Wakeham John Eric ν. Audar Majid Bhatti και Άλλος (2016) 1 ΑΑΔ 1266

ECLI:CY:AD:2016:A255

(2016) 1 ΑΑΔ 1266

[*1266]25 Μαΐου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ERIC JOHN WAKEHAM,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

1. AUDAR MAJID BHATTI,

2. DILDAR UKAYE,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 49/2011)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Παραμερισμός απόφασης ― Επιτρεπτική κατάληξη σε έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση παραμερισμού εκδοθείσας απόφασης, λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης ― Δεν επρόκειτο για περίπτωση επίδειξης αδιαφορίας για την αγωγή, η οποία προσλάμβανε τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου ― Ούτε αφορούσε υπόθεση στην οποία δεν είχαν δοθεί εξηγήσεις ως προς την όποια καθυστέρηση προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Πολιτική Δικονομία ― Παραμερισμός απόφασης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Το βασικό κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη είναι κατά πόσον ο Εναγόμενος ικανοποιεί το Δικαστήριο πως έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην Αγωγή, ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να την προβάλει ― Τα υπόλοιπα κριτήρια, όπως η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, παρά τη σημασία τους, κατά κανόνα δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες, δηλαδή την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.

 

Με αγωγή που καταχώρησαν σε Επαρχιακό Δικαστήριο οι Εφεσίβλητοι - ενάγοντες διεκδικούσαν από τον Εφεσείοντα - εναγόμενο χρηματικό ποσό το οποίο δόθηκε άνευ αντικειμένου και/ή χωρίς αντάλλαγμα και/ή άλλως πως, πλέον τόκους και έξοδα.

 

Οι Εφεσίβλητοι, αφού καταχώρησαν γενική οπισθογράφηση της απαίτησης τους στις 26.5.2010, προχώρησαν, στις 28.5.2010, στην κατα[*1267]χώρηση μονομερούς αίτησης για έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε αυθημερόν της αίτησης αυτής εκδίδοντας τα αιτούμενα διατάγματα, τα οποία όρισε επιστρεπτέα λίγες μέρες αργότερα, στις 3.6.2010. Κατά την εν λόγω ημερομηνία και αφού διαπίστωσε ότι υπήρξε επίδοση των εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων, την 1.6.2010, τα κατέστησε απόλυτα. Στις 16.6.2010 καταχωρήθηκε η έκθεση απαίτησης στην υπό αναφορά αγωγή και στις 23.6.2010 αίτηση για απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα, λόγω παράλειψής του να καταχωρήσει εμφάνιση. Στις 29.6.2010 το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την προαναφερθείσα αίτηση σε συνάρτηση με την ένορκο δήλωση που τη συνόδευε, προχώρησε στην έκδοση απόφασης εναντίον του Εφεσείοντα. Μετά την πάροδο τρισήμισυ περίπου μηνών, στις 15.10.2010, ο Εφεσείοντας καταχώρησε αίτηση παραμερισμού, με την οποία ζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου για παραμερισμό και/ή ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του ημερομηνίας 29.6.2010. Περαιτέρω, ζητούσε διάταγμα για παραμερισμό και/ή ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος ημερομηνίας 28.5.2010.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την ενώπιόν του αίτηση, κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης.

 

Τούτο, παρά το γεγονός ότι διαπίστωσε ότι ο Εφεσείοντας ικανοποίησε το πρωταρχικό κριτήριο της αποκάλυψης καλής υπεράσπισης επί όλων των επίδικων ζητημάτων, τέτοιας μορφής δηλαδή υπεράσπισης η οποία και θα δικαιολογούσε επανάνοιγμα της υπόθεσης. Ο εντοπισμός από το Δικαστήριο ότι καταδείχθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης και, κατ’ ακολουθία, αδιαφορία για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και τα δικαιώματα της αντίδικης πλευράς, ήταν το κρίσιμο στοιχείο που οδήγησε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για απόρριψη του αιτήματος παραμερισμού.

 

Η πιο πάνω απόφαση αμφισβητήθηκε στην ολότητα της με την έφεση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Σε θεμελιακή επί του θέματος νομολογία, επεξηγείται ότι το Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, ισοζυγίζοντας πάντα τις δύο ουσιαστικές παραμέτρους, αφενός  την ανάγκη να ακούγεται ο διάδικος επί της ουσίας της υπόθεσής του και αφετέρου την ανάγκη της κατά το δυνατό ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης.

  2.   Το βάρος για παραμερισμό ερήμην απόφασης βρίσκεται επί των [*1268]ώμων του εκάστοτε αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να υποδείξει μια καλή υπεράσπιση, αλλά και να θεμελιώσει ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητη ολιγωρία ή περιφρονητική συμπεριφορά στη δικαστική διαδικασία.

  3.   Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν τίθετο προς εξέταση ζήτημα αποκάλυψης εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.

  4.   Προς κρίση παρέμενε, η κατάληξη μόνο, του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της παροχής ικανοποιητικής και εύλογης εξήγησης για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην κίνηση του μηχανισμού για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης.

  5.   Η εκδοχή του Εφεσείοντα ως προς τους λόγους της καθυστέρησης των τρισήμισυ μηνών προς υποβολή του αιτήματος για παραμερισμό, παρέμεινε χωρίς αντίκρουση και υιοθετήθηκε στη βάση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

  6.   Ο Εφεσείοντας τελούσε κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές μετά από καταδίκη του ημερομηνίας 10.2.2010, με πιθανή ημερομηνία αποφυλάκισής του την 29.6.2010.

  7.   Το γεγονός αυτό ήταν σε γνώση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως αποτέλεσμα επιστολής αρμόδιου λειτουργού.

  8.   Έθεσε περαιτέρω ο Εφεσείοντας ότι ενώ βρισκόταν στις Φυλακές αντιμετώπιζε προβλήματα επικοινωνίας με το δικηγόρο του, στη συνέχεια δε, μετά την αποφυλάκισή του, υπέφερε από προβλήματα υγείας και χρειάστηκε να επισκεφθεί κατ’ επανάληψη το τμήμα Φυσιοθεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας. Σχετικά πιστοποιητικά παρουσιάστηκαν ως τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για παραμερισμό.

  9.   Πέραν των πιο πάνω, και λόγω της φύσης της υπόθεσης και της εκτεταμένης χρονικής διάρκειας που κάλυπταν τα γεγονότα που την περιέβαλλαν, καθίστατο αναγκαία η αναζήτηση και εντοπισμός μεγάλου αριθμού τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων καταστάσεων λογαριασμών, και μετάφρασής τους, ούτως ώστε να είναι δυνατή η τεκμηρίωση εκ μέρους της πλευράς του Εφεσείοντα της θέσης περί ύπαρξης καλής υπεράσπισης.

10. Υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων, δεν εντοπιζόταν οποιαδήποτε ασυγχώρητη αμέλεια ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή ασέβεια ή περιφρονητική συμπεριφορά του Εφεσείοντα στη δικαστική διαδικασία.

11. Συνακόλουθα δεν ήταν ορθή η πρωτόδικη προσέγγιση περί ύπαρξης ολιγωρίας.

12. Πολύ δε περισσότερο λαμβάνοντας υπόψη ότι έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο η συνδρομή του βασικού κριτηρίου που λαμβάνεται υπόψη σε τέτοιες περιπτώσεις, η ύπαρξη δηλαδή εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.

13. Η έφεση δεν είχε περιθώρια επιτυχίας, αναφορικά με το εκδοθέν [*1269]προσωρινό διάταγμα διότι ήταν αποτέλεσμα μονομερούς προσφυγής των Εφεσιβλήτων στο Δικαστήριο, το οποίο ικανοποιήθηκε για την συνύπαρξη των προϋποθέσεων παροχής θεραπείας στην απουσία της αντίδικης πλευράς.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Pechtchachanskaia κ.ά. v. Esipovich (2014) 1 Α.Α.Δ. 1207, ECLI:CY:AD:2014:A409,

 

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή-Εναγόμενο εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1466/2010), ημερομηνίας 19/1/2011.

 

Αλ. Κουκούνης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

 

Μ. Φιλίππου (κα), για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας οι Εφεσίβλητοι – ενάγοντες διεκδικούσαν από τον Εφεσείοντα – εναγόμενο λίρες Αγγλίας 249.465 ή το ισόποσο σε ευρώ, ως ποσό το οποίο δόθηκε άνευ αντικειμένου και/ή χωρίς αντάλλαγμα και/ή άλλως πως, πλέον τόκους και έξοδα. Ηταν το βασικό πλέγμα των ισχυρισμών τους ότι συμφώνησαν μετά από προτροπές του Εφεσείοντα όπως του παραχωρήσουν πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο να προχωρούσε στην αγορά ακινήτων στην Κύπρο στο όνομα των Εφεσιβλήτων για σκοπούς επένδυσης. Ηταν η προέκταση των θέσεων τους ότι προς υλοποίηση της πιο πάνω συνεννόησης του απέστειλαν το διεκδικούμενο ποσό. Διαπίστωσαν στην πορεία ότι ο Εφεσείοντας αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και ότι δεν είχε προχωρήσει στην αγορά των συμφωνηθέντων ακινήτων. Παρά δε τις επανειλημμένες οχλήσεις και υποσχέσεις παρέλειψε να τους επιστρέψει το πιο πάνω [*1270]ποσό χρημάτων.

 

Οι Εφεσίβλητοι, αφού καταχώρησαν γενική οπισθογράφηση της απαίτησης τους στις 26.5.2010, προχώρησαν, στις 28.5.2010, στην καταχώρηση μονομερούς αίτησης για έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε αυθημερόν της αίτησης αυτής εκδίδοντας τα αιτούμενα διατάγματα, τα οποία όρισε επιστρεπτέα λίγες μέρες αργότερα, στις 3.6.2010. Κατά την εν λόγω ημερομηνία και αφού διαπίστωσε ότι υπήρξε επίδοση των εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων, την 1.6.2010, τα κατέστησε απόλυτα. Στις 16.6.2010 καταχωρήθηκε η έκθεση απαίτησης στην υπό αναφορά αγωγή και στις 23.6.2010 αίτηση για απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα, λόγω παράλειψής του να καταχωρήσει εμφάνιση. Στις 29.6.2010 το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την προαναφερθείσα αίτηση σε συνάρτηση με την ένορκο δήλωση που τη συνόδευε, προχώρησε στην έκδοση απόφασης εναντίον του Εφεσείοντα. Μετά την πάροδο τρισήμισυ περίπου μηνών, στις 15.10.2010, ο Εφεσείοντας καταχώρησε αίτηση παραμερισμού, με την οποία ζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου για παραμερισμό και/ή ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του ημερομηνίας 29.6.2010. Περαιτέρω, ζητούσε διάταγμα για παραμερισμό και/ή ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος ημερομηνίας 28.5.2010. Είναι η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.1.2011 που αφορούσε τα πιο πάνω αιτήματα παραμερισμού που συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας απόφασής μας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την ενώπιόν του αίτηση υπό το πρίσμα των νομικών αρχών που διέπουν το ζήτημα παραμερισμού απόφασης και εξισορροπώντας από τη μια την ανάγκη αποτελεσματικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα να προβάλει τη θέση του και από την άλλη την ανάγκη διασφάλισης της άνευ προσκόμματος αποπεράτωσης της δίκης, κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης. Τούτο, παρά το γεγονός ότι διαπίστωσε ότι ο Εφεσείοντας ικανοποίησε το πρωταρχικό κριτήριο της αποκάλυψης καλής υπεράσπισης επί όλων των επίδικων ζητημάτων, τέτοιας μορφής δηλαδή υπεράσπισης η οποία και θα δικαιολογούσε επανάνοιγμα της υπόθεσης. Ο εντοπισμός από το Δικαστήριο ότι καταδείχθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης και, κατ’ ακολουθία, αδιαφορία για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και τα δικαιώματα της αντίδικης πλευράς, ήταν το κρίσιμο στοιχείο που οδήγησε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για απόρριψη του αιτήματος παραμερισμού. Θα παραθέσουμε σε κατοπινό [*1271]στάδιο το σχετικό σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού παρεμβάλουμε προηγουμένως τις νομικές αρχές που καλύπτουν το ζήτημα παραμερισμού απόφασης:

 

Όπου η διαδικασία έχει εξελιχθεί κανονικά και έχει οδηγηθεί στην έκδοση απόφασης λόγω αβλεψίας και/ή παράλειψης εναγόμενου να εμφανισθεί, το Δικαστήριο είναι δυνατό να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του παραμερισμού της απόφασης εάν ο εναγόμενος ικανοποιήσει ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή και η μη εμφάνισή του ήταν, υπό τις περιστάσεις, δικαιολογημένη. Το ζήτημα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην σχετικά πρόσφατη απόφασή του Pechtchachanskaia κ.ά. v. Esipovich (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A409Α.Α.Δ. 1207, όπου, συνοπτικά, παρατίθενται οι αρχές:

 

«Σειρά αποφάσεων και πάγια νομολογία έχουν εδραιώσει τα κριτήρια καθοδήγησης που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παραμερίσει απόφαση εκδοθείσα ερήμην εναγομένου. Το βασικό κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη είναι κατά πόσον ο Εναγόμενος ικανοποιεί το Δικαστήριο πως έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην Αγωγή, ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να την προβάλει. Τα υπόλοιπα κριτήρια, όπως για παράδειγμα η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, παρά τη σημασία τους, κατά κανόνα δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες, δηλαδή την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Το Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, ισοζυγίζοντας δύο θεμελιακές αρχές, δηλαδή, αφενός την ανάγκη να ακούγεται ο διάδικος επί της ουσίας της υπόθεσής του και, αφετέρου, την ανάγκη της όσο το δυνατό ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, κριτήριο εξίσου σοβαρό για το Δικαστήριο είναι και η αναγκαιότητα να σφραγίζονται οι δικαστικές αποφάσεις με τελεσιδικία. (Bίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. v. Χάπυ Στρήτς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 28, Γιάγκου κ.ά. v. Φωτίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 250, ECLI:CY:AD:2014:A56).»

 

Στην θεμελιακή επί του θέματος ακύρωσης υπόθεση Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, επεξηγείται ότι το Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, ισοζυγίζοντας πάντα τις δύο ουσιαστικές παραμέτρους, αφενός δηλαδή την ανάγκη να ακούγεται ο διάδικος επί της ουσίας της υπόθεσής του και αφετέρου την ανάγκη της κατά το δυνατό ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης. Συνακόλουθη παράμετρος είναι και η επιβεβαίωση της αναγκαιότητας να σφραγίζονται οι δικαστικές αποφάσεις [*1272]με τελεσιδικία.

 

Το βάρος για παραμερισμό ερήμην απόφασης βρίσκεται επί των ώμων του εκάστοτε αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να υποδείξει μια καλή υπεράσπιση, αλλά και να θεμελιώσει ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητη ολιγωρία ή περιφρονητική συμπεριφορά στη δικαστική διαδικασία.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως ήδη λέχθηκε, δεν τίθεται προς εξέταση ζήτημα αποκάλυψης εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Αυτό για το λόγο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε πως τέτοια καλή υπεράσπιση, επί όλων των επιδίκων θεμάτων, είχε αποκαλυφθεί λόγω της έκτασης των ισχυρισμών και των λεπτομερειών που προβλήθηκαν από τον Εφεσείοντα και της σωρείας των τεκμηρίων που επισυνάφθηκαν στην ένορκο δήλωσή του. Προς κρίση παραμένει η κατάληξη και μόνο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της παροχής ικανοποιητικής και εύλογης εξήγησης για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην κίνηση του μηχανισμού για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείοντας προβάλλει, ουσιαστικά, ότι η προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη.

 

Ορθά παραπονείται η πλευρά του Εφεσείοντα επί του προκειμένου. Καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε μεν σε έκταση τη σχετική νομολογία, στην πράξη όμως η εφαρμογή των αρχών επί των γεγονότων της υπόθεσης υπήρξε, με όλο το σεβασμό, εσφαλμένη. Επεξηγούμε:

 

Η εκδοχή το Εφεσείοντα ως προς τους λόγους της καθυστέρησης των τρισήμισυ μηνών προς υποβολή του αιτήματος για παραμερισμό παρέμεινε χωρίς αντίκρουση και υιοθετήθηκε στη βάση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο Εφεσείοντας τελούσε κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές μετά από καταδίκη του ημερομηνίας 10.2.2010, με πιθανή ημερομηνία αποφυλάκισής του την 29.6.2010. Ας σημειωθεί ότι το γεγονός αυτό ήταν σε γνώση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως αποτέλεσμα επιστολής αρμόδιου λειτουργού του τμήματος Φυλακών, ημερομηνίας 2.6.2010, ο οποίος πληροφορούσε σχετικά τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και ενημέρωνε το Δικαστήριο ότι ως εκ τούτου ο Εφεσείοντας δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί στις 3.6.2010, οπόταν τα εκδοθέντα μονομερώς προσωρινά διατάγματα είχαν παραμείνει ως επιστρεπτέα. Εθεσε περαιτέρω ο Εφεσείοντας ότι ενώ βρισκόταν στις Φυλακές αντιμετώπιζε προβλήματα επικοινωνίας με το δικηγόρο του, στη συνέχεια δε, μετά την αποφυλάκισή του, [*1273]υπέφερε από προβλήματα υγείας και χρειάστηκε να επισκεφθεί κατ’ επανάληψη το τμήμα Φυσιοθεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας. Σχετικά πιστοποιητικά παρουσιάστηκαν ως τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για παραμερισμό. Πέραν των πιο πάνω, και λόγω της φύσης της υπόθεσης και της εκτεταμένης χρονικής διάρκειας που κάλυπταν τα γεγονότα που την περιέβαλλαν, καθίστατο αναγκαία η αναζήτηση και εντοπισμός μεγάλου αριθμού τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων καταστάσεων λογαριασμών, και μετάφρασής τους, ούτως ώστε να είναι δυνατή η τεκμηρίωση εκ μέρους της πλευράς του Εφεσείοντα της θέσης περί ύπαρξης καλής υπεράσπισης.

 

Υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε ασυγχώρητη αμέλεια ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή ασέβεια ή περιφρονητική συμπεριφορά του Εφεσείοντα στη δικαστική διαδικασία. Δεν βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης επίδειξης αδιαφορίας για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. Ούτε αφορά υπόθεση στην οποία δεν έχουν δοθεί εξηγήσεις ως προς την όποια καθυστέρηση προσφυγής στο Δικαστήριο. Οι ιδιαίτερες περιστάσεις της ενώπιόν μας υπόθεσης και τα προσωπικά προβλήματα που βίωνε ο Εφεσείοντας κατά τον ουσιώδη χρόνο, αντικρίστηκαν μικροσκοπικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο και, ως αποτέλεσμα, δεν συμφωνούμε με την ανάλογη προσέγγισή του περί ύπαρξης ολιγωρίας και, μάλιστα, τέτοιας έκτασης που θα δικαιολογούσε άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας προς την κατεύθυνση της απόρριψης αίτησης για παραμερισμό απόφασης. Πολύ δε περισσότερο λαμβάνοντας υπόψη ότι έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο η συνδρομή του βασικού κριτηρίου που λαμβάνεται υπόψη σε τέτοιες περιπτώσεις, η ύπαρξη δηλαδή εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.

 

Υπό το πρίσμα όλων των πιο πάνω η έφεση γίνεται αποδεκτή σε σχέση με το μέρος που καλύπτει την ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του Εφεσείοντα ημερομηνίας 29.6.2010.

 

Ως προς τους λόγους έφεσης 2 και 3, που αφορούν τον παραμερισμό του εκδοθέντος διατάγματος ημερομηνίας 28.5.2010, η έφεση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας, αφού το εκδοθέν κατά την ημερομηνία αυτή διάταγμα ήταν αποτέλεσμα μονομερούς προσφυγής των Εφεσιβλήτων στο Δικαστήριο, το οποίο ικανοποιήθηκε για την συνύπαρξη των προϋποθέσεων παροχής θεραπείας στην απουσία της αντίδικης πλευράς. Συνεπώς, εκφεύγει του πλαισίου ακύρωσης που καλύπτει αίτηση για παραμερισμό απόφασης αυτής [*1274]της μορφής.

 

Καταληκτικά, η πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 29.6.2010 παραμερίζεται και ακυρώνεται. Ο Εφεσείοντας θα έχει δικαίωμα καταχώρησης έκθεσης υπεράσπισης εντός 14 ημερών από της σύνταξης της παρούσας απόφασης, αφού βεβαίως καταχωρήσει δεόντως σημείωμα εμφάνισης.

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας της αίτησης παραμερισμού θα βαρύνουν τον Εφεσείοντα, εφόσον αυτός είναι που ευθύνεται για τη δημιουργηθείσα κατάσταση. Θα βαρύνεται επίσης με τα έξοδα που απωλέσθησαν (thrown away costs) λόγω της παράλειψής του να εμφανιστεί. Τα έξοδα όμως της έφεσης, κατά το ½, λόγω του αποτελέσματός της, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται προς όφελος του Εφεσείοντα και εις βάρος των Εφεσιβλήτων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο