Αρακελιάν Ανδριανή, διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Harutune L. Arakelian ν. Ταμείου Προνοίας του προσωπικού της Marfin Λαϊκή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ και των εξαρτημένων της εταιρειών και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 412

ECLI:CY:AD:2016:A87

(2016) 1 ΑΑΔ 412

[*412]11 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΑΡΑΚΕΛΙΑΝ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ HARUTUNE L. ARAKELIAN,

 

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

 

v.

 

1.  ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΗΣ MARFIN ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,

2.  MARFIN ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

3.  ΤΑΚΗ ΦΕΙΔΙΑ, Φ/ΔΙ MARFIN ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

4.  ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Φ/ΔΙ MARFIN ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

5.  ΚΩΣΤΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Φ/ΔΙ MARFIN ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

6.  ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΛΕΙΜΠΕΛ, Φ/ΔΙ MARFIN ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

7.  ΑΝΝΙΤΑΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ, Φ/ΔΙ MARFIN ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2012)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης ―  Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση τροποποίησης Γενικών Λόγων Αίτησης Εργατικής Διαφοράς ― Επιτρεπτική κατάληξη και αποδοχή της ολότητας των λόγων έφεσης ― Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διαπίστωσε ανεπανόρθωτη ζημιά, η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα, ή κακή πίστη εκ μέρους της Εφεσείουσας, η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα έπρεπε να ασκηθεί υπέρ της Εφεσείουσας.

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Άδεια για τροποποίηση μπορεί να δοθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ώστε όλα τα επίδικα ζητήματα μεταξύ των διαδίκων για το ίδιο θέμα να εκδικαστούν σε μια διαδικασία ― Επιτρέπονται τροποποιή[*413]σεις ακόμη και όταν η τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία η οποία να μην μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα ― Με την πάροδο των χρόνων η προσέγγιση της νομολογίας έγινε αρκετά φιλελεύθερη.

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η μόνη περίπτωση που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής ― Εκεί που αν επιτραπεί η τροποποίηση θα επέλθει βλάβη στον αντίδικο ή όπου είναι φανερό ότι ο Αιτητής ενεργεί με κακή πίστη – Ποια είναι η συνήθης βλάβη που μπορεί να επέλθει και η οποία δεν είναι εύκολο να αποζημιωθεί με την καταβολή εξόδων.

 

Πολιτική Δικονομία ― Ένσταση ― Τύπος 47 ― Κάθε Ειδοποίηση Ένστασης θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Τύπο 47 και να εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους ένστασης ― Άλλο είναι οι λόγοι ένστασης και άλλο τα γεγονότα στην οποία στηρίζονται.

 

Η έφεση αφορά σε άρνηση πρωτόδικου δικαστηρίου να επιτρέψει τροποποίηση των γενικών λόγων Αίτησης Εργατικής Διαφοράς.

 

Ένα και πλέον χρόνο μετά την καταχώρηση της Αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, η Εφεσείουσα καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα τροποποίησης της αίτησης.  Τα περισσότερα από τα αιτήματα τροποποίησης  εγκρίθηκαν με τη συγκατάθεση και της άλλης πλευράς, η οποία όμως δεν συγκατατέθηκε στην εισαγωγή της νέας παράγραφο 8Α με την οποία η Εφεσείουσα επιχειρούσε να εισαγάγει ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, για παραβίαση των καθηκόντων των Εφεσιβλήτων που απορρέουν από την εισαγωγή του περί της Ίδρυσης των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου του 2006 (Ν. 146(Ι)/06), κακοδιαχείριση του Ταμείου, αμέλεια κ.ά..

 

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της Εφεσείουσας, η τροποποίηση ήταν αναγκαία καθώς ύστερα από εξασφάλιση έκθεσης εμπειρογνώμονα, δικαιολογείτο η διόρθωση των διεκδικούμενων ποσών, αλλά και περαιτέρω εξειδίκευση των ισχυρισμών της για παράβαση των καθηκόντων των Εφεσιβλήτων, διαζευκτικών τρόπων υπολογισμού των αποζημιώσεων, καθώς και επίκληση σχετικής νομοθεσίας επί του θέματος. Προέβαλε δε, ότι οι ζητούμενες τροποποιήσεις ήταν απαραίτητες για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης.

 

Εκ μέρους των Εφεσιβλήτων υπήρξε ένσταση στην αίτηση, η οποία υποβλήθηκε με συγκεκριμένους λόγους.

 

[*414]Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη σχετική νομολογία, ενέκρινε τις τροποποιήσεις που ζητούνταν με τις παραγράφους Α-Ξ της αίτησης, απέρριψε όμως την τροποποίηση που ζητείτο για την εισαγωγή της παραγράφου 8 Α (ανωτέρω) της αίτησης για τους λόγους οι οποίοι και παρατίθενται στα αποφασισθέντα κατωτέρω.

 

Η Εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη κρίση, προτάσσοντας τους εξής λόγους έφεσης:

 

α)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι με την απορριφθείσα παράγραφο επιχειρείτο η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής.  Αλλά ακόμα και έτσι να ήταν, η τροποποίηση θα έπρεπε να επιτραπεί, αφού το ότι εισάγονταν νέοι ισχυρισμοί, από μόνο του δεν ήταν αρκετό για να απορριφθεί το σχετικό αίτημα τροποποίησης.

 

β)  Δεν υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση.

 

γ)  Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα δεν ανέφερε πότε περιήλθε στην αντίληψη της η αναγκαιότητα για τροποποίηση, αφού η ακριβής ημερομηνία φαινόταν από την έκθεση του εμπειρογνώμονα.

 

δ)  Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη ότι δεν εφαρμόζεται ο Νόμος 146(Ι)/2006.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.25 (ως εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση), είναι πλατιά. Κυρίαρχο στοιχείο για την άσκησή της είναι τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

  2.   Η έφεση θα έπρεπε να επιτραπεί. Κύριος άξονας της πρωτόδικης απόφασης για την μη παραχώρηση άδειας για τροποποίηση, ήταν ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις έθεταν τις αξιώσεις της Εφεσείουσας πάνω σε νέα βάση με την εισαγωγή νέων ισχυρισμών τους οποίους προσπάθησε να εισάξει δεκαέξι σχεδόν μήνες μετά την καταχώρηση της Αίτησης Εργατικής Διαφοράς.

  3.   Δεν ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ήταν ορθό το παράπονο της Εφεσείουσας ότι από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι δεν συμπεριέλαβαν στην ένστασή τους λόγο ένστασης για την κατ' ισχυρισμό εισαγωγή νέας βάσης αγωγής, το δικαστήριο δεν θα έπρεπε να εξετάσει ένα τέτοιο λόγο.

  4. Το θέμα δεν ηγέρθη στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση.

  5.   Ενώ ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής καθοδηγεί ορθά τον [*415]εαυτό του ως προς τις νομολογιακές αρχές, εντούτοις στη συνέχεια δεν τις εφαρμόζει ανάλογα στα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης.

  6.   Οι νέες αξιώσεις της πλευράς του αποβιώσαντα δεν είναι εντελώς άσχετες με τις αξιώσεις που ήδη προέβαλλε με την Αίτηση Εργατικής Διαφοράς. Μπορεί ορισμένες από τις νέες αξιώσεις να θέτουν καινούργια θέματα, αλλά αυτά δεν έπρεπε να ήταν καθοριστικά στοιχεία στην έκβαση της αίτησης, εφόσον η νομολογία σαφώς δεν απαγορεύει εκ προοιμίου κάτι τέτοιο.

  7.   Η τροποποίηση οποιουδήποτε δικογράφου, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι εφικτή οποτεδήποτε κρίνεται αναγκαίο για να προσδιοριστεί η ουσία της διαφοράς και να αποτραπεί η πολλαπλότητα των δικαστικών διαδικασιών.

  8. Η μόνη περίπτωση που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι εκεί που αν επιτραπεί η τροποποίηση θα επέλθει βλάβη στον αντίδικο ή όπου είναι φανερό ότι ο Αιτητής ενεργεί με κακή πίστη. Η συνήθης βλάβη που μπορεί να επέλθει και η οποία δεν είναι εύκολο να αποζημιωθεί με την καταβολή εξόδων, είναι στις περιπτώσεις που εγείρεται θέμα παραγραφής, π.χ. όπου εισάγεται αγώγιμο δικαίωμα το οποίο έχει παραγραφεί ή όπου ο εναγόμενος εμποδίζεται από του να εγείρει συγκεκριμένη υπεράσπιση, λόγω νομοθετικής παραγραφής.

  9. Στην προκειμένη περίπτωση η Εφεσείουσα δεν διαφοροποιούσε ουσιωδώς τον πυρήνα της απαίτησής της, αλλά απλώς διευρύνει τους νομικούς λόγους χωρίς να μεταβάλλει τους αρχικούς ισχυρισμούς.

10. Η άρνηση του δικαστηρίου να επιτρέψει την αιτούμενη τροποποίηση, θα σήμαινε ότι η Εφεσείουσα θα κατέφευγε εκ νέου στο Δικαστήριο, κάτι που καθόλου δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

11. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διαπίστωσε ανεπανόρθωτη ζημιά, η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα, ή κακή πίστη εκ μέρους της Εφεσείουσας, η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα έπρεπε να ασκηθεί υπέρ της Εφεσείουσας.

12. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί της διαπιστωθείσας από το πρωτόδικο δικαστήριο, καθυστέρησης και αυτός ευσταθούσε.

13. Από την καταχώρηση της Αίτησης Εργατικής Διαφοράς μέχρι την ενδιάμεση αίτηση τροποποίησης, είχαν όντως παρέλεθει 16 μήνες.  Όμως μεσολάβησαν σημαντικά γεγονότα τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε. Ο Εφεσείων απεβίωσε την 10 μήνες μετά την καταχώρηση της Αίτησης, με αποτέλεσμα στις 28.1.2011 να διοριστεί η σύζυγος του ως διαχειρίστρια της περιουσίας του.

14. Από αυτό το σημαντικό γεγονός μέχρι την καταχώρηση της ενδιάμεσης αίτησης για τροποποίηση η καθυστέρηση είναι μόνο δυόμισι μήνες, ενώ από την Έκθεση του εμπειρογνώμονα, από την οποία προέκυψαν νέα στοιχεία, ο χρόνος είναι ακόμα μικρότερος.

[*416]15.     Εν πάση περιπτώσει, είναι νομολογημένο ότι ο παράγοντας χρόνος είναι μεν σχετικός, αλλά δεν είναι «εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας».

16. Περαιτέρω δεν ήταν ορθή η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «καμιά αναφορά δεν γινόταν για το πότε περιήλθε στην αντίληψη της Εφεσείουσας, η αναγκαιότητα για τροποποίηση», δεν είναι ορθή.

17. Επίσης ευσταθούσε ο τέταρτος λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Νόμος 146(Ι)/06 δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, αφού το πεδίο εφαρμογής του Νόμου ήταν θέμα ουσίας και θα έπρεπε να αφεθεί να εξεταστεί κατά την ακρόαση της υπόθεσης και όχι να αποφασιστεί τελεσίδικα στα πλαίσια της αίτησης τροποποίησης.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ε. Φιλίππου Λτδ v. Compass Insurance Co. Ltd (Αρ. 1) (1990) 1 A.A.Δ. 24,

 

Courtis a.o. v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180,

 

Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 934,

 

Φοινιώτης v. Greenmar Navigation Ltd κ.ά. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 33,

 

Ταξί Κυριάκος Λτδ v. Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560,

 

Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Χαρίδη (2011) 1(B) A.A.Δ. 825,

 

Σοφοκλέους v. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 92,

 

Χρίστου v. Αζά (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 704,

 

Lancaster v. Moss [1899] 32(2) Reissue,

 

Digest 1575, Marshall v. L.P.T.D. [1936] 3 All ER 83,

 

Astor Manufacturing & Exporting Co κ.ά. v. Α. & G. Leventis & Company (Νigeria) Ltd κ.ά. (1993) 1 A.A.Δ. 726.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης [*417]του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (Χατζητζιοβάννης, Πρόεδρος), (Αίτηση Αρ. 550/09), ημερομηνίας 18/1/2012.

 

Μ. Στυλιανού (κα), για Χρ. Κληρίδη και Λ. Αρακελιάν, για την Εφεσείουσα.

 

Γ. Ζαχαρίου (κα), για τους Εφεσίβλητους 1, 5, 6 και 7.

 

Κλ. Στυλιανού,για Τορναρίτη & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 2.

 

Ν. Κωνσταντινίδης, για Τ. Παπαδόπουλο & Σία, για τους Εφεσίβλητους 3 και 4.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔικαστHριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η έφεση αφορά σε άρνηση του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιτρέψει τροποποίηση των γενικών λόγων Αίτησης Εργατικής Διαφοράς.

 

Ο Harutune Arakelian, σύζυγος της Εφεσείουσας, ήταν ανώτερο στέλεχος της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ, Εφεσίβλητοι 2. Με αίτησή του στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, αρχικά διεκδικούσε αποζημιώσεις ύψους €336.243 για ζημιά που είχε υποστεί λόγω πράξεων και/ή παραλείψεων του Ταμείου Προνοίας - Εφεσιβλήτων 1 και των υπολοίπων Εφεσιβλήτων 2-7. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο Arakelian απεβίωσε, με αποτέλεσμα η περιουσία του να εκπροσωπείται από την Εφεσείουσα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αποβιώσαντος, λόγω της μακράς υπηρεσίας του (42 χρόνια), δικαιούτο, εάν αφυπηρετούσε το 2007, σε ποσό ύψους €753.625, λόγω των μονάδων του Ταμείου που ήταν πιστωμένος, αντί του ποσού των 70 περίπου μισθών που έλαβε την 31.12.2008, ως αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ της Τράπεζας και του Ταμείου Προνοίας, με αποτέλεσμα η ζημιά του να ανέρχεται στις €336.243, την οποία διεκδικεί υπό μορφή αποζημιώσεων. Η Εφεσείουσα, εκ μέρους της περιουσίας του, ισχυρίζεται ότι οι Εφεσίβλητοι συνωμότησαν μεταξύ τους για να αποκρύψουν από τον αποβιώσαντα την πραγματική εικόνα όπως ήταν. Ότι δηλαδή, ως αποτέλεσμα Συμφωνίας μεταξύ Τράπεζας και Ταμείου, αν ο αποβιώσας αφυπηρετούσε ένα χρόνο μετά το 2007 θα έχανε ένα σημαντικό μέρος των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων. Γι’ αυτό η Εφεσείουσα επιφυλάσσει τα δικαιώμα[*418]τά της να διεκδικήσει με αγωγή οτιδήποτε διαφανεί μετά την εκδίκαση της υπόθεσης ότι δεν εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Ανεξάρτητα τούτου, με την παράγραφο 8 της Αίτησης Εργατικής Διαφοράς ισχυρίζεται ότι με βάση τις πρόνοιες του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου του 1981 (Ν. 44/81) και του Καταστατικού του Ταμείου Προνοίας και τις εν γένει υποχρεώσεις των Εφεσιβλήτων ως καταπιστευματοδόχων και διαχειριστών, αυτοί παρέβησαν κάθε υποχρέωση που είχαν, με αποτέλεσμα η Εφεσείουσα να διεκδικεί εκ μέρους του αποβιώσαντα συζύγου της την πιο πάνω ζημιά του. Στη συνέχεια, καταλογίζει στους Εφεσίβλητους, μεταξύ άλλων, αμέλεια να τηρούν τον αποβιώσαντα ενήμερο για την αξία των μονάδων του και την οικονομική αξία του Ταμείου, να τηρούν κανονικά λογιστικά βιβλία και στο να διαφυλάξουν το χαρτοφυλάκιο με τον δέοντα τρόπο, ώστε να διασφαλιστεί το μέγιστο της αξίας του. Διαζευκτικά καταλογίζει στους Εφεσίβλητους παράβαση των καθηκόντων τους ως καταπιστευματοδόχους του χαρτοφυλακίου του Ταμείου, προς όφελος των μελών του.

 

Ένα και πλέον χρόνο μετά την καταχώρηση της Αίτησης του στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, η Εφεσείουσα καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα τροποποίησης της αίτησης. Τα περισσότερα από τα αιτήματα τροποποίησης (Α-Λ, Ν και Ξ) εγκρίθηκαν με τη συγκατάθεση και της άλλης πλευράς, η οποία όμως δεν συγκατατέθηκε στην παράγραφο «Μ» της αίτησης με την οποία επιχειρείτο η προσθήκη της παραγράφου 8Α. Με τη νέα παράγραφο 8Α η Εφεσείουσα επιχειρεί να εισαγάγει ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, για παραβίαση των καθηκόντων των Εφεσιβλήτων που απορρέουν από την εισαγωγή του περί της Ίδρυσης των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου του 2006 (Ν. 146(Ι)/06), κακοδιαχείριση του Ταμείου, αμέλεια κ.α.. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της Εφεσείουσας, η τροποποίηση είναι αναγκαία καθώς μετά από εξασφάλιση έκθεσης εμπειρογνώμονα, δικαιολογείται η διόρθωση των διεκδικούμενων ποσών, αλλά και περαιτέρω εξειδίκευση των ισχυρισμών της για παράβαση των καθηκόντων των Εφεσιβλήτων, διαζευκτικών τρόπων υπολογισμού των αποζημιώσεων, καθώς και επίκληση σχετικής νομοθεσίας επί του θέματος. Θεωρεί ότι οι ζητούμενες τροποποιήσεις είναι απαραίτητες για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης.

 

Εκ μέρους των Εφεσιβλήτων υπήρξε ένσταση στην αίτηση για τροποποίηση της παραγράφου «Μ», προβάλλοντας ως λόγους, το ότι (α) η αίτηση είναι νομικά αβάσιμη, (β) το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την ουσία των θεμάτων που εισάγονταν [*419]με την τροποποίηση, (γ) η αίτηση είναι κακόπιστη, (δ) υποβλήθηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση και (ε) είναι αχρείαστη. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, υποστηρίχθηκε ότι η τροποποίηση ιδιαίτερα της παραγράφου 8, είναι αβάσιμη, υποβάλλεται καθυστερημένα και διαφοροποιεί πλήρως τη βάση της απαίτησης, χωρίς να δικαιολογείται η προσπάθεια εισαγωγής τους σε καθυστερημένο στάδιο. Επίσης, υποστηρίζεται ότι οι Εφεσίβλητοι εξαιρούνται ρητά από το Νόμο 146(Ι)/06 και πέραν τούτου, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας, αφού δεν υπάρχει καμία πρόνοια στο Νόμο που να το καθιστά αρμόδιο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη σχετική νομολογία, ενέκρινε τις τροποποιήσεις που ζητούνταν με τις παραγράφους Α-Ξ της αίτησης, απέρριψε όμως την τροποποίηση που ζητείτο με την παράγραφο «Μ» της αίτησης.

 

Η Εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη κρίση, προτάσσοντας τρεις λόγους έφεσης ότι:- (1) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι με την παράγραφο «Μ» επιχειρείτο η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής. Αλλά ακόμα και έτσι να ήταν, η τροποποίηση θα έπρεπε να επιτραπεί, αφού το ότι εισάγονταν νέοι ισχυρισμοί, από μόνο του δεν ήταν αρκετό για να απορριφθεί το σχετικό αίτημα τροποποίησης, (2) δεν υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση, (3) εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα δεν αναφέρει πότε περιήλθε στην αντίληψη της Εφεσείουσας η αναγκαιότητα για τροποποίηση, αφού η ακριβής ημερομηνία φαίνεται από την έκθεση του εμπειρογνώμονα και (4) είναι εσφαλμένη η κατάληξη ότι δεν εφαρμόζεται ο Νόμος 146(Ι)/2006.

 

Από τους Εφεσίβλητους, μόνο η κα Ζαχαρίου, δικηγόρος των Εφεσιβλήτων 1, 5, 6 και 7, καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης.  Οι δύο δικηγόροι των Εφεσιβλήτων 2, 3 και 4, αντίστοιχα, περιορίστηκαν στο να υιοθετήσουν το περίγραμμα της κας Ζαχαρίου.

 

Η νομική πτυχή

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.25 (ως εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση), είναι πλατιά.  Κυρίαρχο στοιχείο για την άσκησή της είναι τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Όπως τονίστηκε στην Ε. Φιλίππου Λτδ v. Compass Insurance Co. Ltd (Αρ. 1) (1990) 1 A.A.Δ. 24, στη σελ. 26:-

 

«Τα συμφέροντα της δικαιοσύνης είναι ο παράγων ο οποίος δεσπόζει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. [*420]Τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν και προσδιορίζουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης εξισορροπούνται μετά από την συνεκτίμηση των συμφερόντων των διαδίκων και των ευρύτερων συμφερόντων της δικαιοσύνης για τελεσφόρο επίλυση όλων των συναφών διαφορών μεταξύ τους καθώς και των συμφερόντων του δημοσίου στην εξασφάλιση της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης.»

 

Οι αρχές που διέπουν το θέμα δεν είναι τίποτε άλλο από εργαλεία προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου για να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια. Κατά κανόνα παρέχεται άδεια για τροποποίηση εκτός αν το Δικαστήριο καταλήξει ότι ο Αιτητής ενεργεί κακόπιστα ή ότι με την τροποποίηση, αν επιτραπεί, θα επηρεαστεί η αντίδικη πλευρά σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι δυνατή η αποζημίωση της με την καταβολή εξόδων. Άδεια για τροποποίηση μπορεί να δοθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ώστε όλα τα επίδικα ζητήματα μεταξύ των διαδίκων για το ίδιο θέμα να εκδικαστούν σε μια διαδικασία. Με βάση τη λεγόμενη σύγχρονη τάξη της νομολογίας, επιτρέπονται τροποποιήσεις ακόμη και όταν η τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία η οποία να μην μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα. Τελικά με την πάροδο των χρόνων η προσέγγιση της νομολογίας στο θέμα της τροποποίησης έγινε αρκετά φιλελεύθερη ώστε να εξυπηρετείται το συμφέρον της δικαιοσύνης με βάση το σύνολο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης. Οι πιο πάνω αρχές προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τις αποφάσεις Courtis a.o. v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 934, Φοινιώτης v. Greenmar Navigation Ltd κ.ά. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 33, Ταξί Κυριάκος Λτδ ν. Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560.

 

Η κατάληξη

 

Έχουμε εξετάσει την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης και έχουμε καταλήξει ότι η έφεση θα πρέπει να επιτραπεί.

 

Νέα βάση αγωγής – Λόγος έφεσης 1

 

Κύριος άξονας της πρωτόδικης απόφασης για την μη παραχώρηση άδειας για τροποποίηση, είναι ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις θέτουν τις αξιώσεις της Εφεσείουσας «πάνω σε νέα βάση με την εισαγωγή νέων ισχυρισμών τους οποίους προσπάθησε να εισάξει δεκαέξι σχεδόν μήνες μετά την καταχώρηση της Αίτησης Εργατικής Διαφοράς».

 

[*421]Δεν συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Κατ’ αρχάς είναι ορθό το παράπονο της Εφεσείουσας ότι από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι δεν συμπεριέλαβαν στην ένστασή τους λόγο ένστασης για την κατ’ ισχυρισμό εισαγωγή νέας βάσης αγωγής, το δικαστήριο δεν θα έπρεπε να εξετάσει ένα τέτοιο λόγο. Δεν συμμεριζόμαστε την εισήγηση των δικηγόρων των Εφεσιβλήτων ότι το θέμα ηγέρθη στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση. Όπως επισημάνθηκε στην Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Χαρίδη (2011) 1B A.A.Δ.825, στην οποία ηγέρθη παρόμοιο θέμα, «κάθε Ειδοποίηση Ένστασης θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Τύπο 47 και ‘θα εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους ένστασης’ …. Άλλο είναι οι λόγοι ένστασης και άλλο τα γεγονότα στην οποία στηρίζονται» (βλ. επίσης Σοφοκλέους v. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 92).

 

Ανεξάρτητα των πιο πάνω, θεωρούμε επίσης ορθή την εισήγηση του δικηγόρου της Εφεσείουσας ότι ενώ ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής καθοδηγεί ορθά τον εαυτό του ως προς τις νομολογιακές αρχές, εντούτοις στη συνέχεια δεν τις εφαρμόζει ανάλογα στα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Κατ’ αρχάς οι νέες αξιώσεις του αποβιώσαντα δεν είναι εντελώς άσχετες με τις αξιώσεις που ήδη προσέβαλλε με την Αίτηση Εργατικής Διαφοράς. Μπορεί ορισμένες από τις νέες αξιώσεις να θέτουν καινούργια θέματα, αλλά αυτά δεν έπρεπε να ήταν καθοριστικά στοιχεία στην έκβαση της αίτησης, εφόσον η νομολογία σαφώς δεν απαγορεύει εκ προοιμίου κάτι τέτοιο (βλ. Χρίστου v. Αζά (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 704). Όπως υποδείξαμε πιο πάνω, η τροποποίηση οποιουδήποτε δικογράφου, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι εφικτή οποτεδήποτε κρίνεται αναγκαίο για να προσδιοριστεί η ουσία της διαφοράς και να αποτραπεί η πολλαπλότητα των δικαστικών διαδικασιών. Η μόνη περίπτωση που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι εκεί που αν επιτραπεί η τροποποίηση θα επέλθει βλάβη στον αντίδικο ή όπου είναι φανερό ότι ο Αιτητής ενεργεί με κακή πίστη. Η συνήθης βλάβη που μπορεί να επέλθει και η οποία δεν είναι εύκολο να αποζημιωθεί με την καταβολή εξόδων, είναι στις περιπτώσεις που εγείρεται θέμα παραγραφής, π.χ. όπου εισάγεται αγώγιμο δικαίωμα το οποίο έχει παραγραφεί ή όπου ο εναγόμενος εμποδίζεται από του να εγείρει συγκεκριμένη υπεράσπιση, λόγω νομοθετικής παραγραφής (βλ. Lancaster v. Moss [1899] 32(2) Reissue, Digest 1575, Marshall v. L.P.T.D. [1936] 3 All ER 83 και Annual Practice 1959 σελ. 627).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Εφεσείουσα κατά την άποψή μας δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς τον πυρήνα της απαίτησής της, αλλά απλώς διευρύνει τους νομικούς λόγους χωρίς να μεταβάλλει τους αρχικούς ισχυρισμούς του αποβιώσαντα εναντίον του Εφεσίβλητου [*422]που αφορούν το Ταμείο Προνοίας (βλ. Astor Manufacturing & Exporting Co κ.ά. v. Α. & G. Leventis & Company (Νigeria) Ltd κ.ά. (1993) 1 A.A.Δ. 726 στην οποία υιοθετήθηκε παρόμοια προσέγγιση).

 

Η άρνηση του δικαστηρίου να επιτρέψει την αιτούμενη τροποποίηση, θα σήμαινε ότι η Εφεσείουσα θα κατέφευγε εκ νέου στο Δικαστήριο, κάτι που καθόλου δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης. Κατά την κρίση μας, από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο δεν διαπίστωσε ανεπανόρθωτη ζημιά, η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα, ή κακή πίστη εκ μέρους της Εφεσείουσας, η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα έπρεπε να ασκηθεί υπέρ της Εφεσείουσας.

 

Καθυστέρηση – Λόγος έφεσης 2

 

Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορά τον παράγοντα καθυστέρηση που το δικαστήριο έλαβε υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για απόρριψη της αίτησης. Και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι από την καταχώρηση της Αίτησης Εργατικής Διαφοράς μέχρι την ενδιάμεση αίτηση τροποποίησης, πέρασαν 16 μήνες.  Όμως μεσολάβησαν σημαντικά γεγονότα τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε. Ο Εφεσείων απεβίωσε την 21.10.2010 δηλαδή 10 μήνες μετά την καταχώρηση της Αίτησης, με αποτέλεσμα στις 28.1.2011 να διοριστεί η σύζυγος του ως διαχειρίστρια της περιουσίας του. Από αυτό το σημαντικό γεγονός μέχρι την καταχώρηση της ενδιάμεσης αίτησης για τροποποίηση η καθυστέρηση είναι μόνο δυόμισι μήνες, ενώ από την Έκθεση του εμπειρογνώμονα, από την οποία προέκυψαν νέα στοιχεία, ο χρόνος είναι ακόμα μικρότερος. Επομένως το δικαστήριο, κατά την κρίση μας, αξιολόγησε εσφαλμένα τον παράγοντα καθυστέρηση, τον οποίο άφησε να επηρεάσει τον τρόπο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. Εν πάση περιπτώσει, όπως τονίστηκε στην Astor Manufacturing & Exporting Co κ.ά. v. Α. & G. Leventis & Company (Νigeria) Ltd κ.ά., ανωτέρω, ο παράγοντας χρόνος είναι μεν σχετικός, αλλά δεν είναι «εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας».

 

Γνώση Εφεσείουσας για αναγκαιότητα τροποποίησης – Λόγος έφεσης 3

 

Στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την αναφορά του ευπαίδευτου πρωτόδικου δικαστή ότι «καμιά αναφορά …. δεν γίνεται για το πότε περιήλθε στην αντίληψη (της Εφεσείουσας) η αναγκαιότητα για τροποποίηση».  [*423]Ανεξάρτητα από την ύπαρξη του Νόμου 146(Ι)/06 από το 2006, η Έκθεση του εμπειρογνώμονα η οποία επισυναπτόταν στην Αίτηση Τροποποίησης και έριχνε φως στα διάφορα ζητήματα που ήγειρε ο αποβιώσας, έφερε ημερομηνία 21.2.2011.  Επομένως η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «καμιά αναφορά δεν γίνεται για το πότε περιήλθε στην αντίληψη (της Εφεσείουσας) η αναγκαιότητα για τροποποίηση», δεν είναι ορθή.

 

Εξέταση ουσίας ισχυρισμών – Λόγος έφεσης 4

 

Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Νόμος 146(Ι)/06 δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, αφού το πεδίο εφαρμογής του Νόμου ήταν θέμα ουσίας και θα έπρεπε να αφεθεί να εξεταστεί κατά την ακρόαση της υπόθεσης και όχι να αποφασιστεί τελεσίδικα στα πλαίσια της αίτησης τροποποίησης.

 

Και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Ανεξάρτητα αν τελικά ο Νόμος 146(Ι)/06 κριθεί ότι είναι σχετικός ή όχι, στην προκειμένη περίπτωση λόγω και της επίκλησης του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, συμφωνούμε με τις θέσεις της Εφεσείουσας ότι στο στάδιο εξέτασης της αίτησης τροποποίησης δεν ενδείκνυτο η σε βάθος εξέταση του πεδίου εφαρμογής του Νόμου. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να αφεθεί να εξεταστεί στο στάδιο της κυρίως δίκης, αφού βέβαια δοθεί η ευκαιρία στους διαδίκους να αναπτύξουν πλήρως όλα τα επιχειρήματα τους προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν θεωρούμε ότι η παρούσα περίπτωση μπορεί να ενταχθεί στις υποθέσεις που εξόφθαλμα οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας. Αντίθετα, τα θέματα που εγείρονται και ιδιαίτερα η διασύνδεσή τους με το ευρωπαϊκό δίκαιο, φαίνονται εκ πρώτης όψεως περίπλοκα.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση παραμερίζεται. Παραχωρείται άδεια τροποποίησης του δικογράφου ως η παράγραφος «Μ» της αίτησης τροποποίησης. Η τροποποίηση να γίνει εντός τριών εβδομάδων από σήμερα. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας. Τα πρωτόδικα έξοδα της Αίτησης για τροποποίηση επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων. Όλα τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο