Διομήδους Πέτρος και Άλλες ν. Mediams Construction and Development Company Ltd (2016) 1 ΑΑΔ 401

ECLI:CY:AD:2016:A86

(2016) 1 ΑΑΔ 401

[*401]11 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΠΕΤΡΟΣ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ,

2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ,

3. ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ,

4. ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΔΙΟΜΗΔΟΥΣ,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

 

v.

 

MEDIAMS CONSTRUCTION AND DEVELOPMENT

COMPANY LTD,

 

Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 461/2012)

 

 

Διαιτησία ― Διαιτητής διορισθείς με δικαστικό διάταγμα ― Αφ’ ης στιγμής διορίστηκε  διαιτητής με δικαστικό Διάταγμα, ο διορισμός του έγινε βάσει των Άρθρων 36(1) και  37(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου και ως εκ τούτου κατέστη λειτουργός του Δικαστηρίου, μόνο το Δικαστήριο είχε εξουσία βάσει του Άρθρου 36(2) να τον παύσει και ως εκ τούτου ο μονομερής διορισμός  άλλου διαιτητή από την εφεσίβλητη κατ’ επίκληση των όρων  συνυποσχετικού, δεν ήταν νόμιμος.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε αγωγή με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων/εναγόντων για έκδοση διατάγματος που να απαγόρευε (α) στον Ι. Χιδίρογλου να ενεργήσει ως διαιτητής για επίλυση της διαφοράς που προέκυψε μεταξύ αυτών και της εφεσίβλητης/εναγόμενης κατά την υλοποίηση συμφωνίας εργολαβίας, αντί του διορισθέντος από το Δικαστήριο διαιτητή M. Μιχαήλ και (β) στην εφεσίβλητη από του να παρεμβαίνει στο έργο του εν λόγω διαιτητή.

 

Δυνάμει συμφωνίας εργολαβίας η εφεσίβλητη  είχε να ανεγείρει για τους εφεσείοντες  πολυκατοικία σε ιδιόκτητο οικόπεδο τους, στο Καϊμακλί.

 

Δύο και πλέον μήνες μετά τη σύναψη της Συμφωνίας, στις 16.4.10, ο αρχιτέκτονας του έργου Μιχάλης Μιχαήλ έκδωσε πιστοποιητικό [*402]πληρωμής για το ποσό των €30.213 προς όφελος της εφεσίβλητης για εκτελεσθείσα εργασία, η οποία κοινοποιήθηκε και στους εφεσείοντες.

 

Με τη λήψη του πιστοποιητικού πληρωμής, στις 26.4.10, οι εφεσείοντες απέστειλαν στην εφεσίβλητη επιστολή μέσω των δικηγόρων τους, με την οποία τερμάτισαν τη Συμφωνία και την επομένη καταχώρισαν εναντίον της και την Αγωγή.

 

Η εφεσίβλητη αντέδρασε στην Αγωγή με αίτηση βάσει των Άρθρων 31, 35, 36 και 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 και Άρθρα 2, 3, 8, 9 και 10 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ.4 για διακοπή της διαδικασίας και παραπομπή της διαφοράς στον Αρχιτέκτονα βάσει του Άρθρου 36 του συνυποσχετικού της Συμφωνίας.

 

Οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση στην αίτηση, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 21.7.11 την έκανε αποδεκτή και έκδωσε Διάταγμα με το οποίο, αφενός, διέκοπτε την ενώπιον του (δικαστική) διαδικασία και, αφετέρου, παρέπεμψε την μεταξύ των διαδίκων διαφορά « προς επίλυση εις τον Αρχιτέκτονα Μιχάλη Μιχαήλ σύμφωνα με τους όρους του συνυποσχετικού που είναι το Συμφωνητικό Έγγραφο ημερ. 4.2.1010.».

 

Η εφεσίβλητη κοινοποίησε το Διάταγμα στον Αρχιτέκτονα με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 29.7.11 και με δεύτερη (διορθωμένη) επιστολή ημερ. 2.8.11 τον κάλεσε όπως μέσα στην προθεσμία που προνοούσε το Άρθρο 36(2) του συνυποσχετικού αποφασίσει περί της διαφοράς.

 

Για λόγους που δεν αφορούν στην έφεση, ο Αρχιτέκτονας δεν συμπλήρωσε ούτε ενεργοποίησε τη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς  μέσα στην προθεσμία των 28 ημερών που προνοείται από το Άρθρο 36(4) του συνυποσχετικού, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να αποστείλει μέσω των δικηγόρων της επιστολή ημερ. 8.9.11 προς τους εφεσείοντες  με την οποία τους καλούσε σε συνάντηση για τον από κοινού διορισμό ενός Διαιτητή για επίλυση της διαφοράς.

 

Οι εφεσείοντες αγνόησαν την προαναφερθείσα πρόσκληση, στάση που οδήγησε την εφεσίβλητη να διορίσει τον Ιορδάνη Χιδίρογλου ως διαιτητή και να απευθύνει στις 7.10.11 επιστολή μέσω των δικηγόρων της στους εφεσείοντες, με την οποία τους καλούσε όπως και αυτοί διορίσουν διαιτητή της επιλογής τους βάσει του Άρθρου 36(5)(α) του συνυποσχετικού.

 

Η πιο πάνω ενέργεια της εφεσίβλητης θεωρήθηκε από τους εφεσεί[*403]οντες παράνομη και αντίθετη με το Διάταγμα ημερ. 21.7.11 και με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 17.10.11 διατύπωναν τη θέση ότι εάν η εφεσίβλητη θεωρούσε ότι συνέτρεχαν λόγοι αλλαγής του Μιχαήλ, αρμόδιο να αποφασίσει ήταν το Δικαστήριο που τον είχε διορίσει.

 

Ο δε Αρχιτέκτονας είχε καλέσει τα μέρη να εμφανιστούν ενώπιον του για επίλυση της διαφοράς στις 19.10.11, πλην όμως η εφεσίβλητη δεν προσήλθε και αντ΄ αυτού προχώρησε τη διαδικασία διαιτησίας μέσω του Χιδίρογλου ο οποίος έκδωσε σχετική απόφαση στις 28.2.12.

 

Και αυτό αφού στο μεταξύ οι εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει αίτηση ημερ. 24.10.11 για έκδοση διατάγματος που να τον εμπόδιζε να ενεργεί ως διαιτητής, η οποία και απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 18.9.12.

 

Κρίθηκε συναφώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ναι μεν το Διάταγμα ημερ. 21.7.11 εκδόθηκε βάσει του Άρθρου 8 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ.4, αλλά ο διορισμός του Ιορδάνη Χιδίρογλου ως διαιτητή έγινε νόμιμα εφόσον καμία από τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου, στις οποίες βασίζεται η υπό κρίση αίτηση δεν μπορούσε όπως απεφάνθη, να εφαρμοσθεί για την έγκριση της.

 

Τα πιο πάνω πρωτόδικα ευρήματα αμφισβητήθηκαν με την έφεση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν σαφές ότι συγκεκριμένες πρόνοιες του συνυποσχετικού εφαρμόζονταν άνευ εμπλοκής του Δικαστηρίου για επίλυση διαφοράς μεταξύ εργοδότη και εργολάβου.

2.  Στην προκείμενη όμως περίπτωση - με αίτηση της εφεσίβλητης - διορίστηκε από το Δικαστήριο βάσει των προνοιών του περί Δικαστηρίων και Διαιτησίας Νόμου διαιτητής για επίλυση της επίδικης διαφοράς και αυτός ήταν ο Αρχιτέκτονας Μ. Μιχαήλ.

3.  Αφ’ ης στιγμής ο Αρχιτέκτονας διορίστηκε ως διαιτητής με δικαστικό Διάταγμα, ο διορισμός του έγινε βάσει του Άρθρου 36(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, κατέστη λειτουργός του Δικαστηρίου (Άρθρο 37(1) του Νόμου) και μόνο το Δικαστήριο είχε εξουσία βάσει του Άρθρου 36(2) να τον παύσει, ο μονομερής διορισμός του Χιδίρογλου  από την εφεσίβλητη κατ’ επίκληση των όρων του συνυποσχετικού δεν ήταν νόμιμος.

4.  Οι όροι του συνυποσχετικού, χρησιμοποιήθηκαν από την εφεσίβλητη για διακοπή της δικαστικής διαδικασίας και παραπομπή της επίδικης διαφοράς στη διαιτησία του Αρχιτέκτονα, αλλά αφ’ ης στιγμής διορίστηκε με Δικαστικό Διάταγμα ο Αρχιτέκτονας ως [*404]πρόσωπο επίλυσης της διαφοράς δυνάμει των προβλεπόμενων από τον περί Δικαστηρίων και Διαιτησίας Νόμο, οι πρόνοιες του συνυποσχετικού σ’ ότι αφορά διορισμό διαιτητή είχαν επιτελέσει το έργο τους.

5.  Κατά συνέπεια εάν η εφεσίβλητη είχε λόγους για παύση του Αρχιτέκτονα μετά το διορισμό του με δικαστικό Διάταγμα ως διαιτητή, θα έπρεπε να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για παύση του και στη συνέπεια να προβεί στα δέοντα για διορισμό άλλου διαιτητή.

6.  Ενόψει των πιο πάνω, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων με την οποία ζητούσαν να απαγορευτεί στον Χιδίρογλου να ενεργεί ως διαιτητής στην επίδικη διαφορά.

7.  Από τη στιγμή όμως που διορίστηκε ο Αρχιτέκτονας ως διαιτητής, οι πρόνοιες του Άρθρου 11 του περί Διαιτησίας Νόμου δεν είχαν θέση στη νομική βάση της αίτησης των εφεσειόντων και κατά συνέπεια εσφαλμένα απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καουτζιάνη, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3530/10) ημερομηνίας 18/9/2012.

 

Α. Χαβιαράς, για Εφεσείοντες.

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση προσβάλλει την ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 3530/10 (στο εξής η Αγωγή), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων/εναγόντων για έκδοση διατάγματος που να απαγόρευε (α) στον Ιορδάνη Χιδίρογλου να ενεργήσει ως διαιτητής για επίλυση της διαφοράς που προέκυψε μεταξύ αυτών και της εφεσίβλητης/εναγόμενης κατά την υλοποίηση συμφωνίας εργολαβίας, αντί του διορισθέντος από το Δικαστήριο διαιτητή Μιχάλη Μιχαήλ και (β) στην εφεσίβλητη από του να παρεμβαίνει στο έργο του εν λόγω διαιτητή.

[*405]Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση έχουν σε συντομία ως ακολούθως:

 

Δυνάμει συμφωνίας εργολαβίας ημερ. 4.2.10 (στο εξής η Συμφωνία) η εφεσίβλητη ανέλαβε να ανεγείρει για τους εφεσείοντες  πολυκατοικία σε ιδιόκτητο οικόπεδο τους, στο Καϊμακλί.

 

Δύο και πλέον μήνες μετά τη σύναψη της Συμφωνίας, στις 16.4.10, ο αρχιτέκτονας του έργου Μιχάλης Μιχαήλ (στο εξής ο Αρχιτέκτονας) έκδωσε πιστοποιητικό πληρωμής για το ποσό των €30.213 προς όφελος της εφεσίβλητης για εκτελεσθείσα εργασία, η οποία κοινοποιήθηκε και στους εφεσείοντες.

 

Με τη λήψη του πιστοποιητικού πληρωμής, στις 26.4.10, οι εφεσείοντες απέστειλαν στην εφεσίβλητη επιστολή μέσω των δικηγόρων τους, με την οποία τερμάτισαν τη Συμφωνία και την επομένη καταχώρισαν εναντίον της και την Αγωγή. 

 

Η εφεσίβλητη αντέδρασε στην Αγωγή με αίτηση βάσει των Άρθρων 31, 35, 36 και 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 και Άρθρα 2, 3, 8, 9 και 10 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ.4 για διακοπή της διαδικασίας και παραπομπή της διαφοράς στον Αρχιτέκτονα βάσει του Άρθρου 36 του συνυποσχετικού της Συμφωνίας.

 

Οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση στην αίτηση, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 21.7.11 την έκανε αποδεκτή και έκδωσε Διάταγμα με το οποίο, αφενός, διέκοπτε την ενώπιον του (δικαστική) διαδικασία και, αφετέρου, παρέπεμψε την μεταξύ των διαδίκων διαφορά «… προς επίλυση εις τον Αρχιτέκτονα Μιχάλη Μιχαήλ εκ Γιαννιτσών 23 Στρόβολος, 2017 Λευκωσία, σύμφωνα με τους όρους του συνυποσχετικού που είναι το Συμφωνητικό Έγγραφο ημερ. 4.2.1010…».

 

Η εφεσίβλητη κοινοποίησε το Διάταγμα στον Αρχιτέκτονα με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 29.7.11 και με δεύτερη (διορθωμένη) επιστολή ημερ. 2.8.11 τον κάλεσε όπως μέσα στην προθεσμία που προνοούσε το Άρθρο 36(2) του συνυποσχετικού αποφασίσει περί της διαφοράς, την οποία και εξειδίκευσε σε επτά (7) επιμέρους ζητήματα.

 

Για λόγους που δεν αφορούν την έφεση, ο Αρχιτέκτονας δεν συμπλήρωσε ούτε ενεργοποίησε τη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς  μέσα στην προθεσμία των 28 ημερών που προνοείται από το Άρθρο 36(4) του συνυποσχετικού, με αποτέλεσμα η εφε[*406]σίβλητη να αποστείλει μέσω των δικηγόρων της επιστολή ημερ. 8.9.11 προς τους εφεσείοντες με την οποία τους καλούσε σε συνάντηση για τον από κοινού διορισμό ενός Διαιτητή για επίλυση της διαφοράς.

 

Οι εφεσείοντες αγνόησαν την προαναφερθείσα πρόσκληση, στάση που οδήγησε την εφεσίβλητη να διορίσει τον Ιορδάνη Χιδίρογλου ως διαιτητή και να απευθύνει στις 7.10.11 επιστολή μέσω των δικηγόρων της στους εφεσείοντες, με την οποία τους καλούσε όπως και αυτοί διορίσουν διαιτητή της επιλογής τους βάσει του Άρθρου 36(5)(α) του συνυποσχετικού.

 

Η πιο πάνω ενέργεια της εφεσίβλητης θεωρήθηκε από τους εφεσείοντες παράνομη και αντίθετη με το Διάταγμα ημερ. 21.7.11 και με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 17.10.11 διατύπωναν τη θέση ότι εάν η εφεσίβλητη θεωρούσε ότι συνέτρεχαν λόγοι αλλαγής του Μιχαήλ, αρμόδιο να αποφασίσει ήταν το Δικαστήριο που τον είχε διορίσει. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι ο Αρχιτέκτονας κάλεσε τα μέρη να εμφανιστούν ενώπιον του για επίλυση της διαφοράς στις 19.10.11, πλην όμως η εφεσίβλητη δεν προσήλθε και αντ’ αυτού προχώρησε τη διαδικασία διαιτησίας μέσω του Χιδίρογλου ο οποίος έκδωσε σχετική απόφαση στις 28.2.12. Και αυτό αφού στο μεταξύ οι εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει αίτηση ημερ. 24.10.11 για έκδοση διατάγματος που να τον εμπόδιζε να ενεργεί ως διαιτητής, η οποία και απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 18.9.12. Κρίθηκε συναφώς ότι ναι μεν το Διάταγμα ημερ. 21.7.11 εκδόθηκε βάσει του Άρθρου 8 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4, αλλά ο διορισμός του Ιορδάνη Χιδίρογλου  ως διαιτητή έγινε νόμιμα εφόσον «… καμία από τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου, στις οποίες βασίζεται η υπό κρίση αίτηση δεν μπορεί να εφαρμοσθεί για την έγκριση της (αίτησης). Σύμφωνα πάντα με τον όρο 36(5)(α) του συμφωνητικού εγγράφου, ο περί Διαιτησίας Νόμος Κεφ. 4 εφαρμόζεται σε περίπτωση που ένα εκ των μερών αρνηθεί ή παραλείψει να ορίσει τον διαιτητή της επιλογής του. Συνάγεται ότι η νομοθετική πρόνοια που εφαρμόζεται σ’ αυτή την περίπτωση είναι το Άρθρο 11 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4, σύμφωνα με την επιφύλαξη του οποίου το Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει οποιονδήποτε διορισμό που έγινε σύμφωνα με το άρθρο αυτό. Το εν λόγω άρθρο δεν περιλαμβάνεται στη νομική βάση της παρούσας αίτησης. Εν πάση περιπτώσει ακόμα και αν η αίτηση βασίζετο στο άρθρο αυτό, από τα γεγονότα που έχουν πιο πάνω παρατεθεί δεν προκύπτει οτιδήποτε βάσει του οποίου το παρόν Δικαστήριο θα έπρεπε να ακυρώσει το διορισμό του Ιορδάνη Χιδίρογλου ως διαιτητή, που έγινε από τους εναγόμενους βάσει του συμ[*407]φωνητικού εγγράφου αλλά και σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο (β) του Άρθρου 11 του πιο πάνω Νόμου».

 

Είναι θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση τους, υπέπεσε σε 4 σφάλματα. Ότι δηλαδή εσφαλμένα (α) αντιλήφθηκε το Διάταγμα ημερ. 21.7.11 και κατέληξε ότι ο Μιχαήλ θα έπρεπε να ενεργήσει ως αρχιτέκτονας του έργου – όχι ως διαιτητής - για επίλυση της διαφοράς (1ος λόγος έφεσης), (β) κατέληξε ότι ο διορισμός του Χιδίρογλου ως διαιτητή ήταν νόμιμος (2ος λόγος έφεσης), (γ) κατέληξε σε εύρημα ότι δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα απαγόρευσης προς το Χιδίρογλου να ενεργήσει ως διαιτητής (3ος λόγος έφεσης) και (δ) παρέλειψε να εκτιμήσει το γεγονός ότι προτού ο Χιδίρογλου εκδώσει την κατ’ ισχυρισμό διαιτητική του απόφαση, ο διορισθείς από το Δικαστήριο διαιτητής είχε καλέσει τους διαδίκους σε έναρξη της ενώπιον του διαιτησίας (4ος λόγος έφεσης).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων προώθησε τους δύο πρώτους λόγους έφεσης στη βάση κοινού νομικού επιχειρήματος. Εισηγήθηκε συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εγκρίνοντας την αίτηση της εφεσίβλητης για διακοπή της ενώπιον του (δικαστικής) διαδικασίας και παραπομπής της διαφοράς προς επίλυση από τον Αρχιτέκτονα, διόρισε τον Αρχιτέκτονα ως διαιτητή βάσει των προνοιών του Άρθρου 36 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960. Με αυτό ως δεδομένο ο Αρχιτέκτονας κατέστη λειτουργός του Δικαστηρίου (Άρθρο 37 του Νόμου) και μόνο το Δικαστήριο είχε εξουσία να τον παύσει, όπως προνοείται από το Άρθρο 36(2) του Νόμου.  Κατά συνέπεια, κατέληξε, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη είχε δυνατότητα να αντικαταστήσει τον Αρχιτέκτονα με το Χιδίρογλου χωρίς την εμπλοκή του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο και ως τέτοιο θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Η έφεση, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, θα πρέπει να απορριφθεί άνευ ετέρου για ένα και μόνο λόγο:- Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων καθότι η νομική της βάση δεν περιελάμβανε και το Άρθρο 11 του περί Διαιτησίας Νόμου και με την έφεση δεν προσβάλλεται ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση. Αλλά, ακόμη και εάν η αίτηση βασιζόταν στο Άρθρο 11, ο διορισμός του Χιδίρογλου ως διαιτητή ήταν νόμιμος εφόσον, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έγινε βάσει των προνοιών του συνυποσχετικού και τα οριζόμενα στο Άρθρο 11(β) του περί Διαιτησίας Νόμου.  Προέβαλε επί του προκειμένου ότι ο διορισμός [*408]του Αρχιτέκτονα με το Διάταγμα ημερ. 21.7.01 έγινε σύμφωνα με τους όρους του συνυποσχετικού και οι εφεσείοντες «… δεν έχουν μέχρι σήμερα αντιληφθεί τη διαφορά μεταξύ της επίλυσης της διαφοράς από τον Αρχιτέκτονα και την παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία».

 

Επιπροσθέτως των πιο πάνω, ο κ. Παπαθεοδώρου υπέβαλε πως η διαιτητική απόφαση του Χιδίρογλου ημερ. 28.2.12 έχει καταστεί τελεσίδικη εφόσον έχει εγγραφεί εκ συμφώνου ως δικαστική απόφαση στις 6.4.12 με αναστολή εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση της Γενικής Αίτησης 368/13, με την οποία οι εφεσείοντες ζητούσαν τον παραμερισμό της εν λόγω (διαιτητικής) απόφασης.  Και αυτό καθότι η Γενική Αίτηση 368/13 απορρίφθηκε μετά από ακρόαση στις 16.2.14 και δεν εφεσιβλήθηκε, θέση που απορρίπτεται από τον κ. Χαβιαρά ο οποίος πρόβαλε ότι η εν λόγω απόφαση εφεσιβλήθηκε με την έφεση 270/14 και μάλιστα εισήγηση του για συνεκδίκαση των δύο εφέσεων δεν έγινε αποδεκτή από την άλλη πλευρά.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό από όσα ανωτέρω έχουμε παραθέσει, προέχει η εξέταση της θέσης του κ. Παπαθεοδώρου περί τελεσιδικίας της (διαιτητικής) απόφασης του Χιδίρογλου εφόσον, εάν τα πράγματα έχουν όπως τα έχει θέσει, η υπό κρίση έφεση έπαυσε να έχει αντικείμενο. Όμως λυπούμαστε να παρατηρήσουμε ότι η υπό αναφορά θέση, εν γνώσει του, αφίσταται της πραγματικότητας εφόσον η απόφαση στη Γενική Αίτηση 386/13 εφεσιβλήθηκε με την έφεση 270/14 και μάλιστα, ο ίδιος, έφερε και ένσταση για συνεκδίκαση της με την παρούσα. Κατά συνέπεια η θέση του περί τελεσιδικίας της «διαιτητικής» απόφασης του Χιδίρογλου λόγω της μη καταχώρισης έφεσης στην Γεν. Αίτηση 368/13, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και θα περιοριστούμε να την αποδώσουμε σε λάθος.

 

Τώρα, σ’ ό,τι αφορά τους  υπό συζήτηση δύο (πρώτους) λόγους έφεσης, θεωρούμε ότι αμφότεροι ευσταθούν.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 36(1) του συνυποσχετικού, σε περίπτωση που αναφύεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή διαφορά μεταξύ του εργοδότη (των εφεσειόντων) ή του Αρχιτέκτονα εκ μέρους του αφενός και του εργολάβου (της εφεσίβλητης) αφετέρου «… τότε το θέμα τέτοιας αμφισβήτησης ή διαφοράς θα υποβάλλεται εγγράφως από οποιοδήποτε μέρος ή και από τα δύο μέρη, ανάλογα με την περίπτωση, εις τον Αρχιτέκτονα…» ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 36(4) ««…. θα έχει υποχρέωση να συμπληρώσει και κοινοποιήσει την Απόφαση του τόσο εις τον Εργοδότη όσο και εις τον Εργολάβο εντός 28 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του προς επίλυση θέματος. Η Απόφαση του Αρχιτέκτονα θα είναι τελεσίδικη και δεσμευτική για τα μέρη εκτός εάν είτε ο Εργοδότης είτε ο Εργολάβος, εντός 28 ημερών, από την ημερομηνία λήψης της Απόφασης, με γραπτή ειδοποίηση προς τον Αρχιτέκτονα και με αντίγραφο προς το άλλο μέρος, προβάλει ένσταση είτε ως προς το σύνολο είτε ως προς κάποιο μέρος την Απόφασης, εις την οποία περίπτωση ή εις περίπτωση όπου ο Αρχιτέκτονας, για οποιονδήποτε λόγο, παραλείψει να συμπληρώσει και κοινοποιήσει την Απόφαση του προς τα μέρη όπως προαναφέρεται, το ενδιαφερόμενο μέρος θα δικαιούται, με γραπτή ειδοποίηση προς το άλλο μέρος, να αξιώσει την άμεση παραπομπή της αμφισβήτησης ή διαφοράς εις Διαιτησία».

 

Είναι σαφές κατά την άποψή μας ότι οι προαναφερθείσες πρόνοιες του συνυποσχετικού εφαρμόζονται άνευ εμπλοκής του Δικαστηρίου για επίλυση διαφοράς μεταξύ εργοδότη και εργολάβου. Στην προκείμενη όμως περίπτωση – με αίτηση της εφεσίβλητης – διορίστηκε από το Δικαστήριο βάσει των προνοιών του περί Δικαστηρίων και Διαιτησίας Νόμου διαιτητής για επίλυση της επίδικης διαφοράς και αυτός ήταν ο Αρχιτέκτονας Μ. Μιχαήλ. Όπως δε ορθά ισχυρίστηκε ο κ. Χαβιαράς αφ’ ης στιγμής ο Αρχιτέκτονας διορίστηκε ως διαιτητής με δικαστικό Διάταγμα, ο διορισμός του έγινε βάσει του Άρθρου 36(1)* του περί Δικαστηρίων Νόμου και ως εκ τούτου κατέστη λειτουργός του Δικαστηρίου (Άρθρο 37(1)* του Νόμου) και μόνο το Δικαστήριο είχε εξουσία βάσει του Άρθρου 36(2) να τον παύσει και ως εκ τούτου ο μονομερής διορισμός του Χιδίρογλου από την εφεσίβλητη κατ’ επίκληση των όρων του συνυποσχετικού δεν ήταν νόμιμος. Οι όροι του συνυποσχετικού, να τονίσουμε, χρησιμοποιήθηκαν από την εφεσίβλητη για διακοπή της δικαστικής διαδικασίας και παραπομπή της επίδικης διαφοράς στη διαιτησία του Αρχιτέκτονα, αλλά αφ’ ης στιγμής διορίστηκε με Δικαστικό Διάταγμα ο Αρχιτέκτονας ως πρόσωπο επίλυσης της διαφοράς δυνάμει των προβλεπόμενων από τον περί Δικαστηρίων και Διαιτησίας Νόμο, οι πρόνοιες του συνυποσχετικού σ’ ότι αφορά διορισμό διαιτητή είχαν επιτελέσει το έργο τους. Κατά συνέπεια εάν η εφεσίβλητη είχε λόγους για παύση του Αρχιτέκτονα μετά το διορισμό του με δικαστικό Διάταγμα ως διαιτητή, θα έπρεπε να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για παύση του και στη συνέπεια να προβεί στα δέοντα για διορισμό άλλου διαιτητή.

 

Ενόψει των πιο πάνω εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων με την οποία ζητούσαν να απαγορευτεί στον Χιδίρογλου να ενεργεί ως διαιτητής στην επίδικη διαφορά, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των παρεμφερών λόγων έφεσης 3 και 4.

 

Σ’ ό,τι δε αφορά το Άρθρο 11 του περί Διαιτησίας Νόμου και τις σχετικές με αυτό παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την ορθότητα των οποίων υποστήριξε ο κ. Παπαθεοδώρου, είναι αρκετό να λεχθεί ότι οι πρόνοιες του εν λόγω άρθρου, θα ετύγχαναν εφαρμογής στην περίπτωση που δεν είχε προηγηθεί διορισμός διαιτητή με Δικαστικό Διάταγμα. Από τη στιγμή όμως που διορίστηκε ο Αρχιτέκτονας ως διαιτητής, οι πρόνοιες του εν  λόγω άρθρου δεν είχαν θέση στη νομική βάση της αίτησης των εφεσειόντων και κατά συνέπεια εσφαλμένα απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο οι εν λόγω πρόνοιες.

 

Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον της εφε[*411]σίβλητης. Με την αυτονόητη διευκρίνιση ότι, διαιτητής για επίλυση της επίδικης διαφοράς είναι ο Αρχιτέκτονας ως το Διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 21.7.11 και μόνο το Δικαστήριο έχει εξουσία να τον παύσει δυνάμει του Άρθρου 36(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.

 

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο