14 May 2014). Μάλιστα, το ΕΔΑΔ, σε σειρά αποφάσεών του (A. v. United Kingdom, ECHR 17, December 2002, App. No. 35373/97, Cordova v. Italy (No. 1) ECHR 30, January 2003, App. No. 40877/98, Tsalkitzis v. Greece, ECHR 16, November 2006, App. No. 11801/04, Syngelidis v. Greece, ECHR 11, February 2011, App. No. 24895/07), στο πλαίσιο του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, όπως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έκρινε ότι, κατά την αρχή της αναλογικότητας, δεν μπορεί να περιορίζεται η πρόσβαση από τρίτους στο Δικαστήριο εναντίον βουλευτή, όπου η συμπεριφορά του τελευταίου είναι ασύνδετη με τα κοινοβουλευτικά του καθήκοντα και, επομένως, το Κοινοβούλιο δεν νομιμοποιείται να μην αίρει την ασυλία μέλους του, κατ’ επίκληση του non-accountability. Ειρήσθω εν παρόδω ότι σε πλείστες όσες ευρωπαϊκές χώρες, η άρση της βουλευτικής ασυλίας εναποτίθεται στο ίδιο το Κοινοβούλιο, το οποίο αναλαμβάνει, πλέον, και τα του οίκου του και, συναφώς, την ανάλογη ευθύνη χειρισμού των μελών του.

 

Το θέμα τίθεται ως εξής στη μελέτη που διενήργησε, εκ μέρους της Επιτροπής Νομικών Υποθέσεων του Directorate General for Internal Policies του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Sascha Hardt, βοηθός καθηγητής συγκριτικού συνταγματικού δικαίου στο Maastricht University, «Parliamentary Immunity in a European Context» (In-depth analysis for the JURI Committee), του 2015:

 

Στις σελίδες 14-15, με αναφορά στην υπόθεση Syngelidis v. Greece:

 

“…. that parliamentary immunity was in principle compatible with the ECHR where it served the legitimate aim of protecting parliament from undue influence, but that proportionality had to be given a narrow interpretation where there was no clear connection between the alleged criminal behaviour of the member and his parliamentary functions.  This was clearly the case here, since M.A.’s behaviour was entirely unrelated to her parliamentary work and ‘more consistent with a personal quarrel’.

 

[*376]  …………………………………………………………………

 

Implicitly, it recognises parliamentary debate – that is to say, debate in parliament – as the most essential function of a legislative body. Accordingly, the protection of this function by means of an absolute immunity is proportionate, as was established in A v. UK. But the further an act of a member is removed from this core function, the narrower the concept of proportionality must be interpreted. It follows that, where an alleged criminal act of a member is entirely unrelated to his parliamentary work, this act must in principle not be protected by immunity, unless there are good reasons for such protection in addition to the mere fact that the defendant is a parliamentarian.”

 

Το Άρθρο 83.2, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ασύνδετο με το Άρθρο 83.1. Παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι δεν προνοεί για αστική ευθύνη του βουλευτή, αλλά μόνο για την ποινική μεταχείρισή του. Κατά δεύτερο λόγο, εξαιρεί τις περιπτώσεις εκείνες όπου ο βουλευτής συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω για αδικήματα που επισύρουν ποινή θανάτου (η οποία έχει, βεβαίως, καταργηθεί), ή φυλάκιση πέντε ετών και άνω. Το Άρθρο 83.2 ερμηνεύεται, κυρίως, με αναφορά στις εξωκοινοβουλευτικές δραστηριότητες. Δεν υπάρχει, όμως, νομικό ή λογικό κώλυμα, ούτε και κάποιος κανόνας ερμηνείας  απαγορεύει να ερμηνευθεί ως καλύπτον και πράξεις του βουλευτή εντός του ιδίου του Κοινοβουλίου. Τέτοιες πράξεις, εάν διενεργούνταν ακόμη και εντός Κοινοβουλίου, σίγουρα δεν θα καλύπτονταν από τις δραστηριότητες ενός βουλευτή που χρήζουν της προστασίας της ελευθερίας του λόγου ή του τρόπου ενάσκησης της ψηφοφορίας. Δεν θα απαιτείτο, κατά συνέπεια, άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Για πράξεις που είναι αξιόποινες, αλλά δεν επισύρουν ποινή πενταετούς και άνω φυλάκισης, οι οποίες εκτελούνται εντός κοινοβουλίου, είναι πιθανό να χρειάζεται η άδεια, εφόσον το άτομο εξακολουθεί να είναι βουλευτής, εάν για οποιονδήποτε λόγο θα μπορούσαν να συνδεθούν με ή να είναι απότοκο του κοινοβουλευτικού έργου, αν και νοητά είναι δύσκολο μέχρι αδύνατο να επιχειρηθεί νομίμως τέτοια διασύνδεση. Κατά μείζονα λόγο, οι πράξεις του βουλευτή έξω από το Κοινοβούλιο, που καμιά σχέση δεν έχουν με την ελευθερία λόγου ή τον τρόπο άσκησης ψήφου, ενδεχομένως να μην χρειάζονται άδεια, διαφορετικά παραβιάζεται η προεξάρχουσα αρχή που ενσωματώνεται στο Άρθρο 83.1, και ο σκοπός του.

 

[*377]Με την πιο πάνω ερμηνεία, η κατοχύρωση της ελευθερίας λόγου και ψήφου, κατά το Άρθρο 83.1, αποκτά λογική συνέπεια και συνέχεια με τις υπόλοιπες πρόνοιες του Άρθρου, σ’ αυτό που ο συνταγματικός νομοθέτης πρωτίστως ήθελε να καλύψει ώστε και στην υπό κρίση περίπτωση να μην ήταν επάναγκες να ζητείτο καν άδεια για άρση της ασυλίας, απασχολώντας σχετικά το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας. Δεν ήταν ποτέ πρόθεση βουλευτής να έχει ασυλία που μετατρέπεται σε ασυδοσία για οτιδήποτε άσχετο με το κοινοβουλευτικό του έργο. Ο φόβος ανεπίτρεπτης πίεσης ή δίωξης βουλευτή, ώστε να επηρεάζεται στο έργο του, που είναι ο λόγος επέκτασης της προστασίας σε εξωκοινοβουλευτικές δραστηριότητες, δεν υφίσταται όταν ο ίδιος ο βουλευτής απεκδύεται με τις πράξεις του της προστασίας αυτής.

 

Η αίτηση επιτρέπεται.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο