ECLI:CY:AD:2016:A250
(2016) 1 ΑΑΔ 1235
[*1235]24 Μαΐου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΟΝΑΣ,
Εφεσείων,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(ΩΣ τροΠοΠΟΙΗθηκε βΑσει ΔιατΑγματοΣ του ΔικαστηρΙου ημερ. 21.4.2016)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΟΝΑΣ,
Εφεσείων,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, μΕσω των εκκαθαριστΩν ΑυγουστΙνου ΠαΠαθωμΑ και David Dunckley,
2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 182/2011)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Απεμπόληση δικαιώματος ― Δεν υπάρχει κάποια γενική διάταξη που απαγορεύει ρητώς την παραίτηση μισθωτού από την άσκηση των δικαιωμάτων του ― Η παραίτηση του μισθωτού από τα εργασιακά δικαιώματα του είναι πλήρως έγκυρη, όταν ο συμβιβασμός είναι συνέπεια σοβαρής αμφισβήτησης ή αβεβαιότητας είτε σε σχέση με τις νομικές είτε με τις πραγματικές προϋποθέσεις των δικαιωμάτων του εργοδοτούμενου.
Απεμπόληση δικαιώματος (waiver) ― Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Κατά πόσον το έγγραφο απαλλαγής και η αποδοχή της πληρω[*1236]μής που υπέγραψε ο εφεσείων, αποτελούσε εμπόδιο ώστε να μη νομιμοποιείτο να στραφεί εναντίον της εφεσίβλητης 1 και να διεκδικήσει περαιτέρω αποζημιώσεις από τον τερματισμό της εργοδότησης του, ο οποίος εκρίθη ότι δεν οφειλόταν σε πλεονασμό ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκρίθη ότι ο εφεσείων, απεμπόλησε κάθε δικαίωμα να διεκδικεί επιπρόσθετη πληρωμή από την εφεσίβλητη εργοδότρια του.
Απόδειξη ― Κώλυμα εκ δηλώσεως ― Οι εφαρμοστέες αρχές του σχετικού κανόνα αποδείξεως.
Δίκαιο της Επιείκειας ― Κανόνας του κωλύματος (estoppel) ― Κώλυμα εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed) ― Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά ― Το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυση του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη 1, δεν στοιχειοθετούσε πλεονασμό, παρά το ότι η εργοδότρια/εφεσίβλητη 1 προχώρησε στην απόλυση επικαλούμενη κατάργηση των θέσεων τους, λόγω γενομένης αναδιοργάνωσης.
Στην πραγματικότητα, όπως εκρίθη, η αναδιοργάνωση που επικαλέστηκε δεν φάνηκε ότι επέφερε αλλαγή ή κατάργηση των καθηκόντων που εκτελούσαν ο εφεσείων και ο άλλος αιτητής.
Όπως σημειώθηκε πρωτοδίκως, τα καθήκοντα τους εξακολουθούσαν να υφίστανται και μετά την απόλυση τους, απλώς εκτελούνταν από άλλους υπαλλήλους, υφισταμένους του εφεσείοντα και του άλλου αιτητή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εργοδότρια, εφεσίβλητη 1, δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που τη βάρυνε και δεν πέτυχε να αποδείξει με αντικειμενικά κριτήρια οποιονδήποτε λόγο που θα δικαιολογούσε τον τερματισμό της απασχόλησης είτε με βάση το 18(γ)(i) ανωτέρω, είτε με βάση το Άρθρο 5 του ιδίου Νόμου.
Περαιτέρω προέβη σε εύρημα ότι ο εφεσείων εργάστηκε για 21 και πλέον συναπτά έτη στην εφεσίβλητη 1, όντας κατά το χρόνο της απόλυσης του 54 ετών και επίσης ότι με την απόλυση του, του καταβλήθηκε «σε καθαρά χαριστική βάση το ποσό των ΛΚ33.875 (€57.690,93) [*1237]το οποίο αποδέχθηκε υπογράφοντας σχετικό έγγραφο απαλλαγής» (τεκμήριο 14). Ο Μ2 στη διαδικασία, Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοίκησης της εφεσίβλητης 1, ανέφερε ότι το εν λόγω ποσό υπολογίστηκε με βάση τη φόρμουλα στο Παράρτημα ΙΙ του τεκμηρίου 11, που είναι το σχέδιο αποζημίωσης για απόλυση λόγω πλεονασμού. Σημειώθηκε από το Δικαστήριο ότι το σημείο αυτό της μαρτυρίας δεν αμφισβητήθηκε. Μετά τη διατύπωση ευρήματος ότι δεν εμφιλοχώρησε ελάττωμα στη βούληση του εφεσείοντα κατά το χρόνο της υπογραφής του τεκμηρίου 14, εκρίθη πρωτοδίκως ότι ο εφεσείων απεμπόλησε κάθε δικαίωμα να διεκδικεί επιπρόσθετη πληρωμή από την εφεσίβλητη 1. Το πρωτόδικο Δικασήριο επεσήμανε περαιτέρω ότι εν τοις πράγμασι, ο εφεσείων έλαβε περισσότερους εβδομαδιαίους μισθούς απ’ ό,τι αν τελικά κηρυσσόταν ως πλεονάζον προσωπικό.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
1. Το πρωτόδικο εύρημα ότι το έγγραφο απαλλαγής και η αποδοχή της πληρωμής αποτελούσε εμπόδιο για τον εφεσείοντα ώστε να μη νομιμοποιείται να στραφεί εναντίον της εφεσίβλητης 1 και να διεκδικήσει περαιτέρω αποζημιώσεις, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης του, ήταν εσφαλμένο.
2. Ως επίσης και το εύρημα ότι το ποσό που δόθηκε στον εφεσείοντα ήταν μεγαλύτερο αυτού που θα επωφελείτο ως πλεονάζον και το συναφές εύρημα ότι εν πάση περιπτώσει αν επιτύγχανε η αίτηση του θα επιβάλλετο συμψηφισμός.
3. Το Δικαστήριο προέβη στο εύρημα κωλύματος χωρίς η εφεσίβλητη 1 να το εγείρει.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στη δικογραφία γίνεται επίκληση της αποδοχής για πλήρη εξόφληση καθώς και του ποσού που του καταβλήθηκε χαριστικά. Μάλιστα γίνεται η επιφύλαξη ότι «πλήρης αναφορά σε όλα τα έγγραφα θα γίνει κατά τη δικάσιμο».
2. Ήταν σαφές από το λεκτικό του εγγράφου που υπέγραψε ο εφεσείων ότι όπως έχει νομολογηθεί, «τέτοια έγγραφα απαλλαγής συνιστούσαν εμπόδιο ή λόγω κωλύματος εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed)».
3. Το κώλυμα εκ δηλώσεως είναι κανόνας απόδειξης ο οποίος θεμελιώνεται με βάση την αρχή ότι σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την [*1238]αντικρούσει.
4. Συμφώνως με τα λεχθέντα στην απόφαση Χατζηστυλλή v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 989, όπου αντιμετωπίστηκε παρόμοιο ζήτημα, "το λεκτικό του εγγράφου είναι σαφές και αναφέρεται σε απαλλαγή και τελεσίδικη αποδέσμευση των εφεσιβλήτων από οποιαδήποτε χρηματικά ποσά ή αγωγές ή δικαστικές ή άλλες διαδικασίες και διεκδικήσεις οποιασδήποτε φύσης, που ο εφεσείων είχε ή δυνατόν να είχε σε οποιονδήποτε χρόνο προηγουμένως, εναντίον της εταιρείας και λόγω ή σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία ή υπόθεση, μέχρι και της ημερομηνίας του εγγράφου.
5. Το Εφετείο σε εκείνη την υπόθεση υπέδειξε ότι η υπογραφείσα δήλωση ήταν τόσο σαφής που δεν άφηνε οποιαδήποτε περιθώρια αμφισβήτησής της. Υπογράφηκε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη εκ μέρους του εφεσείοντα, σε αντίθεση με τα έγγραφα απαλλαγής που υπέγραψε. Έτσι ο εφεσείων κωλυόταν να προωθήσει την παρούσα διαδικασία, αφού είχε απεμπολήσει ή έχει παραιτηθεί οποιουδήποτε δικαιώματος σε προώθησή της.
6. Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά. Το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του.
7. Είναι σαφές ότι το ίδιο ίσχυε και εν προκειμένω. Περαιτέρω δεν υπάρχει κάποια γενική διάταξη που απαγορεύει ρητώς την παραίτηση μισθωτού από την άσκηση των δικαιωμάτων του, και αφετέρου ότι η παραίτηση του μισθωτού από τα εργασιακά δικαιώματα του είναι πλήρως έγκυρη, όταν ο συμβιβασμός είναι συνέπεια σοβαρής αμφισβήτησης ή αβεβαιότητας είτε σε σχέση με τις νομικές είτε με τις πραγματικές προϋποθέσεις των δικαιωμάτων του εργοδοτούμενου.
8. Ακριβώς εν προκειμένω η υπογραφή του εγγράφου καταδεικνύει σαφή αποκρυστάλλωση δικαιωμάτων του εφεσείοντα τα οποία μάλιστα, ως υποδεικνύεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξασφαλίστηκαν πλήρως.
9. Με την αποτυχία του πρώτου λόγου έφεσης και την επιβεβαίωση της ισχύος του τεκμ.14 ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν είχε αντικείμενο. Εξάλλου όπως σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, το εν λόγω ποσό υπολογίστηκε με βάση τη φόρμουλα εκ του νόμου και δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
[*1239]Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Hindle v. Percival Boats Ltd [1969] 1 All E R 836,
United Hotels (Lordos) Ltd v. Σταύρου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515,
Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ v. Γρηγορά κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985,
Χατζηστυλλή v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 989.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λάρνακας (Χατζητζιοβάννη, Προέδρου), (Αίτηση Αρ. 356/2008), ημερομηνίας 6/4/2011.
Ε. Nεοκλέους για Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη 1.
Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 2.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο εφεσείων/αιτητής (ομού με ένα άλλο πρόσωπο) σε αίτηση που συνεκδικάστηκε είχε απολυθεί από την εφεσίβλητη 1 και η απόλυση του δεν στοιχειοθετούσε πλεονασμό. Παρά το ότι η εργοδότρια/εφεσίβλητη 1 προχώρησε στην απόλυση επικαλούμενη κατάργηση των θέσεων τους λόγω γενομένης αναδιοργάνωσης, στην πραγματικότητα η αναδιοργάνωση που επικαλέστηκε δεν φάνηκε ότι επέφερε αλλαγή ή κατάργηση των καθηκόντων που εκτελούσαν ο εφεσείων και ο άλλος αιτητής. Όπως σημειώνεται πρωτοδίκως τα καθήκοντα τους εξακολουθούσαν να υφίστανται και μετά την απόλυση τους, απλώς εκτελούνταν από άλλους υπαλλήλους, υφισταμένους του εφεσείοντα και του άλλου αιτητή. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Hindle v. Percival Boats Ltd [1969] 1 All E R 836 η στοιχειοθέτηση πλεονασμού δεν εξαρτάται βέβαια από το πώς ο εργοδότης χαρακτηρίζει την πράξη. Το εφαρμοζόμενο κριτήριο είναι εντελώς αντικειμενικό αναφερόμενο στις πραγματικές ανά[*1240]γκες της επιχείρησης και όχι στη γνώμη είτε του εργοδότη είτε οποιουδήποτε άλλου προσώπου. (βλ. ακόμη United Hotels (Lordos) Ltd v. Σταύρου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515 και το Σύγγραμμα Redundancy Law Practice Colin Bourn, 1983 p.55 κ.ε.).
Υπό το πρίσμα της πιο πάνω διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκρίθη συνεπώς ότι δεν πρόκειτο για απόλυση λόγω πλεονασμού (βλ. Άρθρο 18 του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου, Ν.24/1967, ως ετροποποιήθη). Στην υπόθεση Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ v. Γρηγορά κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985, 1990 τονίστηκε ότι για να συνιστά βάσιμο λόγο πλεονασμού, ο εκσυγχρονισμός ή αναδιοργάνωση ή οποιαδήποτε αλλαγή μιας επιχείρησης πρέπει να είναι τέτοιου βαθμού, σε έκταση και σοβαρότητα, ώστε να επιφέρει μεταβολή στη φύση των καθηκόντων του εργοδοτουμένου, ή την κατάργηση τους ώστε το αποτέλεσμα να συνεπάγεται «ελάττωση του αριθμού των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων», σύμφωνα με το 18(γ)(i) του πιο πάνω Νόμου.
Με βάση τα πιο πάνω το Δικαστήριο κατέληξε ότι η εργοδότρια, εφεσίβλητη 1 δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που τη βαρύνει και δεν πέτυχε να αποδείξει με αντικειμενικά κριτήρια οποιονδήποτε λόγο που θα δικαιολογούσε τον τερματισμό της απασχόλησης είτε με βάση το 18(γ)(i) ανωτέρω, είτε με βάση το Άρθρο 5 του ιδίου Νόμου.
Περαιτέρω το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι ο εφεσείων εργάστηκε για 21 και πλέον συναπτά έτη στην εφεσίβλητη 1 όντας κατά το χρόνο της απόλυσης του 54 ετών και επίσης ότι με την απόλυση του, του καταβλήθηκε «σε καθαρά χαριστική βάση το ποσό των ΛΚ33.875 (€57.690,93) το οποίο αποδέχθηκε υπογράφοντας σχετικό έγγραφο απαλλαγής» (τεκμήριο 14). Ο Μ2 στη διαδικασία κ.Π.Παναγίδης, Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοίκησης της εφεσίβλητης 1, ανέφερε ότι το εν λόγω ποσό υπολογίστηκε με βάση τη φόρμουλα στο Παράρτημα ΙΙ του τεκμηρίου 11, που είναι το σχέδιο αποζημίωσης για απόλυση λόγω πλεονασμού. Σημειώνεται από το Δικαστήριο ότι το σημείο αυτό της μαρτυρίας δεν αμφισβητήθηκε. Μετά τη διατύπωση ευρήματος ότι δεν εμφιλοχώρησε ελάττωμα στη βούληση του εφεσείοντα κατά το χρόνο της υπογραφής του τεκμηρίου 14 εκρίθη πρωτοδίκως ότι ο εφεσείων απεμπόλησε κάθε δικαίωμα να διεκδικεί επιπρόσθετη πληρωμή από την εφεσίβλητη 1. Μάλιστα σημειώνεται στη σελ.13 της εκκαλούμενης απόφασης ότι εν τοις πράγμασι ο εφεσείων έλαβε περισσότερους εβδομαδιαίους μισθούς απ’ ό,τι αν τελικά κηρυσσόταν ως πλεονάζον προσωπικό.
[*1241]Οι δύο λόγοι έφεσης αφορούν τα δυο πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου, ως εξής:
Το πρωτόδικο εύρημα ότι το έγγραφο απαλλαγής – τεκμ.14 και η αποδοχή της πληρωμής αποτελούσε εμπόδιο για τον εφεσείοντα ώστε να μη νομιμοποιείται να στραφεί εναντίον της εφεσίβλητης 1 και να διεκδικήσει περαιτέρω αποζημιώσεις, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης του, είναι εσφαλμένο. (1ος λόγος).
Το πρωτόδικο εύρημα ότι το ποσό που δόθηκε στον εφεσείοντα ήταν μεγαλύτερο αυτού που θα επωφελείτο ως πλεονάζον και το συναφές εύρημα ότι εν πάση περιπτώσει αν επιτύγχανε η αίτηση του θα επιβάλλετο συμψηφισμός είναι εσφαλμένο. (2ος λόγος)
Η κυριότερη βάση του επιχειρήματος της πλευράς του εφεσείοντα είναι ότι το Δικαστήριο προέβη στο εύρημα κωλύματος χωρίς η εφεσίβλητη 1 να το εγείρει.
Έχουμε προς το σκοπό αυτό εξετάσει τη δικογραφία. Παρατηρούμε ότι το θέμα τίθεται ως γεγονός στην παραγρ.7 στη δικογραφία της εφεσίβλητης 1 (Γενικοί Λόγοι – Τύπος 3). Στην εν λόγω παράγραφο σαφώς και γίνεται επίκληση της αποδοχής για πλήρη εξόφληση καθώς και του ποσού που του καταβλήθηκε χαριστικά. Μάλιστα γίνεται η εξής επιφύλαξη «πλήρης αναφορά σε όλα τα έγγραφα θα γίνει κατά τη δικάσιμο».
Διά της αιτιολογίας του 1ου λόγου έφεσης αποδίδεται λάθος στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε το τεκμήριο 14 και ότι το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε απλώς και μόνο από την ύπαρξη του για να διαπιστώσει τα γεγονότα. Θα έπρεπε, σύμφωνα με τη σχετική εισήγηση, «να εξετάσει περί του κατά πόσο ίσχυαν ή όχι οι δηλώσεις ή οι παραστάσεις των εφεσιβλήτων στη βάση των οποίων ο εφεσείων είχε υπογράψει το τεκμ.14, υπό το φως των όσων αποδεδειγμένα έλαβαν χώρα, την πρακτική που ακολουθήθηκε με άλλους συναδέλφους του εφεσείοντα. Αν το έπραττε, θα έβρισκε ότι εις ουδέν εκωλύετο ο εφεσείων από τις αιτούμενες αξιώσεις, υπό το φως των (α)-(δ) ανωτέρω».
Σκόπιμο είναι να παραθέσουμε όλο το περιεχόμενο του τεκμηρίου 14.
«ΕΠΕΙΔΗ ο κ.Γ.Διονάς («Υπάλληλος») είχε εργοδοτηθεί από τις Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Λτδ («η Εταιρεία)».
[*1242]ΕΠΕΙΔΗ η εργοδότηση και ή οι υπηρεσίες του Υπαλλήλου έχουν τερματιστεί λόγω πλεονασμού.
ΕΠΕΙΔΗ η Εταιρεία έχει προσφέρει πάνω σε καθαρά χαριστική βάση (on a purely ex gratia basis) στον Υπάλληλο και ο Υπάλληλος έχει αποδεκτει το ποσό των ΛΚ33765 ως αποζημίωση αναφορικά με τον τερματισμό των υπηρεσιών του.
Το ΠΑΡΟΝ μαρτυρεί τα ακόλουθα:
(α) Σε αντάλλαγμα και για αντιπαροχή του ποσού των ΛΚ33765 τη λήψη του οποίου ο Υπάλληλος αναγνωρίζει, ο Υπάλληλος δηλώνει ότι όλες οι διεκδικήσεις και ή απαιτήσεις και ή δικαιώματα του, παρελθόντα, παρόντα ή μελλοντικά, που είχε, έχει ή δυνατό να είχε, είτε αναφορικά, με τη σύμβαση εργασίας που έχει τερματιστεί όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είτε λόγω αυτού τούτου του τερματισμού των υπηρεσιών του, έχουν τελεσίδικα διευθετηθεί και ικανοποιηθεί.
(β) Σε αντάλλαγμα και για αντιπαροχή της πληρωμής του πιο πάνω ποσού ο Υπάλληλος με το παρόν δηλώνει ότι δεν έχει οποιαδήποτε εκκρεμούσα διεκδίκηση και ή απαίτηση εναντίον της Εταιρείας που απορρέει άμεσα ή έμμεσα από την υπηρεσία του στην Εταιρεία και ή από τον τερματισμό αυτής και ή από οποιοδήποτε άλλο λόγο ή αιτία.
(γ) Επιπρόσθετα ο Υπάλληλος δηλώνει ότι μετά από την πιο πάνω αναφερόμενο πληρωμή του ποσού των ΛΚ33756 η Εταιρεία αποδεσμεύεται και απαλλάσσεται τελεσίδικα από οποιαδήποτε χρηματικά ποσά, και ή αγωγές, και ή δικαστικές και ή άλλες διαδικασίες και διεκδικήσεις οποιασδήποτε φύσης και ή μορφής που ο Υπάλληλος είχε, τώρα έχει ή δυνατό να είχε κατά οποιοδήποτε χρόνο προηγουμένως, εναντίον της Εταιρείας για και ή λόγω και ή σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία, υπόθεση ή οτιδήποτε πράγμα, μέχρι και συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας του παρόντος.»
Στην υπόθεση Χατζηστυλλή v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 989 ετέθη παρόμοιο θέμα για την ισχύ τέτοιων εγγράφων απαλλαγής. Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση ότι «τέτοια έγγραφα απαλλαγής συνιστούσαν εμπόδιο ή λόγω κωλύματος εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed)». Το κώλυμα εκ δηλώσεως είναι κανόνας απόδειξης ο οποίος θεμελιώνεται με βάση την αρχή ότι σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να [*1243]εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούσει.
Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τη σελ.993:
“Το λεκτικό του εγγράφου είναι σαφές και αναφέρεται σε απαλλαγή και τελεσίδικη αποδέσμευση των εφεσιβλήτων από οποιαδήποτε χρηματικά ποσά ή αγωγές ή δικαστικές ή άλλες διαδικασίες και διεκδικήσεις οποιασδήποτε φύσης, που ο εφεσείων είχε ή δυνατόν να είχε σε οποιονδήποτε χρόνο προηγουμένως, εναντίον της εταιρείας και λόγω ή σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία ή υπόθεση, μέχρι και της ημερομηνίας του εγγράφου.
Θεωρούμε ότι η υπογραφείσα δήλωση είναι τόσο σαφής που δεν αφήνει οποιαδήποτε περιθώρια αμφισβήτησής της. Υπογράφηκε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη εκ μέρους του εφεσείοντα, σε αντίθεση με τα έγγραφα απαλλαγής που υπέγραψε στις 28.4.2005. Έτσι ο εφεσείων κωλύεται να προωθήσει την παρούσα διαδικασία, αφού έχει απεμπολήσει ή έχει παραιτηθεί οποιουδήποτε δικαιώματος σε προώθησή της.
Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά. Όπως έχει προσφυώς αναφερθεί στην αγγλική υπόθεση Gallie v. Lee [1971] A.C. 1004, το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του».
Είναι σαφές ότι το ίδιο ισχύει και εν προκειμένω.
Περαιτέρω θα συμφωνήσουμε με τις επισημάνσεις που έγιναν από τον κ. Πολυβίου ότι αφενός δεν υπάρχει κάποια γενική διάταξη που απαγορεύει ρητώς την παραίτηση μισθωτού από την άσκηση των δικαιωμάτων του, και αφετέρου ότι η παραίτηση του μισθωτού από τα εργασιακά δικαιώματα του είναι πλήρως έγκυρη, όταν ο συμβιβασμός είναι συνέπεια σοβαρής αμφισβήτησης ή αβεβαιότητας είτε σε σχέση με τις νομικές είτε με τις πραγματικές προϋποθέσεις των δικαιωμάτων του εργοδοτούμενου. Ακριβώς εν προκειμένω η υπογραφή του εγγράφου καταδεικνύει σαφή αποκρυστάλλωση δικαιωμάτων του εφεσείοντα τα οποία μάλιστα, ως υποδεικνύεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξασφαλίστηκαν [*1244]πλήρως. (βλ. Σύγγραμμα Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις του Ιωάννη Ληξουριώτη, 4η έκδ. σελ.63 κ.έ.).
Παρά το ότι επιχειρείται να προσβληθεί ως λάθος και αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου, ως αναφέραμε και πιο πάνω, παρατηρούμε ότι με την αποτυχία του πρώτου λόγου έφεσης και την επιβεβαίωση της ισχύος του τεκμ. 14 ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν έχει αντικείμενο. Εξάλλου όπως σημειώνεται και στη σελ. 11 της εκκαλούμενης απόφασης η θέση του κ. Παναγίδη, ότι το εν λόγω ποσό εκ του τεκμ. 14 υπολογίστηκε με βάση τη φόρμουλα εκ του νόμου (βλ. πιο πάνω) δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα. Αυτό παραμένει αδιατάρακτο.
Με βάση τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Έξοδα υπέρ εφεσιβλήτων ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο