Παπαχριστοδούλου Γεώργιος ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (2016) 1 ΑΑΔ 1502

ECLI:CY:AD:2016:A288

(2016) 1 ΑΑΔ 1502

[*1502]16 Ιουνίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσείων-Εναγόμενος,

 

v.

 

HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD,

 

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 64/2011)

 

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση συμμετοχής του εφεσείοντα στο επενδυτικό σχέδιο «Πανεπενδυτής» δυνάμει της οποίας η εφεσίβλητη παραχώρησε στον εφεσείοντα πιστωτικές διευκολύνσεις, μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού με αποκλειστικό σκοπό την αγορά κινητών αξιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου Επικύρωση πρωτόδικης απόφαση που εκδόθηκε σε αγωγή της εφεσίβλητης και με την οποία επιδικάστηκε εναντίον του εφεσείοντα, χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ― Προβληθέντες λόγοι έφεσης που δεν είχαν αποτελέσει για το πρωτόδικο Δικαστήριο επίδικο ζήτημα ― Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνόησε συγκεκριμένους ισχυρισμούς εφόσον δεν ήταν δικογραφημένοι.

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση συμμετοχής του εφεσείοντα στο επενδυτικό σχέδιο «Πανεπενδυτής» ―Ήταν εύλογη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η θέση του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι επέτρεψαν και όχι ο ίδιος, στους Χρηματιστές να λειτουργούν τη συμφωνία κατά παράβαση των όρων της, ήταν αντιφατική με τα δικόγραφα ― Η  αγωγή δεν στρεφόταν εναντίον των Χρηματιστών  ώστε να εγείρεται θέμα εξέτασης των εν λόγω ισχυρισμών, ούτε και ο εφεσείων ενεργοποίησε τους σχετικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας για προσθήκη τους ως Τριτοδιαδίκων ― Εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος διόρισε τους Χρηματιστές και σύμφωνα με το Πληρεξούσιο που τους παραχώρησε, ανέλαβε να επικυρώσει οτιδήποτε ο χρηματιστής ήθελε πράξει, δυνάμει του πληρεξουσίου.

 

Μαρτυρία ― Δικόγραφα ― Το Δικαστήριο δεν ασχολείται με θέματα τα οποία δεν δικογραφούνται και στην περίπτωση που παρεισφρήσει [*1503]μαρτυρία εκτός δικογράφων, την αγνοεί.

 

Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χαραλάμπους v. Κούτα (1997) 1 Α.Α.Δ. 23,

 

Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,

 

Σενέκης v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 417.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3288/2003), ημερομηνίας 10/1/2011.

 

Α. Δημητρίου για Α. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσείοντα.

 

Αθ. Αθανασιάδου (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η επιθυμία του εφεσείοντα να συμμετάσχει στο επενδυτικό σχέδιο «Πανεπενδυτής» της Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής η Παγκυπριακή) υλοποιήθηκε με την υπογραφή στις 24.5.2000 συμφωνίας (στο εξής η Συμφωνία), δυνάμει της οποίας η Παγκυπριακή του παραχώρησε πιστωτικές διευκολύνσεις ύψους £50.000 (€85.430,07) μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού (στο εξής ο Λογαριασμός) με αποκλειστικό σκοπό την αγορά κινητών αξιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ).

 

Βάσει των όρων της Συμφωνίας οι τίτλοι των αξιών που θα αγόραζε ο εφεσείων θα ενεχυριάζονταν προς όφελος της Παγκυπριακής ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων του και, επιπρόσθετα, [*1504]την διεκπεραίωση αγοραπωλησιών στο ΧΑΚ θα αναλάμβανε χρηματιστηριακό γραφείο που θα εξουσιοδοτούσε ο εφεσείων και το οποίο θα ενεργούσε εκ μέρους του για το σκοπό αυτό. Ως τέτοιο δε γραφείο ο εφεσείων διόρισε με πληρεξούσιο έγγραφο ημερ. 17.5.2000 (στο εξής το Πληρεξούσιο) την χρηματιστηριακή εταιρεία Severis & Athienitis Securities Ltd (στο εξής οι Χρηματιστές), ενώ σ’ ό,τι αφορά την ενεχυρίαση των αξιών προς όφελος της Παγκυπριακής η σχετική συμφωνία υπεγράφη στις 19.5.2000.

 

Όπως είναι παραδεκτό ο εφεσείων χρησιμοποίησε τις πιστωτικές διευκολύνσεις που του παραχώρησε η Παγκυπριακή προβαίνοντας σε αγοραπωλησίες αξιών, πλην όμως ο Λογαριασμός που τηρούσε γι’ αυτόν η Παγκυπριακή παρουσίαζε προβλήματα αναφορικά με τις προβλεπόμενες από τη Συμφωνία εξασφαλίσεις που ανέλαβε να παράσχει είτε με τη μορφή αξιών είτε με την κατάθεση μετρητών. Με αυτό ως δεδομένο η Παγκυπριακή τερμάτισε τη Συμφωνία και τη λειτουργία του Λογαριασμού με επιστολή ημερ. 24.1.2003 και ακολούθως καταχώρισε εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου την υπ’ αρ. 3288/2003 αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία αξίωνε το ποσό των £52.554,23 (€89.794,23) ως χρεωστικό υπόλοιπο του Λογαριασμού πλέον τόκο προς 9% από 25.1.03 καθώς επίσης και διάταγμα για πώληση των ενεχυριασθένων αξιών.

 

Ο εφεσείων με την Υπεράσπιση του αρνήθηκε ότι όφειλε το αξιούμενο ποσό, προβάλλοντας ότι τόσο οι συμφωνίες που υπέγραψε όσο και η λειτουργία του Λογαριασμού ήταν παράνομες και άκυρες καθότι αποτελούσαν άσκηση τραπεζικών εργασιών από την Παγκυπριακή χωρίς την προβλεπόμενη από το Νόμο άδεια και ότι με αυτές παραβιαζόταν η Δημόσια Χρηματοπιστωτική πολιτική του Κράτους όπως αυτή απόρρεε από τις σχετικές εγκυκλίους ή και οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας. Επιπροσθέτως τούτων αξίωνε με ανταπαίτηση το ποσό των £52.554,23 (€89.794,23) ως αποζημιώσεις, καταλογίζοντας στην Παγκυπριακή επιλήψιμες ενέργειες αποτέλεσμα των οποίων ήταν να υποστεί αντίστοιχη ζημία.

 

Πέντε (5) χρόνια μετά την καταχώριση της αγωγής, στις 6.8.2008, το ενεργητικό και παθητικό της Παγκυπριακής και η εν γένει ιδιοκτησία της εξαγοράστηκαν από τη Hellenic Bank Public Co Ltd η οποία, αφού στο μεταξύ το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επικύρωσε την εν λόγω συμφωνία στις 2.9.2008, ανέλαβε ως ενάγουσα (και νυν εφεσίβλητη) τη συνέχιση της αγωγής με ανάλογη τροποποίηση και του τίτλου της. Με επιτυχή γι’ αυτή κατά[*1505]ληξη αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αφενός όλους τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο εφεσείων με την Υπεράσπισή του εκδίδοντας απόφαση στις 10.1.2011 ως η αξίωση της εφεσίβλητης και αφετέρου απορρίπτοντας ως αβάσιμη την ανταπαίτηση.

 

O εφεσείων θεωρεί ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της και συνεπώς η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ανατραπεί – όπως απλώς αναφέρεται στους λόγους έφεσης 8 και 9 - για επτά λόγους, με τους οποίους εγείρει δύο ζητήματα. Το πρώτο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ισχυρισμοί που πρόβαλε με τη μαρτυρία του δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη εφόσον ήταν εκτός δικογράφων (λόγοι έφεσης 2, 4, 5 και 6) και, το δεύτερο, ότι εσφαλμένα ερμήνευσε το Πληρεξούσιο και τη Συμφωνία σ’ ό,τι αφορά τις εξουσίες των Χρηματιστών και τις συνεπαγόμενες υποχρεώσεις της Παγκυπριακής (λόγοι έφεσης 1, 3 και 7).

 

Προέχει η εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν το πρώτο ζήτημα εφόσον, όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο δεν ασχολείται με θέματα τα οποία δεν δικογραφούνται και στην περίπτωση που παρεισφρήσει μαρτυρία εκτός δικογράφων την αγνοεί (Χαραλάμπους v. Κούτα (1997) 1 Α.Α.Δ. 23, Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας επί του προκειμένου υπόψη τη σχετική νομολογία, αγνόησε ως μη δικογραφημένους ισχυρισμούς του εφεσείοντα που αφορούσαν την εν γένει σχέση του με τους Χρηματιστές του, προσέγγιση που αποτέλεσε τη βάση για διατύπωση τεσσάρων λόγων έφεσης. Σύμφωνα με αυτούς καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα κατέληξε σε εύρημα ότι στην Υπεράσπιση του δεν υπήρχε ισχυρισμός, (α) κατά πόσο οι Χρηματιστές είχαν δικαίωμα να προβαίνουν σε αγοραπωλησίες αξιών μόνο κατόπιν εντολών του ή με διακριτική ευχέρεια (2ος λόγος έφεσης), (β) ότι οι Χρηματιστές δεν μπορούσαν να προβαίνουν σε συναλλαγές καθ’ υπέρβαση του ορίου χρηματοδότησης (4ος λόγος έφεσης), (γ) ότι η πληρωμή από την εφεσίβλητη στους Χρηματιστές οποιουδήποτε ποσού πέραν του ορίου χρηματοδότησης ήταν χωρίς εξουσιοδότηση (5ος λόγος έφεσης) και (δ) ότι η υπέρβαση του Λογαριασμού ήταν αποτέλεσμα συναλλαγών που έγιναν εκ μέρους των Χρηματιστών χωρίς εξουσιοδότηση (6ος λόγος έφεσης).

 

Ο εφεσείων δεν διαφωνεί ότι με την Υπεράσπιση του δεν είχε δικογραφήσει τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς. Ό,τι βασι[*1506]κά προωθήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του είναι ότι οι όροι της Συμφωνίας και του Πληρεξουσίου ήταν παραδεκτoί και κατά συνέπεια δεν απαιτείτο η δικογράφηση των υπό αναφορά ισχυρισμών αφού άλλωστε τα έγγραφα αυτά αναφέρονται και στην έκθεση απαίτησης της εφεσίβλητης. Κατά συνέπεια, υπέβαλε, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα προσβαλλόμενα ευρήματα και οι σχετικοί με αυτά ισχυρισμοί του εφεσείοντα δεν θα έπρεπε να αγνοηθούν.

 

Με τους υπό αναφορά ισχυρισμούς, αντέτειναν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης, ο εφεσείων «… έθετε την πλευρά της ενάγουσας εξ απροόπτου και σε δυσμενή θέση καθότι, εφόσον δεν γνώριζε ότι ο εναγόμενος επρόκειτο να ισχυριστεί ότι ο Χρηματιστής του ενήργησε εκτός εξουσιοδότησης ή εκτός οδηγιών του ή ότι η ενάγουσα επέτρεψε την αγορά μετοχών χωρίς ο ίδιος να συμφωνήσει, δεν προσκόμισε μαρτυρία η οποία θα αντέκρουε τους ισχυρισμούς αυτούς». Με αυτό ως δεδομένο, υπέβαλαν, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο  αγνόησε τους εν λόγω ισχυρισμούς οι οποίοι κατ’ ουσία εισήγαγαν περαιτέρω και μη δικογραφημένη υπεράσπιση.

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις στη βάση βεβαίως των δικογραφημένων ισχυρισμών των διαδίκων. Καταλήξαμε ότι με τους υπό αναφορά ισχυρισμούς – οι οποίοι όπως παραδέχεται και η πλευρά του εφεσείοντα δεν δικογραφούνται στην Υπεράσπιση του – προεκτείνονταν οι υπερασπίσεις του με την επιπρόσθετη εισαγωγή νέου επίδικου ζητήματος που αφορούσε την εν γένει σχέση του με τους Χρηματιστές τους οποίους ο ίδιος διόρισε και ειδικά, κατά πόσο αυτοί ενήργησαν εκτός της εξουσιοδότησης ή των οδηγιών του, ζήτημα όμως που δεν ήταν επίδικο και κατά συνέπεια ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τη σχετική επί του θέματος νομολογία, αγνόησε τους εν λόγω ισχυρισμούς εφόσον δεν ήταν δικογραφημένοι. Εν πάση περιπτώσει τους Χρηματιστές τους διόρισε ο ίδιος και σύμφωνα με το Πληρεξούσιο που τους παραχώρησε ανέλαβε «… να επικυρώσει οτιδήποτε ο χρηματιστής ήθελε πράξει δυνάμει του πληρεξουσίου ως εάν οι πράξεις είχαν γίνει από τον ίδιο».  Σχετική επί του ζητήματος είναι και η Σενέκης v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 417 - τα γεγονότα της οποίας είναι παρόμοια με την παρούσα με δικηγόρο του εφεσείοντα και πάλι τον κ. Μαθηκολώνη - στην οποία λέχθηκε πως «… ήταν εύλογη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η θέση του εφεσείοντα ότι είναι οι εφεσίβλητοι που επέτρεψαν (και όχι ο ίδιος) στους Χρηματιστές να λειτουργούν [*1507]τη συμφωνία κατά παράβαση των όρων της ήταν αντιφατική με τα δικόγραφα». Επιπρόσθετα, όπως και πάλι λέχθηκε στην εν λόγω υπόθεση, η αγωγή δεν στρεφόταν εναντίον των Χρηματιστών  ώστε να εγείρεται θέμα εξέτασης των εν λόγω ισχυρισμών, ούτε και ο εφεσείων ενεργοποίησε τους σχετικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας για προσθήκη τους ως Τριτοδιαδίκων για ό,τι αυτό συνεπάγεται.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 2, 4, 5 και 6 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Με τους εναπομείναντες λόγους έφεσης προσβάλλονται τρία περαιτέρω ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το πρώτο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως με τη μαρτυρία του ο εφεσείων προσπαθούσε να δώσει μια διαφορετική ερμηνεία στο περιεχόμενο τόσο του Πληρεξουσίου όσο και της Συμφωνίας (1ος λόγος έφεσης), το δεύτερο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι με βάση την τελευταία παράγραφο του Πληρεξουσίου ο εφεσείων ανέλαβε να επικυρώσει τις πράξεις των Χρηματιστών ως εάν οι πράξεις είχαν γίνει από τον ίδιο (3ος λόγος έφεσης) και, το τρίτο, ότι εσφαλμένα αποφάνθηκε πως η Παγκυπριακή δεν είχε καμιά υποχρέωση να ελέγχει κατά πόσο οι Χρηματιστές ενεργούσαν εντός των ορίων της εξουσιοδότησης του (7ος λόγος έφεσης).

 

Όπως γίνεται αντιληπτό και αυτοί οι λόγοι έφεσης εγείρουν ζήτημα σ’ ό,τι αφορά την εν γένει σχέση του εφεσείοντα με τους Χρηματιστές του, το οποίο δεν αποτελούσε για το πρωτόδικο Δικαστήριο επίδικο ζήτημα και ως εκ τούτου δεν παρέχεται περιθώριο  επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση για οποιοδήποτε από τους εν λόγω λόγους έφεσης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2.500 πλέον ΦΠΑ έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο