Μαρίνου Κωστής ν. Σταύρου Σοφοκλέους (2016) 1 ΑΑΔ 967

ECLI:CY:AD:2016:A192

(2016) 1 ΑΑΔ 967

[*967]12 Aπριλίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΩΣΤΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ,

 

Εφεσείων-Εναγόμενος,

 

v.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

 

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 151/2011)

 

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Ευθύνη οδηγών οι οποίοι προσεγγίζουν  κλειστή στροφή ― Απόφανση Εφετείου ότι στην περίπτωση διαφορετικής διατύπωσης του λόγου έφεσης αναφορικά με την αποδοθείσα πρωτοδίκως ευθύνη, ενδεχομένως η παρέμβαση του να ήταν επί του θέματος, επιβεβλημένη ― Απορριπτική κατάληξη σε έφεση, οι λόγοι της οποίας, στηρίχθηκαν σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας.

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι δεν μπορεί να αναμένεται από ένα μάρτυρα να αναφέρεται επ' ακριβώς στην θέση του οχήματος πριν ή κατά τη σύγκρουση, ούτε και αναμένεται να θυμάται ακριβείς αποστάσεις και μετρήσεις.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Η παράλειψη του εφεσείοντα να υποστηρίξει με μαρτυρία την εκδοχή του χωρίς να δοθεί επί του προκειμένου οποιαδήποτε εξήγηση, την καθιστούσε εξ ακοής μαρτυρία και ήταν εντός των πλαισίων της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην της δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα συμφώνως του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου 32(1)/2004 και επ’ αυτού δεν υπήρχε περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

 

Η έφεση αφορούσε σε τροχαίο δυστύχημα το οποίο επεσυνέβη επί κλειστής στροφής του κυρίου δρόμου Τριμίκλινης - Πελεντρίου, με ενεχόμενα οχήματα τη μοτοσυκλέτα ZHNA 459 που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-ενάγοντας με κατεύθυνση την Τριμίκλινη και το μονοκάμπινο αυτοκίνητο ΕΕΧ 249 που οδηγούσε ο εφεσείων-εναγόμενος από την αντίθετη κατεύθυνση.

 

[*968]Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν ο τραυματισμός του εφεσίβλητου ο οποίος διεκδίκησε με αγωγή αποζημιώσεις εναντίον του εφεσείοντα, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν πρωτοδίκως μόνο ο εξεταστής του δυστυχήματος ΜΕ1 και ο εφεσίβλητος (ΜΕ2), ενώ η πλευρά του εφεσείοντα επέλεξε να μην προσφέρει μαρτυρία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο  αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία έκρινε τόσο τον εξεταστή του δυστυχήματος όσο και τον εφεσίβλητο αξιόπιστους μάρτυρες. Παρόλ’ αυτά, δεν έκανε αποδεκτό το σημείο της μαρτυρίας του εξεταστή ότι η σύγκρουση έγινε στο σημείο που τοποθέτησε στο σχεδιάγραμμα του και αντ΄ αυτού αποδέχτηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι η σύγκρουση έγινε κοντά στο κέντρο του δρόμου και υπό τις συνθήκες που αυτός περιέγραψε.

 

Αφού εξέτασε ό,τι τέθηκε ενώπιον του έκρινε πως ο εφεσείων έφερε ευθύνη σε ποσοστό 70% στην πρόκληση του δυστυχήματος εφόσον όπως υπέδειξε, «επιχείρησε να εισέλθει στη στροφή αντικανονικά με αποτέλεσμα μέρος του οχήματος του να βρίσκεται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας αποκόπτοντας την πορεία της μοτοσυκλέτας του ενάγοντα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση».

 

Αφού καθόρισε τις αποζημιώσεις στο ποσό των €15.517,21 - €15.000 ως γενικές και €517,21 ως ειδικές - εξέδωσε προς όφελος του εφεσίβλητου  και εναντίον του εφεσείοντα, απόφαση για το 70% του εν λόγω ποσού, πλέον τόκους και έξοδα.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση θεωρώντας ότι ουδεμία ευθύνη φέρει για το δυστύχημα και εν πάση περιπτώσει ότι η ευθύνη του ήταν πολύ μικρότερη του 70%.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

α)  αποφάνθηκε ότι τα αντικειμενικά ευρήματα του εξεταστή του δυστυχήματος δεν ήταν ικανά για τεκμηρίωση της θέσης ότι η σύγκρουση έγινε στο σημείο  το οποίο υπέδειξε και η αιτιολογία που έδωσε επί του προκειμένου για απόρριψη της θέσης αυτής, συνιστούσε κακή αξιολόγηση της πραγματικής μαρτυρίας,

β)  κατέληξε σε εύρημα ότι δεν υπήρχαν αντικειμενικά ευρήματα ότι τη στιγμή της σύγκρουσης το αυτοκίνητο του ήταν σταματημένο,

γ)  έκρινε τον εφεσίβλητο αξιόπιστο,

δ) μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα και εσφαλμένα έδωσε βαρύτητα στο γεγονός ότι ο εφεσείων δεν προσήλθε να καταθέσει,

[*969]ε)     κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων απέκοψε την πορεία του εφεσίβλητου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης δεν ευσταθούσαν. Το σημείο σύγκρουσης που καθόρισε ο εξεταστής του δυστυχήματος, είναι ακριβώς κάτω από τη δεξιά πόρτα του ακινητοποιημένου μονοκάμπινου, όπου υπήρχαν και σπασμένα γυαλιά.

2.  Αυτό προϋπόθετε ως θέμα κοινής λογικής ότι κατά την ώρα της σύγκρουσης το μονοκάμπινο είχε σταματήσει, ως ήταν και η εκδοχή του εφεσείοντα.

3.  Όμως η παράλειψη του εφεσείοντα να υποστηρίξει με μαρτυρία την εκδοχή του χωρίς να δοθεί επί του προκειμένου οποιαδήποτε εξήγηση, την καθιστούσε εξ ακοής μαρτυρία και ήταν εντός των πλαισίων της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην της δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα (Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Ν.32(1)/2004) και επ’ αυτού δεν υπήρχε περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε ενώπιον του μόνο την εκδοχή του εφεσίβλητου ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος.

5.  Εξετάστηκαν και επ’ αυτού του ζητήματος, οι εκατέρωθεν θέσεις και  δεν παρεχόταν  περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθότι αυτά προέκυπταν από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και δεν μπορούσαν να κριθούν εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα.

6.  Μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι  όποιες ανακρίβειες πιθανόν να υπήρχαν στην μαρτυρία του, δεν ήταν ικανές να κλονίσουν τη βασική του θέση και εκδοχή.

7.  Για παράδειγμα, στην γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία,  ανέφερε ότι κατά την ώρα της σύγκρουσης, οι πισινοί τροχοί του οχήματος του εναγομένου πατούσαν τη διαχωριστική γραμμή και η κάσια του αυτοκινήτου ήταν στην πλευρά του. Στην μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι το όχημα του εναγομένου από την πόρτα του οδηγού και κάτω βρισκόταν στην πλευρά του ενώ το υπόλοιπο προς την μεριά του.

8.  Αυτό δεν ήταν ικανό σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, να αντικρούσει ή να κλονίσει τη βασική εκδοχή του μάρτυρα αναφορικά με τη θέση που βρισκόταν το όχημα του εναγομένου, δηλαδή διαγώνια στη διαχωριστική γραμμή αλλά και τη βασική του θέση που ανέφερε τόσο στη προφορική του μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και στην κατάθεση του στην Αστυνομία, ότι δηλαδή το δυστύχημα έγινε στο κέντρο του δρόμου.

9.  Δεν μπορεί να αναμένεται από ένα μάρτυρα να αναφέρεται επ' ακριβώς στην θέση του οχήματος πριν ή κατά τη σύγκρουση ούτε [*970]και αναμένεται να θυμάται ακριβείς αποστάσεις και μετρήσεις, υπεδείχθη πρωτοδίκως.

10. Πέραν τούτου, εκρίθη πρωτοδίκως ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ενάγοντα συνήδε και με την πραγματική μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο και συγκεκριμένα με το τεκμήριο 1.

11. Όπως απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο, το σημείο Χ2 που υπέδειξε ο ενάγοντας ως το σημείο σύγκρουσης συνήδε με την εκδοχή του ότι το όχημα του εναγομένου κινείτο κατά την σύγκρουση και συγκεκριμένα ότι αυτό προσπαθούσε να επανέλθει στην μεριά του.

12. Επίσης, συνήδε και με το γεγονός ότι αυτό προχώρησε μετά τη σύγκρουση όπου και σταμάτησε στη τελική του θέση και με την τελική θέση της μοτοσυκλέτας.

13. Αφ’ ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη την εκδοχή του εφεσίβλητου, με προεξάρχοντα τα σημεία ότι η σύγκρουση δεν συνέβη ενώ το όχημα του εφεσείοντα ήταν ακινητοποιημένο αλλά ότι ήταν εν κινήσει  διαγωνίως στο δρόμο με μέρος του να βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου, η πραγματική μαρτυρία που επικαλείτο ο εφεσείοντας - σπασμένα γυαλιά και τελική θέση του μονοκάμπινου - δεν ήταν αφ’ εαυτής ικανή προς τεκμηρίωση της θέσης ότι υπήρχαν αντικειμενικά ευρήματα στη σκηνή ότι η σύγκρουση έγινε στο σημείο που καθόρισε ο εξεταστής του δυστυχήματος ή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετετράπη σε εμπειρογνώμονα και ότι εσφαλμένα κατέληξε πως ο εφεσείων απέκοψε την πορεία του εφεσίβλητου, ζητήματα που αφορούσαν στους λοιπούς λόγους έφεσης.

14. Αναφορικά με τον καταμερισμό ευθύνης (70%-30%), αυτός δεν αποτέλεσε και ξεχωριστό λόγο έφεσης για διαφοροποίηση του στη βάση ότι με την αποδοχή της εκδοχής του εφεσίβλητου θα έπρεπε να ήταν διαφορετικός.

15. Αντί τούτου, η έφεση προωθήθηκε αποκλειστικά με άξονα τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στον εφεσείοντα ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος, ενώ εάν προωθείτο και στη βάση ότι αμφότεροι οι ενεχόμενοι οδηγοί, προσεγγίζοντας κλειστή στροφή, όφειλαν να ελαττώσουν ταχύτητα και να τηρούν όσο ήταν δυνατό την αριστερή πλευρά του δρόμου - ως είχαν καθήκον - ενδεχομένως η επέμβαση του Εφετείου στο υπό αναφορά ζήτημα να ήταν υπό τις περιστάσεις επιβεβλημένη.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παπακόκκινου κ.ά. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653,

 

[*971]Μαυροσκούφη v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (πρώην Arab Bank Plc) (2014) 1 Α.Α.Δ. 839, ECLI:CY:AD:2014:A267,

 

Γενικός Εισαγγελέας v. Πάλμα κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2489, ECLI:CY:AD:2015:A765,

 

Νakery Trading Ltd κ.ά. v. Σιαηλή κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2940, ECLI:CY:AD:2015:A871,

 

Ιορδάνου v. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1364.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Χριστοδούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4071/2006), ημερομηνίας 28/2/2011.

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο.

 

Μ. Ιακώβου (κα), για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Γύρω στις 10:00 π.μ. της 4.8.2005 συνέβη τροχαίο δυστύχημα επί κλειστής στροφής του κυρίου δρόμου Τριμίκλινης – Πελεντρίου, με ενεχόμενα οχήματα τη μοτοσυκλέτα ZHNA 459 που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-ενάγοντας με κατεύθυνση την Τριμίκλινη και το μονοκάμπινο αυτοκίνητο ΕΕΧ 249 που οδηγούσε ο εφεσείων-εναγόμενος από την αντίθετη κατεύθυνση.

 

Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν ο τραυματισμός του εφεσίβλητου ο οποίος διεκδίκησε με αγωγή αποζημιώσεις εναντίον του εφεσείοντα, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν πρωτοδίκως μόνο ο εξεταστής του δυστυχήματος αστυφ. Γεωργίου (ΜΕ1) και ο εφεσίβλητος (ΜΕ2) ενώ η πλευρά του εφεσείοντα επέλεξε να μην προσφέρει μαρτυρία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε ό,τι τέθηκε ενώπιον του έκρινε πως ο εφεσείων έφερε ευθύνη σε ποσοστό 70% στην πρόκληση του δυστυχήματος εφόσον «… επιχείρησε να εισέλθει στη στροφή αντικανονικά με αποτέλεσμα μέρος του οχήματος του να βρίσκεται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας αποκόπτο[*972]ντας την πορεία της μοτοσυκλέτας του ενάγοντα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση» και αφού καθόρισε τις αποζημιώσεις στο ποσό των €15.517,21 - €15.000 ως γενικές και €517,21 ως ειδικές – εξέδωσε  προς όφελος του εφεσίβλητου  και εναντίον του εφεσείοντα απόφαση για το 70% του εν λόγω ποσού πλέον τόκους και έξοδα.

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση ότι φέρει ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος και με την παρούσα έφεση προσβάλλει την ορθότητα της με έξι λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα αναφερθούμε στα αδιαμφισβήτητα δεδομένα της σκηνής που αποτυπώνονται στο σχεδιάγραμμα (τεκμ.1) του εξεταστή του δυστυχήματος ως και στην εν γένει μαρτυρία του.

 

Το πλάτος του δρόμου στο σημείο της σύγκρουσης είναι 6.90 μ. και διαχωρίζεται στο μέσο από άσπρη συνεχή γραμμή, ενώ εκατέρωθεν του δρόμου υπάρχουν ασφαλτοστρωμένα παγκέττα πλάτους έκαστο 90 εκ. τα οποία διακρίνονται από τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας με κίτρινη γραμμή.

 

Κατά την άφιξη του στη σκηνή, ο εξεταστής βρήκε ακινητοποιημένο το μονοκάμπινο εξ ολοκλήρου στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία του, με τη δεξιά του πλευρά να απέχει 80 εκ. από την άσπρη διαχωριστική γραμμή, ενώ η μοτοσυκλέτα ήταν πεσμένη στο δρόμο μερικά μέτρα πίσω από το μονοκάμπινο επίσης στην αριστερή πλευρά του δρόμου και στη δεξιά σε σχέση με την πορεία της. Σ’ ότι δε αφορά τις ζημιές, το μονοκάμπινο είχε ζημιές στην πόρτα του οδηγού (δεξιά) και στη δεξιά πλευρά της κάσιας του, ενώ η μοτοσυκλέτα στη δεξιά πλευρά, στο δεξί μπροστινό δείκτη πορείας και στο εμπρόσθιο φανάρι.

 

Στη σκηνή, ανάφερε ο εξεταστής, βρήκε μόνο τον εφεσείοντα, ο οποίος ισχυρίσθηκε πως μπαίνοντας στη δεξιά γι’ αυτόν στροφή αντιλήφθηκε τη μοτοσυκλέτα να κόβει τη στροφή απότομα και να μπαίνει στην πορεία του και για να αποφύγει τη σύγκρουση εφάρμοσε αμέσως τα φρένα του, αλλά μόλις ακινητοποίησε το αυτοκίνητο του η μοτοσυκλέτα κτύπησε πάνω στην πόρτα του οδηγού θρυμματίζοντας το τζάμι. Υπέδειξε ότι η σύγκρουση έγινε σε σημείο που βρισκόταν στη λωρίδα του και σε απόσταση 80 εκ. από τη διαχωριστική γραμμή (Χ1 στο τεκμ.1), πλην όμως ο εξεταστής διαφώνησε και εκτίμησε ότι η σύγκρουση έγινε σε άλλο σημείο (Χ στο τεκμ.1) όπου υπήρχαν σπασμένα γυαλιά και το οποίο επίσης βρισκόταν στη λωρίδα του εφεσείο[*973]ντα και σε απόσταση 97 εκ. από τη διαχωριστική γραμμή.

 

Την ίδια εκδοχή όπως πιο πάνω, συνέχισε, πρόβαλε ο εφεσείοντας και σε ανακριτική κατάθεση (τεκμ.3), ενώ διαφορετική ήταν η εκδοχή του εφεσίβλητου με τον οποίο επισκέφθηκε τη σκηνή οκτώ ημέρες μετά το δυστύχημα. Κατά την επίσκεψη, ανέφερε, ο εφεσίβλητος του υπέδειξε άλλο σημείο σύγκρουσης (Χ2 στο τεκμ.1) που επίσης βρισκόταν στη λωρίδα κυκλοφορίας του εφεσείοντα και σε απόσταση 5 εκ. από τη διαχωριστική γραμμή, αλλά ο εξεταστής επέμενε ότι η σύγκρουση έγινε στο σημείο που υπήρχαν τα σπασμένα γυαλιά της πόρτας του οδηγού του μονοκάμπινου.

 

Τέλος, ανέφερε ότι πήρε και από τον εφεσίβλητο ανακριτική κατάθεση (τεκμ.2), όπου κατέγραψε και τη δική του εκδοχή την οποία ο εφεσίβλητος επανέλαβε  βασικά και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ισχυρίστηκε ότι πριν τη στροφή υπήρχαν στη λωρίδα του χαλίκια (τσιακίλι) και για να τα αποφύγει οδήγησε τη μοτοσυκλέτα προς το κέντρο του δρόμου. Όταν όμως μπήκε στη στροφή αντιλήφθηκε το μονοκάμπινο να βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου και η σύγκρουση έγινε ενώ ο οδηγός του μονοκάμπινου επιχείρησε να μπει διαγώνια στην αριστερή πλευρά του δρόμου και τη στιγμή που ένα μέρος του μονοκάμπινου, από την πόρτα του οδηγού και πίσω, ήταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου.  Ακολούθως, ισχυρίσθηκε, το μονοκάμπινο μπήκε στην αριστερή πλευρά του δρόμου και σταμάτησε. Όταν δε ο οδηγός του άνοιξε την πόρτα, έπεσαν στο δρόμο γυαλιά αφού η μοτοσυκλέτα του είχε κτυπήσει στην πόρτα του οδηγού. Η σύγκρουση, κατέληξε, έγινε στο μέσο περίπου του δρόμου στο σημείο που υπέδειξε στον εξεταστή του δυστυχήματος (Χ2 στο τεκμ.1) και απέρριψε υποβολή ότι το δυστύχημα προκλήθηκε γιατί μπήκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούστηκε με το μονοκάμπινο ενώ αυτό βρισκόταν στη λωρίδα του. Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι, για το δυστύχημα, ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε για αμελές οδήγημα και αφού παραδέχθηκε ενοχή του επεβλήθηκε χρηματική ποινή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία έκρινε τόσο τον εξεταστή του δυστυχήματος όσο και τον εφεσίβλητο αξιόπιστους μάρτυρες. Παρόλ’ αυτά δεν έκανε αποδεκτό το σημείο της μαρτυρίας του εξεταστή ότι η σύγκρουση έγινε στο σημείο που τοποθέτησε στο σχεδιάγραμμα του και αντ’ αυτού αποδέχτηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι η σύγκρουση έγινε κοντά στο κέντρο του δρόμου και υπό τις συνθήκες που αυτός περιέγραψε, κρίνοντας εν τέλει ότι ο εφεσείων φέρει ευθύνη 70% για το δυστύχημα.

[*974]Ο εφεσείων θεωρεί ότι ουδεμία ευθύνη φέρει για το δυστύχημα και εν πάση περιπτώσει η ευθύνη του ήταν πολύ μικρότερη του 70%. Η βασική αυτή θέση προωθήθηκε με έξι λόγους έφεσης, με τους οποίους καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα (α) αποφάνθηκε ότι τα αντικειμενικά ευρήματα του εξεταστή του δυστυχήματος δεν ΄ήταν ικανά για τεκμηρίωση της θέσης ότι η σύγκρουση έγινε στο σημείο Χ και η αιτιολογία που έδωσε επί του προκειμένου για απόρριψη της θέσης αυτής συνιστά κακή αξιολόγηση της πραγματικής μαρτυρίας (1ος και 2ος λόγος έφεσης), (β) κατέληξε σε εύρημα ότι δεν υπήρχαν αντικειμενικά ευρήματα ότι τη στιγμή της σύγκρουσης το αυτοκίνητο του ήταν σταματημένο (3ος λόγος έφεσης), (γ) έκρινε τον εφεσίβλητο αξιόπιστο (4ος λόγος έφεσης), (δ) μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα και εσφαλμένα έδωσε βαρύτητα στο γεγονός ότι ο εφεσείων δεν προσήλθε να καταθέσει (5ος λόγος έφεσης) και (ε) εσφαλμένα κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων απέκοψε την πορεία του εφεσίβλητου (6ος λόγος έφεσης).

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τους δύο πρώτους λόγους έφεσης με άξονα τη θέση ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εξεταστή του δυστυχήματος ειλικρινή και αντικειμενικό, ο οποίος μάλιστα κατέθεσε ως μάρτυρας του εφεσίβλητου, εντούτοις λανθασμένα αποφάνθηκε ότι τα αντικειμενικά ευρήματα στη σκηνή – σπασμένα γυαλιά – και οι ζημιές στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα δεν παρείχαν επαρκή εχέγγυα για να καταλήξει ότι όντως το σημείο συγκρούσεως ήταν αυτό που καθόρισε ο μάρτυρας (Χ στο τεκμ.1). Και αυτό, παρόλο που ο εφεσίβλητος παραδέχτηκε ότι επιχείρησε να πάρει τη στροφή ανοικτά και παρόλο που η τελική θέση του αυτοκινήτου ήταν παράλληλη με τη διαχωριστική γραμμή και οι ζημιές του ήταν στη δεξιά πλευρά. Τα αντικειμενικά αυτά ευρήματα, υπέβαλε, δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι η μοτοσυκλέτα εισήλθε 1 μέτρο περίπου στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα γυαλιά ως στοιχείο από μόνο του «… δεν μπορεί να δώσει στο Δικαστήριο όλα εκείνα τα εχέγγυα για να καταλήξει με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι είναι το ορθό σημείο σύγκρουσης.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν δέχτηκε ως σημείο σύγκρουσης αυτό που καθόρισε ο εξεταστής του δυστυχήματος και πρόβαλε ότι αυτό θα ήταν το ορθό σημείο εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχθεί ότι την ώρα της σύγκρουσης το μονοκάμπινο είχε σταματήσει, όπως ήταν και η εκδοχή του οδηγού του ο οποίος όμως δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να υποβλη[*975]θεί στη βάσανο της αντεξέτασης.

 

Οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Το σημείο σύγκρουσης που καθόρισε ο εξεταστής του δυστυχήματος είναι ακριβώς κάτω από τη δεξιά πόρτα του ακινητοποιημένου μονοκάμπινου, όπου υπήρχαν και τα σπασμένα γυαλιά. Αυτό προϋπόθετε ως θέμα κοινής λογικής ότι κατά την ώρα της σύγκρουσης το μονοκάμπινο είχε σταματήσει, ως ήταν και η εκδοχή του εφεσείοντα.  Όμως η παράλειψη του εφεσείοντα να υποστηρίξει με μαρτυρία την εκδοχή του χωρίς να δοθεί επί του προκειμένου οποιαδήποτε εξήγηση, την καθιστούσε εξ ακοής μαρτυρία και ήταν εντός των πλαισίων της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην της δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα (Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Ν.32(Ι)/2004) και επ’ αυτού δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επομένως, είχε ενώπιον του μόνο την εκδοχή του εφεσίβλητου ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, την οποία και αποδέχθηκε ως αξιόπιστη και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο παρέχεται δυνατότητα στο Εφετείο να επέμβει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που είναι προϊόν αξιολόγησης μαρτυρίας σχετιζόμενης με αξιοπιστία μάρτυρα. Το θέμα, όπως γίνεται συμπλέκεται με τον 4ο λόγο έφεσης, ο οποίος έχει στο στόχαστρο του την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του εφεσίβλητου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα δεν διαφωνεί πως κατά πάγια νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός και εάν αυτά δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα (βλ. μεταξύ άλλων Παπακόκκινου κ.ά. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653, Μαυροσκούφη v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (πρώην Arab Bank Plc) (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A267Α.Α.Δ. 839, Γενικός Εισαγγελέας v. Πάλμα κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2489, ECLI:CY:AD:2015:A765 και Νakery Trading Ltd κ.ά. v. Σιαηλή κ.ά., (2015) 1 Α.Α.Δ. 2940, ECLI:CY:AD:2015:A871). Είναι η θέση της όμως ότι στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε πλημμελώς τη μαρτυρία του εφεσίβλητου η οποία, εκτός του ότι παρουσίαζε ρωγμές λόγω ανακολουθίας και αντιφατικότητας των ισχυρισμών που πρόβαλε, δεν αντέχει τον έλγχο της κοινής λογικής που όπως λέχθηκε στην Ιορδάνου v. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1364 αποτελεί αναντικατάστατο οδηγό στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Παρέπεμψε επί του προκειμένου σε σημεία της μαρτυρίας του εφεσίβλητου όπου ενώ (α) αρχικά είχε πει ότι η μοτοσυκλέτα του ήταν μεγάλου κυβισμού στη συνέχεια τη χαρακτήρισε μέτριου κυβισμού, για να καταλήξει τελικώς στον ισχυρισμό ότι ήταν μοτοποδήλατο, [*976](β) στην ανακριτική του κατάθεση (τεκμ.2) ανάφερε πως πήρε τη στροφή ανοικτά γιατί υπήρχαν χαλίκια στην άκρια του δρόμου, ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι «έγειρε» τη μοτοσυκλέτα μετά τα χαλίκια και (γ) στην ανακριτική του κατάθεση ισχυρίστηκε πως τη στιγμή της σύγκρουσης ο δεξιός τροχός του μονοκάμπινου ήταν επί της διαχωριστικής γραμμής και η κάσια του στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρίστηκε αρχικά πως όταν πρωτοείδε το μονοκάμπινο αυτό ήταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου και στη συνέχεια επιχείρησε να μπει στη δεξιά διαγώνια και τότε έγινε η σύγκρουση, ενώ σε άλλο σημείο της μαρτυρίας ότι ισχυρίστηκε ότι πρωτοείδε το μονοκάμπινο σε απόσταση 10-15 μέτρων στο κέντρο του δρόμου. Τέλος ισχυρίστηκε πως σ’ ότι αφορά τα σπασμένα γυαλιά που εντόπισε ο εξεταστής του δυστυχήματος στη σκηνή, ο εφεσίβλητος έδωσε μια εξωπραγματική εξήγηση που όχι μόνο δεν συνάδει με την πραγματική μαρτυρία αλλά αντιστρατεύεται και την κοινή απλή λογική. Επέσυρε συναφώς την προσοχή του Δικαστηρίου στο ότι ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πως όταν κτύπησε στην πόρτα «… προφανώς το γυαλί δεν μπορούσε να πεταχτεί πάνω και να πέσει στο δρόμο. Η σχισμή που κατεβαίνει το γυαλί είναι πολύ μικρή. Εγώ αυτό που είδα και άκουσα είναι ότι όπως είπα και πριν αφού το είδα και προχώρησε και μπήκε στη λωρίδα του άνοιξε την πόρτα και τότε έπεσαν αυτά τα γυαλιά». Η εξήγηση αυτή, υπέβαλε, αντιστρατεύεται την απλή κοινή λογική και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν την απέρριψε, όπως εσφαλμένα δεν δέχτηκε ότι το σημείο συγκρούσεως ήταν στο σημείο Χ που καθόρισε ο εξεταστής εφόσον σ’ αυτό υπήρχαν και τα σπασμένα γυαλιά.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου, έδωσε επαρκείς και πειστικούς λόγους για την αξιοπιστία του εφεσίβλητου και η εν τέλει αξιολόγηση της μαρτυρίας του δεν είναι ανατρέψιμη εφόσον με βάση τη διαχρονική νομολογία το Εφετείο δεν επέμβαινε κατά κανόνα στον τομέα αυτό που αποτελεί κατ εξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Εξετάσαμε και επ’ αυτού του ζητήματος τις εκατέρωθεν θέσεις και καταλήξαμε πως δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθότι αυτά προέκυπταν από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και κατά την άποψή μας δεν μπορούν να κριθούν εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα όπως είναι η θέση της κ. Ερωτοκρίτου. Παραθέτουμε σχετικά αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που αφ’ εαυτής δίνει και τους λόγους βάσει των οποίων δεν δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου.

[*977]«Οι όποιες ανακρίβειες πιθανόν να υπάρχουν στην μαρτυρία του δεν είναι ικανές να κλονίσουν τη βασική του θέση και εκδοχή. Για παράδειγμα, στην γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία, τεκμήριο 2, ανέφερε ότι κατά την ώρα της σύγκρουσης, οι πισινοί τροχοί του οχήματος του εναγομένου πατούσαν τη διαχωριστική γραμμή και η κάσια του αυτοκινήτου ήταν στην πλευρά του. Στην μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε ότι το όχημα του εναγομένου από την πόρτα του οδηγού και κάτω βρισκόταν στην πλευρά του ενώ το υπόλοιπο προς την μεριά του. Αυτό δεν είναι ικανό να αντικρούσει ή να κλονίσει τη βασική εκδοχή του μάρτυρα αναφορικά με τη θέση που βρισκόταν το όχημα του εναγομένου, δηλαδή διαγώνια στη διαχωριστική γραμμή αλλά και τη βασική του θέση που ανέφερε τόσο στη προφορική του μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και στην κατάθεση του στην Αστυνομία, ότι δηλαδή το δυστύχημα έγινε στο κέντρο του δρόμου.

 

Δεν μπορεί να αναμένεται από ένα μάρτυρα να αναφέρεται επ’ ακριβώς στην θέση του οχήματος πριν ή κατά τη σύγκρουση ούτε και αναμένεται να θυμάται ακριβείς αποστάσεις και μετρήσεις.

 

Πέραν τούτου, το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ενάγοντα συνάδει και με την πραγματική μαρτυρία που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο και συγκεκριμένα με το τεκμήριο 1. Είναι νομολογημένο ότι η πραγματική μαρτυρία αποτελεί τη βάση με την οποία το Δικαστήριο κρίνει και εξετάζει την αξιοπιστία των μαρτύρων καθώς επίσης ελέγχει και τις λεπτομέρειες της μαρτυρίας.

 

Κατ’ αρχή το Χ2 που υπέδειξε ο ενάγοντας ως το σημείο σύγκρουσης συνάδει με την εκδοχή του ότι το όχημα του εναγομένου κινείτο κατά την σύγκρουση και συγκεκριμένα ότι αυτό προσπαθούσε να επανέλθει στην μεριά του. Επίσης, συνάδει και με το γεγονός ότι αυτό προχώρησε μετά τη σύγκρουση όπου και σταμάτησε στη τελική του θέση. Περαιτέρω, η τελική θέση της μοτοσυκλέτας βρίσκεται λίγα μέτρα πιο δυτικά από το Χ2 που συνάδει με την εκδοχή του ότι μετά τη σύγκρουση ανατράπηκε και κατέληξε εκεί που είναι το Β1.

 

Πέραν τούτου, ο ενάγοντας εξήγησε την ύπαρξη των γυαλιών στο σημείο όπου βρέθηκαν από τον Αστυνομικό. Το γεγονός ότι δεν σημειώνονται στο τεκμήριο 1 οποιαδήποτε πλαστικά [*978]της μοτοσυκλέτας στο σημείο Χ2 ή πιο δυτικά σύμφωνα με την εκδοχή του ενάγοντα δεν αποκλείει το γεγονός ότι η σύγκρουση έγινε κοντά στο σημείο Χ2 καθότι δεν σημειώνονται στο τεκμήριο 1 και οπουδήποτε αλλού πλαστικά.

 

Τέλος, τα σημεία όπου υπήρχαν ζημιές στο όχημα του εναγομένου αλλά και στην μοτοσυκλέτα του ενάγοντα, συνάδουν με τον τρόπο τον οποίο περιέγραψε ο ενάγοντας ότι έγινε η σύγκρουση.»

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

H απόρριψη των πιο πάνω λόγων έφεσης προδιαγράφει κατά την άποψή μας και την τύχη των εναπομείναντων λόγων έφεσης.  Και αυτό καθότι αφ’ ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη την εκδοχή του εφεσίβλητου, με προεξάρχοντα τα σημεία ότι η σύγκρουση δεν συνέβη ενώ το όχημα του εφεσείοντα ήταν ακινητοποιημένο αλλά ότι ήταν εν κινήσει διαγωνίως στο δρόμο με μέρος του να βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου, η πραγματική μαρτυρία που επικαλείται ο εφεσείοντας - σπασμένα γυαλιά και τελική θέση του μονοκάμπινου – δεν είναι αφ’ εαυτής ικανή προς τεκμηρίωση της θέσης ότι υπήρχαν αντικειμενικά ευρήματα στη σκηνή ότι η σύγκρουση έγινε στο σημείο που καθόρισε ο εξεταστής του δυστυχήματος (3ος λόγος έφεσης) ή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετετράπη σε εμπειρογνώμονα (5ος λόγος έφεσης) και ότι εσφαλμένα κατέληξε πως ο εφεσείων απέκοψε την πορεία του εφεσίβλητου (6ος λόγος έφεσης).

 

Τέλος, σ’ ότι αφορά τον καταμερισμό ευθύνης (70%-30%), είναι αρκετό να παρατηρήσουμε πως ναι μεν γίνεται κάποια νύξη στο εισαγωγικό μέρος του εφετηρίου, αλλά δεν αποτέλεσε και ξεχωριστό λόγο έφεσης για διαφοροποίηση του στη βάση ότι με την αποδοχή της εκδοχής του εφεσίβλητου θα έπρεπε να ήταν διαφορετικός. Αντί τούτου, η έφεση προωθήθηκε αποκλειστικά με άξονα τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στον εφεσείοντα ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος, ενώ εάν προωθείτο και στη βάση ότι αμφότεροι οι ενεχόμενοι οδηγοί, προσεγγίζοντας κλειστή στροφή, όφειλαν να ελαττώσουν ταχύτητα και να τηρούν όσο ήταν δυνατό την αριστερή πλευρά του δρόμου – ως είχαν καθήκον – ενδεχομένως η επέμβαση του Εφετείου στο υπό αναφορά ζήτημα να ήταν υπό τις περιστάσεις επιβεβλημένη.

 

[*979]Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος του εφεσίβλητου.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλήτή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο