Frakapor Courier Ltd πρώην Frakapor Courrier Ltd και Άλλος ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 1487

ECLI:CY:AD:2016:A286

(2016) 1 ΑΑΔ 1487

[*1487]15 Ιουνίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

1.      FRAKAPOR COURIER LTD ΠΡΩΗΝ FRAKAPOR

  COURRIER LTD,

2.      ΣΑΒΒΑΣ ΚΑΠΛΑΝΗΣ,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1 και 4,

 

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ.,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9/2011)

 

 

Συμβάσεις ― Συμφωνία δανείου ― Διαφοροποίηση κατ’ έφεση επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού, δυνάμει οφειλόμενου υπολοίπου συνεπεία τερματισμού λογαριασμού πιστωτικών διευκολύνσεων.

 

Συμβάσεις ― Καταχρηστικές Ρήτρες ― Ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος  93(Ι)/1996 ― Τραπεζικό δάνειο ―  Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι η σύμβαση δανείου στην οποία περιλαμβανόταν πρόνοια περί αποκλειστικής ευχέρειας τερματισμού της από την Τράπεζα, δεν μπορούσε  να χαρακτηριστεί ως περιλαμβάνουσα καταχρηστικό όρο.

 

Συμβάσεις ― Τραπεζικό δάνειο ― Τερματισμός σύμβασης ― Το ότι οι εφεσίβλητοι αποφάσισαν να μην διεκδικήσουν μέρος της απαίτησης, τούτο δεν καθιστούσε τον τερματισμό παράνομο ή πρόωρο.

 

Απόδειξη ― Δικόγραφα ― Μαρτυρία ― Διαζευκτικές υπερασπιστικές γραμμές, είναι μεν επιτρεπτό να περιλαμβάνονται σ’ ένα δικόγραφο, πλην, όμως, αν δεν στοιχειοθετηθούν με ανάλογη μαρτυρία, καταδεικνύουν το ασαφές και αφήνουν μετέωρη σ’ απόρριψη κάθε εκδοχή.

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Οι αχρείαστοι πλατιασμοί και η συμπερίληψη κάθε δυνατού νομικού ενδεχομένου σε ένα δικόγραφο, όχι μόνο δεν προσθέτουν ασφάλεια, αλλά, αντίθετα, αποκαλύπτουν ανασφάλεια και προκαλούν αβεβαιότητα και σύγχυση ως προς το ποιο είναι τελικά το σημαντικό και ποιο το ουσιώδες, και  ως προς το [*1488]πού θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του το δικαστήριο.

 

Στη βάση συμφωνίας δανείου που υπογράφηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2001 μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων, όπως επίσης και συμφωνίας εγγύησης που υπογράφηκε, μεταξύ άλλων, από τον εφεσείοντα 2 και τους εφεσιβλήτους, οι τελευταίοι εξασφάλισαν πρωτοδίκως απόφαση για το ποσό των €49.985,27, πλέον νόμιμο τόκο επί του πιο πάνω ποσού από τις 7 Μαρτίου 2005.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε απορρίψει μέρος της απαίτησης των εφεσιβλήτων, η οποία στηριζόταν στην επιβολή ποσοστού επιτοκίου ύψους 8,25%. Το δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι, δεν είχαν προσκομίσει την αναγκαία μαρτυρία για στοιχειοθέτηση αυτού του στοιχείου της απαίτησης.

 

Τα σχετικά γεγονότα ως επίσης και το σκεπτικό της πρωτόδικης κρίσης, εμφαίνονται στα αποφασισθέντα.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Έκτος λόγος έφεσης:

 

Η αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, είναι έργο του πρωτόδικου δικαστή, ο οποίος, στη ζωντανή ενώπιον του διεξαχθείσα δίκη, μορφώνει άποψη ως προς το ειλικρινές των λεχθέντων εκάστου μάρτυρα.

2.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταδειχθεί ότι, τα συμπεράσματα είναι εσφαλμένα, μη στηριζόμενα στην κατατεθείσα μαρτυρία ή αυτά αντίκεινται στη λογική.

3.  Το παράπονο των εφεσειόντων ήταν επί του προκειμένου αβάσιμο. Η όλη δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων ήταν πολύπλευρη και επιεικώς αντιφατική.

4.  Αρχικώς οι εφεσείοντες αρνήθηκαν την ύπαρξη  συμφωνίας με τους εφεσιβλήτους. Στη συνέχεια, διαζευκτικώς, προβλήθηκε ότι, αν αυτή η συμφωνία έγινε, ήταν άκυρη ή ακυρώσιμη.

5.  Περαιτέρω, αρνήθηκαν το άνοιγμα του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού ή    του οφειλομένου, όταν ταυτοχρόνως κατατέθηκε χωρίς ένσταση απόφαση του διοικητικού συμβουλίου των εφεσειόντων 1, ημερ. 8 Ιουνίου 2004, αναφορικά με την αύξηση του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού, από ΛΚ20.000.- σε ΛΚ30.000.

6.  Ακόμη το άνοιγμα του λογαριασμού εγκρίθηκε από τους εφεσείο[*1489]ντες 1 σε συνεδρία ημερ. 3 Δεκεμβρίου 2001. Στη συνέχεια, κατά τρόπο αντιφατικό ισχυρίζονται ότι υπήρξε, από πλευράς εφεσιβλήτων, παράνομος ανατοκισμός.

7.  Ακολούθως και πάλι με τρόπο διαζευκτικό, που, όμως,  υποδηλούσε απλή προσπάθεια αποπροσανατολισμού εκ μέρους της υπεράσπισης, δέχονται, υπό αίρεση, την πραγματοποίηση του δανείου, πλην, όμως, όπως προβλήθηκε, ήταν αποτέλεσμα κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης που κατείχαν οι εφεσείοντες και περιλάμβανε καταχρηστικούς όρους.

8.  Πέραν από τα πιο πάνω, οι εφεσίβλητοι 1 και 2, στο πλαίσιο της παραγράφου 16 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους, κάνουν αναφορά σε αίτηση για αύξηση του ορίου από ΛΚ20.000 - σε ΛΚ30.000, με όρους που οι ίδιοι τήρησαν και κατ' ισχυρισμό οι εφεσίβλητοι αθέτησαν, γεγονός που οδήγησε στην καταχώριση Ανταπαίτησης για ΛΚ40.000.

9.  Δεν προέκυπτε ότι το δικαστήριο έσφαλλε, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα των εφεσιβλήτων. Η εξήγηση που δόθηκε πρωτοδίκως, ότι δηλαδή, πριν από τους ανασκευασμένους λογαριασμούς, το υπόλοιπο υπερέβαινε το όριο και αφαιρέθηκαν χρεώσεις που εδικαιούντο να χρεώσουν οι εφεσίβλητοι, αλλά αποφάσισαν να μην διεκδικήσουν, ήταν λογική.

 

Δεύτερος και τρίτος λόγοι έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τη σημασία των καταχρηστικών ρητρών και την επίδραση που είχαν στα γεγονότα της παρούσας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Παρουσιαζόταν, με την επίδικη συμφωνία, να έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών ότι ο τερματισμός της συμφωνίας επαφίεται στην αποκλειστική ευχέρεια των εφεσιβλήτων.

 

2.  Προέκυπτε το ερώτημα κατά πόσον η σχετική  παράγραφος της σύμβασης η οποία προνοούσε για την εν λόγω αποκλειστική ευχέρεια, μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιλαμβάνουσα καταχρηστικό όρο Αυτό ήταν το ερώτημα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

 

3.  Το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε στις υποπαραγράφους «(στ) και (ζ)» του παραρτήματος του Νόμου, που συνάδουν με τα υπό εξέταση γεγονότα, και μετά από προβληματισμό, ως προς την παρεχόμενη, στους εφεσιβλήτους, δυνάμει της συμφωνίας δανείου, αποκλειστική δυνατότητα τερματισμού, ανέφερε  ότι η διατύ[*1490]πωση του Άρθρου 5 του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου δεν βοηθά στην εύκολη κατανόηση του.

 

4.  Καθοδήγηση μπορεί, όμως, να αντληθεί, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από την Ευρωπαϊκή Οδηγία αρ. 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Το Άρθρο 5 του Ν. 93(Ι)/1996 είναι η ενσωμάτωση του Άρθρου 3(1) της Οδηγίας, το οποίο βοηθά στην κατανόηση της φράσης «παρά την απαίτηση καλής πίστης» στο Κυπριακό κείμενο.

 

5.  Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση,  τα πιο πάνω οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι, για να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε εύρημα ότι η παράγραφος 3 της Συμφωνίας Τεκμήριο 2 είναι καταχρηστική, είναι απαραίτητο να καταρριφθεί και η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους των Εναγόντων. Καμία μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει κάτι τέτοιο δεν τέθηκε επεσήμανε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε καν τέθηκε τέτοια υποβολή ή θέση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων των Εναγόντων από τον  συνήγορο των Εναγομένων.

 

6.  Δεν υπήρχε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω προσέγγιση και ιδιαιτέρως όταν στη βάση του περιεχομένου του εδαφίου (2) του Άρθρου 5 του Νόμου, οι ισχύουσες, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, συνθήκες και οι υπόλοιπες ρήτρες της συμφωνίας, εξετάζονται στο πλέγμα προσδιορισμού της "καλής πίστης".

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Οι εφεσίβλητοι είχαν εσφαλμένα προβεί σε τερματισμό της επίδικης συμφωνίας, χωρίς την επίκληση οποιουδήποτε όρου που υπάρχει σε αυτήν. Ως εκ τούτου, ήταν κακή η επιλογή να καταστήσουν τα οφειλόμενα ποσά ως άμεσα πληρωτέα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έχει επί τούτου αποφανθεί, εδραζόμενο και στη μαρτυρία του μάρτυρα εναγόντων 1 η οποία,  δεν είχε αμφισβητηθεί, οι εφεσείοντες είχαν υπερβεί το ποσοστό του ορίου το οποίο είχε προκαθοριστεί στη μεταξύ τους συμφωνία, συνεπώς, οι εφεσίβλητοι βασιζόμενοι στον όρο 5 της μεταξύ τους συμφωνίας είχαν το δικαίωμα να προβούν, στη βάση της επιστολής του Τεκμ. 9, σε τερματισμό της επίδικης συμφωνίας.

2.  Προτάθηκε στη βάση του πέμπτου λόγου έφεσης ότι, και αν αυτή ήταν η προσέγγιση του δικαστηρίου με βάση τους λογαριασμούς [*1491]που κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι, Τεκμ. 8, οι εφεσείοντες δεν είχαν υπερβεί το συμφωνηθέν όριο των ΛΚ30.000, καθότι αφαιρουμένου του ποσού που προσδιόρισε ο μάρτυρας κατά την ημερομηνία τερματισμού, το οφειλόμενο ποσό ήταν ΛΚ29.255,08.

3.  Η προσέγγιση αυτή δεν ήταν ορθή. Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και έγινε αποδεκτή, εδραζόταν στο γεγονός ότι στη βάση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, Τεκμ. 1, οι εφεσίβλητοι προχώρησαν σε χρεώσεις οι οποίες είχαν συμφωνηθεί και τη δεδομένη στιγμή, δηλαδή στις 7 Μαρτίου 2005, το οφειλόμενο από τους εφεσείοντες ποσό υπερέβαινε το συμφωνηθέν όριο των ΛΚ30.000.-.

4.  Το αν οι εφεσίβλητοι αποφάσισαν να μην διεκδικήσουν μέρος της απαίτησης, τούτο δεν καθιστά τον τερματισμό παράνομο ή πρόωρο.

 

Πέμπτος λόγος έφεσης:

 

Οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το οφειλόμενο ποσό και εσφαλμένα το δικαστήριο προχώρησε σε έκδοση απόφασης υπέρ τους. Συγκεκριμενοποιήθηκε το θέμα στο ποσοστό του επιτοκίου, ήτοι 8,5% και 8,25%, το οποίο αναφέρεται στους λογαριασμούς Τεκμ. 8, ενώ, όπως είναι καταγραμμένο στην απόφαση του δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν τη δυνατότητα διεκδίκησης τέτοιου τόκου, εξ' ου και το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε νόμιμο τόκο στο επιδικασθέν ποσό.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Με δεδομένο, όπως αναγνωρίζουν και οι εφεσίβλητοι με το διάγραμμα τους, ότι ορθώς δεν επιδικάστηκε το αξιωμένο επιτόκιο των 8,5% ή 8,25%, αφού δεν αποδείχτηκε, το παράπονο, ήταν βάσιμο. Τούτο πάντοτε με την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1. Οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν μέρος του οφειλόμενου ποσού επί του προκειμένου.

2.  Συναφώς, η απόφαση ως προς το επιδικασθέν ποσό διαφοροποιήθηκε, ήτοι, εκδόθηκε απόφαση για €48.683,83 (ΛΚ28.807,56), με νόμιμο τόκο, από 31 Δεκεμβρίου 2004.

 

Η έφεση επέτυχε μερικώς, με έξοδα μειωμένα κατά το 1/3.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Supatan v. Περιστιάνη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1287,

 

Ζερβού κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) [*1492]Α.Α.Δ. 2192,

 

Αλλαντοποιεία Π. Ξενοφώντος Λτδ v. Θεοφάνους (2016) 1 Α.Α.Δ. 1133, ECLI:CY:AD:2016:A231,

 

Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238,

 

Γρηγορίου v. Euro Investment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229,

 

Απόφαση Αρ. 34071/2006 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους 1 και 4 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, Ε.Δ.) (Αίτηση Αρ. 1641/2006) ημερομηνίας 26/11/2010.

 

Γ. Παγιάσης, για Αντ. Παπαντωνίου, για τους Εφεσείοντες.

 

Θ. Καουτζιάνη (κα) για Χρυσαφίνη & Πολυβίου, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στη βάση συμφωνίας δανείου που υπογράφηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2001 μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων, όπως επίσης και συμφωνίας εγγύησης που υπογράφηκε, μεταξύ άλλων, από τον εφεσείοντα 2 και τους εφεσιβλήτους, οι τελευταίοι εξασφάλισαν πρωτοδίκως απόφαση για το ποσό των €49.985,27, πλέον νόμιμο τόκο επί του πιο πάνω ποσού από τις 7 Μαρτίου 2005.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε απορρίψει μέρος της απαίτησης των εφεσιβλήτων, η οποία στηριζόταν στην επιβολή ποσοστού επιτοκίου ύψους 8,25%. Το δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν προσκομίσει την αναγκαία μαρτυρία για στοιχειοθέτηση αυτού του στοιχείου της απαίτησης. Επ’ αυτού ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων στηρίζει το επιχείρημα το οποίο πρόβαλε με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι, δηλαδή, οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το διεκδικούμενο ποσό και λανθασμένα, κατά την εισήγηση του συνηγόρου, εκδόθηκε απόφαση για το πιο πάνω ποσό.

[*1493]Ο συνήγορος υποστήριξε ότι η κατάληξη του δικαστηρίου, ότι επρόκειτο περί συμφωνίας κυμαινόμενου επιτοκίου, ήταν ορθή.

 

Περαιτέρω, υποστηρίχτηκε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν                αποδείξει το αμφισβητούμενο, από τους εφεσείοντες, υπόλοιπο λογαριασμού, καθότι το δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή την ανακατασκευασμένη κατάσταση λογαριασμού που κατατέθηκε ως Τεκμ. 8 και σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνονταν και συνυπολογίζονταν, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος, στο ποσό των ΛΚ29.255,08 από τις 31 Δεκεμβρίου 2004 μέχρι 7 Μαρτίου 2005, χρεώσεις με ποσοστό επιτοκίου 8,5% και 8,25%. Αυτό, κατέληξε ο κ. Παγιάσης, έρχεται σε αντίθεση με την αρχική τοποθέτηση του δικαστηρίου, ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν αποδείξει και δεν τους είχε επιδικαστεί τόκος, παρά μόνο νόμιμος.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι στη συμφωνία υπήρχαν καταχρηστικές ρήτρες και συγκεκριμένα η προσφερόμενη δυνατότητα στους εφεσιβλήτους για τερματισμό της συμφωνίας, χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου, είναι σε αντίθεση με το περιεχόμενο του Άρθρου 5 του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996 (Ν. 93(Ι)/1996). Θα έπρεπε, υποστήριξε, να καταδείξουν οι εφεσίβλητοι ότι υπήρξε παραβίαση της συμφωνίας και ιδιαιτέρως υπέρβαση του παραχωρηθέντος ορίου, έτσι ώστε να δικαιολογείται ο τερματισμός της συμφωνίας.

 

Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 αναπτύχθηκαν ταυτοχρόνως και έχουν ως βάση την ερμηνεία του Άρθρου 5 του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου, όπως επίσης και στο Τεκμ. 9, που αποτελεί την επιστολή τερματισμού.

 

Η ίδια η επιστολή τερματισμού αμφισβητείται από τους εφεσείοντες, ισχυριζόμενοι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι ήταν νόμιμος, όπως προβάλλεται με τον πέμπτο λόγο έφεσης.

 

Το τελευταίο παράπονο που υπέβαλαν οι εφεσείοντες είναι ότι υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση από το πρωτόδικο δικαστήριο, ιδιαιτέρως σε σχέση με τη μαρτυρία του μάρτυρα εναγόντων 1, Χριστόδουλου Παπαλαμπριανού.

 

Στην αντιπέρα πλευρά οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της. Αναφορικά με την απόδειξη [*1494]του τόκου, οι εφεσίβλητοι συμφωνούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε προβεί σε εκτενή ανάλυση αναφορικά με τον τρόπο απόδειξης του επιτοκίου και υπήρξε, κατά την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου, πλήρης αιτιολόγηση αναφορικά με την αποδοχή της μαρτυρίας του μάρτυρα εναγόντων 1, που κατέθεσε το Τεκμ. 8 και το Τεκμ. 12, αντιστοίχως. Έγινε επί τούτου συγκεκριμένη αναφορά στη μαρτυρία, για να καταλήξει η κα Καουτζιάνη στην εισήγηση ότι, ο ισχυρισμός περί μη τεκμηρίωσης του υπόλοιπου του λογαριασμού ήταν ατεκμηρίωτος και ανυπόστατος. Παράλληλα, εισηγήθηκε ότι σε κανένα σημείο οι εφεσείοντες 1 και 4 δεν έχουν προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία περί του αντιθέτου.

 

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης η συνήγορος εισηγήθηκε ότι, η υπό του δικαστηρίου δοθείσα ερμηνεία του Άρθρου 5 του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου ήταν ορθή, καθότι παρέχεται δικαίωμα στον προμηθευτή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, ήτοι σε τραπεζικά ιδρύματα, να λύσει σύμβαση μονομερώς και χωρίς προειδοποίηση, εφόσον συντρέχει βασικός λόγος, μετά την ενημέρωση των συμβαλλομένων, πράγμα το οποίο, όπως είπε, είχε συμβεί στην υπό κρίση υπόθεση. Επί του προκειμένου, έγινε αναφορά, από τη συνήγορο στη μαρτυρία του μάρτυρα εναγόντων 1 σχετικά με την παραβίαση των όρων της συμφωνίας από τους εφεσείοντες 1, που αφορούσε το παραχωρηθέν δικαίωμα υπέρβασης στον τρεχούμενο τους λογαριασμό. Τούτο ενισχύεται και από το περιεχόμενο, όπως είπε, των συμφωνιών που οι εφεσείοντες υπέγραψαν.

 

Υποστηρίζεται, ταυτοχρόνως, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με τη δοθείσα ερμηνεία των καταχρηστικών ρητρών, που πραγματεύεται η εισήγηση των εφεσειόντων με τους λόγους έφεσης 3 και 4.

 

Η αξιολόγηση που έγινε πρωτοδίκως, ανέφερε η συνήγορος, ήταν απολύτως ορθή και η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα εναγόντων 1 είχε όλα τα εχέγγυα για να γίνει πιστευτή από το δικαστήριο. Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είναι, όπως υποστήριξε η συνήγορος, στηριζόμενη σε νομολογία, αναστρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτό, με βάση τη μαρτυρία, το δικαστήριο να καταλήξει σ’ αυτά. Το δε Εφετείο, επεμβαίνει, κατέληξε η συνήγορος, μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αντιφατικά ή αντίκεινται προς την κοινή λογική. Κάτι τέτοιο, κατέληξε, δεν υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση.

 

Θα ξεκινήσουμε με τον έκτο λόγο έφεσης, που άπτεται της αξιολόγησης, στην οποία είχε προβεί το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφορικά με το Μ.Ε. 1 Παπαλαμπριανού.

 

Η αξιολόγηση μαρτυρίας, δοθείσης της πάγιας νομολογίας*, είναι έργο του πρωτόδικου δικαστή, ο οποίος, στη ζωντανή ενώπιον του διεξαχθείσα δίκη, μορφώνει άποψη ως προς το ειλικρινές των λεχθέντων εκάστου μάρτυρα. Από αυτή τη διεργασία οδηγείται, το δικαστήριο, σε ευρήματα, που εντασσόμενα, στη συνέχεια, στο όλο μαρτυρικό υλικό, που κατατέθηκε στη δίκη, καταλήγει σε συμπεράσματα ως προς τα γεγονότα.

 

Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταδειχθεί ότι, τα συμπεράσματα είναι εσφαλμένα, μη στηριζόμενα στην κατατεθείσα μαρτυρία ή αυτά αντίκεινται στη λογική.

 

Το παράπονο των εφεσειόντων είναι επί του προκειμένου αβάσιμο. Η όλη δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων ήταν πολύπλευρη και επιεικώς αντιφατική.

 

Αρχικώς οι εφεσείοντες αρνήθηκαν την ύπαρξη καν συμφωνίας με τους εφεσιβλήτους. Στη συνέχεια, διαζευκτικώς, προβλήθηκε ότι, αν αυτή η συμφωνία έγινε ήταν άκυρη ή ακυρώσιμη. Περαιτέρω, αρνήθηκαν το άνοιγμα του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού ή του οφειλομένου, όταν ταυτοχρόνως κατατέθηκε χωρίς ένσταση απόφαση του διοικητικού συμβουλίου των εφεσειόντων 1, ημερ. 8 Ιουνίου 2004, αναφορικά με την αύξηση του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού, από ΛΚ20.000.- σε ΛΚ30.000.- (Τεκμ. 3). Ακόμη το άνοιγμα του λογαριασμού εγκρίθηκε από τους εφεσείοντες 1 σε συνεδρία ημερ. 3 Δεκεμβρίου 2001 (Τεκμ. 11). Στη συνέχεια, κατά τρόπο αντιφατικό ισχυρίζονται ότι υπήρξε, από πλευράς εφεσιβλήτων, παράνομος ανατοκισμός. Ακολούθως και πάλι με τρόπο διαζευκτικό, που, όμως, κατά την άποψη μας υποδηλεί απλή προσπάθεια αποπροσανατολισμού εκ μέρους της υπεράσπισης, δέχονται, υπό αίρεση, την πραγματοποίηση του δανείου, πλην, όμως, όπως προβλήθηκε, ήταν αποτέλεσμα κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης που κατείχαν οι εφεσείοντες και περιλάμβανε καταχρηστικούς όρους. Πέραν από τα πιο πάνω οι εφεσίβλητοι 1 και 2, στο πλαίσιο της παραγράφου 16 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης [*1496]τους, κάμνουν αναφορά σε αίτηση για αύξηση του ορίου από ΛΚ20.000.- σε ΛΚ30.000.-, με όρους που οι ίδιοι τήρησαν και κατ’ ισχυρισμό οι εφεσίβλητοι αθέτησαν, γεγονός που οδήγησε στην καταχώριση Ανταπαίτησης για ΛΚ40.000.-.

 

Όλες οι πιο πάνω διαζευκτικές υπερασπιστικές γραμμές, είναι μεν επιτρεπτό να περιλαμβάνονται σ’ ένα δικόγραφο, πλην, όμως, αν δεν στοιχειοθετηθούν με ανάλογη μαρτυρία, καταδεικνύουν το ασαφές και αφήνουν μετέωρη σ’ απόρριψη κάθε εκδοχή. (Βλ. Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238). Επίσης, όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Γρηγορίου v. Euro Investment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229, οι αχρείαστοι πλατιασμοί και η συμπερίληψη κάθε δυνατού νομικού ενδεχομένου σε ένα δικόγραφο, όχι μόνο δεν προσθέτουν ασφάλεια, αλλά, αντίθετα, αποκαλύπτουν ανασφάλεια και προκαλούν αβεβαιότητα και σύγχυση ως προς το ποιο είναι τελικά το σημαντικό και ποιο το ουσιώδες, και ασφαλώς, ως προς το πού θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του το δικαστήριο.

 

Σ’ αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής, η οποία σημειώνει τις πολλές υποβολές που έγιναν προς το μάρτυρα Παπαλαμπριανού, χωρίς να προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους των εφεσειόντων για τεκμηρίωσή τους. Δεν έχουμε πεισθεί ότι το δικαστήριο έσφαλλε αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα των εφεσιβλήτων. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε από τον κ. Παγιάση στην αποδοχή από το δικαστήριο της εκδοχής του μάρτυρα για την παράβαση των όρων της συμφωνίας και ιδιαιτέρως του ορίου παρατραβήγματος, που έδωσε και το έναυσμα για τερματισμό της συμφωνίας, για να ισχυριστεί ότι ήταν παράνομος, αφού με τους λογαριασμούς Τεκμ. 8 το οφειλόμενο κατά το στάδιο του τερματισμού ποσό ήταν κάτω των ΛΚ30.000.-. Θεωρούμε ότι η εξήγηση που δίδεται πρωτοδίκως, επί του προκειμένου, ότι δηλαδή, πριν τους ανασκευασμένους λογαριασμούς, το υπόλοιπο υπερέβαινε το όριο και αφαιρέθηκαν χρεώσεις που εδικαιούντο να χρεώσουν οι εφεσίβλητοι αλλά αποφάσισαν να μην διεκδικήσουν, ήταν λογική.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω ο έκτος λόγος απορρίπτεται.

 

Όπως έχουμε σημειώσει, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με τη σημασία των καταχρηστικών ρητρών και την επίδραση που είχαν στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως επεξηγούνται στους λό[*1497]γους έφεσης 2 και 3. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην προσφερόμενη δυνατότητα των εφεσιβλήτων να τερματίσουν την επίδικη συμφωνία στηριζόμενοι σε όρο, που, κατά τους εφεσείοντες, συνιστά μη εφαρμόσιμη καταχρηστική ρήτρα.

 

Η συμφωνία των μερών, όπως περιλαμβάνεται στο Τεκμ. 2, ημερ. 3 Δεκεμβρίου 2001, προνοεί στον όρο 3:

 

"Η Τράπεζα δικαιούται όποτε θέλει και χωρίς προειδοποίηση προς τον πελάτη, να τερματίσει τη λειτουργία οποιουδήποτε λογαριασμού και/ή να καταστήσει απαιτητό οποιοδήποτε δάνειο και/ή πίστωση και/ή άλλη Τραπεζική ή πιστωτική διευκόλυνση που παραχωρήθηκε ή που θα παραχωρηθεί στον πελάτη και να  ζητήσει από τον πελάτη να πληρώσει αμέσως όλα τα ποσά τα οποία ο πελάτης οφείλει στην Τράπεζα συμπεριλαμβανομένου κεφαλαίου, τόκου, προμήθειας και οποιουδήποτε άλλου οφειλόμενου ποσού σε σχέση με οποιαδήποτε έξοδα χρεώσεις και δαπάνες."

 

Παρουσιάζεται, με την πιο πάνω συμφωνία, να έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών ότι ο τερματισμός της συμφωνίας επαφίεται στην αποκλειστική ευχέρεια των εφεσιβλήτων.

 

Αυτή η παράγραφος μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιλαμβάνουσα καταχρηστικό όρο; Αυτό ήταν το ερώτημα πρωτοδίκως και ενώπιόν μας.

 

Τα εδάφια (1) και (2) του Άρθρου 5 του Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996 (Ν. 93(Ι)/1996), (ο "Νόμος"), προβλέπει τον ορισμό της καταχρηστικής ρήτρας, ήτοι:

 

"5.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και τηρουμένων των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, ″καταχρηστική ρήτρα″ θεωρείται κάθε ρήτρα η οποία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση".

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε στις υποπαραγράφους «(στ) και (ζ)» του παραρτήματος του Νόμου, που συνάδουν με τα υπό εξέταση γεγονότα, και μετά από προβληματισμό, ως προς την παρεχόμενη, στους εφεσιβλήτους, δυνάμει της συμφωνίας δανείου, αποκλειστική δυνατότητα τερματισμού, ανέφερε:

[*1498]"Είναι γεγονός ότι η διατύπωση του Άρθρου 5 του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου δεν βοηθά στην εύκολη κατανόηση του. Καθοδήγηση μπορεί, όμως, να αντληθεί από την Ευρωπαϊκή Οδηγία αρ. 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές. Ανάγνωση της προαναφερόμενης οδηγίας αποκαλύπτει ότι ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος αποτελεί την προσπάθεια του Νομοθέτη να εναρμονίσει την Κυπριακή Νομοθεσία με την Ευρωπαϊκή Οδηγία, και μάλιστα άρθρα του Ν. 93(Ι)/1996 είναι μετάφραση άρθρων της εν λόγω Οδηγίας. Το Άρθρο 5 του Ν. 93(Ι)/1996 είναι η ενσωμάτωση του Άρθρου 3(1) της Οδηγίας, όπου αναφέρονται τα εξής τα οποία και θεωρώ ότι βοηθούν στην κατανόηση της φράσης «παρά την απαίτηση καλής πίστης» στο Κυπριακό κείμενο:

 

«A contractual term which has not been individually negotiated shall be regarded as unfair if, contrary to the requirement of good faith, it causes a significant imbalance in the parties’ rights and obligations arising under the contract, to the detriment of the consumer».

 

"Τα πιο πάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, για να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε εύρημα ότι η παράγραφος 3 της Συμφωνίας Τεκμήριο 2 είναι καταχρηστική, είναι απαραίτητο να καταρριφθεί και η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους των Εναγόντων. Καμία μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει κάτι τέτοιο δεν τέθηκε ενώπιον μου, ούτε καν τέθηκε τέτοια υποβολή ή θέση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων των Εναγόντων από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εναγομένων."

 

Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω προσέγγιση και ιδιαιτέρως όταν στη βάση του περιεχομένου του εδαφίου (2) του Άρθρου 5 του Νόμου, οι ισχύουσες, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, συνθήκες και οι υπόλοιπες ρήτρες της συμφωνίας, εξετάζονται στο πλέγμα προσδιορισμού της "καλής πίστης".

 

Επί του προκειμένου, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε συναφθεί η σύμβαση δανείου, στηριζόμενο στο εύρος της προσαχθείσας μαρτυρίας από τους εφεσιβλήτους. Είναι σ’ αυτό το πλαίσιο που αποφάσισε ότι παρόλες τις υποβολές, οι εφεσείοντες δεν είχαν προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία. Το επιχείρημα που προβλήθηκε ότι, το Δικαστήριο έθεσε το βάρος απόδειξης της μη ύπαρξης καλής πί[*1499]στης στους εφεσείοντες, δεν έχει έρεισμα.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αναφέρθηκε στην Απόφαση Αρ. 34071/2006 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για να υποστηρίξει το επιχείρημα του περί της ύπαρξης καταχρηστικού όρου στη σύμβαση δανείου. Τα γεγονότα, όπως φαίνονται στο απόσπασμα από τη μηνιαία έκδοση "Δίκαιο των Επιχειρήσεων και Εταιρειών", που επισυνάπτεται στο περίγραμμα αγόρευσης, είναι περιορισμένης έκτασης και παράλληλα παραπέμπει σε ελληνική νομοθεσία που είναι αγνώστου περιεχομένου, έτσι ώστε να υπάρχει αδυναμία ένταξης των γεγονότων σ’ αυτά.

 

Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης του τέταρτου λόγου έφεσης οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι οι εφεσίβλητοι είχαν εσφαλμένα προβεί σε τερματισμό της επίδικης συμφωνίας, χωρίς την επίκληση οποιουδήποτε όρου που υπάρχει σε αυτήν. Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος, πέραν από το γεγονός ότι χαρακτήρισε ότι υπάρχει σε αυτόν καταχρηστική ρήτρα, ήταν κακή η επιλογή να καταστήσουν τα οφειλόμενα ποσά ως άμεσα πληρωτέα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έχει επί τούτου αποφανθεί, εδραζόμενο και στη μαρτυρία του μάρτυρα εναγόντων 1 η οποία, όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω, δεν έχει αμφισβητηθεί, οι εφεσείοντες είχαν υπερβεί το ποσοστό του ορίου το οποίο είχε προκαθοριστεί στη μεταξύ τους συμφωνία, συνεπώς, οι εφεσίβλητοι βασιζόμενοι στον όρο 5 της μεταξύ τους συμφωνίας είχαν το δικαίωμα να προβούν, στη βάση της επιστολής του Τεκμ. 9, σε τερματισμό της επίδικης συμφωνίας.

 

Προτάθηκε στη βάση του πέμπτου λόγου έφεσης ότι, και αν αυτή ήταν η προσέγγιση του δικαστηρίου με βάση τους λογαριασμούς που κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι, Τεκμ. 8, οι εφεσείοντες δεν είχαν υπερβεί το συμφωνηθέν όριο των ΛΚ30.000.-, καθότι αφαιρουμένου του ποσού που προσδιόρισε ο μάρτυρας κατά την ημερομηνία τερματισμού, το οφειλόμενο ποσό ήταν ΛΚ29.255,08.

 

Η προσέγγιση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και έγινε αποδεκτή, εδραζόταν στο γεγονός ότι στη βάση της μεταξύ των διαδίκων συμ[*1500]φωνίας, Τεκμ. 1, οι εφεσίβλητοι προχώρησαν σε χρεώσεις οι οποίες είχαν συμφωνηθεί και τη δεδομένη στιγμή, δηλαδή στις 7 Μαρτίου 2005, το οφειλόμενο από τους εφεσείοντες ποσό υπερέβαινε το συμφωνηθέν όριο των ΛΚ30.000.-. Το αν οι εφεσίβλητοι αποφάσισαν να μην διεκδικήσουν μέρος της απαίτησης, τούτο δεν καθιστά τον τερματισμό παράνομο ή πρόωρο. Συνεπώς, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ούτε ο τέταρτος λόγος έχει έρεισμα.

 

Το τελευταίο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι το προταθέν, με βάση τον πρώτο λόγο έφεσης, επιχείρημα του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων, ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το οφειλόμενο ποσό και συνεπώς, κακώς το δικαστήριο προχώρησε σε έκδοση απόφασης υπέρ τους. Συγκεκριμενοποιήθηκε το θέμα στο ποσοστό του επιτοκίου, ήτοι 8,5% και 8,25%, το οποίο αναφέρεται στους λογαριασμούς Τεκμ. 8, ενώ, όπως είναι καταγραμμένο στην απόφαση του δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν τη δυνατότητα διεκδίκησης τέτοιου τόκου, εξ’ ου και το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε νόμιμο τόκο στο επιδικασθέν ποσό.

 

Έχοντας ως δεδομένο, και αποδεχτό μέσα από τα δικόγραφα ότι το ποσό του ορίου υπέρβασης είχε αυξηθεί από ΛΚ20.000.- σε ΛΚ30.000.- και όσα ανέφερε ο Μ.Ε.1 δεν έχουν αμφισβητηθεί, και η μαρτυρία, όπως δέχτηκε το δικαστήριο δεν αντικρούστηκε, εγείρεται το εύλογο ερώτημα, όπως τέθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων και το περιγράψαμε πιο πάνω.

 

Μεταξύ 31 Δεκεμβρίου 2004, το ποσό, όπως προσδιορίζεται                στην κατάσταση λογαριασμού Τεκμ. 8, ήταν ΛΚ28.807,56. Στις              7 Μαρτίου 2005 που τερματίστηκε η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, το ποσό, που επιδικάστηκε προς όφελος των εφεσιβλήτων, αυξήθηκε σε ΛΚ29.255,08. Όπως προσδιορίζεται επίσης στο Τεκμ. 8, υπάρχουν χρεωθέντες τόκοι, μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2005, ύψους ΛΚ401,31 που αντιπροσωπεύουν επιτόκιο προς 8,5%. Την περίοδο μέχρι 7 Μαρτίου 2005 το ποσό ΛΚ46,21 φέρει επιτόκιο προς 8,25%.

 

Με δεδομένο, όπως αναγνωρίζουν και οι εφεσίβλητοι με το διάγραμμα τους, ορθώς δεν επιδικάστηκε το αξιωμένο επιτόκιο των 8,5% ή 8,25%, αφού δεν αποδείχτηκε, το παράπονο των εφεσιβλήτων είναι βάσιμο. Τούτο πάντοτε με την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1. Οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν μέρος του οφειλόμενου ποσού επί του προκειμένου.

[*1501]Συναφώς, η απόφαση ως προς το επιδικασθέν ποσό διαφοροποιείται, ήτοι, εκδίδεται απόφαση για €48.683,83 (ΛΚ28.807,56), με νόμιμο τόκο, από 31 Δεκεμβρίου 2004.

 

Ως εκ τούτου, η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Ενόψει της μερικής επιτυχίας, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα κατά το 1/3.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, με έξοδα μειωμένα κατά το 1/3.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο