Λουκαΐδου-Θεοφάνους Λίζα ν. Λεωνίδα Γεωργίου και Άλλου (2016) 1 ΑΑΔ 473

ECLI:CY:AD:2016:A103

(2016) 1 ΑΑΔ 473

[*473]19 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΛΙΖΑ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ-ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ,

 

Εφεσείουσα-Εναγόμενη 1,

 

v.

 

1. ΛΕΩΝΙΔΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα,

 

2. ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΝΝΑΡΗ,

 

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου 2.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 251/2014)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση αναστολής εκτέλεσης απόφασης ― Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου η οποία αφορούσε σε διατάγματα ετοιμασίας λογαριασμών, σε συνάρτηση με το συνεταιρισμό που διατηρούσε η αιτήτρια με τους καθ’ ων η αίτηση, έτσι ώστε να μπορούσε να γίνει ο διαμοιρασμός των κερδών μεταξύ των συνεταίρων ― Απορριπτική κατάληξη λόγω απουσίας εξαιρετικών περιστάσεων ― Η δυσκολία συμμόρφωσης με μία απόφαση δεν είναι παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης.

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση αναστολής εκτέλεσης απόφασης ― Δ.35 θ.18 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Οι αρχές που πρέπει να εξισορροπηθούν ― Θα πρέπει να καταδειχθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να το δικαιολογούν ― Περαιτέρω, ο αιτητής θα πρέπει να καταδείξει ότι τυχόν απόρριψη της αίτησης θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη ― Εφόσον κριθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση διαταγής για την αναστολή της εκτέλεσης, το δικαστήριο έχει καθήκον να επιλέξει τους κατάλληλους για την περίπτωση όρους για να τεθεί σε ισχύ η διαταγή της αναστολής.

 

Η εφεσείουσα-αιτήτρια και οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση, ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, εγγεγραμμένοι δικηγόροι. Τον Ιούλιο του [*474]1993 συμφώνησαν τη σύσταση συνεταιρισμού και λειτούργησαν δικηγορικό γραφείο στην Πάφο. Επήλθε ρήξη στις σχέσεις μεταξύ των συνεταίρων και το 2001, ο εφεσίβλητος 1-καθ’ ου η αίτηση 1, ήγειρε την αγωγή 2303/2001 εναντίον της αιτήτριας αξιώνοντας όπως δώσει λογαριασμούς του συνεταιρισμού και όπως του αποδώσει το μερίδιο που του αναλογεί. Στην αγωγή προσετέθη και ο εφεσίβλητος 2-καθ’ ου η αίτηση 2, ώστε να είναι μέρος της διαδικασίας, χωρίς όμως να αξιώνεται εναντίον του οτιδήποτε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν επανεκδίκασης, εξέδωσε στις 9.4.2014 απόφαση η οποία απετέλεσε και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Με την εν λόγω απόφαση η αιτήτρια διατάχθηκε όπως εντός 6 μηνών από την έκδοση της απόφασης ετοιμάσει, καταθέσει στο φάκελο του Δικαστηρίου και παραδώσει στον καθ’ ου η αίτηση 1 και στον καθ’ ου η αίτηση 2 λογαριασμούς που να αφορούν στις οικονομικές καταστάσεις του συνεταιρισμού για συγκεκριμένες επίδικες περιόδους, ως επίσης και άλλα συναφή διατάγματα.

 

Στις 2.7.2014, η αιτήτρια καταχώρησε, στα πλαίσια της αγωγής, αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 3.2.2015.

 

Στις 18.2.2015 επαναλήφθηκε το ίδιο αίτημα ενώπιόν του Εφετείου, το οποίο προωθήθηκε με την παρούσα αίτηση.

 

Προς υποστήριξη της αίτησής της, η αιτήτρια προέβαλε διάφορους ισχυρισμούς, οι οποίοι λεπτομερώς αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση.

 

Επικαλείτο μεταξύ άλλων μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης για τους λόγους που επεξηγούσε.

 

Αποτελούσε ακόμα θέση της αιτήτριας ότι, σε περίπτωση που δεν εκδιδόταν το αιτούμενο διάταγμα, θα μείνει εκτεθειμένη και θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού υπάρχουν δύο αντιφατικές πρωτόδικες αποφάσεις. Στην μεν αγωγή 2093/2003 η ανταπαίτηση του καθ’ ου η αίτηση 2 σε σχέση με την παράδοση σε αυτόν λογαριασμών και ποσού που αξιώνει από την εφεσείουσα απορρίφθηκε, ενώ στην επίδικη αγωγή το Δικαστήριο την διέταξε να ετοιμάσει και να παραδώσει λογαριασμούς και να αποδώσει το ένα τρίτο των καθαρών εσόδων του συνεταιρισμού. Και οι δύο αποφάσεις έχουν εφεσιβληθεί και η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση απόρρι[*475]ψης της αίτησης θα δημιουργηθούν μη αναστρέψιμες καταστάσεις, ενώ με την αναστολή εκτέλεσής της οι καθ’ ων η αίτηση δεν θα υποστούν οποιαδήποτε βλάβη.

 

Η αιτήτρια αναφέρθηκε ακόμα σε συγκεκριμένες πρακτικές και αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει για τη συμμόρφωσή της με την επίδικη απόφαση.

 

Αποτελούσε περαιτέρω θέση της  ότι δεν μπορεί το Δικαστήριο να τη διατάζει να προβεί σε ένορκη δήλωση επαλήθευσης για κάτι που δεν έκανε η ίδια προσωπικά και δεν μπορεί να ελέγξει την ορθότητα.

 

Περαιτέρω, η αιτήτρια ανέφερε μεταξύ άλλων ότι στην προσπάθειά της να συμμορφωθεί με την επίδικη απόφαση αντιλήφθηκε ότι θα πρέπει να αναθέσει σε άλλα άτομα επ’ αμοιβή την προσπάθεια ετοιμασίας των λογαριασμών και αυτό θα προκαλέσει ταλαιπωρία και μεγάλα έξοδα στην ίδια και, περαιτέρω, οι καθ’ ων η αίτηση θα έχουν πρόσβαση σε λογαριασμούς που δε δικαιούνται να λάβουν, με βάση την απόφαση στην υπόθεση 2093/2003. Επίσης, πολλά στοιχεία έχουν απωλεσθεί κατά τη μετακόμιση της εφεσείουσας από το γραφείο της το 2008 σε άλλα υποστατικά. Περαιτέρω, ο χρόνος συμμόρφωσης με την απόφαση του Δικαστηρίου έχει παρέλθει και, λόγω των δυσκολιών που προσδιόρισε η εφεσείουσα, δεν είναι σε θέση να παραδώσει λογαριασμούς και, συνεπώς, μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί κατηγορούμενη για παρακοή διατάγματος.

 

Η αιτήτρια προέβαλε ακόμα μεταξύ άλλων προς υποστήριξη της αίτησης της ότι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων δε θα προκαλέσει ζημιά στην άλλη πλευρά και δε θα επηρεαστούν τα δικαιώματά τους.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση 1 καταχώρησε ένσταση προβάλλοντας διάφορους λόγους.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος για άσκηση έφεσης είναι πρωταρχικής σημασίας σε τέτοιου είδους υποθέσεις, πρέπει όμως να εξισορροπηθεί με τη διασφάλιση του τελέσφορου της πρωτόδικης απόφασης. Δεν είναι εύκολο πάντα να διακρίνει κάποιος προς τα που κλίνει η πλάστιγγα.

  2.   Η απόφαση του Δικαστηρίου, της οποίας ζητείτο η αναστολή, αφορούσε σε διατάγματα ετοιμασίας λογαριασμών, σε συνάρτηση με το συνεταιρισμό που είχε η αιτήτρια με τους καθ’ ων η αίτηση, έτσι ώστε να μπορέσει να γίνει ο διαμοιρασμός των κερδών μετα[*476]ξύ των συνεταίρων.

  3. Η ύπαρξη ανεπανόρθωτης βλάβης είναι ουσιαστικό στοιχείο ακόμα και σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, που αφορά απόδοση λογαριασμών. Στην παρούσα περίπτωση, η αιτήτρια δεν έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες, έτσι ώστε να καταδεικνυόταν η αναγκαιότητα αναστολής της απόφασης λόγω ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων.

  4. Η δυσκολία συμμόρφωσης με μίαν απόφαση δεν είναι παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.

  5.   Η προβαλλόμενη αδυναμία της αιτήτριας να δώσει λογαριασμούς, σε μίαν υπόθεση όπως η παρούσα, θα έπρεπε να δικογραφηθεί και να τεθεί κατά την ακρόαση της αγωγής.

  6.   Τέτοιος ισχυρισμός όμως δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με αυτή την αντιμετώπιση, είναι ωσάν να γίνεται προσπάθεια ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης μέσω της παρούσας αίτησης.

  7.   Ούτε ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόρριψη της αίτησης δυνατό να τη θέσει αντιμέτωπη με αίτηση για παρακοή διατάγματος, είναι παράγοντας που επιδρά στην εξέταση τέτοιων αιτήσεων.

  8.   Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί αδυναμίας συμμόρφωσης με το διάταγμα γινόταν με γενικό και αόριστο τρόπο, με αποτέλεσμα να μην είναι πειστικός και να μην μπορεί εν πάση περιπτώσει να έχει ουσιαστική επίδραση στην υπόθεση.

  9.   Αναφορικά με την αγωγή 2093/2003, στην οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, απορρίφθηκε απαίτηση του καθ’ ου η αίτηση για απόδοση λογαριασμών από την ίδια, παρατηρείτο ότι σε αυτήν δεν ήταν διάδικος ο καθ’ ου η αίτηση 1 και συνεπώς η ύπαρξη αυτής της απόφασης δεν μπορούσε να αποτελεί λόγο αναστολής εκτέλεσης της απόφασης που πέτυχε ο καθ’ ου η αίτηση 1 στην αγωγή του.

10. Η φύση της απόφασης που επιδιώκεται η αναστολή της και οι πρακτικές δυσκολίες που επικαλείται η αιτήτρια για συμμόρφωση με την απόφαση είναι γεγονός ότι καθιστούν αναποτελεσματική την οποιαδήποτε προσφερόμενη εγγύηση. Ο δε χρόνος που θα μεσολαβήσει μέχρι την εκδίκαση της έφεσης επενεργεί αποτρεπτικά για την επιτυχία της αίτησης.

11. Η παρούσα υπόθεση χρονολογείται δε, από το 2001, έχει εκδικαστεί ήδη μια φορά, διατάχθηκε επανεκδίκαση, εκδικάστηκε δεύτερη φορά και θα απαιτηθεί περαιτέρω χρόνος για εκδίκαση της έφεσης.

12. Εάν αναστελλόταν η εκτέλεση της απόφασης μέχρι τη συμπλήρωση των εφέσεων, θα υπήρχε υπέρμετρη καθυστέρηση μέχρι την ετοιμασία των λογαριασμών και τον καθορισμό του ποσού που οφείλεται στον κάθε συνέταιρο, ενώ από το 2001 έπαυσε να υφί[*477]σταται ο εν λόγω συνεταιρισμός.

13. Δεν πρόκειται για αποκάλυψη στοιχείων τα οποία, σε περίπτωση που οι θέσεις της αιτήτριας γίνουν αποδεκτές θα πρέπει να διαφυλαχθούν. Αντίθετα, μόνο όταν αυτά τα στοιχεία αποκαλυφθούν θα μπορέσουν να τελεσφορήσουν οι δικαστικές διαμάχες των διαδίκων.

14. Στην παρούσα περίπτωση σε περίπτωση που περιέλθουν οι λογαριασμοί στα χέρια των καθ’ ων η αίτηση, δεν δημιουργείται οποιοσδήποτε κίνδυνος, καθότι έχουν νόμιμο δικαίωμα να γνωρίζουν.

15. Κύριο επιχείρημα της εφεσείουσας-αιτήτριας είναι οι πιθανότητες επιτυχίας της έφεσης. Η πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα σε τέτοιου είδους αιτήσεις και έχει, κατά κανόνα, οριακή σημασία.

16. Στην προκείμενη δε περίπτωση, ο παράγοντας αυτός καθίστατο περιθωριακής σημασίας, καθότι οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης άπτονται θεμάτων διαδικασίας και ο τρίτος λόγος αφορά σε αξιολόγηση μαρτυρίας, στοιχεία τα οποία καθιστούν αδύνατη την πρόγνωση, με βεβαιότητα, ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χαραλάμπους v. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 1978,

 

Aristidou v. Aristidou (1985) 1 C.L.R. 649,

 

Greenwich Millennium Village Ltd and ors v. Essx Services Group Plc and ors [2014] EWHC 1099,

 

Hammond Suddard Solicitors v. Agrichem International Limited [2001] EWCA Civ 2065,

 

Coleman v. Smith [1911] 2 Ch 572,

 

Department for Environment, Food and Rural Affairs v. Downs [2009] EWCA Civ. 257,

 

Erinford Properties Ltd & Another v. Cheshire County Council [1974] 2 All E.R. 448,

 

Ocean Corporation Ltd v. Novorossijksrybprom Co. Ltd. (Aρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1154,

[*478]Penderhil Holdings κ.ά. v. Κλούκινα κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1921.

 

Έφεση-Αίτηση.

 

Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης απόφασης στα πλαίσια της Έφεσης από την εναγόμενη 1 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 12574/11) ημερομηνίας 26/9/2014.

 

Χ. Φιλίππου (κα), για Αρ. Κορακίδου (κα), για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.

 

Χλ. Τοφαρίδου (κα), για Λ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο-Καθ’ ου η Αίτηση 1.

 

Γ. Ζ. Γεωργίου με Ε. Προδρόμου (κα), προσωπικά και για Κ. Μιχαηλίδη, για τον Εφεσίβλητο-Καθ’ ου η Αίτηση 2.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα-αιτήτρια (στο εξής «η αιτήτρια») και οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εγγεγραμμένοι δικηγόροι. Τον Ιούλιο του 1993 συμφώνησαν τη σύσταση συνεταιρισμού με την επωνυμία «Θεοφάνους, Κονναρής, Γεωργίου & Σία» και λειτούργησαν δικηγορικό γραφείο στην Πάφο. Επήλθε ρήξη στις σχέσεις μεταξύ των συνεταίρων και το 2001, ο εφεσίβλητος 1-καθ’ ου η αίτηση 1 (στο εξής «ο καθ’ ου η αίτηση 1) ήγειρε την αγωγή 2303/2001 εναντίον της αιτήτριας αξιώνοντας όπως δώσει λογαριασμούς του συνεταιρισμού και όπως του αποδώσει το μερίδιο που του αναλογεί. Στην αγωγή προσετέθη και ο εφεσίβλητος 2-καθ’ ου η αίτηση 2 (στο εξής «ο καθ’ ου η αίτηση 2), ώστε να είναι μέρος της διαδικασίας, χωρίς όμως να αξιώνεται εναντίον του οτιδήποτε. Η αγωγή εκδικάστηκε και εκδόθηκε απόφαση, η οποία όμως παραμερίστηκε από το Εφετείο στην έφεση που ασκήθηκε από την αιτήτρια στη βάση ότι δεν είχε διαταχθεί η ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ της αιτήτριας και του καθ’ ου η αίτηση 2 και διατάχθηκε επανεκδίκαση. Ακολούθησε ανταλλαγή δικογράφων και νέα ακροαματική διαδικασία και το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 9.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A219 εξέδωσε απόφαση, αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Με την εν λόγω απόφαση η αιτήτρια διατάσσεται όπως εντός [*479]6 μηνών από την έκδοση της απόφασης ετοιμάσει, καταθέσει στο φάκελο του Δικαστηρίου και παραδώσει στον καθ’ ου η αίτηση 1 και στον καθ’ ου η αίτηση 2 λογαριασμούς που να αφορούν τις οικονομικές καταστάσεις του συνεταιρισμού για όλη τη περίοδο 1993, 1994, 1995, για τη περίοδο από 1.1.1996 μέχρι 31.3.1996, για όλη τη περίοδο 1999 και για την περίοδο από 1.9.2000 μέχρι 31.12.2000.

 

Περαιτέρω, η αιτήτρια διατάσσεται όπως εντός 6 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης προβεί σε ετοιμασία, κατάθεση στο φάκελο του Δικαστηρίου και παράδοση στους καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 λογαριασμών που να αφορούν τις υποθέσεις του συνεταιρισμού που περιήλθαν στην κατοχή της μετά τις 17.1.2001. Κάθε συνέταιρος θα δικαιούται το 1/3 των καθαρών εσόδων που θα προκύπτει από τους λογαριασμούς και το ποσό θα επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο μετά από αίτημα οποιουδήποτε των διαδίκων μετά την κατάθεση των λογαριασμών.

 

Επίσης, με βάση την ανταπαίτηση, διατάσσεται ο καθ’ ου η αίτηση 1 όπως ετοιμάσει και καταθέσει στο Δικαστήριο και παραδώσει στην αιτήτρια και τον καθ’ ου η αίτηση 2 ένορκη δήλωση επαλήθευσης λογαριασμών σε σχέση με τις υποθέσεις του συνεταιρισμού που περιήλθαν στην κατοχή του μετά τη 17.1.2001. Και σ’ αυτή την περίπτωση, κάθε συνέταιρος θα δικαιούται το 1/3 των καθαρών εσόδων που προκύπτει από τους λογαριασμούς και θα επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο.

 

Στις 2.7.2014, η αιτήτρια καταχώρησε, στα πλαίσια της αγωγής, αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 3.2.2015. Σημειώνεται ότι εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρήθηκε έφεση, η οποία όμως απεσύρθη ενώπιόν μας κατά την εκδίκαση της παρούσας αίτησης.

 

Στις 18.2.2015 επαναλήφθηκε το ίδιο αίτημα ενώπιόν μας, με το οποίο ζητείται (α) η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ημερομηνίας 9.4.2014, (β) η αναστολή εκτέλεσης της ίδιας απόφασης καθ’ όσον αφορά την υποχρέωση της αιτήτριας για την ετοιμασία και κατάθεση στο Δικαστήριο και παράδοση στους καθ’ ων η αίτηση λογαριασμών του συνεταιρισμού για συγκεκριμένη περίοδο και, (γ) την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης αναφορικά με την υποχρέωση της αιτήτριας για ετοιμασία λογαριασμών που αφορούν τις υποθέσεις του συνεταιρισμού που περιήλθαν στην κατοχή της μετά [*480]τις 17.1.2001.

 

Προς υποστήριξη της αίτησής της, η αιτήτρια προβάλλει διάφορους ισχυρισμούς, οι οποίοι λεπτομερώς αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση.

 

Η αιτήτρια επικαλείται μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης για τους λόγους που επεξηγεί στην παράγραφο 6 (Α) – (Γ) της ένορκης δήλωσης.

 

Αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι, σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, θα μείνει εκτεθειμένη και θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού υπάρχουν δύο αντιφατικές πρωτόδικες αποφάσεις. Στην μεν αγωγή 2093/2003 η ανταπαίτηση του καθ’ ου η αίτηση 2 σε σχέση με την παράδοση σε αυτόν λογαριασμών και ποσού που αξιώνει από την εφεσείουσα απορρίφθηκε,  ενώ στην επίδικη αγωγή το Δικαστήριο την διέταξε να ετοιμάσει και να παραδώσει λογαριασμούς και να αποδώσει το ένα τρίτο των καθαρών εσόδων του συνεταιρισμού. Και οι δύο αποφάσεις έχουν εφεσιβληθεί και η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης θα δημιουργηθούν μη αναστρέψιμες καταστάσεις, ενώ με την αναστολή εκτέλεσής της οι καθ’ ων η αίτηση δεν θα υποστούν οποιαδήποτε βλάβη.

 

Η αιτήτρια αναφέρεται σε πρακτικές και αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει για τη συμμόρφωσή της με την επίδικη απόφαση. Όπως ενδεικτικά αναφέρει, από το 1993 μέχρι τον Απρίλιο του 1996, τα οικονομικά του συνεταιρισμού κρατούνταν κατ’ εξοχή από τους υπαλλήλους του συνεταιρισμού σε ένα cash book και μετά κρατούνταν στο ηλεκτρονικό πρόγραμμα «Ζυγός». Για κάποιο δε χρονικό διάστημα, ο λογιστής του καθ’ ου η αίτηση 1 έδινε οδηγίες για τα οικονομικά του συνεταιρισμού στην υπάλληλο που είχε προσληφθεί για τη λειτουργία του προγράμματος «Ζυγός» και είχε πρόσβαση στο εν λόγω  πρόγραμμα. Αποτελεί περαιτέρω θέση της αιτήτριας ότι δεν μπορεί το Δικαστήριο να τη διατάζει να προβεί σε ένορκη δήλωση επαλήθευσης για κάτι που δεν έκανε η ίδια προσωπικά και δεν μπορεί να ελέγξει την ορθότητα. Με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου, διατάσσεται η ετοιμασία και παράδοση στους εφεσίβλητους λογαριασμών σε σχέση με τις υποθέσεις του συνεταιρισμού που περιήλθαν στην κατοχή της μετά τις 17.1.2001, χωρίς όμως να αποσαφηνίζει αν εννοεί τις υποθέσεις που συνέχισε η ίδια να χειρίζεται κατ’ επιλογή του πελάτη. Μετά τη διάλυση του συνεταιρισμού και κατά την εγκατάσταση του προγράμμα[*481]τος «Ζυγός», για σκοπούς πλέον του γραφείου της, δεν περάστηκαν από την αρχή ξανά τα δεδομένα που υπήρχαν σε σχέση με το συνεταιρισμό, αλλά μεταφέρθηκαν για λόγους πρακτικούς στο πρόγραμμα «Ζυγός» του γραφείου της, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να αναγραφεί σε ποιες υποθέσεις έγινε αλλαγή δικηγόρου. Επίσης, ισχυρίζεται ότι λανθασμένα την διέταξε το Δικαστήριο να ετοιμάσει λογαριασμούς για τις υποθέσεις που ανέλαβε, χωρίς να αναφέρει για ποια χρονική περίοδο θα πρέπει να δοθούν οι λογαριασμοί, αν δηλαδή θα είναι για την περίοδο προ της ανάθεσης της υπόθεσης στο πρόσωπό της ή μετά.

 

Περαιτέρω, η αιτήτρια αναφέρει ότι στην προσπάθειά της να συμμορφωθεί με την επίδικη απόφαση αντιλήφθηκε ότι θα πρέπει να αναθέσει σε άλλα άτομα επ’ αμοιβή την προσπάθεια ετοιμασίας των λογαριασμών και αυτό θα προκαλέσει ταλαιπωρία και μεγάλα έξοδα στην ίδια και, περαιτέρω, οι καθ’ ων η αίτηση θα έχουν πρόσβαση σε λογαριασμούς που δε δικαιούνται να λάβουν, με βάση την απόφαση στην υπόθεση 2093/2003. Επίσης, πολλά στοιχεία έχουν απωλεσθεί κατά τη μετακόμιση της εφεσείουσας από το γραφείο της το 2008 σε άλλα υποστατικά. Περαιτέρω, ο χρόνος συμμόρφωσης με την απόφαση του Δικαστηρίου έχει παρέλθει και, λόγω των δυσκολιών που προσδιόρισε η εφεσείουσα, δεν είναι σε θέση να παραδώσει λογαριασμούς και, συνεπώς, μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί κατηγορούμενη για παρακοή διατάγματος.

 

Η αιτήτρια τονίζει ότι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων δε θα προκαλέσει ζημιά στην άλλη πλευρά και δε θα επηρεαστούν τα δικαιώματά τους. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης, αφού κατά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή 2303/2001 παραβιάστηκε η αρχή του δεδικασμένου, καθότι ο καθ’ ου η αίτηση 2, ο οποίος ήταν διάδικος και στις δύο αγωγές, ήγειρε ισχυρισμούς, η ορθότητα των οποίων αποτέλεσε βασικό στοιχείο στην αγωγή 2093/2003 η οποία εγέρθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση 2 εναντίον της, σε σχέση με τα ίδια γεγονότα και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση 1 καταχώρησε ένσταση με 29 λόγους και ο καθ’ ου η αίτηση 2 με 16 λόγους, οι οποίοι όμως αφορούν πανομοιότυπα ζητήματα, τα οποία συνοψίζουμε ως ακολούθως:

 

•   Τα γεγονότα που επικαλείται η αιτήτρια δεν δικαιολογούν [*482]την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.

•   Η αιτήτρια δεν αποκαλύπτει ότι συντρέχουν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.

•   Η αιτήτρια δεν αποκαλύπτει στοιχεία αναφορικά με την πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης που θα υποστεί αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

•   Η αιτήτρια δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η έφεσή της θα καταστεί άνευ αντικειμένου αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

•   Η αίτηση είναι κακόπιστη και αποσκοπεί στην πρόκληση ταλαιπωρίας και καθυστέρησης.

•   Η έφεση δεν έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας.

•   Η αίτηση υποβλήθηκε καθυστερημένα.

•   Τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η αίτηση δεν στοιχειοθετούν λόγο που να δικαιολογεί την παροχή της αιτούμενης θεραπείας.

•   Το δικαίωμα των καθ’ ων η αίτηση να επωφεληθούν των καρπών της απόφασης, υπό τις περιστάσεις υπερισχύει της οποιασδήποτε  δυσχέρειας ενδεχομένως προκληθεί στην αιτήτρια για την ετοιμασία των λογαριασμών, ειδικώτερα εαν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί της αιτήτριας για την απώλεια οικονομικών στοιχείων του συνεταιρισμού με την πάροδο του χρόνου.

•   Δεν υφίστανται ικανοποιητικές εγγυήσεις που θα μπορούσε να παράσχει η αιτήτρια σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης.

•   Δεν έχει προβληθεί οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι η μη έγκριση των αιτουμένων διαταγμάτων θα καταστήσει την έφεση άνευ αντικειμένου.

•   Με την αίτηση επιδιώκεται ο προσωρινός παραμερισμός της απόφασης που εφεσιβάλλεται και όχι η αναστολή της.

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του καθ’ ου η αίτηση 1 τονίζεται, μεταξύ άλλων, ότι μετά τον μονομερή τερματισμό του συνεταιρισμού από την αιτήτρια, κανένας δεν γνωρίζει ποιές είναι οι οφειλές και ποια τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτόν. Ο καθ’ ου η αίτηση 1 έλαβε μόνο ένα μικρό αριθμό υποθέσεων μετά τον τερματισμό λειτουργίας του συνεταιρισμού, για τις οποίες είναι πρόθυμος να δώσει λογαριασμούς. Για τις υπόλοιπες υποθέσεις που παρέμειναν στα χέρια της αιτήτριας, λόγω του ότι η ίδια απέκλεισε την πρόσβαση των υπολοίπων στα γραφεία του συνεταιρισμού αντικαθιστώντας τις κλειδαριές του γραφείου πέτυχε όπως η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων πα[*483]ραμείνουν κάτω από τον έλεγχο και την κατοχή της καθώς επίσης και το αρχείο και τα στοιχεία των πελατών, καθώς και το πρόγραμμα «Ζυγός» που διατηρούσε ο συνεταιρισμός. Το γραφείο που διατηρεί η αιτήτρια σήμερα είναι κατά κύριο λόγο συνέχεια των δραστηριοτήτων του επίδικου συνεταιρισμού και συνεπώς δεν μπορεί η ίδια να μη διατήρησε τα στοιχεία που αφορούν τις πλείστες υποθέσεις του συνεταιρισμού.

 

Τονίζεται στην ένορκη δήλωση η εδώ και 14 χρόνια δικαστική διαμάχη χωρίς ακόμα να γνωρίζει ο καθ’ ου η αίτηση 1 τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σε σχέση με τον εν λόγω συνεταιρισμό. Η αιτήτρια αναφέρεται, είχε πολλά χρόνια στη διάθεση της να μεριμνήσει για την ετοιμασία των λογαριασμών αφού είχε όλα τα στοιχεία στην κατοχή της εκ των οποίων και το σύστημα «Ζυγός» και την υπάλληλο που το χειριζόταν και συνέχισε να εργάζεται στο γραφείο της αιτήτριας. Παρά ταύτα τίποτα δεν έπραξε και επικαλείται αδυναμία συμμόρφωσης με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η ίδια τερμάτισε τις εργασίες του συνεταιρισμού και όφειλε να ετοιμάσει λογαριασμούς. Ως προς τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι ο λογιστής του καθ’ ου η αίτηση 1 ετοίμασε λογαριασμούς για τα έτη 1996-8 υπάρχει άρνηση και παραπομπή στην απόφαση του Δικαστηρίου. Ως προς την αδυναμία συμμόρφωσης με τα διατάγματα του Δικαστηρίου, παρατηρείται ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν τέθηκε από την αιτήτρια κατά την εκδίκαση της αγωγής. Πρόκειται για αόριστους και ανεδαφικούς ισχυρισμούς και δεν έχουν καμία σχέση με την παρούσα διαδικασία.

 

Προβάλλεται περαιτέρω η θέση ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να παράσχει ικανοποιητικές εγγυήσεις για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Αυτό που ουσιαστικά επιδιώκεται είναι η ακύρωση και παραμερισμός της απόφασης. Δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις για να επιτύχει η αιτήτρια στην αίτησή της, ενώ τονίζεται ότι τίποτε δεν έχει πράξει από την έκδοση της απόφασης με στόχο τη συμμόρφωση της με αυτήν.

 

Πανομοιότυποι ισχυρισμοί περιλαμβάνονται και στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του καθ’ ου η αίτηση 2.

 

Οι λόγοι ένστασης που εγέρθηκαν για κατάχρηση εξουσίας, στη βάση του γεγονότος ότι η εφεσείουσα, πέραν της καταχώρηση της παρούσας αίτησης, καταχώρησε και έφεση εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει πανομοιότυπο αίτημα, δε θα μας απασχολήσουν περαιτέρω, καθότι η [*484]εν λόγω έφεση αποσύρθηκε ενώπιόν μας.

 

Όλες οι πλευρές κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις όπου με πολλή επιμέλεια και εμπεριστατωμένα ανέλυσαν τις αντίστοιχες θέσεις τους.

 

Η Δ.35 θ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών επί της οποίας στηρίζεται, μεταξύ άλλων, η αίτηση, προνοεί ως ακολούθως:

 

«18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.»

 

Οι αρχές που διέπουν το θέμα έχουν καθοριστεί από τη νομολογία και συνοψίστηκαν ως ακολούθως στην υπόθεση Χαραλάμπους v. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 1978:

 

«Η νομική βάση της αίτησης για αναστολή είναι η Διαταγή 35 καν. 18*. Οι αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα, εκπηγάζουν από τη νομολογία** και μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

 

(α) Η απόφαση για αναστολή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η άσκηση της οποίας γίνεται στο πλαίσιο της Διαταγής 35 καν. 18 και σε συνάρτηση προς τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

 

(β) Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης η οποία, παραμένει ισχυρή και διατηρεί την τελεσιδικία της μέχρι την τροποποίηση ή την ανατροπή της  από το Εφετείο. Έπεται ότι ο  επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να αποστερείται τους καρπούς της επιτυχίας του εκ μόνου του γεγονότος ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης του αντιδίκου του. Από την άλλη όμως αποτελεί βασική προϋπόθεση για την απονομή της δικαιοσύνης, η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώμα[*485]τος για άσκηση έφεσης. Η άρνηση έκδοσης διαταγής για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης δυνητικά συνεπάγεται κίνδυνο εξανέμισης της αξίας της έφεσης.

 

Το δικαστήριο, κατά την εξέταση αίτησης για αναστολή εκτέλεσης απόφασης, έχει καθήκον να εξισορροπήσει δύο σημαντικούς παράγοντες· ήτοι, τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης από τη μια και τη διασφάλιση της αξίας και του αποτελέσματος της έφεσης από την άλλη. Στην The Governor and the Company of the Bank of Scotland v. S.S. Sapphire Seas (2001) 1 Α.Α.Δ. 955, ειπώθηκαν τα εξής:

 

"Στην περίπτωση των αναστολών γίνεται προσπάθεια εξισορρόπησης δύο παραγόντων: Να δρέψει άμεσα ο νικητής του δικαστικού αγώνα τους καρπούς της επιτυχίας του και να μη μείνει ο άλλος, αν νικήσει, με κενά χέρια. Σ' αυτό το πλαίσιο κινείται η άσκηση της διακριτικής μας εξουσίας."

 

Εφόσον κριθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση διαταγής για την αναστολή της εκτέλεσης, το δικαστήριο έχει καθήκον να επιλέξει  τους κατάλληλους για την περίπτωση όρους για να τεθεί σε ισχύ η διαταγή της αναστολής. Εναπόκειται επομένως στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η επιλογή των όρων που θα τεθούν προκειμένου να επιφέρουν την εξισορρόπηση των συγκρουομένων δικαιωμάτων μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης.»

 

Για να εγκριθεί αίτημα αναστολής εκτέλεσης, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να το δικαιολογούν. Περαιτέρω, ο αιτητής θα πρέπει να καταδείξει ότι τυχόν απόρριψη της αίτησης θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη.

 

Στην υπόθεση Aristidou v. Aristidou (1985) 1 C.L.R. 649, στη σελίδα 652, που μας παρέπεμψαν οι συνήγοροι του καθ’ ου η αίτηση-εφεσίβλητου 2, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:

 

«It is well settled that special circumstances should exist justifying the, stay of execution of a judgment and that such circumstances do not appear to include contentions that the judgment in respect of which an appeal has been made is against the weight of evidence or that there was no evidence to support it .or that there has occurred a misdirection in law (see Monk v. [*486]Bartram, [18911 1 Q.B.D. 346). It was, furthermore, stressed in Chester v. Powell, 1 T.L.R. 390, that stay of execution pending appeal will not he granted unless it can be shown that irreparable mischief may be done by refusing it.»

 

Σχετική με το θέμα είναι και η πρόσφατη Αγγλική υπόθεση Greenwich Millennium Village Ltd and ors v. Essx Services Group Plc and ors (2014) EWHC 1099.

 

Η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος για άσκηση έφεσης είναι πρωταρχικής σημασίας σε τέτοιου είδους υποθέσεις, πρέπει όμως να εξισορροπηθεί με τη διασφάλιση του τελέσφορου της πρωτόδικης απόφασης. Δεν είναι εύκολο πάντα να διακρίνει κάποιος προς τα που κλίνει η πλάστιγγα. Αυτό αποτυπώνεται και στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Hammond Suddard Solicitors v. Agrichem International Limited (2001) EWCA Civ 2065, par. 22:

 

«Whether the court should exercise its discretion to grant a stay will depend upon all the circumstances of the case, but the essential question is whether there is a risk of injustice to one or other or both parties if it grants or refuses a stay. In particular, if a stay is refused what are the risks of the appeal being stifled? If a stay is granted and the appeal fails, what are the risks that the respondent will be unable to enforce the judgment? On the other hand, if a stay is refused and the appeal succeeds, and the judgment is enforced in the meantime, what are the risks of the appellant being able to recover any monies paid from the respondent?»

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου, της οποίας ζητείται η αναστολή, αφορά σε διατάγματα ετοιμασίας λογαριασμών, σε συνάρτηση με το συνεταιρισμό  που είχε η αιτήτρια με τους καθ’ ων η αίτηση, έτσι ώστε να μπορέσει να γίνει ο διαμοιρασμός των κερδών μεταξύ των συνεταίρων. Σε σχέση με τέτοιου είδους υποθέσεις σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το Supreme Court Practice 1993, Volume 1, Part 1, σελίδα 1004:

 

«An appeal does not operate as a stay on the order appealed against, except to the extent that the court below, or the Court of appeal (or a single Lord Justice) otherwise directs (O.59, r13(1)(a))… Neither the court below nor the Court of Appeal will grant a stay unless satisfied that there are good reasons for doing so. The Court does not make a practice of depriving a [*487]successful litigant of the fruits of his litigation, and locking up funds to which prima facie he is entitled, pending an appeal… and this applies not merely to execution but to the prosecution of proceeding under the judgment or order appealed from – for example inquiries… or an account of profits in a passing-off action (Coleman & Co v. Smith & Co Ltd [1911] 2 Ch. 572)…»

 

Στην υπόθεση Coleman v. Smith [1911] 2 Ch 572, στη σελίδα 580, που επίσης αφορούσε υπόθεση απόδοσης λογαριασμών αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«It is not the practice of this Court to stay such an account, unless irreparable injury would otherwise be caused: Nerot v. Burnard (1); Hyam v. Terry (2). The plaintiffs will proceed with the account at their own risk as to costs. It would unduly protract litigation if an account could not be proceeded with until after the decision of the ultimate appeal in the case.»

 

Η ύπαρξη ανεπανόρθωτης βλάβης είναι ουσιαστικό στοιχείο ακόμα και σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, που αφορά απόδοση λογαριασμών.  Θεωρούμε όμως ότι στην παρούσα περίπτωση, η αιτήτρια δεν δίδει επαρκείς λεπτομέρειες, έτσι ώστε να καταδεικνύεται η αναγκαιότητα αναστολής της απόφασης λόγω ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Η δυσκολία συμμόρφωσης με μίαν απόφαση δεν είναι παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Σχετική με το θέμα είναι η υπόθεση στην οποία μας παρέπεμψαν οι συνήγοροι του καθ’ ου η αίτηση 2, Department for Environment, Food and Rural Affairs v. Downs [2009] EWCA Civ. 257. Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση ότι η διαδικασία που τηρείτο από συγκεκριμένο κυβερνητικό τμήμα, δεν ήταν σύμφωνη με οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έδωσε οδηγίες όπως το εν λόγω τμήμα αναθεωρήσει τις εφαρμοστέες μεθόδους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την εκδίκαση της αίτησης, η οποία στηρίζετο σε ισχυρισμό ότι συμμόρφωση με την απόφαση θα τους έθετε σε πολύ χρονοβόρες και πολυέξοδες διαδικασίες, κρίνοντας ότι οι λόγοι αυτοί δεν ήταν επαρκείς για να αποσείσουν το βάρος που είχαν στους ώμους τους. Το Δικαστήριο έλαβε ειδικότερα υπόψη ότι, εφόσον επρόκειτο για χρονοβόρες διαδικασίες, θα ήταν άδικο για τον επιτυχόντα διάδικο να αναμένει την απόφαση του Εφετείου πριν το τμήμα ξεκινήσει να εργάζεται προς συμμόρφωση με την απόφαση. Αίτηση η οποία [*488]ακολούθως καταχωρήθηκε στο Court of Appeal είχε την ίδια τύχη.

 

Η προβαλλόμενη αδυναμία της αιτήτριας να δώσει λογαριασμούς, σε μίαν υπόθεση όπως η παρούσα, θα έπρεπε να δικογραφηθεί και να τεθεί κατά την ακρόαση της αγωγής. Τέτοιος ισχυρισμός όμως δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με αυτή την αντιμετώπιση, είναι ωσάν να γίνεται προσπάθεια ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης μέσω της παρούσας αίτησης. Ούτε ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόρριψη της αίτησης δυνατό να τη θέσει αντιμέτωπη με αίτηση για παρακοή διατάγματος, είναι παράγοντας που επιδρά στην εξέταση τέτοιων αιτήσεων. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί αδυναμίας συμμόρφωσης με το διάταγμα γίνεται με γενικό και αόριστο τρόπο, με αποτέλεσμα να μην είναι πειστικός και να μην μπορεί εν παση περιπτώσει να έχει ουσιαστική επίδραση στην υπόθεση.

 

Αναφορικά με την αγωγή 2093/2003, στην οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, απορρίφθηκε απαίτηση του καθ’ ου η αίτηση για απόδοση λογαριασμών από την ίδια, παρατηρούμε ότι σε αυτήν δεν ήταν διάδικος ο καθ’ ου η αίτηση 1 και συνεπώς η ύπαρξη αυτής της απόφασης δεν μπορεί να αποτελεί λόγο αναστολής εκτέλεσης της απόφασης που πέτυχε ο καθ’ ου η αίτηση 1 στην αγωγή του. Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να σημειώσουμε περαιτέρω, πως η αγωγή αυτή είχε εγερθεί από τον καθ’ ου η αίτηση 2 εναντίον της αιτήτριας, με την οποία αξιώνετο, μεταξύ άλλων, η παροχή από την αιτήτρια λογαριασμών σε σχέση με τον συνεταιρισμό. Όταν αργότερα, μετά την εκδίκαση της έφεσης στην αγωγή 2303/2001 αποφασίστηκε όπως ανταλλαγούν δικόγραφα μεταξύ των εναγομένων και θα αποφασίζονταν στα πλαίσια αυτής της αγωγής όλα τα επίδικα θέματα αναφορικά με τον συνεταιρισμό μεταξύ των τριών συνεταίρων, ο καθ’ ου η αίτηση 2 – ενάγοντας στην αγωγή 2093/2003 καταχώρησε αίτηση διακοπής της αγωγής, όμως το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και προχώρησε στην εκδίκασή της. Στις 13.10.2013 εκδόθηκε απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Εναντίον των αποφάσεων αυτών καταχωρήθηκε έφεση.

 

Εγείρεται από τους καθ’ ων η αίτηση θέμα εγγύησης, ότι δηλαδή η αιτήτρια δεν δύναται να παράσχει αποτελεσματικές εγγυήσεις, σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης, ότι θα είναι πράγματι σε θέση να δώσει λογαριασμούς σε περίπτωση που η έφεσή της απορριφθεί. Η φύση της απόφασης που επιδιώκεται η αναστολή της και οι πρακτικές δυσκολίες που επικαλείται η αιτή[*489]τρια για συμμόρφωση με την απόφαση είναι γεγονός ότι καθιστούν αναποτελεσματική την οποιαδήποτε προσφερόμενη εγγύηση. Ο δε χρόνος που θα μεσολαβήσει μέχρι την εκδίκαση της έφεσης επενεργεί αποτρεπτικά για την επιτυχία της αίτησης. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η παρούσα υπόθεση χρονολογείται από το 2001, έχει εκδικαστεί ήδη μιία φορά, διατάχθηκε επανεκδίκαση, εκδικάστηκε δεύτερη φορά και θα απαιτηθεί περαιτέρω χρόνος για εκδίκαση της έφεσης. Θεωρούμε ότι εάν ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης μέχρι τη συμπλήρωση των εφέσεων, θα υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση μέχρι την ετοιμασία των λογαριασμών και τον καθορισμό του ποσού που οφείλεται στον κάθε συνέταιρο, ενώ από το 2001 έπαυσε να υφίσταται ο εν λόγω συνεταιρισμός.

 

Αποτελεί θέση της αιτήτριας ότι σε περίπτωση που δεν τελεσφορήσει η παρούσα αίτηση και συμμορφωθεί με τα διατάγματα του Δικαστηρίου και ακολούθως κερδίσει την έφεση, αυτή δεν θα έχει κανένα νόημα γιατί όλα τα στοιχεία θα έχουν ήδη γνωστά στην άλλη πλευρά. Με αυτό το επιχείρημα παραγνωρίζεται ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων αφορά ουσιαστικά την διάλυση ενός συνεταιρισμού όπου οι συνεταίροι έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν τις οικονομικές του καταστάσεις και ως θέμα Νόμου (βλ. Άρθρο 30 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου Κεφ.116). Δεν πρόκειται για αποκάλυψη στοιχείων τα οποία, σε περίπτωση που οι θέσεις της αιτήτριας γίνουν αποδεκτές θα πρέπει να διαφυλαχθούν. Αντίθετα, μόνο όταν αυτά τα στοιχεία αποκαλυφθούν θα μπορέσουν να τελεσφορήσουν οι δικαστικές διαμάχες των διαδίκων.

 

Η υπόθεση Erinford Properties Ltd a.o. v. Cheshire County Council (1974) 2 All E.R. 448 που μας παρέπεμψε η αιτήτρια αφορά σε προσωρινό διάταγμα και δεν θεωρούμε ότι είναι βοηθητική στην παρούσα περίπτωση. Παρατηρούμε βέβαια ότι η προσέγγιση του δικαστή Megarry δεν έτυχε αποδοχής στην υπόθεση Ocean Corporation Ltd v. Novorossijksrybprom Co. Ltd. (Aρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1154 που μας παρέπεμψε η αιτήτρια. Ο δικαστής Νικολάου,  ρητά αναφέρει ότι η ευρεία προσέγγιση που ακολούθησε ο δικαστής Megarry δεν τον εύρισκε σύμφωνο.

 

Η υπόθεση Penderhil Holdings κ.ά. v. Κλούκινα κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1921 που επίσης μας παρέπεμψε η αιτήτρια αφορούσε προσωρινό διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal, όπου [*490]απαιτείται διαφύλαξη εμπιστευτικών πληροφοριών. Θεωρούμε ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από την υπόθεση Penderhil. Στην παρούσα περίπτωση σε περίπτωση που περιέλθουν οι λογαριασμοί στα χέρια των καθ’ ων η αίτηση δεν δημιουργείται οποιοσδήποτε κίνδυνος, καθότι έχουν νόμιμο δικαίωμα να γνωρίζουν.

 

Κύριο επιχείρημα της εφεσείουσας-αιτήτριας είναι οι πιθανότητες επιτυχίας της έφεσης για τις οποίες αναλώνεται ένα μεγάλο μέρος της ένορκής της δήλωσης. Περιοριζόμαστε να αναφερθούμε στη θέση της νομολογίας ότι η πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα σε τέτοιου είδους αιτήσεις και έχει, κατά κανόνα, οριακή σημασία. Στην προκείμενη δε περίπτωση, ο παράγοντας αυτός καθίσταται περιθωριακής σημασίας, καθότι οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης άπτονται θεμάτων διαδικασίας και ο τρίτος λόγος αφορά σε αξιολόγηση μαρτυρίας, στοιχεία τα οποία καθιστούν αδύνατη την πρόγνωση, με βεβαιότητα, ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης.

 

Αφού λάβαμε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες που έχουν τεθεί ενώπιόν μας και προσπαθώντας να εξισορροπήσουμε από τη μια την τελεσιδικία των αποφάσεων και το να επωφελείται ο διάδικος των καρπών της επιτυχίας του και, από την άλλη, να μην καταστεί άνευ αντικειμένου η έφεση, κρίνουμε ότι η πλάστιγγα κλίνει υπέρ της απόρριψης της αίτησης.

 

Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας – αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο