Thesis Trading Co Limited ν. Δήμου Λάρνακας (2016) 1 ΑΑΔ 1545

ECLI:CY:AD:2016:A299

(2016) 1 ΑΑΔ 1545

[*1545]23 Ιουνίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΤΗΕSIS TRADING CO LIMITED,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 388/2010)

 

 

Οχληρία ― Άρθρα 45 και 46 του Κεφ. 148 ως έχει τροποποιηθεί ― Άρθρο 84(ια) και (ιζ) του περί Δήμων Νόμου 111/1985 ως έχει τροποποιηθεί ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης σύμφωνα με την οποία οι εφεσείοντες /ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της οχληρίας και ως εκ τούτου ήταν περιττή  η εξέταση του ζητήματος της ύπαρξης ή μη, νομικής υποχρέωσης του εφεσίβλητου εναγόμενου Δήμου να ενεργήσει προς άρση της, ως ιδιοκτήτης των επίδικων υποστατικών.

 

Οχληρία ― Δημόσια και Ιδιωτική ― Συστατικά στοιχεία ― Εφαρμοστέες αρχές και νομολογία.

 

Αμέλεια ― Βλάβη σε παροχή νερού ― Κατά πόσον οι εφεσίβλητοι υπό την ιδιότητα των ιδιοκτητών οικοδομής, υπήρξαν ένοχοι αμέλειας σε σχέση με τη διαρροή νερού λόγω καταστροφής της κεντρικής σωλήνας ― Απορριπτική κατάληξη λόγω μη στοιχειοθέτησης αμέλειας ― Ελλείψει αμέλειας, δεν υπάρχει ευθύνη στην περίπτωση βλάβης σε παροχή νερού, και τούτο, πέραν της έννοιας της «κοινής ωφέλειας», στη βάση της εξυπακουόμενης συγκατάθεσης στον πάντοτε ενυπάρχοντα κίνδυνο ως εκ των σύγχρονων οικιστικών συνθηκών διαβίωσης.

 

Βάρος αποδείξεως σε αστικές υποθέσεις ― Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι ― Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο, ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και αν η θέση ή η εκδοχή [*1546]του είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία ― Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.

 

Οι εφεσείοντες οι οποίοι ασχολούνται με την εισαγωγή και εμπορία επίπλων και διακόσμησης με έδρα εργασιών στη Λεμεσό, μίσθωσαν, από τους εφεσίβλητους, Δήμο Λάρνακας, δύο καταστήματα στο ισόγειο Δημοτικού πολυώροφου χώρου στάθμευσης.

 

Τα εν λόγω καταστήματα γειτνίαζαν ένθεν και ένθεν με άλλα δύο καταστήματα: παγωταρία/κρεπερί και Bar-Snack/καφετέρια. Οι ενέργειες και η εν γένει συμπεριφορά των ιδιοκτητών των γειτνιάζοντων καταστημάτων, που κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, τοποθετούσαν από τον Ιούνιο του 2002 και Σεπτέμβριο του 2003 και διατηρούσαν επί του πεζοδρομίου και της δημοσίας οδού, καρέκλες, τραπεζάκια και ομπρέλες, παράνομα και κατά παράβαση των όρων των αδειών τους, εμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία των καταστημάτων τους, με αποτέλεσμα, να υποστούν μείωση των εισοδημάτων τους και απώλειες δια της αναγκαστικής αναστολής της λειτουργίας των εργασιών τους για κάποια χρονική περίοδο ήτοι μεταξύ 4.9.2004-22.10.2004, κατά την οποία και έπαυσαν να πληρώνουν ενοίκιο στους εφεσίβλητους.

 

Όπως προέβαλαν, όταν η προσπάθεια τους να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους απέτυχε, απέστειλαν σχετικές επιστολές στο Δήμο, ζητώντας του να ενεργήσει ώστε να επιβληθεί ο Νόμος και να εφαρμοστούν οι όροι των αδειών των εν λόγω καταστημάτων. Αυτή  δεν απέφερε καρπούς και κατέφυγαν στο Δικαστήριο καταχωρώντας την  αγωγή που απετέλεσε το αντικείμενο της έφεσης.

 

Η αγωγή δεν προωθήθηκε εναντίον των ενοικιαστών των γειτονικών καταστημάτων, αλλά εναντίον του ιδιοκτήτη των υποστατικών Δήμου Λάρνακας, εφεσίβλητων.

 

Με την έκθεση απαιτήσεως, οι εφεσείοντες θεμελίωσαν τις αξιώσεις τους εναντίον του Δήμου επί διαζευκτικής βάσης: τόσο ως εκ της ιδιότητας του ως ιδιοκτήτη των ενοικιαζόμενων υποστατικών, δυνάμει του αστικού αδικήματος της αμέλειας, όσο και ως οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, για παράβαση νομικής υποχρέωσης.  Προωθήθηκε παράλληλα και αξίωση για αποζημιώσεις δυνάμει του αστικού αδικήματος της αμέλειας σε σχέση με διαρροή νερού στο κατάστημα τους.

[*1547]Οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς και τις αξιώσεις των εφεσειόντων, τις οποίες χαρακτήρισαν κατασκευασμένες και στοχεύουσες στη μείωση της ζημιάς τους, που ήταν απότοκο, όπως προέβαλαν, της κακής διαχείρισης των εφεσειόντων.

 

Αρνήθηκαν δε ότι υπήρξαν αμελείς ή ότι υπείχαν οποιαδήποτε νομική ευθύνη έναντι των εφεσειόντων.

 

Το Δικαστήριο, αναλύοντας τη μαρτυρία, απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων. Έκρινε, ότι απέτυχαν να αποδείξουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της οχληρίας και ως εκ τούτου ήταν περιττή  η εξέταση του ζητήματος της ύπαρξης ή μη, νομικής υποχρέωσης του εφεσίβλητου να ενεργήσει προς άρση της.  Για σκοπούς όμως πληρότητας και μόνο, θεώρησε ορθό να προχωρήσει να εξετάσει τις αξιούμενες ειδικές ή γενικές αποζημιώσεις, για να καταλήξει και επ’ αυτού του ζητήματος, σε απόρριψη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε επίσης, ότι οι εφεσίβλητοι δεν ευθύνονταν για τη ζημιά ύψους €698 που υπέστησαν στο χαλί και σε έπιπλα που εξέθεταν στο κατάστημα τους, λόγω της διαρροής νερού από άδειασμα ντεπόζιτου στην οροφή του κτιρίου.

 

Οι εφεσείοντες, εισηγήθηκαν ότι σε κάθε περίπτωση, η ζημιά ήταν το συνεπακόλουθο ελαττωματικής και ανεπαρκούς στεγανότητας της οροφής του κτιρίου που οφειλόταν στην αμέλεια των εφεσιβλήτων.  Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με το σκεπτικό ότι διότι αφενός δεν απεδείχθη η δικογραφημένη εκδοχή των εφεσειόντων/εναγόντων αλλά και αφετέρου δεν απεδείχθη αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου.

 

Παρέπεμψε δε σε  σχετική νομολογία  στην οποία υποδεικνύεται ότι, ελλείψει αμέλειας, δεν υπάρχει ευθύνη στην περίπτωση βλάβης σε παροχή νερού, και τούτο, πέραν της έννοιας της «κοινής ωφέλειας», στη βάση της εξυπακουόμενης συγκατάθεσης στον πάντοτε ενυπάρχοντα κίνδυνο ως εκ των σύγχρονων οικιστικών συνθηκών διαβίωσης.

 

Οι εφεσείοντες κατά την τελική αγόρευση του συνηγόρου τους, επεζήτησαν να τροποποιήσουν το δικόγραφο τους ώστε να συνάδει με την προσαχθείσα μαρτυρία  του ΜΥ1, αίτημα το οποίο και απορρίφθηκε.

 

Η έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α) Το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν την ισχυριζόμενη οχληρία, σύμφωνα με [*1548]τον περί Δήμων Νόμο, Ν. 111/1985, ζήτημα, που διαπλεκόταν άμεσα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσήγαγαν οι εφεσίβλητοι.

 

β) Οι μαρτυρίες των ΜΥ2, ιδιοκτήτη καφετέριας και του ΜΥ3  υπεύθυνου στο Τμήμα Είσπραξης Φόρων στο Δήμο Λάρνακας, τις οποίες το Δικαστήριο αποδέχθηκε, ήταν ικανές αφ’ εαυτών,  να στοιχειοθετήσουν οχληρία.

 

γ) Με την τοποθέτηση των καρεκλών και τραπεζιών στον «εν λόγω χώρο», όπως έκαναν παραδεκτό οι ΜΥ2 και ΜΥ3, η διέλευση προσώπων, εκτός από τους θαμώνες και η χρήση του χώρου, ήταν αδύνατη και/ή εξαιρετικά δύσκολη.  Οι εν λόγω παραδοχές ήσαν ικανές αφ’ εαυτών, χωρίς καν να είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να στηριχτεί στη μαρτυρία του ΜΕ1 διευθυντή των εφεσειόντων, τη μαρτυρία του οποίου δεν έκανε δεκτή, να οδηγήσουν και στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες των ιδιοκτητών των καταστημάτων συνιστούσαν οχληρία δυνάμει των Άρθρων 84(ια) και (ιζ) του περί Δήμων Νόμου, ανεξαρτήτως του αν ο χώρος των 10 ποδών, εντός του οποίου τοποθετούνταν τα εν λόγω αντικείμενα, ήταν δημόσιος ή ιδιωτικός.  Τούτο, ιδιαιτέρως εν όψει και των προνοιών του Άρθρου 91(δ) του περί Δήμων Νόμου, Ν. 111/1985, όπως τροποποιήθηκε, που καλύπτει οχληρίες συντελούμενες, τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό χώρο.

 

δ) Λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν ευθύνονται για τη ζημιά ύψους €698 που υπέστησαν στο χαλί και σε έπιπλα που εξέθεταν στο κατάστημα τους, λόγω της διαρροής νερού από άδειασμα ντεπόζιτου στην οροφή του κτιρίου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1. Με αναδρομή τόσο στα πρακτικά, όσο και στην απόφαση του Δικαστηρίου, διαπιστωνόταν ότι η θέση των εφεσειόντων, ότι με τη μαρτυρία τους οι ΜΥ2 και ΜΥ3 παραδέχονται ότι η τοποθέτηση καρεκλών και τραπεζιών στον επίδικο χώρο, καθιστούσε αδύνατη και εξαιρετικά δύσκολη τη διέλευση προσώπων και τη χρήση του χώρου από άλλα πρόσωπα, εκτός των θαμώνων των γειτνιαζόντων επιχειρήσεων, δεν υποστηριζόταν από την προσαχθείσα μαρτυρία.

  2.   Το Δικαστήριο με πολλή λεπτομέρεια ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε αναξιόπιστο τον διευθυντή των εφεσειόντων ΜΕ1, ενώ αντιθέτως θεώρησε αξιόπιστους τους ΜΥ2 και ΜΥ3, χωρίς να παραλείψει να καταγράψει και να σημειώσει τις όποιες ευνοϊκές για τους εφεσείοντες παραδοχές των ΜΥ2 και ΜΥ3.

  3.   Για να θεμελιωθεί το αστικό αδίκημα της δημόσιας οχληρίας θα πρέπει να υπάρχει πράξη ή παράλειψη, η παρανομία της οποίας [*1549]να συνίσταται είτε στη μη εκτέλεση νομικής υποχρέωσης, είτε σε παράλειψη, προς εκπλήρωσης νομικής υποχρέωσης, η οποία άμεσα επηρεάζει το ζημιογόνο αποτέλεσμα ως ορίζει το Άρθρο 45 του Νόμου του Κεφ. 148.

  4.   Η δε ιδιωτική οχληρία ορίζεται στο Άρθρο 46 του Νόμου, με την επιφύλαξη ότι ο ενάγων δεν τυγχάνει αποζημίωσης, εκτός αν, εξαιτίας αυτής, υπέστη ζημιά. Συvίσταται στo ότι πρόσωπo επιδεικvύει συμπεριφoρά ή διεξάγει τις εργασίες τoυ ή χρησιμoπoιεί ακίvητη ιδιoκτησία πoυ αvήκει σε αυτό κατά κυριότητα ή κατέχεται από αυτό, με τρόπo ώστε κατά συvήθεια vα παρεμβαίvει στηv εύλoγη χρήση και απόλαυση, αφoύ ληφθoύv υπόψη η θέση και η φύση αυτής, της ακίvητης ιδιoκτησίας oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ.

  5.   Στοχεύει ο νομοθέτης στην προστασία της εύλογης χρήσης και απόλαυσης της ακίνητης ιδιοκτησίας, προσπαθώντας να διατηρήσει το ισοζύγιο μεταξύ συγκρινόμενων δικαιωμάτων: του ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας, ώστε να την χρησιμοποιεί, όπως καλύτερα ο ίδιος κρίνει και του δικαιώματος του γείτονος, για εύλογη απόλαυση της δικής του ιδιοκτησίας.

  6.   Είναι φανερό ότι ο ενάγων, για να πετύχει στις αξιώσεις του θα πρέπει να στοιχειοθετήσει ότι η χρήση των υποστατικών είναι παράνομη, εν τη εννοία ότι, θα πρέπει να διαπιστωθεί παράλογη χρήση της.  Ο ιδιοκτήτης ακίνητης ιδιοκτησίας έχει δυνάμει των διατάξεων του Νόμου δύο θεραπείες: αποζημιώσεις για τη ζημιά που προκλήθηκε και έκδοση διατάγματος προς άρση ή συνέχιση της οχληρίας, ώστε να προστατευθεί ο ενάγων από περαιτέρω ζημιά.

  7.   Εκεί δε όπου διεκδικούνται αποζημιώσεις, δίνεται έμφαση στη διακρίβωση της υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση, τα Δικαστήρια είναι συνήθως απρόθυμα να καταλογίσουν ευθύνη για ιδιωτική οχληρία σε πρόσωπο εναντίον του οποίου δεν έχει αποδειχθεί υπαίτια συμπεριφορά.

  8.   Είναι γι’ αυτό που οι ενέργειες του εναγομένου έχουν ιδιαίτερη σημασία οπότε και η μαρτυρία η οποία προσάγεται, πρέπει να είναι λεπτομερής και στέρεη.

  9.   Οι εφεσείοντες στήριξαν τις αξιώσεις εναντίον του  Δήμου και στα Άρθρα 84 και 91(δ) του περί Δήμων Νόμου,  τα οποία το Δικαστήριο αντίκρισε και εξέτασε πριν απορρίψει τις θέσεις των εφεσειόντων. Δεν παρεχόταν πεδίο επέμβασης στα ευρήματα και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

10. Ορθώς το Δικαστήριο προέβη στις σχετικές παρατηρήσεις. Οι ρηξικέλευθες πρόνοιες  του περί Αποδείξεως Νόμου, Ν 32(Ι)/2004 και η εισαγωγή μαρτυρίας (κυρίως εξέταση) δια εγγράφου δηλώσεως, δεν αναιρεί την υποχρέωση του μάρτυρα να παραθέσει τα πραγματικά γεγονότα με σαφήνεια ώστε το Δικαστήριο στη συνέ[*1550]χεια, αξιολογώντας την, να εξετάσει αν θεμελιώθηκε το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα ή υπεράσπιση του εναγομένου.

11. Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης.  Η μαρτυρία του ΜΕ1 απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη.  Τούτων δοθέντων, η υπόθεση δεν περισωζόταν ούτε με τις εν μέρει, όπως θεωρεί ο συνήγορος των εφεσειόντων, «παραδοχές» των ΜΥ2 και ΜΥ3. Ο ενάγων έχει το βάρος να θεμελιώσει, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, αμέλεια του αντιδίκου και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας και των ζημιών που έχει υποστεί συνεπεία αυτής.

12. Το Δικαστήριο παρέθεσε, ανάλυσε και αντίκρισε τη μαρτυρία του ΜΕ1 με πολλή λεπτομέρεια, δίνοντας ικανούς λόγους για τη μη αποδοχή της.

13. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι. Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και αν η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του.

14. Όπως προέκυπτε τόσο από την απόφαση όσο και από τα πρακτικά, ενώ οι συμπεριφορές που αποδίδονταν στους ενοικιαστές των καταστημάτων ξεκινούσαν, όπως διατείνονταν οι εφεσείοντες, από το 2002 και 2003 αντιστοίχως, όπως καταγράφεται και στην έκθεση απαιτήσεως, δεν υποβλήθηκαν παράπονα προς τους εφεσίβλητους παρά μόνο με την επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 29.9.2004.

15. Μετά τη λήψη της εν λόγω επιστολής οι εφεσίβλητοι, έστω αν όχι αμέσως, ως καθ’ υπερβολή μετέφερε ο ΜΥ3, κάτι που επεσήμανε και το Δικαστήριο, αλλά αργότερα μετά την επίσκεψη της διαχειριστικής επιτροπής όπως και οι ίδιοι οι εφεσείοντες αποδέχονται, με την επιστολή τους ημερ. 18.2.2005, έλαβαν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς άρση της όποιας παράνομης συμπεριφοράς των ενοικιαστών, η οποία και τερματίστηκε, όπως ήταν και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

16. Εν όψει των ανωτέρω παρατηρήσεων ως προς το βάρος απόδειξης, η εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι η πρόνοια του Άρθρου 91(δ) του Νόμου επεκτείνεται και καλύπτει οχληρίες τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό χώρο και ήταν αδιάφορο αν ο μάρτυρας των εφεσειόντων δεν ήταν σε θέση να οριοθετήσει την έκταση της οχληρίας ως προς το χώρο, δημόσιο ή ιδιωτικό και το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα, χωρίς απόδειξη χρηματικής ζημιάς να εκδώσει δηλωτικές αποφάσεις και απαγορευτικά διατάγματα, δεν ήταν δυνατόν να επιτύχει.

[*1551]17.  Την αποτυχία των εφεσειόντων να στοιχειοθετήσουν αμέλεια ή νομική υποχρέωση των εφεσιβλήτων προς άρση της οχληρίας, ακολούθησε μη αποδοχή και της μαρτυρίας της ΜΕ2 ως προς το ύψος των αξιούμενων αποζημιώσεων, η οποία ήταν ορθή.

18. Δικαιολογημένα παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν παρουσιάστηκαν τα αναγκαία στοιχεία, ως είχε η μάρτυρας υποχρέωση να πράξει, για να μπορούσαν να ελεγχθούν τα αποτελέσματα λογαριασμών τα οποία παρουσίασε, για λόγους που με λεπτομέρεια καταγράφει στην απόφαση του.

19. Εν πάση περιπτώσει, η κατάληξη του  πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι η κατ’ ισχυρισμό ζημιά των εφεσειόντων, δεν κατέστη δυνατόν να συνδεθεί με την «παράνομη» συμπεριφορά των δύο άλλων ενοικιαστών.

20. Αναφορικά με τον τελευταίο λόγο έφεσης, η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ορθή.  Με τη σκοπούμενη δε τροποποίηση η οποία απορρίφθηκε, επιζητείτο να εισαχθεί διάφορη αιτία αγωγής από την αρχικώς δικογραφημένη που θα έθετε τους εφεσίβλητους προ εκπλήξεως, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο.

21. Ορθή επίσης ήταν και η παρατήρηση ότι ανεξαρτήτως τούτου, δεν απεδείχθη αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων από το σύνολο της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς τη συντήρηση των σωλήνων στην οροφή του κτιρίου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Κωστάκη, ανηλίκου μέσω γονέων και φυσικών κηδεμόνων του Χρίστου και Μαρίας Κωστάκη (2008) 1 Α.Α.Δ. 432,

 

Sadleigh-Denfield v. O'Callaghan [1940] A.C. 880,

 

Χριστοδουλίδου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 746,

 

Medcon Constructions Ltd v. Ευαγγέλου (1997) 1 Α.Α.Δ. 566,

 

Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1422,

 

Μάρσελ κ.ά. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858,

 

Χρυσάνθου κ.ά. v. Φραντζή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1295,

 

[*1552]Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

 

Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275,

 

Σοφοκλέους v. Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665,

 

Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,

 

Parthenon Shirts (Exporters) Ltd v. Γαβριηλίδου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1288.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Παρπαρίνος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3787/2005), ημερομηνίας 24/11/2010.

 

Αλ. Κληρίδης για Ν. Πιριλλίδη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Eφεσείοντες.

 

Αντ. Παστός για Μ. Χατζηχριστοφή & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Eφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες, ασχολούνται με την εισαγωγή και εμπορία επίπλων και διακόσμησης με έδρα εργασιών στη Λεμεσό, μίσθωσαν, δυνάμει εγγράφου ημερ. 3.5.1996, από τους εφεσίβλητους, Δήμο Λάρνακας, δύο καταστήματα στο ισόγειο του Δημοτικού πολυώροφου χώρου στάθμευσης, οδός Παύλου Βαλσαμάκη 5 και 6.  Τα εν λόγω καταστήματα γειτνίαζαν ένθεν και ένθεν με άλλα δύο καταστήματα: παγωταρία/κρεπερί και Bar-Snack/καφετέρια. Οι ενέργειες και η εν γένει συμπεριφορά των ιδιοκτητών των γειτνιάζοντων καταστημάτων, που κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, τοποθετούσαν από τον Ιούνιο του 2002 και Σεπτέμβριο του 2003 και διατηρούσαν επί του πεζοδρομίου και της δημοσίας οδού, καρέκλες, τραπεζάκια και ομπρέλες, παράνομα και κατά παράβαση των όρων των αδειών τους, εμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία των καταστημάτων τους, με αποτέλεσμα, να υποστούν μείωση των εισοδημάτων τους και απώλειες δια της αναγκαστικής αναστολής της λειτουργίας των εργασιών τους για κάποια χρονική περίο[*1553]δο: 4.9.2004-22.10.2004, κατά την οποία και έπαυσαν να πληρώνουν ενοίκιο στους εφεσίβλητους. Όταν δε η προσπάθεια τους να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους απέτυχε, απέστειλαν σχετικές επιστολές στο Δήμο, ζητώντας του να ενεργήσει ώστε να επιβληθεί ο Νόμος και να εφαρμοστούν οι όροι των αδειών των εν λόγω καταστημάτων, δεν απέφερε καρπούς, κατέφυγαν στο Δικαστήριο καταχωρώντας την υπό κρίση αγωγή. Όχι όμως όπως θα αναμενόταν εναντίον των ενοικιαστών των γειτονικών καταστημάτων, αλλά εναντίον του ιδιοκτήτη των υποστατικών Δήμου Λάρνακας, εφεσίβλητου. Με την έκθεση απαιτήσεως οι εφεσείοντες θεμελίωσαν της αξιώσεις τους εναντίον του Δήμου επί διαζευκτικής βάσης: τόσο ως εκ της ιδιότητας του ως ιδιοκτήτη των ενοικιαζόμενων υποστατικών, δυνάμει του αστικού αδικήματος της αμέλειας, όσο και ως οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, για παράβαση νομικής υποχρέωσης (statutory duty), Άρθρα 84(ιζ), 91 και 92 συμφώνως των σχετικών προνοιών του περί Δήμων Νόμου, Ν. 111/1985, και των σχετικών Κανονισμών, όπως τροποποιήθηκε ως και του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Προωθήθηκε παράλληλα και αξίωση για αποζημιώσεις δυνάμει του αστικού αδικήματος της αμέλειας σε σχέση με διαρροή νερού στο κατάστημα τους.

 

Οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς και τις αξιώσεις των εφεσειόντων, τις οποίες θεωρούν κατασκευασμένες και στοχεύουσες στη μείωση της ζημιάς τους, που ήταν απότοκο, όπως οι ίδιοι θεωρούν, της κακής διαχείρισης των εφεσειόντων. Απαντώντας δε επί της ουσίας αρνούνται ότι υπήρξαν αμελείς ή υπείχαν οποιαδήποτε νομική ευθύνη έναντι των εφεσειόντων προς λήψη μέτρων ή υπέχουν οποιαδήποτε εκ του Νόμου υποχρέωση έναντι των εφεσειόντων, για λήψη μέτρων προς άρση της οχληρίας.  Άρνηση επίσης κατέγραψαν και ως προς τις ζημιές από τη διαρροή νερού στην οροφή του κτηρίου.

 

Παρά το αχρείαστα εκτεταμένο της έκθεσης απαιτήσεως, όπως και ο συνήγορος των εφεσειόντων παραδέχεται, έκτασης 28 σελίδων, με την τελική αγόρευση του, τα επίδικα θέματα περιορίστηκαν, όπως καταγράφονται στο κατωτέρω απόσπασμα, από την απόφαση του Δικαστηρίου:

 

«Παρά την αναφορά τόσων Άρθρων τελικά κατά την αγόρευση του ο συνήγορος της εναγούσης περιόρισε και εισηγήθη σχετικά μόνο τα ακόλουθα δια εξέταση από το Δικαστήριο:

 

«Παρά το εκτεταμένο της Εκθέσεως Απαιτήσεως, τα μονα[*1554]δικά ζητήματα που το Δικαστήριο θα κληθεί να αποφασίσει στην προκείμενη περίπτωση είναι τα εξής:

 

i.  Κατά πόσο οι ιδιοκτήτες του Μπαρ και της Παγωταρίας όντως τοποθετούσαν στους ουσιώδεις χρόνους καρέκλες, τραπέζια, ομπρέλες, κ.λ.π. τόσο εφ’ όλου του χώρου των 10 ποδών μπροστά από τα καταστήματα των Εναγόντων, και των δικών τους καταστημάτων όσο και επί του χώρου του δημοσίου πεζοδρομίου κατά τρόπο δυνάμενο να επηρεάσει τις ανέσεις της περιοχής ή και που προκαλούσε ενόχληση ή και δυσχέρεια στους διακινούμενους επί των εν λόγω χώρων ή παρεμπόδιζε την ελεύθερη χρήση των εν λόγω χώρων ή επηρέαζε την απρόσκοπτη προσπέλαση, διακίνηση και είσοδο στα καταστήματα των εναγόντων ή και τη θέα προς τα εν λόγω καταστήματα.

ii.  Kατά πόσο οι Εναγόμενοι υπείχαν νομική υποχρέωση σύμφωνα με τις πρόνοιες των πιο πάνω Νόμων να λάβουν οποιοδήποτε μέτρο για την άρση της πιο πάνω παρανομίας των ιδιοκτητών του Μπαρ και της Παγωταρίας ή διαζευκτικά σε περίπτωση που ήθελε ερμηνευτεί ότι οι πιο πάνω νομικές υποχρεώσεις συνιστούν εξουσίες των Εναγομένων, κατά πόσο οι Εναγόμενοι επέδειξαν αμέλεια στην εκτέλεση τους.

iii. Κατά πόσο οι Ενάγοντες σαν αποτέλεσμα των πράξεων ή παραλείψεων των Εναγομένων υπέστησαν τις κατ’ ιδίαν ζημίες που διεκδικούν ξεχωριστά από τους Εναγομένους.

iv. Κατά πόσο οι Εναγόμενοι υπό την ιδιότητα των ιδιοκτητών οικοδομής υπήρξαν ένοχοι αμέλειας σε σχέση με τη διαρροή νερού λόγω καταστροφής της κεντρικής σωλήνας που ευρίσκετο στο μπετόν της ταράτσας της εν λόγω οικοδομής και την μέσω του αρμού της ταράτσας διοχετεύσεως του νερού στο κατάστημα των Εναγόντων που συνεπακόλουθα προκάλεσε την ισχυριζόμενη ζημία."

 

Η εξέταση της αξίωσης της εναγούσης θα γίνει συνεπώς με τον περιορισμό που προωθήθηκε αυτή από το συνήγορο της ως ανωτέρω καταγράφεται.»

 

Το Δικαστήριο, αναλύοντας τη μαρτυρία απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων: απέτυχαν, έκρινε, να αποδείξουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της οχληρίας και ως εκ τούτου ήταν περιττή πλέον και η εξέταση του ζητήματος της ύπαρξης ή μη νομικής υποχρέωσης του εφεσίβλητου να ενεργήσει προς άρση της. Για σκοπούς όμως πληρότητας και μόνο, θεώρησε ορθό [*1555]να προχωρήσει να εξετάσει τις αξιούμενες ειδικές ή γενικές αποζημιώσεις, για να καταλήξει και επ’ αυτού του ζητήματος, σε απόρριψη.

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης, με κύριο άξονα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν την ισχυριζόμενη οχληρία, σύμφωνα με τον περί Δήμων Νόμο, Ν. 111/1985, ζήτημα, που οι εφεσείοντες θεωρούν ότι διαπλέκεται άμεσα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσήγαγαν οι εφεσίβλητοι: ΜΥ2 Νίκος Χρίστου, ιδιοκτήτης καφετέριας και ΜΥ3 Λάμπρος Λάμπρου, υπεύθυνος στο Τμήμα Είσπραξης Φόρων στο Δήμο Λάρνακας, τη μαρτυρία των οποίων το Δικαστήριο αποδέχθηκε και ήταν ικανή αφ’ εαυτής, κατά τους εφεσείοντες πάντοτε, να στοιχειοθετήσει οχληρία.  Με την τοποθέτηση των καρεκλών και τραπεζιών στον «εν λόγω χώρο», όπως έκαναν παραδεκτό οι ΜΥ2 και ΜΥ3, η διέλευση προσώπων, εκτός από τους θαμώνες και η χρήση του χώρου, ήταν αδύνατη και/ή εξαιρετικά δύσκολη. Θεωρούν λοιπόν οι εφεσείοντες ότι οι εν λόγω παραδοχές ήσαν ικανές αφ’ εαυτών, χωρίς καν να είναι αναγκαίο το Δικαστήριο να στηριχτεί στη μαρτυρία του ΜΕ1 Βασίλη Χατζηκυριάκου, διευθυντή των εφεσειόντων, τη μαρτυρία του οποίου δεν έκανε δεκτή, να οδηγήσουν και στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες των ιδιοκτητών των καταστημάτων συνιστούσαν οχληρία δυνάμει των Άρθρων 84(ια) και (ιζ) του περί Δήμων Νόμου, ανεξαρτήτως του αν ο χώρος των 10 ποδών, εντός του οποίου τοποθετούνταν τα εν λόγω αντικείμενα, ήταν δημόσιος ή ιδιωτικός. Τούτο, ιδιαιτέρως εν όψει και των προνοιών του Άρθρου 91(δ) του περί Δήμων Νόμου, Ν. 111/1985, όπως τροποποιήθηκε, που καλύπτει οχληρίες συντελούμενες, τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό χώρο.

 

Με αναδρομή τόσο στα πρακτικά, όσο και στην απόφαση του Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι η θέση των εφεσειόντων, ότι με τη μαρτυρία τους οι ΜΥ2 και ΜΥ3 παραδέχονται ότι η τοποθέτηση καρεκλών και τραπεζιών στον επίδικο χώρο, καθιστούσε αδύνατη και εξαιρετικά δύσκολη τη διέλευση προσώπων και την χρήση του χώρου από άλλα πρόσωπα, εκτός των θαμώνων των γειτνιαζόντων επιχειρήσεων, δεν υποστηρίζεται από την προσαχθείσα μαρτυρία. Το Δικαστήριο με πολλή λεπτομέρεια ανέλυσε στις σ. 7 και 8 της απόφασης του τους λόγους για τους οποίους έκρινε αναξιόπιστο τον διευθυντή των εφεσειόντων ΜΕ1, ενώ αντιθέτως θεώρησε ως αξιόπιστους του ΜΥ2 και ΜΥ3, χωρίς να παραλείψει να καταγράψει και να σημειώσει τις όποιες ευ[*1556]νοϊκές για τους εφεσείοντες παραδοχές των ΜΥ2 και ΜΥ3:

 

«Παρακολούθησα όλους όσους κατάθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου με ιδιαίτερη προσοχή και εξέτασα τη μαρτυρία τους σε συνάρτηση με τα τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου όπου αυτό ήταν αναγκαίο. Θα ήθελα κατ’ αρχή να παρατηρήσω ότι ο Μ.Ε.1 μου έκανε κακή εντύπωση παρουσιάζοντας και διαβάζοντας τη δήλωση του τεκμ. Α. Η τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου έγινε ώστε να διευκολύνεται η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι να παρέχεται η δυνατότητα στο μάρτυρα μέσω αυτής να επαναλαμβάνει την Έκθεση Απαιτήσεως με ελαφρές τροποποιήσεις. Εδώ η δήλωση του μάρτυρα τεκμ. Α, είναι στο μεγαλύτερο μέρος της αντιγραφή της Έκθεσης Απαιτήσεως. Επίσης προβάλλονται συνεχώς διαζευκτικοί ισχυρισμοί όπως αυτοί προβάλλονται στην Έκθεση Απαίτησης. Αυτό δεν προσφέρει οτιδήποτε παρά άσχημες εντυπώσεις ότι ο μάρτυρας τυγχάνει καθοδήγησης και ότι η μαρτυρία του δεν είναι γνήσια, ειλικρινής και αυθόρμητη. Εις την υπό εξέταση υπόθεση φαίνεται ξεκάθαρα ότι, ενώ στη δήλωση του μάρτυρα τεκμ. Α, προβάλλονται στην ίδια γραμμή όπως και στην Έκθεση Απαίτησης ένα σωρό παράπονα δια τους γείτονες αναφορικά με το χρόνο και τόπο που τοποθετούνται κατά τον ουσιώδη χρόνο τα καθίσματα και τραπεζάκια, εις την αντεξέταση του ο μάρτυρας ελεύθερος από καθοδήγηση διαφοροποίησε τους ισχυρισμούς του αναφορικά με το παράπονο της εναγούσης.  Αυτοί συνοψίζονται στο ότι οι δύο γείτονες του κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κάνουν οχληρία όταν είναι ανοικτό το κατάστημα της εναγούσης βάζοντας τραπεζάκια, καρέκλες και ομπρέλες της επιχείρησης τους στο μέρος των 10’ που υπάρχει έμπροσθεν των καταστημάτων και όταν έχει ποδόσφαιρο και στο πεζοδρόμιο. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα βάζουν μόνο κατά τις ηλιόλουστες μέρες. Επίσης ανέφερε ότι  και οι ίδιοι είναι πελάτες των γειτόνων και ότι δεν έχουν παράπονο από αυτούς. Ακόμα, δέχθηκε, ότι η παγωταρία έκλεισε και εγκατέλειψε το μέρος.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω αλλά περαιτέρω και διότι ο μάρτυρας έχει, ως ανέφερε, την έδρα του εις Λεμεσό και συνεπώς δεν ευρίσκετο καθημερινά εις το επίδικο μέρος με αποτέλεσμα να μην έχει προσωπική αντίληψη και να μην γνωρίζει την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων, δεν μπορώ παρά να μη δεχθώ τη μαρτυρία του σε όσα μέρη αυτή είναι αντίθετη με την μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης που [*1557]θα δεχθώ πιο κάτω. Εις την επιστολή ημερ. 9.9.04, τεκμ. 2, η οποία υπογράφεται από τον ίδιο αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα στη σελ. 2. «….δυστυχώς επειδή μένουμε σε άλλη πόλη δεν αντιληφθήκαμε αυτή την ανεπίτρεπτη κατάσταση…». Οι φωτογραφίες δε που συνοδεύουν την επιστολή καταδεικνύουν ότι κατά το χρόνο που αυτές λήφθησαν τα καταστήματα της εναγούσης ήταν κλειστά. Είναι προφανές αυτό από το επικολλημένο χαρτί στις βιτρίνες τους ώστε να μην είναι δυνατή η θέαση προς το εσωτερικό τους. Όσον αφορά τις φωτογραφίες του τεκμ. 15 αυτές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη καθότι στα δικόγραφα δεν περιέχονται ισχυρισμοί δια τέντες, κομπρεσόρους κ.λ.π αλλά και ο χρόνος που τοποθετούνται οι φωτογραφίες αυτές είναι εκτός των επίδικων θεμάτων (βλ. και τεκμ. 13). Το παράπονο της ενάγουσας όπως αυτό δικογραφείται αφορά μόνο την τοποθέτηση τραπεζιών, καθισμάτων και ομπρέλων κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

[…]

 

«Οι Μ.Υ.2 και 3 Νίκος Χρίστου και Λάμπρος Λάμπρου, κρίνω ότι έλεγαν στο μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας τους την αλήθεια στο  Δικαστήριο. Μερικά σημεία όπως το χρόνο που σταμάτησε ο Μ.Υ.2 να τοποθετεί τραπεζάκια κ.λ.π έμπροσθεν των καταστημάτων της Εναγούσης δεν το θυμόταν και αυτό είναι φυσικό λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο που διέρρευσε. Επίσης ο ισχυρισμός του Μ.Υ.3 ότι μόλις υπεβλήθη το παράπονο της εναγούσης τηλεφώνησε στους άλλους δύο καταστηματάρχες και αμέσως αυτοί σταμάτησαν να βάζουν τραπεζάκια κ.λ.π αυτός δεν είναι ορθός. Το παράπονο υπεβλήθη την 29.9.04 (βλ. τεκμ. 2) και απ’ ότι φαίνεται το κλιμάκιο της διαχειριστικής επιτροπής του Δήμου την 2.12.04 κατά την επιτόπιο επίσκεψη του διεπίστωσε επέμβαση/παρανομία (βλ. τεκμ. 7). Συνεπώς ο άνω ισχυρισμός του Μ.Υ.3 φαίνεται ως υπερβολή και μη ορθός. Η μαρτυρία τους στα κύρια της σημεία παρέμεινε ακλόνητη παρά την αντεξέταση που υπεβλήθησαν. Οι μάρτυρες δεν δίστασαν να αναφέρουν στο  Δικαστήριο και γεγονότα που ήταν αντίθετα προς το συμφέρον τους όπως η περίπτωση του Μ.Υ 2 που αναφέρθηκε σε τοποθέτηση τραπεζιών και καρεκλών έμπροσθεν των καταστημάτων της εναγούσης. Οι μάρτυρες επίσης μου έκαναν σχετικά καλή εντύπωση ως μάρτυρες και συνεπώς δέχομαι τη μαρτυρία τους ως αξιόπιστο και ειλικρινή εκτός των σημείων που ανέφερα πιο πάνω. Το ότι ο Μ.Υ.2 και ο άλλος καταστηματάρχης τερμάτισαν την τοποθέτηση καθισμάτων [*1558]κ.λ.π μετά την άνω επίσκεψη, έμπροσθεν των καταστημάτων της εναγούσης φαίνεται και από την επιστολή της τελευταίας ημερ. 18.2.2005 (βλ. τεκμ. 6).»

 

Για να επανέλθει κατά την ανάλυση της νομικής πτυχής και να παρατηρήσει ότι:

 

«Διά να εμπίπτουν στις πρόνοιες της οχληρίας του άνω άρθρου η τοποθέτηση αντικειμένων ή πράγματος εις οιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο θα πρέπει να αποτελούν οχληρία.  Με τα ευρήματα του Δικαστηρίου τη μαρτυρία του Μ.Ε1 όπως αναφέρθηκε πιο πάνω αλλά και την ανυπαρξία άλλης ικανής μαρτυρίας προς την κατεύθυνση αυτή, δεν μπορεί να αποδειχθεί και η ισχυριζόμενη «παρανομία» του Άρθρου 91(δ).

 

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την εξέταση των πιο πάνω (Άρθρα 84 και 91) δεν μου διαφεύγουν οι επιστολές της εναγούσης τεκμ. 2,3,5,6 και 11. Όλες υπογράφονται από το Μ.Ε.1. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ήδη έχει καταγραφεί και κρίθηκε αναξιόπιστη σε όσα αυτή είναι αντίθετη με αυτή των μαρτύρων υπεράσπισης. Η ανακολουθία της μαρτυρίας του φαίνεται απ’ όλα απ’ αυτά που δήλωσε στο Δικαστήριο αλλά και από αυτά που έγραφε στα άνω τεκμήρια. Εις το τεκμ. 2 τελευταία παράγραφο αναφέρει ότι οι γείτονες τοποθετούν τραπέζια, καρέκλες, ομπρέλες κ.λ.π μπροστά από το κατάστημα τους. Το ίδιο στην παράγρ. 1 της δεύτερης. Στην παράγρ. 3 της ίδιας σελίδας, όμως, αναφέρει ότι αυτό γίνεται μπροστά από τα καταστήματα της εναγούσης. Ο μάρτυρας πιστεύω ότι δεν γνώριζε την πραγματική κατάσταση πραγμάτων αλλά είχε σύγχυση δια το τι πραγματικά συνέβαινε από την πληροφόρηση που είχε από τρίτους.»

 

Το Άρθρο 45 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα ορίζει:

 

«Δημόσια oχληρία συνίσταται σε παράvoμη πράξη, ή σε παράλειψη εκτέλεσης voμικής υπoχρέωσης αv η πράξη αυτή ή η παράλειψη θέτει σε κίvδυvo τη ζωή, ασφάλεια, υγεία, ιδιoκτησία ή άvεση τoυ κoιvoύ ή παρακωλύει τo κoιvό στην άσκηση κoιvoύ δικαιώματoς:

 

Νoείται ότι καμιά αγωγή δεv εγείρεται για δημόσια oχληρία, παρά μόvo-

 

[*1559](α) από τo Γεvικό Εισαγγελέα της Δημoκρατίας για έκδoση απαγoρευτικoύ διατάγματoς· ή

 

(β) από τo πρόσωπo πoυ υπέστη εξαιτίας αυτής ειδική ζημιά.»

 

Για να θεμελιωθεί το αστικό αδίκημα της δημόσιας οχληρίας θα πρέπει να υπάρχει πράξη ή παράλειψη, η παρανομία της οποίας να συνίσταται είτε στη μη εκτέλεση νομικής υποχρέωσης, είτε σε παράλειψη, προς εκπλήρωσης νομικής υποχρέωσης, η οποία άμεσα επηρεάζει το ζημιογόνο αποτέλεσμα ως ορίζει το Άρθρο 45 του Νόμου (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Κωστάκη, ανηλίκου μέσω γονέων και φυσικών κηδεμόνων του Χρίστου και Μαρίας Κωστάκη (2008) 1 Α.Α.Δ. 432).

 

Η δε ιδιωτική οχληρία ορίζεται στο Άρθρο 46 του Νόμου, με την επιφύλαξη ότι ο ενάγων δεν τυγχάνει αποζημίωσης, εκτός αν, εξαιτίας αυτής υπέστη ζημιά:

 

«46. Iδιωτική oχληρία συvίσταται στo ότι πρόσωπo επιδεικvύει συμπεριφoρά ή διεξάγει τις εργασίες τoυ ή χρησιμoπoιεί ακίvητη ιδιoκτησία πoυ αvήκει σε αυτό κατά κυριότητα ή κατέχεται από αυτό, με τρόπo ώστε κατά συvήθεια vα παρεμβαίvει στηv εύλoγη χρήση και απόλαυση, αφoύ ληφθoύv υπόψη η θέση και η φύση αυτής, της ακίvητης ιδιoκτησίας oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ:

 

Νoείται ότι o εvάγovτας δεv τυγχάvει απoζημίωσης σε σχέση με ιδιωτική oχληρία εκτός αv εξαιτίας αυτής υπέστη ζημιά:

 

Νoείται περαιτέρω ότι oι διατάξεις τoυ άρθρoυ αυτoύ δεv εφαρμόζovται καθόσov αφoρά παρέμβαση στo φως.»

 

Στοχεύει ο νομοθέτης στην προστασία της εύλογης χρήσης και απόλαυσης της ακίνητης ιδιοκτησίας, προσπαθώντας να διατηρήσει το ισοζύγιο μεταξύ συγκρινόμενων δικαιωμάτων: του ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας, ώστε να την χρησιμοποιεί, όπως καλύτερα ο ίδιος κρίνει και του δικαιώματος του γείτονος, για εύλογη απόλαυση της δικής του ιδιοκτησίας.  Sadleigh-Denfield v. O’Callaghan [1940] A.C. 880, 903 και Χριστοδουλίδου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά.  (2008) 1 Α.Α.Δ. 746.

 

Είναι φανερό ότι ο ενάγων, για να πετύχει στις αξιώσεις του θα πρέπει να στοιχειοθετήσει ότι η χρήση των υποστατικών εί[*1560]ναι παράνομη, εν τη εννοία ότι, θα πρέπει να διαπιστωθεί παράλογη χρήση της. Όπως εξετάζεται και στην Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) ο ιδιοκτήτης ακίνητης ιδιοκτησίας έχει δυνάμει των διατάξεων του Νόμου δύο θεραπείες: αποζημιώσεις για τη ζημιά που προκλήθηκε και έκδοση διατάγματος προς άρση ή συνέχιση της οχληρίας, ώστε να προστατευθεί ο ενάγων από περαιτέρω ζημιά (Clerk & Lindsell on Torts, 15η έκδοση, §13-18). Εκεί δε όπου διεκδικούνται αποζημιώσεις, δίνεται έμφαση στη διακρίβωση της υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση, τα Δικαστήρια είναι συνήθως απρόθυμα να καταλογίσουν ευθύνη για ιδιωτική οχληρία σε πρόσωπο εναντίον του οποίου δεν έχει αποδειχθεί υπαίτια συμπεριφορά (Medcon Constructions Ltd v. Ευαγγέλου (1997) 1 Α.Α.Δ. 566). Είναι γι’ αυτό που οι ενέργειες του εναγομένου έχουν ιδιαίτερη σημασία οπότε και η μαρτυρία η οποία προσάγεται πρέπει να είναι λεπτομερής και στέρεη.

 

Οι εφεσείοντες στήριξαν τις αξιώσεις εναντίον του Δήμου, όπως ήδη αναφέραμε, και στα Άρθρα 84 και 91(δ) του περί Δήμων Νόμου, ανωτέρω, τα οποία το Δικαστήριο αντίκρισε και εξέτασε πριν απορρίψει τις θέσεις των εφεσειόντων:

 

«84. Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς Νόμoυ και oιoυδήπoτε ετέρoυ εκάστoτε εv ισχύι vόμoυ, τo συμβoύλιov θα εκτελή, εv τω μέτρω τωv oικovoμικώv δυvατoτήτωv τoυ δήμoυ, εvτός τωv δημoτικώv oρίωv πάvτα ή oιαδήπoτε τωv ακoλoύθωv καθηκόvτωv, ήτoι-

 

[…]

 

(ιζ) θα ρυθμίζη, ελέγχη, περιoρίζη ή απαγoρεύη oιovδήπoτε επιτήδευμα, επιχείρησιv, επάγγελμα ή εργασίαv η oπoία δυvατόv vα είvαι επιβλαβής εις τηv δημoσίαv υγείαv, ή πηγή δημoσίoυ κιvδύvoυ ή oχληρίας ή εvoχλήσεως τωv πρoσώπωv τωv διαμεvόvτωv εις τηv περιoχήv, ή εάv τoύτo κρίvεται σκόπιμov διά τo δημόσιov συμφέρov.

 

[…]»

 

«91. Διά τoυς σκoπoύς τoυ παρόvτoς Νόμoυ, τα ακόλoυθα θεωρoύvται ως oχληρίαι αι oπoίαι δύvαvται vα εκδικάζωvται κατά τov υπό τoυ παρόvτoς Νόμoυ πρoβλεπόμεvov τρόπov:

 

[*1561](α) […]

 

(β) […]

 

(γ) […]

 

(δ) oιovδήπoτε φυτόv, είτε αυτoφυές είτε μη, oιαδήπoτε συσσώρευσις, εvαπόθεσις, τoπoθέτησις, διατήρησις ή εvαπoθήκευσις oιoυδήπoτε αvτικειμέvoυ ή πράγματoς εις oιovδήπoτε δημόσιov ή ιδιωτικόv χώρov τα oπoία απoτελoύv oχληρίαv ή είvαι επιβλαβή εις τηv υγείαv ή δημιoυργoύv ακαλαισθησίαv ή είvαι επιζήμια διά τας αvέσεις της περιoχής ή είvαι εvδεχόμεvov vα επηρεάσoυv τηv ασφάλειαv oιoυδήπoτε πρoσώπoυ.»

 

«92. Άμα τη λήψει oιασδήπoτε πληρoφoρίας αvαφoρικώς πρoς τηv ύπαρξιv oχληρίας, τo συμβoύλιov, εάv ικαvoπoιηθή διά τηv ύπαρξιv oχληρίας, επιδίδει διά τoυ δημάρχoυ, ή ως αυτός ήθελεv oρίσει, ειδoπoίησιv εις τo πρόσωπov διά της πράξεως, παραλείψεως ή αvoχής τoυ oπoίoυ πρoκαλείται ή συvεχίζεται η oχληρία, ή, εάv τoύτo δεv δύvαται vα αvευρεθή, εις τov ιδιoκτήτηv ή τov κάτoχov τωv υπoστατικώv εις τα oπoία πρoκαλείται η oχληρία, δι' ης εvτέλλεται αυτό vα άρη τηv oχληρίαv εvτός της καθoριζoμέvης εv τη ειδoπoιήσει πρoθεσμίας, και vα πρoβή εις τηv εκτέλεσιv τoιoύτωv έργωv ή εvεργειώv αι oπoίαι ήθελov κριθή αvαγκαίαι διά τov σκoπόv αυτόv: …»

 

Θεωρούμε, εν όψει της ανωτέρω παράθεσης του νομοθετικού πλαισίου, ότι δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης στα ευρήματα και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ορθώς το Δικαστήριο προέβη στις ανωτέρω παρατηρήσεις τις οποίες και υιοθετούμε. Οι ρηξικέλευθες πρόνοιες  του περί Αποδείξεως Νόμου, Ν 32(Ι)/2004 και η εισαγωγή μαρτυρίας (κυρίως εξέταση) δια εγγράφου δηλώσεως, δεν αναιρεί την υποχρέωση του μάρτυρα να παραθέσει τα πραγματικά γεγονότα με σαφήνεια ώστε το Δικαστήριο στη συνέχεια, αξιολογώντας την, να εξετάσει αν θεμελιώθηκε το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα ή υπεράσπιση του εναγομένου.

 

Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης (Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1422). Η μαρτυρία του ΜΕ1 απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη. Τούτων δοθέντων η υπόθεση δεν περισώζεται ούτε με τις εν μέρει, όπως θεωρεί ο συνήγορος των [*1562]εφεσειόντων, «παραδοχές» των ΜΥ2 και ΜΥ3. Ο ενάγων έχει το βάρος να θεμελιώσει, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, αμέλεια του αντιδίκου και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας και των ζημιών που έχει υποστεί συνεπεία αυτής Μαρσελ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Χρυσάνθου κ.ά. v. Φραντζή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1295, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Σοφοκλέους v. Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665. Η ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας και η επέμβαση του Εφετείου, σε περίπτωση που τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται ή έρχονται σε αντίθεση με άλλη αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ή εκεί όπου διαπιστώνονται ουσιαστικές αντιφάσεις που αφήνουν το μάρτυρα εκτεθειμένο ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική, προϋποθέτουν εφαρμογή των αρχών που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου (Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236). Το Δικαστήριο παρέθεσε, ανάλυσε και αντίκρισε τη μαρτυρία του ΜΕ1 με πολλή λεπτομέρεια, δίνοντας ικανούς λόγους για τη μη αποδοχή της. Δεν παρέχεται ως εκ τούτου περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου.

 

Το κριτήριο όπως ξεκάθαρα πλέον ορίζεται στην Μαρσέλ κ.ά. (ανωτέρω), σ. 1868, «…δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και αν η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Phipson on Evidence, 14th Edition, para 4-38 και Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, όπου γίνεται και εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας).»

 

Όπως προκύπτει τόσο από την απόφαση όσο και από τα πρακτικά στα οποία ανατρέξαμε, ενώ οι συμπεριφορές που αποδίδονται στους ενοικιαστές των καταστημάτων ξεκινούν, όπως διατείνονται οι εφεσείοντες, από το 2002 και 2003 αντιστοίχως, όπως καταγράφεται και στην έκθεση απαιτήσεως, δεν υποβάλλονται παράπονα προς τους εφεσίβλητους παρά μόνο με την επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 29.9.2004 (Τεκμήριο 2). Μετά [*1563]τη λήψη της εν λόγω επιστολής οι εφεσίβλητοι, έστω αν όχι αμέσως, ως καθ’ υπερβολή μετέφερε ο ΜΥ3, κάτι που επεσήμανε και το Δικαστήριο, αλλά αργότερα μετά την επίσκεψη της διαχειριστικής επιτροπής όπως και οι ίδιοι οι εφεσείοντες αποδέχονται, ίδε την επιστολή τους ημερ. 18.2.2005 (Τεκμήριο 6), έλαβαν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς άρση της όποιας τυχούσας παράνομης συμπεριφοράς των ενοικιαστών, η οποία και τερματίστηκε, όπως είναι και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Εν όψει των ανωτέρω παρατηρήσεων μας ως προς το βάρος απόδειξης, η εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι η πρόνοια του Άρθρου 91(δ) του Νόμου επεκτείνεται και καλύπτει οχληρίες τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό χώρο και ήταν αδιάφορο αν ο μάρτυρας των εφεσειόντων δεν ήταν σε θέση να οριοθετήσει την έκταση της οχληρίας ως προς το χώρο, δημόσιο ή ιδιωτικό και το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα, χωρίς απόδειξη χρηματικής ζημιάς να εκδώσει δηλωτικές αποφάσεις και απαγορευτικά διατάγματα, δεν είναι δυνατόν να επιτύχει.

 

Την αποτυχία των εφεσειόντων να στοιχειοθετήσουν αμέλεια ή νομική υποχρέωση των εφεσιβλήτων προς άρση της οχληρίας ακολούθησε μη αποδοχή και της μαρτυρίας της Μάρως Χασάπη (ΜΕ2) ως προς το ύψος των αξιούμενων αποζημιώσεων είναι ορθή. Δικαιολογημένα παρατηρεί το Δικαστήριο ότι δεν παρουσιάστηκαν τα αναγκαία στοιχεία, ως είχε η μάρτυρας υποχρέωση να πράξει, για να μπορούν να ελεγχθούν τα αποτελέσματα τα οποία παρουσίασε, για λόγους που με λεπτομέρεια καταγράφει στην απόφαση του. Ιδιαιτέρως δε λόγω του ότι καταγράφονταν συνολικά οι λογαριασμοί και των τεσσάρων ανά το παγκύπριο καταστημάτων των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να ελέγξει τους συλλογισμούς και τις πράξεις της μάρτυρος ως προς την αναλογία μικτού κέρδους για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα ως προς την κατ’ ισχυρισμόν ζημιά που υπέστη το κατάστημα της Λάρνακας. Πλέον όμως σημαντική είναι η παρατήρηση και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η ΜΕ2 προέβη σε υπολογισμούς απώλειας εμπορικών κερδών του συγκεκριμένου καταστήματος για την περίοδο από 4.9.2004 μέχρι 22.10.2004 με βάση το μέσο όρο κερδών διά πέντε ετών, για τα έτη 1991-2001 για ένα κατάστημα το οποίο, ήδη από το 2001, παρουσίαζε ζημιά, εξ ου και η μείωση ενοικίου από τους εφεσίβλητους κατόπιν αιτήματος των εφεσειόντων αλλά και άλλων ενοικιαστών «λόγω μειωμένης κίνησης που διέρχονται τα καταστήματα». Εν πάση περιπτώσει, η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η κατ’ ισχυρισμό ζημιά των εφεσειόντων δεν κατέστη δυνατόν να συνδεθεί με την «παράνομη» συμπερι[*1564]φορά των δύο άλλων ενοικιαστών: ενοικίασαν τα καταστήματα τους τον Ιούλιο του 2002 και το Σεπτέμβριο του 2003, αντιστοίχως, βάζει τέλος για όποια περαιτέρω συζήτηση.

 

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν ευθύνονται για τη ζημιά ύψους €698 που υπέστησαν στο χαλί και σε έπιπλα που εξέθεταν στο κατάστημα τους, λόγω της διαρροής νερού από άδειασμα ντεπόζιτου στην οροφή του κτιρίου. Ο ΜΕ1 δίνοντας μαρτυρία πρόβαλε ό,τι και η δικογραφημένη θέση, μεταφέροντας όσα του ανέφερε ο εμπειρογνώμονας –αρχιτέκτονας, που δεν κλήθηκε να καταθέσει,  ενώ οι εφεσίβλητοι, ΜΥ1 και ΜΥ3, δέχθηκαν ότι υπήρξε διαρροή νερού στο κατάστημα των εφεσειόντων, έστω από διάφορη της δικογραφημένης αιτίας: από διαρροή σωλήνας στην οροφή του κτιρίου και όχι από αλλαγή και τοποθέτηση ντεπόζιτου. Οι εφεσείοντες κατά την τελική αγόρευση του συνηγόρου τους, επεζήτησαν να τροποποιήσουν το δικόγραφο τους ώστε να συνάδει με την προσαχθείσα μαρτυρία - παραδοχή του ΜΥ1 η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη - προς το σκοπό απονομής, όπως προβλήθηκε και ενώπιον μας, πλήρους δικαιοσύνης δια της τροποποίησης της §16 της έκθεσης απαιτήσεως. Θεωρούν οι εφεσείοντες, ότι σε κάθε περίπτωση, η ζημιά ήταν το συνεπακόλουθο ελαττωματικής και ανεπαρκούς στεγανότητας της οροφής του κτιρίου που οφειλόταν στην αμέλεια των εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η αξίωση θα πρέπει να απορριφθεί διότι αφενός δεν απεδείχθη η δικογραφημένη εκδοχή της εναγούσης αλλά και αφετέρου δεν απεδείχθη αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου. Εις την Parthenon Shirts (Exporters) Ltd v. Γαβριηλίδου (Π.Ε. 243/2007, ημερ. 16/7/2010) τα γεγονότα ομοίαζαν σε αρκετό βαθμό με τα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης. Εις τη σελ.8 της απόφασης αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«…Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη ευστόχως και επιμελώς παραπέμπει στην αγγλική νομολογία (είτε αυτή εξετασθεί κάτω από τη Rylands v. Fletcher είτε κάτω από την αμέλεια γενικώς) η οποία καταδεικνύει ότι, ελλείψει αμέλειας, δεν υπάρχει ευθύνη στην περίπτωση βλάβης σε παροχή νερού, και τούτο, πέραν της έννοιας της «κοινής ωφέλειας», στη βάση της εξυπακουόμενης συγκατάθεσης στον πάντοτε ενυπάρχοντα κίνδυνο ως εκ των σύγχρονων οικιστικών συνθηκών διαβίωσης (ίδε Peters v. [*1565]Prince of Wales Theatre (Birmingham) Ltd [1943] K.B. 73 και δη Irish Linen Manufacturing Co. v. Lowe [1956] 106 L.G. 828, η οποία προσομοιάζει ιδιαιτέρως προς την προκειμένη περίπτωση).»»

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου είναι ορθή.  Με τη σκοπούμενη τροποποίηση επιζητείται να εισαχθεί διάφορη αιτία αγωγής από την αρχικώς δικογραφημένη που θα έθετε τους εφεσίβλητους προ εκπλήξεως, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο. Ορθή επίσης είναι και η παρατήρηση ότι ανεξαρτήτως τούτου, δεν απεδείχθη αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων από το σύνολο της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς τη συντήρηση των σωλήνων στην οροφή του κτιρίου. Τέτοιο συμπέρασμα, όπως παρατηρείται και στην Parthenon (ανωτέρω), στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορούσε να εξαχθεί «…όχι μόνο διότι δεν ετέθη ειδική μαρτυρία ως προς τους εύλογους χρόνους και τρόπους συντήρησης σωλήνων παροχής νερού αλλά και διότι η προσφερθείσα μαρτυρία καταδείκνυε ότι οι σωλήνες ήσαν υπόγειες και εσωτερικές και δεν υπήρχε εύλογος τρόπος διαπίστωσης ενδεχόμενης βλάβης πριν αυτή εκδηλωθεί, ιδιαιτέρως αν όντως οφείλετο σε φυσική φθορά όπως ανέφερε ο ίδιος ο μάρτυρας της Εφεσείουσας, ούτε υπήρχε μαρτυρία ότι η Εφεσίβλητη είχε προηγούμενες ενδείξεις που ευλόγως θα έπρεπε να την έκαναν να ανησυχήσει και να ερευνήσει την πιστότητα της λειτουργίας της παροχής.» Και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο