Fasel Ali Pour Habibi ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 1 ΑΑΔ 876

ECLI:CY:AD:2016:A184

(2016) 1 ΑΑΔ 876

[*876]31 Mαρτίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

HABIBI POUR ALI FASEL,

 

Eφεσείων-Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ:

1. ΑρχηγοΥ ΑστυνομΙΑΣ,

2. ΥΠουργοΥ ΕσωτερικΩν,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 236/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Απαγορευμένοι μετανάστες ― Κράτηση για σκοπούς απέλασης ― Έφεση εναντίον απόφασης η οποία εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό σε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, την οποία προώθησε ο Εφεσείων αιτούμενος την απελευθέρωση του από ισχυριζόμενη παράνομη κράτηση στην οποία τελούσε για σκοπούς απέλασης ― Το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως στην προκειμένη, έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου ―  Άρθρο 18OΕ του Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε από την ενσωμάτωση της Oδηγίας 2008/115/ΕΚ ― Εξαιρεί τους αλλοδαπούς εκείνους που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση, ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης από το πεδίο εφαρμογής τόσο της Οδηγίας όσο και της εσωτερικής νομοθεσίας.

 

Πολιτικό Άσυλο ― Αιτητής πολιτικού ασύλου ― Η δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων απέλασης και κράτησης προσώπου που είναι αιτητής πολιτικού ασύλου ― Η αλληλοεπίδραση του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και του Περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(I)/2000 όπως τροποποιήθηκε.

 

Πολιτικό Άσυλο ― Αιτητής πολιτικού ασύλου ― Η επιφύλαξη στο Άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέ[*877]σεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο ― Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.

 

Απαγορευμένοι μετανάστες ― Κράτηση για σκοπούς απέλασης ― διάρκεια κράτησης ― Επισκόπηση νομολογίας Ανωτάτου Δικαστηρίου και Ε.Δ.Α.Δ..

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη ― Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη ― Απαραίτητη προϋπόθεση η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης.

 

Η έφεση στράφηκε εναντίον απόφασης η οποία εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό σε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, την οποία προώθησε ο Εφεσείων αιτούμενος την απελευθέρωση του από την ισχυριζόμενη παράνομη κράτηση στην οποία τελούσε, για σκοπούς απέλασης.

 

O αιτητής, Ιρανός υπήκοος, ηλικίας 43 χρονών αφίχθηκε παράνομα στην Κύπρο, μέσω Τουρκίας, με πρόθεση να μεταβεί σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης. Δεν είχε κανονικό διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο στην κατοχή του. Στις 2.1.2015, ενώ επιχειρούσε να επιβιβαστεί σε πτήση στο αεροδρόμιο Λάρνακας, με προορισμό τη Βιέννη, παρουσίασε διαβατήριο, το οποίο ήταν εμφανές, από τη φωτογραφία που υπήρχε σε αυτό, πως δεν ήταν δικό του, οπότε συνελήφθη για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και της παράνομης εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα, διώχθηκε ποινικώς και, στις 9.1.2015, του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, δύο μήνες για το κάθε αδίκημα. Για άγνωστο λόγο, ο χρόνος των προαναφερθεισών ποινών συντμήθηκε και ο εφεσείων θα αφηνόταν ελεύθερος στις 4.2.2015.

 

Ο Αν. Διευθυντής του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης,  συνεπεία των πιο πάνω περιστάσεων, τον θεώρησε απαγορευμένο μετανάστη, στη βάση του Άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ. 105 και διέταξε την απέλαση και, συγχρόνως, την κράτησή του, δυνάμει του Άρθρου 14(1) του ιδίου Νόμου. Ως αποτέλεσμα, στις 4.2.2015, αυτός μεταφέρθηκε στο κέντρο κράτησης Μεννόγιας.

 

Ο εφεσείων, ενώ τελούσε υπό κράτηση για τον πιο πάνω σκοπό, [*878]στις 19.2.2015, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, συμφώνως του Άρθρου 11 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Συνακόλουθα, του χορηγήθηκε, αυθημερόν, βεβαίωση του νομικού καθεστώτος του ως αιτητής ασύλου. Την επομένη, 20.2.2015, ανεστάλη και το διάταγμα για απέλασή του, ενώ η εν λόγω αίτησή του  αφού εξετάστηκε απορρίφθηκε, σε πρώτο στάδιο, από την Υπηρεσία Ασύλου, στις 18.3.2015 και, σε δεύτερο στάδιο, από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, στις 26.5.2015.

 

Ο Εφεσείων με την αίτηση του, προέβαλε σε πρώτο βαθμό  ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι «η διάρκεια της κράτησης του στη βάση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ήταν παράνομη και παραβίαζε το Άρθρο 18ΠΣΤ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστών Νόμου, το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και το Άρθρο 5(Ι)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αφού διαρκούσε πάνω από πέντε μήνες και κανένα μέτρο δεν λαμβανόταν ή/και μπορούσε να ληφθεί από τις αρχές για την απέλαση του στο Ιράν αφού εξακολουθούσε να ήταν αιτητής ασύλου σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο και δεν υφίστατο εύλογη προοπτική απομάκρυνσης του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του Αιτητή για πολλούς λόγους. Ειδικότερα έκρινε ότι σύμφωνα με το Άρθρο 18OΕ του ΚΕΦ. 105 όπως τροποποιήθηκε από την ενσωμάτωση της Oδηγίας 2008/115/ΕΚ, εξαιρεί τους αλλοδαπούς εκείνους που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης από το πεδίο εφαρμογής τόσο της Οδηγίας όσο και της εσωτερικής νομοθεσίας.

 

Επομένως δεν δικαιούτο να επικαλείται οποιαδήποτε από τις διατάξεις της Οδηγίας, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο Κυπριακό Δίκαιο. Έκρινε περαιτέρω ότι και αν ακόμη εφαρμοζόταν η Οδηγία στην περίπτωση του Αιτητή και πάλι η αίτηση θα αποτύγχανε καθότι δεν είχε συμπληρωθεί το εξάμηνο κράτησης του με αναφορά ημερομηνίας κράτησης την 4.2.2015 και ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης για Habeas Corpus στις 10.7.2015.

 

Όπως ανέφερε ακόμα, με δεδομένο ότι δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν ήταν δυνατόν να γίνεται λόγος για παράνομη κράτηση που να δικαιολογούσε την έκδοση Habeas Corpus πριν από τη λήξη τουλάχιστον του εξαμήνου.

 

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, έκρινε επίσης, ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής η ανά δίμηνο αυτεπάγγελτη εξέταση της νομιμότητας της κράτη[*879]σης του, εφόσον δεν εφαρμόζεται η Οδηγία και ότι είναι αντινομική η συμπεριφορά του Εφεσείοντα/Αιτητή ο οποίος δεν επιθυμεί την απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία και ο οποίος δεν υπέβαλε αίτηση εξέτασης της κράτησης του στον Υπουργό όπως δικαιούτο να πράξει σύμφωνα με το Άρθρο 18ΠΣΤ(4). Τέλος απεφάνθη ότι δεν παραβιαζόταν το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά που περιέβαλλαν την κράτηση του Εφεσείοντα/Αιτητή.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για τους πρώτους έξι (6) μήνες κράτησης δεν επιτρέπεται η καταχώριση Habeas Corpus, από τη στιγμή που δεν ασκήθηκε Προσφυγή εναντίον της νομιμότητας της κράτησης, παραβιάζει κατάφωρα την Οδηγία 2008/115/ΕΚ αλλά και των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, ΚΕΦ. 105, ο οποίος ρητά καθορίζει, ότι η διάρκεια της κράτησης μπορεί να ελέγχεται ανά πάσα στιγμή με αίτηση Habeas Corpus.

 

β)  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρέλειψε  να εφαρμόσει το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΑΔ, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα αποτελέσματα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό Παρπαρίνου Δ., συμφωνούντων και των  Παμπαλλή Δ., και Λιάτσου Δ.:

 

  1. Η περίπτωση του Εφεσείοντα είναι καταφανώς περίπτωση που εμπίπτει στα πλαίσια του Άρθρου 18ΟΕ(2)(β). Αυτός είναι υπήκοος τρίτης χώρας που υπόκειται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης η οποία επεβλήθη σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο και κατά συνέπεια οι πρόνοιες των Άρθρων 18ΟΔ και 18ΠΘ που περιλαμβάνουν την πρόνοια που αφορά τη διάρκεια της κράτησης δεν εφαρμόζονται στη δική του περίπτωση.

  2. Αυτό είναι συμβατό με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ, εφόσον σύμφωνα με αυτήν, Άρθρο 2(2)(β), είναι επιτρεπτό Κράτη-Μέλη ν’ αποφασίσουν την μη εφαρμογή της Οδηγίας στους υπηκόους Τρίτων Χωρών οι οποίοι υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνεπεία ποινικής κύρωσης σύμφωνα με το Εθνικό Δίκαιο.

  3.   Αυτό δικαιωματικά έπραξε η Κυπριακή Δημοκρατία με το Άρθρο 18ΟΕ(2)(β), με αποτέλεσμα την μη εφαρμογή των προνοιών της Οδηγίας ως αυτές ενσωματώθηκαν στ’ Άρθρα 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ, [*880]μέσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι πρόνοιες αναφορικά με την κράτηση και τη δυνατότητα ελέγχου της διάρκειας της κράτησης με προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus από «υπηκόους Τρίτων Χωρών, οι οποίοι υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινικής κύρωσης σύμφωνα με το Εθνικό-Κυπριακό Δίκαιο».

  4.   Η περίπτωση του Εφεσείοντα καλυπτόταν πλήρως από τα πιο πάνω και συνεπώς η Αίτηση του ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη από την καταχώρηση της με βάση το Άρθρο 18ΠΣΤ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ.

  5.   Συνεπώς ήταν ορθή η πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που αποφάσισε περί μη εφαρμογής των άνω προνοιών στην περίπτωση του Εφεσείοντα.

  6.   Η ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εκ του περισσού επί άλλων παρεμφερών θεμάτων, δεν παρίστατο ανάγκη να εξεταστεί για σκοπούς της παρούσας Έφεσης.

  7.   Αναφορικά με το λόγο Έφεσης αναφορικά με την ισχυριζόμενη παράλειψη, του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να εφαρμόσει το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως είναι παραδεκτό τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης του Εφεσείοντα  εξεδόθησαν στις 3.2.2015 βάσει του Άρθρου 14 του ΚΕΦ. 105 και Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος εφόσον ο Εφεσείοντας θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το Άρθρο 6(i)(δ) και (ζ) του Κεφ. 105.

  8.   Είναι επίσης παραδεκτό ότι η νομιμότητα της έκδοσης των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης δεν είχαν αμφισβητηθεί με οιονδήποτε τρόπο. Όταν εξεδόθησαν τα άνω Διατάγματα ο Εφεσείοντας δεν είχε ακόμα υποβάλει αίτηση για άσυλο ως Πολιτικός Πρόσφυγας. Έπραξε αυτό αργότερα στις 19.2.2015.

  9.   Η επιφύλαξη στο Άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο.

10. Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου.

11. Όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου δεν καθίσταται καθ' ολοκληρίαν ανενεργός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος.

12. Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα, περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί [*881]Προσφύγων Νόμου. Στηρίχθηκε σε περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναγνωρίζονται από τον περί Προσφύγων Νόμο ότι ενδέχεται να συνοδεύουν αιτητές ασύλου.

13. Δεν χωρούσε οποιαδήποτε συσχέτιση της νομιμότητας κράτησης του Εφεσείοντα με τον Περί Προσφύγων Νόμο. Ούτε βεβαίως η αναστολή εκτέλεσης του Διατάγματος Απέλασης στις 20.2.15 μπορεί να έχει οιανδήποτε επίπτωση στο Διάταγμα κράτησης του.

14. Tο Άρθρο 18ΠΣΤ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 δεν εφαρμόζεται, στην περίπτωση του Εφεσείοντα για τους λόγους που αναφέρθησαν.

15. Με δεδομένη την νομιμότητα της κράτησης του Εφεσείοντα το μόνο θέμα που παρέμενε για εξέταση ήταν αυτό της διάρκειας κράτησης του κάτω από το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ.

16. Η κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την ημέρα εξέτασης της αίτησης του ήταν 5 μήνες και 7 ημέρες.  Η εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης από άποψη διάρκειας στα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης ερείδεται στο Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος αντίστοιχο του Άρθρου 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ).

17. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, παρά την έλλειψη ρητής συνταγματικής ή νομοθετικής πρόνοιας επί τούτου, κράτηση διενεργούμενη προς το σκοπό απέλασης δεν μπορεί να είναι δυνητικά απεριόριστη αλλά περιορίζεται σε τέτοιο χρόνο που είναι εύλογος, λαμβανομένων υπ’ όψη όλων των περιστάσεων, για να γίνει η απέλαση.

18. Το Άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, ως σημειώθηκε, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση του Εφεσείοντα. Το ίδιο και το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/11/ΕΚ δεν τον βοηθούσε  καθότι το Άρθρο 15 της Οδηγίας ενσωματώθηκε στο Κεφ. 105 (βλ. Ν.153(Ι)/2011) και είναι το Άρθρο 18ΠΣΤ το οποίο δεν είναι εφαρμόσιμο στην περίπτωση του Εφεσείοντα.

19. Επίσης σύμφωνα με τη νομολογία η νομιμότητα του Διατάγματος Απέλασης «αναδεικνύει και τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης», ως διοικητικό μέτρο βάσει του Περί  Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου,  προορισμένου να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης - αν παραστεί ανάγκη - του διατάγματος απέλασης.

20. Δεν χωρεί συσχετισμός μεταξύ αυτής της κράτησης και κράτησης βάσει του Άρθρου 7(4)(β) του Περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείοντας δεν κρατείται υπό την ιδιότητα του ως αιτητή ασύλου ώστε να ισχύει η απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 7(4)(α) του Περί Προσφύγων Νόμου.

21. Συνεπώς στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης η ιδιότητα του Αιτητή Ασύλου που επικαλείται ο Εφεσείων δεν μπορεί να συσχετισθεί με οποιοδήποτε τρόπο με το Διάταγμα κράτησης του, ως δι[*882]οικητικού μέτρου βάσει των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

22. Παρέμενε για εξέταση η διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα που το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει βάσει του Άρθρου 11(2)(στ) του Συντάγματος, αντίστοιχου με το Άρθρο 5(1)(στ) του ΕΣΔΑ. Ο χρόνος κράτησης του Εφεσείοντα ήταν μόλις πέντε μήνες και επτά ημέρες μέχρι την καταχώρηση της αίτησης του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

23. Σε συμφωνία με το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και ως επιπρόσθετη επισήμανση ήταν και το συμπέρασμα ότι από τα όσα ο ίδιος ο Εφεσείοντας προέβαλλε στην Ένορκη Δήλωση για υποστήριξη της αίτησης του δεν αποκαλυπτόταν ότι οι Αρχές δεν προώθησαν την απέλαση του με την «δέουσα επιμέλεια».

24. Ο Εφεσείων, δεν απέσεισε το βάρος ν'  αποδείξει ότι υπό τις περιστάσεις, η διάρκεια του χρόνου κράτησης του δεν ήταν η αναγκαία και/ή η εύλογος. Απεναντίας τα όσα ανέφερε οδηγούσαν στην αντίθετη κατεύθυνση.

25. Όπως ήδη έχει αναφερθεί ο Εφεσείων δεκαέξι (16) ημέρες μετά την έκδοση των Διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στις 3.2.2015 υπέβαλε αίτηση για άσυλο ως πολιτικός πρόσφυγας στις 19.2.2015.

26. Ακριβώς η παράταση της κράτησης του Εφεσείοντα οφειλόταν στις δικές του ενέργειες και μόνο. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν ν'  αποδίδεται η παράταση της κράτησης του Εφεσείοντα στους Εφεσίβλητους, επειδή αυτοί ανέστειλαν την εκτέλεση της απέλασης λόγω της εκκρεμοδικίας των αλλεπάλληλων διοικητικών και δικαστικών διαβημάτων στα οποία αυτό προέβαινε.

27. Συνεπώς ο Εφεσείων ως Αιτητής Ασύλου επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, και τη θρησκεία του ως λόγο δίωξης του στη χώρα του δεν μπορούσε ν’ απελαθεί πριν τη λήψη τελικής απόφασης στην αίτηση του εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Νόμου Περί Προσφύγων Νόμου.

28. Τυχόν άμεση απέλαση του υπό τας πιο πάνω συνθήκες ενδεχομένως να έθετε τους Καθ΄ ων η Αίτηση σε κατηγορία παραβάσεως των δικαιωμάτων του ως αιτητού πολιτικού ασύλου.

29. Όλα τα πιο πάνω οδηγούσαν στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι η κράτηση του Εφεσείοντα ήταν νόμιμη και από πλευράς διάρκειας.

30. Δεν τέθησαν ενώπιον του Εφετείου στοιχεία που να καταδείκνυαν  ότι η κράτηση του ήταν αποτέλεσμα ενεργειών κακής πίστης των Καθ’ ων η Αίτηση, ή ότι αυτός κρατείτο υπό απαράδεκτες συνθήκες ή ότι η κράτηση του ήταν αυθαίρετη για οποιοδήποτε άλλο λόγο.

 

Β. Υπό Γιασεμή Δ. συμφωνούντος και του Νικολάτου Δ.:

 

1.  Η προσφυγή την οποία ο εφεσείων καταχώρισε,  δυνάμει του [*883]Άρθρου 146 του Συντάγματος, δεν είχε σε εκείνο το στάδιο  ολοκληρωθεί.

2.  Σύμφωνα με το Άρθρο 8(1)(α)(ιι) του Ν. 6(Ι)/2000, η ύπαρξή της δεν του εξασφαλίζει δικαίωμα παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ωστόσο, μέχρι τη λήψη «τελικής απόφασης» σε σχέση με αυτή, ο εφεσείων διατηρεί το καθεστώς του ως «αιτητής» ασύλου, όπως οι όροι αυτοί ερμηνεύονται στο Άρθρο 2 του Ν. 6(Ι)/2000.

3.  Σύμφωνα δε με το Άρθρο 9(1)(α) του ιδίου Νόμου, πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στη θέση του εφεσείοντος, «Καθόσον διάστημα διατηρεί το καθεστώς αιτητή και παραμένει ή διαμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, ... έχει δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και διαμονής εντός των ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχών, κατά τα προβλεπόμενα στους περί Προσφύγων (Συνθήκες Υποδοχής Αιτητών) Κανονισμούς του 2005 έως 2013». Τέλος, συναφώς προς τα ανωτέρω, να σημειωθεί ότι συμφώνως του Άρθρου 14(1) του Κεφ. 105, αυτό εφαρμόζεται «και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου».

4.  Εντούτοις, ο εφεσείων συνέχισε  προφανώς, να βρίσκεται υπό κράτηση, με βάση το αρχικό διάταγμα το οποίο έχει εκδοθεί στις 3.2.2015. Τούτο δε, παρά το γεγονός ότι το διάταγμα απέλασής του, ιδίας, ως άνω, ημερομηνίας, έχει, στο μεταξύ, ανασταλεί, εξαιτίας της αποκτήσεως από αυτόν του καθεστώτος του «αιτητή» ασύλου, (Άρθρο 8(1)(α) του Ν. 6(Ι)/2000). Για τον πιο πάνω λόγο και στη βάση των προαναφερθέντων γεγονότων, ο εφεσείων, στις 10.7.2015, καταχώρισε την υπό αναφορά αίτηση για habeas corpus.

5.  Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, αυτό που εξετάζεται είναι κατά πόσο η κράτηση του αιτητή, ως γεγονός, δικαιολογείται με βάση το νόμο και όχι η νομιμότητα της απόφασης που οδηγεί σε αυτή.

6.  Ο εφεσείων δεν προσέβαλε με προσφυγή την απόφαση του Αν. Διευθυντή της 3.2.2015, με την οποία είχε διαταχθεί η κράτησή του, για σκοπούς απέλασής του. Η επιλογή του, όμως, αυτή ουδόλως του αποστερούσε τη δυνατότητα να διεκδικήσει, μεταγενέστερα, σε οποιοδήποτε στάδιο, εφόσον εξακολουθεί να βρίσκεται υπό κράτηση, το δικαίωμα της ελευθερίας, με τη διαδικασία του εντάλματος habeas corpus.

7.  Ο εφεσείων, στην υποστηρικτική της αίτησης ένορκη δήλωσή του, τοποθετεί το παράνομο της κράτησής του στην παρατεταμένη διάρκειά της.

8.  Ο Αν. Διευθυντής βάσισε την απόφασή του της 3.2.2015 για έκδοση του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντος μέχρι την απέλασή του στο Ιράν, όπως ο ίδιος ρητώς αναφέρει, στο ότι «διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, Άρθρο 18ΠΣΤ(1) και παρε[*884]μπόδισης των διαδικασιών απέλασης του».

9.  Σαφώς, πρόκειται για αιτιολόγηση, όσο ισχνή και αν αυτή είναι, επί των γεγονότων και η αναφορά στην εν λόγω απόφαση στο Άρθρο 18ΠΣΤ(1), ασφαλώς, δεν αποτελεί γεγονός.

10. Ούτε, βέβαια, ο Αν. Διευθυντής άσκησε την εξουσία του να διατάξει ο εφεσείων να παραμείνει «υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί» με βάση το εν λόγω άρθρο. Αντιθέτως, στηρίχτηκε, για την υπό αναφορά απόφασή του, στην εξουσία την οποία παρέχει ρητά προς το σκοπό αυτό το Άρθρο 14(1) του Κεφ. 105. Όπως δε προκύπτει από το Άρθρο 6(1Α) του ιδίου Νόμου, οι εν λόγω δύο εξουσίες διαφέρουν μεταξύ τους.

11. Εν πάση περιπτώσει, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, η αναφορά στο Άρθρο 18ΠΣΤ(1) ήταν, στην πραγματικότητα, παραπλανητική και, προφανώς, ο εφεσείων, παραπλανηθείς, αναφέρει στην αίτησή του και την πρόνοια αυτή.

12. Ενισχυτικά της πιο πάνω διαπίστωσης είναι και τα εξής: Ο εφεσείων είναι απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει του Άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ. 105, δεδομένου ότι αυτός «έχει καταδικαστεί για ... ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα», στην προκειμένη περίπτωση, για δύο μήνες.

13. Έχει δε, «λόγω των συναφών περιστάσεων», θεωρηθεί ως ανεπιθύμητος μετανάστης και είναι, ακριβώς, λόγω των γεγονότων αυτών που ο Αν. Διευθυντής διέταξε την απέλαση και την κράτησή του κατ' επίκληση του προαναφερθέντος Άρθρου 14(1). Επομένως, η περίπτωσή του δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ, αφού, σύμφωνα με το Άρθρο 18ΟΕ(2)(β) του Κεφ. 105 τα Άρθρα 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ δεν εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ... ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, ...».

14. Είναι, στη βάση αυτή που ο Αν. Διευθυντής δεν εφάρμοσε, εν προκειμένω, το Άρθρο 18ΠΣΤ, οι πρόνοιες του οποίου αντιστοιχούν με εκείνες του Άρθρου 15 της σχετικής Οδηγίας, και, έτσι, ούτε αυτό εφαρμόζεται στην περίπτωση του εφεσείοντος.

15. Δεδομένης δε της εφαρμογής σε αυτήν των προνοιών των Άρθρων 6(1)(δ) και 14(1), η διάρκεια του χρόνου της κράτησης, στην οποία ο εφεσείων διατάχθηκε να παραμείνει και στην οποία εξακολουθούσε να ευρίσκεται, προς το σκοπό απέλασής του, στην απουσία, ως προς το θέμα αυτό, οποιωνδήποτε νομοθετικών ρυθμίσεων, θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος και των αντίστοιχων προνοιών του Άρθρου 5.1(στ) της Ε.Σ.Δ.Α.

16. Στην παρούσα υπόθεση, το θέμα που, κυρίως, απασχολούσε ήταν  κατά πόσο, υπό το πρίσμα των εν λόγω προνοιών του Άρθρου [*885]5.1(στ) της Ε.Σ.Δ.Α., η κράτηση του εφεσείοντος, στις 10.7.2015, οπότε καταχωρίστηκε η υπό αναφορά αίτηση για habeas corpus, ήταν νόμιμη.

17. Σύμφωνα με αυτές και κατ’ εξαίρεση της βασικής αρχής η οποία αναγνωρίζει το δικαίωμα της ελευθερίας, η κράτηση προσώπου δεν είναι επιτρεπτή, εκτός εάν είναι νόμιμη και έχει, εν πάση περιπτώσει, διενεργηθεί «συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν», αποκλειομένης οποιασδήποτε αυθαιρεσίας, και εναντίον του «εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως».

18. Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες, δεν απαιτείται, σε τέτοια περίπτωση, η κράτηση να ελέγχεται ως ευλόγως αναγκαία και για οποιοδήποτε λόγο. Ειδικά, όμως, ως εκ της απαίτησης για ύπαρξη διαδικασίας απέλασης, αυτή πρέπει, οπωσδήποτε, να βρίσκεται σε εξέλιξη και να διεξάγεται με τη δέουσα επιμέλεια, ώστε να διασφαλίζεται ότι η κράτηση του επηρεαζομένου προσώπου περιορίζεται στο χρόνο που είναι απολύτως αναγκαίος για σκοπούς απέλασής του.

19. Συνακόλουθα, ακόμα και ένα, σχετικά, μικρό χρονικό διάστημα κράτησης μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να κρίνεται υπερβολικό,όπως προκύπτει και από τη σχετική νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ..

20. Ο εφεσείων, στο πλαίσιο της αίτησής του για habeas corpus, πρόσβαλε το νόμιμο της κράτησής του, κυρίως, με αναφορά στη διάρκειά της, που έφτανε στους πέντε μήνες και οκτώ ημέρες, από τις 3.2.2015, που εξεδόθη το σχετικό διάταγμα, μέχρι τις 10.7.2015, που καταχωρίστηκε η υπό αναφορά αίτηση. Ισχυρίστηκε, συναφώς, ότι η αρμόδια αρχή, δηλαδή ο Αν. Διευθυντής, ουδέν έπραξε, κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, για την προώθηση της απέλασής του, στην οποία απέβλεπε η κράτησή του.

21. Πράγματι, από το μαρτυρικό υλικό το οποίο έχει προσκομιστεί στο πλαίσιο της εν λόγω αίτησης, ειδικά από την πλευρά της Δημοκρατίας, διαπιστωνόταν ότι η απραξία αυτή αποτελεί αδιάψευστο γεγονός· δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία όσον αφορούσε στην πιο πάνω πτυχή.

22. Το μόνο που υπήρχε και εντοπιζόταν σε ενδοϋπηρεσιακή γραπτή επικοινωνία ήταν ότι ο εφεσείων δεν έχει διαβατήριο. Η απουσία, όμως, του εγγράφου αυτού δε συσχετίστηκε με οποιαδήποτε άρνηση του εφεσείοντος να συνεργαστεί για την προώθηση διαδικασίας απέλασής του, δικαιολογημένα, ως προς τούτο, αφού το σχετικό διάταγμα απέλασης έχει, από τις 20.2.2015, ανασταλεί.

23. Το προφανές δε ήταν ότι δεν λαμβάνονταν μέτρα με τέτοια προοπτική.  Επομένως, η αναφορά του συνηγόρου για τη Δημοκρατία, στην αγόρευσή του, ότι ο εφεσείων δε συνεργαζόταν για τον πιο πάνω σκοπό, πέραν του ότι δεν αποτελούσε μαρτυρία και, άρα, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, ήταν αβάσιμη, ακριβώς για τον πιο πάνω λόγο.

[*886]24.    Η κράτηση του εφεσείοντος, εξεταζόμενη υπό το φακό αιτήματος για έκδοση εντάλματος habeas corpus, έχει και μια άλλη πτυχή.  Αυτή αφορούσε, όπως και η προηγούμενη, στο κατά πόσο η κράτησή του ήταν νόμιμη κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησής του.

25. Στην προκειμένη περίπτωση, τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί, τα οποία δεν ήταν υπό αμφισβήτηση, οπωσδήποτε, δεν μπορούσα να αγνοηθούν. Άλλωστε, στην αίτηση του εφεσείοντος για habeas corpus, γινόταν ρητή αναφορά στο θέμα στο οποίο αυτά αφορούσαν, δηλαδή στο καθεστώς του ως «αιτητής» ασύλου.

26. Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του Άρθρου 9(1)(α) του Ν. 6(Ι)/2000, που παρατίθενται πιο πάνω και το οποίο, υπενθυμίζεται, ενσωματώθηκε στο βασικό Νόμο στις 15.4.2014, από τη στιγμή που αυτός απέκτησε την ιδιότητα του «αιτητή» ασύλου, η περαιτέρω κράτησή του κατέστη, ευθύς, παράνομη και δε μεσολάβησε οτιδήποτε, στο μεταξύ, για να την καταστήσει νόμιμη.

27. Αν οι περιστάσεις το δικαιολογούσαν, μπορούσε να διατασσόταν η κράτησή του, έστω και με την ιδιότητά του αυτή, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 7(4)(β) του Ν. 6(Ι)/2000, δηλαδή, με διάταγμα δικαστηρίου και εφόσον συνέτρεχε κάποια από τις περιπτώσεις που προβλέπονται σε αυτό. Μόνο έτσι θα μπορούσε, προφανώς, να τεθεί υπό νόμιμη κράτηση ο εφεσείων, δεδομένων των προνοιών του Άρθρου 9(1)(α), ανωτέρω.

28. Kατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης του εφεσείοντος για habeas corpus, αυτός κατείχε την ιδιότητα του «αιτητή» ασύλου, την οποία εξακολουθούσε να κατέχει, γεγονός το οποίο καθιστούσε και, ασφαλώς, καθιστούσε, ακόμα και κατά το στάδιο έκδοσης απόφασης στην έφεση, την κράτησή του παράνομη, συμφώνως του Άρθρου 5.1 της Ε.Σ.Δ.Α.

 

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χατζησάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102,

 

Καρφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55,

 

Farhad v. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ 378,

 

Μ.Α v. Cyprus, Application No.41872/10, Judgment of 23 July 2013,

 

Chahal v. United Kingdom [1997] 23 EHRR 413.

 

Rahal v. Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 741,

[*887]Bondar (Αρ.2) 2004 1 Α.Α.Δ. 2075,

 

Shuying v. Δημοκρατίας κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2725,

 

Khlaief v. Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402,

 

Kolompar v. Belgium [1993] 16 EHRR 197,

 

Mefaalani v. Cyprus, Appl. No 3473/11 και 75381/11 ημερ 3.2.2016,

 

Green v. Home Secretary [1941] 3 All E.R. 388,

 

Mikolenko v. Estonia, Application no. 10664/05, 8.1.2010,

 

Nabil a.o. v. Hungary, Application no. 62116/12, 22.12.2015.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Αίτηση Αρ. 92/15), ημερομηνίας 3/8/2015.

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

 

K. Σταυρινός, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Κ. Παμπαλλής και Α. Λιάτσος, θα δώσει ο Δικαστής  Λ. Παρπαρίνος. Ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής θα εκδώσει διιστάμενη  απόφαση με την οποία συμφωνεί και ο υποφαινόμενος.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Αίτηση του Εφεσείοντα για έκδοση Εντάλματος Habeas Corpus at Subjiciendum απερρίφθη με απόφαση αδελφού Δικαστή ημερ. 3.8.2015. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο Εφεσείων με δεκατρείς (13) λόγους Έφεσης. Δέκατος τέταρτος λόγος Έφεσης απεσύρθη και απερρίφθη και συνεπώς δεν θα απασχολήσει.

 

Ο Εφεσείων με την αίτηση του προέβαλε ότι «η διάρκεια της κράτησης του στη βάση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης είναι παράνομη και παραβιάζει το Άρθρο 18ΠΣΤ του Περί Αλλο[*888]δαπών και Μεταναστών Νόμου, το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και το Άρθρο 5(Ι)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αφού διαρκεί πάνω από πέντε μήνες και κανένα μέτρο δεν λαμβάνεται ή/και μπορεί να ληφθεί από τις αρχές για την απέλαση μου στο Ιράν αφού εξακολουθεί να είναι αιτητής ασύλου σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο και δεν υφίσταται εύλογη προοπτική απομάκρυνσης του.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του Αιτητή για πολλούς λόγους. Ειδικότερα έκρινε ότι σύμφωνα με το Άρθρο 18OΕ του Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε από την ενσωμάτωση της Oδηγίας 2008/115/ΕΚ, εξαιρεί τους αλλοδαπούς εκείνους που υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης από το πεδίο εφαρμογής τόσο της Οδηγίας όσο και της εσωτερικής νομοθεσίας. Επομένως ο Εφεσείων/Αιτητής δεν δικαιούται να επικαλείται οποιαδήποτε από τις διατάξεις της Οδηγίας, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο Κυπριακό Δίκαιο. Προχώρησε ένα ακόμη βήμα και έκρινε ότι και αν ακόμη εφαρμόζετο η Οδηγία στην περίπτωση του Αιτητή και πάλι η αίτηση θα αποτύγχανε καθότι δεν είχε συμπληρωθεί το εξάμηνο κράτησης του με αναφορά ημερομηνίας κράτησης την 4.2.2015 και ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης για Habeas Corpus στις 10.7.2015. Όπως ανέφερε «με δεδομένο ότι δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για παράνομη κράτηση που να δικαιολογεί την έκδοση Habeas Corpus πριν την λήξη τουλάχιστον του εξαμήνου». Μέσα στα πλαίσια αυτά, έκρινε επίσης, ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η ανά δίμηνο αυτεπάγγελτη εξέταση της νομιμότητας της κράτησης του, εφόσον δεν εφαρμόζεται η Οδηγία και ότι είναι αντινομική η συμπεριφορά του Εφεσείοντα/Αιτητή ο οποίος δεν επιθυμεί την απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία και ο οποίος δεν υπέβαλε αίτηση εξέτασης της κράτησης του στον Υπουργό όπως δικαιούτο να πράξει σύμφωνα με το Άρθρο 18ΠΣΤ(4). Τέλος έκρινε ότι δεν παραβιάζετο το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά που περιβάλλουν την κράτηση του Εφεσείοντα/Αιτητή.

 

Ο Εφεσείων με την έφεσή του προσβάλλει όλα τα πιο πάνω ως εσφαλμένα. Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε όλους τους εναπομείναντες λόγους Έφεσης, στο σύνολο τους, καθότι αποτελούν μια ενότητα.

 

Είναι σαφής η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντα/Αιτητή,  ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για [*889]τους πρώτους έξι (6) μήνες κράτησης δεν επιτρέπεται η καταχώριση Habeas Corpus, από τη στιγμή που δεν ασκήθηκε Προσφυγή εναντίον της νομιμότητας της κράτησης, παραβιάζει κατάφωρα την Οδηγία 2008/115/ΕΚ αλλά και των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105, ο οποίος ρητά καθορίζει, ότι η διάρκεια της κράτησης μπορεί να ελέγχεται ανά πάσα στιγμή με αίτηση Habeas Corpus.

 

Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσίβλητων. Σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση, εισηγήθηκε ότι από τη στιγμή που δεν υπερβαίνει η κράτηση του Εφεσείοντα τους έξι μήνες, ως προβλέπεται από το Άρθρο 18ΠΣΤ(7) του Κεφ. 105, αυτός δεν μπορούσε να καταχωρίσει αίτηση για Habeas Corpus, αλλά μόνο Προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Όπως είναι καλά γνωστό το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus ad subjiciendum διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στην Χατζησάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102 «Το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη. Απαραίτητη προϋπόθεση δι’ έκδοση του εντάλματος η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Βλέπε Καρφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55).»

 

Σύμφωνα με τα αναμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, ο Αιτητής, Ιρανής καταγωγής, καταδικάστηκε στις 9.1.2015 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην υπόθεση αρ. 138/15 σε δίμηνη φυλάκιση για τις κατηγορίες (α) Πλαστοπροσωπίας και (β) Παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία. Στις 3.2.2015 εξεδόθησαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και  απέλασης, με αποτέλεσμα μετά την έκτιση της ποινής, την μεταφορά του στις 4.2.2015 στην Μενόγια. Ο Εφεσείων ακολούθως στις 19.2.15 υπέβαλε αίτηση για άσυλο ως πολιτικός πρόσφυγας και η οποία απερρίφθηκε στις 18.3.15. Ο Εφεσείων κατεχώρισε στις 3.4.15 διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων η οποία επίσης απερρίφθη στις 10.6.15. Ο Εφεσείων εν συνεχεία κατεχώρισε στις 3.7.15 την υπ’ αρ. 836/15 Προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης. Σημειώνεται ότι η νομιμότητα της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δεν έχει αμφισβητηθεί με οποιοδήποτε τρόπο και η επίδοση τους στον Εφεσείοντα θεωρήθηκε νόμιμη. Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι συνεπεία της καταδίκης του από Ποινικό Δικαστήριο (άνω), ο Εφεσείων θεωρήθηκε απα[*890]γορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το Άρθρο 6(Ι)(δ) και (λ) του Κεφ. 105. Δυνάμει δε του Άρθρου 14 του Κεφ. 105 διετάχθηκε η απέλαση του από τη Δημοκρατία και η παραμονή του εκτός της Επικράτειας της χώρας για περίοδο 5 ετών.

 

Με δεδομένα τα πιο πάνω, παρατηρούμε, ότι σύμφωνα με το Άρθρο 18ΟΕ (2)(β) του Κεφ. 105, τα Άρθρα 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση του Εφεσείοντα.  Το Άρθρο 18ΟΕ προβλέπει:

 

«18ΟE.-(1) Τα Άρθρα 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ εφαρμόζονται στους παρανόμως παραμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας.

 

(2) Τα Άρθρα 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ δεν εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι –

 

(α) ……………………………………………………………........

 

(β) υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, ή υπόκεινται σε διαδικασίες έκδοσης.»

 

Η περίπτωση του Εφεσείοντα είναι καταφανώς περίπτωση που εμπίπτει στα πλαίσια του Άρθρου 18ΟΕ(2)(β). Αυτός είναι υπήκοος τρίτης χώρας που υπόκειται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης η οποία επεβλήθη σύμφωνα με το Κυπριακό Δίκαιο και κατά συνέπεια οι πρόνοιες των Άρθρων 18ΟΔ και 18ΠΘ που περιλαμβάνουν την πρόνοια που αφορά τη διάρκεια της κράτησης δεν εφαρμόζονται στη δική του περίπτωση (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Khorak Paz Fouman, Farhad ν. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά. (2013) 1(A) Α.Α.Δ. 378). Αυτό είναι συμβατό με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ, εφόσον σύμφωνα με αυτήν, Άρθρο 2(2)(β), είναι επιτρεπτό Κράτη-Μέλη ν’  αποφασίσουν την μη εφαρμογή της Οδηγίας στους υπηκόους Τρίτων Χωρών οι οποίοι υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνεπεία ποινικής κύρωσης σύμφωνα με το Εθνικό Δίκαιο. Αυτό δικαιωματικά έπραξε η Κυπριακή Δημοκρατία με το Άρθρο 18ΟΕ(2)(β), με αποτέλεσμα την μη εφαρμογή των προνοιών της Οδηγίας ως αυτές ενσωματώθηκαν στ’ Άρθρα 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ, μέσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι πρόνοιες αναφορικά με την κράτηση και τη δυνατότητα ελέγχου της διάρκειας της κράτησης με προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus από «υπηκόους Τρίτων Χωρών, οι [*891]οποίοι υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινικής κύρωσης σύμφωνα με το Εθνικό-Κυπριακό Δίκαιο». Η περίπτωση του Εφεσείοντα καλύπτεται πλήρως από τα πιο πάνω και συνεπώς η Αίτηση του ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη από την καταχώρηση της με βάση το Άρθρο 18ΠΣΤ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ.  Συνεπώς κρίνεται ορθή η πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που αποφασίζει περί μη εφαρμογής των άνω προνοιών στην περίπτωση του Εφεσείοντα.  Η ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εκ του περισσού επί άλλων παρεμφερών θεμάτων, κρίνεται ότι δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί για σκοπούς της παρούσας Έφεσης.

 

Ο δωδέκατος λόγος Έφεσης αφορά την παράλειψη, ως διατείνεται, του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να εφαρμόσει το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή/και την παρερμηνεία υπ’ αυτού, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΑΔ με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα αποτελέσματα.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι και αν ακόμα δεν εφαρμόζονται το Άρθρο 18ΠΣΤ του ΚΕΦ.105 ή το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ λόγω της καταδίκης του Εφεσείοντα, εφαρμόζεται το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Με αναφορά στις Μ.Α v. Cyprus, Application No.41872/10, Judgment of 23 July 2013 και Chahal v. United Kingdom,Υπόθεση αρ. 22414/13, απόφαση ημερ. 15.11.1996, εισηγήθηκε ότι προκειμένου η κράτηση για σκοπούς απέλασης να θεωρείται νόμιμη θα πρέπει να «λαμβάνονται ενέργειες προς το σκοπό της απέλασης» και στην περίπτωση του Εφεσείοντα ουδέν μέτρο λαμβάνεται προς την κατεύθυνση αυτή.

 

Αντίθετη είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Καθ’ ων η Αίτηση που εισηγήθηκε ότι λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για απέλαση του Εφεσείοντα, ο οποίος όμως δεν συνεργάζεται.  Υπεστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.

 

Το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, κατά το μέρος που ενδιαφέρει, έχει ως ακολούθως:

 

«Τo δικαίωμα στηv πρoσωπική ελευθερία και ασφάλεια

 

Άρθρον 5.- 1. Παv πρόσωπov έχει δικαίωμα εις τηv ελευθερίαv και τηv ασφάλειαv. Ουδείς επιτρέπεται vα στερηθή της ελευθερίας τoυ ειμή εις τας ακoλoύθoυς περιπτώσεις και συμφώvως [*892]πρoς τηv vόμιμov διαδικασίαv:

 

α)   ………………………………………………

β)   ………………………………………………

γ)   ………………………………………………

δ)   ………………………………………………

ε)   ………………………………………………

 

στ) εάv πρόκειται περί voμίμoυ συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμoυ επί σκoπώ όπως εμπoδισθή από τoυ vα εισέλθη παραvόμως εv τη χώρα ή εvαvτίov τoυ oπoίoυ εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως ή εκδόσεως.»

 

Όπως είναι παραδεκτό τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης του Εφεσείοντα εξεδόθησαν στις 3.2.2015 βάσει του Άρθρου 14 του Κεφ. 105 και Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος εφόσον ο Εφεσείοντας θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το Άρθρο 6(i)(δ) και (ζ) του Κεφ. 105.  Είναι επίσης παραδεκτό ότι η νομιμότητα της έκδοσης των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης δεν έχουν αμφισβητηθεί με οιονδήποτε τρόπο. Όταν εξεδόθησαν τα άνω Διατάγματα ο Εφεσείοντας δεν είχε ακόμα υποβάλει αίτηση για άσυλο ως Πολιτικός Πρόσφυγας. Έπραξε αυτό αργότερα στις 19.2.2015. Στο σημείο παρεμβάλουμε τα όσα λέχθηκαν στην Rahal v. Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλων (2004) 3 Α.Α.Δ. 741, απόφαση της πλειοψηφίας (11 Δικαστές) αναφορικά με την αλληλοεπίδραση του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105 και του Περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(I)/2000 όπως τροποποιήθηκε.

 

«Έχουμε τη γνώμη ότι η Διευθύντρια διατηρούσε τη δυνατότητα να εκδώσει διάταγμα απέλασης του αιτητή παρότι εκκρεμούσε το δεύτερο αίτημα του για πολιτικό άσυλο. Η επιφύλαξη στο Άρθρο 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου σημαίνει ότι ο περί Προσφύγων Νόμος υπερισχύει στο πεδίο που προορίζεται να καλύψει, παρέχοντας σε αιτητές ασύλου, υπό προϋποθέσεις που ορίζει, προστασία από επιπτώσεις και κυρώσεις που προβλέπονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο. Ως προς όμως τα λοιπά δεν μεταβάλλεται και δεν ατονεί ο ρυθμιστικός ρόλος του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου που αποβλέπει στην προστασία της Κυπριακής επικράτειας και έχει εμβέλεια πέραν του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Δεν δεχόμαστε ότι όπου γίνεται επίκληση του περί Προσφύγων Νόμου καθίσταται, στις πτυχές που εδώ συζητούμε, καθ' ολοκληρίαν ανενερ[*893]γός ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου. Στηρίχθηκε σε περιστάσεις άλλες από εκείνες που αναγνωρίζονται από τον περί Προσφύγων Νόμο ότι ενδέχεται να συνοδεύουν αιτητές ασύλου. Αυτή η διάκριση απασχόλησε πρωτοδίκως τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με τον Jamil Ahmed (2004) 1 Α.Α.Δ. 1752, όπου ανέφερε τα εξής:

 

«Λανθασμένη, όμως, θεωρώ και την αντίληψη που διατρέχει την εισήγηση του αιτητή πως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση αλλοδαπού που ενώ εισήλθε νόμιμα, παρέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία αναζητούμενος, όπως ο αιτητής, εκ μόνης της υποβολής και της εξέτασης αίτησης ασύλου απαγορεύεται η κράτησή του. Το Άρθρο 14 του Κεφ. 105 στο οποίο αναφέρθηκε ο αιτητής τελεί υπό την επιφύλαξη των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, βεβαίως στην έκταση που αυτές το επηρεάζουν και το Άρθρο 7(4) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο επικαλέστηκε ο αιτητής, δεν συνιστά πρόνοια η οποία, όπως την κατανοώ, άνευ ετέρου το επηρεάζει. Απαγορεύει την κράτηση αιτητή εκτός κατά τον τρόπο που εκεί ορίζεται, λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση αυτή την ιδιότητα του αιτητή. Εκδόθηκαν για λόγους άλλους, μάλιστα πριν ο αιτητής υποβάλει καν αίτηση για άσυλο.»

 

Στην περίπτωση που εξετάζουμε το αίτημα για άσυλο υποβλήθηκε βεβαίως πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης αλλά αυτό δεν εκφεύγει του σκεπτικού στην απόφαση Jamil Ahmed (ανωτέρω). Πρόκειται για διαφορά σε λεπτομέρεια που δεν επιδρά στο βασικό άξονα του συλλογισμού. Η λειτουργική σχέση μεταξύ των δύο νομοθετημάτων προσδιορίζεται ερμηνευτικά με αναφορά στον αντίστοιχο σκοπό τους και το αποτέλεσμα της διασύνδεσης τους και όχι τη χρονική σειρά των εξελίξεων μετά που αποκρυσταλλώθηκε η κατάσταση. Μια άλλη όψη του ιδίου στην ουσία ζητήματος εξετάστηκε λίγο αργότερα από το Εφετείο, στην υπόθεση Napana Wilesinge (2004) 2 Α.Α.Δ. 560, κατά την ερμηνεία κυρίως του προεκτεθέντος Άρθρου 7(1) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προστατεύει αιτητές ασύλου από τιμωρία αλλά μόνο εφόσον πληρούνται οι όροι του. Επισημάναμε εκεί ότι:

 

[*894]«...... η τιμωρία που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν είχε σχέση με ενέργειες του που προέκυψαν εκ της ιδιότητας του ως αιτητή πολιτικού ασύλου. Η τιμωρία είχε ως λόγο το ότι ο εφεσείων παρέβη τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και ότι η παράβαση δεν συνδεόταν με τις ανάγκες που αφορούσαν την εν λόγω επικληθείσα ιδιότητα.»

 

Νόμιμα λοιπόν εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης. Με την κατάληξη μας αυτή, αναδεικνύεται εν προκειμένω και η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, επίσης ως διοικητικού μέτρου βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προορισμένου να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης - αν παραστεί ανάγκη - του διατάγματος απέλασης. Δεν χωρεί συσχετισμός μεταξύ αυτής της κράτησης, και κράτησης βάσει του Άρθρου 7(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν κρατείται «λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή ασύλου» ώστε να ισχύει η απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 7(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Τέλος, ως προς την αναστολή του διατάγματος απέλασης, προφανώς για περιορισμένο χρονικό διάστημα που λογικώς χρειάζεται για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος ασύλου, ο αιτητής δεν έχει λόγο να παραπονείται. Πρόκειται για ευμενή γι' αυτόν εξέλιξη. Παραμένει βέβαια υπό κράτηση αφού η αναστολή δεν αγγίζει το διάταγμα κράτησης: βλ. την υπόθεση Ahmed (ανωτέρω). Αλλά με την αναστολή παραμένει στην Κύπρο. Και παρέχεται η δυνατότητα πλήρους εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου.»

 

Συνεπώς δεν χωρεί οποιαδήποτε συσχέτιση της νομιμότητας κράτησης του Εφεσείοντα με τον Περί Προσφύγων Νόμο. Ούτε βεβαίως η αναστολή εκτέλεσης του Διατάγματος Απέλασης στις 20.2.15 μπορεί να έχει οιανδήποτε επίπτωση στο Διάταγμα κράτησης του. Εις την Ahmed (ανωτέρω) που αφορούσε παρόμοιο θέμα λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Είναι σαφές πως ανεστάλη μόνο η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης, για να παραμείνει στην Κύπρο ο αιτητής εκκρεμούσας της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του για άσυλο. Δεν ανεστάλη, στοχευμένα βεβαίως, είτε το ίδιο το διάταγμα απέλασης είτε το διάταγμα κράτησης. Πρέπει να θεωρήσουμε πως κατ' ανάγκην επέρχεται αναστολή και του διατάγματος κράτησης, ενόψει τέτοιας αναστολής; Δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτή την προσέγγιση. Η αναστολή εκτέλεσης διακρίνεται από την [*895]ανάκληση της διοικητικής πράξης. Είναι βεβαίως δυνατό να θεωρηθεί ότι η χωρίς χρονικό προσδιορισμό αναστολή εκτέλεσης ισοδυναμεί με ανάκληση. Αναφέρονται στο θέμα ο Παπαχατζής στο Σύστημα του ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου 6η έκδοση σελ. 669 και ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος στο Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων - Ανατύπωση 1982 σελ. 387 με την επεξήγηση στο δεύτερο πως "εις τον δικαστήν απόκειται να ανεύρη εκ τη τοιαύτη περί αναστολής εκτελέσεως πράξει πρόθεσιν προς ουσιαστικήν ανάκλησιν...". Και εν προκειμένω, τα πράγματα δεν καταδεικνύουν ανάκληση. Και δεν ήταν καν για ακαθόριστο χρόνο που αναστάληκε η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης. Εκδήλως αναστάληκε η εκτέλεσή του για το χρόνο που θα απαιτείτο, λαμβανομένων υπόψη και των προθεσμιών του Νόμου περί Προσφύγων, για τη συμπλήρωση της διαδικασίας της αίτησης για άσυλο με τη σαφή πρόθεση να παραμείνουν σε ισχύ το ίδιο το διάταγμα απέλασης και βεβαίως το διάταγμα κράτησης.» (Βλ. επίσης Bondar (Αρ.2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 2075)

 

Στην Shuying v. Δημοκρατίας κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2725 η Ολομέλεια ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, οι πρόνοιες της οποίας ενσωματώθηκαν στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105, αποτελεί το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει το θέμα της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας υποκείμενου σε διαδικασίες επιστροφής κλπ. Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη οποιαδήποτε κράτηση πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια. Το ίδιο άρθρο περιέχει πρόνοιες η εφαρμογή των οποίων αποτελεί τις ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου σε κράτηση για τους σκοπούς του νόμου, υπηκόου τρίτης χώρας. Μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα των έξι μηνών παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρόλες τις εύλογες προσπάθειές τους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανό να διαρκέσει περισσότερο επειδή «(α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί ή (β) καθυστερεί η λήψη εγγράφων από τρίτες χώρες.»

 

[*896]Σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ενώ η διάρκεια της κράτησης, βάσει του Άρθρου 18ΠΣΤ του εν λόγω νόμου υπόκειται σε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. ……………..»

 

Ήδη έχουμε κρίνει ότι το 18ΠΣΤ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 δεν εφαρμόζεται, για λόγους που αναφέρονται, στην περίπτωση του Εφεσείοντα.

 

Όλα τα πιο πάνω, που αναμφισβήτητα ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση του Εφεσείοντα, πιστεύουμε ότι θέτουν τέρμα και στο όλο θέμα της νομιμότητας της κράτησης του Αιτητή.

 

Με δεδομένη την νομιμότητα της κράτησης του Εφεσείοντα το μόνο θέμα που παρέμενε για εξέταση ήταν αυτό της διάρκειας κράτησης του κάτω από το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Αυτό έθεσε ρητά και η ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και αυτό ρητά επίσης ανέφερε στην απόφαση του. Σημειώνεται ότι η κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την ημέρα εξέτασης της αίτησης του ήταν 5 μήνες και 7 ημέρες. Η εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης από άποψη διάρκειας στα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης ερείδεται στο Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος αντίστοιχο του Άρθρου 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ). Στην Rahal (άνω) υιοθετήθησαν τα όσα σχετικά αναφέρονται στην Khlaief v. Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος.

 

«………………., παρά την έλλειψη ρητής συνταγματικής ή νομοθετικής πρόνοιας επί τούτου, κράτηση διενεργούμενη προς το σκοπό απέλασης δεν μπορεί να είναι δυνητικά απεριόριστη αλλά περιορίζεται σε τέτοιο χρόνο που είναι εύλογος, λαμβανομένων υπ’ όψη όλων των περιστάσεων, για να γίνει η απέλαση. Η κράτηση είναι περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας. Η απόκλιση επιτρέπεται από το Άρθρο 11.2(στ) "προς το σκοπό απελάσεως". Δεν μπορεί να καθίσταται αυτοσκοπός με την επ’ αόριστο αναβολή της απέλασης, ούτε να απολήγει ουσιαστικά σε αδικαιολόγητη κράτηση. Γενομένη με την προοπτική της απέλασης, εξυπακούεται ότι η απέλαση θα γίνει εντός του ευλόγου χρόνου που απαιτείται προς διευθέτηση της. Άλλως, ο λόγος της συνέχισης της καταρρέει. Τούτο επιτάσσει δε όχι μόνο το όλο πνεύμα του Άρθρου 11 [*897]προς το σκοπό προστασίας των δικαιωμάτων του αλλοδαπού αλλά και η ίδια η επιδίωξη της απέλασης που είναι η άνευ χρονοτριβής αποκατάσταση της νομιμότητας με το ακραίο και αποτελεσματικό μέτρο της απομάκρυνσης του διαπιστωθέντος μη δικαιούμενου να ευρίσκεται στη Δημοκρατία αλλοδαπού.

 

Φρονώ λοιπόν ότι το Δικαστήριο κέκτειται εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα παρατεταμένης κράτησης προς απέλαση. Η εξουσία αυτή δε μόνο στα πλαίσια αίτησης habeas corpus μπορεί να ασκηθεί και να είναι αποτελεσματική. Η εισήγηση του κ. Μαππουρίδη ότι τέτοια εξουσία μπορεί να ασκηθεί μόνο με την επιδίωξη ενδιάμεσου διατάγματος στα πλαίσια της προσφυγής του Αιτητή παραγνωρίζει ότι το κρινόμενο στην προσφυγή, η εμβέλεια του οποίου καθορίζει και το εύρος δυναμένου να εκδοθεί στα πλαίσια του ενδιάμεσου διατάγματος, είναι η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων της απόρριψης του αιτήματος ασύλου και της έκδοσης του διατάγματος απέλασης, όπως μαρτυρεί και η έκβαση του αιτηθέντος ενδιάμεσου διατάγματος με την απόφαση που εδόθη στην εν λόγω προσφυγή στις 18.9.2003. Εξ άλλου, στα πλαίσια της προσφυγής θα διαπιστωθεί η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων κατά το χρόνο λήψης τους και όχι η εξέλιξη των πραγμάτων σε μετέπειτα στάδιο, όπως η υπέρμετρη καθυστέρηση διενέργειας της απέλασης. Στα πλαίσια όμως της εξουσίας που το Δικαστήριο θεωρεί ότι έχει κατά την εξέταση αίτησης habeas corpus εκλαμβάνεται ως δεδομένη η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων ως υφιστάμενων διοικητικών πράξεων, όπως και η νομιμότητα του ακολούθως τούτων εκδοθέντος διατάγματος σύλληψης του Αιτητή ώστε να κρατηθεί προς το σκοπό απέλασης του, και το αντικείμενο της εξέτασης είναι μόνο το κατά πόσο η νομίμως αρξαμένη κράτηση κατέστη παράνομη εκ των υστέρων ως καθ’ υπέρβαση του ευλόγως επιτρεπομένου χρόνου. Και τούτο δεν ανάγεται πλέον στο διοικητικό δίκαιο αλλά στο ιδιωτικό δίκαιο. Δεν υπάρχει λοιπόν διείσδυση στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου με την άσκηση τέτοιας εξουσίας, ούτε υφίσταται αποτελεσματικός τρόπος διακρίβωσης της νομιμότητας της συνεχιζόμενης κράτησης άλλος εκείνου της αίτησης habeas corpus η οποία εκδικάζεται τάχιστα προκειμένου περί του δικαιώματος της ελευθερίας του ατόμου, όπως εξ άλλου θέλει και το Άρθρο 11.7 αλλά και οι γενικότερες παράμετροι που χαρακτηρίζουν το habeas corpus ως παραδοσιακά και διαχρονικά το κατ’ εξοχή καταφύγιο του παρανόμως κρατουμένου κατά στέρηση της ελευθερίας του.

 

Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση βεβαίως, η κρίση επί του κα[*898]τά πόσο η κράτηση έχει υπερβεί τον εύλογο χρόνο είναι κρίση πραγματική που πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως και πάντοτε, αυτή ταύτη η διάρκεια της κράτησης είναι σχετική. Τέσσερις μήνες δεν είναι μικρό διάστημα. Όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί in abstracto. Πρέπει να συσχετισθεί προς τους λόγους της καθυστέρησης απέλασης και τις υφιστάμενες δυνατότητες διεκπεραίωσης της…………….»

 

Στο σύγγραμμα των Jacobs, White & Ovey, The European convention on Human Rights, 5η Έκδοση, σελ. 235 αναφέρεται ότι το βάρος απόδειξης παράβαση του Άρθρου 5(1)(στ) του ΕΣΔΑ είναι επί των ώμων του Αιτητή.  Παραθέτουμε το σχετικό κείμενο:

 

«It follows that, in the absence of any procedural irregularity or official arbitrariness such as to render the detention unlawful, the only way for an applicant to establish a breach of this provision is to show that, throughout or for some part of his detention, he was not truly the object of deportation or extradition action. One way of establishing this is to show that the authorities did not pursue the expulsion proceedings with ‘due diligence’ and that they thereby allowed the detention to be unnecessarily prolonged.”

 

Ο Εφεσείοντας προκειμένου ν’  αποσείσει την άνω υποχρέωση του, τα μόνα που αναφέρει στην Ένορκη Δήλωση του είναι τ’ ακόλουθα στις παράγρ. 17-19:

 

«(17) …. η κράτηση μου είναι παράνομη από απόψεως διάρκειας της αφού έχουν παρέλθει πέραν των πέντε μηνών χωρίς να μπορεί να εκτελεσθεί το διάταγμα απέλασης εναντίον μου, αφού διατηρώ την ιδιότητα τού αιτητή ασύλου αφού δεν έχει εκδοθεί τελική απόφαση επί του αιτήματος μου.

 

(18) ……. η διάρκεια κράτησης μου στη βάση των διαταγμάτων κράτησης με σκοπό απέλασης είναι παράνομη, αφού καμιά επανεξέταση της κράτησης μου κάθε δύο μήνες έχει γίνει, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 18ΠΣΤ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και/ή αν υπήρξε οποιαδήποτε εκ νέου εξέταση από τον Υπουργό δεν ενημερώθηκα ποτέ για οποιαδήποτε απόφαση.

 

(19) Η διάρκεια κράτησης μου στη βάση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης είναι παράνομη και παραβιάζει το Άρθρο 18ΠΣΤ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως [*899]Νόμου, το Άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ και το Άρθρο 5(1)(στ) του ΕΣΔΑ αφού διαρκεί πάνω από πέντε μήνες και κανένα μέτρο δεν λαμβάνεται ή/και μπορεί να ληφθεί από τις Αρχές για την απέλαση μου στο Ιράν αφού εξακολουθώ να είμαι αιτητής ασύλου σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο και  δεν υφίσταται προοπτική απομάκρυνσης.»

 

Θα πρέπει εξ αρχής να λεχθεί ότι το Άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 όπως ήδη έχει αναφερθεί νωρίτερα στην απόφαση μας δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση του Εφεσείοντα.  Το ίδιο και το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/11/ΕΚ δεν τον βοηθά καθότι το Άρθρο 15 της Οδηγίας ενσωματώθηκε στο Κεφ. 105 (βλ. Ν.153(Ι)/2011) και είναι το Άρθρο 18ΠΣΤ το οποίο δεν είναι εφαρμόσιμο στην περίπτωση του Εφεσείοντα. Επίσης σύμφωνα με την Rahal (άνω) η νομιμότητα του Διατάγματος Απέλασης «αναδεικνύει και τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης», ως διοικητικό μέτρο βάσει του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προορισμένου να διαφυλάξει τη δυνατότητα εκτέλεσης – αν παραστεί ανάγκη – του διατάγματος απέλασης. Δεν χωρεί συσχετισμός μεταξύ αυτής της κράτησης και κράτησης βάσει του Άρθρου 7(4)(β) του Περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείοντας δεν κρατείται υπό την ιδιότητα του ως αιτητή ασύλου ώστε να ισχύει η απαγόρευση στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 7(4)(α) του Περί Προσφύγων Νόμου. Συνεπώς στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης η ιδιότητα του Αιτητή Ασύλου που επικαλείται ο Εφεσείων δεν μπορεί να συσχετισθεί με οποιοδήποτε τρόπο με το Διάταγμα κράτησης του, ως διοικητικού μέτρου βάσει των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

 

Παραμένει συνεπώς για εξέταση η διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα που το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει βάσει του Άρθρου 11(2)(στ) του Συντάγματος, αντίστοιχου με το Άρθρο 5(1)(στ) του ΕΣΔΑ. Στην Khlaief (άνω) το Δικαστήριο συνήρτησε το χαρακτηρισμό του χρόνου σε εύλογο ή μη, όχι μόνο από το μέγεθος του αλλά και από τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο. Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:

 

«Η θέση της κας. Χαραλαμπίδου είναι ότι με αποφάσεις του ΕΔΑΔ, φαίνεται να παραβιάζεται το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εφόσον θα έπρεπε να ελεγχθούν οι ενέργειες που έχουν γίνει προς απέλαση του αιτητή. Η απάντηση είναι ότι η Δημοκρατία κρατεί ένα άτομο το οποίο δεν έχει διαβατήριο, του οποίου η κράτηση νομίμως υφί[*900]σταται με βάση τα εκδοθέντα διατάγματα, ενώ  δεν έχει ακόμη περάσει το εξάμηνο. Ακόμη και αν ήθελε τύχει εφαρμογής η Οδηγία, η πάροδος του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος δεν είναι περίοδος που να θεωρείται ότι έχει υπερβεί οποιονδήποτε λογικό χρονικό διάστημα για την απομάκρυνση του αιτητή πίσω στη χώρα του, εκκρεμούσης μάλιστα της προσφυγής την οποία έχει καταχωρήσει εναντίον της απόρριψης της αίτησης ασύλου. Με άλλα λόγια, το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης πρέπει να εναρμονίζεται και να διαβάζεται και με τα ευρωπαϊκά δεδομένα που τυγχάνουν εφαρμογής με βάση την Οδηγία, αλλά και το κυριαρχικό δικαίωμα ενός κράτους να ελέγχει την παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος του, ιδιαίτερα όταν αυτά έχουν καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα πλαστοπροσωπίας. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι το εν λόγω Άρθρο 5 αφορά στον έλεγχο της αυθαίρετης κράτησης χωρίς, δηλαδή, νόμιμη διαταγή και αναθεώρηση από αρμόδιο Δικαστήριο. Ακόμη το Άρθρο 5(1)(f) προνοεί για εξαιρέσεις όταν η περίπτωση εμπίπτει στο δικαίωμα του κράτους να κρατεί υπό περιορισμό άτομο εναντίον του οποίου έχουν εκδοθεί διατάγματα με σκοπό την απέλαση ή την έκδοση του. (δέστε σχετικά Jacobs, White & Ovey: The European Convention on Human Rights 5η έκδ. σελ. 209 κ.ε. και ιδιαίτερα τις σελ. 233-235).

 

Άλλες αποφάσεις  που έχει αναφέρει η κα. Χαραλαμπίδου όπως τις Αίτηση του Wilky Fonjy Fonjungo, υπ’ αρ. 44/13, ημερ. 4.4.2013, Τeimuraz Bochorishvili (πιο πάνω) και Zoran Todorovic υπ’ αρ. 2/14 ημερ. 7.2.2014, ήταν υποθέσεις που είχαν περάσει την εξάμηνη κράτηση, και κρίθηκαν πάνω σε εντελώς διαφορετικά δεδομένα.»

 

Συμφωνούμε με την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστού λαμβάνοντας υπόψιν τα περιστατικά της παρούσης υπόθεσης και ιδιαίτερα ότι ο χρόνος κράτησης του Εφεσείοντα ήταν μόλις πέντε μήνες και επτά ημέρες μέχρι την καταχώρηση της αίτησης του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι υποθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε η ευπαίδευτος συνήγορος προκειμένου να στηρίξει την εισήγηση της, αφορούσαν κρατήσεις πέραν των 11 μηνών (Μ.Α v. Cyprus (άνω)) και πέραν των 5 ετών (Chahal (άνω)). Στην τελευταία υπόθεση αν και το Δικαστήριο βρήκε ότι η απόφαση δι’ απέλαση του αιτητή στις Ινδίες ήταν αντίθετη με το Άρθρο 3 της Σύμβασης λόγω του ότι θα διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο βασανισμού ή παράνομης θανάτωσης εντούτοις η κράτηση του για 6 έτη πριν την απόφαση του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι ήταν επιτρεπτή κάτω από το Άρθρο 5(Ι)(f) της ΕΣΔΑ.

[*901]Στην Kolompar v. Belgium, 24 September 1992, Series A No.235-C, [1993] 16 EHRR 197 §§37-43 καθυστέρηση πέραν των δύο ετών και οκτώ μηνών εν αναμονή απέλασης δεν κρίθηκε ότι παραβίαζε το Άρθρο 5 ενόψει του ότι οι καθυστερήσεις, δεν οφείλονταν σε ενέργειες των Αρχών.

 

Η Αρχή που προβάλλεται από τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ αναφορικά με το εξεταζόμενο θέμα παρατίθεται στην πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση MEFAALANI v. CYPRUS, Appl. Nos 3473/11 και 75381/11 ημερ 3.2.2016.

 

Article 5 § 1(f) does not demand that detention be reasonably considered necessary, for example, to prevent the individual from committing an offence or fleeing. It is therefore immaterial whether the underlying decision to expel can be justified under national or Convention law.  Any deprivation of liberty under the second limb or Article 5 § 1(f) will be justified, however, only for as long as steps towards deportation or extradition are in progress.  If such steps are not prosecuted with due diligence, the detention will cease to be permissible under that provision. In other words, the length of the detention should not exceed that which is reasonably required for the purpose pursued.

 

Unlike Article 15 of Directive 2008/115/EC, Article 5 § 1(f) of the |Convention does not lay down maximum time-limits; the question whether the length of deportation proceedings could affect the lawfulness of detention under this provision thus depends solely on the particular circumstances of each case.

 

The deprivation of liberty must also be “lawful”. Where the “lawfulness” of detention is in issue, including the question whether “a procedure prescribed by law” has been followed, the Convention refers essentially to national law and lays down, as a minimum, the obligation to conform to the substantive and procedural rules of that law. It follows that the Court can and should exercise a certain power to review whether this law has been complied with.  However, the logic of the system of safeguards established by the Convention sets limits on the scope of this review. It is in the first place for the national authorities, notably the courts, to interpret and apply domestic law, even in those fields where the Convention “incorporates” the rules of that law:  the national authorities are, in the nature of things, particularly qualified to settle the issues arising in this connection.

 

[*902]Στα όσα παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να δικαιολογήσει την νομιμότητα αναφορικά με τη διάρκεια της κράτησης του, θα προσθέταμε ότι απ’ όσα ο ίδιος ο Εφεσείοντας προβάλλει στην Ένορκη Δήλωση για υποστήριξη της αίτησης του δεν αποκαλύπτεται ότι οι Αρχές δεν προώθησαν την απέλαση του με την «δέουσα επιμέλεια» (“due diligence”).

 

Ο Εφεσείων, δεν απέσεισε το βάρος ν’  αποδείξει ότι υπό τις περιστάσεις, η διάρκεια του χρόνου κράτησης του δεν είναι η αναγκαία και/ή η εύλογος. Απεναντίας τα όσα αναφέρει οδηγούν στην αντίθετη κατεύθυνση. Όπως ήδη έχει αναφερθεί ο Εφεσείων δεκαέξι (16) ημέρες μετά την έκδοση των Διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στις 3.2.2015 υπέβαλε αίτηση για άσυλο ως πολιτικός πρόσφυγας στις 19.2.2015. Την αμέσως επόμενη, ήτοι στις 20.2.2015 το Διάταγμα Απέλασης αναστάληκε ενόψει της αίτησης ασύλου. Η αίτηση του αυτή ακόμη δεν έχει περατωθεί υπό την έννοια ότι ακόμη εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου η Προσφυγή του αρ. 836/15 την οποία κατεχώρισε στις 3.7.2015 εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερ. 10.6.2015. Η αναστολή του Διατάγματος της Απέλασης χαρακτηρίστηκε στην Rahal (άνω) ως ευμενής εξέλιξη για τον Αιτητή και ο τελών υπό κράτηση δεν έχει λόγο να παραπονείται. Θα προσθέταμε σ’ αυτά, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ότι ακριβώς η παράταση της κράτησης του Εφεσείοντα οφείλεται στις δικές του ενέργειες και μόνο. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν ν’ αποδίδεται η παράταση της κράτησης του Εφεσείοντα στους Εφεσίβλητους επειδή αυτοί ανέστειλαν την εκτέλεση της απέλασης λόγω της εκκρεμοδικίας των αλλεπάλληλων διοικητικών και δικαστικών διαβημάτων που αυτός προβαίνει. Είναι μεν δικαίωμα του η λήψη των μέτρων αυτών – εφόσον το επιθυμεί – όμως ο χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση τους δεν μπορεί να αποδίδεται στους Καθ’ ων η Αίτηση. Έκδηλα αναστάληκε η εκτέλεση του Διατάγματος Απέλασης για τον περιορισμένο χρόνο που λογικά χρειάζεται για την διεκπεραίωση των πιο πάνω λεχθέντων διαβημάτων του με σαφή όμως πρόθεση τα Διατάγματα κράτησης και απέλασης να παραμείνουν σε ισχύ (βλ. Ahmed (άνω)). Περαιτέρω υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Περί Προσφύγων Νόμου:

 

«…..αιτητής δεν απελαύνεται σε χώρα όπου, λόγω ….. θρησκείας….. η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή καταδίωξη.»

 

Συνεπώς ο Εφεσείων ως Αιτητής Ασύλου επικαλούμενος, μεταξύ άλλων, και τη θρησκεία του ως λόγο δίωξης του στη χώρα του δεν μπορούσε ν’ απελαθεί πριν τη λήψη τελικής απόφασης στην αίτηση του εν τη εννοία του Άρθρου 2 του Νόμου Περί Προσφύγων Νόμου. Τυχόν άμεση απέλαση του υπό τας πιο πάνω συνθήκες ενδεχομένως να έθετε τους Καθ’ ων η Αίτηση σε κατηγορία παραβάσεως των δικαιωμάτων του ως αιτητού πολιτικού ασύλου. Στην Μefaalani (άνω) §89 αναφέρεται ότι η απέλαση του Αιτητή δεν θα ήταν ορθό να εκτελεσθεί κατά το χρόνο που ο Αιτητής υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτημα για Προσωρινό Διάταγμα στα πλαίσια προσφυγής του για αναστολή του Διατάγματος Απέλασης του.  Δεν θα ήταν ορθό, σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι Αρχές να προχωρούσαν στην απέλαση του εκκρεμούντος του αιτήματος του.

 

Όλα τα πιο πάνω οδηγούν στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι η κράτηση του Εφεσείοντα είναι νόμιμη και από πλευράς διάρκειας.

 

Αυτό είναι σε πλήρη αρμονία με τα όσα λέχθησαν στην Khlaief (άνω) ότι ο χρόνος κράτησης “δεν μπορεί να θεωρηθεί in abstracto. Πρέπει να συσχετισθεί προς τους λόγους της καθυστέρησης απέλασης και τις υφιστάμενες δυνατότητες διεκπεραίωσης της”.

 

Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω αλλά και διότι δεν τέθησαν ενώπιον μας στοιχεία που να καταδεικνύουν ίχνος ότι η κράτηση του είναι αποτέλεσμα ενεργειών κακής πίστης των Καθ’ ων η Αίτηση ή ότι αυτός κρατείται υπό απαράδεκτες συνθήκες ή ότι η κράτηση του είναι αυθαίρετη για οποιοδήποτε άλλο λόγο, (βλ. Μefaalani (άνω)) η Έφεση του θα πρέπει αναπόφευκτα να απορριφθεί.

 

Η Έφεση για όλους τους πιο πάνω λόγους απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα/Αιτητή όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, με πολυάριθμους λόγους έφεσης*, προσβάλλει, ως κατά νόμο λανθασμένη, την πρωτόδικη απόφαση Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου να απορρίψει την αίτησή του για habeas corpus ad subjiciendum. Κατά το χρόνο εκείνο, αυτός τελούσε υπό κράτηση, συνεπεία σχετικού διατάγματος του Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, προς εξυπηρέτηση ετέρου διατάγματος του ιδίου Λειτουργού για απέλασή του. Τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν δυνάμει συγκεκριμένων προνοιών του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.

Τα γεγονότα:

 

Η ακρόαση, πρωτοδίκως, διεξήχθη στη βάση κοινού εδάφους αναφορικά με την καταγωγή και τις περιστάσεις έλευσης και παρουσίας του εφεσείοντος στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, αυτός είναι Ιρανός υπήκοος, ηλικίας 43 χρονών και ήλθε παράνομα στην Κύπρο, μέσω Τουρκίας, με πρόθεση να μεταβεί σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης. Δεν έχει κανονικό διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο στην κατοχή του. Στις 2.1.2015, ενώ επιχειρούσε να επιβιβαστεί σε πτήση στο αεροδρόμιο Λάρνακας, με προορισμό τη Βιέννη, παρουσίασε διαβατήριο, το οποίο ήταν εμφανές, από τη φωτογραφία που υπήρχε σε αυτό, πως δεν ήταν δικό του, οπότε συνελήφθη για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας και της παράνομης εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Ως αποτέλεσμα, διώχθηκε ποινικώς και, στις 9.1.2015, του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, δύο μήνες για το κάθε αδίκημα.  Για άγνωστο λόγο, ο χρόνος των προαναφερθεισών ποινών συντμήθηκε και ο εφεσείων θα αφηνόταν ελεύθερος στις 4.2.2015.

 

Ο Αν. Διευθυντής του προαναφερθέντος Τμήματος, πληροφορηθείς υπηρεσιακώς για την περίπτωση, ανωτέρω, του εφεσείοντος, έλαβε, σε σχέση με αυτόν, από την προηγουμένη, 3.2.2015, τις δικές του αποφάσεις. Συγκεκριμένα, αφού, συνεπεία των πιο πάνω περιστάσεων, τον θεώρησε ανεπιθύμητο μετανάστη και, κατ’ επέκταση, απαγορευμένο μετανάστη, στη βάση του Άρθρου 6(1)(δ)* του Κεφ. 105, διέταξε την απέλαση και, συγχρόνως, την κράτησή του, δυνάμει του Άρθρου 14(1)** του ιδίου Νόμου. Ως αποτέλεσμα, στις 4.2.2015, αυτός μεταφέρθηκε στο κέντρο κράτησης Μεννόγιας.

Ο εφεσείων, ενώ τελούσε υπό κράτηση για τον πιο πάνω σκοπό, στις 19.2.2015, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, συμφώνως του Άρθρου 11 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Συνακόλουθα, του χορηγήθηκε, αυθημερόν, βεβαίωση του νομικού καθεστώτος του ως αιτητής ασύλου. Την επομένη, 20.2.2015, ανεστάλη και το διάταγμα για απέλασή του, ενώ η εν λόγω αίτησή του έλαβε την πορεία της. Μετά από εξέτασή της, αυτή απορρίφθηκε, σε πρώτο στάδιο, από την Υπηρεσία Ασύλου, στις 18.3.2015 και, σε δεύτερο στάδιο, από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, στις 26.5.2015, της τελευταίας απορριπτικής απόφασης ληφθείσας στο πλαίσιο σχετικής διοικητικής προσφυγής.

 

Η ιδιότητά του «αιτητή» ασύλου:

 

Η προσφυγή υπ’ αριθμό 836/2015, την οποία ο εφεσείων καταχώρισε, στη συνέχεια, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, εναντίον της τελευταίας απόφασης, ανωτέρω, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Σύμφωνα με το Άρθρο 8(1)(α)(ιι) του Ν. 6(Ι)/2000, η ύπαρξή της δεν του εξασφαλίζει δικαίωμα παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ωστόσο, μέχρι τη λήψη «τελικής απόφασης*» σε σχέση με αυτή, ο εφεσείων διατηρεί το καθεστώς του ως «αιτητής**» ασύλου, όπως οι όροι αυτοί ερμηνεύονται στο Άρθρο 2 του Ν. 6(Ι)/2000.  Σύμφωνα δε με το Άρθρο 9(1)(α)*** του ιδίου Νόμου, πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στη θέση του εφεσείοντος, «Καθόσον διάστημα διατηρεί το καθεστώς αιτητή και παραμένει ή [*906]διαμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, ... έχει δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και διαμονής εντός των ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχών, κατά τα προβλεπόμενα στους περί Προσφύγων (Συνθήκες Υποδοχής Αιτητών) Κανονισμούς του 2005 έως 2013».  Τέλος, συναφώς προς τα ανωτέρω, να σημειωθεί ότι συμφώνως του Άρθρου 14(1) του Κεφ. 105, αυτό εφαρμόζεται «και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου».

 

Εντούτοις, ο εφεσείων συνέχισε και συνεχίζει, προφανώς, να βρίσκεται υπό κράτηση, με βάση το αρχικό διάταγμα το οποίο έχει εκδοθεί στις 3.2.2015. Τούτο δε, παρά το γεγονός ότι το διάταγμα απέλασής του, ιδίας, ως άνω, ημερομηνίας, έχει, στο μεταξύ, ανασταλεί, εξαιτίας της αποκτήσεως από αυτόν του καθεστώτος του «αιτητή» ασύλου, (Άρθρο 8(1)(α) του Ν. 6(Ι)/2000). Για τον πιο πάνω λόγο και στη βάση των προαναφερθέντων γεγονότων, ο εφεσείων, στις 10.7.2015, καταχώρισε την υπό αναφορά αίτηση για habeas corpus.

 

Η αίτηση για ένταλμα habeas corpus:

 

Με την αίτηση αυτή, ο εφεσείων αξιώνει την έκδοση του προαναφερθέντος εντάλματος, το οποίο, απευθυνόμενο στον Αρχηγό Αστυνομίας και στον Υπουργό Εσωτερικών, να τους διατάσσει να προβούν στη μεταφορά του ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου να εξεταστεί ο λόγος κράτησής του και κατά πόσο αυτός είναι σύμφωνος προς το νόμο. Στην εν λόγω αίτηση, αναφέρεται, ως η νομική βάση αυτής, αριθμός άρθρων από διαφορετικά νομοθετήματα, μεταξύ των οποίων και το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α., ενώ, στην ένορκη δήλωση η οποία την συνοδεύει, παρατίθενται τα γεγονότα, υποστηριζόμενα, κατά ασυνήθιστο τρόπο, από νομικούς ισχυρισμούς.

 

Με τη διαδικασία του εντάλματος habeas corpus, ό,τι επιδιώκεται είναι η διασφάλιση του δικαιώματος της ελευθερίας, διά της άμεσης απελευθέρωσης του αιτητή, ο οποίος, κατ’ ισχυρισμό, τελεί υπό παράνομη κράτηση. Οποτεδήποτε, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, το σχετικό διάταγμα εκδίδεται δικαιωματικά και όχι ως θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, οπότε, ο αιτητής αφήνεται ευθύς ελεύθερος, (βλ. Green v. Home Secretary [1941] 3 All E.R. 388, σελίδα 400). Είναι δε κατανοητό πως, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, αυτό που εξετάζεται είναι κατά πόσο η κράτηση του αιτητή, ως γεγονός, δικαιολογείται με βάση το νόμο και όχι η νομιμότητα της απόφασης που [*907]οδηγεί σε αυτή. Ως προς την τελευταία πιο πάνω πτυχή, να σημειωθεί ότι ο εφεσείων δεν προσέβαλε με προσφυγή την απόφαση του Αν. Διευθυντή της 3.2.2015, με την οποία είχε διαταχθεί η κράτησή του, για σκοπούς απέλασής του. Η επιλογή του, όμως, αυτή ουδόλως του αποστερεί τη δυνατότητα να διεκδικήσει, μεταγενέστερα, σε οποιοδήποτε στάδιο, εφόσον εξακολουθεί να βρίσκεται υπό κράτηση, το δικαίωμα της ελευθερίας, με τη διαδικασία του εντάλματος habeas corpus, η οποία είναι και η μόνη που έχει, πλέον, στη διάθεσή του.

 

Παρεμπιπτόντως, να σημειωθεί πως, στο πλαίσιο της υπόθεσης αυτής, ουδέποτε τέθηκε ως θέμα ότι, με την αίτηση habeas corpus, επιζητείτο ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης με την οποία είχαν εκδοθεί τα υπό αναφορά διατάγματα απέλασης και κράτησής του εφεσείοντος. Τέτοια κρίθηκε ότι ήταν η περίπτωση σε κάθε μια από τις υποθέσεις Rahal v. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 741 και Bondar (Αρ. 2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 2075. Συγκεκριμένα, στην πρώτη, είχε επιχειρηθεί ευθέως, με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, να ελεγχθεί η νομιμότητα απόφασης για έκδοση, με βάση το Άρθρο 14(1) του Κεφ. 105, διαταγμάτων απέλασης και κράτησης του προσφεύγοντος. Στη δεύτερη, όπου υπήρχε παρόμοια απόφαση της διοίκησης, επιχειρήθηκε να ελεγχθεί συγκεκαλυμμένα η νομιμότητά της, με αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Κρίθηκε ότι, δεδομένου του αντικειμένου της, το εκδικάσαν Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να προβεί στην εξέτασή της, η οποία μπορούσε να διενεργηθεί μόνο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η παρούσα περίπτωση, σαφώς, διαφέρει, αφού, με δεδομένη τη νομιμότητα των σχετικών διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, κατά το χρόνο που αυτά είχαν εκδοθεί, με βάση το Άρθρο 14(1) του Κεφ. 105, το αιτηθέν ένταλμα habeas corpus αφορούσε στη διαπίστωση του νόμιμου της κράτησης του εφεσείοντος μετά την πάροδο πέντε και πλέον μηνών από την έκδοση του σχετικού διατάγματος.

 

Ο εφεσείων, λοιπόν, με την υπό αναφορά αίτησή του, επιζητεί την άμεση απελευθέρωσή του, στη βάση των γεγονότων που παρατίθενται πιο πάνω, σύμφωνα με τα οποία, όπως θα εξηγηθεί, η κράτησή του, αναμφίβολα, έχει καταστεί παράνομη, υπό οποιαδήποτε άποψη και αν αυτά αντικριστούν. Σε σχέση με τη διαπίστωση αυτή, πρέπει, κατ’ αρχάς, να αναφερθεί πως ο εφεσείων, στην υποστηρικτική της αίτησης ένορκη δήλωσή του, τοποθετεί το παράνομο της κράτησής του στην παρατεταμένη διάρκειά της, επικαλούμενος, προς τούτο, διάφορες νομικής φύσεως αιτιάσεις. Όπως, συγκεκριμένα, αναφέρει: «εξ όσων κάλλιον γνωρίζω, πιστεύω και πληροφορούμαι από τους δικηγόρους μου η διάρκεια της κράτησής μου στη βάση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης είναι παράνομη και παραβιάζει το Άρθρο 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και το Άρθρο 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αφού διαρκεί πάνω από πέντε μήνες και κανένα μέτρο δεν λαμβάνεται ή/και μπορεί να ληφθεί από τις αρχές για την απέλαση μου στο Ιράν, αφού εξακολουθώ να είμαι αιτητής ασύλου σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο και δεν υφίσταται εύλογη προοπτική απομάκρυνσης.» (παράγραφος 19).

 

Λόγοι έφεσης 2 έως 10 και 13:

 

Οι λόγοι αυτοί επικεντρώνονται στην εξέταση που διενεργήθηκε πρωτοδίκως σε σχέση με τα διάφορα θέματα στα οποία γίνεται αναφορά στη συνέχεια, την οποία και επικρίνουν. Αρχίζοντας από το Άρθρο 18ΠΣΤ, του Κεφ. 105, προφανώς, η αναφορά στο εν λόγω άρθρο, που γίνεται στο πιο πάνω απόσπασμα, δεν είναι τυχαία.  Ο Αν. Διευθυντής βάσισε την απόφασή του της 3.2.2015 για έκδοση του διατάγματος κράτησης του εφεσείοντος μέχρι την απέλασή του στο Ιράν, όπως ο ίδιος ρητώς αναφέρει, στο ότι «διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, Άρθρο 18ΠΣΤ(1) και παρεμπόδισης των διαδικασιών απέλασης του». Σαφώς, πρόκειται για αιτιολόγηση, όσο ισχνή και αν αυτή είναι, επί των γεγονότων και η αναφορά στην εν λόγω απόφαση στο Άρθρο 18ΠΣΤ(1), ασφαλώς, δεν αποτελεί γεγονός. Ούτε, βέβαια, ο Αν. Διευθυντής άσκησε την εξουσία του να διατάξει ο εφεσείων να παραμείνει «υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί» με βάση το εν λόγω άρθρο. Αντιθέτως, στηρίχτηκε, για την υπό αναφορά απόφασή του, στην εξουσία την οποία παρέχει ρητά προς το σκοπό αυτό το Άρθρο 14(1) του Κεφ. 105. Όπως δε προκύπτει από το Άρθρο 6(1Α)* του ιδίου Νόμου, οι εν λόγω δύο εξουσίες διαφέρουν μεταξύ τους, όμως, δε χρειάζεται να εξεταστεί, επί του παρόντος, το θέμα αυτό. Εν πάση περιπτώσει, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, η αναφορά στο Άρθρο 18ΠΣΤ(1) ήταν, στην πραγματικότητα, παραπλανητική και, προφανώς, ο εφεσείων, παραπλανηθείς, αναφέρει στην αίτησή του και την πρόνοια αυτή.

 

Ενισχυτικά της πιο πάνω διαπίστωσης είναι και τα εξής: Ο εφεσείων είναι απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει του Άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ. 105, δεδομένου ότι αυτός «έχει καταδικαστεί για ... ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα», στην προκειμένη περίπτωση, για δύο μήνες. Έχει δε, «λόγω των συναφών περιστάσεων», θεωρηθεί ως ανεπιθύμητος μετανάστης και είναι, ακριβώς, λόγω των γεγονότων αυτών που ο Αν. Διευθυντής διέταξε την απέλαση και την κράτησή του κατ’ επίκληση του προαναφερθέντος Άρθρου 14(1). Επομένως, η περίπτωσή του δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 18ΠΣΤ, αφού, σύμφωνα με το Άρθρο 18ΟΕ(2)(β) του Κεφ. 105:-

 

«Τα Άρθρα 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ δεν εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι -

 

(α) .............................................................................................

 

(β) υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ... ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, ...»

 

Περαιτέρω, να σημειωθεί, συναφώς, πως οι πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΕ(2)(β), ανωτέρω, συμπεριλήφθηκαν στο Κεφ. 105, ως αποτέλεσμα της εναρμόνισης του Νόμου αυτού με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου, 2008 και, ειδικά, με την πρόνοια στο Άρθρο 2.2.β)* αυτής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εν λόγω πρόνοια, τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόσουν την υπό αναφορά Οδηγία σε υπηκόους τρίτων χωρών, σε περιπτώσεις που αυτοί υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, όπως είναι η περίπτωση του εφεσείοντος. Είναι, λοιπόν, στη βάση αυτή που ο Αν. Διευθυντής δεν εφάρμοσε, εν προκειμένω, το Άρθρο 18ΠΣΤ, οι πρόνοιες του οποίου αντιστοιχούν με εκείνες του Άρθρου 15 της Οδηγίας, και, έτσι, ούτε αυτό εφαρμόζεται στην περίπτωση του εφεσείοντος. Όπως δε έχει, ήδη, διαπιστωθεί, αυ[*910]τός βάσισε τις αποφάσεις του για απέλαση και κράτηση, στο μεταξύ, του εφεσείοντος στο Άρθρο 14(1) του Κεφ. 105.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεων, πρέπει, στο στάδιο αυτό, να σημειωθεί ότι η εξέταση των λόγων έφεσης οι οποίοι επικρίνουν την πρωτόδικη απόφαση, στο βαθμό που αυτή ασχολείται με το Άρθρο 18ΠΣΤ και το αντίστοιχό του Άρθρο 15 της Οδηγίας, είναι, πλέον, αχρείαστη. Όπως έχουν τα πράγματα, τα άρθρα αυτά δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του εφεσείοντος.  Δεδομένης δε της εφαρμογής σε αυτήν των προνοιών των Άρθρων 6(1)(δ) και 14(1), η διάρκεια του χρόνου της κράτησης, στην οποία ο εφεσείων διατάχθηκε να παραμείνει και στην οποία εξακολουθεί, προφανώς, να ευρίσκεται, προς το σκοπό απέλασής του, στην απουσία, ως προς το θέμα αυτό, οποιωνδήποτε νομοθετικών ρυθμίσεων, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος και των αντίστοιχων προνοιών του Άρθρου 5.1(στ) της Ε.Σ.Δ.Α. Συνακόλουθα, καθίσταται αχρείαστη και η συζήτηση των λόγων έφεσης οι οποίοι αφορούν στην εισήγηση της συνηγόρου του εφεσείοντος ότι δεν είναι ορθή η εφαρμογή των σχετικών προνοιών της προαναφερθείσας Οδηγίας, μέσω του Άρθρου 18ΟΕ(2), κατά τρόπο απόλυτο και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, σχετικά, η αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, δε χρειάζεται να ζητηθεί, επί τούτου, προδικαστική απόφαση από το Δ.Ε.Ε., στη βάση του Άρθρου 267 Ε.Ε.

 

Λόγοι Έφεσης 11 και 12 και το δικαίωμα της ελευθερίας:

 

Με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, ουσιαστικά, επικρίνεται, ως λανθασμένη, η πρωτόδικη αντιμετώπιση της υπό αναφορά αίτησης, υπό το πρίσμα, ειδικά, των σχετικών προνοιών του Άρθρου 5 της Ε.Σ.Δ.Α. Το Άρθρο 5 της Ε.Σ.Δ.Α. και το Άρθρο 11 του Συντάγματος είναι διατυπωμένα κατά παρόμοιο τρόπο και με τις πρόνοιές τους κατοχυρώνεται, για κάθε άνθρωπο, το θεμελιακό δικαίωμα της ελευθερίας έναντι αυθαίρετων κρατικών παρεμβάσεων, οι οποίες οδηγούν, ή τείνουν στην κατάργηση ή τον περιορισμό του δικαιώματος αυτού. Πανομοιότυπες είναι και οι περιπτώσεις των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα.  Βέβαια, το θέμα που απασχολεί εδώ είναι, μάλλον, πιο πρόσφορο να εξεταστεί υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 5.1(στ) της Ε.Σ.Δ.Α., οι οποίες έτυχαν ενδελεχούς μελέτης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ε.Δ.Δ.Α., στο πλαίσιο εξέτασης υποθέσεων με παρόμοια περιστατικά, όπως αυτά της παρούσας. Στο βαθμό που ενδιαφέρει, οι εν λόγω πρόνοιες έχουν ως εξής:-

 

[*911]«5.1 Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του, ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν:

 

...................................................................................................

 

(στ) εάν πρόκειται περί νομίμου συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ... εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως ...»

 

Στην παρούσα υπόθεση, το θέμα που, κυρίως, απασχολεί είναι κατά πόσο, υπό το πρίσμα των εν λόγω προνοιών του Άρθρου 5.1(στ) της Ε.Σ.Δ.Α., η κράτηση του εφεσείοντος, στις 10.7.2015, οπότε καταχωρίστηκε η υπό αναφορά αίτηση για habeas corpus, ήταν νόμιμη.  Σύμφωνα με αυτές και κατ’ εξαίρεση της βασικής αρχής η οποία αναγνωρίζει το δικαίωμα της ελευθερίας, η κράτηση προσώπου δεν είναι επιτρεπτή, εκτός εάν είναι νόμιμη και έχει, εν πάση περιπτώσει, διενεργηθεί «συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν», αποκλειομένης οποιασδήποτε αυθαιρεσίας, και εναντίον του «εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως». Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες, δεν απαιτείται, σε τέτοια περίπτωση, η κράτηση να ελέγχεται ως ευλόγως αναγκαία και για οποιοδήποτε λόγο. Ειδικά, όμως, ως εκ της απαίτησης για ύπαρξη διαδικασίας απέλασης, αυτή πρέπει, οπωσδήποτε, να βρίσκεται σε εξέλιξη και να διεξάγεται με τη δέουσα επιμέλεια, ώστε να διασφαλίζεται ότι η κράτηση του επηρεαζομένου προσώπου περιορίζεται στο χρόνο που είναι απολύτως αναγκαίος για σκοπούς απέλασής του. Συνακόλουθα, ακόμα και ένα, σχετικά, μικρό χρονικό διάστημα κράτησης μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να κρίνεται υπερβολικό. Τα ανωτέρω προκύπτουν και από τις υποθέσεις Chahal v. The United Kingdom, Application nο. 22414/93, 15.11.1996, παράγραφοι 112 έως 113, 118 και 123, Mikolenko v. Estonia, Application no. 10664/05, 8.1.2010, (final), παράγραφοι 56 έως 65, M.A. v. Cyprus, Application no. 41872/10, 23.10.2013, (final), παράγραφοι 186 έως 216, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα σχετικά γεγονότα, Nabil a.o. v. Hungary, Application no. 62116/12, 22.12.2015, (final), παράγραφοι 26 έως 41 και Mefaalani v. Cyprus, Applications nos. 3473/11 and 75381/11, 23.2.2016.

 

Ο εφεσείων, στο πλαίσιο της αίτησής του για habeas corpus, πρόσβαλε το νόμιμο της κράτησής του, κυρίως, με αναφορά στη διάρκειά της, που έφτανε στους πέντε μήνες και οκτώ ημέρες, από τις 3.2.2015, που εξεδόθη το σχετικό διάταγμα, μέχρι τις 10.7.2015, που καταχωρίστηκε η υπό αναφορά αίτηση. Ισχυρίζεται, συναφώς, [*912]ότι η αρμόδια αρχή, δηλαδή ο Αν. Διευθυντής, ουδέν έπραξε, κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, για την προώθηση της απέλασής του, στην οποία απέβλεπε η κράτησή του.

 

Πράγματι, από το μαρτυρικό υλικό το οποίο έχει προσκομιστεί στο πλαίσιο της εν λόγω αίτησης, ειδικά από την πλευρά της Δημοκρατίας, διαπιστώνεται ότι η απραξία αυτή αποτελεί αδιάψευστο γεγονός· δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή. Το μόνο που υπάρχει και εντοπίζεται σε ενδοϋπηρεσιακή γραπτή επικοινωνία είναι ότι ο εφεσείων δεν έχει διαβατήριο. Η απουσία, όμως, του εγγράφου αυτού δε συσχετίστηκε με οποιαδήποτε άρνηση του εφεσείοντος να συνεργαστεί για την προώθηση διαδικασίας απέλασής του, δικαιολογημένα, ως προς τούτο, αφού το σχετικό διάταγμα απέλασης έχει, από τις 20.2.2015, ανασταλεί. Το προφανές δε είναι ότι δεν λαμβάνονται μέτρα με τέτοια προοπτική. Επομένως, η αναφορά του συνηγόρου για τη Δημοκρατία, στην αγόρευσή του, ότι ο εφεσείων δε συνεργάζεται για τον πιο πάνω σκοπό, πέραν του ότι δεν αποτελεί μαρτυρία και, άρα, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, είναι αβάσιμη, ακριβώς για τον πιο πάνω λόγο.

 

Η κράτηση του εφεσείοντος, εξεταζόμενη υπό το φακό αιτήματος για έκδοση εντάλματος habeas corpus, έχει και μια άλλη πτυχή.  Αυτή αφορά, όπως και η προηγούμενη, στο κατά πόσο η κράτησή του ήταν νόμιμη κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησής του. Στην προκειμένη περίπτωση, τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί, τα οποία δεν είναι υπό αμφισβήτηση, οπωσδήποτε, δεν μπορούν να αγνοηθούν.  Άλλωστε, στην αίτηση του εφεσείοντος για habeas corpus, γίνεται ρητή αναφορά στο θέμα  στο οποίο αυτά αφορούν, δηλαδή στο καθεστώς του ως «αιτητής» ασύλου. Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του Άρθρου 9(1)(α) του Ν. 6(Ι)/2000, που παρατίθενται πιο πάνω και το οποίο, υπενθυμίζεται, ενσωματώθηκε στο βασικό Νόμο στις 15.4.2014, από τη στιγμή που αυτός απέκτησε την ιδιότητα του «αιτητή» ασύλου, η περαιτέρω κράτησή του κατέστη, ευθύς, παράνομη και δε μεσολάβησε οτιδήποτε, στο μεταξύ, για να την καταστήσει νόμιμη. Αν οι περιστάσεις το δικαιολογούσαν, μπορούσε να διατασσόταν η κράτησή του, έστω και με την ιδιότητά του αυτή, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 7(4)(β) του Ν. 6(Ι)/2000, δηλαδή, με διάταγμα δικαστηρίου και εφόσον συνέτρεχε κάποια από τις περιπτώσεις που προβλέπονται σε αυτό. Μόνο έτσι θα μπορούσε, προφανώς, να τεθεί υπό νόμιμη κράτηση ο εφεσείων, δεδομένων των προνοιών του Άρθρου 9(1)(α), ανωτέρω.

 

Εν κατακλείδι, κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησης του εφε[*913]σείοντος για habeas corpus, αυτός κατείχε την ιδιότητα του «αιτητή» ασύλου, την οποία εξακολουθεί να κατέχει, γεγονός το οποίο καθιστούσε και, ασφαλώς, καθιστά, ακόμα και τώρα, την κράτησή του παράνομη, συμφώνως του Άρθρου 5.1 της Ε.Σ.Δ.Α.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση θα επιτύγχανε και θα εκδιδόταν ένταλμα habeas corpus, στο πλαίσιο του οποίου να διατασσόταν η άμεση απελευθέρωση του εφεσείοντος.

 

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο