Easygroup Holdings Limited (2016) 1 ΑΑΔ 1599

ECLI:CY:AD:2016:A309

(2016) 1 ΑΑΔ 1599

[*1599]28 Ιουνίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ EASYGROUP HOLDINGS LIMITED ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑΚΟ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 9/10/2013 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 18344/2013, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ ΚΑΙ/Ή ΚΡΙΘΗΚΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΟΜΙΚΑ ΕΓΚΥΡΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ 1 ΓΙΑΝΝΗ ΣΗΦΗ ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΘΡΑ 12, 30, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 43-48, 89 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1-10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ, ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΠΟΥ ΚΥΡΩΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 55/1984, ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ 1883, ΔΙΑΤΑΓΗ 59 4(2), 5, 9, 18(1) ΚΑΙ 19(2) (3), ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.

 

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 61/2014)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης έκδοσης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκρίθη [*1600]ως μη δέουσα, επίδοση η οποία είχε συντελεστεί δυνάμει του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε Θέματα Αστικού Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου, που κυρώθηκε με το Νόμο 55/1984 ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση με απόφαση πλειοψηφίας.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία με ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού εντάλματος επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδεχομένως να αντιλήφθηκε λάθος ένα νομικό σημείο ή  προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία νόμου.

 

Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας καταχωρήθηκε και προωθήθηκε ιδιωτική ποινική υπόθεση με παραπονούμενη/κατήγορο την εφεσείουσα εταιρεία με έδρα το Μονακό και κατηγορούμενους δύο ΄Ελληνες υπηκόους διαμένοντες στην Ελλάδα.

 

Όταν ετέθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο θέμα μη δέουσας επίδοσης που είχε συντελεστεί δυνάμει του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε Θέματα Αστικού Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου, που κυρώθηκε με το Νόμο 55/1984, το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε μη έγκυρη την επίδοση για τους λόγους που εξήγησε στην απόφαση του ημερ. 9.10.2013 και έδωσε νέα ημερομηνία για επίδοση.

 

Η κατήγορος εταιρεία ωστόσο θεώρησε ότι νομιμοποιείτο για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari.

 

Το Ανώτατο εξέτασε την προωθηθείσα αίτηση σε πρώτο βαθμό και την απέρριψε.

 

Μεταξύ άλλων απεφάνθη, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα της επίδοσης του κατηγορητηρίου όπως εγέρθηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου 1 έχοντας υπόψη και τις πρόνοιες των περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμών (Κ.8). Το γεγονός ότι το θέμα ηγέρθηκε στην απουσία του κατηγορουμένου 1, έκρινε ότι δεν αποτελούσε  στην όψη των πραγμάτων νομικό σφάλμα που μπορούσε να οδηγήσει σε ακυρότητα της διαδικασίας.

 

Σύμφωνα με την πρωτοβάμια κρίση, από το ίδιο το λεκτικό της [*1601]απόφασης του Επαρχιακού  Δικαστηρίου προκύπτει ότι ερμήνευσε τη συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 1 του Νόμου 55/1984 με τρόπο που οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η επίδοση δεν ήταν έγκυρη. Το κατά πόσο αυτή η ερμηνεία είναι ορθή ή όχι, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης με τη διαδικασία προνομιακού εντάλματος, απεφάνθη. Δεν προέκυπτε  επίσης όπως εκρίθη σε πρώτο βαθμό, ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στέρησε το δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης της αιτήτριας στο Δικαστήριο. Όπως προέκυπτε, δόθηκε νέα ημερομηνία επίδοσης και συνεπώς η αιτήτρια μπορούσε να προβεί στα δέοντα διαβήματα για να επιτευχθεί η επίδοση του κατηγορητηρίου.

 

Η πρωτοβάθμια απόφαση αμφισβητήθηκε εν συνεχεία στην ολότητα της με έφεση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

Α. Υπό: Ψαρά-Μιλτιάδου Δ., συμφωνούντων και των Ερωτοκρίτου Δ., Παμπαλλή Δ., και Μιχαηλίδου Δ.:

 

  1.   Από τη μελέτη των προβαλλόμενων λόγων σε συνάρτηση με την υπάρχουσα νομολογία, προέκυπτε ότι αυτοί δεν ευσταθούσαν.

  2.   Το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει εγγενή υποχρέωση εξέτασης της εγκυρότητας μιας επίδοσης σ’ ένα κατηγορούμενο (Άρθρο 46[1] της Ποινικής Δικονομίας). Η παρουσία δικηγόρου εκ μέρους κατηγορούμενου που επικαλείται άκυρη επίδοση, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, της αδιαμφισβήτητης δηλαδή δικαιοδοσίας, που αποτελεί συνάμα πρωταρχικό καθήκον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, να ελέγξει την εγκυρότητα μιας επίδοσης.

  3.   Θα ήταν παράλογη η εισηγούμενη με την έφεση ερμηνεία του άρθρου 46 ότι δηλαδή δεν ενεργοποιείται ουσιαστικά το καθήκον ελέγχου της επίδοσης εάν εμφανιστεί δικηγόρος εκ μέρους του κατηγορούμενου και θέσει στο Δικαστήριο κάποια θέματα που θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει, να απασχολήσουν το Επαρχιακό Δικαστήριο.

  4.   Επίσης καθηκόντως το Δικαστήριο, εάν η επίδοση δεν κριθεί ικανοποιητική, διατάσσεται νέα επίδοση ή επανακλήτευση.  Εν προκειμένω, εδόθη νέα ημερομηνία επίδοσης.

  5.   Η ύπαρξη δικαιοδοσίας συνεπώς του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφαιρεί τη δυνατότητα στην εφεσείουσα να επικαλείτο επί της αίτησης για άδεια για προνομιακά εντάλματα, την μη ύπαρξη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

  6. Με το παράπονο της εφεσείουσας, αποδίδεται μομφή στο Επαρχιακό Δικαστήριο κυρίως επειδή «υπερέβη τα όρια της δικαιοδο[*1602]σίας του» και ασχολήθηκε με θέματα που δεν έπρεπε να ασχοληθεί, συμπεριφερόμενο ως Δικαστήριο που ασκεί αστική δικαιοδοσία».

  7.   Όμως, για το θέμα αυτό το Επαρχιακό Δικαστήριο, είχε καθήκον και συνεπώς δικαιοδοσία να ασχοληθεί.

  8.  Ούτε εκ της διατύπωσης των λόγων έφεσης αλλά ούτε και εκ της αίτησης που αποτέλεσε το πλαίσιο της εκκαλούμενης απόφασης δεν προέκπτε ότι τίθετο θέμα πλάνης περί το νόμο ή έκδηλο νομικό λάθος ως εκ της ερμηνείας αυτής καθ΄εαυτής στην οποία προέβη το Επαρχιακό Δικαστήριο των επίδικων άρθρων «της έννομης προστασίας» κ.λπ. από την εν λόγω Συνθήκη, Ν.55/1984.

  9.   Ούτε είχε τεθεί η εισήγηση ότι η Σύμβαση περιέχει πρόνοια για κατ’ αποκλειστικότητα εφαρμογή της. Εκείνο που αποτέλεσε την πεμπτουσία του παραπόνου της εφεσείουσας, ήταν η ίδια η δυνατότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου να ελέγξει την επίδοση.

10. Είναι εδραιωμένο - και δεν έχει διασαλευθεί - ότι στις διαδικασίες για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν κρίνεται η ορθότητα μιας απόφασης αλλά η νομιμότητα της. Ο έλεγχος στην πρώτη περίπτωση ανήκει και μπορεί να γίνει από το Εφετείο.

11. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία με ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού εντάλματος επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδεχομένως να αντιλήφθηκε λάθος ένα νομικό σημείο ή  προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία νόμου.

12. Αν έπρεπε να εξετασθεί το θέμα ως θέμα ορθής ή μη ερμηνείας του Ν.55/1984, μόνο εκεί όπου η ερμηνεία θα οδηγούσε σε έκδηλο νομικό λάθος, θα έδινε έρεισμα προσφυγής για προνομιακό ένταλμα. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν ήταν η περίσταση. Δεν μπορούμε να μιλούμε για έκδηλο νομικό λάθος για την ερμηνεία και την αιτιολογία που δόθηκε.

13. Ακριβώς η αιτιολογία της ερμηνείας, δεν της προσδίδει ούτε κατ’ ελάχιστον χαρακτηρισμό έκδηλου νομικού σφάλματος ούτε οδηγεί σε παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης.

14. Η δε ορθότητα της δοθείσας ερμηνείας κατόπιν ενδελεχούς ανάλυσης, μόνο στο πλαίσιο έφεσης θα ήταν δυνατή.

15. Δεν υπήρχε ανάγκη να προχωρήσει το Δικαστήριο είτε στην εξέταση εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στην καθυστέρηση του αιτήματος. Αποτελούν θέματα που προκύπτουν μόνο αφού τίθεται το θεμέλιο της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας για προνομιακό ένταλμα.

 

Β. Υπό Γιασεμή Δ.:

 

  1.   Δεν υπήρχε συμφωνία με την  κατάληξη του πρωτοβάθμιου Δι[*1603]καστηρίου ότι το κατά πόσο η ερμηνεία που έδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι ορθή ή όχι, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης με τη διαδικασία προνομιακού εντάλματος.

  2.   Αποτελεί καθιερωμένη αρχή δικαίου ότι η εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, σε μια υπόθεση, η οποία διαπιστώνεται από το πρακτικό του κατώτερου δικαστηρίου, δυνατό να καταστεί αντικείμενο ελέγχου και να ακυρωθεί η σχετική απόφαση με ένταλμα certiorari.

  3. Με δεδομένα τα γεγονότα της υπόθεσης, το σφάλμα μπορεί να αφορά στον εφαρμοστέο νόμο ή σε λανθασμένη ερμηνεία του εφαρμοζόμενου νόμου.

  4.   Όσον αφορά στο ερώτημα ποιο είναι το πρακτικό, η απάντηση είναι ότι αυτό περιλαμβάνει, οπωσδήποτε, και την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου.

  5.   Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένων των εισηγήσεων εκ μέρους του πρώτου κατηγορουμένου, το Επαρχιακό Δικαστήριο επικεντρώθηκε στην εξέταση των προνοιών των παραγράφων 1 και 2 του Άρθρου 1 της υπό αναφορά Σύμβασης, υπό τον τίτλο «Έννομη Προστασία».

  6.   Από το περιεχόμενό τους, είναι πρόδηλο ότι αυτές προβλέπουν για την παροχή προστασίας, κατά το νόμο, σε  φυσικά και νομικά πρόσωπα, προερχόμενα από το ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, σε συγκεκριμένους τομείς. Οι πρόνοιες της παραγράφου 3 του ιδίου Άρθρου καθορίζουν τη φύση της νομικής προστασίας, στην οποία αυτό αφορά.

  7.   Η περαιτέρω εφαρμογή της Σύμβασης, όσον αφορά στην προβλεπόμενη από αυτή νομική συνεργασία, αναφέρεται, κατά θέμα, στα επόμενα άρθρα της. Ειδικά, η παροχή δικαστικής αρωγής, από το ένα Συμβαλλόμενο Μέρος στο άλλο, προβλέπεται στα Άρθρα 2 έως 10 και καλύπτει διάφορα επί μέρους θέματα.

  8.   Αυτό που είναι σημαντικό να τονιστεί, σε σχέση με τον τομέα της δικαστικής αρωγής, είναι πως, με βάση τη Σύμβαση, αυτή παρέχεται από τις δικαστικές αρχές των δύο Συμβαλλομένων Μερών.

  9.   Επομένως, στην περίπτωση που, σε μια υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην οποία εφαρμόζεται η Σύμβαση, απαιτείται η επίδοση εγγράφων, εξουσία να αποταθεί στην αρμόδια αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας για τον εν λόγω σκοπό, έχει μόνο η αρμόδια δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας.

10. Αυτό δε μπορεί να γίνει σε σχέση με διαδικασία την οποία έχει αρχίσει ενώπιόν της οποιοδήποτε πρόσωπο, ανεξαρτήτως υπηκοότητας ή συνήθους διαμονής του ή τόπου της έδρας της, εάν πρόκειται για εταιρεία. Παρεμπιπτόντως, αφού πρόκειται για δικαστική διαδικασία, ο περιορισμός, ανωτέρω, που υιοθέτησε το Επαρχιακό Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το Άρθρο 1 της Σύμ[*1604]βασης, εκ πρώτης όψεως, παραβιάζει τόσο το Άρθρο 30 όσο και το Άρθρο 28 του Συντάγματος, που προβλέπουν, αντίστοιχα, για το δικαίωμα κάθε προσώπου προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου και για το δικαίωμα ίσης προστασίας και μεταχείρισης.

11. Στην προκειμένη περίπτωση, η Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου φαίνεται να απέτυχε να διαπιστώσει το πλαίσιο εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 1, ανωτέρω, και, ειδικά, ότι αυτό αφορά μόνο στον ουσιώδη τομέα της έννομης προστασίας, την οποία φυσικά και νομικά πρόσωπα, προερχόμενα από το ένα Συμβαλλόμενο Μέρος απολαμβάνουν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.

12. Ως αποτέλεσμα, παρέλειψε και να στρέψει την προσοχή της στις πρόνοιες των Άρθρων 2 και 4 της Σύμβασης, τα οποία, μάλλον, φαίνεται να τυγχάνουν εφαρμογής.

13. Υπό τις περιστάσεις, λοιπόν, αυτές, όπου διαπιστώνεται να υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης πρωτοβάθμια, έπρεπε να είχε παραχωρήσει την αιτηθείσα άδεια, προκειμένου να εξεταζόταν το θέμα ακύρωσης ή όχι της υπό αναφορά απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο διά κλήσεως αίτησης, η οποία θα ακολουθούσε.

14. Για τα άλλα δύο ζητήματα, τα οποία, επίσης, εξετάστηκαν σε πρώτο βαθμό, το πρώτο αφορούσε στην εισήγηση για ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, που, κατ’ ισχυρισμό, δικαιολογούσαν την παραχώρηση της αιτηθείσας άδειας.

15. Συγκεκριμένα, αυτή αναφερόταν στο σύντομο χρόνο, στον οποίο είχε οριστεί η ποινική υπόθεση για επίδοση στον πρώτο κατηγορούμενο, ώστε να μην παρεχόταν χρόνος για λήψη άλλου ένδικου μέσου προσβολής της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Απορρίφθηκε, αφού είχε κριθεί, ορθώς, ότι «αυτό από μόνο του δεν αποτελεί εξαιρετική περίσταση για να δικαιολογείται η χορήγηση άδειας».

16. Το δεύτερο ζήτημα, πιο σημαντικό, αφορά στην κρίση ότι υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για άδεια, με δεδομένο ότι η εφεσείουσα επειγόταν να επιχειρήσει ξανά την επίδοση του κατηγορητηρίου στον πρώτο κατηγορούμενο.

17. Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή, με δεδομένο ότι, από την έκδοση της υπό έλεγχο απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου μέχρι την καταχώριση της μονομερούς αίτησης, μεσολάβησαν μόνο 24 ημέρες, ώστε δεν μπορούσε ο χρόνος αυτός να θεωρηθεί αδικαιολόγητα μεγάλος και, στη βάση αυτή, να οδηγείτο σε απόρριψη η αίτηση για άδεια.

 

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

[*1605]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Λυσιώτης (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 739,

 

Global Consolidation Public (2006) 1 Α.Α.Δ. 464,

 

Re Χρίστου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 398,

 

In Re Aίτηση της Marewave Shipping and Trading Co. Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116,

 

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878,

 

R. v. Northumberland Comp. App. Tribunal [1952] 1 All E.R. 122,

 

In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,

 

Christofi a.o. v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236,

 

In re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 23,

 

R. v. Preston Appeal Tribunal [1975] 2 All ER 807,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

 

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Παραπονούμενη/Κατήγορο εναντίον της απόφασης Ανωτάτου Δικαστηρίου (Σταματίου, Δ.) (Αίτηση Αρ. 195/2013), ημερομηνίας 7/11/2013.

 

Κ. Μελάς, για την Εφεσείουσα.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου και με αυτή συμφωνούν όλοι πλην του Γ. Γιασεμή, Δ. ο οποίος θα εκδώσει ξεχωριστή απόφαση.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστη[*1606]ρίου Λευκωσίας καταχωρήθηκε και προωθήθηκε ιδιωτική ποινική υπόθεση με παραπονούμενη/κατήγορο την εφεσείουσα εταιρεία με έδρα το Μονακό και κατηγορούμενους δύο Έλληνες υπηκόους διαμένοντες στην Ελλάδα.

 

Όταν ετέθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο θέμα μη δέουσας επίδοσης που είχε συντελεστεί κατ’ επίκληση και δυνάμει του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε Θέματα Αστικού Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου, που κυρώθηκε με το Νόμο 55/1984, το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε μη έγκυρη την επίδοση για τους λόγους που εξήγησε στην απόφαση του ημερ. 9.10.2013 και έδωσε νέα ημερομηνία για επίδοση.

 

Η κατήγορος εταιρεία ωστόσο θεώρησε ότι νομιμοποιείτο για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari.

 

Αδελφή μας Δικαστής που εξέτασε την αίτηση πρωτοδίκως, την απέρριψε. Μέρος του αιτιολογικού μεταφέρουμε αυτούσιο:

 

«Το κατά πόσο ένα κατηγορητήριο έχει επιδοθεί δεόντως πρέπει να αποδειχθεί στο Δικαστήριο με βάση τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155 κάτι με το οποίο συμφωνεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα της επίδοσης του κατηγορητηρίου όπως εγέρθηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου 1 έχοντας υπόψη και τις πρόνοιες των περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμών (κ.8). Το γεγονός ότι το θέμα ηγέρθηκε στην απουσία του κατηγορουμένου 1, δεν κρίνω ότι αποτελεί στην όψη των πραγμάτων νομικό σφάλμα που μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα της διαδικασίας.

 

Από το ίδιο το λεκτικό της απόφασης του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ερμήνευσε τη συγκεκριμένη διάταξη του Άρθρου 1 του Νόμου 55/1984 με τρόπο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίδοση δεν ήταν έγκυρη. Το κατά πόσο αυτή η ερμηνεία είναι ορθή ή όχι, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης με τη διαδικασία προνομιακού εντάλματος. Δε θεωρώ επίσης ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στέρησε το δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης της αιτήτριας στο Δικαστήριο. Δόθηκε νέα ημερομηνία επίδοσης και συνεπώς η αιτήτρια μπορεί να προβεί στα δέοντα διαβήματα για να επιτευχθεί η επίδοση του κατηγορητηρίου.»

[*1607]Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται με 4 λόγους έφεσης.

 

Πρώτος λόγος έφεσης:

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το σκεπτικό και κατάληξη της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 9.10.13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην υπόθεση 18344/13 δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης με τη διαδικασία προνομιακού εντάλματος είναι εσφαλμένη, και/ή βρίσκεται σε αντίθεση με το Νόμο και/ή τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης:

Η κρίση και/ή κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποτελεί νομικό σφάλμα η προσέγγιση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην υπόθ. 18344/13 να εξετάσει το θέμα της επίδοσης του κατηγορητηρίου στον κατηγορούμενο 1 στην παρουσία του δικηγόρου του, είναι λανθασμένη.

 

Τρίτος λόγος έφεσης:

Η κρίση του Δικαστηρίου να απορρίψει την Αίτηση για λόγους καθυστέρησης στην υποβολή της είναι εσφαλμένη, και/ή βρίσκεται σε αντίθεση με το Νόμο και/ή τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

Η κρίση του Δικαστηρίου να μην χορηγήσει την αιτούμενη άδεια θεωρώντας ότι δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις είναι λανθασμένη και/ή βρίσκεται σε αντίθεση με το Νόμο και/ή τις καθιερωμένες νο0μολογιακές αρχές.

 

Έχουμε μελετήσει τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης σε συνάρτηση με την υπάρχουσα νομολογία και θεωρούμε ότι δεν ευσταθούν.

 

Όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και τα τέσσερα πιο πάνω σημεία-αντικείμενα των λόγων έφεσης αποφασίστηκαν με βάση τις πάγιες αρχές που διέπουν τα προνομιακά εντάλματα και επ’ουδενί δεν εντοπίζουμε σφάλμα αρχής ή λανθασμένη εφαρμογή επί των πιο πάνω στοιχείων.

 

Και εξηγούμε:

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει εγγενή υποχρέωση εξέτασης της εγκυρότητας μιας επίδοσης σ’ ένα κατηγορούμενο (βλ. Άρθρο 46* της Ποινικής Δικονομίας). Η παρουσία δικηγόρου εκ μέρους κατηγορούμενου που επικαλείται άκυρη επίδοση δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, της αδιαμφισβήτητης δηλαδή δικαιοδοσίας, που αποτελεί συνάμα πρωταρχικό καθήκον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, να ελέγξει την εγκυρότητα μιας επίδοσης. Θα ήταν παράλογη η εισηγούμενη ερμηνεία του Άρθρο 46 ότι δηλαδή δεν ενεργοποιείται ουσιαστικά το καθήκον ελέγχου της επίδοσης εάν εμφανιστεί δικηγόρος εκ μέρους του κατηγορούμενου και θέσει στο Δικαστήριο κάποια θέματα που θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να απασχολήσουν το Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Επίσης καθηκόντως το Δικαστήριο, εάν η επίδοση δεν κριθεί ικανοποιητική διατάσσεται νέα επίδοση ή επανακλήτευση (βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο Γ. Πική, 2η έκδ. σελ.137). Εν προκειμένω εδόθη νέα ημερομηνία επίδοσης.

 

Η ύπαρξη δικαιοδοσίας συνεπώς του Επαρχιακού Δικαστηρίου αφαιρεί τη δυνατότητα στην εφεσείουσα να επικαλείτο επί της αίτησης για άδεια για προνομιακά εντάλματα την μη ύπαρξη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου (βλ. το (Γ) της Έκθεσης/Δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση). Αν προσεχθεί το παράπονο της εφεσείουσας στη συνέχεια του (Γ) της ίδιας Έκθεσης αποδίδεται μομφή στο Επαρχιακό Δικαστήριο κυρίως επειδή «υπερέβη τα όρια της δικαιοδοσίας του» και ασχολήθηκε με θέματα που δεν έπρεπε να ασχοληθεί, συμπεριφερόμενο ως Δικαστήριο που ασκεί αστική δικαιοδοσία». Αυτός ήταν ο πυρή[*1609]νας που θεμελίωνε το αίτημα του κ.Μελά για την καταχώρηση αίτησης για certiorari. Όμως, για το θέμα αυτό το Επαρχιακό Δικαστήριο - όπως ήδη εξηγήσαμε – είχε καθήκον και συνεπώς δικαιοδοσία να ασχοληθεί.

 

Μ’ όλο το σεβασμό στην αντίθετη άποψη ούτε εκ της διατύπωσης των λόγων έφεσης αλλά ούτε και εκ της αίτησης που αποτέλεσε το πλαίσιο της εκκαλούμενης απόφασης δεν έχουμε πεισθεί ότι τίθεται θέμα πλάνης περί το νόμο ή έκδηλο νομικό λάθος ως εκ της ερμηνείας αυτής καθ’ εαυτής στην οποία προέβη το Επαρχιακό Δικαστήριο των επίδικων άρθρων «της έννομης προστασίας» κ.λπ. από την εν λόγω Συνθήκη, Ν. 55/1984. Ούτε έχει τεθεί η εισήγηση ότι η Σύμβαση περιέχει πρόνοια για κατ’ αποκλειστικότητα εφαρμογή της. Εκείνο που αποτέλεσε την πεμπτουσία της διαμαρτυρίας-παραπόνου της εφεσείουσας ήταν η ίδια η δυνατότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου να ελέγξει την επίδοση. Και αυτό το απαντήσαμε. Οπότε δεν υφίσταται – κατά την κρίση μας – περαιτέρω αντικείμενο εξέτασης.

 

Είναι από παλαιά εδραιωμένο – και δεν έχει διασαλευθεί – ότι στις διαδικασίες για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν κρίνεται η ορθότητα μιας απόφασης αλλά η νομιμότητα της.  Ο έλεγχος στην πρώτη περίπτωση ανήκει και μπορεί να γίνει από το Εφετείο. Η θεραπεία έγκειται στο ένδικο μέσο της έφεσης.  Η διάκριση τίθεται με σαφήνεια στο Σύγγραμμα Basu “Commentary on the Constitution of India”, 5η εκδ., 3ος τόμος, 583 σελ.159 και στο Σύγγραμμα του Π. Αρτέμη Προνομιακά Εντάλματα (σελ.160):

 

«Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης (το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για το σκοπό αυτό είναι η έφεση), είτε σε σχέση με το πραγματικό ή το νομικό της βάθρο, εκτός στην περίπτωση που το νομικό λάθος παρουσιάζεται κατά τρόπον κατάδηλο στο ίδιο το σώμα της απόφασης ή έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της φυσικής και συνταγματικής δικαιοσύνης. (Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 947).»

 

(βλ. Λυσιώτης (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 739 και Global Consolidation Public (2006) 1 A.A.Δ. 464).

 

Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία με ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού εντάλμα[*1610]τος επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδεχομένως να αντιλήφθηκε λάθος ένα νομικό σημείο ή να προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία νόμου. (βλ. In Re Χρίστου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 398), In Re Aίτηση της Marewave Shipping and Trading Co. Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ.116 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 878).

 

Αν έπρεπε να εξετασθεί το θέμα ως θέμα ορθής ή μη ερμηνείας του Ν. 55/1984 θα πούμε ότι μόνο εκεί όπου η ερμηνεία θα οδηγούσε σε έκδηλο νομικό λάθος θα έδινε έρεισμα προσφυγής για προνομιακό ένταλμα. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν είναι η περίσταση. Δεν μπορούμε να μιλούμε για έκδηλο νομικό λάθος για την ερμηνεία και την αιτιολογία που δόθηκε. Ακριβώς η αιτιολογία της ερμηνείας δεν της προσδίδει ούτε κατ’ ελάχιστον χαρακτηρισμό έκδηλου νομικού σφάλματος ούτε οδηγεί σε παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης (εν αντιθέσει αυτό ευρέθη ότι συνέβη με τις υποθέσεις που μας παρέθεσε ο κ. Μελάς). Η δε ορθότητα της δοθείσας ερμηνείας κατόπιν ενδελεχούς ανάλυσης μόνο στο πλαίσιο έφεσης θα ήταν δυνατή. Εντελώς αβάσιμη δε θεωρούμε την εισήγηση για στέρηση δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη λόγω του ότι η δοθείσα ερμηνεία περιόρισε τη δυνατότητα εφαρμογής της σύμβασης με βάση την κατοικία – έδρα της εφεσείουσας εταιρείας. Να θυμίσουμε ότι αυτό αφορούσε μόνο τη δυνατότητα εφαρμογής της σύμβασης για τον τρόπο επίδοσης και μόνο και όχι την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

 

Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1 και 2 δεν έχουν αντίκρισμα και απορρίπτονται.

 

Έχουμε προβληματισθεί αν θα πρέπει να συνεχίσουμε την εξέταση των υπολοίπων δύο λόγων έφεσης, αφού κατά την κρίση μας, η μη θεμελίωση των πρώτων λόγων έφεσης, οδηγεί σε μη ύπαρξη αντικειμένου και πλαισίου εξέτασης των άλλων δύο λόγων. Παρά το ότι έχουμε άποψη και στα προβαλλόμενα επί του 3ου και 4ου λόγου έφεσης, θεωρούμε ότι δεν θα ήταν ορθό να προχωρήσουμε για ακαδημαϊκό μόνο ενδιαφέρον αφού σαφώς και δεν υπήρχε έρεισμα έγκρισης της αίτησης πρωτοδίκως. Ως εκ τούτου δεν υπήρχε ανάγκη να προχωρήσει το Δικαστήριο είτε στην εξέταση εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στην καθυστέρηση του αιτήματος. Θέματα που προκύπτουν μόνο αφού τίθεται το θεμέλιο της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας για προνομιακό ένταλμα.

 

Είναι η κατάληξη μας ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί και [*1611]απορρίπτεται.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, επιδιώκεται η ανατροπή πρωτόδικης απόφασης Δικαστού του Δικαστηρίου τούτου, σε σχέση με όλα τα θέματα, τρία συνολικά, με τα οποία αυτή ασχολήθηκε. Η εφεσείουσα, όμως, ψέγει, ιδιαίτερα, την κατάληξη ότι η υπό κρίση απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου δεν περιείχε, εκ πρώτης όψεως, πασίδηλο νομικό σφάλμα, για να δικαιολογείτο η παραχώρηση της αιτηθείσας μονομερώς άδειας για καταχώριση αίτησης, προς ακύρωσή της με ένταλμα certiorari. Για το λόγο, λοιπόν, αυτό και ακόμα δύο, στους οποίους δε χρειάζεται να γίνει αναφορά στο παρόν στάδιο, η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.

 

Τα σχετικά με την υπόθεση αυτή γεγονότα συνέβησαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 24.9.2013, κατά την εξέταση της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης 18344/2013.  Από το κατηγορητήριο, προκύπτει ότι κατήγορος στην υπόθεση εκείνη είναι μια εταιρεία από το Μονακό, η εφεσείουσα στην παρούσα έφεση, ενώ κατηγορούμενοι είναι δύο φυσικά πρόσωπα από την Ελλάδα. Αυτοί αντιμετωπίζουν τις ίδιες δύο κατηγορίες για συνωμοσία προς καταδολίευση και για απάτη, κατά παράβαση των Άρθρων 302 και 300, αντίστοιχα, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία, Δικαστής του εν λόγω Επαρχιακού Δικαστηρίου, ενώπιον της οποίας η υπόθεση ήταν ορισμένη, εξέτασε, πρώτα, όπως είχε καθήκον, το θέμα της επίδοσης του κατηγορητηρίου. Διαπίστωσε ότι αυτό είχε επιδοθεί και στους δύο κατηγορουμένους, μέσω κάποιας διαδικασίας, κατʼ επίκληση της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου, (η «Σύμβαση»), η οποία κυρώθηκε με τον ομώνυμο Νόμο του 1984, (Ν. 55/1984).

 

Με την έναρξη της εξέτασης της υπόθεσης, διαπιστώθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν παρών και η υπόθεση για εκείνον πήρε την πορεία της. Ο πρώτος κατηγορούμενος, όμως, ήταν απών, ο δε συνήγορος ο οποίος τον εκπροσωπούσε ήγειρε θέμα παράνομης επίδοσης του κατηγορητηρίου σε αυτόν. Εισηγήθηκε, μεταξύ άλλων, πως η εφεσείουσα, για το λόγο ότι αυτή είχε την έδρα της στο Μονακό, δε νομιμοποιείτο να επικαλεστεί, σε εκείνην την περίπτωση, τη συνδρομή της Σύμβασης, για την επίδοση του κατηγορητηρίου στον πελάτη του. Πρόβαλε δε, συναφώς, ότι η Σύμβαση εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με φυσικά και νομικά πρό[*1612]σωπα τα οποία προέρχονται από τα δύο Συμβαλλόμενα Μέρη σε αυτή. Το Επαρχιακό Δικαστήριο αποδέχτηκε την πιο πάνω εισήγηση και κήρυξε άκυρη την επίδοση του κατηγορητηρίου στον πρώτο κατηγορούμενο. Είναι η απόφασή του επί του συγκεκριμένου αυτού νομικού ζητήματος που επιδιώχθηκε να καταστεί αντικείμενο αναθεώρησης μέσω της διαδικασίας του εντάλματος certiorari, κατʼ επίκληση της σχετικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.

 

Πρωτοδίκως, θεωρήθηκε ότι η απόφαση, ανωτέρω, του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν περιείχε οποιοδήποτε νομικό σφάλμα και γι’ αυτό δε δόθηκε η αιτηθείσα μονομερώς άδεια.  Συγκεκριμένα, η ευπαίδευτη Δικαστής, αφού διαπίστωσε ότι η υπό έλεγχο απόφαση, ουσιαστικά, αφορούσε την ερμηνεία του Άρθρου 1 της Σύμβασης, σε σχέση με τα προαναφερθέντα γεγονότα, κατέληξε στην απόφαση πως: «Το κατά πόσο αυτή η ερμηνεία είναι ορθή ή όχι, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης με τη διαδικασία προνομιακού εντάλματος». Με όλο το δέοντα σεβασμό, η κατάληξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή.

 

Αποτελεί καθιερωμένη αρχή δικαίου ότι η εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, σε μια υπόθεση, η οποία διαπιστώνεται από το πρακτικό του κατώτερου δικαστηρίου, δυνατό να καταστεί αντικείμενο ελέγχου και να ακυρωθεί η σχετική απόφαση με ένταλμα certiorari, (βλ. R. v. Northumberland Comp. App. Tribunal [1952] 1 All E.R. 122, In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, σελίδα 256, Christofi a.ο. v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, σελίδα 246). Με δεδομένα τα γεγονότα της υπόθεσης, το σφάλμα μπορεί να αφορά στον εφαρμοστέο νόμο ή σε λανθασμένη ερμηνεία του εφαρμοζόμενου νόμου, (βλ. In re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 23 και R v. Preston Appeal Tribunal [1975] 2 All ER 807, σελίδα 810). Όσον αφορά το ερώτημα ποιο είναι το πρακτικό, η απάντηση είναι ότι αυτό περιλαμβάνει, οπωσδήποτε, και την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου.

 

Σε κάθε περίπτωση, όταν μια απόφαση ακυρωθεί με ένταλμα certiorari, η υπόθεση τίθεται ενώπιον του κατώτερου δικαστηρίου, για να της επιληφθεί εκ νέου και να αποφασίσει το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, υπό το φως και της απόφασης, πλέον, του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο, να σημειωθεί, στο πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου που ασκεί, δεν είναι επιτρεπτό να υποκαταστήσει την υπό έλεγχο απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου με τη δική του κρίση. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο έφεσης. Βέβαια, είναι, πλέον, κοινοτοπία η παρατήρηση πως, όπου χωρεί έφεση κατά απόφασης κατώτερου δικαστηρίου, δεν τίθεται θέμα έκδοσης εντάλματος certiorari, με τις περιορισμένες, ως άνω, δυνατότητες που παρέχει η αναθεωρητική αυτή δικαιοδοσία, εκτός σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, (βλ. Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878). Η εξέταση δε ενός νομικού ζητήματος επʼ εφέσει παρέχει, αναμφίβολα, τη δυνατότητα για οριστική επίλυσή του.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένων των εισηγήσεων εκ μέρους του πρώτου κατηγορουμένου, το Επαρχιακό Δικαστήριο επικεντρώθηκε στην εξέταση των προνοιών των παραγράφων 1 και 2 του Άρθρου 1 της Σύμβασης*, υπό τον τίτλο «Έννομη Προστασία». Από το περιεχόμενό τους, είναι πρόδηλο ότι αυτές προβλέπουν για την παροχή προστασίας, κατά το νόμο, σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, προερχόμενα από το ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, σε συγκεκριμένους τομείς. Οι πρόνοιες της παραγράφου 3 του ιδίου Άρθρου καθορίζουν τη φύση της νομικής προστασίας, στην οποία αυτό αφορά. Συγκεκριμένα, διαλαμβάνουν τα εξής:-

 

«3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται  στις παραγράφους 1 και 2 έχουν το δικαίωμα να απευθύνονται ελεύθερα στα δικαστήρια, στις εισαγγελικές και συμβολαιογραφικές αρχές (που στο εξής θα ονομάζονται ‘δικαστικές αρχές’), που η διαδικασία τους καλύπτει τα θέματα που ρυθμίζονται από αυτή τη Σύμβαση, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να εμφανίζονται, να υποβάλλουν αιτήσεις και να εγείρουν αγωγές ενώπιον των πιο πάνω αρχών, με τους ίδιους όρους που παρέχεται αυτή η δυνατότητα στους υπηκόους του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.»

 

Η περαιτέρω εφαρμογή της Σύμβασης, όσον αφορά την προ[*1614]βλεπόμενη από αυτή νομική συνεργασία, αναφέρεται, κατά θέμα, στα επόμενα άρθρα της. Ειδικά, η παροχή δικαστικής αρωγής, από το ένα Συμβαλλόμενο Μέρος στο άλλο, προβλέπεται στα Άρθρα 2 έως 10 και καλύπτει διάφορα επί μέρους θέματα.  Η γενική πρόνοια, ως προς την πτυχή αυτή, βρίσκεται στο Άρθρο 2.1, όπου αναφέρεται: «Οι δικαστικές αρχές των δύο Συμβαλλομένων Μερών θα παρέχουν αμοιβαία δικαστική αρωγή σε αστικές, οικογενειακές, εμπορικές και ποινικές υποθέσεις». Περαιτέρω, στο Άρθρο 4, υπό τον τίτλο «Έκταση της δικαστικής αρωγής», αναφέρεται ότι: «Η δικαστική αρωγή περιλαμβάνει τη διαβίβαση και την επίδοση εγγράφων, καθώς και τη διεξαγωγή αποδείξεων».

 

Αυτό που είναι σημαντικό να τονιστεί, σε σχέση με τον τομέα της δικαστικής αρωγής, είναι πως, με βάση τη Σύμβαση, αυτή παρέχεται από τις δικαστικές αρχές των δύο Συμβαλλομένων Μερών. Επομένως, στην περίπτωση που, σε μια υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην οποία εφαρμόζεται η Σύμβαση, απαιτείται η επίδοση εγγράφων, εξουσία να αποταθεί στην αρμόδια αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας για τον εν λόγω σκοπό έχει μόνο η αρμόδια δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Αυτό δε μπορεί να γίνει σε σχέση με διαδικασία την οποία έχει αρχίσει ενώπιόν της οποιοδήποτε πρόσωπο, ανεξαρτήτως υπηκοότητας ή συνήθους διαμονής του ή τόπου της έδρας της, εάν πρόκειται για εταιρεία. Παρεμπιπτόντως, αφού πρόκειται για δικαστική διαδικασία, ο περιορισμός, ανωτέρω, που υιοθέτησε το Επαρχιακό Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το Άρθρο 1 της Σύμβασης, εκ πρώτης όψεως, παραβιάζει τόσο το Άρθρο 30 όσο και το Άρθρο 28 του Συντάγματος, που προβλέπουν, αντίστοιχα, για το δικαίωμα κάθε προσώπου προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου και για το δικαίωμα ίσης προστασίας και μεταχείρισης.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου φαίνεται να απέτυχε να διαπιστώσει το πλαίσιο εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 1, ανωτέρω, και, ειδικά, ότι αυτό αφορά μόνο στον ουσιώδη τομέα της έννομης προστασίας, την οποία φυσικά και νομικά πρόσωπα, προερχόμενα από το ένα Συμβαλλόμενο Μέρος απολαμβάνουν στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους.  Ως αποτέλεσμα, παρέλειψε και να στρέψει την προσοχή της στις πρόνοιες των Άρθρων 2 και 4 της Σύμβασης, τα οποία, μάλλον, φαίνεται να τυγχάνουν εφαρμογής, όπως εξηγείται πιο πάνω.  Υπό τις περιστάσεις, λοιπόν, αυτές, όπου διαπιστώνεται να υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η ευπαίδευτη Δικαστής, η οποία επιλήφθηκε της [*1615]υπόθεσης πρωτοδίκως, έπρεπε να είχε παραχωρήσει την αιτηθείσα άδεια, προκειμένου να εξεταζόταν το θέμα ακύρωσης ή όχι της υπό αναφορά απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο διά κλήσεως αίτησης, η οποία θα ακολουθούσε.

 

Για τα άλλα δύο ζητήματα, τα οποία, επίσης, εξέτασε η ευπαίδευτη Δικαστής, δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά.  Το πρώτο αφορά στην εισήγηση για ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, που, κατ’ ισχυρισμό, δικαιολογούσαν την παραχώρηση της αιτηθείσας άδειας. Συγκεκριμένα, αυτή αναφερόταν στο σύντομο χρόνο, στον οποίο είχε οριστεί η ποινική υπόθεση για επίδοση στον πρώτο κατηγορούμενο, ώστε να μην παρεχόταν χρόνος για λήψη άλλου ένδικου μέσου προσβολής της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Απορρίφθηκε, αφού είχε κριθεί, ορθώς, ότι «Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί εξαιρετική περίσταση για να δικαιολογείται η χορήγηση άδειας». Το δεύτερο ζήτημα, πιο σημαντικό, αφορά στην κρίση ότι υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για άδεια, με δεδομένο ότι η εφεσείουσα επειγόταν να επιχειρήσει ξανά την επίδοση του κατηγορητηρίου στον πρώτο κατηγορούμενο. Με όλον το δέοντα σεβασμό, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή, με δεδομένο ότι, από την έκδοση της υπό έλεγχο απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου μέχρι την καταχώριση της μονομερούς αίτησης, μεσολάβησαν μόνο 24 ημέρες, ώστε δεν μπορούσε ο χρόνος αυτός να  θεωρηθεί αδικαιολόγητα μεγάλος και, στη βάση αυτή, να οδηγείτο σε απόρριψη η αίτηση για άδεια.

 

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση θα μπορούσε να επιτύχει.

 

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο