Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εταιρείας Apak Agro Industries Ltd και Άλλη ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd και Άλλη (2016) 1 ΑΑΔ 1070

ECLI:CY:AD:2016:A226

(2016) 1 ΑΑΔ 1070

[*1070]27 Aπριλίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ

   ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑPAK AGRO INDUSTRIES LTD,

2. AΔΟΥΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΟΥ,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1 και 2,

 

v.

 

1.    ΜARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD,

2.    ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 274/2009)

 

 

Απόδειξη ― Συμβάσεις ― Συμφωνία δανείου ― Αγωγή για υπόλοιπο τραπεζικού δανείου ― Κατά πόσο η ενάγουσα τράπεζα είχε αποδείξει σε ικανοποιητικό βαθμό το υπόλοιπο χρεωστικού λογαριασμού ― Χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο, εύλογο το σχετικό πρωτόδικο συμπέρασμα.

 

Δεδικασμένο ― Res judicata ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί πλήρωσης καθιερωμένων από τη νομολογία προϋποθέσεων εφαρμογής του κανόνα του δεδικασμένου ― Ύπαρξη μεταξύ άλλων, τελεσίδικης απόφασης αναφορικά με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε η εφεσείουσα 1, για τεκμηρίωση των ανταπαιτήσεων της, ταύτιση διαδίκων και γενεσιουργού αιτίας αξιώσεων.

 

Συμβάσεις ― Συμφωνία δανείου ― Τραπεζικό δίκαιο ― Απόδειξη χρεωστικού υπολοίπου ― Δεν πρέπει να αναμένεται ότι ο Δικαστής θα μετατρέπεται σε λογιστή, τη στιγμή μάλιστα που ένας τραπεζικός λογαριασμός λειτουργεί για μεγάλο χρονικό διάστημα με πλήθος συναλλαγών και ο οφειλέτης ενημερώνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα για την κίνηση του χωρίς να αμφισβητεί το περιεχόμενο του.

 

Τόκος ― Η χρέωση τόκου που προκύπτει με χρήση διαιρέτη 360 ημερών αντί 365, δεν ήταν νομικά επιλήψιμη στην προκειμένη, εφόσον ο τόκος  δεν υπερέβαινε το 9% ― Εφαρμοστέες αρχές.

[*1071]Τραπεζιτικό δίκαιο ― Συμβάσεις ― Συμφωνίες δανείου ― Η δυνατότητα της Τράπεζας να καταλογίζει πληρωμές πρώτα έναντι των τόκων και ακολούθως έναντι του κεφαλαίου η οποία έχει αναγνωριστεί και νομολογιακώς.

 

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2 στην αγωγή 1201/92, η οποία συνεκδικάστηκε με την αγωγή 2087/93, προσέβαλαν ως εσφαλμένη  απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Με την αγωγή 1201/1992 - η οποία ήταν το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, η εφεσίβλητη1 (ενάγουσα 1), βασιζόμενη σε τέσσερις συμφωνίες ημερ. 5.3.1986 (οι δύο πρώτες), 26.4.1989 (η τρίτη) και 9.11.1990 (η τέταρτη) που συνήψε με την εφεσείουσα 1 (εναγόμενη 1), αξίωνε (α) εναντίον της εφεσείουσας 1 το ποσό των £441.592,42 πλέον τόκους και έξοδα ως χρεωστικό υπόλοιπο των δανείων και/ή τραπεζικών διευκολύνσεων που της χορήγησε και (β) εναντίον της εφεσείουσας 2 (εναγόμενης 2), ως ενυπόθηκης εγγυήτριας της εφεσείουσας 1, το συνολικό ποσό των £220.000,00 δυνάμει των υποθηκών Υ606/1989 ημερ. 4.4.1989 και Υ2053/1990 ημερ. 26.10.1990 που αυτή εκτέλεσε προς όφελος της εφεσίβλητης 1 για τα δάνεια και τραπεζικές διευκολύνσεις που χορήγησε στην εφεσείουσα 1, καθώς επίσης  και διατάγματα για εκποίηση των εν λόγω υποθηκών.

 

Επιπρόσθετα, η Λαϊκή Τράπεζα από κοινού με την Τράπεζα Αναπτύξεως (εφεσίβλητες-ενάγουσες) αξίωναν εναντίον της εφεσείουσας 2 το ποσό των £194.000,00 ως ενυπόθηκης εγγυήτριας της εφεσείουσας 1, καθώς επίσης και διάταγμα εκποίησης της υποθήκης Υ605/1989 ημερ. 4.4.1989 που αυτή εκτέλεσε  προς όφελος αμφοτέρων των εφεσιβλήτων, επ’ ανταλλάγματι τραπεζικών διευκολύνσεων που παρείχαν στην εφεσείουσα 1.

 

Οι εφεσείουσες αντέδρασαν στην αγωγή των εφεσιβλήτων με  έκθεση υπεράσπισης, με την οποία αμφισβήτησαν την εγκυρότητα των συμφωνών επί των οποίων οι εφεσίβλητες βάσιζαν τις εναντίον τους αξιώσεις. Διατύπωσαν ισχυρισμούς για ψυχική πίεση, αθέμιτη επιρροή, ψευδείς παραστάσεις, αμέλεια, δόλο και κατάχρηση εμπιστοσύνης, στη βάση των οποίων ζητούσαν με ανταπαίτηση, αποζημιώσεις και διατάγματα ακύρωσης των εγγυήσεων και υποθηκών.

 

Εκκρεμούσης της εκδίκασης των συνενωμένων αγωγών 1201/1992 και 2087/1993, εκδικάστηκαν οι πρώτες αγωγές, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη 1 να καταχωρίσει - κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου - νέα απάντηση στην υπεράσπιση των εφεσειόντων και περαιτέρω υπεράσπιση στην ανταπαίτηση τους.

[*1072]Ακολούθησε η έκδοση από το Εφετείο της απόφασης στην Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εταιρείας Αpak (κατωτέρω), η οποία επίσης προκάλεσε νέα τροποποίηση των δικογράφων εκατέρωθεν και εν τέλει οι συνενωμένες αγωγές 1201/1992 και 2087/1993 οδηγήθηκαν σε ακρόαση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διεξήλθε την προφορική και έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, εξέτασε ως πρώτο ζήτημα κατά πόσο η απόφαση στις πρώτες αγωγές η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση στην Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εταιρείας Αpak (κατωτέρω), δημιουργούσε δεδικασμένο σ’ ό,τι αφορούσε τις ανταπαιτήσεις των εφεσειόντων έναντι της εφεσίβλητης 2.

 

Το ζήτημα τέθηκε από την εφεσίβλητη 2 και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία υπό το πρίσμα των αναγνωρισμένων από τη νομολογία τεσσάρων βασικών κριτηρίων - τελεσιδικία της απόφασης, ταύτιση διαδίκων, ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και ταύτιση επιδίκων θεμάτων - αποφάνθηκε πως «οι εναγόμενοι δεν μπορούσαν να προβάλλουν τις ανταπαιτήσεις που προβάλλονταν με την παρούσα αγωγή εναντίον των εναγόντων 2, γιατί έχουν τελεσίδικα αποφασιστεί από το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση των συνενωμένων αγωγών 2543/1991 και 1402/1992.

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω,  έκρινε, πως οι υποθήκες, τις οποίες εκτέλεσε η εφεσείουσα 2 προς όφελος της εφεσίβλητης 1 για λογαριασμό της εφεσείουσας 1, ήταν έγκυρες και νόμιμες, όπως έγκυρη και νόμιμη ήταν και η υποθήκη Υ605/1989 ημερ. 4.4.1989 για το ποσό των £194.000,00 που αυτή εκτέλεσε προς όφελος αμφοτέρων των εφεσιβλήτων για λογαριασμό της εφεσείουσας 1.

 

Κατ’  ακολουθία των εν λόγω ευρημάτων και αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη πως κατά τον ουσιώδη χρόνο ετύγχανε εφαρμογής  ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν.2/1977) και ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να τεκμηριώσουν την ανταπαίτησή τους, εξέδωσε απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης 1 και εναντίον της εφεσείουσας 1 για το ποσό των (α) €249.216,61 για το πρώτο δάνειο,  της εφεσίβλητης 1 και εναντίον της εφεσείουσας 2 για το συνολικό ποσό των £220.000,00  δυνάμει των  σχετικών υποθηκών και αμφοτέρων των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας 2 για το ποσό των €331.468,68 με τόκο 9% από 4.4.1989 δυνάμει της κοινής υποθήκης με τόκο 9% από 4.4.1989 ως και διάταγμα εκποίησης της εν λόγω υποθήκης.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκαν τα κάτωθι κυρίως πρωτόδικα ευρήματα:

[*1073]Τρίτος λόγος έφεσης:

 

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την έκδοση από το Εφετείο απόφασης στην Αpak (κατωτέρω) δημιουργήθηκε δεδικασμένο σ’ ό,τι αφορούσε στις ανταπαιτήσεις των εφεσειόντων εναντίον της εφεσίβλητης 2.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

 

1.  Tο πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε αγγλική και κυπριακή νομολογία, διεξήλθε με υποδειγματική επιμέλεια τα δικόγραφα των διαδίκων, τη μαρτυρία που προσκόμισαν και την απόφαση στην Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Αpak (κατωτέρω) και το συμπέρασμα του ότι « οι εναγόμενοι δεν μπορούσαν να προβάλλουν τις ανταπαιτήσεις που προβάλλονταν με την  αγωγή εναντίον των εναγόντων 2 γιατί αυτές τελεσίδικα αποφασιστεί από το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση των συνενωμένων αγωγών 2543/91 και 1402/92», ήταν καθόλα ορθό.

2.  Και αυτό, στη βάση της ορθής διαπίστωσης ότι πληρούνταν οι καθιερωμένες από τη νομολογία προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα του δεδικασμένου εφόσον (α) υπήρξε τελεσίδικη απόφαση αναφορικά με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε η εφεσείουσα 1 για τεκμηρίωση των ανταπαιτήσεων της, ζήτημα για το οποίο αφενός υπήρξε ρητή δικογραφημένη παραδοχή της και αφετέρου πανομοιότυπη μαρτυρία και στις δύο διαδικασίες, (β) η εφεσείουσα 1, για την οποία κρίθηκε πως τύγχανε εφαρμογή ο κανόνας, ήταν διάδικος τόσο στις πρώτες αγωγές όσο και στην επίδικη αγωγή, με ταυτόχρονη ταύτιση διαδίκων εφόσον η εφεσίβλητη 2 ήταν ενάγουσα και εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενη και στις δύο διαδικασίες στις οποίες η εφεσείουσα 1 ήταν εναγόμενη και εξ  ανταπαιτήσεως ενάγουσα και (γ) στις δύο διαδικασίες οι αξιώσεις της εφεσίβλητης 2 εναντίον της εφεσείουσας 1 απέρρεαν από υποθήκη, η εγκυρότητα της οποίας προσβλήθηκε στη βάση πανομοιότυπων ισχυρισμών.

3.  Έπετο ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα του δεδικασμένου, και σ’ ότι αφορούσε στη θέση  ότι στις πρώτες αγωγές δεν είχαν εξεταστεί θεμελιώδη επίδικα θέματα που εγείρονταν στα δικόγραφα τους, ήταν αρκετή η παραπομπή στην Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της περιουσίας της Apak (κατωτέρω) όπου προβλήθηκε το ίδιο παράπονο, το οποίο και απορρίφθηκε.

4.  Σ’ ό,τι δε αφορούσε στο δεύτερο σκέλος του υπό συζήτηση λόγου έφεσης, ότι δηλαδή οι αξιώσεις των εφεσιβλήτων είχαν συγχωνευθεί στην απόφαση που εκδόθηκε στις πρώτες αγωγές ενόψει του ότι όλες οι υποθήκες είχαν εγγραφεί επί του ιδίου κτήματος της εφε[*1074]σείουσας 2, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων, ότι η Λαϊκή δεν υπήρξε διάδικος στις συνενωμένες αγωγές 2543/91 και 1402/92 συνεπώς δεν τίθετο θέμα δεδικασμένου. Επίσης η παρούσα αγωγή αφορούσε σε διαφορετικές συμφωνίες δανείου και άλλες πιστωτικές διευκολύνσεις που δόθηκαν από πλευράς της Λαϊκής από αυτές που αφορούν οι αγωγές 2543/1991 και 1402/1992.

 

Πέμπτος, Έκτος, Όγδοος, Ένατος και Ενδέκατος λόγοι έφεσης:

 

Η αμφισβήτηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης για αποδοχή της αξίωσης της εφεσίβλητης 1, η οποία  έγινε αποδεκτή στη βάση των αναθεωρημένων καταστάσεων λογαριασμού και η αποδοχή ότι οι εν λόγω καταστάσεις αποτελούσαν μέρος του αρχείου της εφεσίβλητης 1.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε ότι οι αναθεωρημένες καταστάσεις λογαριασμού που αφορούσαν στα δύο δάνεια και στον τρεχούμενο λογαριασμό αποτελούσαν μέρος του αρχείου της εφεσίβλητης 1.

2.  Όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι αναθεωρημένες καταστάσεις ετοιμάστηκαν στη βάση των δεδομένων που παρήχθησαν από το ηλεκτρονικό αρχείο της εφεσίβλητης 1 που αποτελούσε το τραπεζικό της βιβλίο και  αυτές ήταν προς όφελος της εφεσείουσας 1.

 

Έκτος λόγος έφεσης:

 

Η εφεσίβλητη 1 δεν απέδειξε το αξιούμενο υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού καθότι δεν παρουσίασε οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού από την έναρξη του λογαριασμού στις 7.3.86 μέχρι 29.6.91 που κατ’ ισχυρισμό παρουσίαζε το προαναφερθέν υπόλοιπο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η εφεσίβλητη 1 μέσω του ΜΕ1 παρουσίασε - τις καταστάσεις για τον τρεχούμενο λογαριασμό (Τεκμ. 1(3)-1(22)) που παρήχθησαν από το ηλεκτρονικό αρχείο της εφεσίβλητης 1 και, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εν λόγω καταστάσεις ελέγχθηκαν από τον ΜΕ1 - η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεκτή - και αυτά που αναγράφονται σ’ αυτή, συμφωνούσαν με τα στοιχεία που αναγράφονται στο ηλεκτρονικό αρχείο της Τράπεζας.

2.  Ακολούθως ανέλυσε την κάθε συναλλαγή στους εν λόγω λογαρια[*1075]σμούς και κατέθεσε ως τεκμήρια τα σχετικά παραστατικά. Για ορισμένες συναλλαγές δεν κατατέθηκαν ως τεκμήρια τα παραστατικά γιατί, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που κατεβλήθησαν δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθούν.

3.  Διευκρίνισε όμως, ότι όλες οι συναλλαγές από τη γένεση τους καταγράφονται στο ηλεκτρονικό αρχείο και περιλαμβάνονται στις καταστάσεις των λογαριασμών που κατέθεσε.

4.  Περαιτέρω ο μάρτυρας ανέφερε ότι διενήργησε έλεγχο και διαπίστωσε ότι κατά τη διάρκεια λειτουργίας των εν λόγω λογαριασμών αποστέλλονταν καταστάσεις λογαριασμών στην Εναγόμενη 1 εταιρεία και ποτέ δεν υπήρξε αμφισβήτηση οποιασδήποτε συναλλαγής.

 

Πέμπτος, Όγδοος και Ένατος λόγοι έφεσης:

 

α)  Με βάση τις πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου του 1977 και τη σχετική νομολογία, το μέγιστο ποσό που μπορούσε να επιδικαστεί στην εφεσίβλητη 1 και για τα δύο δάνεια δεν μπορούσε να υπερβαίνει το αρχικό κεφάλαιο.

 

β)  Ήταν εσφαλμένος ο διαιρέτης που χρησιμοποίησε η εφεσίβλητη 1 για υπολογισμό του τόκου  και το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεδέχθη ότι η χρήση ως διαιρέτη των 360 ημερών αντί των 365, δεν ήταν νομικά επιλήψιμη.

 

γ)  Ήταν παράνομες οι χρεώσεις  που περιέχονταν στον τρεχούμενο λογαριασμό της εφεσείουσας 1. Ενώ, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι το βάρος απόδειξης της νομιμότητας των εν λόγω χρεώσεων το έφερε η εφεσίβλητη 1 και παρόλο που η εφεσείουσα 1 έθεσε ενώπιον του κατάσταση  με οκτώ συνοδευτικούς πίνακες όπου προσδιόριζε λεπτομερώς τις παράνομες χρεώσεις, εντούτοις εν τέλει το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέθεσε το υπό αναφορά βάρος στους ώμους της εφεσείουσας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σχολαστική ανάλυση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε και επί των τριών ζητημάτων είναι σύμφωνα με το νόμο και τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές.

2.  Συγκεκριμένα, σ’ ότι αφορούσε το πρώτο ζήτημα, ναι μεν σύμφωνα με το Άρθρο 6(1) του περί Τόκου Νόμου του 1977 και τα όσα λέχθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου κ.ά. ν. Koudounaris (κατωτέρω) δεν μπορεί να ανακτηθεί με αγωγή τόκος που υπερβαίνει το αρχι[*1076]κό κεφάλαιο αλλά στην παρούσα περίπτωση οι πληρωθέντες τόκοι ύψους £23.310,19 για το πρώτο δάνειο πληρώθηκαν πριν την έγερση της αγωγής και κατά συνέπεια εφαρμόζονταν οι πρόνοιες των Άρθρων 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 οι οποίες ουσιαστικά εισάγουν στην κυπριακή έννομη τάξη την αρχή που έγινε γνωστή ως Clayton Rule.

3.  Δηλαδή όπου ο οφειλέτης - όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση - δεν ορίζει το χρέος για το οποίο γίνεται μια πληρωμή ούτε μπορεί να συναχθεί από άλλες περιστάσεις η βούληση του, τότε ο πιστωτής δικαιούται να αποπληρώσει κατά βούληση τα διάφορα χρέη του.

4.  Εξάλλου, όπως επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η δυνατότητα της Τράπεζας να καταλογίζει πληρωμές πρώτα έναντι των τόκων και ακολούθως έναντι του κεφαλαίου έχει αναγνωριστεί και νομολογιακώς και αυτό έπραξε η εφεσίβλητη 1 στην παρούσα περίπτωση και για τα δύο δάνεια, κάτι που δεν ήταν νομικά επιλήψιμο με βάση και τον τότε ισχύοντα Νόμο περί Τόκου.

5.  Η δε χρέωση τόκου που προκύπτει με χρήση διαιρέτη 360 ημερών αντί 365 δεν είναι νομικά επιλήψιμη εφόσον ο τόκος - όπως συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση - δεν υπερβαίνει το 9%.

6.  Περαιτέρω  το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μετέθεσε το βάρος απόδειξης της νομιμότητας των κατ’ ισχυρισμών παράνομων χρεώσεων στην εφεσείουσα 1.

7.  Δεν υπέπεσε στο καταλογιζόμενο σφάλμα αφού για το υπό αναφορά ζήτημα εξέτασε, ως όφειλε, τις εξηγήσεις του μάρτυρα της εφεσίβλητης 1 (ΜΕ1) τις οποίες έκρινε αρκούντως ικανοποιητικές ενώ απέρριψε ως γενικούς και αόριστους τους αντίστοιχους ισχυρισμούς  του μάρτυρα των εφεσειόντων Α. Δημητριάδη.

 

Δωδέκατος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάνθη πως η εφεσείουσα 2 υπείχε ευθύνης αποπληρωμής του χρέους χωρίς να προηγηθεί τέτοια απαίτηση από την εφεσίβλητη 1.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ούτε ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης ευσταθούσε. Η εφεσείουσα 1 δεν αμφισβήτησε ότι η εφεσίβλητη 1 είχε προβεί με επιστολή ημερ. 30.9.91 σε ανάκληση όλων των τραπεζικών διευκολύνσεων που της παρείχε, αλλά αντίθετα, το γεγονός αυτό έγινε παραδεκτό με την παρ. 66.35 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της.

2.  Σ’ ό,τι αφορούσε στη μη υποβολή αξίωσης για πληρωμή του ενυπόθηκου χρέους πριν την καταχώριση αγωγής ορθώς το πρωτόδι[*1077]κο Δικαστήριο με αναφορά στη Μακεδόνας ν. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 κατέληξε ότι από τη στιγμή που το εξασφαλισθέν χρέος είχε καταστεί πληρωτέο και η εφεσείουσα 2 παρέλειψε να το εξοφλήσει, η εφεσίβλητη 1 ως ενυπόθηκος δανειστής μπορούσε να πωλήσει το ενυπόθηκο χρέος είτε μέσω Κτηματολογίου είτε με αγωγή χωρίς ειδοποίηση στην ίδια.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εταιρείας Apak Agro Industries Ltd κ.ά. v. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 322,

 

Thoday v. Thoday [1964] 1 All E. R. 341,

 

Mills v. Cooper [1967] 2 All E.R. 100,

 

Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

 

Παμπορίδης v. Κτηματικής Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670,

 

Τσιακλίδης v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1031,

 

Τσιακλίδης v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 868,

 

Τράπεζα Κύπρου κ.ά. v. Koudounaris Food Products Ltd κ.ά. (1995) 1 A.A.Δ. 641,

 

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Coral Foods Ltd κ.ά. (2008) 1 A.A.Δ. 956,

 

Παχατουριάν v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 322,

 

Archbold Investment v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1084,

 

Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εμπορικής Εταιρείας Λούκος Λτδ κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ. 38,

 

Black King Shipping Corporation & Another v. Massie "The Litsion Pride" QBD 134 NLJ 887,

[*1078]Lwis & Another v. Daily Telegraph Ltd [1964] 2 Q.B. 601,

 

Μακεδόνας v. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους εναγόμενους 1 και 2 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σταματίου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1201/1992, 2087/1993), ημερομηνίας 9/7/2009.

 

Α. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Χ. Αγαπίου (κα) με Τ. Γρηγορίου (κα), για τους Εφεσίβλητους 1.

 

Στ. Πολυβίου (κα), για τους Εφεσίβλητους 2.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 και 2 στην αγωγή 1201/92, η οποία συνεκδικάστηκε με την αγωγή 2087/93,  θεωρούν εσφαλμένη την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερ. 9.7.09 για δέκα λόγους – οι υπ’ αρ. 1, 2 και 4 λόγοι έφεσης αποσύρθηκαν – τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα σκιαγραφήσουμε το μακρύ ιστορικό της δικαστικής διαμάχης των διαδίκων που παραπέμπει χρονικά στο 1991.

 

Το 1991 η Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ (εφεσίβλητη 2), βασιζόμενη σε τρεις συμφωνίες δανείου ημερ. 30.3.1989 (οι πρώτες δύο) και 30.3.91 (η τρίτη), καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου την αγωγή υπ’ αρ. 2543/91 με την οποία αξίωνε εναντίον της (μεταγενέστερα) τεθείσας υπό εκκαθάριση εταιρείας Αpak Agro Industries Ltd (εφεσείουσας 1) και του εγγυητή της Α. Δημητριάδη το ποσό των £530.264,53 πλέον τόκους και έξοδα για δάνεια και άλλες χρηματοδοτικές διευκολύνσεις που παραχώρησε στην Apak. Στη συνέχεια η Τράπεζα Αναπτύξεως καταχώρισε εναντίον και της Αδούλας Κ. Κούντουρου (εφεσείουσας 2) και δεύτερη αγωγή, την υπ’ αρ. 1402/92, με την οποία αξίωνε το ποσό των £300.000 και εκποίηση των υποθηκών Υ2506/90 και Υ2507/90 ημερ. 20.12.90 που αυτή έδωσε για κτήμα της στην Πέγεια ως πρόσθετη εγγύηση για λογαριασμό της Apak.

 

[*1079]Οι εναγόμενοι στις πιο πάνω αγωγές αμφισβήτησαν τις αξιώσεις της Τράπεζας Αναπτύξεως και αμφότεροι διεκδίκησαν με ανταπαίτηση διάφορες θεραπείες, μεταξύ των οποίων και ακύρωση των υποθηκών που είχε εκτελέσει η Κούντουρου προς όφελός της.

 

Στην πορεία της διαδικασίας οι προαναφερθείσες αγωγές  συνενώθηκαν και μετά από 110 δικασίμους - στο πλαίσιο των οποίων δόθηκε ογκοδέστατη προφορική και έγγραφη μαρτυρία - το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε στις 3.4.03 απόφαση προς όφελος της Τράπεζας Αναπτύξεως και εναντίον των εναγομένων της αγωγής 2543/91 – της Αpak και του Α. Δημητριάδη – για το ποσό των £522.953,00 πλέον τόκους και έξοδα, αποφαινόμενο ταυτόχρονα ότι οι δύο υποθήκες που είχε εκτελέσει η Κούντουρου ήταν έγκυρες. Συνακόλουθα εξέδωσε εναντίον και της Κούντουρου απόφαση για £300.000 πλέον τόκους και έξοδα, καθώς επίσης και διάταγμα εκποίησης των υποθηκών ως ήταν η αξίωση της Τράπεζας Αναπτύξεως στην αγωγή 1402/92. Σ’ ό,τι δε αφορούσε τις ανταπαιτήσεις τους στις εν λόγω αγωγές, αυτές απορρίφθηκαν ως αβάσιμες.

 

Οι εναγόμενοι των προαναφερθέντων αγωγών – δηλαδή η Apak, Α. Δημητριάδης και Κούντουρου – εφεσίβαλαν ανεπιτυχώς την πρωτόδικη απόφαση (Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εταιρείας Apak Agro Industries Ltd κ.ά. v. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 322) και σχετική αναφορά στο τι αποφασίστηκε κατ’ έφεση θα γίνει, εάν και εφόσον χρειαστεί, στο κατάλληλο στάδιο.

 

Εκκρεμούσης της πρωτόδικης διαδικασίας για τις δύο πιο πάνω αγωγές (στο εξής οι πρώτες αγωγές), η Τράπεζα Αναπτύξεως από κοινού με τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Marfin Popular Bank Public Co. Ltd) καταχώρισαν εναντίον της Apak, της Κούντουρου, του Α. Δημητριάδη και του Κ. Νικολαΐδη την αγωγή υπ’ αρ. 1201/92, η οποία όμως προχώρησε μόνο εναντίον της Apak και της Κούντουρου (εφεσείουσες-εναγόμενες 1 και 2, στην παρούσα έφεση). Περαιτέρω η Λαϊκή Τράπεζα ήγειρε από μόνη της και την αγωγή 2087/93 εναντίον του Α. Δημητριάδη η οποία, παρόλο που και οι εν λόγω αγωγές συνενώθηκαν, δεν ενδιαφέρει την παρούσα έφεση.

 

Με την αγωγή 1201/92 - η οποία είναι και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης – η εφεσίβλητη1 (ενάγουσα 1), βασιζόμενη σε τέσσερις συμφωνίες ημερ. 5.3.86 (οι δύο πρώτες), 26.4.89 (η τρί[*1080]τη) και 9.11.90 (η τέταρτη) που συνήψε με την εφεσείουσα 1 (εναγόμενη 1), αξίωνε (α) εναντίον της εφεσείουσας 1 το ποσό των £441.592,42 πλέον τόκους και έξοδα ως χρεωστικό υπόλοιπο των δανείων και/ή τραπεζικών διευκολύνσεων που της χορήγησε και (β) εναντίον της εφεσείουσας 2 (εναγόμενης 2), ως ενυπόθηκης εγγυήτριας της εφεσείουσας 1, το συνολικό ποσό των £220.000,00 δυνάμει των υποθηκών Υ606/89 ημερ. 4.4.89 και Υ2053/90 ημερ. 26.10.90 που αυτή εκτέλεσε προς όφελος της εφεσίβλητης 1 για τα δάνεια και τραπεζικές διευκολύνσεις που χορήγησε στην εφεσείουσα 1, καθώς επίσης  και διατάγματα για εκποίηση των εν λόγω υποθηκών. Επιπρόσθετα, η Λαϊκή Τράπεζα από κοινού με την Τράπεζα Αναπτύξεως (εφεσίβλητες-ενάγουσες) αξίωναν εναντίον της εφεσείουσας 2 το ποσό των £194.000,00 ως ενυπόθηκης εγγυήτριας της εφεσείουσας 1, καθώς επίσης και διάταγμα εκποίησης της υποθήκης Υ605/89 ημερ. 4.4.89 που αυτή εκτέλεσε  προς όφελος αμφοτέρων των εφεσιβλήτων επ’ ανταλλάγματι τραπεζικών διευκολύνσεων που παρείχαν στην εφεσείουσα 1.

 

Οι εφεσείουσες αντέδρασαν στην αγωγή των εφεσιβλήτων με πολυσέλιδη έκθεση υπεράσπισης, με την οποία αμφισβήτησαν την εγκυρότητα των συμφωνών επί των οποίων οι εφεσίβλητες εβάσιζαν τις εναντίον τους αξιώσεις. Διατύπωναν συναφώς ισχυρισμούς για ψυχική πίεση, αθέμιτη επιρροή, ψευδείς παραστάσεις, αμέλεια, δόλο και κατάχρηση εμπιστοσύνης, στη βάση των οποίων ζητούσαν με ανταπαίτηση αποζημιώσεις και διατάγματα ακύρωσης των εγγυήσεων και υποθηκών.

 

Εκκρεμούσης της εκδίκασης των συνενωμένων αγωγών 1201/92 και 2087/93, εκδικάστηκαν οι πρώτες αγωγές με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη 1 να καταχωρίσει – μετά από σχετική άδεια του Δικαστηρίου – νέα απάντηση στην υπεράσπιση των εφεσειόντων και περαιτέρω υπεράσπιση στην ανταπαίτηση τους. Ακολούθησε η έκδοση από το Εφετείο της απόφασης στην Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εταιρείας Αpak (ανωτέρω), η οποία επίσης προκάλεσε νέα τροποποίηση των δικογράφων εκατέρωθεν και εν τέλει οι συνενωμένες αγωγές 1201/92 και 2087/93 οδηγήθηκαν σε ακρόαση. Με κύριο χαρακτηριστικό την έντονη αντιπαράθεση για όλα τα εγερθέντα θέματα, στο πλαίσιο της οποίας κατατέθηκαν εκατοντάδες (850) τεκμήρια από τους 6 μάρτυρες που κατέθεσαν για την εφεσίβλητη 1 (ΜΕ1-ΜΕ6), τους 3 μάρτυρες που κατέθεσαν για την εφεσίβλητη 2 (ΜΕ7-ΜΕ9) και τους 4 μάρτυρες που κατέθεσαν για τους εφεσείοντες (ΜΥ1-ΜΥ4).

 

[*1081]Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διεξήλθε την ογκοδέστατη προφορική και έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, εξέτασε ως πρώτο ζήτημα κατά πόσο η απόφαση στις πρώτες αγωγές η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση στην Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εταιρείας Αpak (ανωτέρω), δημιουργούσε δεδικασμένο σ’ ό,τι αφορούσε τις ανταπαιτήσεις των εφεσειόντων έναντι της εφεσίβλητης 2. Το ζήτημα τέθηκε από την εφεσίβλητη 2 και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία υπό το πρίσμα των αναγνωρισμένων από τη νομολογία τεσσάρων βασικών κριτηρίων  – τελεσιδικία της απόφασης, ταύτιση διαδίκων, ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και ταύτιση επιδίκων θεμάτων – αποφάνθηκε πως «… οι εναγόμενοι δεν μπορούν να προβάλλουν τις ανταπαιτήσεις που προβάλλονται με την παρούσα αγωγή εναντίον των εναγόντων 2, γιατί έχουν τελεσίδικα αποφασιστεί από το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση των συνενωμένων αγωγών 2543/91 και 1402/92. Συνακόλουθα δεν απαιτείται να προβώ σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί σε συνάρτηση με τα θέματα αυτά» και πως «… το μόνο θέμα που παραμένει να εξεταστεί από το Δικαστήριο σε συνάρτηση με τις σχέσεις των Εναγόντων 2 και των Εναγομένων είναι το θέμα των συνθηκών υπογραφής της κοινής με τους Ενάγοντες υποθήκης Υ.605/89.».

 

Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι και οι εφεσείοντες ήγειραν θέμα δεδικασμένου, προβάλλοντας ότι οι αξιώσεις των εφεσιβλήτων μπορούσαν να είχαν εγερθεί στο πλαίσιο των πρώτων αγωγών και κατά συνέπεια οι αγωγές 1201/92 και 2087/93 ήταν καταχρηστικές, θέση που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε.  Όπως απέρριψε και άλλη θέση τους ότι η κοινή υποθήκη Υ605/89 θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί από την εφεσίβλητη 2 στις πρώτες αγωγές.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις αξιώσεις της εφεσίβλητης 1 και αφού έκρινε πως οι συμφωνίες που συνομολόγησε με την εφεσείουσα 1 ήταν έγκυρες, ασχολήθηκε σε πρώτο στάδιο με τα υπόλοιπα που παρουσίαζαν οι τρεις λογαριασμοί που ανοίχθηκαν από την εφεσίβλητη 1 για την εφεσείουσα 1. Κατέληξε, αποδεχόμενο επί τούτου τη μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη 1 και απορρίπτοντας την αντίστοιχη μαρτυρία των εφεσειόντων, ότι τα υπόλοιπα των εν λόγω λογαριασμών, όπως  είχαν αναθεωρηθεί από τις καταστάσεις τεκμ. 11 και 12 για τα δύο δάνεια και τεκμ. 494-496 για τον τρεχούμενο λογαριασμό, ήταν ορθά. Συγκεκριμένα ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι (α) ο τρεχούμενος λογαριασμός της εφε[*1082]σείουσας 1 υπ’ αρ. 063-11-002531, που ανοίχθηκε δυνάμει της συμφωνίας ημερ. 5.3.86, παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των £220.204,69, (β) ο πρώτος λογαριασμός δανείου υπ’ αρ. 063-12-009580 (στο εξής το πρώτο δάνειο), που ανοίχθηκε δυνάμει της συμφωνίας δανείου ημερ. 5.3.86, παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των £145.860,00,  (γ) ο δεύτερος λογαριασμός δανείου υπ’ αρ. 063-12-020266 (στο εξής το δεύτερο δάνειο), που ανοίχθηκε με τη δεύτερη συμφωνία δανείου ημερ. 26.4.89, παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των £42.584,91 και (δ) για τέταρτο λογαριασμό προεξόφλησης που ανοίχθηκε δυνάμει της συμφωνίας ημερ. 9.11.90 – ο οποίος δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο - η εφεσίβλητη 1 είχε αποδείξει ότι σε σχέση με αυτόν προέβη για λογαριασμό της εφεσείουσας 1 σε δύο προεξοφλήσεις στις 7.5.91 για ποσό £5.612,76 και στις 25.6.91 για ποσό £3.544,49.

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως οι υποθήκες Υ606/89 για το ποσό των £100.000,00 και Υ2053/90 για το ποσό των £120.000,00, τις οποίες εκτέλεσε η εφεσείουσα 2 προς όφελος της εφεσίβλητης 1 για λογαριασμό της εφεσείουσας 1, ήταν έγκυρες και νόμιμες, όπως έγκυρη και νόμιμη ήταν και η υποθήκη Υ605/89 ημερ. 4.4.89 για το ποσό των £194.000,00 που αυτή εκτέλεσε προς όφελος αμφοτέρων των εφεσιβλήτων για λογαριασμό της εφεσείουσας 1.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω ευρημάτων και αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη πως κατά τον ουσιώδη χρόνο ετύγχανε εφαρμογής  ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν.2/77) και οι εφεσείουσες απέτυχαν να τεκμηριώσουν την ανταπαίτησή τους, εξέδωσε απόφαση προς όφελος:

 

Α. Της εφεσίβλητης 1 και εναντίον της εφεσείουσας 1 για το ποσό των (α) £145.860,00 (€249.216,61) για το πρώτο δάνειο, πλέον 9% τόκο από 1.10.91 μέχρι εξοφλήσεως επί του οφειλόμενου κεφαλαίου των £115.000 (€196.489,17) υπό τον όρο ότι το σύνολο του εισπρακτέου τόκου δεν θα υπερβαίνει το διπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου των £115.000, (β) £42.584,91 (€72.760,64) για το δεύτερο δάνειο με 9% τόκο επί του οφειλόμενου κεφαλαίου των £40.155,50 (€68.609,75) από 1.10.91 μέχρι εξοφλήσεως υπό τον όρο ότι το σύνολο του εισπρακτέου τόκου δεν θα υπερβαίνει το διπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου των £50.000 (€85.430,07), (γ) 220.204,69 (€376.242,05) για τον τρεχούμενο λογαριασμό πλέον τόκο προς 9% επί ποσού £212.271,19 [*1083](€362.687,03) από 1.10.91 και επί ποσού €5.093,29 (€8.702,40) από 25.10.91 μέχρι εξοφλήσεως και (δ) £5.612,76 (€9.589,97) με τόκο 9% ετησίως από 7.5.91 μέχρι εξοφλήσεως και £3.544,49 (€6.056,12) με τόκο προς 9% επί ποσού £4.085,71 (€6.980,85) από 25.6.91 μέχρι 26.4.94 και προς 9% επί ποσού £3.544,49 (€6.054,12) από 27.4.94 μέχρι εξοφλήσεως για το λογαριασμό προεξόφλησης.

 

Β. Της εφεσίβλητης 1 και εναντίον της εφεσείουσας 2 για το συνολικό ποσό των £220.000,00 (€357.892,32) δυνάμει των υποθηκών Υ606/89 και Υ2053/90, πλέον τόκο 9% επί ποσού £100.000,00 (€170.860,14) από 4.4.89 και επί ποσού £120.000,00 από 26.10.90 μέχρι εξοφλήσεως ως και διάταγμα εκποίησης των εν λόγω υποθηκών και

 

Γ. Αμφοτέρων των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας 2 για το ποσό των £194.000,00 (€331.468,68) με τόκο 9% από 4.4.89 δυνάμει της κοινής υποθήκης Υ605/89 με τόκο 9% από 4.4.89 ως και διάταγμα εκποίησης της εν λόγω υποθήκης.

 

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα (α) κατέληξε σε εύρημα ότι υπάρχει δεδικασμένο σε βάρος τους ως αποτέλεσμα της εκδίκασης των πρώτων αγωγών και/ή εναλλακτικά ότι δεν δημιουργείται το ίδιο δεδικασμένο σε βάρος των εφεσιβλήτων (3ος λόγος έφεσης), (β) εφάρμοσε τον περί Τόκου Νόμο του 1977 (Ν.2/77) παρά το γεγονός ότι ορθά είχε καταλήξει ότι ο εν  λόγω Νόμος ετύγχανε εφαρμογής (5ος λόγος έφεσης), (γ) κατέληξε ότι η εφεσίβλητη 1 απέδειξε το υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού (6ος λόγος έφεσης), (δ) χορήγησε θεραπεία στην εφεσίβλητη 1 για το λογαριασμό προεξόφλησης χωρίς αυτή να αποδείξει το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού (7ος λόγος έφεσης), (ε) περιέλαβε στο κεφάλαιο των λογαριασμών παράνομες χρεώσεις που έγιναν από την εφεσίβλητη 1 σε βάρος της εφεσείουσας 1 (8ος λόγος έφεσης), (στ) αποδέχτηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων (9ος λόγος έφεσης), (ζ) επέτρεψε ξεχωριστή αντιπροσώπευση των εφεσιβλήτων παρά την προς τούτο ένσταση τους, (10ος λόγος έφεσης), (η) αποδέχτηκε ότι οι (αναθεωρημένες) καταστάσεις λογαριασμού  αποτελούσαν μέρος του αρχείου της εφεσίβλητης 1 (11ος λόγος έφεσης), (θ) κατέληξε ότι η εφεσείουσα 2 υπέχει ευθύνη αποπληρωμής του χρέους χωρίς η εφεσίβλητη 1 να απαιτήσει απ’ αυτή την αποπληρωμή του χρέους (12ος λόγος έφεσης) και (ι) εσφαλμένα καταδίκασε τους εφεσείοντες σε έξοδα και σε καταβολή τόκου επί των δικηγορικών [*1084]εξόδων από 29.11.96 (13ος λόγος έφεσης).

 

Η παρούσα έφεση έχει λοιπόν στο στόχαστρο της την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην αγωγή 1201/92 και ο 3ος λόγος έφεσης αμφισβητεί το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την έκδοση από το Εφετείο απόφασης στην Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Αpak (ανωτέρω) δημιουργήθηκε δεδικασμένο σ’ ό,τι αφορά τις ανταπαιτήσεις των εφεσειόντων εναντίον της εφεσίβλητης 2, λόγος που προωθήθηκε με άξονα τη θέση, πρώτο, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου και, δεύτερο, ότι η εφεσίβλητη 1 είχε κοινό εξ αδιαιρέτου συμφέρον με την εφεσίβλητη 2 η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπός της (privy).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, αναπτύσσοντας τον υπό αναφορά λόγο έφεσης επί του πρώτου ζητήματος, ισχυρίστηκε ότι η επίδικη αγωγή (Αρ.1201/92) είχε ως αντικείμενο διαφορετικές συμφωνίες από τις συμφωνίες των πρώτων αγωγών  και διαφορετικούς διαδίκους, ενώ δεν υπήρχε και ταύτιση επιδίκων θεμάτων εφόσον στις πρώτες αγωγές δεν είχαν εξεταστεί επίδικα θέματα που ήγειραν με τα δικόγραφα τους οι εφεσείοντες και τα οποία αφορούσαν επιλήψιμες πράξεις ή παραλείψεις της εφεσίβλητης 2 σε βάρος τους. Επί τούτου αναφέρθηκε στο ζήτημα των συγκρουόμενων συμφερόντων και καθηκόντων της εφεσίβλητης 2, της συμβατικής της ευθύνης για αμελείς συμβουλές και παραστάσεις και της μη αποκάλυψης στην εφεσείουσα 2 ουσιωδών γεγονότων κατά τη συνομολόγηση των υποθηκών.

 

Σ’ ότι δε αφορά το δεύτερο ζήτημα ισχυρίστηκε ότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης οι εφεσίβλητες είχαν ταυτότητα συμφερόντων για όλες τις υποθήκες εφόσον αυτές είχαν εγγραφεί επί του ιδίου κτήματος της εφεσείουσας 2 και ενόψει τούτου οι αξιώσεις τους στις επίδικες αγωγές είχαν συγχωνευθεί στην απόφαση που εκδόθηκε στις πρώτες αγωγές. Κατά συνέπεια, υπέβαλε, οι εφεσίβλητες εμποδίζονταν να προωθήσουν τις επίδικες αξιώσεις τους και σχετικά παρέπεμψε στο σύγγραμμα Laws of Loans and Borrowing  των Sweet and Maxwell, παρ. 4.05 κάτω από τον τίτλο “Nature of Mortgage”.

 

H απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος του δεδικασμένου, αντέτειναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, είναι ορθή εφόσον ικανοποιούνταν και τα τέσσερα βασικά στοιχεία για εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου. Επισή[*1085]μαναν  συναφώς ότι όλα τα επίδικα θέματα που ήγειραν οι εφεσείουσας στην επίδικη αγωγή είναι πανομοιότυπα με εκείνα των Υπερασπίσεων και Ανταπαιτήσεων που είχαν εγείρει στις πρώτες αγωγές και παρέπεμψαν επί του προκειμένου στην παρ. 84 του δικογράφου της εφεσείουσας 1 όπου διατυπώνεται ευθαρσώς παραδοχή ότι οι εφεσείοντες «… έχουν προβάλει τους ίδιους και/ή παρόμοιους και/ή ταυτόσημους ισχυρισμούς στην Υπεράσπιση που καταχώρισαν στην 2543/91 Ε.Δ. Πάφου και η Ανταπαίτηση στην παρούσα Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση προβάλλεται ως εναλλακτική στην περίπτωση που η αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο εκδικασθεί πριν την αγωγή 2543/91». Επιπρόσθετα τούτου υποστήριξαν ως ορθή την πρωτόδικη απόφαση επί όλων των επιμέρους ζητημάτων που εγείρουν οι εφεσείοντες για τον υπό αναφορά λόγο έφεσης, διατυπώνοντας επί του προκειμένου τη θέση ότι ετύγχαναν εφαρμογής οι αναγνωρισμένες από τη νομολογία προϋποθέσεις για εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου όπως απεφάνθη και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Tο πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε αγγλική και κυπριακή νομολογία (Thoday v. Thoday [1964] 1 All E. R. 341, Mills v. Cooper [1967] 2 All E.R. 100, Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, Παμπορίδης v. Κτηματικής Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, Τσιακλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1031 και Τσιακλίδης v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 868) διεξήλθε με υποδειγματική επιμέλεια τα δικόγραφα των διαδίκων, τη μαρτυρία που προσκόμισαν και την απόφαση στην Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Αpak (ανωτέρω) και το συμπέρασμα του ότι «… οι εναγόμενοι δεν μπορούν να προβάλλουν τις ανταπαιτήσεις που προβάλλονται με την παρούσα αγωγή εναντίον των εναγόντων 2 γιατί έχουν τελεσίδικα αποφασιστεί από το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση των συνενωμένων αγωγών 2543/91 και 1402/92»  είναι καθόλα ορθό. Και αυτό, στη βάση της ορθής διαπίστωσης ότι πληρούνταν οι καθιερωμένες από τη νομολογία προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα του δεδικασμένου εφόσον (α) υπήρξε τελεσίδικη απόφαση αναφορικά με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε η εφεσείουσα 1 για τεκμηρίωση των ανταπαιτήσεων της, ζήτημα για το οποίο αφενός υπήρξε ρητή δικογραφημένη παραδοχή της (παρ. 84 του δικογράφου της) και αφετέρου πανομοιότυπη μαρτυρία και στις δύο διαδικασίες, (β) η εφεσείουσα 1, για την οποία κρίθηκε πως τύγχανε εφαρμογή ο κανόνας, ήταν διάδικος τόσο στις πρώτες αγωγές όσο και στην επίδικη αγωγή, με ταυτόχρονη ταύτιση [*1086]διαδίκων εφόσον η εφεσίβλητη 2 ήταν ενάγουσα και εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενη και στις δύο διαδικασίες στις οποίες η εφεσείουσα 1 ήταν εναγόμενη και εξ ανταπαιτήσεως ενάγουσα και (γ) στις δύο διαδικασίες οι αξιώσεις της εφεσίβλητης 2 εναντίον της εφεσείουσας 1 απόρρεαν από υποθήκη, η εγκυρότητα της οποίας προσβλήθηκε στη βάση πανομοιότυπων ισχυρισμών. Έπεται ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα του δεδικασμένου και σ’ ότι αφορά τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι στις πρώτες αγωγές δεν είχαν εξεταστεί θεμελιώδη επίδικα θέματα που εγείρονταν στα δικόγραφα τους, είναι αρκετό να παραπέμψουμε στην Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της περιουσίας της Apak (ανωτέρω) όπου προβλήθηκε το ίδιο παράπονο, το οποίο και απορρίφθηκε.  Σχετικό επί του προκειμένου είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση, όπου προσδιορίζονται  τα επίδικα θέματα που κατ’ ισχυρισμό παρέλειψε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει, το οποίο και  εκθεμελιώνει τον υπό αναφορά ισχυρισμό των εφεσειόντων:

 

«Το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό απόκρυψης ουσιαστικών γεγονότων, εις βάρος της Κούντουρου, κατά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών εγγυήσεων και υποθηκών, και πάλι δεν μπορεί να αποφασιστεί υπέρ των εφεσειόντων. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά στάθμισε τα ενώπιον του στοιχεία και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα πως η Κούντουρου είχε γνώση του τι υπέγραφε και ότι υπό τις περιστάσεις δεν ήταν αναγκαίο να της προσφερθεί ανεξάρτητη νομική συμβουλή. Είναι γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Κούντουρου κατοικούσε στο ίδιο σπίτι με την κόρη της και το γαμπρό της Δημητριάδη. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε, ως αναξιόπιστους, τους ισχυρισμούς της ότι της έγιναν ψευδείς παραστάσεις ή απάτη από τους εφεσίβλητους αναφορικά με τις υποχρεώσεις που θα είχε ως εγγυήτρια της Apak και του Δημητριάδη. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Κούντουρου ήταν μια κυρία, με μόρφωση Μέσης Παιδείας, σύζυγος επιστήμονος και ανθρώπου με πολιτειακό αξίωμα, η οποία είχε υπογράψει και στο παρελθόν εγγυήσεις και επομένως γνώριζε τη φύση και την έννοια τους, και η οποία επιπρόσθετα είχε συμφέρον από την όλη πράξη μεταξύ των εφεσίβλητων και της Apak και του Δημητριάδη, εφόσον η ίδια ενοικίαζε για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέρος του κτήματος της με σημαντικό ενοίκιο, θεωρούμε πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε απάτη, ψευδείς παραστάσεις, ψυχική πίεση ή απόκρυψη γεγονότων εις βάρος της Κούντουρου ή ότι οι εγγυήσεις της ήταν ορθό και δίκαιο να ακυρωθούν για οποιο[*1087]δήποτε άλλο λόγο. Αυτή υπέγραψε με πλήρη γνώση και επίγνωση του τι υπέγραφε και του τι λάμβανε χώραν. Η Κούντουρου, στην πραγματικότητα, υιοθέτησε πλήρως τις θέσεις του γαμπρού της Δημητριάδη, τον οποίο προφανώς ήθελε να βοηθήσει ενοικιάζοντας στην Apak το κτήμα της και υπογράφοντας ως ενυπόθηκος οφειλέτης. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι είχαν κάποιου βαθμού έλεγχο πάνω στην Apak και το Δημητριάδη μέσω των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Apak που είχαν δικαίωμα να διορίσουν, του μετοχικού τους κεφαλαίου και των άλλων προνομίων που τους έδιναν οι υπογραφείσες συμφωνίες δεν θεωρούμε πως έθετε την Κούντουρου σε μειονεκτική θέση ή ότι της παρείχε απαρέγκλιτα το δικαίωμα σε ανεξάρτητη νομική συμβουλή. Η εμπλοκή της Τράπεζας στην όλην επιχείρηση φανέρωνε ουσιαστικά ότι η τράπεζα πίστευε στη βιωσιμότητα της επιχείρησης, βασιζόμενη σε κάποιο- βαθμό στις γνώσεις και ικανότητες του Δημητριάδη.»

 

Σ’ ό,τι δε αφορά το δεύτερο σκέλος του υπό συζήτηση λόγου έφεσης, ότι δηλαδή οι αξιώσεις των εφεσιβλήτων είχαν συγχωνευθεί στην απόφαση που εκδόθηκε στις πρώτες αγωγές ενόψει του ότι όλες οι υποθήκες είχαν εγγραφεί επί του ιδίου κτήματος της εφεσείουσας 2, παραθέτουμε αυτούσια την ανάλυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία συμφωνούμε και ως εκ τούτου θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε ως προς τη βασιμότητα της.

 

«Στην παρούσα περίπτωση η Λαϊκή δεν ήταν διάδικος στις συνενωμένες αγωγές 2543/91 και 1402/92. Άλλωστε η αξίωση της Λαϊκής στηρίζεται σε διαφορετικές συμφωνίες δανείου και πιστωτικές διευκολύνσεις που κατ' ισχυρισμό παραχώρησε στην ΑΡΑΚ, από αυτές που διαλαμβάνονται στις αγωγές 2543/91 και 1402/92. Η κοινή υποθήκη της Λαϊκής με την Τράπεζα Αναπτύξεως είναι αυτό που ώθησε στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Περαιτέρω η παρούσα αγωγή είχε ήδη καταχωρηθεί και εκκρεμούσε όταν έγινε η συνένωση των αγωγών 2543/91 και 1402/92 και δεν υπήρξε αίτημα για συνένωση και της παρούσας αγωγής. Η απόφαση στις υποθέσεις Ηλίας Μιχαήλ Τσιακλίδης v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, (2003) 1 Α.Α.Δ. 1031 και Ηλίας Μιχαήλ Τσιακλίδης v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 868 που με παρέπεμψε η κα Πολυβίου είναι σχετικές με το εξεταζόμενο θέμα. Στην υπόθεση Τσακλίδης του 2003 αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελ. 1034:

 

[*1088]«Η καταχώρηση υπό τις περιστάσεις, τριών αγωγών δεν συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, η οποία και αν, θεωρητικά, διαπιστωνόταν, δεν θα οδηγούσε ασφαλώς σε απόρριψη της όποιας αγωγής αλλά στην έκδοση κατάλληλων οδηγιών για να αρθεί η διαδικαστική κατάχρηση. Να σημειώσουμε πως ο ίδιος ο εφεσείων δεν προέβη σε κανένα διάβημα ενώπιον του Δικαστηρίου για τη συνένωση των τριών αγωγών, αν έκρινε πως με τέτοια συνένωση η διαδικασία θα λειτουργούσε προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης».

 

Υπό το φως των πιο πάνω δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση της Υπεράσπισης ότι η απόφαση στις συνενωμένες αγωγές 2543/91 και 1402/92 αποτελεί δεδικασμένο για τις απαιτήσεις των Εναγόντων 1 και 2 στην παρούσα υπόθεση, ούτε μπορώ, υπό τις περιστάσεις, να καταλήξω σε εύρημα ότι η καταχώρηση της παρούσας αγωγής ήταν καταχρηστική. Η Λαϊκή δεν υπήρξε διάδικος στις συνενωμένες αγωγές 2543/91 και 1402/92 συνεπώς δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου. Επίσης η παρούσα αγωγή αφορά σε διαφορετικές συμφωνίες δανείου και άλλες πιστωτικές διευκολύνσεις που δόθηκαν από πλευράς της Λαϊκής από αυτές που αφορούν οι αγωγές 2543/91 και 1402/92.»

 

Για τους πιο πάνω λόγους ο λόγος έφεσης που αφορά το δεδικασμένο (3ος λόγος έφεσης) δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης 5, 6, 8, 9 και 11 είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους ως αποβλέποντες στην προσβολή της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης για αποδοχή της αξίωσης της εφεσίβλητης 1, η οποία εν τέλει έγινε αποδεκτή στη βάση των αναθεωρημένων καταστάσεων λογαριασμού και κατά συνέπεια προέχει η εξέταση του λόγου έφεσης 11 σύμφωνα με τον οποίο λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι οι εν λόγω καταστάσεις αποτελούσαν μέρος του αρχείου της εφεσίβλητης 1.

 

Έχοντας εξετάσει επί του προκειμένου την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων, καταλήξαμε ότι το υπό συζήτηση παράπονο στερείται παντελώς ερείσματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε ότι οι αναθεωρημένες καταστάσεις λογαριασμού που αφορούσαν τα δύο δάνεια (τεκμ. 11 και 12) και τον τρεχούμενο λογαριασμό (Τεκμ. 494, 495 και 496) αποτελούσαν μέρος του αρχείου της εφεσίβλητης 1. Οι καταστάσεις λογαριασμού που έγιναν αποδεκτές ως μέρος του αρ[*1089]χείου της εφεσίβλητης 1, οι οποίες κατατέθηκαν από αρμόδιο λειτουργό της Τράπεζας μαζί με το προβλεπόμενο από το Άρθρο 35 του περί Αποδείξεως Νόμου πιστοποιητικό, είναι τα τεκμ. 1(1) και 1(2) για τα δύο δάνεια και 1(3)-1(22) για τον τρεχούμενο λογαριασμό και όχι οι αναθεωρημένες καταστάσεις. Όπως δε ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι αναθεωρημένες καταστάσεις ετοιμάστηκαν στη βάση των δεδομένων που παρήχθησαν από το ηλεκτρονικό αρχείο της εφεσίβλητης 1 που αποτελούσε το τραπεζικό της βιβλίο και λαμβανομένου υπόψη ότι αυτές ήταν προς όφελος της εφεσείουσας 1 αδυνατούμε να αντιληφθούμε το υπό συζήτηση παράπονο.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα με το να αποδεχτεί τις αναθεωρημένες καταστάσεις λογαριασμού και ο λόγος έφεσης 11 απορρίπτεται.

 

Με τον 6ο λόγο έφεσης διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η εφεσίβλητη 1 δεν απέδειξε το αξιούμενο υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού καθότι δεν παρουσίασε οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού από την έναρξη του λογαριασμού στις 7.3.86 μέχρι 29.6.91 που κατ’ ισχυρισμό παρουσίαζε το προαναφερθέν υπόλοιπο.

 

Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση της εφεσίβλητης 1, η οποία παρέπεμψε επί του προκειμένου στη μαρτυρία του ΜΕ1 και στη σχετική επί του θέματος κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ούτε αυτό το παράπονο των εφεσειόντων ευσταθεί. Η εφεσίβλητη 1 μέσω του ΜΕ1 παρουσίασε - όπως ήδη αναφέρθηκε – τις καταστάσεις για τον τρεχούμενο λογαριασμό (Τεκμ. 1(3)-1(22)) που παρήχθησαν από το ηλεκτρονικό αρχείο της εφεσίβλητης 1 και, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εν λόγω καταστάσεις ελέγχθηκαν από τον ΜΕ1 – η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεκτή - και αυτά που αναγράφονται σ’ αυτή «… συμφωνούν με τα στοιχεία που αναγράφονται στο ηλεκτρονικό αρχείο της Τράπεζας. Ακολούθως ανέλυσε την κάθε συναλλαγή στους εν λόγω λογαριασμούς και κατέθεσε ως τεκμήρια τα σχετικά παραστατικά. Για ορισμένες συναλλαγές δεν κατατέθηκαν ως τεκμήρια τα παραστατικά γιατί, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που καταβλήθησαν δεν κατέστη δυνατό να ανευρεθούν. Διευκρίνισε όμως, ότι όλες οι συναλλαγές από τη γένεση τους καταγράφονται στο ηλεκτρονικό αρχείο και περιλαμβάνονται στις καταστάσεις των λογαριασμών που κατέθεσε. Περαιτέρω ο μάρτυρας ανέφερε ότι διενήργησε έλεγχο και διαπίστωσε [*1090]ότι κατά τη διάρκεια λειτουργίας των εν λόγω λογαριασμών αποστέλλονταν καταστάσεις λογαριασμών στην Εναγόμενη 1 εταιρεία και ποτέ δεν υπήρξε αμφισβήτηση οποιασδήποτε συναλλαγής.»  Κατ’ ακολουθία τούτων ήταν εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η εφεσίβλητη 1 απέδειξε το χρεωστικό υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού και ως εκ περισσού να παρατηρήσουμε ότι δεν πρέπει να αναμένεται ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα ο Δικαστής θα μετατρέπεται σε λογιστή, τη στιγμή μάλιστα που ένας (τραπεζικός) λογαριασμός λειτουργεί για μεγάλο χρονικό διάστημα με πλήθος συναλλαγών και ο οφειλέτης ενημερώνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα για την κίνηση του χωρίς να αμφισβητεί το περιεχόμενο του.

 

Με τους υπόλοιπους τρεις λόγους έφεσης της εξεταζόμενης ενότητας – τους υπ’ αρ. 5, 8 και 9 – εγείρονται τρία ζητήματα.

 

Το πρώτο ότι με βάση τις πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου του 1977 και τα όσα λέχθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου κ.ά. v. Koudounaris Food Products Ltd κ.ά. (1995) 1 A.A.Δ. 641, το μέγιστο ποσό που μπορούσε να επιδικαστεί στην εφεσίβλητη 1 και για τα δύο δάνεια δεν μπορούσε να υπερβαίνει το αρχικό κεφάλαιο. Με αυτό ως δεδομένο, υπέβαλε ο συνήγορος των εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε σε έκδοση απόφασης για το πρώτο δάνειο στο ποσό των £145.860,00 πλέον τόκους αφού το αρχικό κεφάλαιο ήταν £115.000,00 και λαμβανομένου υπόψη ότι η εφεσείουσα 1 κατέβαλε ως τόκους το ποσό των £23.310,19 το μέγιστο ποσό για το οποίο μπορούσε να εκδοθεί απόφαση ήταν £230.000,00 μείον το ποσό των £23.310,19 που πληρώθηκε για τόκους. Στο ίδιο λάθος, ισχυρίστηκε, υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και για το δεύτερο δάνειο για το οποίο το μέγιστο ποσό που θα μπορούσε να εκδοθεί απόφαση ήταν £80.310,00 (£40.115 αρχικό κεφάλαιο συν £40.155 μέγιστος τόκος) μείον οι πληρωμές που έγιναν.

 

Το δεύτερο αφορά τον διαιρέτη που χρησιμοποίησε η εφεσίβλητη 1 για υπολογισμό του τόκου και επί τούτου καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στο να αποδεχθεί ότι η χρήση ως διαιρέτη των 360 ημερών αντί των 365 δεν ήταν νομικά επιλήψιμη. 

 

Το τρίτο, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο του λόγου έφεσης 9, σχετίζεται με τις κατ’ ισχυρισμό παράνομες χρεώσεις  που περιέχονται στον τρεχούμενο λογαριασμό της εφεσείουσας 1.  Ενώ, ισχυρίστηκε ο συνήγορος της, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι το βάρος απόδειξης της νομιμότητας των εν λόγω [*1091]χρεώσεων το έφερε η εφεσίβλητη 1 και παρόλο που η εφεσείουσα 1 έθεσε ενώπιον του κατάσταση (Τεκμ. 504) με οκτώ συνοδευτικούς πίνακες όπου προσδιόριζε λεπτομερώς τις παράνομες χρεώσεις, εντούτοις εν τέλει το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέθεσε το υπό αναφορά βάρος στους ώμους της εφεσείουσας 1 κατ’ αντίθεση των όσων λέχθηκαν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Coral Foods Ltd κ.ά. (2008) 1 A.A.Δ. 956 με το να μην αποδεχθεί τις παράνομες χρεώσεις που προσδιορίζονται λεπτομερώς στους πίνακες. Προέβη επί του προκειμένου στην υπόδειξη των εν λόγω χρεώσεων οι οποίες – μεταξύ άλλων - αφορούν τόκους πέραν του 9%, κεφαλαιοποίηση τόκων, υπολογισμό τόκων με διαιρέτη τις 360 ημέρες του εμπορικού έτους αντί τις 365 του ημερολογιακού, χρεώσεις για τραπεζικά δικαιώματα, χρεωθέντα ποσά χωρίς εξουσιοδότηση της εφεσείουσας 1 και άλλα.

 

Αντίθετες βεβαίως είναι οι θέσεις του συνηγόρου της εφεσίβλητης 1, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επί των τριών υπό συζήτηση ζητημάτων. Ισχυρίστηκε συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) ορθώς εφάρμοσε τις πρόνοιες του Άρθρου 6 του περί Τόκου Νόμου του 1977 σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι δυνατή η ανάκτηση τόκου πέραν του αρχικού  κεφαλαίου με αγωγή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι οποιεσδήποτέ πληρωμές έγιναν πριν από την έγερση της αγωγής θα πρέπει να αφαιρεθούν από το μέγιστο τόκο, (β) δεν έσφαλε στο ζήτημα του διαιρέτη εφόσον σύμφωνα με όσα λέχθηκαν στην Παχατουριάν v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 322 η χρήση του εν λόγω διαιρέτη δεν απολήγει σε υπερχρεώσεις και εν πάση περιπτώσει η χρήση του διαιρέτη αυτού δεν διαφοροποιεί το επιτόκιο, αλλά αποδίδει αμελητέο μεγαλύτερο ποσό τόκου της τάξης των £25 κατ’ έτος για ένα δάνειο π.χ. ύψους £100.000 και (γ) σ’ ό,τι αφορά το τρίτο ζήτημα παρέπεμψε ουσιαστικά στην πρωτόδικη απόφαση που αιτιολογεί για ποιους λόγους δεν έγινε δεκτή η θέση της εφεσείουσας 1 για τις κατ’ ισχυρισμό παράνομες χρεώσεις στον τρεχούμενο λογαριασμό της ως το τεκμ. 504 και οι συνοδευτικοί οκτώ πίνακες που παρουσίασε.

 

Εξετάσαμε με την επιβαλλόμενη προσοχή τα παράπονα των εφεσειόντων και επί των τριών ζητημάτων υπό το πρίσμα της πρωτόδικης απόφασης, η οποία βρήκε πλήρη υποστήριξη ως προς την ορθότητα της από το συνήγορο της εφεσίβλητης 1. Καταλήξαμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σχολαστική ανάλυση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε και επί των τριών ζητημάτων είναι σύμφωνα με το νόμο και τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές. Συγκεκριμένα, σ’ ότι αφορά το πρώτο ζήτημα, ναι μεν σύμφωνα με το Άρθρο 6(1)* του περί Τόκου Νόμου του 1977 και τα όσα λέχθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου κ.ά. v. Koudounaris (ανωτέρω) δεν μπορεί να ανακτηθεί με αγωγή τόκος που υπερβαίνει το αρχικό κεφάλαιο αλλά στην παρούσα περίπτωση οι πληρωθέντες τόκοι ύψους £23.310,19 για το πρώτο δάνειο πληρώθηκαν πριν την έγερση της αγωγής και κατά συνέπεια εφαρμόζονται οι πρόνοιες των Άρθρων 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 οι οποίες ουσιαστικά εισάγουν στην κυπριακή έννομη τάξη την αρχή που έγινε γνωστή ως Clayton Rule. Δηλαδή όπου ο οφειλέτης - όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση - δεν ορίζει το χρέος για το οποίο γίνεται μια πληρωμή ούτε μπορεί να συναχθεί από άλλες περιστάσεις η βούληση του, τότε ο πιστωτής δικαιούται να αποπληρώσει κατά βούληση τα διάφορα χρέη του (βλ. Archbold Investment v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1084. Εξάλλου, όπως επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η δυνατότητα της Τράπεζας να καταλογίζει πληρωμές πρώτα έναντι των τόκων και ακολούθως έναντι του κεφαλαίου έχει αναγνωριστεί και νομολογιακώς (βλ. Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εμπορικής Εταιρείας Λούκος Λτδ κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ. 38) και αυτό έπραξε η εφεσίβλητη 1 στην παρούσα περίπτωση και για τα δύο δάνεια, κάτι που δεν ήταν νομικά επιλήψιμο με βάση και τον τότε ισχύοντα Νόμο περί Τόκου.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω το παράπονο των εφεσειόντων επί του πρώτου ζητήματος δεν ευσταθεί, όπως δεν ευσταθεί και το παράπονο τους για το δεύτερο ζήτημα και επί τούτου είναι αρκετό να παραπέμψουμε στην Αrchbold Investments (ανωτέρω) όπου κρίθηκε πως η χρέωση τόκου που προκύπτει με χρήση διαιρέτη 360 ημερών αντί 365 δεν είναι νομικά επιλήψιμη εφόσον ο τόκος – όπως συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση – δεν υπερβαίνει το 9%.

 

Σε σχέση τώρα με το τρίτο ζήτημα να διατυπώσουμε κατ’ αρχάς τη διαφωνία μας στη θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέθεσε το βάρος απόδειξης της [*1093]νομιμότητας των κατ’ ισχυρισμών παράνομων χρεώσεων στην εφεσείουσα 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπέπεσε στο καταλογιζόμενο σφάλμα αφού για το υπό αναφορά ζήτημα εξέτασε, ως όφειλε, τις εξηγήσεις του μάρτυρα της εφεσίβλητης 1 (ΜΕ1) τις οποίες έκρινε αρκούντως ικανοποιητικές ενώ απέρριψε ως γενικούς και αόριστους τους αντίστοιχους ισχυρισμούς του μάρτυρα των εφεσειόντων Α. Δημητριάδη. Έχοντας δε απορρίψει και το λόγο έφεσης 6 γίνεται αντιληπτό πως δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στα υπό συζήτηση συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία κρίνονται καθόλα ορθά.

 

Σχετικός με την ικανοποίηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αξίωσης της εφεσίβλητης 1 είναι και ο λόγος έφεσης 7, ο οποίος αφορά το λογαριασμό προεξόφλησης. Για το λογαριασμό αυτό η εφεσίβλητη 1 αξίωνε με την αγωγή της ως χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των £22.156,25 πλην όμως σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας μείωσε την αξίωση της στο ποσό των £9.157,25, για απόδειξη του οποίου δεν προσκόμισε την σχετική κατάσταση. Αντ’ αυτού περιορίστηκε στη μαρτυρία του ΜΕ1, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, σύμφωνα με την οποία για τον εν λόγω λογαριασμό παρέμεναν απλήρωτες δύο προεξοφλήσεις για τα ποσά των £5.612,76 (τεκμ. 401) και £3.544,49 (τεκμ.453).

 

Είναι η θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι, αφενός, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αποδώσει θεραπεία για τα συγκεκριμένα δύο τιμολόγια χωρίς η εφεσίβλητη 1 να αποδείξει το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού και, αφετέρου, εσφαλμένα μετέθεσε και γι’ αυτό το ζήτημα το βάρος απόδειξης στους εφεσείοντες παραγνωρίζοντας τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Coral Foods Ltd (ανωτέρω).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτειναν οι συνήγοροι της εφεσίβλητης 1, ορθώς επιδίκασε τα εν λόγω ποσά στην πελάτιδα τους τα οποία, ως προεξόφληση αντίστοιχων τιμολογίων, είχαν πιστωθεί στον τρεχούμενο λογαριασμό της εφεσείουσας 1 και παρέπεμψαν  επί του προκειμένου στη μαρτυρία του ΜΕ1 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή επισημαίνοντας πως η υπό αναφορά αξίωση ενέπιπτε στην παρ. 10Δ της έκθεσης απαίτησης της.

 

Ούτε τα υπό συζήτηση παράπονα της εφεσίβλητης 1 ευσταθούν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφενός είχε δικαιοδοσία να αποδώσει στην εφεσίβλητη 1 την υπό αναφορά θεραπεία εφόσον ήταν δικο[*1094]γραφημένη και το γεγονός ότι δεν παρουσίασε κατάσταση για το λογαριασμό προεξόφλησης είναι άνευ σημασίας εφόσον προηγήθηκε δήλωση με την οποία μείωνε ανάλογα την αξίωση της. Σ’ ότι δε αφορά τον ισχυρισμό για μετάθεση του βάρους απόδειξης, αυτός στερείται παντελώς ερείσματος. Τα δύο ποσά, ως προεξοφλήσεις τιμολογίων που εξέδωσε η εφεσείουσα 1, είχαν πιστωθεί στον τρεχούμενο της λογαριασμό και ο ΜΕ1 είχε αφενός δώσει σχετικές εξηγήσεις και, περαιτέρω, ενώ αρχικά η θέση του εκ των διευθυντών της εφεσείουσας 1 Α. Δημητριάδη ήταν ότι δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει κατά πόσο το Τεκμ. 401 αφορούσε όντως την προεξόφληση των σχετικών τιμολογίων (των υπ’ αρ. 4533 και 4566) στη συνέχεια αναγνώρισε την υπογραφή του στο εν λόγω τεκμήριο. Υπ’ αυτά τα δεδομένα αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς μετατέθηκε το υπό αναφορά βάρος απόδειξης και είναι η κατάληξη μας πως ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποίησε την αξίωση της εφεσίβλητης 1, όπως αυτή περιορίστηκε και για το λογαριασμό προεξόφλησης.

 

Ένα άλλο σφάλμα που καταλογίζουν οι εφεσείοντες στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι επέτρεψε την ξεχωριστή αντιπροσώπευση των εφεσιβλήτων (10ος λόγος έφεσης), παρά την ένστασή τους. Η διπλή αντιπροσώπευση των εφεσιβλήτων, ισχυρίστηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων, παραβίασε τα θέσμια της δίκαιης δίκης που εγγυάται το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, παρείχε στους εφεσίβλητους σημαντικά πλεονεκτήματα και ήταν άδικη για τους εφεσείοντες εφόσον επέτρεψε στους εφεσίβλητους να εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου με δύο φωνές σε υπόθεση που είχαν κοινό εξ αδιαιρέτου συμφέρον. Παρέπεμψε επί του προκειμένου στα όσα σχετικά λέχθηκαν στις Black King Shipping Corporation & Another v. Massie “The Litsion Pride” QBD 134 NLJ 887, Lwis & Another v. Daily Telegraph Ltd [1964] 2 Q.B. 601 και στις πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

 

Το ζήτημα της ξεχωριστής αντιπροσώπευσης τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου με (ενδιάμεση) αίτηση των εφεσειόντων ημερ. 21.11.04 – δώδεκα δηλαδή και πλέον έτη μετά την καταχώριση των επιδίκων αγωγών και αφού στο μεταξύ οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει αριθμό αιτήσεων – με την οποία ζητούσαν αναστολή της διαδικασίας μέχρις ότου οι εφεσίβλητοι 1 και 2 αντιπροσωπεύονταν από περισσότερους δικηγόρους νοουμένου ότι θα ενεργούσαν από κοινού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με το πιο κάτω αιτιολογικό το οποίο υιοθετούμε ως πλήρες για απόρριψη και του υπό συζήτηση παραπόνου:

 

[*1095]«Περαιτέρω η συμπεριφορά τους σε όλα τα στάδια της διαδικασίας μέχρι σήμερα και ειδικότερα το γεγονός oτι και οι ίδιοι προέβαιναν σε καταχωρήσεις διαφόρων αιτήσεων, τους εμποδίζει από του να προβάλλουν οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι η διαδικασία μέχρι σήμερα είναι εξ υπαρχής άκυρη. Η ξεχωριστή εκπροσώπηση των δύο Εναγόντων είναι δεδομένη και το γεγονός ότι δεν λήφθηκε προηγουμένως άδεια περί τούτου επίσης δεδομένο. Όμως έχοντας υπόψη ότι λήφθηκαν πολλά διαδικαστικά διαβήματα μέχρι τώρα χωρίς να εγερθεί το θέμα, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Εναγόμενοι αποδέχθηκαν την ξεχωριστή εκπροσώπηση των Εναγόντων και τώρα έχουν απεμπολήσει το δικαίωμα τους να αξιώνουν είτε αναστολή της διαδικασίας είτε ανακοπή της στη βάση ότι οι Ενάγοντες έχουν καταχραστεί τις διαδικασίες του Δικαστηρίου. Άλλωστε θα μπορούσε κάποιος να εισηγηθεί πως είναι οι ίδιοι που καταχράστηκαν τις διαδικασίες όταν αποδέχθηκαν την ξεχωριστή εκπροσώπηση των Εναγόντων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο έλαβαν διάφορα διαδικαστικά μέτρα χωρίς να εγείρουν το θέμα συνεπώς, κωλύονται σε αυτό στο στάδιο να ζητούν την αναστολή ή την ανακοπή της διαδικασίας γι 'αυτό το λόγο. Επιπρόσθετα η πάροδος τόσο μεγάλου χρόνου χωρίς να εγερθεί το θέμα υποδηλεί on οι Εναγόμενοι δεν ένιωσαν την αδικία που επικαλούνται τώρα ότι έχει προκληθεί σ’ αυτούς.»

 

Με τον προτελευταίο λόγο έφεσης – τον υπ’ αρ. 12 – προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάνθη πως η εφεσείουσα 2 υπείχε ευθύνης αποπληρωμής του χρέους χωρίς να προηγηθεί τέτοια απαίτηση από την εφεσίβλητη 1.

 

Σύμφωνα με τα τεκμ. 497, 498 και 499, ισχυρίστηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας 2, η εφεσίβλητη 1 είχε υποχρέωση να υποβάλει σχετική απαίτηση πριν το χρέος καταστεί οφειλόμενο και η παράλειψη της να υποβάλει τέτοια απαίτηση δεν ενεργοποίησε την υποχρέωση της εφεσείουσας 1 ως ενυπόθηκης οφειλέτριας για αποπληρωμή του χρέους. Επικαλέστηκε προς τούτο σχετική νομολογία σύμφωνα με την οποία για ενεργοποίηση της σχετικής υποχρέωσης πρέπει να προηγηθεί τερματισμός προς τον πρωτοφειλέτη και σχετική ειδοποίηση προς τον Εγγυητή.

 

Ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Κατ’ αρχάς η εφεσείουσα 1 δεν αμφισβήτησε ότι η εφεσίβλητη 1 είχε προβεί με επιστολή ημερ. 30.9.91 σε ανάκληση όλων των τραπεζικών διευκολύνσεων που της παρείχε, αλλά αντίθετα το γεγονός αυτό έγινε παραδεκτό με την παρ. 66.35 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Αντα[*1096]παίτησης της και σ’ ό,τι αφορά τη μη υποβολή αξίωσης για πληρωμή του ενυπόθηκου χρέους πριν την καταχώριση αγωγής ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη Μακεδόνας v. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 κατέληξε ότι από τη στιγμή που το εξασφαλισθέν χρέος είχε καταστεί πληρωτέο και η εφεσείουσα 2 παρέλειψε να το εξοφλήσει, η εφεσίβλητη 1 ως ενυπόθηκος δανειστής μπορούσε να πωλήσει το ενυπόθηκο χρέος είτε μέσω Κτηματολογίου είτε με αγωγή χωρίς ειδοποίηση στην ίδια.

 

Τέλος, σ’ ό,τι αφορά τον τελευταίο λόγο έφεσης – τον υπ’ αρ. 13 – που αφορά τα έξοδα, τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται αφ’ ης στιγμής το Εφετείο κρίνει ορθή την πρωτόδικη απόφαση.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο