Γρηγορίου Κώστας και Άλλοι 80 ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 1245

ECLI:CY:AD:2016:A251

(2016) 1 ΑΑΔ 1245

[*1245]24 Mαΐου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ 80,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

 

v.

 

1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

 

(Ωσ τροΠΟΠΟΙΗθηκε δυνΑμει ΔιατΑγματοΣ του ΔικαστηρΙου ημερ.25.4.2016)

 

ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ και Αλλοι 80,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

 

v.

 

1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, μεσω των εκκαθαριστων Αυγουστινου

   ΠαΠαθωμΑ και David Dunckley,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

(Πoλιτική Έφεση Aρ. 204/2011)

 

 

Απεμπόληση δικαιώματος ― Κώλυμα ― Έγγραφα απαλλαγής ― Εφεσείοντες οι οποίοι συμφώνησαν και δέχθηκαν αποζημιώσεις για αποχώρηση από την εργοδότηση τους στην εφεσίβλητη εταιρεία, επικαλέστηκαν στη συνέχεια, παραβιάσεις κυρίως της αρχής της ισότητας επί τω ότι, άλλοι υπάλληλοι μεταγενέστερα δέχθησαν να αποχωρήσουν με αυξημένα ποσά ― Απορριπτική κατάληξη σε αγωγή με αίτημα αναπροσαρμογές και αποζημιώσεις ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση ― Η παράλληλη αντιπαροχή της χαριστικής αποζημίωσης στην προκειμένη, σφράγιζε το χαρακτήρα της απαλλαγής ως έχουσας τα στοιχεία [*1246]του κωλύματος.

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Σύμβαση εργοδότησης ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Τριτενέργεια συνταγματικών δικαιωμάτων ― Δεν χωρούν οι αρχές του Διοικητικού Δικαίου ή ακόμη και η αρχή της τριτενέργειας σε μια σύμβαση εργοδότησης, που όπως προέκυπτε στην προκειμένη, λύθηκε με συμφωνία επί του ποσού της αποζημίωσης και στοιχειοθετείτο η αρχή του κωλύματος.

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Τριτενέργεια συνταγματικών δικαιωμάτων ― Η αρχή της τριτενέργειας ως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, εφαρμόζεται από Πολιτικό Δικαστήριο, όταν θίγεται θεμελιώδες δικαίωμα ατόμου που διασφαλίζεται από το Σύνταγμα ― Η κυπριακή νομολογία παρέχει γενικά ευρύτερο πεδίο προστασίας απ’ ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εφόσον βέβαια στοιχειοθετείται παραβίαση θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος.

 

Η έφεση στράφηκε κατά απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου, σε αγωγή που είχαν εγείρει οι εφεσείοντες ως ενάγοντες εναντίον των δύο εφεσιβλήτων ως εναγομένων.

 

Οι εφεσείοντες ήσαν κατά τον προ της αγωγής χρόνο, εργοδοτούμενοι της εφεσίβλητης 2 και η εργοδότηση τους έληξε με βάση συγκεκριμένα σχέδια. Με την αγωγή τους, ζητούσαν από κοινού και/ή κεχωρισμένως αποζημιώσεις διαφόρων ποσών για ζημιά που υπέστησαν για δόλο και/ή δολία ψευδή παράσταση και/ή διαβεβαίωση, και συνεπεία παράβασης της αρχής της ισότητας και/ή της σε βάρος του/της πιο πάνω δυσμενούς διάκρισης, και άλλης μορφής αποζημιώσεις ως προσδιορίζονταν στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Διά της Έκθεσης Υπεράσπισης τους, οι εφεσίβλητοι προέβαλαν κυρίως το θέμα ότι οι εφεσείοντες συμβατικά αποδέχθησαν και εισέπραξαν ποσά αποζημιώσεων με ρητή δήλωση ότι είχαν ικανοποιηθεί οι οικονομικές τους διεκδικήσεις από τον τερματισμό των υπηρεσιών τους στην υπηρεσία της εφεσείουσας 2, υπογράφοντας προς τούτο εξοφλητική απόδειξη, με ρητή δήλωση ότι είχαν ικανοποιηθεί οι οικονομικές διεκδικήσεις τους.

 

Η εφεσίβλητη 2, αντιμετωπίζοντας ιδίως τα έτη 2003-2004 σοβαρά οικονομικά προβλήματα και με σκοπό την περικοπή δαπανών, επιδίωξε την αποχώρηση αριθμού εργαζομένων. Αυτά τα οικονομικά προβλήματα στη συνέχεια, ενδεχομένως μαζί με άλλους παράγοντες, είχαν σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο της Εταιρείας, όπως ήταν κοινό έδαφος.

[*1247]Οι εφεσείοντες, αποχώρησαν με βάση το Παράρτημα ΙΙ των τεκμηρίων 4Α και 4Β (που κυκλοφόρησαν το Νοέμβριο του 2004 και Ιανουάριο του 2005). Τα Σχέδια που κυκλοφόρησαν στις 20.12.05 (Τεκμήριο 4Β(ΙΙ) και 20.10.06 (Τεκμήριο 4Γ) είναι ευνοϊκότερα για τους υπαλλήλους, δηλαδή οι υπάλληλοι που αποχώρησαν με βάση τα τελευταία δυο σχέδια πήραν υπέρτερα ωφελήματα σε σχέση με τους υπαλλήλους που αποχώρησαν με βάση το Σχέδιο του Ιανουαρίου του 2005 (Τεκμήριο 4Β).

 

Με την αγωγή τους, οι εφεσείοντες αξίωναν αναπροσαρμογή των ωφελημάτων που έλαβαν (με βάση το Σχέδιο του Ιανουαρίου 2005), ούτως ώστε τα ωφελήματα τους να είναι τα ίδια όπως τα ωφελήματα όσων αποχώρησαν μεταγενέστρα, με βάση τα Σχέδια του Δεκεμβρίου 2005 και του Οκτωβρίου 2006. Η θέση των εφεσιβλήτων 2 υπήρξε ότι η αγωγή ήταν παντελώς αβάσιμη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι οι εφεσείοντες υπέγραψαν πλήρεις εξοφλητικές αποδείξεις, οι οποίες δεν τους επέτρεπαν να επιδιώξουν οποιαδήποτε θεραπεία ή αποζημιώσεις που συγκρούονται με το περιεχόμενο τους. Επομένως κρίθηκε ότι δεν υπάρχει δικαίωμα σε διεκδίκηση οποιασδήποτε αποζημίωσης, και ειδικότερα της αποζημίωσης που προβλέπει ένα άλλο σχέδιο (μεταγενέστερο εκείνου με βάση το οποίο αποχώρησαν οι εφεσείοντες). Οι εφεσείοντες επισημάνθηκε πρωτοδίκως, αποχώρησαν με βάση το Σχέδιο του Ιανουαρίου του 2005, και ζητούσαν να επωφεληθούν του Σχεδίου του Δεκεμβρίου του 2005 (ή του Οκτωβρίου του 2006). Οι εφεσείοντες  υπέγραψαν ελευθέρα βουλήσει, και χωρίς οποιοδήποτε εξαναγκασμό, Έγγραφα Απαλλαγής. Συνέπεια των πιο πάνω  η αγωγή απορρίφθηκε.

 

Οι εφέσεις εναντίον της πρωτόδικης κρίσης στηρίχθηκαν στους κάτωθι λόγους:

 

Ομάδα Α - Πέμπτος, έβδομος, όγδοος και ένατος Λόγοι έφεσης.

 

Το λανθασμένο της αξιολόγησης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα λανθασμένα συμπεράσματα επ’ αυτής της μαρτυρίας και η λάθος κρίση περί ανάγκης δικογράφησης ισχυρισμών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι η μαρτυρία των ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΕ3 και ΜΕ4 περί απαγόρευσης επιφύλαξης των δικαιωμάτων τους από πλευράς της Εναγόμενης 2 με την απειλή [*1248]ότι εάν το έπρατταν δεν θα τους καταβάλλονταν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα, κακώς δόθηκε και θα αγνοείτο από το Δικαστήριο στο βαθμό και την έκταση που αντίκειτο με το περιεχόμενο των εγγράφων απαλλαγής και δεν ήταν παραδεκτή.

2.  Οι Ενάγοντες γνώριζαν τι υπέγραφαν, όπως έκρινε τα υπέγραφαν οικειοθελώς, η δε σημασία του τι υπέγραφαν ήταν σαφής και δεν μπορούσε να αφήσει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο τους (δηλαδή των εγγράφων απαλλαγής).

3.  Ήταν σαφές ότι οι πιο πάνω αναφορές αποτελούσαν αποδεκτή προσέγγιση και δεν διαπιστωνόταν λάθος ή παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία θα επέτρεπε των επέμβαση του Εφετείου στην επιτέλεση του έργου της αξιοπιστίας ή της εξαγωγής συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστή.

4.  Όσο για την ανάγκη δικογράφησης ισχυρισμών ουσίας, η αντίθετη θεώρηση θα ήταν πλήρως λανθασμένη. Οι εφεσείοντες δεν έχουν καθόλου δίκαιο στη θέση, ούτε βέβαια στη διατύπωση του 9ου λόγου έφεσης ότι θα έπρεπε ο πρωτόδικος δικαστής να οδηγηθεί σε αυτοδίκαιη τροποποίηση ισχυρισμού ουσίας. Η προσέγγιση αυτή αντιμάχεται στην ουσία της το διαιτητικό ρόλο του Δικαστηρίου.

 

Ομάδα Β - Τρίτος, τέταρτος, έκτος και δέκατος Λόγοι έφεσης.

 

Το πρωτόδικο πλανήθηκε περί το νόμο και/ή τα πράγματα όταν αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες αποπειράθηκαν να ονομάσουν τα σχέδια που καταρτίστηκαν μεταγενέστερα για την αφυπηρέτηση άλλων συναδέλφων τους ως Αναθεωρημένα Σχέδια του βασικού σχεδίου το οποίο οι ίδιοι αποδέχθησαν έτσι ώστε να επιτύχουν τη συμπερίληψη τους σε αυτά με βάση την αρχή της ισότητας.

 

Πλανήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αποφάσισε ότι το λεκτικό του Εγγράφου Απαλλαγής (τεκμήριο 1) είναι τόσο σαφές που με την υπογραφή του από τους ίδιους απαλλάσσετο η εφεσίβλητη 2 από οποιαδήποτε ευθύνη είχε για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους και την αποχώρηση τους από την εταιρεία και με την υπογραφή τους εμποδίζονταν να διεκδικήσουν οποιεσδήποτε άλλες αποζημιώσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε, όταν αποφάσισε ότι τα έγγραφα απαλλαγής υπεγράφησαν μεταγενέστερα των επιστολών - τεκμ.3, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι ενάγοντες εγκατέλειψαν οποιαδήποτε επιφύλαξη είχαν προηγουμένως θέσει οι δικηγόροι τους.

 

[*1249]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν έχει καμιά σημασία πώς οι διάδικοι ονόμασαν τα σχέδια.  Εκείνο που ενδιαφέρει είναι πως διαμορφώθηκε η ζώσα πραγματικότητα και τι νόημα είχαν όλα τα σχέδια και ειδικά η σημασία του εγγράφου απαλλαγής.

2.  Η πρωτόδικη διαπίστωση γεγονότων ήταν σαφής και οι εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος που είχαν να καταδείξουν είτε το λάθος είτε την πλάνη του Δικαστηρίου. Αντιθέτως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το σχετικό ισχυρισμό τους, τον συσχετίζει με τα κατατεθέντα τεκμήρια και τον απορρίπτει.

3.  Ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι από το συγκεκριμένο λεκτικό, που χρησιμοποιήθηκε στο επίδικο έγγραφο, ήταν σαφές και υπό το πρίσμα του δοθέντος χρόνου που συντελέστηκε, απαλλάσσει την εφεσίβλητη 2 από οποιαδήποτε ευθύνη για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους και την αποχώρηση τους από την Εταιρεία.

4.  Ρητώς και με την υπογραφή του επίδικου εγγράφου οι εφεσείοντες εμποδίζονται να διεκδικούν οποιεσδήποτε άλλες αποζημιώσεις αφού με σαφήνεια και in concreto στην τελευταία παράγραφο γίνεται αποδέσμευση της εταιρείας από οποιαδήποτε χρηματικά ποσά ή αγωγές ή διεκδικήσεις του υπαλλήλου κατά της εταιρείας.

5.  Η παράλληλη αντιπαροχή της χαριστικής αποζημίωσης σφραγίζει το χαρακτήρα της πιο πάνω απαλλαγής ως έχουσας τα στοιχεία του κωλύματος ως ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Χατζηστυλλή ν. Κυπριακών Αερογραμμών (κατωτέρω) όπου ετέθη παρόμοιο θέμα για την ισχύ τέτοιων εγγράφων.

6.  Ετύγχαναν εφαρμογής ως προς αυτό, όσα ελέχθησαν και στην απόφαση στη Διονά (κατωτέρω).

 

Ομάδα Γ - Πρώτος και δεύτερος Λόγοι έφεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πλανήθηκε περί το νόμο και/ή τα πράγματα όταν απέφυγε να αποφασίσει επί της βασικής θέσης και/ή αξίωσης των εφεσειόντων περί παραβίασης της Αρχής της Ισότητας από τους εφεσίβλητους, και  πλανήθηκε όταν δεν αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν παραβιάσει τις σχετικές αρχές ως εκτίθενται.

 

Με βάση την αρχή της τριτενέργειας για τα συνταγματικά δικαιώματα το Πολιτικό Δικαστήριο είχε καθήκον να εφαρμόσει το Άρθρο 28 του Συντάγματος (αρχή της ισότητας) το Κοινοτικό Δίκαιο (Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) - κυρίως Άρθρα 6, 20, 141 της Συνθήκης της Λισαβώνας κ.ά..

 

[*1250]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην Κύπρο η νομολογία αναγνωρίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα προστατεύονται έναντι πάντων.

2.  Ως απάντηση των λόγων αυτών, ισχύει αναλογικά η υπόθεση Χαραλάμπους v. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ ( κατωτέρω)  όπου σαφώς έχει τεθεί ότι δεν χωρούν οι αρχές του Διοικητικού Δικαίου ή ακόμη και η αρχή της τριτενέργειας σε μια σύμβαση εργοδότησης - εφόσον, όπως εδώ προκύπτει, λύθηκε με συμφωνία επί του ποσού της αποζημίωσης και στοιχειοθετείται η αρχή του κωλύματος.

3.  Εν προκειμένω, οι εφεσείοντες ρητά συμφώνησαν και δέχθηκαν αποζημιώσεις για αποχώρηση τους από την εταιρεία. Επικαλέστηκαν στη συνέχεια παραβιάσεις κυρίως της αρχής της ισότητας γιατί άλλοι υπάλληλοι μεταγενέστερα δέχθησαν να αποχωρήσουν με αυξημένα ποσά. Αυτή η θέση δεν μπορεί να ενταχθεί με οποιονδήποτε εύλογο τρόπο στην αρχή της τριτενέργειας για κανένα από τα επικαλούμενα δικαιώματα.

4.  Εν πάση περιπτώσει δεν στοιχειοθετείτο ούτε παραίτηση, ούτε μείωση δικαιωμάτων και ούτε οι περιστάσεις αφορούσαν παράνομη απόλυση.

5.  Είναι οι ίδιοι οι εφεσείοντες που προέβησαν στη συμφωνία αυτή έχοντας υπόψη, πόσα θα λάμβαναν και πότε τούτο θα συντελείτο και  στα πλαίσια της δικαιοπρακτικής τους ελευθερίας, κατέληξαν στην υπογραφή του σχετικού τεκμηρίου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χατζηστυλλή v. Κυπριακών Αερογραμμών (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 989,

 

Διονά v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 1235, ECLI:CY:AD:2016:A250,

 

Χαραλάμπους v. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 513,

 

Γιάλλουρος v. Νικολάου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 558,

 

Νικολαΐδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7,

 

Μαυρομμάτης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 910,

 

Μοντάνιος v. Δ. Σ. Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων (2003) 1 Α.Α.Δ. 610,

 

[*1251]Αδάμος Ιωάννου & Υιοί Λτδ v. Βαρνάβα (2016) 1 Α.Α.Δ. 721, ECLI:CY:AD:2016:A146.

 

Cur. adv. vult.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σολωμονίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 854/2017), ημερομηνίας 18/4/2011.

 

Αλ. Μαρκίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Χ. Καραολίδου, για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο 1.

 

Π. Πολυβίου, για τους Eφεσίβλητους 2.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ό,τι απόμεινε από την πολύχρονη ιστορία των Κυπριακών Αερογραμμών, εκτός από την ανάμνηση του χαρακτηριστικού σήματος με το αγρινό των κυπριακών αιθέρων που σταμάτησε να πετά, είναι οι δικαστικές διαμάχες και υπόλοιπα χρεών και απαιτήσεων μέσω μιας εκκαθάρισης.  Αυτή ήταν η θλιβερή κατάληξη της Κύπρου που δοκίμασε ανεπιτυχώς να αυτονομηθεί στον αεροπορικό τομέα.

 

Μια τέτοια «διαμάχη» η οποία προέκυψε πριν από πολλά χρόνια είναι και η παρούσα έφεση που στρέφεται κατά απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε αγωγή που είχαν εγείρει οι εφεσείοντες ως ενάγοντες εναντίον των δύο εφεσιβλήτων ως εναγομένων.

 

Οι εφεσείοντες ήσαν κατά τον προ της αγωγής χρόνο, εργοδοτούμενοι της εφεσίβλητης 2 και η εργοδότηση τους έληξε με βάση συγκεκριμένα σχέδια που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια. Με την αγωγή τους ζητούσαν από κοινού και/ή κεχωρισμένως αποζημιώσεις διαφόρων ποσών για ζημιά που υπέστησαν ένεκα:

 

«(α) της διαφοράς που προσδιορίζεται στην αντίστοιχη για κάθε ενάγοντα υποπαράγραφο της παραγρ. 2 της Έκθεσης Απαίτησης ως αποζημιώσεις για ζημία, την οποία υπέστη συνεπεία [*1252]παράβασης της Συμφωνίας, αναφερόμενη στην παραγρ.4 της Έκθεσης Απαίτησης του Οκτώβρη του 2004 και/ή ως αποζημιώσεις για δόλο και/ή δολία ψευδή παράσταση και/ή διαβεβαίωση, και

 

(β) Αποζημιώσεις και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για περιουσιακή και/ή υλική και/ή ηθική ζημία, που υπέστη συνεπεία παράβασης της αρχής της ισότητας και/ή της σε βάρος του/της πιο πάνω δυσμενούς διάκρισης, και άλλης μορφής αποζημιώσεις ως προσδιορίζονται στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης».

 

Διά της Έκθεσης Υπεράσπισης τους οι εφεσίβλητοι προέβαλαν κυρίως το θέμα ότι οι εφεσείοντες συμβατικά αποδέχθησαν και εισέπραξαν ποσά αποζημιώσεων με ρητή δήλωση ότι είχαν ικανοποιηθεί οι οικονομικές τους διεκδικήσεις από τον τερματισμό των υπηρεσιών τους στην υπηρεσία της εφεσείουσας 2, υπογράφοντας προς τούτο εξοφλητική απόδειξη, με ρητή δήλωση ότι είχαν ικανοποιηθεί οι οικονομικές διεκδικήσεις τους.

 

Είναι κοινό έδαφος ότι η εφεσίβλητη 2, αντιμετωπίζοντας ιδίως τα έτη 2003-2004 σοβαρά οικονομικά προβλήματα και με σκοπό την περικοπή δαπανών, επιδίωξε την αποχώρηση αριθμού εργαζομένων.  Αυτά τα οικονομικά προβλήματα βέβαια, στη συνέχεια, ενδεχομένως μαζί με άλλους παράγοντες, είχαν σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο της Εταιρείας, όπως είναι κοινό έδαφος.

 

Επανερχόμενοι στο έτος 2004 έγινε κατ’ αρχήν κατανοητό ενόψει των σοβαρών προβλημάτων ότι έπρεπε να ληφθούν σοβαρά μέτρα όπως – μεταξύ άλλων – η περικοπή δαπανών και η αποχώρηση υπαλλήλων από την Εταιρεία.  Βασικό επίσης κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ότι η σύναψη δανείων με κυβερνητικές εγγυήσεις θα ήταν δυνατή μόνο με την έγκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αξίωνε κατάρτιση ενός πλήρους Σχεδίου Αναδιάρθρωσης.

 

Στο πλαίσιο αυτό κλήθηκε ο Υπουργός Εργασίας να υποβάλει σχετική πρόταση, όπως και έπραξε το Νιόβρη του 2004.  Στην πρόταση αυτή περιλαμβανόταν το Σχέδιο Αποζημίωσης για τερματισμό απασχόλησης προσωπικού Κυπριακών Αερογραμμών λόγων πλεονασμού (τεκμήριο 4Α – Παράρτημα ΙΙ). Λίγο μετά – στις 25.1.2005 σχετικό Υπόμνημα στάληκε για ενημέρωση προς όλους τους Διευθυντές Τμημάτων που περιείχε το Παράρτημα ΙΙ (τεκμήριο 4Β).

 

[*1253]Είναι με βάση αυτό το έγγραφο (Παράρτημα ΙΙ των τεκμηρίων 4Α και Β) που τερματίστηκε η απασχόληση 123 υπαλλήλων των Κυπριακών Αερογραμμών, εκ των οποίων είναι οι εφεσείοντες/ενάγοντες.

 

Στη συνέχεια – στις 20.12.2005 – η εφεσίβλητη 2 ετοίμασε «Αναθεωρημένο σχέδιο αποζημίωσης» (τεκμ.4ΒΙΙ), με βάση το οποίο αποχώρησαν 376 υπάλληλοι οι οποίοι αποζημιώθηκαν με βάση τις πρόνοιες του Αναθεωρημένου Σχεδίου 20.12.2005.

 

Στις 20.10.2006 κυκλοφόρησε ελαφρώς αναθεωρημένο σχέδιο (τεκμ.4Γ) και με βάση αυτό αποχώρησαν 12 Λειτουργοί της Εταιρείας.

 

Όπως φαίνεται υπήρξε διαφορά αποζημιώσεων που πήραν οι 123 υπάλληλοι (περιλαμβανομένων των εφεσειόντων) σε σχέση με αυτή που έλαβαν οι υπόλοιποι εργοδοτούμενοι ως άνω.

 

Αυτή η διαφορά υπήρξε η «κινητήριος δύναμη» έγερσης της αγωγής και της συνέχειας της ένεκα της πρωτόδικης απόρριψης της.

 

Οι εφεσείοντες, αποχώρησαν με βάση το Παράρτημα ΙΙ των τεκμηρίων 4Α και 4Β (που κυκλοφόρησαν το Νοέμβριο του 2004 και Ιανουάριο του 2005). Τα Σχέδια που κυκλοφόρησαν στις 20.12.2005 (Τεκμήριο 4Β(ΙΙ) και 20.10.2006 (Τεκμήριο 4Γ) είναι ευνοϊκότερα για τους υπαλλήλους, δηλαδή οι υπάλληλοι που αποχώρησαν με βάση τα τελευταία δυο σχέδια πήραν υπέρτερα ωφελήματα σε σχέση με τους υπαλλήλους που αποχώρησαν με βάση το Σχέδιο του Ιανουαρίου του 2005 (Τεκμήριο 4Β).

 

Με την αγωγή τους, οι εφεσείοντες αξίωναν αναπροσαρμογή των ωφελημάτων που έλαβαν (με βάση το Σχέδιο του Ιανουαρίου 2005), ούτως ώστε τα ωφελήματα τους να είναι τα ίδια όπως τα ωφελήματα όσων αποχώρησαν μεταγενέστρα, με βάση τα Σχέδια του Δεκεμβρίου 2005 και του Οκτωβρίου 2006. Η θέση των εφεσιβλήτων 2 υπήρξε ότι η αγωγή ήταν παντελώς αβάσιμη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι οι εφεσείοντες υπέγραψαν πλήρεις εξοφλητικές αποδείξεις (τεκμ.2), οι οποίες δεν τους επέτρεπαν να επιδιώξουν οποιαδήποτε θεραπεία ή αποζημιώσεις που συγκρούονται με το περιεχόμενο τους. Επομένως κρίθηκε ότι δεν υπάρχει δικαίωμα σε διεκδίκηση οποιασδήποτε αποζημίωσης, και ειδικότερα της αποζημίωσης που προβλέπει ένα άλλο σχέδιο (μεταγενέστερο εκείνου με βάση το οποίο αποχώρησαν [*1254]οι εφεσείοντες). Οι εφεσείοντες αποχώρησαν με βάση το Σχέδιο του Ιανουαρίου του 2005, και ζητούν να επωφεληθούν του Σχεδίου του Δεκεμβρίου του 2005 (ή του Οκτωβρίου του 2006). Οι εφεσείοντες υπέγραψαν ελευθέρα βουλήσει, και χωρίς οποιοδήποτε εξαναγκασμό, Έγγραφα Απαλλαγής. Ως συνέπεια των πιο πάνω φυσικά η αγωγή απορρίφθηκε.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με 10 λόγους έφεσης, τους οποίους για σκοπούς ευχερέστερης εξέτασης θα κατατάξουμε σε τρεις ομάδες ως ακολούθως:

 

Ομάδα Α – Λόγοι 5, 7, 8 και 9.

 

Οι λόγοι αυτοί ομαδοποιούνται ως Ομάδα Α΄, αφού κυρίως και στην ουσία του περιεχομένου ενός εκάστου εξ αυτών, αφορούν και στοχεύουν είτε στο λανθασμένο της αξιολόγησης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είτε στα λανθασμένα συμπεράσματα επ’ αυτής της μαρτυρίας, είτε στη λάθος κρίση περί ανάγκης δικογράφησης ισχυρισμών.

 

Συγκεκριμένα, με τον 5ο λόγο οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά την πλάνη του Δικαστή όταν αποφάσιζε ότι οι εφεσίβλητοι δεν διαβεβαίωσαν και/ή δεν υποσχέθηκαν ότι εάν θα παραχωρούνταν μελλοντικά επιπρόσθετα ωφελήματα σε άλλους υπαλλήλους θα τα ελάμβαναν και οι εφεσείοντες και ότι κανένας από τους εφεσείοντες που κατέθεσε πρωτόδικα δεν ανέφερε ότι έλαβε μια τέτοια διαβεβαίωση.

 

Με τον 7ο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα, όταν αποφάσισε ότι η μαρτυρία των ΜΕ1, 2, 3 και 4 στο βαθμό και την έκταση που αντίκειται με το περιεχόμενο των εγγράφων απαλλαγής (τεκμ.1, έγγραφα 1-93) δεν είναι παραδεκτή. 

 

Με τον 8ο λόγο προσβάλλεται πλάνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν θεώρησε ότι ισχυρισμοί των πιο πάνω μαρτύρων επί των συνθηκών υπογραφής του Εγγράφου απαλλαγής έπρεπε να είχαν δικογραφηθεί.

 

Με τον 9ο λόγο αποδίδεται πλάνη στο πρωτόδικο Δικαστή επί το ότι, ενώ δεν θεώρησε αναξιόπιστη την ως άνω μαρτυρία των Μ1, 2, 3 και 4, εντούτοις, εφόσον είχε την άποψη ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας έπρεπε να ήταν δικογραφημένο, δεν προχώρησε αυτεπάγγελτα σε παροχή άδειας τροποποίησης και/ή σε τροποποίηση των δικογράφων.

[*1255]Για τους λόγους αυτούς πρωτίστως ενδιαφέρει η πρωτόδικη θεώρηση περί μη δικογράφησης συγκεκριμένων ισχυρισμών εκ μέρους των εφεσειόντων και ως εκ τούτου ο αποκλεισμός της εξέτασης τους. Δευτερευόντως, τίθεται εν αμφιβόλω και το έργο του Δικαστηρίου ως προς το έργο της αξιολόγησης.

 

Πρωτοδίκως τίθενται οι εξής παρατηρήσεις και διαπιστώσεις:

 

«Η βασική θέση της Υπεράσπισης τόσο του Εναγόμενου 1 όσο και της Εναγόμενης 2 είναι ότι οι Ενάγοντες κωλύονται να εγείρουν την παρούσα αγωγή καθότι υπέγραψαν έγγραφα απαλλαγής (Τεκμήριο 1) αναγνωρίζοντας ότι είχαν ικανοποιηθεί οι οικονομικές τους διεκδικήσεις οι απορρέουσες από τον τερματισμό των υπηρεσιών τους στις Κυπριακές Αερογραμμές. Στο σημείο αυτό της Υπεράσπισης δεν καταχωρίστηκε απάντηση εκ μέρους των Εναγόντων. Κατά την αντεξέταση των ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΕ3 και ΜΕ4 από τον ευπαίδευτο συνήγορο Υπεράσπισης της Εναγόμενης 2, κ. Π. Πολυβίου, αναφορικά με το θέμα της απουσίας χειρόγραφης επιφύλαξης δικαιωμάτων επί των εγγράφων απαλλαγής (Τεκμήριο 1), οι εν λόγω μάρτυρες απάντησαν ότι τους απαγορεύθηκε να επιφυλάξουν τα δικαιώματα τους, με την απειλή ότι εάν το έπρατταν δεν θα ελάμβαναν κανένα χρηματικό ποσό. Οι σχετικές απαντήσεις των ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΕ3 και ΜΕ4 είχαν ήδη καταγραφεί στα πρακτικά και ο κ. Πολυβίου ζήτησε όπως αυτές διαγραφούν ως μη δικογραφημένες. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων κ. Α. Μαρκίδης, έφερε ένσταση στη διαγραφή και το Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του, αποφάνθηκε ότι, ενόψει και των ήδη καταγραφεισών απαντήσεων στα πρακτικά/το θέμα θα εξεταζόταν κατά την έκδοση της τελικής ετυμηγορίας του».

 

Μετά την παράθεση σχετικής νομολογίας το Δικαστήριο συνεχίζει:

 

«Με βάση τα όσα προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, η μαρτυρία των ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΕ3 και ΜΕ4 περί απαγόρευσης επιφύλαξης των δικαιωμάτων τους από πλευράς της Εναγόμενης 2 με την απειλή ότι εάν το έπρατταν δεν θα τους καταβάλλονταν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα, κακώς δόθηκε και θα αγνοηθεί από το Δικαστήριο.

 

Η μαρτυρία των ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΕ3 και ΜΕ4 στο βαθμό και την έκταση που αντίκειται με το περιεχόμενο των εγγράφων απαλλαγής (Τεκμήριο 1 - έγγραφα 1-83), δεν είναι παραδεκτή. Οι Ενάγοντες γνώριζαν τι υπέγραφαν, τα υπέγραφαν οικειοθε[*1256]λώς, η δε σημασία του τι  υπέγραφαν είναι σαφής και δεν μπορούσε να αφήσει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο τους (δηλαδή των εγγράφων απαλλαγής)».

 

Είναι σαφές ότι οι πιο πάνω αναφορές αποτελούν αποδεκτή προσέγγιση και δεν διαπιστώνουμε λάθος ή παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία θα επέτρεπε των επέμβαση του Εφετείου στην επιτέλεση του έργου της αξιοπιστίας ή της εξαγωγής συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστή.

 

Όσο για την ανάγκη δικογράφησης ισχυρισμών ουσίας θα λέγαμε ότι η αντίθετη θεώρηση θα ήταν πλήρως λανθασμένη. Οι εφεσείοντες δεν έχουν καθόλου δίκαιο στη θέση, ούτε βέβαια στη διατύπωση του 9ου λόγου έφεσης ότι θα έπρεπε ο πρωτόδικος δικαστής να οδηγηθεί σε αυτοδίκαιη τροποποίηση ισχυρισμού ουσίας. Η προσέγγιση αυτή αντιμάχεται στην ουσία της το διαιτητικό ρόλο του Δικαστηρίου. Έπεται οι λόγοι αυτής της Ομάδας απορρίπτονται.

 

Ομάδα Β – Λόγοι 3, 4, 6 και 10

 

Με τον 3ο λόγο οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι ο Δικαστής πλανήθηκε περί το νόμο και/ή τα πράγματα όταν αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες αποπειράθηκαν να ονομάσουν τα σχέδια που καταρτίστηκαν μεταγενέστερα για την αφυπηρέτηση άλλων συναδέλφων τους ως Αναθεωρημένα Σχέδια του βασικού σχεδίου το οποίο οι ίδιοι αποδέχθησαν έτσι ώστε να επιτύχουν τη συμπερίληψη τους σε αυτά με βάση την αρχή της ισότητας. Για το λόγο αυτό θα είμαστε σύντομοι. Με όλο το σεβασμό δεν έχει καμιά σημασία κατά την κρίση μας πώς οι διάδικοι ονόμασαν τα σχέδια. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι πως διαμορφώθηκε η ζώσα πραγματικότητα και τι νόημα είχαν όλα τα σχέδια και ειδικά η σημασία του εγγράφου απαλλαγής που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.

 

Με τον 4ο λόγο οι εφεσείοντες αναφέρουν ότι πλανήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αποφάσισε ότι το λεκτικό του Εγγράφου Απαλλαγής (τεκμήριο 1) είναι τόσο σαφές που με την υπογραφή του από τους ίδιους απαλλάσσετο η εφεσίβλητη 2 από οποιαδήποτε ευθύνη είχε για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους και την αποχώρηση τους από την εταιρεία και με την υπογραφή τους εμποδίζονταν να διεκδικήσουν οποιεσδήποτε άλλες αποζημιώσεις.

 

Με τον 6ο λόγο προσβάλλεται η πλάνη περί το νόμο και/ή τα [*1257]πράγματα όταν ο Δικαστής ερμήνευσε το έγγραφο απαλλαγής (τεκμήριο 1), με τον τρόπο που το ερμήνευσε.

 

Με τον 10ο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε, όταν αποφάσισε ότι τα έγγραφα απαλλαγής υπεγράφησαν μεταγενέστερα των επιστολών – τεκμ.3, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι ενάγοντες εγκατέλειψαν οποιαδήποτε επιφύλαξη είχαν προηγουμένως θέσει οι δικηγόροι τους.

 

Ξεκινώντας από το 10ο λόγο παρατηρούμε ότι η πρωτόδικη διαπίστωση γεγονότων ήταν σαφής και οι εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος που έχουν να καταδείξουν είτε το λάθος είτε την πλάνη του Δικαστηρίου. Αντιθέτως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το σχετικό ισχυρισμό τους, τον συσχετίζει με τα κατατεθέντα τεκμήρια και τον απορρίπτει ως εξής:

 

«Σημειώνεται και τονίζεται ότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των επιστολών που αποστάληκαν από την Εναγόμενη 2 προς τους Ενάγοντες (Τεκμήριο 2) καθώς και από το περιεχόμενο των επιστολών που αποστάληκαν από τους δικηγόρους των Εναγόντων προς την Εναγόμενη 2 (Τεκμήριο 3), οι εν λόγω επιταγές που δόθηκαν προς τους Ενάγοντες δεν αφορούσαν τα ποσά της αποζημίωσης των Εναγόντων τα οποία έλαβαν μεταγενέστερα και υπέγραψαν προς τούτο τα σχετικά έγγραφα απαλλαγής (Τεκμήριο 1) αλλά τα ποσά που αναλογούσαν στην περίοδο της προειδοποίησης σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967. Εν πάση περιπτώσει οι επιστολές αυτές, ημερ. 18.3.2005, κατατέθηκαν στο Δικαστήριο (ως Τεκμήριο 3) για ό,τι αξίζουν γιατί τελικά εξουδετερώθηκαν με τη μεταγενέστερη ανεπιφύλακτη υπογραφή των εγγράφων απαλλαγής όπως έχει αναλυθεί πιο πάνω. Να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3, οι επιστολές αυτές στάληκαν εκ μέρους ορισμένων από τους Ενάγοντες και δη των Εναγόντων υπ’ αρ. 2, 4, 5, 8, 12, 13, 14, 16, 18, 20, 23, 26, 31, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 43, 44, 45, 47, 48, 49, 50, 51, 55, 56, 57, 58, 59, 61, 62, 65, 67, 68, 73, 74, 75, 79, 80, 81 και 83 και όχι εκ μέρους όλων των Εναγόντων. Τα έγγραφα απαλλαγής υπεγράφησαν μεταγενέστερα των εν λόγω επιστολών (Τεκμήριο 3), γεγονός που καταδεικνύει ότι οι Ενάγοντες εγκατέλειψαν οποιαδήποτε επιφύλαξη είχαν προηγουμένως θέσει οι δικηγόροι τους.»

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις κρίνονται ως εύλογες και τίποτε το μεμπτό δεν εντοπίζεται στη δικανική επ’ αυτού κρίση ώστε [*1258]να χωρεί επέμβαση μας.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι της Ομάδας αφορούν την ισχύ και εμβέλεια του Εγγράφου Απαλλαγής.  Το έγγραφο αυτό – τεκμ.1 – έχει ως εξής:

 

«ΕΠΕΙΔΗ ο/η κ ....................................  («ο  Υπάλληλος») είχε

εργοδοτηθεί από τις Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ («η Εταιρεία»).

 

ΕΠΕΙΔΗ η εργοδότηση και/ή οι υπηρεσίες του Υπαλλήλου έχουν τερματιστεί λόγω πλεονασμού,

 

ΕΠΕΙΔΗ η Εταιρεία έχει προσφέρει πάνω σε καθαρά χαριστική βάση (on a purely ex gratia basis) στον Υπάλληλο και οΥπάλληλος έχει αποδεκτεί το ποσό των ΛΚ ως αποζημίωση αναφορικά με τον τερματισμό των υπηρεσιών του.

 

Το ΠΑΡΟΝ μαρτυρεί τα ακόλουθα :

 

(α) Σε αντάλλαγμα και για αντιπαροχή του ποσού των ΛΚ τη λήψη του οποίου ο Υπάλληλος αναγνωρίζει, ο Υπάλληλος δηλώνει ότι όλες οι διεκδικήσεις και/ή απαιτήσεις και/ή δικαιώματα του, παρελθόντα, παρόντα ή μελλοντικά, που είχε, έχει ή δυνατό να είχε, είτε αναφορικά με τη σύμβαση εργασίας που έχει τερματιστεί όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είτε λόγω αυτού τούτου του τερματισμού των υπηρεσιών του, έχουν τελεσίδικα διευθετηθεί και ικανοποιηθεί.

 

(β) Σε αντάλλαγμα και για αντιπαροχή της πληρωμής του πιο πάνω ποσού ο Υπάλληλος με το παρόν δηλώνει ότι δεν έχει οποιαδήποτε εκκρεμούσα διεκδίκηση και/ή απαίτηση εναντίον της Εταιρείας που απορρέει άμεσα ή έμμεσα από την υπηρεσία του στην Εταιρεία και/ή από τον τερματισμό αυτής και/ή από οποιοδήποτε άλλο λόγο ή αιτία.

 

(γ) Επιπρόσθετα ο Υπάλληλος δηλώνει ότι μετά από την πιο πάνω αναφερόμενη πληρωμή του ποσού των ΛΚ .... η Εταιρεία αποδεσμεύεται και απαλλάσσεται τελεσίδικα από οποιαδήποτε χρηματικά ποσά, και/ή αγωγές, και/ή δικαστικές και/ή άλλες διαδικασίες και/ή διεκδικήσεις οποιασδήποτε φύσης και/ή μορφής που ο Υπάλληλος είχε, τώρα έχει ή δυνατό να είχε κατά οποιοδήποτε χρόνο προηγουμένως, εναντίον της Εταιρείας για και/ή λόγω και/ή σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία, υπόθεση ή οτιδήποτε πράγμα, μέχρι [*1259]και συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας του παρόντος.

 

Ημερομηνία .........................................

 

                                                                        Ο Υπάλληλος

                                                            (Υπ.) ..................................

 

                                                                        Η Εταιρεία

                                                            (Υπ.) ..................................

 

Μάρτυρες

 

1 ..................................

2 ..................................»

 

Θα συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο  Δικαστήριο ότι το πιο πάνω λεκτικό είναι σαφές και υπό το πρίσμα του δοθέντος χρόνου που συντελέστηκε απαλλάσσει την εφεσίβλητη 2 από οποιαδήποτε ευθύνη για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους και την αποχώρηση τους από την Εταιρεία.

 

Ρητώς και με την υπογραφή του πιο πάνω εγγράφου οι εφεσείοντες εμποδίζονται να διεκδικούν οποιεσδήποτε άλλες αποζημιώσεις αφού με σαφήνεια και in concreto στη τελευταία παράγραφο γίνεται αποδέσμευση της εταιρείας από οποιαδήποτε χρηματικά ποσά ή αγωγές ή διεκδικήσεις του υπαλλήλου κατά της εταιρείας.

 

Η παράλληλη αντιπαροχή της χαριστικής αποζημίωσης σφραγίζει το χαρακτήρα της πιο πάνω απαλλαγής ως έχουσας τα στοιχεία του κωλύματος ως ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Χατζηστυλλή v. Κυπριακών Αερογραμμών (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 989 όπου ετέθη παρόμοιο θέμα για την ισχύ τέτοιων εγγράφων. Υιοθετούμε δε ως προς αυτό όσα έχουμε πει στην απόφαση μας που επίσης εκδίδεται σήμερα στη Διονά v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 1235, ECLI:CY:AD:2016:A250.

 

Ομάδα Γ – Λόγοι έφεσης 1 και 2

 

Με τον 1ο και 2ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες θεωρούν ότι ο πρωτόδικος δικαστής πλανήθηκε περί το νόμο και/ή τα πράγματα όταν απέφυγε να αποφασίσει επί της βασικής θέσης και/ή αξίωσης των εφεσειόντων περί παραβίασης της Αρχής της Ισότητας από τους εφεσίβλητους, και ότι πλανήθηκε όταν δεν αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν παραβιάσει τις σχετικές αρχές ως εκτίθενται πιο [*1260]κάτω.

 

Στα πλαίσια των λόγων αυτών οι εφεσείοντες επικαλούνται την αρχή της τριτενέργειας για συνταγματικά δικαιώματα που το Πολιτικό Δικαστήριο είχε καθήκον να εφαρμόσει για προστασία των ακολούθων:

 

-   Άρθρο 28 του Συντάγματος (αρχή της ισότητας)

-   Κοινοτικό Δίκαιο (Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) – κυρίως Άρθρα 6, 20, 141 της Συνθήκης της Λισαβώνας κ.ά. (βλ.σελ.12 όπως επίσης σελ.17-21 αγόρευσης του κ. Μαρκίδη).

 

Όπως τονίζεται από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους, στην Κύπρο η νομολογία αναγνωρίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα προστατεύονται έναντι πάντων.

 

Θεωρούμε ότι ως απάντηση των λόγων αυτών ισχύει αναλογικά η υπόθεση Χαραλάμπους v. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2010)1 Α.Α.Δ. 513 που σαφώς έχει τεθεί ότι δεν χωρούν οι αρχές του Διοικητικού Δικαίου ή ακόμη και η αρχή της τριτενέργειας σε μια σύμβαση εργοδότησης – εφόσον, όπως εδώ προκύπτει, λύθηκε με συμφωνία επί του ποσού της αποζημίωσης και στοιχειοθετείται η αρχή του κωλύματος.

 

Η αρχή της τριτενέργειας ως έχει νομολογιακά καθιερωθεί εφαρμόζεται από Πολιτικό Δικαστήριο, όταν θίγεται θεμελιώδες δικαίωμα ατόμου που διασφαλίζεται από το Σύνταγμα (βλ. Γιάλλουρος v. Νικολάου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 558, Νικολαΐδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7, Μαυρομμάτης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 910 και Μοντάνιος v. Δ. Σ. Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων (2003) 1 Α.Α.Δ. 610).

 

Αναλυτική προσέγγιση του θέματος της τριτενέργειας αντικρύζουμε στο Σύγγραμμα Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Δαγτόγλου, 4η ενημερωμένη έκδοση του 2012, σελ.100 κ. επ. όπου εκτός από την ιστορική εξέλιξη του θέματος γίνεται και συγκριτική αναφορά του Ελληνικού Δικαίου της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΕΔΑΔ. (Βλ. επίσης το Σύγγραμμα Κουκιάδης Εργατικό Δίκαιο, έκδ.ζ΄ σελ.34 κ.ε.) Θα πρέπει να παρατηρήσουμε απ’ αυτή τη συγκριτική μελέτη ότι η κυπριακή νομολογία (ως άνω έχει ενδεικτικά παρατεθεί) παρέχει γενικά ευρύτερο πεδίο προστασίας απ’ ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εφόσον βέβαια στοιχειοθετείται παραβίαση θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος.

[*1261]Εν προκειμένω οι εφεσείοντες ρητά συμφώνησαν και δέχθηκαν αποζημιώσεις για αποχώρηση τους από την εταιρεία.  Επικαλούνται στη συνέχεια παραβιάσεις κυρίως της αρχής της ισότητας γιατί άλλοι υπάλληλοι μεταγενέστερα δέχθησαν να αποχωρήσουν με αυξημένα ποσά.  Αυτή η θέση δεν μπορεί να ενταχθεί με οποιονδήποτε εύλογο τρόπο στην αρχή της τριτενέργειας για κανένα από τα επικαλούμενα δικαιώματα ως αναλύονται στην αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων.

 

Εν πάση περιπτώσει δεν στοιχειοθετείται ούτε παραίτηση, ούτε μείωση δικαιωμάτων και ούτε οι περιστάσεις αφορούν παράνομη απόλυση για να ισχύσουν αυτά που έχουν επισημανθεί υπό Μιχαηλίδου Δ., στην Ιωάννου & Υιοί Λτδ v. Βαρνάβα (2016) 1 Α.Α.Δ. 721, ECLI:CY:AD:2016:A146, είτε στο Σύγγραμμα του Ιωάννη Ληξουριώτη Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 4η έκδ. σελ.63 κ.ε., όπως αναλύουμε και στην απόφαση Διονά (ανωτέρω).

 

Είναι οι ίδιοι οι εφεσείοντες που προέβησαν στη συμφωνία αυτή έχοντας υπόψη, πόσα θα λάμβαναν και πότε τούτο θα συντελείτο και  στα πλαίσια της δικαιοπρακτικής τους ελευθερίας κατέληξαν στην υπογραφή του σχετικού τεκμηρίου.

 

Δεν θα είμαστε απρόθυμοι να εφαρμόσουμε την αρχή της τριτενέργειας και στον τομέα του Εργατικού Δικαίου (βλ. το Σύγγραμμα Ατομικά Κοινωνικά Δικαιώματα του Κ. Χρυσογόνου, εκδ. 1998, σελ. 118) αν θεωρούσαμε ότι υπήρξε παραβίαση ατομικού δικαιώματος. Όμως στην πραγματικότητα δεν στοιχειοθετείται τέτοια παραβίαση.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3,500 υπέρ εφεσίβλητου 1 και €3,500 υπέρ εφεσίβλητης 2 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.  Η ευθύνη των εφεσειόντων ως προς τα έξοδα είναι κοινή και/ή κεχωρισμένως.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο