Camerou Joseph Andrew ν. Άριστου Χαραλάμπους και Άλλου (2016) 1 ΑΑΔ 1566

ECLI:CY:AD:2016:A298

(2016) 1 ΑΑΔ 1566

[*1566]23 Ιουνίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ANDREW JOSEPH CAMEROU,

 

Εφεσείων-Εναγόμενος,

 

v.

 

ΑΡΙΣΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα,

 

ΚΑΙ

 

ΠΑΝΙΚΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

 

Τριτοδιάδικου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 156/2009)

 

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Με δεδομένη την πολύ καλή ορατότητα  προς τα πίσω, που θα  επέτρεπε στον εφεσείοντα να ελέγχει την τροχαία κίνηση, ορθά το Δικαστήριο θεώρησε την παράλειψή του να ελέγξει το δρόμο πίσω του, προτού επιχειρήσει να κινηθεί δεξιά στο δρόμο, παρά μόνο όταν άρχισε να στρίβει, ως ικανοποιητικό λόγο για στοιχειοθέτηση αμέλειας εκ μέρους του.

 

Αμέλεια ― Αιτιώδης συνάφεια ― Η τελευταία σύγκρουση ήταν απόρροια της πρώτης σύγκρουσης και ως εκ τούτου εκρίθη ότι υπήρχε  αιτιώδης συνάφεια.

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Ευθύνη τριτοδιαδίκου ― Ακόμα και στην περίπτωση που επιβάλλεται να εξεταστεί η ευθύνη του τριτοδιαδίκου και να γίνει καταμερισμός ευθύνης, το Δικαστήριο δεν προχωρά σ’ αυτό, αν δεν καταλήξει στην ύπαρξη ευθύνης του εναγομένου.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε το Εφετείο επεμβαίνει για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας.

 

Αμέλεια ― Ευθύνη τριτοδιαδίκου ― Κατά πόσον ήταν ορθή πρωτόδικη κρίση σύμφωνα με την οποία η μη καταχώρηση, οποιασδήποτε είτε [*1567]μονομερούς αίτησης είτε διά κλήσεως όπως προβλέπεται στον Κ.6 της Δ.10 εκ μέρους του εναγόμενου, ενώπιον του Δικαστηρίου για έκδοση απόφασης εναντίον του Τριτοδιαδίκου, συνιστούσε έλλειψη του αναγκαίου διαδικαστικού διαβήματος για να προβεί το Δικαστήριο σε τυχόν επιδίκαση ευθύνης και κατ’ ακολουθία οποιασδήποτε απόφασης περί συνεισφοράς εκ μέρους του Τριτοδιαδίκου.

 

Mε την έφεση επιδιώχθηκε η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία αποφασίστηκε ότι ο εφεσείων-εναγόμενος ήταν υπεύθυνος για το επίδικο τροχαίο δυστύχημα και πως το Δικαστήριο δε νομιμοποιείτo να εξετάσει την οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη του τριτοδιαδίκου.

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων, ενώ είχε ακινητοποιημένο το αυτοκίνητό του στην αριστερή πλευρά του παλαιού δρόμου Λεμεσού-Πάφου, επιχείρησε να εισέλθει σε ανοικτό χώρο στάθμευσης καταστήματος, παρά το χωριό Ερήμη. Ενώ, όμως, βρισκόταν μέσα στο δρόμο με πρόθεση να στρίψει δεξιά, αντελήφθηκε το αυτοκίνητο  που οδηγούσε ο τριτοδιάδικος με την ίδια με αυτόν κατεύθυνση, να τον πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα και, ενόψει τούτου, ακινητοποίησε αμέσως το αυτοκίνητό του. Παρά ταύτα, το αυτοκίνητο του τριτοδιαδίκου κτύπησε στο δεξιό μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσείων και, στη συνέχεια, το αυτοκίνητο του τριτοδιαδίκου ξέφυγε της πορείας του και συγκρούστηκε με το σταθμευμένο εκτός του δρόμου αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου.

 

Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η πρόκληση υλικών ζημιών στο σταθμευμένο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, οι οποίες συμφωνήθηκαν στο ποσό των €3.000 και, επομένως, ό,τι απέμεινε, ως επίδικο θέμα, ήταν αυτό της αμέλειας.

 

Παρά το ότι το αυτοκίνητο που συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήταν αυτό που οδηγούσε ο τριτοδιάδικος, ο εφεσίβλητος επέλεξε να καταχωρήσει αγωγή μόνο εναντίον του εφεσείοντα, καταλογίζοντας σε αυτόν την ευθύνη για το δυστύχημα. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν ενήγαγε και τους δύο οδηγούς, έτσι ώστε να διαφανεί η ευθύνη του κάθε προσώπου που είχε εμπλοκή στο δυστύχημα, περιέπλεξε την υπόθεση. Ο εφεσείων στην υπεράσπισή του ισχυρίστηκε ότι το δυστύχημα ήταν το αποτέλεσμα της αμελούς οδήγησης του τριτοδιαδίκου και προς τούτο, μετά που έλαβε σχετική άδεια από το Δικαστήριο, εξέδωσε και επέδωσε σ’ αυτόν ειδοποίηση τριτοδιαδίκου, ζητώντας να τον αποζημιώσει ή να συνεισφέρει έναντι της απαίτησης του εφεσίβλητου εναντίον του. Πέραν της επίδοσης της εν λόγω ειδοποίησης, δεν προωθήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο η διαδικασία του τριτοδιαδίκου. Ζητήθηκε όμως, κατά το στάδιο των τελικών αγο[*1568]ρεύσεων της αγωγής, όπως το Δικαστήριο αποφασίσει και επί της ευθύνης του τριτοδιαδίκου, θέση που απερρίφθη από το Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω, ο εφεσείων, προτού ακόμα εγερθεί η αγωγή αντικείμενο της παρούσας έφεσης, κίνησε την αγωγή 7213/2004 εναντίον του τριτοδιαδίκου, η οποία εκδικάστηκε πριν την εκδίκαση της υπό έφεση αγωγής.

 

Στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε ότι αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα έφερε ο τριτοδιάδικος, θέση που έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία του Εφετείου στην έφεση που ακολούθησε (Χρυσοστόμου ν. Cameron (2010) 1 Α.Α.Δ. 1992).

 

Απετέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου πως η ορατότητα του εναγόμενου από το σημείο σύγκρουσης προς τα εμπρός αλλά και προς τα πίσω, ως η κατεύθυνση του ήταν πολύ καλή (προς τα πίσω περί τα 200-250 μέτρα όπως ο ίδιος την καθόρισε) ως επίσης ο εναγόμενος πριν στρίψει ή επιχειρήσει να κάνει στροφή δεξιά στο σημείο όπου επήλθε η σύγκρουση του με το όχημα του τριτοδιάδικου δεν έδειξε με το δείκτη του την πρόθεση του ότι θα έστριβε δεξιά.

 

Ως προς την ευθύνη του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οδηγούσε χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα, ως επίσης παρέλειψε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα για τη μη δημιουργία της σύγκρουσης του οχήματος του με το όχημα του Τριτοδιάδικου που είχε ως αποτέλεσμα και την περαιτέρω σύγκρουση του οχήματος του τελευταίου με το όχημα του ενάγοντα.

 

Η τελευταία σύγκρουση ήταν απόρροια της πρώτης σύγκρουσης και ως εκ τούτου εκρίθη ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια». Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καταλόγησε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσίβλητο, του οποίου το όχημα ήταν ακινητοποιημένο εκτός δρόμου, χωρίς οδηγό, για την πρόκληση είτε της πρώτης σύγκρουσης μεταξύ των οχημάτων του εφεσείοντα και τριτοδιαδίκου, είτε της σύγκρουσης του οχήματός του με το όχημα του τριτοδιαδίκου. Επίσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δε νομιμοποιείται να εξετάσει θέμα τυχόν ευθύνης του τριτοδιαδίκου στο επίδικο τροχαίο δυστύχημα.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Έκτος και Έβδομος λόγος έφεσης:

 

Το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα και προέβη σε εύρημα ότι δεν έδειξε με το δείκτη του την πρόθεσή του [*1569]να στρίψει δεξιά.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Είναι γνωστές οι αρχές περί του πότε επεμβαίνει το Εφετείο στο έργο αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα γενικά ως θετικό, χωρίς όμως να πεισθεί για τη θέση του πως πριν στρίψει δεξιά έδειξε με το δείκτη του για τέτοια πρόθεση, καθώς και για τον ισχυρισμό του ότι δεν υπήρχε άσπρη συνεχής γραμμή στο δρόμο.

3.  Οι λόγοι που οδήγησαν το Δικαστήριο σ΄ αυτό το συμπέρασμα επεξηγούνται σε συγκεκριμένο απόσπασμα της απόφασης και σχετίζονται με την αντιφατικότητα της μαρτυρίας του εφεσείοντα με την πραγματική μαρτυρία και τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης.

4.  Δεν υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβαση.

5.  Tο πρωτόδικο Δικαστήριο, περαιτέρω, διαπίστωσε, μέσα από τη μαρτυρία του εφεσείοντα, στοιχεία τα οποία στοιχειοθετούσαν αμέλεια εκ μέρους του.

 

Τα εν λόγω στοιχεία είναι τα ακόλουθα:

 

α) Ενώ η ορατότητα του εναγόμενου προς τα πίσω ήταν πολύ καλή (περί τα 200-250 μέτρα) και του επέτρεπε να ελέγχει την τροχαία κίνηση προς τα πίσω, ως είχε καθήκον, δεν το έπραξε παρά μόνο ως ο ίδιος ανέφερε, κοίταξε τον καθρέφτη του όταν έστριβε δεξιά, συνεπώς όχι αρκετά προηγουμένως και ενόσω βρισκόταν ακόμη εντός της λωρίδας του. Ουσιαστικά κοίταξε προς τα πίσω του ενώ είχε ήδη αρχίσει να στρίβει δεξιά. Κάτι τέτοιο όμως είναι ικανοποιητικό στοιχείο για στοιχειοθέτηση αμέλειας εκ μέρους του, όταν κρίθηκε ότι υπήρχε αμέλεια από οδηγό ο οποίος παρόλο που έδειξε την πρόθεση του να στρίψει δεξιά και κοίταξε πίσω του σε απόσταση μόνο 25 μέτρων πριν στρίψει και όχι συνεχώς προτού να στρίψει.

 

β) Αφ’ ενός μεν καμία μαρτυρία αποδεκτή εκ μέρους του εναγόμενου υπήρξε περί οποιασδήποτε κίνησης ή ένδειξης εκ μέρους του για εκδήλωση της πρόθεσης του να στρίψει δεξιά, αφ’ ετέρου και αντίθετα, ενώπιον του Δικαστηρίου βρίσκεται η αποδεκτή μαρτυρία του ΜΕ ο οποίος ανέφερε πως μετά το δυστύχημα απ’ ότι θυμόταν ο εναγόμενος του είπε πως δεν έδειξε με το δείκτη του για στροφή δεξιά.

 

γ) Η πιο πάνω συμπεριφορά του εναγόμενου δεν του επέτρεψε επίσης να αντιληφθεί έγκαιρα το όχημα του Τριτοδιάδικου που τον ακολουθούσε, οπότε δεν θα επιχειρούσε στροφή δεξιά όπως άρχισε να [*1570]πράττει αλλά θα είχε και το χρόνο και τη δυνατότητα να ενεργήσει κατά τρόπο ώστε να μην επέλθει η σύγκρουση. Εν πάση περιπτώσει θα εξεταζόταν η συμπεριφορά του στα πλαίσια του κατά πόσο έλαβε μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης μόνο και όχι επί των παραλείψεων του όπως συμβαίνει τώρα.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Υπήρχε απουσία ευρήματος σε σχέση με την οδική συμπεριφορά του τριτοδιαδίκου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1   Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δε θα έπρεπε, στα πλαίσια της απόφασής του, να εξετάσει την τυχόν ευθύνη του τριτοδιαδίκου για τους λόγους που εξέθεσε.

2.  Περαιτέρω, δεν τέθηκε ούτε πρωτοδίκως, ούτε ενώπιον του Εφετείου, ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου και, συνεπώς, αυτό που ενδιέφερε ήταν κατά πόσο, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, στοιχειοθετείτο ότι ο εφεσείων υπήρξε, έστω και κατ’ ελάχιστο, αμελής.

3.  Ακόμα και στην περίπτωση που επιβάλλεται να εξεταστεί η ευθύνη του τριτοδιαδίκου και να γίνει καταμερισμός ευθύνης, το Δικαστήριο δεν προχωρά σ’ αυτό, αν δεν καταλήξει στην ύπαρξη ευθύνης του εναγομένου.

4.  Σύμφωνα με την πραγματική μαρτυρία, το σημείο σύγκρουσης του οχήματος του εφεσείοντα με αυτό του τριτοδιαδίκου ευρίσκεται στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, πέραν της άσπρης συνεχούς διαχωριστικής γραμμής. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα, αυτός έλεγξε το δρόμο πίσω του, ενώ ήδη είχε αρχίσει να στρίβει δεξιά.

5.  Με δεδομένη την πολύ καλή ορατότητα προς τα πίσω, που θα του επέτρεπε να ελέγχει την τροχαία κίνηση, ορθά το Δικαστήριο θεώρησε την παράλειψή του να ελέγξει το δρόμο πίσω του, προτού επιχειρήσει να κινηθεί δεξιά στο δρόμο, παρά μόνο όταν άρχισε να στρίβει, ως ικανοποιητικό λόγο για στοιχειοθέτηση αμέλειας εκ μέρους του.

6.  Ενόψει της κατάληξής  ως προς τον τέταρτο λόγο έφεσης, δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί ο πέμπτος λόγος έφεσης που αφορούσε στην κρίση του Δικαστηρίου ότι το βάρος απόδειξης είχε μετακινηθεί στον εφεσείοντα, ο οποίος απέτυχε να τον μετασείσει.

 

Δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην [*1571]προχωρήσει στον καταμερισμό ευθύνης μεταξύ εφεσείοντα-εναγομένου και τριτοδιαδίκου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία των θεσμών και, ως αποτέλεσμα, εφάρμοσε μόνο τη Δ.10 θ.6, η οποία εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου εκδίδεται απόφαση εναντίον του εναγομένου λόγω παράλειψης (default), κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τις πρόνοιες της Δ.10 θ.5 και 6, κατέληξε ότι μέσα από τις πιο πάνω διατάξεις είναι προφανές πως δίδεται και η απάντηση στο ερώτημα που καλείται το Δικαστήριο να αποφανθεί.

2.  Η μη καταχώρηση, επεσήμανε, οποιασδήποτε είτε μονομερούς αίτησης είτε διά κλήσεως όπως προβλέπεται στον Κ.6 της Δ.10 εκ μέρους του εναγόμενου ενώπιον του Δικαστηρίου για έκδοση απόφασης εναντίον του Τριτοδιαδίκου κρίνεται πως συνιστά έλλειψη του αναγκαίου διαδικαστικού διαβήματος για να προβεί το Δικαστήριο σε τυχόν επιδίκαση ευθύνης και κατ’ ακολουθία οποιασδήποτε απόφασης περί συνεισφοράς εκ μέρους του Τριτοδιαδίκου. Συνακόλουθα κατέληξε, το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείτο στην έκδοση οποιασδήποτε απόφασης στη Διαδικασία Τριτοδιαδίκου.

3.  Από το λεκτικό της Δ.10 θ.5 προκύπτει ότι, σε περίπτωση που ο τριτοδιάδικος δεν καταχωρήσει εμφάνιση, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, θεωρείται ότι έχει αποδεχτεί την εγκυρότητά της ειδοποίησης και δεσμεύεται από οποιανδήποτε απόφαση δοθεί στη διαδικασία, είτε η απόφαση εκδόθηκε εκ συμφώνου είτε διαφορετικά.

4.  Ενόψει, του γεγονότος ότι ο τριτοδιάδικος παρέλειψε να εμφανιστεί στη διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να προχωρήσει στον καταμερισμό της δικής του ευθύνης. Η παράλειψη αυτή του Δικαστηρίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε επανεκδίκαση.

5.  Με βάση, όμως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν  ήταν σκόπιμο να διαταχθεί επανεκδίκαση. Και αυτό γιατί ο εφεσείων τελικά δεν αποδίδει οποιαδήποτε ευθύνη στον εφεσίβλητο και η ευθύνη μεταξύ εφεσείοντα και τριτοδιαδίκου είχε ήδη αποφασιστεί στα πλαίσια της Αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού 7213/2004.

6.  Όπως δε διευκρινίστηκε από τους συνηγόρους, η ορθότητα της απόφασης επικυρώθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Χρυσοστόμου v. Cameron (πιο πάνω). Εναπόκειται στον εφεσείοντα, αφού αποζημιώσει τον εφεσίβλητο, να προβεί στις δέουσες ενέργειες για αποκατάσταση των ζημιών από τον τριτοδιάδικο.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*1572]Παρατήρηση Εφετείου:

 

«Ενώ η παρούσα υπόθεση αφορούσε αξίωση σχετικά μικρού ποσού για αποζημιώσεις, εν τούτοις, τα πράγματα έχουν περιπλακεί, λόγω λανθασμένων χειρισμών από την αρχή. Αφενός, λόγω της παράλειψης του εφεσίβλητου να καταχωρήσει αγωγή εναντίον και των δύο άλλων εμπλεκομένων οδηγών ή τουλάχιστον εναντίον του οδηγού του αυτοκινήτου που συγκρούστηκε με το δικό του και, αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, μετά που καταχωρήθηκαν δύο αγωγές για το ίδιο δυστύχημα, λόγω της παράλειψης των μερών να ζητήσουν τη συνεκδίκασή τους ως προς το θέμα της ευθύνης».

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χρυσοστόμου v. Cameron (2010) 1 Α.Α.Δ. 1992,

 

Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(A) A.A.Δ.236,

 

Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 974,

 

Χαραλάμπους v. Ξυδά (2007) 1 Α.Α.Δ. 792.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κίτσιου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5235/2005), ημερομηνίας 10/4/2009.

 

Α. Πάλλη (κα), για τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο.

 

Ε. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.

 

Καμία εμφάνιση, για τον Τριτοδιάδικο.

 

Cur. adv. vult.

 

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Mε την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία αποφασίστηκε ότι ο εφεσείων-εναγόμενος είναι υπεύθυνος για το επίδικο τρο[*1573]χαίο δυστύχημα και πως το Δικαστήριο δε νομιμοποιείται να εξετάσει την οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη του τριτοδιαδίκου.

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσείων, ενώ είχε ακινητοποιημένο το υπ’ αριθμό εγγραφής ΗΑΝ443 αυτοκίνητό του στην αριστερή πλευρά του παλαιού δρόμου Λεμεσού-Πάφου, επιχείρησε να εισέλθει σε ανοικτό χώρο στάθμευσης καταστήματος, παρά το χωριό Ερήμη. Ενώ, όμως, βρισκόταν μέσα στο δρόμο με πρόθεση να στρίψει δεξιά, αντελήφθηκε το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΕΝΗ829, που οδηγούσε ο Π. Χρυσοστόμου (τριτοδιάδικος) με την ίδια με αυτόν κατεύθυνση, να τον πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα και, ενόψει τούτου, ακινητοποίησε αμέσως το αυτοκίνητό του. Παρά ταύτα, το αυτοκίνητο του τριτοδιαδίκου κτύπησε στο δεξιό μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο εφεσείων και, στη συνέχεια, το αυτοκίνητο του τριτοδιαδίκου ξέφυγε της πορείας του και συγκρούστηκε με το σταθμευμένο εκτός του δρόμου αυτοκίνητο υπ’ αριθμό εγγραφής CAK484 του εφεσιβλήτου.

 

Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η πρόκληση υλικών ζημιών στο σταθμευμένο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, οι οποίες συμφωνήθηκαν στο ποσό των €3.000 και, επομένως, ό,τι απέμεινε, ως επίδικο θέμα, ήταν αυτό της αμέλειας.

 

Παρά το ότι το αυτοκίνητο που συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήταν αυτό που οδηγούσε ο τριτοδιάδικος, ο εφεσίβλητος επέλεξε να καταχωρήσει αγωγή μόνο εναντίον του εφεσείοντα, καταλογίζοντας σε αυτόν την ευθύνη για το δυστύχημα. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν ενήγαγε και τους δύο οδηγούς, έτσι ώστε να διαφανεί η ευθύνη του κάθε προσώπου που είχε εμπλοκή στο δυστύχημα, περιέπλεξε την υπόθεση. Ο εφεσείων στην υπεράσπισή του ισχυρίστηκε ότι το δυστύχημα ήταν το αποτέλεσμα της αμελούς οδήγησης του τριτοδιαδίκου και προς τούτο, μετά που έλαβε σχετική άδεια από το Δικαστήριο, εξέδωσε και επέδωσε σ’ αυτόν ειδοποίηση τριτοδιαδίκου, ζητώντας να τον αποζημιώσει ή να συνεισφέρει έναντι της απαίτησης του εφεσίβλητου εναντίον του. Πέραν της επίδοσης της εν λόγω ειδοποίησης, δεν προωθήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο η διαδικασία του τριτοδιαδίκου. Ζητήθηκε όμως, κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων της αγωγής, όπως το Δικαστήριο αποφασίσει και επί της ευθύνης του τριτοδιαδίκου, θέση που απερρίφθη από το Δικαστήριο, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια.

 

Περαιτέρω, ο εφεσείων, προτού ακόμα εγερθεί η αγωγή αντι[*1574]κείμενο της παρούσας έφεσης, κίνησε την αγωγή 7213/2004 εναντίον του τριτοδιαδίκου, η οποία εκδικάστηκε πριν την εκδίκαση της υπό έφεση αγωγής. Στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε ότι αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα έφερε ο τριτοδιάδικος, θέση που έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία του Εφετείου στην έφεση που ακολούθησε (βλ. Χρυσοστόμου v. Andrew Joseph Cameron (2010) 1 Α.Α.Δ. 1992). Σημειώνεται ότι μετά την έκδοση απόφασης στην πρωτόδικη διαδικασία της αγωγής εκείνης, τροποποιήθηκε η υπεράσπιση του εφεσείοντα και προσετέθη ισχυρισμός περί δεδικασμένου, στη βάση της απόφασης στην υπόθεση 7213/2004. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της υπό εξέταση υπόθεσης, όμως, ο λόγος έφεσης που υπεβλήθη, σε συνάρτηση με αυτό το ζήτημα, αποσύρθηκε πριν τη συζήτηση της παρούσας έφεσης και, συνεπώς, δε θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Όπως έχει ήδη σημειωθεί, το ύψος των αποζημιώσεων που αξιώνονταν από τον εφεσίβλητο είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής, και παρέμεινε προς εξέταση μόνο το θέμα της ευθύνης.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το δυστύχημα επεσυνέβη κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες:

 

«Ο εναγόμενος ήταν στις 13.10.2003 κάτοχος του οχήματος ΗΑΝ 443, βρισκόταν αρχικά ακινητοποιημένο στην αριστερή πλευρά και εκτός του παλαιού δρόμου Λεμεσού-Πάφου παρά το χωριό Ερήμη με ανατολική κατεύθυνση. Ο δρόμος στο σημείο όπου βρισκόταν είναι διπλής κατεύθυνσης με μια λωρίδα κυκλοφορίας για την κάθε κατεύθυνση, είχε συνολικό πλάτος 7 μέτρα, οι δύο λωρίδες χωρίζονταν με άσπρη συνεχή γραμμή.

 

Σε κάποια στιγμή ο εναγόμενος κινήθηκε εντός του δρόμου με ανατολική κατεύθυνση κρατώντας τη λωρίδα κυκλοφορίας του, κινήθηκε και διένυσε περί τα 100 μέτρα και είχε πρόθεση να στρίψει δεξιά και να εξέλθει του δρόμου προκειμένου να εισέλθει σε ανοικτό χώρο στάθμευσης καταστήματος πώλησης υλικών οικοδομής το οποίο υπήρχε στην περιοχή. Κατά τη διάνυση των 100 μέτρων περίπου είναι εύρημα πως ο εναγόμενος σε καμία περίπτωση έλεγξε κατά πόσο υπήρχε τροχαία κίνηση προς τα πίσω του, και αυτό το έπραξε μόνο όταν άρχισε να στρίβει δεξιά οπότε όντας ήδη μερικώς μέσα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας αντιλήφθηκε από το καθρεφτάκι του ότι ερ[*1575]χόταν με μεγάλη ταχύτητα ως εκτίμησε ο ίδιος το όχημα του τριτοδιάδικου, οπότε ακινητοποίησε αμέσως το όχημα του, ωστόσο το όχημα του τριτοδιάδικου κτύπησε ερχόμενο προς το μέρος του στο μπροστινό δεξιό μέρος του οχήματος του και το όχημα του μετακινήθηκε σε κάποια απόσταση ενώ το όχημα του τριτοδιάδικου ξέφυγε της πορείας του και κατέληξε στην δεξιά πλευρά εκτός του δρόμου όπου και συγκρούστηκε με το όχημα του ενάγοντα το οποίο ήταν σταθμευμένο και ακινητοποιημένο στον ανοικτό χώρο στάθμευσης καταστήματος πώλησης υλικών οικοδομής.

 

Είναι δε εύρημα του Δικαστηρίου πως η ορατότητα του εναγόμενου από το σημείο σύγκρουσης προς τα εμπρός αλλά και προς τα πίσω ως η κατεύθυνση του ήταν πολύ καλή (προς τα πίσω περί τα 200-250 μέτρα όπως ο ίδιος την καθόρισε) ως επίσης ο εναγόμενος πριν στρίψει ή επιχειρήσει να κάνει στροφή δεξιά στο σημείο όπου επήλθε η σύγκρουση του με το όχημα του τριτοδιάδικου δεν έδειξε με το δείκτη του την πρόθεση του ότι θα έστριβε δεξιά».

 

Ως προς την ευθύνη του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οδηγούσε χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα ως επίσης παρέλειψε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα για τη μη δημιουργία της σύγκρουσης του οχήματος του με το όχημα του Τριτοδιάδικου που είχε ως αποτέλεσμα και την περαιτέρω σύγκρουση του οχήματος του τελευταίου με το όχημα του ενάγοντα. Η τελευταία σύγκρουση ήταν απόρροια της πρώτης σύγκρουσης και ως εκ τούτου κρίνεται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια». Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καταλόγησε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσίβλητο, του οποίου το όχημα ήταν ακινητοποιημένο εκτός δρόμου, χωρίς οδηγό, για την πρόκληση είτε της πρώτης σύγκρουσης μεταξύ των οχημάτων του εφεσείοντα και τριτοδιαδίκου, είτε της σύγκρουσης του οχήματός του με το όχημα του τριτοδιαδίκου. Επίσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δε νομιμοποιείται να εξετάσει θέμα τυχόν ευθύνης του τριτοδιαδίκου στο επίδικο τροχαίο δυστύχημα.

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα τον έκρινε αναξιόπιστο και προέβη σε εύρημα ότι δεν έδειξε με το δείκτη του την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά (6ος και 7ος λόγος έφεσης).

 

Είναι γνωστή η αρχή ότι το έργο αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτό[*1576]δικου Δικαστηρίου, το οποίο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει τους μάρτυρες που παρουσιάζονται ενώπιόν του, λόγω της αμεσότητας που έχει μαζί τους. Όμως, το Εφετείο διατηρεί πάντοτε την ευχέρεια παρέμβασης για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας, όταν αυτά κρίνονται εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή όταν με βάση το σύνολο της μαρτυρίας δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία και δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή όταν διαπιστώνονται ουσιαστικής μορφής αντιφάσεις, οι οποίες αφήνουν το μάρτυρα εκτεθειμένο (βλ. Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(A) A.A.Δ.236 και Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 974).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα γενικά ως θετικό, χωρίς όμως να πεισθεί για τη θέση του πως πριν στρίψει δεξιά έδειξε με το δείκτη του για τέτοια πρόθεση, καθώς και για τον ισχυρισμό του ότι δεν υπήρχε άσπρη συνεχής γραμμή στο δρόμο. Οι λόγοι που οδήγησαν το Δικαστήριο σ’ αυτό το συμπέρασμα επεξηγούνται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης και σχετίζονται με την αντιφατικότητα της μαρτυρίας του εφεσείοντα με την πραγματική μαρτυρία και τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης:

 

«α. Ενώ κατέθεσε ότι δεν υπήρχε συνεχής άσπρη γραμμή στο δρόμο στο σημείο όπου θα έστριβε δεξιά παραμένει αναπάντητο το ερώτημα γιατί τότε υπέγραψε το πρόχειρο σχέδιο (τεκμήριο 1) το οποίο έχει τέτοια γραμμή την οποία έθεσε ο αστυφύλακας, εξεταστής. Πρόκειται για αντίφαση με την πραγματική μαρτυρία γεγονός που μειώνει την εκδοχή του ως προς σ’ αυτό το σημείο.

 

β. Ενώ υιοθέτησε με τη γραπτή του δήλωση (ως μέρος της κύριας εξέτασης του) την Υπεράσπιση του, τα λεγόμενα του ως προς το όχημα που συγκρούστηκε με το σταθμευμένο όχημα του ενάγοντα είναι σε αντίθεση με ότι ισχυρίζεται στην Υπεράσπιση του.  Δηλαδή στο δικόγραφο του λέει πως είναι το όχημα του που εξαιτίας της σύγκρουσης επέπεσε επί του οχήματος του ενάγοντα, στη μαρτυρία του είπε πως είναι το όχημα του τριτοδιάδικου που συγκρούστηκε με το όχημα του ενάγοντα και ως διαφάνηκε αυτό είναι το ορθό.

 

Γενικότερα ήταν εμφανής η προσπάθεια του εναγόμενου να παρουσιαστεί ως οδηγός που δεν είχε ευθύνη στο δυστύχημα, εν όψει της εκδοχής του ότι δεν υπήρχε άσπρη συνεχής [*1577]γραμμή αλλά και επειδή έδειξε την πρόθεση του για στροφή δεξιά. Όπως θα φανεί ωστόσο έστω και αν γινόταν αποδεκτή η θέση του γι’ αυτά τα δύο σημεία μέσα από τις δικές του αναφορές οι κανόνες δικαίου και οι σχετικές αρχές δεν τον βοηθούν, ως θα εξηγηθεί πιο κάτω κυρίως για το θέμα του ορθού ελέγχου του οχήματος που τον ακολουθούσε και συγκρούστηκε μαζί του πριν ολοκληρώσει τη στροφή δεξιά».

 

Κρίνουμε ότι δεν υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβασή μας και, κατά συνέπεια, οι λόγοι έφεσης 6 και 7 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Tο πρωτόδικο Δικαστήριο, περαιτέρω, διαπίστωσε, μέσα από τη μαρτυρία του εφεσείοντα, στοιχεία τα οποία στοιχειοθετούσαν αμέλεια εκ μέρους του. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«(β) Επιπλέον μέσα από τη μαρτυρία που έδωσε ο εναγόμενος διαπιστώνονται στοιχεία τα οποία είναι ενάντια στην εκδοχή του και το συμφέρον του, ως εκ τούτου αξιολογούμενα αυτά τα στοιχεία από το Δικαστήριο κρίνονται ως τέτοια που στοιχειοθετούν αμέλεια εκ μέρους του.  Τα εν λόγω στοιχεία είναι τα ακόλουθα:

 

1. Ενώ η ορατότητα του εναγόμενου προς τα πίσω ήταν πολύ καλή (περί τα  200-250 μέτρα) και του επέτρεπε να ελέγχει την τροχαία κίνηση προς τα πίσω, ως είχε καθήκον, δεν το έπραξε παρά μόνο ως ο ίδιος ανέφερε, κοίταξε τον καθρέφτη του όταν έστριβε δεξιά, συνεπώς όχι αρκετά προηγουμένως και ενόσω βρισκόταν ακόμη εντός της λωρίδας του. Ουσιαστικά κοίταξε προς τα πίσω του ενώ είχε ήδη αρχίσει να στρίβει δεξιά. Κάτι τέτοιο όμως είναι ικανοποιητικό στοιχείο για στοιχειοθέτηση αμέλειας εκ μέρους του, όταν κρίθηκε ότι υπήρχε αμέλεια από οδηγό ο οποίος παρόλο που έδειξε την πρόθεση του να στρίψει δεξιά και κοίταξε πίσω του σε απόσταση μόνο 25 μέτρων πριν στρίψει και όχι συνεχώς προτού να στρίψει. (Αυτό κρίθηκε στην υπόθεση Πέτρου Γεωργίου v. Ν. Παναγιωτίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 80 καθώς και στην Πολιτική Έφεση 55/2007 ημερομηνίας 20.11.2008 υπόθεση Τσαρτσίδης v. Ιατρικό Διαγνωστικό Κέντρο Μαγνητικής Τομογραφίας Αγ. Θέρισσος Λτδ).

 

2. Αφ’ ενός μεν καμία μαρτυρία αποδεκτή εκ μέρους του [*1578]εναγόμενου υπήρξε περί οποιασδήποτε κίνησης ή ένδειξης εκ μέρους του για εκδήλωση της πρόθεσης του να στρίψει δεξιά, αφ’ ετέρου και αντίθετα, ενώπιον του Δικαστηρίου βρίσκεται η αποδεκτή μαρτυρία του ΜΕ ο οποίος ανέφερε πως μετά το δυστύχημα απ’ ότι θυμόταν ο εναγόμενος του είπε πως δεν έδειξε με το δείκτη του για στροφή δεξιά.

 

3. Η πιο πάνω συμπεριφορά του εναγόμενου δεν του επέτρεψε επίσης να αντιληφθεί έγκαιρα το όχημα του Τριτοδιάδικου που τον ακολουθούσε, οπότε δεν θα επιχειρούσε στροφή δεξιά όπως άρχισε να πράττει αλλά θα είχε και το χρόνο και τη δυνατότητα να ενεργήσει κατά τρόπο ώστε να μην επέλθει η σύγκρουση. Εν πάση περιπτώσει θα εξεταζόταν η συμπεριφορά του στα πλαίσια του κατά πόσο έλαβε μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης μόνο και όχι επί των παραλείψεων του όπως συμβαίνει τώρα.»

 

Τα πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου αμφισβητούνται με τον 4ο λόγο έφεσης, με κύριο επιχείρημα του εφεσείοντα να επικεντρώνεται στην απουσία ευρήματος σε σχέση με την οδική συμπεριφορά του τριτοδιαδίκου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δε θα έπρεπε, στα πλαίσια της απόφασής του, να εξετάσει την τυχόν ευθύνη του τριτοδιαδίκου για τους λόγους που εξέθεσε και θα μας απασχολήσουν στην πορεία όταν θα εξετάσουμε τους σχετικούς λόγους έφεσης. Περαιτέρω, δεν τέθηκε ούτε πρωτοδίκως, ούτε ενώπιόν μας, ζήτημα συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου και, συνεπώς, αυτό που ενδιαφέρει είναι κατά πόσο, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, στοιχειοθετείται ότι ο εφεσείων υπήρξε, έστω και κατ’ ελάχιστο, αμελής. Ακόμα και στην περίπτωση που επιβάλλεται να εξεταστεί η ευθύνη του τριτοδιαδίκου και να γίνει καταμερισμός ευθύνης, το Δικαστήριο δεν προχωρά σ’ αυτό, αν δεν καταλήξει στην ύπαρξη ευθύνης του εναγομένου.

 

Σύμφωνα με την πραγματική μαρτυρία, το σημείο σύγκρουσης του οχήματος του εφεσείοντα με αυτό του τριτοδιαδίκου ευρίσκεται στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, πέραν της άσπρης συνεχούς διαχωριστικής γραμμής. Σύμφωνα με την μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα, αυτός έλεγξε το δρόμο πίσω του, ενώ ήδη είχε αρχίσει να στρίβει δεξιά. Με δεδομένη την πολύ καλή  ορατότητα  προς τα πίσω, που θα του επέτρεπε να ελέγχει την τροχαία κίνηση, ορθά το Δικαστήριο θεώρησε την παράλειψή του να ελέγξει το δρόμο πίσω του, προτού επιχειρήσει να κινηθεί δεξιά στο δρόμο, παρά μόνο όταν άρχισε να στρίβει, ως ικα[*1579]νοποιητικό λόγο για στοιχειοθέτηση αμέλειας εκ μέρους του. Ακόμα και η εφαρμογή της υπόθεσης Χαραλάμπους v. Ξυδά (2007) 1 Α.Α.Δ. 792, που επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Στην υπόθεση εκείνη καταλογίστηκε ευθύνη 20% στην οδηγό του προπορευόμενου οχήματος, η οποία είχε δείξει την πρόθεσή της να στρίψει δεξιά, απέτυχε όμως, προτού αρχίσει τη στροφή προς τα δεξιά να βεβαιωθεί ότι το όχημα που ακολουθούσε αντελήφθηκε την πρόθεσή της, κρίνοντας ότι η παράλειψή της αυτή συνιστά αμέλεια.

 

Ενόψει της κατάληξής μας ως προς τον τέταρτο λόγο έφεσης, θεωρούμε ότι δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί ο πέμπτος λόγος έφεσης που αφορά την κρίση του Δικαστηρίου ότι το βάρος απόδειξης είχε μετακινηθεί στον εφεσείοντα, ο οποίος απέτυχε να τον μετασείσει.

 

Με το δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης, οι οποίοι θα εξεταστούν μαζί λόγω της συνάφειάς τους, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην προχωρήσει στον καταμερισμό ευθύνης μεταξύ εφεσείοντα-εναγομένου και τριτοδιαδίκου. Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία των θεσμών και, ως αποτέλεσμα, εφάρμοσε μόνο τη Δ.10 θ.6, η οποία εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου εκδίδεται απόφαση εναντίον του εναγομένου λόγω παράλειψης (default), κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Από την άλλη, η πλευρά του εφεσιβλήτου εισηγείται ότι θα έπρεπε να υπάρξει αίτηση για οδηγίες και ανταλλαγή δικογράφου μεταξύ εναγομένου και τριτοδιαδίκου και πως στην απουσία τέτοιου αναγκαίου διαδικαστικού διαβήματος από τον εφεσείοντα, δεν απαιτείτο η εξέταση οποιασδήποτε τυχόν συντρέχουσας αμέλειας εκ μέρους του τριτοδιαδίκου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τις πρόνοιες της Δ.10 θ.5 και 6, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Μέσα από τις πιο πάνω διατάξεις είναι προφανές πως δίδεται και η απάντηση στο ερώτημα που καλείται το Δικαστήριο να αποφανθεί. Η μη καταχώρηση οποιασδήποτε είτε μονομερούς αίτησης είτε διά κλήσεως όπως προβλέπεται στον Κ.6 της Δ.10 εκ μέρους του εναγόμενου ενώπιον του Δικαστηρίου για έκδοση απόφασης εναντίον του Τριτοδιαδίκου κρίνεται πως συνιστά έλλειψη του αναγκαίου διαδικαστικού διαβήματος για να προβεί το Δικαστήριο σε τυχόν επιδίκαση [*1580]ευθύνης και κατ’ ακολουθία οποιασδήποτε απόφασης περί συνεισφοράς εκ μέρους του Τριτοδιαδίκου. Συνακόλουθα το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται στην έκδοση οποιασδήποτε απόφασης στη Διαδικασία Τριτοδιαδίκου.

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω σημειώνεται πως από την αρχή της ακροαματικής διαδικασίας το θέμα αυτό τέθηκε από το Δικαστήριο προς την πλευρά του εναγόμενου η οποία μέσω του συνηγόρου του ζήτησε να μην υπάρχει συνεκδίκαση της αγωγής με τη διαδικασία Τριτοδιαδίκου αλλά η εκδίκαση της να παραμείνει σε μεταγενέστερο στάδιο.»

 

Σε ό,τι αφορά τη δήλωση του συνηγόρου του εφεσείοντα, δεν έχουμε διαπιστώσει από τα πρακτικά να είχε γίνει κάτι τέτοιο. Αυτό, όμως, δεν είναι καθοριστικής σημασίας.

 

Η Δ.10 θ.5 και 6 προνοούν ως ακολούθως:

 

«5. If a third party duly served with a third-party notice does not enter an appearance, he shall be deemed to admit the validity of and shall be bound by any judgment given in the action, whether by consent or otherwise, and by any decision therein on any question specified in the notice; and when contribution or indemnity or other relief or remedy is claimed against him in the notice, he shall be deemed to admit his liability in respect of such contribution or indemnity or other relief or remedy.

 

6. Where a third party makes default in entering an appearance and the defendant giving the notice suffers judgment by default, such defendant shall be entitled at any time, after satisfaction of the judgment against himself, upon an ex parte application, or before such satisfaction by the leave of the Court of Judge obtained on an application by summons, to enter judgment against the third party to the extent of any contribution or indemnity claimed in the third party notice, or by leave of the Court or Judge so obtained to enter such judgment in respect of any other relied or remedy claimed as the Court or Judge shall direct:

 

Provided that is shall be lawful for the court or Judge in a proper case to set aside or vary such judgment against the third party upon such terms as may seem just.»

 

Από το λεκτικό της Δ.10 θ.5 προκύπτει ότι, σε περίπτωση που [*1581]ο τριτοδιάδικος δεν καταχωρήσει εμφάνιση, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, θεωρείται ότι έχει αποδεχτεί την εγκυρότητά της ειδοποίησης και δεσμεύεται από οποιανδήποτε απόφαση δοθεί στη διαδικασία, είτε η απόφαση εκδόθηκε εκ συμφώνου είτε διαφορετικά. Ενόψει, λοιπόν, του γεγονότος ότι ο τριτοδιάδικος παρέλειψε να εμφανιστεί στη διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να προχωρήσει στον καταμερισμό της δικής του ευθύνης. Η παράλειψη αυτή του Δικαστηρίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε επανεκδίκαση. Με βάση, όμως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν θεωρούμε σκόπιμο να διατάξουμε επανεκδίκαση. Και αυτό γιατί ο εφεσείων τελικά δεν αποδίδει οποιαδήποτε ευθύνη στον εφεσίβλητο και η ευθύνη μεταξύ εφεσείοντα και τριτοδιαδίκου έχει ήδη αποφασιστεί στα πλαίσια της Αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού 7213/2004. Όπως δε διευκρινίστηκε από τους συνηγόρους, η ορθότητα της απόφασης επικυρώθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Χρυσοστόμου v. Cameron (πιο πάνω). Εναπόκειται στον εφεσείοντα, αφού αποζημιώσει τον εφεσίβλητο, να προβεί στις δέουσες ενέργειες για αποκατάσταση των ζημιών από τον τριτοδιάδικο.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.

 

Ενόψει της κατάληξής μας, δεν απαιτείται η εξέταση του τελευταίου λόγου έφεσης.

 

Προτού τελειώσουμε, θεωρούμε σκόπιμο να υποδείξουμε ότι, ενώ η παρούσα υπόθεση αφορούσε αξίωση σχετικά μικρού ποσού για αποζημιώσεις, εν τούτοις, τα πράγματα έχουν περιπλακεί, λόγω λανθασμένων χειρισμών από την αρχή. Αφενός, λόγω της παράλειψης του εφεσίβλητου να καταχωρήσει αγωγή εναντίον και των δύο άλλων εμπλεκομένων οδηγών ή τουλάχιστον εναντίον του οδηγού του αυτοκινήτου που συγκρούστηκε με το δικό του και, αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, μετά που καταχωρήθηκαν δύο αγωγές για το ίδιο δυστύχημα, λόγω της παράλειψης των μερών να ζητήσουν τη συνεκδίκασή τους ως προς το θέμα της ευθύνης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα τεθούν προς έγκριση από το Εφετείο, επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο