ECLI:CY:AD:2016:A204
(2016) 1 ΑΑΔ 1008
[*1008]15 Απριλίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΜΕΛΑΝΗ ΓΕΝΑΓΡΙΤΗ,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
v.
ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΑΓΗ (ΛΥΣΙΩΤΗΣ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 416/2012)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε η αξιολόγηση πάσχει όταν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μαρτυρίας ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκάλεσε μάρτυρας στο Δικαστήριο, χωρίς να τίθεται η μαρτυρία στη βάση της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, πρέπει να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης, ώστε να παραμένουν κατά νουν καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης, ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και τη μαρτυρία τους.
Μαρτυρία ― Μάρτυρες ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας, δεν είναι κατ’ ανάγκην και ειλικρινής ― Και το αντίθετο. Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών, χωρίς να είναι ανειλικρινής.
Διαιτησία ― Ο Διαιτητής ασκεί οιονεί δικαστικό καθήκον ― Ως λειτουργός του Δικαστηρίου είναι υποχρεωμένος να τηρεί τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες ― Διαφορετικά θα προέκυπτε κίνδυνος δημιουργίας ενός συστήματος διαιτητικού δικαίου, ανεξάρτητου και ίσως διαφορετικού από το νόμο και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στα δικαστήρια της χώρας, με απρόβλεπτες συνέπειες.
[*1009]Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα δύο ενδιάμεσων αποφάσεων πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 20.3.2012 και 14.9.2012. Με την μεν πρώτη, απορρίφθηκε αίτηση της Εφεσείουσας με την οποία αιτείτο τη διαγραφή ενόρκου δηλώσεως Διευθυντή της Εφεσίβλητης και συνακόλουθα και την ένσταση την οποία υποστήριζε, ίδιας ημερομηνίας και με την μεν δεύτερη, απορρίφθηκε αίτηση της Εφεσείουσας για παύση Διαιτητή και τερματισμό διαδικασίας Διαιτησίας.
Τα επίδικα γεγονότα και τα κύρια σημεία της προσβαλλόμενης κρίσης, εμφαίνονται στα αποφασισθέντα εκ του Εφετείου.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Λόγοι έφεσης 1-4:
α) Ο χειρισμός της διαδικασίας της Διαιτησίας από το Διαιτητή και τα σχετικά εσφαλμένα ευρήματα και συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
β) Οι ενέργειες και παραλείψεις του Διαιτητή και ιδιαίτερα η διαγραφή της γραπτής μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα για την Εφεσίβλητη και ακολούθως η έκδοση οδηγιών εκ μέρους του για καταχώρηση νέας χωρίς μάλιστα να δώσει την απόφαση του επί της ενστάσεως για το περιεχόμενο της κατάθεσης του άνω μάρτυρα την οποία τελικά ο ίδιος αντικανονικά διέγραψε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε μεταξύ άλλων επί του θέματος, ότι σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ο διαιτητής σε καμία περίπτωση δεν ενήργησε εκτός των πλαισίων των εξουσιών που του παρέχονται από την επίδικη συμφωνία ημερομηνίας 9.6.2010 και ή να χειρίστηκε κακώς τη διαδικασία ή να επέδειξε κακή διαγωγή εντός των πλαισίων της νομολογίας ή και να επέδειξε εύνοια στην πλευρά του ενάγοντα ή να ενήργησε στην απουσία της πλευράς της εναγομένης ή χωρίς να της δώσει το δικαίωμα να ακουστεί και γενικά με τρόπο ο οποίος να επηρέαζε, σε εκείνο το στάδιο τουλάχιστον της διαδικασίας, δυσμενώς τα δικαιώματα της.
2. Το Άρθρο 20(1) του Περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 επί του οποίου βάσισε η Εφεσείουσα την αίτηση της, παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο ν’ απομακρύνει Διαιτητή ο οποίος επιδεικνύει κακή (ανάρμοστη) συμπεριφορά ή χειρίζεται κακώς την υπόθεση.
3. Στην παρούσα υπόθεση, ο Διαιτητής δεσμεύετο από τη Συμφωνία [*1010]Διαιτησίας των μερών η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων, ότι ο Διαιτητής θα καθόριζε την ακολουθητέα διαδικασία και θα εξέδιδε οδηγίες οι οποίες θα ήταν δεσμευτικές για τους συμβαλλόμενους, πάντοτε όπως προβλέπεται από τον Περί Διαιτησίας Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς της Πολιτικής Δικονομίας.
4. Από την προσεκτική εξέταση των σχετικών δεδομένων και τα σχετικά πρακτικά, προέκυπτε ότι δεν ήταν ορθή η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας και το εύρημα ότι στις 18.1.2011 δόθηκε η ευκαιρία στον συνήγορο της Εφεσείουσας ν’ ακουστεί επί συγκεκριμένου εγερθέντος θέματος και κατόπιν τούτου, δόθηκαν οι εκ νέου οδηγίες του Διαιτητή όσον αφορούσε στην υποβολή αναθεωρημένης γραπτής κατάθεσης του πρώτου μάρτυρα.
5. Αυτός ήταν και ο λόγος, σύμφωνα με την πρωτόδικο Δικαστή, της παράλειψης του Διαιτητή να απαντήσει στην επιστολή ημερ. 19.1.2011. Στη ρηθείσα επιστολή ο συνήγορος της Αιτήτριας ζήτησε επειγόντως όπως ακουστεί επί των θέσεων του Διαιτητή και του συνήγορου της Εφεσίβλητης για ανατροπή της ακολουθητέας διαδικασίας και της εισαγωγής νέας διαδικασίας. Η επιστολή αυτή ουδέποτε απαντήθηκε από το Διαιτητή.
6. Η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έπασχε καθότι περιορίστηκε στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μαρτυρίας. Τα όσα λέχθηκαν στη Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339 ήταν σχετικά.Ετύγχαναν πλήρους εφαρμογής τα λεχθέντα σε εκείνη την υπόθεση.
7. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία του Διαιτητή επί του θέματος, με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκάλεσε αυτός στο Δικαστήριο, χωρίς να τίθεται η μαρτυρία στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου.
8. Η αξιολόγηση μιας μαρτυρίας είναι λεπτό και δύσκολο έργο και το Δικαστήριο θα πρέπει να δίνει πάντοτε επαρκείς λόγους για την αποδοχή ή απόρριψη αυτής, με γνώμονα όχι μόνο την καθ’ αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια.
9. Πρέπει να αποφεύγονται χαρακτηρισμοί που δυνατόν να δίνουν την εντύπωση ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε από τη δική του καθαρά προσωπική άποψη για το χαρακτήρα του διαδίκου, έξω από κάθε μέτρο ορθής, δίκαιης και φλεγματικής αντιμετώπισης της ενώπιον του διαφοράς.
10. Με φειδώ πρέπει να καταγράφεται οτιδήποτε αγγίζει τον παρουσιαζόμενο στη δίκη χαρακτήρα από διάδικο ή μάρτυρα. Όπως έχει νομολογηθεί ακόμα και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, πρέπει να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νου κα[*1011]θόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης, ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και τη μαρτυρία τους.
11. Στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προέκυπτε μεταξύ άλλων, διάσταση στη μαρτυρία του Διαιτητή που αποδέχθη το Πρωτόδικο Δικαστήριο και του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι «την 18.01.2011 δόθηκε η ευκαιρία στο συνήγορο της Εναγομένης ν΄ ακουστεί επί εγερθέντος θέματος και κατόπιν τούτου δόθησαν οι εκ νέου οδηγίες του Διαιτητή όσον αφορούσε στην υποβολή αναθεωρημένης γραπτής κατάθεσης του πρώτου μάρτυρα».
12. Σχετική συγκεκριμένη μαρτυρία βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όμως αυτό δεν τα έλαβε επαρκώς υπόψιν του, δεν τα συσχέτισε και κυρίως δεν τα σχολίασε σε συνάρτηση με το ότι, ευρίσκοντο σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Διαιτητή.
13. Δεν παρίστατο ανάγκη εξέτασης του άλλου λόγου έφεσης που αφορούσε στην απόρριψη της αίτησης για διαγραφή ενόρκου δηλώσεως. Και τούτο επειδή το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων ήταν και η καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης και μάλιστα μετά την λήψη νέου βήματος στη διαδικασία υπό της Εφεσείουσας.
14. Ο εν λόγω λόγος απόρριψης της αίτησης, δεν προσβλήθηκε και συνεπώς ο σχετικός προβληθείς λόγος έφεσης, καθίστατο αλυσιτελής χωρίς καμία αξία πλην ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος με το οποίο δεν ασχολείται το Εφετείο.
Η έφεση επέτυχε μερικώς με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της Αίτησης από άλλο Δικαστή.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Dynacoy Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 717,
Winter v. White [1819] 1 B & B 350,
A.N. Stasis Estates Co Ltd v. G.M.P Katsambas Ltd (2001) 1 A.Α.Δ. 2006,
Thomas Borthwick (Glasgow) Ltd v. Faure Fairclough [1968] 1 Lloyd's Rep. 16,
Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339,
Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288.
[*1012]Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καπετάνιου, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 3647/04), ημερομηνίας 20/3/2016.
Α. Γεωργιάδης για Α. Γεωργιάδη & Ν.Α.Π. Γεωργιάδη Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Μ. Χατζηχριστοφής, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ..
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα με έξι λόγους έφεσης προσβάλλει ως λανθασμένες δύο αποφάσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 20.3.2012 και 14.9.2012. Με την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 20.3.2012 το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση της Εφεσείουσας ημερ. 25.1.2012 με την οποία αιτείτο τη διαγραφή της ενόρκου δηλώσεως του κ. Κώστα Παναγή Λυσιώτη, ημερ. 30.5.2011, Διευθυντή της Εφεσίβλητης και συνακόλουθα και την ένσταση την οποία υποστήριζε της ίδιας ημερομηνίας. Με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 14.9.2012 απέρριψε αίτηση της Εφεσείουσας ημερ. 11.2.2011 για παύση του Διαιτητή και τερματισμό της διαδικασίας Διαιτησίας.
Με τους πέντε πρώτους λόγους έφεσης προσβάλλεται η απόφαση ημερ. 14.9.2012. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο η Εφεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε την ορθή σημασία στην ενέργεια του Διαιτητή να διαγράψει γραπτή μαρτυρία του πρώτου μάρτυρα των απαιτητών, Κώστα Παναγή, Διευθυντή των απαιτητών, ενέργεια ανεπίτρεπτη νομικά η οποία συνιστούσε, αδιαμφισβήτητα, και ανάρμοστη συμπεριφορά.
Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Διαιτητής δεν είχε καθήκον να παρουσιάσει τα πρακτικά, σε οποιανδήποτε μορφή ήσαν, ενόψει του γεγονότος ότι κατά την αντεξέταση τού ζητήθηκε η παρουσίαση του πρακτικού της 18.1.2011 και της σαφούς θέσεως του συνήγορου της Εφεσείουσας ότι ο Διαιτητής δεν τον άκουσε στο θέμα ειλημμένης απόφασης του ν’ αλλάξει τη διαδικασία.
[*1013]Με το τρίτο λόγο προβάλλεται ότι είναι εσφαλμένο το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Διαιτητής στις 18.1.2011 άκουσε τον συνήγορο της Εφεσείουσας αναφορικά με την πρόθεση του να δώσει νέες οδηγίες για την ακολουθητέα διαδικασία.
Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι είναι λανθασμένη η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ενέργειες του Διαιτητή δεν συνιστούσαν ανάρμοστη συμπεριφορά και κακό χειρισμό της διαδικασίας και ότι δεν συνιστούσαν λόγο άρσης της εμπιστοσύνης σ’ αυτόν και απομάκρυνσής του.
Τέλος, με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απεφάσισε ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση στη διαδικασία της διαιτησίας για την οποία ευθυνόταν ο Διαιτητής.
Αναφορικά με την Πρωτόδικη Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 20.3.2012 η Εφεσείουσα προβάλλει, με τον έκτο λόγο έφεσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν παραμέρισε/διέγραψε την Ένορκη Δήλωση του Κώστα Παναγή Λυσιώτη και συνακόλουθα εσφαλμένα δεν παραμέρισε/διέγραψε την ένσταση της Εφεσίβλητης ημερ. 30.5.2011 η οποία υποστηρίζετο από την άνω Ένορκη Δήλωση.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 14.9.2012 κάνει τ’ ακόλουθα ευρήματα:
«Στις 30.9.10 έγινε προκαταρκτική συνάντηση όπου συμφωνήθηκαν τα όσα παρατίθενται στην επιστολή του Διαιτητή ημερομηνίας 1.10.10, στην οποία καθορίστηκε ότι η διαφορά την οποία καλείται να εξετάσει και επί της οποίας θα αποφασίσει ο Διαιτητής είναι αυτή που αναφέρεται στα δικόγραφα της υπόθεσης τα οποία υποβλήθηκαν εκ συμφώνου κατά τη συνάντηση αυτή. Στην ίδια επιστολή γίνεται επίσης αναφορά, «κατόπιν συμφωνίας των μερών» κάτι το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, ότι: «Ο διαιτητής εξουσιοδοτείται από τα μέρη να ενεργήσει ως εμπειρογνώμονας και να αποφασίσει και επί των όποιων νομικών σημείων.» Μεταξύ άλλων είχε συμφωνηθεί ότι η διαιτησία θα διεξαχθεί με πλήρεις ακροάσεις, και η κύρια εξέταση θα γίνεται, όπου αυτό είναι εφικτό, με υιοθέτηση γραπτής μαρτυρίας και περιορισμένη προφορική μαρτυρία. Οι γραπτές δηλώσεις να κοινοποιούνται στο Διαιτητή και στο άλλο μέρος τουλάχιστον 7 μέρες πριν την ημερομηνία ακρόασης. Δόθηκαν επίσης οδηγίες για υποβολή της γραπτής κατάθεσης του πρώτου μάρτυρα μέχρι τις 29.10.10 και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόα[*1014]ση στις 5.11.10.
Σημειώνω εδώ επίσης ότι ο όρος 3 της συμφωνίας ημερομηνίας 9.6.2010 προνοεί ότι: «Ο διαιτητής θα καθορίζει την ακολουθητέα διαδικασία και θα εκδίδει οδηγίες οι οποίες θα είναι δεσμευτικές για τους συμβαλλομένους για την υποβολή εγγράφων, αποδεικτικών στοιχείων, του ορισμού ημερομηνιών, γενικά για κάθε διαδικαστικό, τεχνικό ή άλλο θέμα ή σε σχέση με τα επίδικα θέματα με στόχο την πρέπουσα και ταχεία διεξαγωγή της διαιτησίας πάντοτε όπως βέβαια προβλέπεται από τον περί Διαιτησίας Νόμο και τους σχετικούς Κανόνες της Πολιτικής Δικονομίας.»
Στο μεταξύ ανταλλάγηκαν επιστολές και έγγραφα μεταξύ των μερών και υποβλήθηκε έγκαιρα και η γραπτή δήλωση του πρώτου μάρτυρα των εναγόντων. Η ακροαματική διαδικασία στις 5.11.2010 αναβλήθηκε για τις 19.11.2010 λόγω προσωπικού κωλύματος του κ. Γεωργιάδη.
Ακολούθησε επιστολή του Διαιτητή ημερομηνίας 22.11.10, όπου αναφέρεται στη συνάντηση που έγινε 19.11.10 η οποία χαρακτηρίζεται ως 2η προκαταρκτική συνάντηση, όπου κατόπιν της σύμφωνης γνώμης των μερών δόθηκαν οδηγίες να καταχωρηθεί τροποποιημένη γραπτή κατάθεση του πρώτου μάρτυρα μέχρι 3.12.10 και η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για έναρξη της ακρόασης στις 8.12.10. Ο ισχυρισμός του κ. Παναγή στην ένορκη του δήλωση ότι η απόφαση αυτή του Διαιτητή έγινε κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου της εναγομένης, δεν υποστηρίχθηκε από τον Διαιτητή ο οποίος ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο λόγος της απόφασης του αυτής ήταν για να περιοριστεί κατά το δυνατό η έκταση της προφορικής μαρτυρίας του μάρτυρα και να περιληφθεί μαρτυρία όσον αφορά την ελαττωματική εργασία και τις κακοτεχνίες, ως οι ισχυρισμοί της εναγομένης, κάτι το οποίο φαίνεται και από το περιεχόμενο της δεύτερης κατάθεσης, η οποία και είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρόλα αυτά όμως έστω και εάν για σκοπούς συζήτησης η θέση του αυτή ευσταθεί και η υποβολή της αναθεωρημένης γραπτής κατάθεσης του πρώτου μάρτυρα έγινε κατόπιν αιτήματος της πλευράς της εναγομένης, εφόσον ήταν με τη σύμφωνη γνώμη των μερών, κάτι το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, και κατόπιν οδηγιών του διαιτητή, δεν μπορεί να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο την πορεία της υπόθεσης. Πέραν των πιο πάνω ο Διαιτητής κατά τη μαρτυρία του ανέφερε ότι ο σκοπός για τον οποίο έδωσε τις οδη[*1015]γίες για τροποποιημένη ή αναθεωρημένη γραπτή κατάθεση ήταν για να περιληφθούν γεγονότα που να καλύπτουν την απαίτηση και την ανταπαίτηση, ώστε να υπάρχει περιορισμός εξόδων και χρόνου και ο ίδιος θα είχε ενώπιον του γραπτώς όλο το κείμενο της μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα.
Στις 8.12.2010, γεγονός που πάλιν δεν αμφισβητείται από τα μέρη, παρουσιάστηκε η γραπτή κατάθεση των 13 πλέον σελίδων του πρώτου μάρτυρα και ο δικηγόρος της εναγομένης προέβαλε την ένσταση του όσον αφορά το περιεχόμενο της «προτεινόμενης γραπτής μαρτυρίας» του πρώτου μάρτυρα, λόγω του ότι περιείχε ισχυρισμούς οι οποίοι κατά την κρίση του ήταν εκτός δικογράφων, και οι οποίοι φαίνεται ότι κατά κύριο λόγο αφορούσαν την υπεράσπιση των εναγόντων στην ανταπαίτηση της εναγομένης, αγορεύοντας επί μακρόθεν για το θέμα αυτό. Εκείνη την ημέρα ο δικηγόρος των εναγόντων ζήτησε χρόνο ν’ απαντήσει γραπτώς στην πιο πάνω εγερθείσα ένσταση. Ακολούθως η υπόθεση ως φαίνεται από την επιστολή του Διαιτητή προς τα μέρη ημερομηνίας 13.12.2010 ορίστηκε για συνέχιση της ακρόασης στις 18.1.2011, με οδηγίες όπως η απαντητική αγόρευση καταχωρηθεί μέχρι την 4.1.2011 και δίδοντας και ημερομηνία για την έκδοση της απόφασης του. Η γραπτή αγόρευση της πλευράς των εναγόντων υποβλήθηκε μέχρι και την 4.1.2011.
Στις 15.1.11 ακολούθησε άλλη επιστολή του Διαιτητή ο οποίος μετά την «3η προκαταρκτική συνάντηση» της 8.12.10, όπως την χαρακτηρίζει, και της κατάθεσης της αγόρευσης της πλευράς των εναγόντων, έδωσε οδηγίες για να εξεταστεί το αίτημα των εναγόντων για οδηγίες σε σχέση με Δ.39 (προφανώς εννοεί τη Δ.33 και την πιστή εφαρμογή της), να δοθεί απόφαση στην ένσταση της εναγομένης στις 18.1.11 και ενόψει των πιο πάνω να δοθούν οι σχετικές οδηγίες. Ο δικηγόρος της εναγομένης με σημείωμα του ημερομηνίας 17.1.11 διαφώνησε ότι το σχετικό θέμα, το οποίο όπως αναφέρει δεν είναι απλό, μπορεί ν’ ακουστεί προφορικά κατά τη συνάντηση 18.1.11 εισηγούμενος όπως οι θέσεις των δύο μερών τεθούν γραπτώς εντός συγκεκριμένων προθεσμιών. Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο συνήγορος των εναγόντων ο οποίος μ’ επιστολή του ημερομηνίας 18.1.11 αναφέρει ότι το θέμα της διαδικασίας δεν χρειάζεται να τεθεί γραπτώς και ο ίδιος θεωρεί ότι το έθεσε μέσω της αγόρευσης του, σημειώνοντας ότι τη διαδικασία την καθορίζει ο διαιτητής και όχι οι ίδιοι.
Της συνάντησης 18.1.11 ακολούθησε η χειρόγραφη επιστολή [*1016]του συνηγόρου της εναγομένης όπου ζητούσε από το Διαιτητή προτού εκδώσει τις οδηγίες του για την ακολουθητέα διαδικασία στη βάση της Δ.33, να τεθούν οι θέσεις και των δυο μερών γραπτώς, εκφράζοντας και τις απόψεις του και κάποια ερωτήματα για τη μέχρι τότε διαδικασία. Ο συνήγορος των εναγόντων με ηλεκτρονικό μήνυμα του ημερ. 19.1.11 καλεί τον Διαιτητή v’ αγνοήσει την επιστολή του κ. Γεωργιάδη και να τους αποστείλει και γραπτώς τις οδηγίες που εκφώνησε προφορικά στις 18.1.11, αναφέροντας ότι έδωσε την ευκαιρία στα μέρη να εκφέρουν τις εισηγήσεις τους. Ο διαιτητής δεν απήντησε στην πιο πάνω επιστολή του συνηγόρου της εναγομένης.
Τέλος ακολούθησε επιστολή 15.2.11 του Διαιτητή, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ενόψει και της αίτησης της εναγομένης για παύση του και τερματισμό της διαδικασίας διαιτησίας, ανέβαλε την ακροαματική διαδικασία που είχε καθοριστεί για τις 16.2.11, δηλώνοντας ότι η περαιτέρω εξέλιξη της διαδικασίας θα καθοριστεί ανάλογα με την έκβαση της υπό κρίση αίτησης για την οποία προφανώς είχε λάβει γνώση.
Εν συνεχεία αναφέρει ότι εκείνο που έντονα αμφισβητείται «είναι τα γεγονότα που έλαβαν χώραν στην συνεδρία των μερών στις 18.1.2011». Μετά δε την αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας και μαρτυρικού υλικού ενώπιον του κατέληξε ν’ αποδεχθεί την μαρτυρία του Διαιτητή και συνακόλουθα ότι τα γεγονότα της 18.1.2011 εξελίχθησαν όπως αυτός τα πρόβαλε. Αυτά είναι σε συνοπτική μορφή, ότι οι οδηγίες του εξεδόθησαν εκ συμφώνου και αφορούσαν την ακολουθητέα διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα την υποβολή αναθεωρημένης γραπτής μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα η οποία και θα περιοριζόταν αποκλειστικά σε θέματα που αφορούσαν την απαίτηση. Η διαδικασία, σύμφωνα πάντοτε με το διαιτητή, δεν τροποποιήθηκε αλλά απλά διευκρινίστηκε η ακριβής Διαταγή και Θεσμός που θα έπρεπε να ακολουθηθεί αμέσως πριν την έναρξη της ακρόασης. Στη συνάντηση αυτή, που είχε οριστεί για εξέταση διαδικαστικών θεμάτων και έκδοση οδηγιών, συζητήθηκε διεξοδικά η ακολουθητέα διαδικασία και με επιστολή του ημερ. 2.2.2011 εξέδωσε τις σχετικές οδηγίες όπως συμφωνήθηκαν από τα Μέρη. Όρισε δε την υπόθεση για έναρξη της ακρόασης στις 16.2.2011. Λόγω δε αυτής της συμφωνίας των μερών δεν είχε πλέον αντικείμενο η ένσταση της Εναγομένης (Εφεσείουσας) που ηγέρθη σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας αναφορικά με την ήδη κατατεθείσα γραπτή μαρτυρία του πρώτου μάρτυρα της Εφεσίβλη[*1017]της (Ενάγουσας) και διά το λόγο αυτό δεν εξέδωσε την απόφαση του επί του θέματος που είχε επιφυλάξει.
Περαιτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
«Κρίση μου είναι λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω ότι κατά την 18.1.2011 δόθηκε η ευκαιρία στο συνήγορο της εναγομένης να ακουστεί επί του θέματος και κατόπιν τούτου δόθηκαν οι εκ νέου οδηγίες του διαιτητή όσον αφορά την υποβολή αναθεωρημένης γραπτής κατάθεσης του πρώτου μάρτυρα. Αυτός δέχομαι ότι ήταν και ο λόγος της παράλειψης του διαιτητή να απαντήσει στην επιστολή του κ. Γεωργιάδη ημερ. 19.1.2011.»
Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι ο πρώτος μάρτυρας της Ενάγουσας κ. Κώστας Παναγή Λυσιώτη κατάθεσε κατόπιν οδηγιών του Διαιτητή ημερ. 1.10.10 αρχικά γραπτή κατάθεση του 6 σελίδων και αργότερα κατεχώρησε νέα γραπτή κατάθεση αποτελούμενη από 13 σελίδες κατόπιν οδηγιών του Διαιτητή ημερ. 22.11.10. Στις 8.12.10 προφορικά και στις 13.12.10 γραπτώς η Εφεσίβλητη πρόβαλε ένσταση στο περιεχόμενο της δεύτερης κατάθεσης του μάρτυρα της Εφεσίβλητης για το λόγο ότι σ’ αυτή περιείχετο μη δικογραφημένο υλικό. Τα μέρη κατάθεσαν αγορεύσεις και η απόφαση του Διαιτητή επί της προβληθείσας άνω ενστάσεως θα εδίδετο στις 18.1.2011. Δεν δόθηκε όμως για τους λόγους που έχουν αναφερθεί νωρίτερα.
Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ακροαματική διαδικασία της διαιτησίας άρχισε στις 8.12.2010.
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους τέσσερις πρώτους λόγους έφεσης οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους και αφορούν το χειρισμό της διαδικασίας της Διαιτησίας από το Διαιτητή και ευρήματα και συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας αναφέρθηκε στις ενέργειες και παραλείψεις του Διαιτητή και ιδιαίτερα στη διαγραφή της γραπτής μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα για την Εφεσίβλητη και ακολούθως να δώσει οδηγίες για καταχώρησης νέας χωρίς μάλιστα να δώσει την απόφαση του επί της ενστάσεως για το περιεχόμενο της κατάθεσης του άνω μάρτυρα την οποία τελικά ο ίδιος αντικανονικά διέγραψε.
[*1018]Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης υπεστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του θέματος κατέληξε ως ακολούθως:
«Έχοντας κατά νου όλες τις πιο πάνω αρχές σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, κατά την κρίση μου ο διαιτητής σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να ενήργησε εκτός των πλαισίων των εξουσιών που του παρέχονται από τη συμφωνία ημερομηνίας 9.6.2010 και ή να χειρίστηκε κακώς τη διαδικασία ή να επέδειξε κακή διαγωγή εντός των πλαισίων της νομολογίας ή και να επέδειξε εύνοια στην πλευρά του ενάγοντα ή να ενήργησε στην απουσία της πλευράς της εναγομένης ή χωρίς να της δώσει το δικαίωμα να ακουστεί και γενικά με τρόπο ο οποίος να επηρεάζει, σε αυτό το στάδιο τουλάχιστον της διαδικασίας, δυσμενώς τα δικαιώματα της και την ουσία των θεμάτων για τα οποία καλείται να αποφασίσει με ορατό κίνδυνο να καταλήξει σε λανθασμένη και ή μη δίκαιη απόφαση.
Συνεπώς η αίτηση δεν μπορεί να έχει άλλη κατάληξη από την απόρριψη της. Ως εκ τούτου η αίτηση απορρίπτεται.»
Το Άρθρο 20(1) του Περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 επί του οποίου βάσισε η Εφεσείουσα την αίτηση της παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο ν’ απομακρύνει Διαιτητή ο οποίος επιδεικνύει κακή (ανάρμοστη) συμπεριφορά ή χειρίζεται κακώς την υπόθεση.
Ο Διαιτητής ασκεί οιωνεί δικαστικό καθήκον (βλ. Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Dynacoy Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 717). «Ο Διαιτητής θα πρέπει να είναι προσηλωμένος και να συμμορφώνεται αυστηρά με τους όρους του διορισμού (βλ. Winter v. White [1819] 1(B) & B 350, 357). Ως λειτουργός του Δικαστηρίου είναι υποχρεωμένος να τηρεί τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες. Διαφορετικά θα προέκυπτε κίνδυνος δημιουργίας ενός συστήματος διαιτητικού δικαίου, ανεξάρτητου και ίσως διαφορετικού από το νόμο και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στα δικαστήρια της χώρας, με απρόβλεπτες συνέπειες, μια και ο κάθε διαιτητής θα μπορούσε να εφαρμόζει κανόνες, τόσο του ουσιαστικού, όσο και του δικονομικού δικαίου, που κατά τη δική του κρίση τυγχάνουν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η ισονομία, βασική αρχή του δικαίου.» (βλ. A.N. Stasis Estates Co Ltd v. G.M.P Katsambas Ltd [*1019](2001) 1 A.Α.Δ. 2006, 2010).
Στην ίδια υπόθεση λέχθηκε ότι «Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού πορίσματος. Σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του διαιτητή, η κατάλληλη θεραπεία εξαρτάται από τη φύση της πλημμέλειας και τις περιστάσεις της υπόθεσης.» Ακόμα και αν η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του Διαιτητή γίνεται καλή τη πίστει, όλοι οι ισχυρισμοί για την πλημμέλεια του συνιστούν αθέτηση του καθήκοντος του (Thomas Borthwick (Glasgow) Ltd v. Faure Fairclough [1968] 1 Lloyd’s Rep. 16).
Εις την παρούσα υπόθεση ο Διαιτητής δεσμεύετο από τη Συμφωνία Διαιτησίας των μερών ημερ. 9.6.2010 η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα στον όρο αρ. 3:
“3. Ο Διαιτητής θα καθορίζει την ακολουθητέα διαδικασία και θα εκδίδει οδηγίες οι οποίες θα είναι δεσμευτικές για τους συμβαλλόμενους για την υποβολή εγγράφων, αποδεικτικών στοιχείων, τον ορισμό ημερομηνιών, και γενικά για κάθε διαδικαστικό τεχνικό ή άλλο θέμα ή σε σχέση με τα επίδικα θέματα, με στόχο την πρέπουσα και ταχεία διεξαγωγή της Διαιτησίας, πάντοτε όπως βεβαίως προβλέπεται από τον Περί Διαιτησίας Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς της Πολιτικής Δικονομίας.
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Όπως είναι παραδεκτό η εξέλιξη της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση έχει ως ακολούθως:
• Στις 2.7.2010 διορίστηκε ως Διαιτητής ο κ. Ανδρέας Σφήκας.
• Στις 30.9.2010 έγινε η 1η προκαταρκτική συνάντηση των μερών ενώπιον του Διαιτητή.
• Την 1.10.2010 ο Διαιτητής απεύθυνε προς αμφότερους τους διαδίκους επιστολή του της ίδιας ημερομηνίας, όπου μεταξύ άλλων, αναφέρει τις οδηγίες του όπως αυτές συμφωνήθηκαν από τους διαδίκους στις 30.9.2010. Μεταξύ αυτών είναι και οι ακόλουθες:
«…… Η διαιτησία θα διεξαχθεί με πλήρη ακροάσεις και η κυρία εξέταση θα γίνεται όπου αυτό είναι εφικτό, με υιοθέτηση γραπτής μαρτυρίας και περιορισμένη προφορική μαρτυρία. Οι γραπτές δηλώσεις να κοινοποιούνται στο Διαιτητή και στο άλλο μέρος τουλάχιστον 7 ημερολογιακές ημέρες πριν την ημερομηνία της ακρόασης.
[*1020]Η γραπτή υποβολή του 1ου μάρτυρα των Απαιτητών να υποβληθεί μέχρι τις 29/10/2010.
Η Ακρόαση ορίζεται στις 05/11/2010, ώρα 16:00 στο γραφείο του Διαιτητή.»
• Σε άγνωστο χρόνο μεταξύ 1.10.2010 και 19.11.2010 δόθηκε η πρώτη γραπτή κατάθεση του πρώτου μάρτυρα για τους Απαιτητές, αποτελούμενη από 6 σελίδες.
• Η ακρόαση της 5.11.2010 ανεβλήθηκε στις 19.11.2010 λόγω κωλύματος του συνηγόρου της Εφεσείουσας-Εναγομένης.
• Στις 19.11.2010 έγινε η 2η προκαταρκτική συνάντηση μετά των διαδίκων.
• Στις 22.11.2010 ο Διαιτητής απέστειλε επιστολή του της ίδιας ημερομηνίας στους πιο πάνω διαδίκους. Σ’ αυτή μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι στη συνέχεια των όσων συμφωνήθηκαν και σε συνέχεια αίτησης των Μερών δίδονται οι ακόλουθες οδηγίες:
1. Η τροποποιημένη γραπτή μαρτυρία του μάρτυρα των Απαιτητών να υποβληθεί στους Καθ’ ων η Αίτηση και στον Διαιτητή μέχρι την 3.12.2010 η ώρα 16:00.
2. Η ακρόαση ορίζεται για έναρξη στις 8.12.2010 ώρα 15:00 στο γραφείο του Διαιτητή.
• Την 1.12.2010 καταχωρήθηκε η γραπτή μαρτυρία του μάρτυρα για τους Απαιτητές και περιελάμβανε μαρτυρία τόσο για την Απαίτηση όσο και για την Ανταπαίτηση αποτελούμενη από 13 σελίδες.
• Στις 8.12.2010 υποβλήθηκε ένσταση του συνήγορου της Εναγομένης ότι στη 2η γραπτή μαρτυρία του 1ου μάρτυρα Απαιτητών περιείχοντο ισχυρισμοί εκτός δικογράφων και συμφωνήθηκε όπως υποβληθεί γραπτή ένσταση του περί τούτου.
• Ως αποτέλεσμα στις 13.12.2010 ο Διαιτητής εξέδωσε τις ακόλουθες οδηγίες:
«Οι Απαιτητές να καταχωρήσουν την απάντηση τους, στην ένσταση των Καθ’ ων η Απαίτηση για την γραπτή κατάθεση του 1ου μάρτυρα των Απαιτητών, μέχρι τη Τρίτη 04/01/2010.
Ο Διαιτητής θα εκδώσει την απόφασή του για την ένσταση αυτή μέχρι την Τρίτη 11/01/2010.
[*1021]Η συνέχιση της ακρόασης ορίζεται για την Τρίτη 18/01/2010, ώρα 15:00 στο γραφείο του Διαιτητή.»
Η Εφεσίβλητη εταιρεία, με την αγόρευση του συνήγορου της στην ένσταση της Εφεσείουσας, αιτήθηκε την παροχή οδηγιών από το Διαιτητή σε σχέση με τη Δ.33, ήτοι την ακολουθητέα διαδικασία κατά την ακρόαση της Διαιτησίας.
• Στις 15.1.2011 ο Διαιτητής με επιστολή του της αυτής ημερομηνίας εξέδωσε τις ακόλουθες οδηγίες:
«Η αίτηση των Απαιτητών για οδηγίες του Διαιτητή σε σχέση με την πιστή εφαρμογή των προνοιών της Διαταγής 39 και πιο ειδικά του Θεσμού 9, θα εξεταστεί στη συνάντηση της 18/01/2011.
Η Απόφαση του Διαιτητή στην ένσταση των Καθ’ ων η Απαίτηση θα δοθεί επίσης στη συνάντηση της 18/01/2011.
Εν όψει των πιο πάνω, στη συνάντηση της 18/01/2011 θα δοθούν οδηγίες για την συνέχιση της διαδικασίας.»
• Να σημειωθεί ότι στις 11.1.2010 δεν εξέδωσε ο Διαιτητής την απόφαση του ως καθόρισε στις οδηγίες του ημερ. 13.12.2010, αλλά ανεβλήθηκε για τις 18.01.2011.
• Στις 2.2.2011 ο Διαιτητής εξέδωσε τις ακόλουθες οδηγίες:
«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σε συνέχεια της τέταρτης προκαταρκτικής συνάντησης που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, 18/01/2011 παρατίθενται οι εξής οδηγίες:
Στο Άρθρο 30 του Κεφαλαίου 4 σημειώνεται “…Νοείται ότι μέχρις ότου εκδοθούν τέτοιοι Κανονισμοί εφαρμόζονται σε διαδικασίες με βάση του Νόμο αυτό με τις αναγκαίες προσαρμογές οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις αυτών”. Περαιτέρω, βάσει του Θεσμού 10 της Διαταγής 49 των κανόνων Πολιτικής Δικονομίας “The proceedings before the arbitrator shall, as nearly as possible, be conducted in the same way as proceedings before the Court….”, η διαδικασία που θα ακολουθηθεί στην ακροαματική διαδικασία είναι αυτή που καθορίζεται από τον θεσμό 9(c)(ii)(b) που ακολουθείται στην περίπτωση συνεκδίκασης της Απαίτησης και Ανταπαίτησης και όπου θα παρου[*1022]σιαστούν μαρτυρίες και από τα δύο Μέρη.
Οι Αιτητές να υποβάλουν αναθεωρημένη γραπτή μαρτυρία του 1ου μάρτυρα τους, η οποία να περιορίζεται σε θέματα της Απαίτησης, μέχρι της 02/02/2011.
Η ακρόαση ορίζεται για έναρξη στις 16/02/2011 ώρα 15:30 στο γραφείο του Διαιτητή.»
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή όλα τα πιο πάνω και με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς την πρωτόδικο Δικαστή δεν συμφωνούμε με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και εύρημα της ότι στις 18.1.2011 δόθηκε η ευκαιρία στον συνήγορο της Εφεσείουσας v’ ακουστεί επί του θέματος και κατόπιν τούτου δόθηκαν οι εκ νέου οδηγίες του Διαιτητή όσον αφορά την υποβολή αναθεωρημένης γραπτής κατάθεσης του πρώτου μάρτυρα. υτός ήταν και ο λόγος, σύμφωνα με την πρωτόδικο Δικαστή, της παράλειψης του Διαιτητή να απαντήσει στην επιστολή του κ. Γεωργιάδη ημερ. 19.1.2011. Για χάρη πληρότητας αναφέρεται ότι στη ρηθείσα επιστολή ο συνήγορος της Αιτήτριας ζήτησε επειγόντως όπως ακουστεί επί των θέσεων του Διαιτητή και του συνήγορου της Εφεσίβλητης για ανατροπή της ακολουθητέας διαδικασίας και της εισαγωγής νέας διαδικασίας. Η επιστολή αυτή ουδέποτε απαντήθηκε από το Διαιτητή.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στα πιο πάνω αναφέροντας τ’ ακόλουθα σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Διαιτητή:
«Ερχόμενη τώρα στον διαιτητή, παρακολουθώντας τον στο εδώλιο του μάρτυρα, κρίση μου είναι ότι ήρθε στο Δικαστήριο να πει την αλήθεια και παρέθεσε τα γεγονότα όπως ο ίδιος τα γνωρίζει, αντιλαμβάνεται και πιστεύει επεξηγώντας τους λόγους των ενεργειών του.»
Και εν συνεχεία:
«Κατ’ αρχήν η θέση του Διαιτητή για τις οδηγίες που δόθηκαν στις 18.1.2011 για τον καθορισμό της ακολουθητέας διαδικασίας και της υποβολής της αναθεωρημένης γραπτής μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα η οποία περιορίζεται μόνο σε θέματα της απαίτησης, με πείθει.»
Στην κατάληξη της αυτή, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, η ευπαίδευτη Δικαστής, έλαβε υπόψιν και τ’ ακόλουθα:
[*1023]i. Το περιεχόμενο της παραγρ. 9 της Ένορκης Δήλωσης της Εφεσείουσας για υποστήριξη της Αίτησης της όπου αναφέρει κατόπιν πληροφόρησης της από τον συνήγορο της ότι «κατά την τέταρτη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 18.1.2011 δόθηκαν οι οδηγίες που περιλαμβάνονται στην επιστολή ημερ. 2.2.2011, οδηγίες που κατά περίεργο τρόπο κατά την αντεξέταση του Διαιτητή ο συνήγορος της αμφισβήτησε ότι δόθηκαν.»
ii. Το περιεχόμενο της παραγρ. 13 της άνω Ένορκης Δήλωσης όπου αναφέρεται ότι «ο δικηγόρος της την επόμενη της συνάντησης που έγινε στις 18.1.2011 απέστειλε επείγουσα επιστολή ‘για να ακουστεί επί των θέσεων του ενάγοντα και του διαιτητή για την ανατροπή της ακολουθητέας διαδικασίας’».
iii. Ακολούθως προβαίνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο στον ακόλουθο συλλογισμό:
«Η αναγραφή στην επιστολή αυτή ημερ. 19.1.2011 της φράσης πριν την έκδοση των οδηγιών του διαιτητή, προφανώς με τα ενώπιον μου δεδομένα αναφέρεται στην έκδοση γραπτών οδηγιών ως ήταν μέχρι τότε η διαδικασία που ακολουθούσε ο διαιτητής και δεν αμφισβητήθηκε, δηλαδή της εκφώνησης των οδηγιών του προφορικά κατά τις συναντήσεις τους και την αποστολή του γραπτού τους κειμένου μετέπειτα. Το καίριο σημείο όμως στο στάδιο αυτό εφόσον έχω καταλήξει ότι οι σχετικές οδηγίες δόθηκαν κατά την πιο πάνω ημερομηνία, είναι το κατά πόσο στις 18.1.2011 δόθηκε η ευκαιρία στο συνήγορο της εναγομένης να ακουστεί. Πέραν του ότι όπως ήδη ανέφερα σε σχέση με τα όσα συνέβηκαν τη συγκεκριμένη ημέρα δέχομαι τη θέση του διαιτητή το σχετικό ερώτημα απαντάται και από την ίδια την επιστολή του συνηγόρου της εναγομένης ημερ. 19.1.2011 όπου με αναφορά στην συνάντηση στις 18.1.2011 καταγράφει, για άγνωστους φυσικά λόγους προς το Δικαστήριο, ότι η 18.1.2011 ‘δεν προσφερόταν για διεξοδική συζήτηση του θέματος’ εμμένοντας πάλιν στην υποβολή γραπτού προς τούτο υπομνήματος.»
Η αξιολόγηση της ευπαίδευτης πρωτόδικου Δικαστού πάσχει καθότι αυτή περιορίστηκε στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της. Τα όσα λέχθηκαν στη Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339, πιστεύουμε ότι εφαρμόζονται πλήρως στην παρούσα υπόθεση. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος:
[*1024]«Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία του Διαιτητή επί του θέματος με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκάλεσε αυτός στο Δικαστήριο, χωρίς να τίθεται η μαρτυρία στο βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου (βλ. Αντωνίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766 και Βούτουνος v. Αστυνομία (2008) 2 Α.Α.Δ. 71). Η αξιολόγηση μιας μαρτυρίας είναι λεπτό και δύσκολο έργο και το Δικαστήριο θα πρέπει να δίνει πάντοτε επαρκείς λόγους για την αποδοχή ή απόρριψη αυτής, με γνώμονα ότι μόνο την καθ’ αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια. Έχει εξηγηθεί στη Χρίστου v. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676 ότι:
‘……πρέπει να αποφεύγονται χαρακτηρισμοί που δυνατόν να δίνουν την εντύπωση ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε από την δική του καθαρά προσωπική άποψη για το χαρακτήρα του διαδίκου, έξω από κάθε μέτρο ορθής, δίκαιης και φλεγματικής αντιμετώπισης της ενώπιον του διαφοράς. Με φειδώ πρέπει να καταγράφεται οτιδήποτε αγγίζει τον παρουσιαζόμενο στη δίκη χαρακτήρα από διάδικο ή μάρτυρα. Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας, δεν είναι κατ’ ανάγκην και ειλικρινής. Και το αντίθετο. Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών, χωρίς να είναι ανειλικρινής.’»
Στην Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288 τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νουν καθόλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης, ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και τη μαρτυρία τους.
Στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε περαιτέρω τ’ ακόλουθα:
(α) Υπάρχει διάσταση στη μαρτυρία του Διαιτητή που αποδέχθη το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δηλαδή οι οδηγίες της 18.1.2011 όπως αυτές αποτυπώνονται στην επιστολή του Διαιτητή ημερ. 2.2.2011 δόθηκαν κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων και του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι «την [*1025]18.01.2011 δόθηκε η ευκαιρία στο συνήγορο της Εναγομένης v’ ακουστεί επί του θέματος και κατόπιν τούτου δόθησαν οι εκ νέου οδηγίες του Διαιτητή όσον αφορά την υποβολή αναθεωρημένης γραπτής κατάθεσης του πρώτου μάρτυρα». Το τελευταίο, είναι αντίθετο με τη μαρτυρία του Διαιτητή περί συμφωνίας των μερών, την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη και μάλιστα με έμφαση το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:
«Κατ’ αρχήν η θέση του διαιτητή για τις οδηγίες που δόθηκαν στις 18.1.2011 για τον καθορισμό της ακολουθητέας διαδικασίας και της υποβολής αναθεωρημένης γραπτής μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα η οποία να περιορίζεται μόνο σε θέματα της απαίτησης με πείθει.»
(β) Τα υπό (i)-(iii) ανωτέρω είναι ουδέτερη μαρτυρία που δεν οδηγεί αποκλειστικά στην εκδοχή του Διατητή.
(γ) Σε προηγούμενες συνεδριάσεις, όταν υπήρχε συμφωνία των διαδίκων, αυτή καταγράφετο ειδικά από το Διαιτητή στις γραπτές του οδηγίες που ακολουθούσαν προς τους διαδίκους, ενώ σ’ αυτές της 2.2.2011 που αφορούσαν τις οδηγίες που δόθηκαν στις 18.1.2011 δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο αλλά απεναντίας αυτές δικαιολογούνται με βάση τη νομοθεσία και Κανονισμούς.
(δ) Σύμφωνα με τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου η ακροαματική διαδικασία της Διαιτησίας άρχισε στις 8.12.2010 με κατάθεση της γραπτής μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα για την Εφεσίβλητη. Επίσης όπως είναι παραδεκτό, η Εφεσίβλητη στις 4.1.2011 μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου της αιτήθηκε οδηγίες παρά του Διαιτητή αναφορικά με την ακολουθητέα διαδικασία της ακρόασης ώστε να τηρηθούν οι πρόνοιες της Δ.33 θ.9(γ)(ii) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Ως αποτέλεσμα της αίτησης αυτής ο Διαιτητής εξέδωσε τις γραπτές οδηγίες του ημερ. 15.1.2011 με οδηγίες όπως η αίτηση πιο πάνω εξεταστεί στις 18.1.2011 και δοθεί η απόφαση του στην ένσταση της Εφεσείουσας αναφορικά με το περιεχόμενο της γραπτής μαρτυρίας του πρώτου μάρτυρα για την Εφεσίβλητη.
Στις 17.1.2011 ο συνήγορος της Εφεσείουσας με γραπτή [*1026]επιστολή του προς το Διαιτητή διαφωνεί με τις οδηγίες του Διαιτητή και εισηγείται όπως η Εφεσίβλητη υποβάλει γραπτή αίτηση για το αίτημα της ημερ. 4.1.2011 και τότε θα τοποθετηθεί ο ίδιος. Τόνισε, δε, ότι θα εμμείνει στη θέση αυτή και στη συνεδρία της επομένης 18.1.2011. Τα ίδια περίπου είπε και με την γραπτή του επιστολή ημε.ρ 19.1.2011 προβάλλοντας μάλιστα αρκετά παράπονα για τη διαδικασία.
(ε) Ηλεκτρονικό μήνυμα του συνηγόρου της Εφεσίβλητης ημερ. 19.1.2011 προς το Διαιτητή αναφέρει ότι δόθηκε η ευκαιρία στα μέρη να εκφέρουν τις εισηγήσεις τους.
Όλη η πιο πάνω μαρτυρία ευρίσκετο ενώπιον της Πρωτόδικου Δικαστού όμως αυτή δεν τα έλαβε επαρκώς υπόψιν της, δεν τα συσχέτισε και κυρίως δεν τα σχολίασε σε συνάρτηση με το ότι, ευρίσκοντο σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Διαιτητή ότι δηλαδή οι δοθείσες οδηγίες προφορικά στις 18.1.2011 και ακολούθως γραπτώς στις 2.2.2011 ήταν το αποτέλεσμα συμφωνίας των μερών. Περαιτέρω, εφόσον ήταν το αποτέλεσμα της συμφωνίας των μερών τότε πώς δικαιολογείται το εύρημα ότι «δόθηκε η ευκαιρία στον συνήγορο της εναγομένης να ακουστεί επί του θέματος και κατόπιν τούτου δόθηκαν οι εκ νέου οδηγίες του Διαιτητή όσον αφορά την υποβολή αναθεωρημένης γραπτής κατάθεσης του πρώτου μάρτυρα».
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω η έφεση εναντίον της απόφασης ημερ. 14.9.2012 θα πρέπει να επιτύχει. Δεδομένου δε αυτού του αποτελέσματος δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε άλλο λόγο έφεσης που αφορά την απόφαση αυτή. Θα προχωρήσουμε όμως να εξετάσουμε τον 6ο λόγο έφεσης που προσβάλλει την πρωτόδική ενδιάμεση απόφαση ημερ. 25.1.2012.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί με το λόγο αυτό προσβάλλεται ως λανθασμένη η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 20.3.2012 με την οποία απερρίφθη αίτηση της Εφεσείουσας ημερ. 25.1.2012 με την οποία αιτείτο τον παραμερισμό ή διαγραφή της Ενόρκου Δηλώσεως του Κώστα Παναγή Λυσιώτη επί της οποίας στηρίζετο η ένσταση των Εναγόντων (Εφεσίβλητης) ημερ. 30.5.2011 με συνακόλουθο να διαγραφεί και η ένσταση των Εναγόντων (Εφεσίβλητης) ημερ. 30.5.2011.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων είναι και η καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης και μάλιστα μετά την λήψη νέου βήματος στη [*1027]διαδικασία υπό της Εφεσείουσας. Ο άνω λόγος απόρριψης της αίτησης δεν προσβάλλεται με τον 6ο λόγο έφεσης και συνεπώς αυτός καθίσταται αλυσιτελής χωρίς καμία αξία πλην ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος με το οποίο δεν ασχολείται το Εφετείο. Η εξέταση του εκ των πραγμάτων κρίνεται αχρείαστη και συνεπώς απορρίπτεται.
Ενόψει όμως της επιτυχίας της Έφεσης αναφορικά με την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 14.9.2012 παρόλο το χρόνο που διέρρευσε, ενόψει μη άλλης επιλογής εφόσον αφορά θέματα πρωτογενούς αξιολόγησης δοθείσης μαρτυρίας, η αίτηση ημερ. 11.2.2011 θα πρέπει να επανεκδικασθεί από άλλο Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου απ’ αυτόν που την εκδίκασε.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Διατάσσεται επανεκδίκαση της Αίτησης ημερ. 11.2.2011 για παύση του Διαιτητή και τερματισμό της διαδικασίας διαιτησίας, από άλλο Δικαστή. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης ακυρώνεται.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα στην πορεία και στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
Τα έξοδα της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση της Αίτησης από άλλο Δικαστή.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο