SP Consultancy Ltd και Άλλος ν. Transteam Ltd και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 980

ECLI:CY:AD:2016:A197

(2016) 1 ΑΑΔ 980

[*980]13 Απριλίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

1. SP CONSULTANCY LTD,

2. ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΦΙΛΙΑΣΤΙΔΗΣ,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

 

1. TRANSTEAM LTD,

2. ΑΝΔΡΕΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

3. ΠΑΝΙΚΟΥ ΚΟΥΡΤΕΛΛΑ,

4. ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΡΤΕΛΛΑ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 89/2011)

 

 

Συμβάσεις ― Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή αναφορικά με αξιώσεις από ισχυριζόμενη σύναψη συμφωνίας  εξαγορών μετοχών συνεταίρου εταιρείας ― Το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ακολούθησε το συνήθη τρόπο αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας, ήταν λογικό ενόψει της κατάληξης του επί της πληθώρας των ζητημάτων που αποτελούσαν κοινό έδαφος και ιδιαίτερα επί των ζητημάτων που αφορούσαν στη διάσταση μεταξύ δικογραφημένων θέσεων και μαρτυρίας.

 

Τον Δεκέμβριο του 2000 τα φυσικά πρόσωπα που ήταν διάδικοι στην Αγωγή  στην οποία αφορούσε η έφεση, ίδρυσαν την Εφεσίβλητη Εταιρεία Transteam Ltd.

 

Ο Εφεσείων 2 κατείχε το 50% του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας, ενώ οι Εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 κατείχαν το υπόλοιπο 50%. Η Εταιρεία θα ασχολείτο με την επισκευή αυτόματων κιβωτίων ταχυτήτων για αυτοκίνητα και οι εργασίες της Εταιρείας θα διεξάγονταν στο γκαράζ των Εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 και θα διεκπεραιώνονταν από όλα τα φυσικά πρόσωπα που είναι διάδικοι, ενώ η σύζυγος του Εφεσείοντα 2 φέρεται να ενεργούσε ως λογίστρια.

 

Περί το τέλος του 2004 αρχές του 2005 άρχισε μεταξύ των μετόχων συζήτηση που είχε στο επίκεντρό της την εξαγορά των μετοχών του Εφεσείοντα 2 από τους υπόλοιπους μετόχους-Εφεσίβλητους 2-4.  [*981]Το αν οι συζητήσεις κατέληξαν σε οποιαδήποτε συμφωνία, απετέλεσε επίδικο θέμα.

 

Ο Εφεσείων 2 ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι οι συζητήσεις είχαν αίσιο τέλος και τα μέρη κατέληξαν σε συμφωνία για την αποχώρηση του από την Εταιρεία. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, ο ίδιος θα πωλούσε στους Εφεσίβλητους 2-4 τις μετοχές του στην Εταιρεία έναντι του ποσού των Λ.Κ.73.000, ενώ οι Εφεσίβλητοι 2-4 θα αναλάμβαναν ορισμένες υποχρεώσεις οι οποίες αν και είχαν δημιουργηθεί στο όνομά του, εντούτοις αφορούσαν την Εταιρεία. Ο Εφεσείων 2 ισχυρίστηκε επίσης ότι τα μέρη μετά τη συμφωνία τους, υπέγραψαν κάποιο έγγραφο στο οποίο περιλαμβάνονταν οι όροι της συμφωνίας και το οποίο, όπως ισχυρίστηκε, αποτελούσε τη μεταξύ τους συμφωνία.  Προς υποστήριξη των θέσεων του παρέπεμψε στο Τεκμήριο 4, το οποίο αποτελεί πρακτικό Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της Εταιρείας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 3.2.2005, ενώ το πρακτικό υπογράφηκε από όλους τους μετόχους στις 15.2.2005. Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του, το ποσό των Λ.Κ.73.000 θα πληρωνόταν με 42 ίσες μηνιαίες δόσεις από Λ.Κ.1.738,10 η κάθε μια.

 

Με την αγωγή του, διεκδίκησε διάφορες θεραπείες, στη βάση «προφορικής συμφωνίας η οποία σύμφωνα με τον ίδιο, επιβεβαιώνεται από Πρακτικά Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης ημ. 3.2.2001» της Εφεσίβλητης 1.

 

Οι Εφεσίβλητοι με την υπεράσπισή τους υποστήριξαν ότι ουδέποτε συνήψαν τη συμφωνία που επικαλείτο ο Εφεσείων 2 ή οποιαδήποτε άλλη συμφωνία και αρνήθηκαν ότι οφείλουν οτιδήποτε στους Εφεσείοντες. Ως προς το πρακτικό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, ισχυρίστηκαν ότι αυτό είναι άκυρο και ότι εν πάση περιπτώσει δεν αποτελεί δεσμευτική συμφωνία. Προς τούτο ανταπαίτησαν σχετική δήλωση.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι με βάση τα όσα δικογραφήθηκαν και τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, τα δύο νομικά πρόσωπα (Εφεσείουσα 1 και Εφεσίβλητη 1), δεν εμπλέκονταν στη σύναψη της συμφωνίας. Ως προς τους υπόλοιπους διαδίκους, κατέληξε ότι από τα ενώπιον του στοιχεία και ιδιαίτερα το πρακτικό, Τεκμήριο 4, δεν συνομολογήθηκε γραπτή συμφωνία (εξάλλου δεν υπήρχε τέτοια δικογραφημένη θέση) και ούτε το πρακτικό, Τεκμήριο 4, αποτελούσε τέτοια συμφωνία. Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν διαπιστωνόταν ούτε η συνομολόγηση μεταξύ των διαδίκων προφορικής συμφωνίας, όπως ήταν και ο δικογραφημένος ισχυρισμός του Εφεσείοντα. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω,  απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων.

[*982]Οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεση την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης. 

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Πρώτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δικογραφημένη η θέση των εναγόντων ότι η συμφωνία ήταν προφορική.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε.  Εκείνο που το πρωτόδικο δικαστήριο ήθελε να τονίσει, ήταν ότι οι Εφεσείοντες ενώ ισχυρίζονταν στα δικόγραφα τους προφορική συμφωνία, η μαρτυρία του Εφεσείοντα 2, τελικά έδειχνε προς άλλη κατεύθυνση.

2.  Όπως περαιτέρω αναφέρει, από τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2, φαινόταν καθαρά η αντίληψη του ότι «η συμφωνία η οποία είχε τελικώς συναφθεί και δέσμευε τα μέρη, ήταν γραπτή».

3.  Το δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι η ίδια θέση «διατυπώθηκε και στην επιστολή ημ. 29.3.2005, Τεκμήριο 9, την οποία συνέταξε ο δικηγόρος του, προφανώς στη βάση οδηγιών του».

4.  Τελικά το δικαστήριο αναγνώρισε ότι η δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα 2 περί προφορικής συμφωνίας, συγκρουόταν με την προφορική μαρτυρία του περί της ύπαρξης γραπτής συμφωνίας, η οποία όμως δεν ήταν δικογραφημένη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη.

5.  Επομένως το παράπονο των Εφεσειόντων ότι το δικαστήριο παρερμήνευσε τις δικογραφημένες θέσεις τους ήταν άστοχο.

6.  Στη συνέχεια το δικαστήριο, με αναφορά στις άλλες αξιώσεις των Εφεσειόντων επεσήμανε ότι στη μαρτυρία δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε υπηρεσίες τις οποίες οι Εφεσείοντες πρόσφεραν στους Εφεσίβλητους και μάλιστα στο ύψος των ποσών που διεκδικούνται.

7.  Το δικαστήριο και σ’ αυτή την περίπτωση διαπίστωσε αντίθεση μεταξύ δικογραφημένων ισχυρισμών και δοθείσας μαρτυρίας.

8.  Δεν ήταν ορθή η θέση ότι  η πιο πάνω συλλογιστική του δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει τις υπόλοιπες απαιτήσεις των Εφεσειόντων.

[*983]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθούσε. Το δικαστήριο, επεσήμανε την έλλειψη επαρκούς μαρτυρίας και λεπτομερειών για τα πρώτα δύο ποσά, καθώς και την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε προσφερόμενες υπηρεσίες.

2.  Δεν ήταν ορθή η εισήγηση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «εκ παραδρομής και λόγω λάθους παρέλειψε να αποφασίσει για τις τρεις απαιτήσεις των Εφεσειόντων».

3.  Αντίθετα ασχολήθηκε με το θέμα, αλλά ενόψει όλων όσων ανέλυσε, δεν ήταν αναγκαία η περαιτέρω ενασχόλησή του με το περιεχόμενο της παραγράφου 4 της Έκθεσης Απαίτησης.

4.  Δεν υπήρχε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε το θέμα και επρόκειτο περί συνειδητής επιλογής του, να χειριστεί συνοπτικά τις υπόλοιπες απαιτήσεις των Εφεσειόντων, ενόψει της ασαφούς μαρτυρίας που είχε δοθεί από τον Εφεσείοντα 2.

 

Τρίτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο σε κανένα σημείο της απόφασής του, προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθούσε. Σύμφωνα με τη νομολογία, αξιολόγηση γίνεται σε σχέση με τα επίδικα θέματα και ιδιαίτερα εκείνα που είναι υπό αμφισβήτηση.

2.  Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ακολούθησε το συνήθη τρόπο αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας.

3.  Αυτό ήταν λογικό ενόψει της κατάληξης του επί της πληθώρας των ζητημάτων που αποτελούσαν κοινό έδαφος και ιδιαίτερα επί των ζητημάτων που αφορούσαν στη διάσταση μεταξύ δικογραφημένων θέσεων και μαρτυρίας, καθώς και των ελλείψεων που παρατηρήθηκαν στη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 σε σχέση με διάφορα επίδικα θέματα, όπως τα τρία ποσά που διεκδικούνταν, πέραν της αξίωσης για την αξία των μετοχών.

4.  Ενόψει των πιο πάνω, ήταν αναμενόμενο ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα είχε μικρότερη σημασία απ' ό,τι συνήθως. Γι’ αυτό και το δικαστήριο επέλεξε να αναλύσει τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 και της συζύγου του τμηματικά, κατά τη συζήτηση των επίδικων ζητημάτων.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

[*984]Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

R.C.K. Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1(Β) A.A.Δ. 1074.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γιασεμής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1189/2005) ημερομηνίας 28/1/2011.

 

Γ. Ζαχαρίου (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

Δικαστhριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Τον Δεκέμβριο του 2000 τα φυσικά πρόσωπα που είναι διάδικοι στην Αγωγή, ίδρυσαν την Εφεσίβλητη Εταιρεία Transteam Ltd (στο εξής «η Εταιρεία»). Ο Εφεσείων 2 κατείχε το 50% του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας, ενώ οι Εφεσίβλητοι 2, 3 και 4 κατείχαν το υπόλοιπο 50% (περίπου από ένα τρίτο ο καθένας). Η Εταιρεία θα ασχολείτο με την επισκευή αυτόματων κιβωτίων ταχυτήτων για αυτοκίνητα και οι εργασίες της Εταιρείας θα διεξάγονταν στο γκαράζ των Εφεσιβλήτων 2, 3 και 4 και θα διεκπεραιώνονταν από όλα τα φυσικά πρόσωπα που είναι διάδικοι, ενώ η σύζυγος του Εφεσείοντα 2 φέρεται να ενεργούσε ως λογίστρια.

 

Η συνεργασία τους δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Περί το τέλος του 2004 αρχές του 2005 άρχισε μεταξύ των μετόχων συζήτηση που είχε στο επίκεντρό της την εξαγορά των μετοχών του Εφεσείοντα 2 από τους υπόλοιπους μετόχους-Εφεσίβλητους 2-4. Το αν οι συζητήσεις κατέληξαν σε οποιαδήποτε συμφωνία, αποτελεί επίδικο θέμα.

 

Ο Εφεσείων 2 ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι οι συζητήσεις είχαν αίσιο τέλος και τα μέρη κατέληξαν σε συμφωνία για την αποχώρηση του από την Εταιρεία. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, ο ίδιος θα πωλούσε στους Εφεσίβλητους 2-4 τις μετοχές του στην Εταιρεία έναντι του ποσού των Λ.Κ.73.000, ενώ οι Εφεσίβλητοι 2-4 θα αναλάμβαναν ορισμένες υποχρεώσεις οι οποίες αν και είχαν δημιουργηθεί στο όνομά του, εντούτοις αφορούσαν την Εταιρεία. Ο Εφεσείων 2 ισχυρίστηκε επίσης ότι τα μέρη μετά τη συμφωνία τους, υπέγραψαν κάποιο έγγραφο στο οποίο περιλαμβάνονταν οι όροι της συμφωνίας και το οποίο, όπως ισχυρίστηκε, αποτελούσε τη μεταξύ τους συμφωνία. Προς υποστήριξη των θέσεων του παρέπεμψε στο Τεκμήριο 4, το οποίο αποτελεί πρακτικό Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της Εταιρείας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 3.2.2005, ενώ το πρακτικό υπογράφηκε από όλους τους μετόχους στις 15.2.2005.  Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του, το ποσό των Λ.Κ.73.000 θα πληρωνόταν με 42 ίσες μηνιαίες δόσεις από Λ.Κ.1.738,10 η κάθε μια. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην τελευταία παράγραφο του πρακτικού της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης (Τεκμήριο 4), αναφέρονται τα εξής:-

 

«Επίσημα έγγραφα καθώς και η εγγύηση της παραπάνω συμφωνίας θα διευθετηθεί μέσω των δικηγόρων των συμβαλλομένων στις αμέσως επόμενες μέρες και πριν την 1 Μαρτίου 2005*».

 

Ο Εφεσείων 2 ισχυρίστηκε ότι οι Εφεσίβλητοι 2-4 εφαρμόζοντας τη συμφωνία άρχισαν να διεξάγουν την επιχείρηση χρησιμοποιώντας δική τους εταιρεία. Πέραν τούτου κατέβαλαν την πρώτη δόση του τιμήματος αγοράς των μετοχών του, ήτοι του ποσού των Λ.Κ.1.738,10. Η συγκεκριμένη πληρωμή έγινε στις 15.2.2005 με επιταγή (Τεκμήριο 5) της εταιρείας των εναγομένων, APK Garage Ltd. Στη συνέχεια οι Εφεσίβλητοι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα 2, σταμάτησαν να καταβάλλουν τις μηνιαίες δόσεις και άλλα ποσά που συμφωνήθηκαν, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων 2 να τους οχλήσει μέσω του δικηγόρου του και στη συνέχεια να τους εναγάγει.

 

Με την αγωγή του διεκδίκησε τις πιο κάτω πέντε θεραπείες, στη βάση «προφορικής συμφωνίας .... η οποία επιβεβαιώνεται από Πρακτικά Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης ημ. 3.2.2001» της Εφεσίβλητης 1:-

 

(α) Ποσό Λ.Κ.14.520 το οποίο αναγνωρίστηκε ότι οφείλετο προς την Εφεσείουσα 1 εταιρεία μέχρι 31.12.2004, δυνάμει συμφωνηθέντος λογαριασμού για παραχωρηθείσες υπηρεσίες και το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί μέχρι 31.3.2005.

[*986](β) Ποσό Λ.Κ.5.300 το οποίο αναγνωρίστηκε ότι οφείλετο στον Εφεσείοντα 2 μέχρι την 31.12.2004 δυνάμει συμφωνηθέντος λογαριασμού και το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί μέχρι 31.3.2005.

(γ) Ποσό Λ.Κ.73.000 το οποίο συμφωνήθηκε ότι αντιπροσώπευε την αξία των μετοχών του Εφεσείοντα 2 στην Εταιρεία.

(δ) Ποσό Λ.Κ.6.488,12 πλέον τόκο 9% από 31.1.2005 το οποίο συμφωνήθηκε ότι αποτελούσε δάνειο της Εταιρείας, το οποίο όμως εξασφαλίστηκε στο όνομα του Εφεσείοντα 2 και

(ε) Απαλλαγή του Εφεσείοντα 1 από όλες τις υποχρεώσεις του ως εγγυητή της Εταιρείας.

 

Οι Εφεσίβλητοι με την υπεράσπισή τους υποστήριξαν ότι ουδέποτε συνήψαν τη συμφωνία που επικαλείται ο Εφεσείων 2 ή οποιαδήποτε άλλη συμφωνία και αρνούνται ότι οφείλουν οτιδήποτε στους Εφεσείοντες. Ως προς το πρακτικό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, ισχυρίζονται ότι αυτό είναι άκυρο και ότι εν πάση περιπτώσει δεν αποτελεί δεσμευτική συμφωνία. Προς τούτο ανταπαιτούν σχετική δήλωση. Με τη μαρτυρία που έθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου (επιστολές του δικηγόρου τους 24.3.2005 και 28.3.2005 προς τον Εφεσείοντα 2), απέρριπταν τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα 2, καταλόγιζαν στον ίδιο ότι μονομερώς αποχώρησε από την Εταιρεία και ότι αυτός άσκησε πίεση στους Εφεσίβλητους 2-4 για να υπογράψουν κάποιο κείμενο συμφωνίας που τους είχε αποστείλει. Περαιτέρω τον καλούσαν να συνεργαστεί για να καταλήξουν σε οριστική συμφωνία για την εξαγορά των μετοχών τους.

 

Ο Εφεσείων 2 με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 29.3.2005 (Τεκμήριο 9) απέρριψε τις θέσεις των Εφεσιβλήτων και τους επισήμανε ότι παρά τη μη υπογραφή του κειμένου συμφωνίας που είχε ετοιμάσει ο δικηγόρους του (Τεκμήριο 15), τα μέρη είχαν συμφωνήσει να καταστήσουν το πρακτικό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, ημερ. 3.2.2005 (Τεκμήριο 4) συμφωνία, προκειμένου, όπως αναφέρετο στην επιστολή, Τεκμήριο 9, να αποφευχθεί η δημιουργία περαιτέρω δικηγορικών εξόδων.

 

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Εφεσίβλητος 4 στη μαρτυρία του αρνήθηκε ότι έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις που είχαν γίνει για την εξαγορά των μετοχών του Εφεσείοντα 2 και ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ουδέποτε συμφώνησε, είτε προφορικώς είτε γραπτώς οτιδήποτε από αυτά που ισχυρίζεται ο Εφεσείων 2. Ως προς την υπογραφή του στο Πρακτικό, Τεκμήριο 4, ισχυρίστηκε ότι αυτό είναι πλαστογραφημένο. Τη θέση αυτή φαίνεται να επιβε[*987]βαιώνει και ο εμπειρογνώμονας γραφολόγος Ανδρέας Παναγιώτου, που κάλεσε ο ίδιος.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού σχολίασε τον κακό τρόπο που οι Εφεσείοντες δικογράφησαν τις θέσεις τους, έκρινε ότι με βάση τα όσα δικογραφήθηκαν και τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, τα δύο νομικά πρόσωπα (Εφεσείουσα 1 και Εφεσίβλητη 1), δεν εμπλέκονται στη σύναψη της συμφωνίας. Ως προς τους υπόλοιπους διαδίκους, κατέληξε ότι από τα ενώπιον του στοιχεία και ιδιαίτερα το πρακτικό, Τεκμήριο 4, δεν συνομολογήθηκε γραπτή συμφωνία (εξάλλου δεν υπήρχε τέτοια δικογραφημένη θέση) και ούτε το πρακτικό, Τεκμήριο 4, αποτελεί τέτοια συμφωνία. Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν διαπιστώνεται ούτε η συνομολόγηση μεταξύ των διαδίκων προφορικής συμφωνίας, όπως ήταν και ο δικογραφημένος ισχυρισμός του Εφεσείοντα. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων.

 

Οι δύο Εφεσείοντες-Ενάγοντες με την παρούσα έφεση αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης. Με τρεις λόγους έφεσης ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα:-

 

1. Αποφάσισε ότι δεν αποδείχθηκε η επίδικη συμφωνία.

2. Παρέλειψε να αποφασίσει τις υπόλοιπες απαιτήσεις των εναγόντων που αφορούσαν στη διεκδίκηση των ποσών Λ.Κ.14.520, Λ.Κ.5.300 και Λ.Κ.6.488,12 και

3. Παρέλειψε να αξιολογήσει τη δοθείσα μαρτυρία με αποτέλεσμα η απόφαση να μην είναι δυνατό να ελεγχθεί.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι στις σελίδες 11 και επόμενες της απόφασης, το δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν είναι δικογραφημένη η θέση των εναγόντων ότι η συμφωνία ήταν προφορική και επιβεβαιώνεται με το πρακτικό ημ. 3.2.2005 Τεκμήριο.».

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 11 της απόφασης, κατ’ αντίθεση με τα όσα προβάλλουν οι Εφεσείοντες στα πλαίσια του λόγου έφεσης 1, αναφέρει ότι το πρώτο που διαπιστώνεται από το περιεχόμενο της παραγράφου 1 της Έκθεσης Απαίτησης είναι «ότι οι Ενάγοντες επικαλούνται τη σύναψη προφορικής συμφωνίας». Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το βάθρο του λόγου έφεσης 1 με τον οποίο οι ενάγοντες υποστηρίζουν το αντίθετο.

 

[*988]Στη συνέχεια το δικαστήριο στα πλαίσια κατανόησης του τρόπου που δικογραφήθηκαν οι θέσεις των Εφεσειόντων, που ομολογουμένως δεν ήταν εύκολα κατανοητές, παραπέμπει στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης στην οποία αναφέρεται ότι:- «Η εν λόγω συμφωνία ενώ αρχικά ήτο υποκείμενη σε έγγραφο (subject to contract) περί την 15.2.2003 επιβεβαιώθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε ως ανωτέρω και κατέστη τελική οριστική και δεσμευτική ….». Στη συνέχεια το δικαστήριο αναφέρει ότι από το πιο πάνω απόσπασμα της παραγράφου 2 της Έκθεσης Απαίτησης:-

 

«…. επιβεβαιώνεται με τον πλέον σαφή τρόπο ότι η επικαλούμενη από τους ενάγοντες συμφωνία έγινε προφορικά και μάλιστα σε άγνωστο χρόνο αφού δεν αναφέρεται οτιδήποτε σε σχέση με το θέμα αυτό, και οπωσδήποτε πριν από την έκτακτη γενική συνέλευση της εταιρείας η οποία πραγματοποιήθηκε στις 3.2.2005. Ενώ, πρόσθετα, δεν εθεωρείτο, τότε ακόμα, ότι η συμφωνία εκείνη ήταν οριστική και δεσμευτική για τα μέρη αφού «ήτο υποκείμενη σε έγγραφο». Ενώ από το λεκτικό που συγκεκριμένα χρησιμοποιείται, μπορεί επίσης εύλογα να συναχθεί ότι η εν λόγω συμφωνία, αν όντως συνομολογήθηκε, παρέμεινε πάντοτε προφορική με δεδομένο ότι πουθενά δεν αναφέρεται στο εν λόγω δικόγραφο ότι αυτή αντικαταστάθηκε από γραπτή συμφωνία. Τη θέση αυτή υποστήριξε με ιδιαίτερη έμφαση στην αγόρευση του και ο συνήγορος των εναγόντων, εισηγούμενος όμως περαιτέρω ότι η προφορική συμφωνία την οποία συνήψαν μεταξύ τους τα μέρη ήταν τελική και κατά συνέπεια δεσμευτική γι’ αυτά.

 

Στο ίδιο πιο πάνω απόσπασμα γίνεται επίσης παραπομπή σε προηγούμενες, δικογραφημένες, δήθεν, αναφορές για τροποποίηση και συμπλήρωση της εν λόγω ισχυριζόμενης συμφωνίας. Όμως, στην παράγραφο 1 της έκθεσης απαιτήσεως δεν αναφέρεται να συνέβηκε ποτέ κάτι τέτοιο. Υπάρχει μόνο η αναφορά στην αρχή της εν λόγω παραγράφου ότι η σύναψη της προφορικής συμφωνίας επιβεβαιώθηκε με το πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης της εταιρείας η οποία πραγματοποιήθηκε στις 3.2.2005. Θα επανέλθω στο θέμα της επιβεβαίωσης και στη σημασία της όπως επίσης και του πρακτικού που τηρήθηκε κατά την εν λόγω συνέλευση της 3.2.2005 σε μεταγενέστερο στάδιο.»

 

Ενόψει των πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχεται ότι διατυπώθηκε ο ισχυρισμός περί προφορικής συμφωνίας. Εκείνο όμως που επισημαίνει στη συνέχεια, είναι ότι [*989]η μαρτυρία του Εφεσείοντα στο δικαστήριο ερχόταν σε διάσταση με τις πιο πάνω δικογραφημένες θέσεις του. Το δικαστήριο αναφέρεται στη σελίδα 14 της απόφασής του, στην προφορική μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 στην οποία διατύπωσε «ευθαρσώς τη θέση πως ό,τι είχε συζητήσει σε σχέση με τα πιο πάνω θέματα με τους εναγόμενους οριστικοποιήθηκε γραπτώς, παραπέμποντας, αυτή τη φορά, στο πρακτικό, Τεκμήριο 4». Και όλα αυτά για να καταλήξει το δικαστήριο ότι ήταν «καθ’ όλα σαφής η θέση του ενάγοντα επί του προκειμένου ότι το έγγραφο αυτό (Τεκμ. 4) αποτελεί την τελική συμφωνία μεταξύ του και των εναγομένων 2, 3 και 4, αφήνοντας συγχρόνως εκτός της συμφωνίας τις δύο διαδίκους εταιρίες.». Εκείνο που το πρωτόδικο δικαστήριο ήθελε να τονίσει είναι ότι οι Εφεσείοντες ενώ ισχυρίζονταν στα δικόγραφα τους προφορική συμφωνία, η μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 τελικά έδειχνε προς άλλη κατεύθυνση. Όπως περαιτέρω αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο, από τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 φαίνεται καθαρά η αντίληψη του ότι «η συμφωνία η οποία είχε τελικώς συναφθεί και δέσμευε τα μέρη ήταν γραπτή». Το δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι η ίδια θέση «διατυπώθηκε και στην επιστολή ημ. 29.3.2005, Τεκμήριο 9, την οποία συνέταξε ο δικηγόρος του, προφανώς στη βάση οδηγιών του».

 

Τελικά το δικαστήριο αναγνώρισε ότι η δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα 2 περί προφορικής συμφωνίας, συγκρούεται με την προφορική μαρτυρία του περί της ύπαρξης γραπτής συμφωνίας, η οποία όμως δεν ήταν δικογραφημένη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη.

 

Επομένως το παράπονο των Εφεσειόντων ότι το δικαστήριο παρερμήνευσε τις δικογραφημένες θέσεις τους είναι άστοχο και δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

 

Στη συνέχεια το δικαστήριο, με αναφορά στις άλλες αξιώσεις των Εφεσειόντων (Λ.Κ.14.520, Λ.Κ.5.300 και Λ.Κ.6.488,12), επισημαίνει ότι στη μαρτυρία δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε υπηρεσίες τις οποίες οι Εφεσείοντες πρόσφεραν στους Εφεσίβλητους και μάλιστα στο ύψος των ποσών που διεκδικούνται. Το δικαστήριο και σ’ αυτή την περίπτωση διαπίστωσε αντίθεση μεταξύ δικογραφημένων ισχυρισμών και δοθείσας μαρτυρίας.

 

Δεν συμφωνούμε ότι η πιο πάνω συλλογιστική του δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, όπως ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, ο οποίος  εν πάση περιπτώσει παρέλειψε να μας παραπέμψει σε αποσπάσματα στη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 [*990]ώστε να δείξει ότι αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη που είχε το πρωτόδικο δικαστήριο για τη μαρτυρία του.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης

 

Το παράπονο των Εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει τις υπόλοιπες απαιτήσεις των Εφεσειόντων που αφορούσαν (α) στο ποσό των Λ.Κ.14.520 το οποίο σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς αφορούσε σε «παραχωρηθείσες υπηρεσίες», (β) στο ποσό των Λ.Κ.5.300 το οποίο οφείλεται, σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, δυνάμει συμφωνηθέντος λογαριασμού για παραχωρηθείσες υπηρεσίες και (γ) στο ποσό των Λ.Κ.6.488,12 το οποίο αφορούσε στο δάνειο που συνήψε ο Εφεσείων 2 για λογαριασμό της Εφεσείουσας 1 εταιρείας.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το δικαστήριο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει στα πλαίσια του προηγούμενου λόγου έφεσης, στη σελίδα 15 της απόφασης του επισημαίνει την έλλειψη επαρκούς μαρτυρίας και λεπτομερειών για τα πρώτα δύο ποσά, καθώς και την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε προσφερόμενες υπηρεσίες.

 

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση της δικηγόρου των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «εκ παραδρομής και λόγω λάθους παρέλειψε να αποφασίσει για τις τρεις απαιτήσεις των Εφεσειόντων». Αντίθετα το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα, αλλά ενόψει όλων όσων ανέλυσε μέχρι τη σελίδα 16 της απόφασής του, δεν ήταν αναγκαία η περαιτέρω ενασχόλησή του με το περιεχόμενο της παραγράφου 4 της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Δεν βλέπουμε κανένα πρόβλημα με τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα το πρωτόδικο δικαστήριο. Καθόλου δεν πρόκειται περί λάθους, αλλά αντίθετα πρόκειται περί συνειδητής επιλογής του δικαστηρίου να χειριστεί συνοπτικά τις υπόλοιπες απαιτήσεις των Εφεσειόντων, ενόψει της ασαφούς μαρτυρίας που είχε δοθεί από τον Εφεσείοντα 2.

 

Τρίτος λόγος έφεσης

 

Με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες διατυπώνουν παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο σε κανένα σημείο της απόφασής του προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολο[*991]γία, αξιολόγηση γίνεται σε σχέση με τα επίδικα θέματα και ιδιαίτερα εκείνα που είναι υπό αμφισβήτηση (βλ. R.C.K. Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1(Β) A.A.Δ.1074).

 

Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ακολούθησε το συνήθη τρόπο αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας. Αυτό ήταν λογικό ενόψει της κατάληξης του επί της πληθώρας των ζητημάτων που αποτελούσαν κοινό έδαφος και ιδιαίτερα επί των ζητημάτων που αφορούσαν στη διάσταση μεταξύ δικογραφημένων θέσεων και μαρτυρίας, καθώς και των ελλείψεων που παρατηρήθηκαν στη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 σε σχέση με διάφορα επίδικα θέματα, όπως τα τρία ποσά που διεκδικούνταν, πέραν της αξίωσης για την αξία των μετοχών. Ενόψει των πιο πάνω, ήταν αναμενόμενο ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα είχε μικρότερη σημασία απ’ ό,τι συνήθως. Γι’ αυτό και το δικαστήριο επέλεξε να αναλύσει τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 και της συζύγου του τμηματικά, κατά τη συζήτηση των επίδικων ζητημάτων. Ειδικά ως προς τη μαρτυρία της συζύγου του Εφεσείοντος 2 (Μ.Ε.2) το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι τα κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενα προς αυτόν ποσά θα αναγνωρίζονταν ως οφειλόμενα από τους Εφεσίβλητους 2, 3 και 4, μόνο όταν υπογράφετο η ξεχωριστή συμφωνία για την οποία γινόταν αναφορά στο Τεκμήριο 4, η οποία όμως αν και ετοιμάστηκε, ουδέποτε υπογράφηκε. Ενόψει των πιο πάνω, το δικαστήριο, κατά την άποψή μας, ορθώς επέλεξε να μην αξιολογήσει περαιτέρω τη μαρτυρία της Μ.Ε.2 Βασούλας Φιλιαστίδη. Για τους ίδιους λόγους το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 23 της απόφασής του, έκρινε ότι δεν ήταν πλέον αναγκαία η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ανδρέα Παναγιώτου (γραφολόγου) και του Κώστα Κουρτέλλα (Εφεσίβλητου 4). Όπως αναφέρει, θα ήταν αναγκαία η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνετο ότι το πρακτικό της Εταιρείας (Τεκμήριο 4), όντως αποτελούσε τη συμφωνία των μερών ή τη γραπτή επιβεβαίωση μιας προηγηθείσας προφορικής συμφωνίας, κάτι όμως που το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε για λόγους άλλους. Επομένως, μόνο αν γινόταν αποδεχτό ότι το Τεκμήριο 4 αποτελούσε τη συμφωνία θα παρίστατο ανάγκη να διερευνηθεί περαιτέρω ο ισχυρισμός του Εφεσίβλητου 4 περί πλαστογραφίας της υπογραφής του, οπότε και θα ήταν αναγκαία η αξιολόγηση της μαρτυρίας του γραφολόγου.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο