Beechcroft Ventures Ltd και Άλλοι ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2016) 1 ΑΑΔ 737

ECLI:CY:AD:2016:D154

(2016) 1 ΑΑΔ 737

[*737]16 Μαρτίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ KAI

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ TOY 1964 (N. 33/64),

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TΩΝ BEECHCROFT VENTURES

LIMITED – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1, ΦΙΛΙΠ ΦΙΛΙΠΠΟΥ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ 2 ΚΑΙ ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ 3 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ PROHIBITION,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟ 2950/2010

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 14/2016)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Prohibition ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Prohibition, με το οποίο να απαγορευόταν η συνέχιση εκδίκασης αγωγής από τον εκδικάζοντα Δικαστή, λόγω ισχυριζόμενης έκδηλης και σοβαρής προκατάληψης η οποία ανέτρεπε το θεμέλιο της δίκαιης δίκης ― Απορριπτική κατάληξη ― Απουσία εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Φυσική δικαιοσύνη ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Δικαστές ― Αμεροληψία ― Ο ρόλος του Δικαστή ― Η υπομονή και το να ακούεται κάποιος με σοβαρότητα είναι απαραίτητα μέρη της δικαιοσύνης, και ένας ομιλητικός Δικαστής είναι ένα μη καλοκουρδισμένο κύμβαλο.

 

Στο πλαίσιο της Πολιτικής Αίτησης 163/2015 παραχωρήθηκε άδεια για την καταχώριση αιτήσεως προνομιακού εντάλματος της φύσεως Prohibition, έτσι ώστε να απαγορευθεί η συνέχιση της εκδίκασης της αγωγής υπ’ αρ. 2950/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας από τον εκδικάζοντα Δικαστή.

 

[*738]Η αίτηση στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο εκδικάζων Δικαστής «εμφορείτο από έκδηλη και σοβαρή προκατάληψη και ανατρέπει το θεμέλιο της δίκαιης δίκης». Οι λεπτομέρειες οι οποίες είχαν παρατεθεί με  ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των αιτητών, στηρίζονταν στο γεγονός ότι κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και συγκεκριμένα κατά την πρώτη εμφάνιση για ακρόαση της υπόθεσης πρωτοδίκως και την παράθεση της μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα των καθ’ ων η αίτηση-εναγόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε επιτρέψει την κατάθεση τεκμηρίων, κατά το στάδιο της κυρίως εξέτασης, χωρίς να υπάρχει, εκ των προτέρων, η επιθεώρηση τους από τους δικηγόρους των αιτητών-εναγομένων. Το δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε, παραγνώρισε σειρά ενστάσεων επί του προκειμένου.

 

Το κύριο επιχείρημα, όμως, ήταν ότι είχε ζητηθεί αναβολή από τη συνήγορο πριν από την έναρξη της αντεξέτασης, έτσι ώστε να δινόταν η δυνατότητα μελέτης των εγγράφων τα οποία κατατέθηκαν. Κάτι τέτοιο δεν έγινε αποδεκτό και στη συνέχεια, όπως εμφαινόταν από τα πρακτικά, τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήριο, επί της αιτήσεως, το δικαστήριο δεν επέτρεψε στη συνήγορο να προβεί σε αντεξέταση του μάρτυρα, παρεμβαίνοντας και δίδοντας το ίδιο το δικαστήριο αφενός μεν απαντήσεις, αφετέρου δε σε σειρά ερωτήσεων έδιδε οδηγίες στο μάρτυρα να μην απαντά ή το ίδιο το δικαστήριο έδιδε τη δική του εξήγηση και απάντηση επί των υποβληθέντων ερωτήσεων.

 

Όπως υποστηρίχθηκε, από τους συνήγορους των αιτητών δεν έγινε αντεξέταση και υπήρξε έκδηλη παρέμβαση του πρωτόδικου δικαστή σε βαθμό που, κατά την εισήγηση των αιτητών, στερήθηκαν του δικαιώματος αντεξέτασης και συνακόλουθα του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

 

Καταχωρήθηκε από πλευράς των καθ’ ων η αίτηση ένσταση, υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση με την οποία προβλήθηκαν νομικές ενστάσεις και παράλληλα προωθήθηκε μεταξύ άλλων η θέση, ότι η  διαδικασία έγινε ενώπιον του δικαστηρίου νομότυπα, τα δε έγγραφα κατατέθηκαν με την ορθή διαδικασία, έχοντας υπόψη ότι οι εναγόμενοι, νυν αιτητές, δεν είχαν υποβάλει αίτημα για αποκάλυψη εγγράφων, όπως προνοείται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Στην υπό κρίση υπόθεση, όταν είχε κατατεθεί η αίτηση για παραχώρηση αδείας, δεν είχαν συμπεριληφθεί τα πρακτικά της διαδικασίας και, όπως είχε αναφερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και [*739]τεκμηριωθεί με επιστολές που κατατέθηκαν στο Πρωτοκολλητείο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι αιτητές ζήτησαν τα πρακτικά αμέσως, πλην, όμως, η διαδικασία ετοιμασίας τους καθυστέρησε. Συντάχθηκαν ύστερα από αλλεπάλληλα αιτήματα των συνηγόρων των αιτητών και της έγκρισης του Δικαστηρίου. Συνεπώς, δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί η εισήγηση που προβλήθηκε με την ένσταση  περί νομικά αβάσιμης αίτησης.

  2.   Η έκδοση διατάγματος Prohibition μπορεί να επιτευχθεί όχι μόνο στη βάση της υπέρβασης ή έλλειψης δικαιοδοσίας, αλλά και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

  3.   Δεν εκδίδεται διάταγμα βασιζόμενο στον τρόπο εφαρμογής μίας πρακτικής, αλλά κατά πόσο έχει ένα κατώτερο δικαστήριο παραβεί τους κανόνες που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Μπορεί να διαπιστωθεί παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης εάν το δικαστήριο δεν ενήργησε καλοπίστως ή απέφυγε να ακούσει και τις δύο πλευρές έτσι ώστε να δοθεί δυνατότητα σε αμφότερα τα μέρη, με βάση το ισχύον αντιπαραθετικό σύστημα, να παρουσιάσουν την υπόθεση τους και να στοιχειοθετήσουν ή να αντικρούσουν οποιοδήποτε θέμα έχει εγερθεί ενώπιον του δικαστηρίου.

  4.   Η έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας και το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο, η υποβληθείσα αίτηση έγινε από άτομο το οποίο έχει υποστεί την ισχυριζόμενη παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, επί του προκειμένου. Η έκδοση εντάλματος Prohibition δεν συνιστά διαζευκτική θεραπεία προς οποιαδήποτε άλλη που μπορεί να χορηγηθεί στα πλαίσια εφέσεως ή συναφώς προς έφεση.

  5.   Το θέμα της παράβασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης έχει αναλυθεί στην υπόθεση The Republic v. Mozoras (1996) 3 Α.Α.Δ. 356, ιδιαιτέρως στις σελ. 399 και επόμενα. Το δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση ανέφερε ότι οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης εδράζονται σε δύο βασικούς κανόνες ήτοι, (α) κανείς δεν μπορεί να είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης και (β) αμφότερες οι πλευρές έχουν το δικαίωμα να ακουστούν ή audi alteram partem.

  6.   Στο σύγγραμμα Modern Legal Studies (Natural Justice), 2η Έκδοση,  οι συγγραφείς καταπιάνονται με το δικαίωμα ακρόασης που πρέπει να συνυπάρχει σε κάθε διαδικασία η οποία γίνεται με προφορική ακρόαση. Μεταξύ άλλων, είναι η δυνατότητα παραχώρησης του δικαιώματος για αντεξέταση. Βεβαίως, στη σελ. 73 του ιδίου συγγράμματος αναφέρεται ότι η έκταση του δικαιώματος αντεξέτασης θα εξαρτηθεί από τη φύση της διαδικασίας και τα θέματα τα οποία βρίσκονται υπό αμφισβήτηση.

  7.   Στην υπόθεση A. Panayides Contracting Ltd. v. Χαραλάμπους (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 416, αναφέρεται ότι σε συνάρτηση με το δικαί[*740]ωμα για δίκαιη δίκη βρίσκεται και το δικαίωμα του κάθε διάδικου να αντεξετάσει τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του και αυτό είναι συνυφασμένο με την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. Και σημειώνεται: «Χωρίς το όπλο αυτό, ο διάδικος στερείται των εχεγγύων της φυσικής δικαιοσύνης για την υπεράσπιση του. Το δικαίωμα αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της δίκαιης δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική διαδικασία από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος».

  8.   Από τα πρακτικά τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου, προέκυπτε ότι ο πρωτόδικος δικαστής παρέμβαινε  συστηματικά κατά το στάδιο της αντεξέτασης, προβαίνοντας σε αχρείαστα σχόλια τα οποία δυνατό να δημιουργούν την εντύπωση ότι κατεβαίνει στην αρένα της δίκης. Ο δικαστής πρέπει να αποστασιοποιείται από οποιαδήποτε διένεξη και να τηρεί μια αυστηρή διαιτητική θέση.

  9.   Παρατηρείτο στην υπό κρίση υπόθεση ότι ο πρωτόδικος δικαστής κατ' αρχήν απευθυνόταν στη συνήγορο των αιτητών-εναγομένων στον ενικό. Τούτο το στοιχείο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, καθότι θα μπορούσε να εκληφθεί ως ασέβεια προς το συνήγορο και υποβάθμιση του ρόλου του.

10. Περαιτέρω, διαπιστωνόταν ότι ο πρωτόδικος δικαστής, ιδιαιτέρως κατά το στάδιο της αντεξέτασης, είχε παρέμβει κατ' επανάληψη καλώντας το μάρτυρα να μην απαντήσει ή έδιδε ο ίδιος μια ερμηνεία στα θέματα που ήταν αντικείμενο της ερώτησης, που τείνουν, ιδιαιτέρως στα μάτια ενός τρίτου παρατηρητή, να οδηγήσουν σε πιθανολόγηση ότι πιθανό να ήθελε να παρέμβει στη διαδικασία ως συνήγορος.

11. Οι παρεμβάσεις αυτής της μορφής πρέπει να αποφεύγονται καθότι δεν προάγεται το συμφέρον της δικαιοσύνης και ζημιώνει την εικόνα του δικαστηρίου.

12. Με βάση τα πιο πάνω θα εξεταζόταν  κατά πόσο οι αιτητές είχαν ικανοποιήσει το επίπεδο απόδειξης που έπρεπε να τεκμηριωθεί για την έκδοση ενός δραστικού προνομιακού εντάλματος, όπως το Prohibition, και να απαγορευθεί στο συγκεκριμένο δικαστή η συνέχιση της υπόθεσης.

13. Οι αιτητές δεν είχαν αποσείσει το βάρος απόδειξης, ως ανωτέρω. Τούτο δε ανεξαρτήτως της αρχικής μου απόφανσης επί της Πολ. Αίτ. 163/2015. Το επίπεδο είναι διάφορο.

14. Οι παρεμβάσεις του πρωτόδικου δικαστή είχαν, μεταξύ άλλων, ως βάση τη δικογραφημένη θέση των αιτητών. Αυτή η δικογραφία και συγκεκριμένα η έκθεση απαίτησης, αλλά περισσότερο η υπεράσπιση των αιτητών-εναγομένων, στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν τέθηκε ενώπιον του Ανωτάτου, παρόλο που μέσα από τα πρακτικά φαίνεται ότι η συνήγορος επικέντρωνε την προσοχή της στην αμφισβήτηση της συμφωνίας δανείου επί της οποίας στηρίχθηκε η [*741]αγωγή. Τούτο όμως δεν είναι αρκετό. Θα έπρεπε να είχαν επίσης κατατεθεί και τα δικόγραφα, έτσι ώστε να υπάρχει τεκμηρίωση αυτού του στοιχείου.

15. Κατά δεύτερο, το έτερο θέμα  ήταν το γεγονός ότι, ακόμα και μετά την παράθεση των παρεμβάσεων του δικαστηρίου, δεν ήταν, άμεσα, προβλεπτό πώς οι παρεμβάσεις αυτές θα επηρεάσουν στο τέλος της υπόθεσης την όλη έκβαση και εάν αυτό το στοιχείο από μόνο του ήταν αρκετό για να εκδοθεί προνομιακό ένταλμα Prohibition.

16. Αναφυόταν, συναφώς, μια αναγκαιότητα συνολικής εκτίμησης της κατάστασης η οποία δεν μπορούσε να γίνει σ' εκείνο το στάδιο, παρά μόνο κατά τη διαδικασία έφεσης στο τέλος της υπόθεσης, αν και εφόσον αυτή καθίστατο αναγκαίο να καταχωρηθεί.

17. Δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την έκδοση του παρόντος εντάλματος. Η όλη διαδικασία και οι επιπτώσεις της επί του συνόλου της μαρτυρίας που θα κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου και θα αξιολογηθεί, τότε θα μπορεί να κριθεί αν, όντως, επηρέασε και σε ποιο βαθμό, τη δυνατότητα προώθησης της υπόθεσης από πλευράς αιτητών-εναγομένων και όλα αυτά θα ήταν καταλληλότερο στάδιο να κριθούν κατά τη διαδικασία της έφεσης.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

The Republic v. Mozoras (1996) 3 Α.Α.Δ. 356,

 

A. Panayides Contracting Ltd. v. Χαραλάμπους (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 416,

 

Παπακυριακού v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 133,

 

Evangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41,

 

Jones v. National Coal Board [1957] 2 Q.B. 55,

 

Κλεάνθους v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 31.

 

Αίτηση.

 

Χρ. Νεοφύτου με Γ. Μιχαηλίδου (κα), για τους Αιτητές.

 

Α. Ζαχαρίου, για τους Καθ’ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

[*742]ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο της Πολιτικής Αίτησης αρ. 163/2015 παραχώρησα άδεια για την καταχώριση αιτήσεως προνομιακού εντάλματος της φύσεως Prohibition, έτσι ώστε να απαγορευθεί η συνέχιση της εκδίκασης της αγωγής υπ’ αρ. 2950/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας από τον Πρόεδρο Μ. Παπαμιχαήλ.

 

Η αίτηση που καταχωρήθηκε στηρίχθηκε στο γεγονός ότι ο εκδικάζων Δικαστής «εμφορείται από έκδηλη και σοβαρή προκατάληψη και ανατρέπει το θεμέλιο της δίκαιης δίκης». Οι λεπτομέρειες οι οποίες έχουν παρατεθεί με την ένορκη δήλωση της Γεωργίας Μιχαηλίδου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ, δικηγόρων των αιτητών, στηρίζεται στο γεγονός ότι κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και συγκεκριμένα κατά την πρώτη εμφάνιση για ακρόαση της υπόθεσης πρωτοδίκως και την παράθεση της μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα των καθ’ων η αίτηση-εναγόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε επιτρέψει την κατάθεση τεκμηρίων, κατά το στάδιο της κυρίως εξέτασης, χωρίς να υπάρχει, εκ των προτέρων, η επιθεώρηση τους από τους δικηγόρους των αιτητών-εναγομένων. Το δικαστήριο, συνέχισε, παραγνώρισε σειρά ενστάσεων επί του προκειμένου.

 

Το κύριο επιχείρημα, όμως, ήταν ότι είχε ζητηθεί αναβολή από τη συνήγορο πριν την έναρξη της αντεξέτασης, έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα μελέτης των εγγράφων τα οποία κατατέθηκαν. Κάτι τέτοιο δεν έγινε αποδεκτό και στη συνέχεια, όπως εμφαίνεται από τα πρακτικά, τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήριο 3, επί της αιτήσεως, το δικαστήριο δεν επέτρεψε στη συνήγορο να προβεί σε αντεξέταση του μάρτυρα, παρεμβαίνοντας και δίδοντας το ίδιο το δικαστήριο αφενός μεν απαντήσεις, αφετέρου δε σε σειρά ερωτήσεων έδιδε οδηγίες στο μάρτυρα να μην απαντά ή το ίδιο το δικαστήριο έδιδε τη δική του εξήγηση και απάντηση επί των υποβληθέντων ερωτήσεων.

 

Δεν έγινε αντεξέταση, υποστηρίχθηκε, από τους συνήγορους των αιτητών και σε κάποιο στάδιο αναφέρθηκε, κατά την αγόρευση ενώπιον μου, ότι δεν έγινε ουσιαστική αντεξέταση, παραπέμποντας στις σελίδες των πρακτικών όπου, κατά την εισήγηση τους, υπήρξε έκδηλη παρέμβαση του πρωτόδικου δικαστή σε βαθμό που, κατά την εισήγηση των αιτητών, στερήθηκαν του δικαιώματος αντεξέτασης και συνακόλουθα του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

 

Καταχωρήθηκε από πλευράς των καθ’ων η αίτηση ένσταση, [*743]υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση που ετοίμασε ο Μάκης Αδάμου, υπάλληλος των εναγόντων στην πρωτόδικη διαδικασία. Η εισήγηση του ενόρκως δηλούντα, πέραν από την αναφορά σε νομικές ενστάσεις για τις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια, ήταν ότι η διαδικασία έγινε ενώπιον του δικαστηρίου νομότυπα, τα δε έγγραφα κατατέθηκαν με την ορθή διαδικασία, έχοντας υπόψη ότι οι εναγόμενοι, νυν αιτητές, δεν είχαν υποβάλει αίτημα για αποκάλυψη εγγράφων, όπως προνοείται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Περαιτέρω, ο ενόρκως δηλών υποστήριξε ότι με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπερβολική η παρέμβαση του δικαστηρίου και η διαδικασία την οποία ακολούθησαν οι αιτητές απλώς στοχεύει στην καθυστέρηση της εκδίκασης της πρωτόδικης διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.

 

Με την εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση που κατέθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, ουσιαστικώς επανέλαβε τις αρχές οι οποίες ισχύουν για να χαρακτηριστεί μια δίκη, ως δίκαιη. Υπήρξε, υποστήριξε, τεκμηρίωση της προκατάληψης του δικαστηρίου έναντι των αιτητών και η απουσία παροχής δυνατότητας αντεξέτασης επί ουσιαστικών θεμάτων, όπως αυτά περιγράφονται με λεπτομέρεια στα πρακτικά, οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Οι παρεμβάσεις πλήττουν, όπως είπε χαρακτηριστικά ο κ. Νεοφύτου, το θεμέλιο της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και οδηγούν σε έκπτωση και ελλειμματική δυνατότητα άσκησης του αναφαίρετου δικαιώματος για αντεξέταση.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ων η αίτηση, πέραν από την εμπεριστατωμένη γραπτή του αγόρευση, υποστήριξε ότι οι αιτητές σήμερα υποστηρίζουν ότι δεν υπήρξε ουσιαστική αντεξέταση, κάτι το οποίο διαφοροποιεί την αρχική τοποθέτηση περί έλλειψης παροχής δυνατότητας αντεξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, τα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν, πρωτοδίκως, υποστήριξε ο συνήγορος, θα μπορούσαν να ήταν αντικείμενο επιθεώρησης, κάτι το οποίο δεν έγινε. Το δικαστήριο, συνέχισε ο κ. Ζαχαρίου, είχε και έχει την υποχρέωση ρύθμισης της διαδικασίας και αυτό έγινε επί του προκειμένου. Σε κανένα βαθμό δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ότι το δικαστήριο είχε επέμβει, σε βαθμό που να υποδηλεί προκατάληψη, πόσο μάλλον σε τεκμηρίωση για ύπαρξη μη δίκαιης δίκης, το οποίο δεν βεβαιώνεται από τα γεγονότα που τέθηκαν. Όλη αυτή η διαδικασία, κατέληξε, οδήγησε σε καθυστέρηση στην εκδίκαση της πρωτόδικης υπόθεσης που επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα των καθ’ων η αίτηση-εναγόντων.

 

[*744]Κατά το στάδιο της συζήτησης της αίτησης, ο συνήγορος των αιτητών έκαμε αναφορά σε ένα αντίγραφο που κατατέθηκε με την αγόρευση των καθ’ων και παραπέμπει σε δημοσίευμα εφημερίδας το οποίο ψέγει τον τρόπο λειτουργίας του δικαστή. Οι καθ’ων η αίτηση θεωρούν ως υπεύθυνους για τη δημοσίευση τους αιτητές, κάτι για το οποίο ο συνήγορος των αιτητών διαμαρτυρήθηκε, χαρακτηρίζοντας το ως αυθαίρετο και υποβολιμαίο.

 

Είχα ασχοληθεί με το θέμα αυτό σε ενδιάμεση απόφαση μου, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και επαναλαμβάνω και τώρα ότι, το Δικαστήριο ασχολείται και επικεντρώνει την προσοχή του σε στοιχεία τα οποία τίθενται ενώπιον του με τη μορφή ενόρκων δηλώσεων, εφόσον πρόκειται περί αιτήσεων, και παραγνωρίζει οτιδήποτε άλλο δεν μπορεί να ενταχθεί μέσα σε αυτό το δικονομικό πλαίσιο. Ιδιαιτέρως, το Δικαστήριο αγνοεί και παραγνωρίζει οποιεσδήποτε δημοσιεύσεις οποιουδήποτε τύπου, ιδιαιτέρως όταν αφορούν διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Συνεπώς, δεν θα ληφθεί υπόψη.

 

Μέσα από την ένσταση υποστηρίχθηκε ότι η υπό εκδίκαση αίτηση δεν είναι νομικά βάσιμη, καθότι η παραχωρηθείσα άδεια για καταχώρηση του προνομιακού εντάλματος δεν είχε συμπεριλάβει όλα τα στοιχεία, όπως, είναι η υποχρέωση με βάση τους αγγλικούς θεσμούς, που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα. Η αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση και αυτή πρέπει να προηγείται της ενόρκου δηλώσεως η οποία πρέπει να επιβεβαιώνει την έκθεση.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, όταν είχε κατατεθεί η αίτηση για παραχώρηση αδείας, δεν είχαν συμπεριληφθεί τα πρακτικά της διαδικασίας και, όπως είχε αναφερθεί ενώπιον μου και τεκμηριωθεί με επιστολές που κατατέθηκαν στο Πρωτοκολλητείο Λάρνακας, οι αιτητές ζήτησαν τα πρακτικά αμέσως, πλην, όμως, η διαδικασία ετοιμασίας τους καθυστέρησε. Συντάχθηκαν μετά από αλλεπάλληλα αιτήματα των συνηγόρων των αιτητών και της έγκρισης του Δικαστηρίου. Συνεπώς, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η εισήγηση αυτή περί αβάσιμου αιτήματος.

 

Ο συνήγορος των καθ’ων η αίτηση υποστήριξε στη συνέχεια ότι τα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον μου για υποστήριξη της αίτησης είναι ελλιπή, καθότι απουσιάζουν τα δικόγραφα που κατατέθηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία, έτσι ώστε να μπορεί να τεκμηριωθεί η εισήγηση των αιτητών περί στέρησης του δικαιώματος αντεξέτασης επί ουσιαστικών θεμάτων της υπόθεσης. Ταυτόχρο[*745]να, εισηγήθηκε ότι απουσιάζουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος, έχοντας ως βάση το γεγονός ότι η όλη πορεία της υπόθεσης θα μπορούσε να κριθεί στο στάδιο της έφεσης. Τέλος, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η αίτηση θα πρέπει να κριθεί και πρόωρη, καθότι οι αιτητές δεν είχαν ζητήσει την εξαίρεση του πρωτόδικου δικαστή προτού προχωρήσουν σε αυτό το δικαστικό διάβημα.

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα, βασιζόμενο και στην αναφορά που γίνεται στους Halsbury’s Laws of England, 3rd Ed., Vol. 11, σελ. 114, η έκδοση διατάγματος Prohibition μπορεί να επιτευχθεί όχι μόνο βασιζόμενο στην υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, αλλά και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν εκδίδεται διάταγμα βασιζόμενο στον τρόπο εφαρμογής μίας πρακτικής, αλλά κατά πόσο έχει ένα κατώτερο δικαστήριο παραβεί τους κανόνες που αναφέρθησαν πιο πάνω. Περαιτέρω, τονίζεται ότι, μπορεί να διαπιστωθεί παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης εάν το δικαστήριο δεν ενήργησε καλοπίστως ή απέφυγε να ακούσει και τις δύο πλευρές έτσι ώστε να δοθεί δυνατότητα σε αμφότερα τα μέρη, με βάση το ισχύον αντιπαραθετικό σύστημα, να παρουσιάσουν την υπόθεση τους και να στοιχειοθετήσουν ή να αντικρούσουν οποιοδήποτε θέμα έχει εγερθεί ενώπιον του δικαστηρίου.

 

Η έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας και το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο, η υποβληθείσα αίτηση έγινε από άτομο το οποίο έχει υποστεί την ισχυριζόμενη παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, επί του προκειμένου. Η έκδοση εντάλματος Prohibition δεν συνιστά διαζευκτική θεραπεία προς οποιαδήποτε άλλη που μπορεί να χορηγηθεί στα πλαίσια εφέσεως ή συναφώς προς έφεση.

 

Το θέμα της παράβασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης έχει αναλυθεί στην υπόθεση The Republic v. Mozoras (1996) 3 Α.Α.Δ. 356, ιδιαιτέρως στις σελ. 399 και επόμενα. Το δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση ανέφερε ότι οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης εδράζονται σε δύο βασικούς κανόνες ήτοι, (α) κανείς δεν μπορεί να είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης και (β) αμφότερες οι πλευρές έχουν το δικαίωμα να ακουστούν ή audi alteram partem. Και συνεχίζει το δικαστήριο στη σελ. 401 και 402:

 

"It will thus be seen that in applying the rules of natural justice there is no obligation on the tribunal to adopt the regular forms [*746]of judicial procedure; it is sufficient if the hearing is made in accordance with the principles of substantial justice, and the duty is discharged by hearing evidence viva voce or otherwise (see General Medical Council v. Spackman [1943] 2 All E.R. 337, per Viscount Simon L.C. at page 340). In short, it is not required of a tribunal to conduct itself as a court or to conduct a trial. Provided they act in good faith, they can obtain information in any way they think best, always giving a fair opportunity to those who are parties in the controversy for correcting or contradicting any relevant statement prejudicial to their view (per Lord Loreburn L.C., in Board of Education v. Rice [1911] A.C. 179 at page 182).

 

Στο σύγγραμμα Modern Legal Studies (Natural Justice), 2η Έκδοση, σελ. 60 και επόμενες, οι συγγραφείς καταπιάνονται με το δικαίωμα ακρόασης που πρέπει να συνυπάρχει σε κάθε διαδικασία η οποία γίνεται με προφορική ακρόαση. Μεταξύ άλλων, είναι η δυνατότητα παραχώρησης του δικαιώματος για αντεξέταση. Βεβαίως, στη σελ. 73 του ιδίου συγγράμματος αναφέρεται ότι η έκταση του δικαιώματος αντεξέτασης θα εξαρτηθεί από τη φύση της διαδικασίας και τα θέματα τα οποία βρίσκονται υπό αμφισβήτηση.

 

Στην υπόθεση A. Panayides Contracting Ltd. ν. Χαραλάμπους (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 416, στις σελ. 453 και 454 η Ολομέλεια ασχολείται με το θέμα του συνταγματικού δικαιώματος ακρόασης που διασφαλίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και η, κατ’ αντιστοιχία, εφαρμογή της ιδίας αρχής στο Άρθρο 6(1) και 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ν. 39/62) όπου διασφαλίζεται το γνωστό δικαίωμα για «δίκαιη δίκη». Στην ιδία υπόθεση και συγκεκριμένα στη σελ. 455, σημειώνεται ότι σε συνάρτηση με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη βρίσκεται και το δικαίωμα του κάθε διάδικου να αντεξετάσει τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του και αυτό είναι συνυφασμένο με την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. Και σημειώνεται: «Χωρίς το όπλο αυτό, ο διάδικος στερείται των εχεγγύων της φυσικής δικαιοσύνης για την υπεράσπιση του. Το δικαίωμα αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της δίκαιης δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική διαδικασία από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος».

 

Το ζήτημα της προκατάληψης ή της έλλειψης αμεροληψίας του εκδικάζοντος δικαστή είναι καλά θεμελιωμένο στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αναφέρομαι στην υπόθεση Παπακυριακού v. Της Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 133, όπου το Εφετείο, παραπέμποντας σε προγενέστερη νομολογία, επανέλαβε τη θεμε[*747]λιώδη αρχή πως «ο δικαστής δεν πρέπει απλά να είναι, αλλά και να φαίνεται αμερόληπτος. Η αμεροληψία δεν συναρτάται μόνο με υποκειμενικά, αλλά και με αντικειμενικά κριτήρια. Η ύπαρξη προκατάληψης ανατρέπει το θεμέλιο της δίκης και καθιστά τη διαδικασία άκυρη. Η αμεροληψία του δικαστή κατοχυρώνεται ως ένα από τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος».

 

Από τα πρακτικά τα οποία τέθηκαν ενώπιον μου, διαπιστώνω, κατ’ αρχήν, ότι ο πρωτόδικος δικαστής παρέβαινε συστηματικά κατά το στάδιο της αντεξέτασης, προβαίνοντας σε αχρείαστα σχόλια τα οποία δυνατό να δημιουργούν την εντύπωση ότι κατεβαίνει στην αρένα της δίκης. Ο δικαστής πρέπει να αποστασιοποιείται από οποιαδήποτε διένεξη και να τηρεί μια αυστηρή διαιτητική θέση. (Βλ. Evangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41). Στην αγγλική υπόθεση Jones v. National Coal Board [1957] 2 Q.B. 55, ο Λόρδος Denning ανέφερε σε μετάφραση το εξής: «Ο ρόλος του Δικαστή είναι να ακούσει τη μαρτυρία και ο ίδιος να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες όταν αυτό είναι αναγκαίο για να διευκρινιστεί οποιοδήποτε σημείο το οποίο έχει αγνοηθεί ή παραμείνει σκοτεινό για να διασφαλίσει ότι οι δικηγόροι συμπεριφέρονται κόσμια και τηρούν τους κανόνες που έχουν τεθεί από το Νόμο, να αποκλείσει άσχετα ζητήματα και να αποθαρρύνει τις επαναλήψεις, να το καταστήσει βέβαιο με σοφές παρεμβάσεις ότι παρακολουθεί τα σημεία τα οποία θίγουν οι δικηγόροι και μπορεί να αξιολογήσει την αξία τους٠ και στο τέλος να αποφασίσει πού έγκειται η αλήθεια. Εάν τα υπερβεί αυτά, αποβάλλει το μανδύα του Δικαστή και περιβάλλεται τη δικηγορική τήβεννο٠ η αλλαγή δεν του πηγαίνει. Ο Lord Chancellor Bacon μίλησε σωστά όταν είπε «Η υπομονή και το να ακούεται κάποιος με σοβαρότητα είναι απαραίτητα μέρη της δικαιοσύνης, και ένας ομιλητικός Δικαστής είναι ένα μη καλοκουρδισμένο κύμβαλο».»

 

Το πιο πάνω απόσπασμα είναι από την υπόθεση Κλεάνθους v. Της Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 31.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση παρατηρώ ότι ο πρωτόδικος δικαστής κατ’ αρχήν απευθυνόταν στη συνήγορο των αιτητών-εναγομένων στον ενικό. Τούτο το στοιχείο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, καθότι θα μπορούσε να εκληφθεί ως ασέβεια προς το συνήγορο και υποβάθμιση του ρόλου του. Περαιτέρω, διαπιστώνω ότι ο πρωτόδικος δικαστής, ιδιαιτέρως κατά το στάδιο της αντεξέτασης, είχε παρέμβει κατ’ επανάληψη καλώντας το μάρτυρα να μην απαντήσει ή έδιδε ο ίδιος μια ερμηνεία στα θέματα που ήταν αντικείμενο [*748]της ερώτησης, που τείνουν, ιδιαιτέρως στα μάτια ενός τρίτου παρατηρητή, να οδηγήσουν σε πιθανολόγηση ότι πιθανό να ήθελε να παρέμβει στη διαδικασία ως συνήγορος.

 

Οι παρεμβάσεις αυτής της μορφής πρέπει να αποφεύγονται καθότι δεν προάγεται το συμφέρον της δικαιοσύνης και ζημιώνει την εικόνα του δικαστηρίου.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, θα πρέπει να εξετάσω, σ’ αυτό το στάδιο, κατά πόσο οι αιτητές έχουν ικανοποιήσει το επίπεδο απόδειξης που πρέπει να τεκμηριωθεί για να προχωρήσω στην έκδοση ενός δραστικού προνομιακού εντάλματος, όπως το Prohibition, και να απαγορευθεί στο συγκεκριμένο δικαστή η συνέχιση της υπόθεσης.

 

Έχω καταλήξει ότι οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης, ως ανωτέρω. Τούτο δε ανεξαρτήτως της αρχικής μου απόφανσης επί της Πολ. Αίτ. 163/2015. Το επίπεδο είναι διάφορο. Έλαβα υπόψη μου τους εξής λόγους: Πρώτο, οι παρεμβάσεις του πρωτόδικου δικαστή είχαν, μεταξύ άλλων, ως βάση τη δικογραφημένη θέση των αιτητών. Αυτή η δικογραφία και συγκεκριμένα η έκθεση απαίτησης, αλλά περισσότερο η υπεράσπιση των αιτητών-εναγομένων, στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν τέθηκε ενώπιον μου, παρόλο που μέσα από τα πρακτικά φαίνεται ότι η συνήγορος επικέντρωνε την προσοχή της στην αμφισβήτηση της συμφωνίας δανείου επί της οποίας στηρίχθηκε η αγωγή. Τούτο όμως δεν είναι αρκετό. Θα έπρεπε να είχαν επίσης κατατεθεί και τα δικόγραφα, έτσι ώστε να υπάρχει τεκμηρίωση αυτού του στοιχείου.

 

Κατά δεύτερο, το έτερο θέμα που με έχει απασχολήσει ήταν το γεγονός ότι, ακόμα και μετά την παράθεση των παρεμβάσεων του δικαστηρίου, δεν είναι σήμερα, άμεσα, προβλεπτό πώς οι παρεμβάσεις αυτές θα επηρεάσουν στο τέλος της υπόθεσης την όλη έκβαση και εάν αυτό το στοιχείο από μόνο του ήταν αρκετό για να εκδοθεί προνομιακό ένταλμα Prohibition. Αναφύεται, συναφώς, μια αναγκαιότητα συνολικής εκτίμησης της κατάστασης η οποία δεν μπορεί να γίνει σ’ αυτό το στάδιο, παρά μόνο κατά τη διαδικασία έφεσης στο τέλος της υπόθεσης, αν και εφόσον αυτή καταστεί αναγκαίο να καταχωρηθεί.

 

Ακόμη και αν το Δικαστήριο πεισθεί ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι τέτοια που επιτρέπουν την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστά[*749]σεις που δικαιολογούν την έκδοση του παρόντος εντάλματος. Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο, καθότι, όπως έχω προηγουμένως αναλύσει, η όλη διαδικασία και οι επιπτώσεις της επί του συνόλου της μαρτυρίας που θα κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου και θα αξιολογηθεί, τότε θα μπορεί να κριθεί αν, όντως, επηρέασε και σε ποιο βαθμό, τη δυνατότητα προώθησης της υπόθεσης από πλευράς αιτητών-εναγομένων και όλα αυτά θα ήταν καταλληλότερο στάδιο να κριθούν κατά τη διαδικασία της έφεσης, συνεπώς, το αίτημα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο