Αντωνίου Μιχαλάκη Λουκία ν. Μιχαλάκη Αριστοκλή και Άλλης (2016) 1 ΑΑΔ 1616

ECLI:CY:AD:2016:D315

(2016) 1 ΑΑΔ 1616

[*1616]29 Ioυνίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΛΟΥΚΙΑ ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

1. ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ,

2. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ Μ. ΑΡΙΣΤΟΚΛΗ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 213/2011)

 

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Δικαίωμα διόδου ― Όλες οι πιθανές λύσεις αξιολογήθηκαν επιμελώς από τον αρμόδιο Κτηματολογικό Λειτουργό και οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε η συγκεκριμένη δίοδος, καταγράφονταν και αναλύονταν με λεπτομέρεια στην Αιτιολογημένη Απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ― Απορριπτική κατάληξη σε έφεση εναντίον απόφασης που εκδόθηκε σε αίτηση έφεσης με την οποία προσβλήθηκε η σχετική απόφαση του Διευθυντή.

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Δικαίωμα διόδου - Άρθρο 11Α του Κεφ.224 ― Οι περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Παροχή Διόδου) Κανονισμοί του 1967 ― Ο καθορισμός της θέσης της διόδου ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή, και οι εξουσίες αυτού ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Δικαίωμα διόδου ― Αίτηση έφεσης για αναθεώρηση απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου ― Η σχετική εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου για την αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή ως προς τον καθορισμό διόδου, παρέχει την ευχέρεια έκδοσης οποιασδήποτε απόφασης κριθεί δίκαιη υπό τις περιστάσεις ― Το Επαρχιακό Δικαστήριο ακολουθεί τις αρχές με βάση τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο παλαιότερα στη διοικητική του δικαιοδοσία  προβαίνει σε δικαστικό έλεγχο σε συνάρτηση με διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις στον τομέα του δημόσιου δικαίου ― Ο έλεγχος επεκτείνεται και στην ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή.

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Αίτηση έφεσης για αναθεώρηση απόφασης του Δι[*1617]ευθυντή του Κτηματολογίου ― Δεν αποτελούσε λόγο ακύρωσης το γεγονός ότι η εφεσείουσα και/ή ο δικηγόρος της δεν έλαβαν αντίγραφο της αιτιολογημένης απόφασης του Διευθυντή.

 

Η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε παραχώρηση δικαιώματος διόδου το οποίο ο Διευθυντής Κτηματολογίου θεώρησε ορθό, αφού εξέτασε σχετική αίτηση των εφεσιβλήτων, να παραχωρήσει στα ακίνητα των τελευταίων, διαμέσου ακινήτου της εφεσείουσας στο χωριό Πάχνα της Λεμεσού. Νομικό έρεισμα της αίτησης ήταν το Άρθρο 80  του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.

 

Πρωτοδίκως η εφεσείουσα-αιτήτρια με την αίτηση-έφεση της  πρόβαλε 12 λόγους με τους οποίους ζητούσε να ακυρωθεί η απόφαση του Διευθυντή. Μεταξύ αυτών, είχαν προβληθεί τόσο το εσφαλμένο και το αυθαίρετο της απόφασης του Διευθυντή, ως μη βασιζόμενη επί όλων των πραγματικών δεδομένων της απόφασης, όσο και ότι η απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη και ή πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας αφού δεν γίνεται αναφορά στους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη για τη λήψη της απόφασης. Ακόμη, γινόταν ισχυρισμός ότι ο Διευθυντής και ο αντιπρόσωπος του αγνόησε παντελώς την επιτόπου κατάσταση και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη του ότι επί της βόρειας πλευράς του ακινήτου των εφεσιβλήτων υπάρχει υφιστάμενος δρόμος που διέρχεται επί της νότιας πλευράς του ακινήτου 436 και του δυτικού αυτού ακινήτου και μπορούσε να παραχωρηθεί δικαίωμα διαβάσεως προς όφελος του ακινήτου των Εφεσίβλητων από τα ακίνητα με αριθμούς τεμαχίων 461 και 462 όπου η απόσταση είναι πολύ μικρότερη από τον υφιστάμενο δρόμο και η επιφάνεια επίπεδη.

 

Η καταχωρηθείσα αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση της εφεσείουσας με επανάληψη ουσιαστικά των λόγων ακύρωσης.

 

 Στις 25.1.2010 ο Διευθυντής καταχώρησε Αιτιολογημένη Απόφαση στο φάκελο του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 5(3) των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι η απόφαση του Διευθυντή υπήρξε αρκούντως αιτιολογημένη ώστε να μη δημιουργείτο αμφιβολία για τους λόγους στους οποίους αυτή θεμελιώνεται. Το Δικαστήριο ασχολήθηκε επίσης με την προβαλλόμενη θέση της πλευράς της εφεσείουσας ότι δεν έλαβε αυτή την αιτιολογημένη απόφαση ημερ. 25.1.2010.

 

[*1618]Έκρινε ότι, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο ακύρωσης της απόφασης αφού αφενός μεν, η αιτιολογία έχει δοθεί και έχει κριθεί επαρκής, αφετέρου ο διευθυντής του Κτηματολογίου δεν φέρει ευθύνη για αυτή την παράλειψη, αφού από το λεκτικό του κανονισμού 6(3) προκύπτει ότι η υποχρέωση του Διευθυντή τελειώνει με την καταχώρηση της αιτιολογημένης απόφασης στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση και την παράδοση των σχετικών αντιγράφων ώστε να επιδοθούν στου διαδίκους, κάτι το οποίο έπραξε.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αίτηση/έφεση επικαλούμενο ότι το «γεγονός ότι η εφεσείουσα και/ή ο δικηγόρος της δεν έλαβαν αντίγραφο της αιτιολογημένης απόφασης δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο ακύρωσης της απόφασης αφού αφενός μεν η αιτιολογία έχει δοθεί και έχει κριθεί επαρκής, αφετέρου ο διευθυντής του Κτηματολογίου δεν φέρει ευθύνη για αυτή την παράλειψη.

 

β)  Ήταν εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ευρήματος, ότι η εφεσείουσα δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν λανθασμένη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Ο σχετικός Θεσμός 6 (1) των Κανονισμών του 1956 αφορά στη διαδικασία κατάθεσης της αιτιολογημένης απόφασης.

  2.   Όπως επισημαίνεται δε στην εκκαλούμενη απόφαση με παραπομπή στη νομολογία, από το περιεχόμενο των Κανονισμών 5 και 6 προκύπτει πως η αιτιολογία της απόφασης του Διευθυντή δεν απαιτείται από το Νόμο να περιέχεται στην κοινοποίηση της απόφασής του, αλλά θα πρέπει να δοθεί με τη δήλωσή του η οποία ακολουθεί την καταχώρηση της έφεσης.

  3. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί και τα ακόλουθα σε σχέση με τον επίδικο Κανονισμό: «Εάν, η αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή δεν δοθεί στον παραπονούμενο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 6(1), τότε σε περίπτωση που καταχωρηθεί αίτηση - έφεση κατά της απόφασης του Διευθυντή και ο Διευθυντής δεν είναι διάδικος στην αίτηση με βάση τον Κανονισμό 5, αντίγραφο της αίτησης επιδίδεται στον Διευθυντή  Κανονισμό 5(3)), ο οποίος εντός δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση της αίτησης, οφείλει να καταχωρήσει στο Πρωτοκολλητείο Έκθεση με τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η εφεσιβαλλόμενη απόφαση».

[*1619]  4.  Ο σχετικός λόγος έφεσης ήταν άκρως αδικαιολόγητος. Στην πραγματικότητα η πλευρά της εφεσείουσας θεμελιώνει το λόγο αυτό πάνω στη δική της παράλειψη να επιδιώξει και να λάβει τη σχετική αιτιολογημένη απόφαση με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς.

  5.   Η παράλειψη της αυτή δεδομένου μάλιστα ότι ένας από τους κύριους λόγους με βάση τους οποίους επικαλείτο ακύρωση ήταν η έλλειψη αιτιολογίας, δεν μπορούσε να κριθεί συγγνωστή αφενός και αφετέρου αφαιρεί οποιαδήποτε βασιμότητα επί του προβαλλόμενου λόγου έφεσης. Συνεπώς δεν προέκυπτε να υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση των κανονισμών και ούτε υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα επί της πρωτόδικης απόφασης.

  6.   Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο με επιμέλεια παραθέτει τα όσα έτυχαν εξέτασης απ’ αυτό που θεμελιώνουν το έρεισμα της ορθότητας της απόφασης άνευ οποιασδήποτε αμφιβολίας.

  7.   Από τη μαρτυρία του τοπογράφου μηχανικού που κατέθεσε για την εφεσείουσα προέκυπτε απλά, επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ύπαρξη ενός χωματόδρομου ο οποίος διέρχεται του τεμαχίου 435, το οποίο βρίσκεται βόρεια των ακινήτων με αριθμούς τεμαχίων 460 και 461 και των ακινήτων των Εφεσιβλήτων, μέσα από τα οποία ο τοπογράφος εισηγείτο όπως παραχωρηθεί δίοδος μήκους 44μ.

  8.   Απουσίαζε, όμως, μαρτυρία ότι ο δρόμος αυτός είναι εγγεγραμμένος ή καταχωρημένος σαν δρόμος ή οτιδήποτε άλλο και σε κάθε περίπτωση ο εν λόγω χωματόδρομος δεν εμφαίνεται στο σχεδιάγραμμα του Κτηματολογίου που επισυνάπτεται στο Έντυπο Ν. 286 και στο οποίο αποτυπώνεται η επί τόπου κατάσταση των κτημάτων και η παραχωρηθείσα δίοδος.

  9.   Όπως άλλωστε, υπέδειξε ο ίδιος  στην παράγραφο 4 της Ένορκής Δήλωσής του, ο εν λόγω χωματόδρομος δεν αποτυπώνεται ούτε στο εν χρήση χωρομετρικό σχέδιο του Κτηματολογίου το οποίο έλαβε υπόψη του για τους σκοπούς της έρευνάς του.

10. Προέκυπτε ότι η λύση που πρότεινε ο τελευταίος να μην αποτελούσε επιλογή για τον Διευθυντή. Στο δε χωροταξικό που επισυνάπτει ο ίδιος στην Ένορκη Δήλωση του, αποτυπώνεται ένας μέρος του χωματόδρομου χωρίς, ωστόσο, να φαίνεται που καταλήγει αυτός ο χωματόδρομος και εάν αυτός έχει πρόσβαση σε δημόσιο δρόμο.

11. Όπως ορθά  επισημαίνεται πρωτοδίκως επιβεβαιώθηκε ότι κατά την επιτόπια εξέταση ο αρμόδιος λειτουργός του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, παρά το περί αντιθέτου ισχυρισμό της εφεσείουσας, διερεύνησε τη δυνατότητα ύπαρξης και άλλων πιθανών λύσεων δημιουργίας διόδου διερχόμενης δια μέσου άλλων γειτονικών τεμαχίων.

[*1620]12.  Όπως αναφέρεται, όλες οι πιθανές λύσεις αξιολογήθηκαν επιμελώς από τον αρμόδιο Κτηματολογικό Λειτουργό και οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε η συγκεκριμένη δίοδος καταγράφονται και αναλύονται με λεπτομέρεια στην Αιτιολογημένη Απόφαση του Διευθυντή.

13. Ορθά κρίθηκε ότι στάθμισε όλους τους σχετικούς παράγοντες και στοιχεία, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε πιθανής λύσης συγκριτικά με άλλες και ορθά κατέληξε στον καθορισμό της επίδικης διόδου ως κατάλληλης και πρόσφορης κάτω από τις περιστάσεις λύσης. Δεν παρατηρείτο οτιδήποτε τρωτό στη σχετική διεργασία σκέψης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Peyiotis a.a. v. Polemidis (1982) C.L.R. 442,

 

Kafieros a.o. v. Theocharous a.o. (1978) 1 C.L.R. 619,

 

Κραμβιάς κ.ά. v. Θεοδοσίου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 267,

 

Παύλου κ.ά. v. Νεοφύτου (1995) 1 Α.Α.Δ. 973,

 

Αθανάση κ.ά. v. Χατζημάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 208,

 

Πατσαλίδης v. Δαμασκηνού κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1248,

 

Αριστοτέλους v. Χατζηκυριάκου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 100,

 

Κτωρίδη v. Επάρχου Λεμεσού κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 541,

 

Koυντουρίδη κ.ά. v. Νικολάου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 412,

 

Ιωάννου κ.ά. v. Σιακαλλή κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1877,

 

Κλεοβούλου v. Πελίδη (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 46.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Πετάση-Κορφιώτου, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 29/2010), ημερομηνίας 15/4/2011.

 

[*1621]Χρ. Χριστοφόρου, για την Εφεσείουσα.

 

Μιχ. Μαστορούδης, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε παραχώρηση δικαιώματος διόδου το οποίο ο Διευθυντής Κτηματολογίου θεώρησε ορθό, αφού εξέτασε σχετική αίτηση των εφεσιβλήτων, να παραχωρήσει στα ακίνητα των τελευταίων διαμέσου ακινήτου της εφεσείουσας στο χωριό Πάχνα της Λεμεσού.  Νομικό έρεισμα της αίτησης ήταν το Άρθρο 80  του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224.

 

Όπως είναι γνωστό η διαδικασία δυνάμει του Άρθρου 80 είναι μια ιδιόμορφη διαδικασία χαρακτηριζόμενη ως αίτηση-έφεση. Η παραχώρηση δικαιώματος διόδου διέπεται από το Άρθρο 11Α του Κεφ.224, το οποίο προνοεί την παραχώρηση δικαιώματος παροχής διόδου έναντι πληρωμής εύλογης αποζημίωσης τόσο στην περίπτωση όπου το κτήμα είναι περίκλειστο όσο και στην περίπτωση όπου η υφιστάμενη δίοδος είναι ανεπαρκής για την κατάλληλη χρήση, ανάπτυξη ή εκμετάλλευση ακίνητης ιδιοκτησίας.

 

Ο Διευθυντής προβαίνει στην παραχώρηση διόδου ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το Άρθρο 11Α του Κεφ.224, όπως επίσης οι περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Παροχή Διόδου) Κανονισμοί του 1967, οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (6) του Άρθρου 11Α, και γνωστοποιεί την απόφασή του στους ενδιαφερόμενους.

 

Ο καθορισμός της θέσης της διόδου ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή, και οι εξουσίες αυτού καθορίζονται στο Άρθρο 11Α του Κεφ. 224 αναγόμενες στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου (βλ. Peyiotis a.ο. v. Polemidis (1982) C.L.R. 442, Kafieros a.o. v. Theocharous a.o. (1978) 1 C.L.R. 619 και Κραμβιάς κ.ά. v. Θεοδοσίου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 267).

 

Η σχετική εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου για την αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή ως προς τον καθορισμό διόδου παρέχει την ευχέρεια έκδοσης οποιασδήποτε απόφα[*1622]σης κριθεί δίκαιη υπό τις περιστάσεις. Το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την άσκηση της εξουσίας του δυνάμει του Άρθρου 80 του Κεφ.224 ακολουθεί τις αρχές με βάση τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο παλαιότερα στη διοικητική του δικαιοδοσία (και τώρα βέβαια το Διοικητικό Δικαστήριο) προβαίνει σε δικαστικό έλεγχο σε συνάρτηση με διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Με τη διαφορά ότι υπάρχει η δυνατότητα ο έλεγχος του Δικαστηρίου να μην περιοριστεί στον έλεγχο νομιμότητας μιας απόφασης αλλά να επεκταθεί στην ορθότητα αυτής και γενικότερα να προβεί σε ρυθμίσεις δικαιωμάτων των διαδίκων. Ωστόσο, όπως είναι νομολογημένο, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά εύκολα τη δική του διακριτική ευχέρεια με αυτή του Διευθυντή εκτός εάν αποδειχτούν ισχυροί λόγοι περί του αντιθέτου. Το βάρος δε απόδειξης του εσφαλμένου της απόφασης του Διευθυντή το φέρει ο εφεσείων. (Βλ. Peyiotis a.o. v. Polemidis (πιο πάνω), Παύλου κ.ά. v. Νεοφύτου (1995) 1 Α.Α.Δ. 973, Αθανάση κ.ά. v. Χατζημάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 208, Πατσαλίδης v. Δαμασκηνού κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1248, Αριστοτέλους v. Χατζηκυριάκου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 100,  Κτωρίδη v. Επάρχου Λεμεσού κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 541, Koυντουρίδη κ.ά. v. Νικολάου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 412 και Ιωάννου κ.ά. v. Σιακαλλή κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1877).

 

Πρωτοδίκως η εφεσείουσα-αιτήτρια με την αίτηση-έφεση της ημερ. 14.1.2010 πρόβαλε 12 λόγους με τους οποίους ζητούσε να ακυρωθεί η απόφαση του Διευθυντή.  Μεταξύ αυτών των λόγων είχαν προβληθεί τόσο το εσφαλμένο και το αυθαίρετο της απόφασης του Διευθυντή, ως μη βασιζόμενη επί όλων των πραγματικών δεδομένων της απόφασης, όσο και ότι η απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη και ή πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας αφού δεν γίνεται αναφορά στους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη για τη λήψη της απόφασης. Ακόμη γίνεται ισχυρισμός ότι ο Διευθυντής και ο αντιπρόσωπος του αγνόησε παντελώς την επιτόπου κατάσταση και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη του ότι επί της βόρειας πλευράς του ακινήτου των εφεσιβλήτων υπάρχει υφιστάμενος δρόμος που διέρχεται επί της νότιας πλευράς του ακινήτου 436 και του δυτικού αυτού ακινήτου και μπορούσε να παραχωρηθεί δικαίωμα διαβάσεως προς όφελος του ακινήτου των Εφεσίβλητων από τα ακίνητα με αριθμούς τεμαχίων 461 και 462 όπου η απόσταση είναι πολύ μικρότερη από τον υφιστάμενο δρόμο και η επιφάνεια επίπεδη.

 

Η καταχωρηθείσα αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση της εφεσείουσας με επανάληψη ουσιαστικά των λόγων ακύρω[*1623]σης, ειδικά επί της έλλειψης αιτιολογίας της απόφασης ημερ. 16.12.2009 και επί της πιο πάνω αναφερομένης πλημμέλειας κατά την επιτόπια έρευνα. 

 

Στις 25.1.2010 ο Διευθυντής καταχώρησε Αιτιολογημένη Απόφαση στο φάκελο του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 5(3) των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956, αναφορά στο περιεχόμενο της οποίας θα γίνει πιο κάτω.

 

Η καταχωρηθείσα στις 11.3.2010 ένσταση των εφεσιβλήτων/καθ’ ων η αίτηση βασιζόταν στο νόμιμο και ορθό της απόφασης του Διευθυντή και υποστηρίζεται από ένορκες δηλώσεις των ιδίων.

 

Στη συνέχεια με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Καν.10(3) των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956, όπως τροποποιήθηκαν με το Διαδικαστικό Κανονισμό 2/2006 έγινε περαιτέρω καταχώρηση ενόρκων δηλώσεων οι οποίες και περιγράφονται και αναλύονται στην πρωτόδικη απόφαση όπως η εκ μέρους της εφεσείουσας ένορκη δήλωση του κ. Βρωμοβρυσιώτη (αγρονόμου-τοπογράφου-μηχανικού). Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι η απόφαση του Διευθυντή υπήρξε αρκούντως αιτιολογημένη ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για τους λόγους στους οποίους αυτή θεμελιώνεται. Το Δικαστήριο ασχολείται επίσης με την προβαλλόμενη θέση της πλευράς της εφεσείουσας ότι δεν έλαβε αυτή την αιτιολογημένη απόφαση ημερ. 25.1.2010.  Αυτό, κατά την κρίση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της, ήταν «θανάσιμο» ως προς την εγκυρότητα της διαδικασίας. Μάλιστα η θέση αυτή υπήρξε ο πυρήνας του πρώτου λόγου έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή παράνομα και/ή αδικαιολόγητα απέρριψε την αίτηση/έφεση επικαλούμενο στις σελ.17 και 18 της απόφασης του ότι το «γεγονός ότι η εφεσείουσα και/ή ο δικηγόρος της δεν έλαβαν αντίγραφο της αιτιολογημένης απόφασης δεν θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο ακύρωσης της απόφασης αφού αφενός μεν η αιτιολογία έχει δοθεί και έχει κριθεί επαρκής, αφετέρου ο διευθυντής του Κτηματολογίου δεν φέρει ευθύνη για αυτή την παράλειψη αφού από το λεκτικό του κανονισμού 6(3) προκύπτει ότι η υποχρέωση του Διευθυντή τελειώνει με την καταχώρηση της αιτιολογημένης απόφασης στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση και την παράδοση των σχετικών αντιγράφων ώστε να επιδοθούν στου διαδίκους, κάτι το οποίο έπραξε».

[*1624]Ο 2ος λόγος έφεσης αφορά στο κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένο της κρίσης του Δικαστηρίου επί του ευρήματος ότι η εφεσείουσα δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν λανθασμένη.

 

Εκ των πραγμάτων πρέπει να απασχοληθούμε πρώτιστα με τον 1ο λόγο έφεσης. Ο σχετικός Θεσμός των ως άνω Κανονισμών του 1956 που αφορά τη διαδικασία κατάθεσης της αιτιολογημένης απόφασης έχει ως εξής:

 

“6.-(1) The Director  shall, when so requested by a person aggrieved by any order, notice or decision of the Director made or given under the provisions of the Law, who signifies his intention to appeal against such order, notice or decision, furnish such person with a statement of his reasons therefor, which statement shall be filed with the Registrar together with the summons (Form 2).

 

(2) Where an office copy of the summons (Form 2) is served on the Director under the provisions of Rule 5, he shall, within fourteen days after the date of such service, file with the Registrar a statement of his reasons for the order, notice or decision appealed against, unless he shall have previously supplied such statement to the person aggrieved under the provisions of paragraph (1) of this rule: Provided that the Director may, within the aforesaid period of fourteen days, apply to the Court ex parte for an extension of time, and shall forthwith give notice of any extension allowed by the Court to all parties to the proceedings.

 

(3) On filing his statement of reasons with the Registrar, the Director shall leave, for each party to the proceedings, a copy thereof for service plus a duplicate of such copy for the affidavit of service.

 

Όπως επισημαίνεται δε στην εκκαλούμενη απόφαση με παραπομπή στη νομολογία (βλ. Κλεοβούλου v. Πελίδη (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 46), από το περιεχόμενο των Κανονισμών 5 και 6 προκύπτει πως η αιτιολογία της απόφασης του Διευθυντή δεν απαιτείται από το Νόμο να περιέχεται στην κοινοποίηση της απόφασής του, αλλά θα πρέπει να δοθεί με τη δήλωσή του η οποία ακολουθεί την καταχώρηση της έφεσης.

 

Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί και τα ακόλουθα σε σχέση με τον επίδικο Κανονισμό:

[*1625]«Από το λεκτικό του Κανονισμού 6(1) που παρατίθεται πιο πάνω, προκύπτει ότι ένα πρόσωπο που είναι δυσαρεστημένο από μια απόφαση του Διευθυντή και διατυπώνει την πρόθεσή του να την εφεσιβάλει, μπορεί να ζητήσει από τον Διευθυντή να τον εφοδιάσει με την αιτιολογημένη απόφαση του, η οποία θα πρέπει να επισυναφθεί στην αίτηση-έφεση όταν αυτή θα καταχωρηθεί.

 

Εάν, όμως, η αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή δεν δοθεί στον παραπονούμενο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 6(1), τότε σε περίπτωση που καταχωρηθεί αίτηση - έφεση κατά της απόφασης του Διευθυντή και ο Διευθυντής δεν είναι διάδικος στην αίτηση με βάση τον Κανονισμό 5, αντίγραφο της αίτησης επιδίδεται στον Διευθυντή (Βλ. Κανονισμό 5(3)), ο οποίος εντός δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση της αίτησης, οφείλει να καταχωρήσει στο Πρωτοκολλητείο Έκθεση με τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η εφεσιβαλλόμενη απόφαση».

 

Έχουμε εξετάσει το σχετικό λόγο έφεσης και τον θεωρούμε άκρως αδικαιολόγητο. Στην πραγματικότητα η πλευρά της εφεσείουσας θεμελιώνει  το λόγο αυτό πάνω στη δική της παράλειψη να επιδιώξει και να λάβει τη σχετική αιτιολογημένη απόφαση με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς. Η παράλειψη της αυτή δεδομένου μάλιστα ότι ένας από τους κύριους λόγους με βάση τους οποίους επικαλείτο ακύρωση ήταν η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να κριθεί συγγνωστή αφενός και αφετέρου αφαιρεί οποιαδήποτε βασιμότητα επί του προβαλλόμενου λόγου έφεσης. Συνεπώς δεν παρατηρούμε να υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση των κανονισμών και ούτε υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα επί της πρωτόδικης απόφασης.

 

Ερχόμενοι τώρα στην εξέταση του 2ου λόγου, θεωρούμε ότι όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο με επιμέλεια παραθέτει και όσα έτυχαν εξέτασης απ’ αυτό θεμελιώνουν το έρεισμα της ορθότητας της απόφασης άνευ οποιασδήποτε αμφιβολίας. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις σχετικές αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι οποίες και έκδηλα φανερώνουν την ορθότητα της αντίληψης του.

 

«Με βάση το περιεχόμενο των εκατέρωθεν καταχωρηθεισών Ενόρκων Δηλώσεων προκύπτει ότι τα γεγονότα που επικαλούνται οι δύο πλευρές δεν αμφισβητούνται και το μόνο επίδικο ζήτημα είναι κατά πόσον ο Διευθυντής έσφαλε στην έκ[*1626]δοση της απόφασής του και της επιλογής της συγκεκριμένης διόδου δεδομένης της διέλευσης του χωματόδρομου βόρεια των ακινήτων των Εφεσιβλήτων, την ύπαρξη του οποίου δεν αμφισβητεί η πλευρά των Εφεσιβλήτων με τον τρόπο που τίθεται στην Ένορκη Δήλωση του κ. Βρωμοβρυσιώτη.

 

Σημειώνεται, επίσης, ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι η Εφεσείουσα δεν αμφισβητεί ότι τα κτήματα των Εφεσιβλήτων είναι περίκλειστα, ούτε το ποσό της καταβλητέας αποζημίωσης προς την Εφεσείουσα αποτελεί αντικείμενο εξέτασης.

 

Εξετάζοντας το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας, κρίνω ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι ορθή για τους ακόλουθους λόγους:

 

Από τη μαρτυρία του κ. Βρωμοβρυσιώτη προκύπτει απλά η ύπαρξη ενός χωματόδρομου ο οποίος διέρχεται του τεμαχίου 435, το οποίο βρίσκεται βόρεια των ακινήτων με αριθμούς τεμαχίων 460 και 461 και των ακινήτων των Εφεσιβλήτων, μέσα από τα οποία ο κ. Βρωμοβρυσιώτης εισηγείται όπως παραχωρηθεί δίοδος μήκους 44μ. Ελλείπει, όμως, μαρτυρία ότι ο δρόμος αυτός είναι εγγεγραμμένος ή καταχωρημένος σαν δρόμος ή οτιδήποτε άλλο και σε κάθε περίπτωση ο εν λόγω χωματόδρομος δεν εμφαίνεται στο σχεδιάγραμμα του Κτηματολογίου που επισυνάπτεται στο Έντυπο Ν. 286 και στο οποίο αποτυπώνεται η επί τόπου κατάσταση των κτημάτων και η παραχωρηθείσα δίοδος. Όπως άλλωστε, υποδεικνύει ο κ. Βρωμαβρυσιώτης στην παράγραφο 4 της Ένορκής Δήλωσής του, ο εν λόγω χωματόδρομος δεν αποτυπώνεται ούτε στο εν χρήση χωρομετρικό σχέδιο του Κτηματολογίου το οποίο έλαβε υπόψη του για τους σκοπούς της έρευνάς του.

 

Στην υπόθεση Κουμής v. Κούντουρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1312, ο εφεσείων με αίτηση-έφεση δυνάμει του Άρθρου 80 του Κεφ. 224 ισχυρίσθηκε ότι λανθασμένα ο Διευθυντής είχε θεωρήσει το κτήμα της εφεσίβλητης περίκλειστο διότι επί του εδάφους υπήρχε χωματόδρομος ο οποίος παρείχε πρόσβαση από το κτήμα της εφεσίβλητης προς το δημόσιο δρόμο διερχόμενος μέσα από διάφορα κτήματα, ο οποίος δεν ήταν εγγεγραμμένος ως δρόμος στα Κτηματολογικά Μητρώα. Τόσο στην πρωτόδικη διαδικασία όσο και κατ’ έφεση κρίθηκε ότι εφόσον ο χωματόδρομος δεν ήταν εγγεγραμμένος ούτε σαν δημόσιος δρόμος ούτε σαν δικαίωμα διαβάσεως ή άλλως πώς, ορθά θεωρήθηκε ότι το κτήμα της εφεσίβλητης ήταν περίκλειστο.

[*1627]Στην προκειμένη περίπτωση δεν προσκομίσθηκε μια τέτοια μαρτυρία με αποτέλεσμα η λύση που προτείνει ο κ. Βρωμοβρυσιώτης να μην αποτελούσε επιλογή για τον Διευθυντή. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στο χωροταξικό που επισυνάπτει ο κ. Βρωμοβρυσιώτης στην Ένορκη Δήλωση του αποτυπώνεται ένας μέρος του χωματόδρομου χωρίς, ωστόσο, να φαίνεται που καταλήγει αυτός ο χωματόδρομος και εάν αυτός έχει πρόσβαση σε δημόσιο δρόμο».

 

Όπως ορθά επισημαίνεται πρωτοδίκως επιβεβαιώθηκε ότι κατά την επιτόπια εξέταση ο αρμόδιος λειτουργός του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, παρά το περί αντιθέτου ισχυρισμό της εφεσείουσας, διερεύνησε τη δυνατότητα ύπαρξης και άλλων πιθανών λύσεων δημιουργίας διόδου διερχόμενης δια μέσου άλλων γειτονικών τεμαχίων. Όπως επισημαίνεται όλες οι πιθανές λύσεις αξιολογήθηκαν επιμελώς από τον αρμόδιο Κτηματολογικό Λειτουργό και οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε η συγκεκριμένη δίοδος καταγράφονται και αναλύονται με λεπτομέρεια στην Αιτιολογημένη Απόφαση του Διευθυντή ημερομηνίας 25.1.2010. Επιπρόσθετα, το ζήτημα της υψομετρικής διαφοράς και της ύπαρξης της πέτρινης δόμης ύψους 0,50 - 0,60 μέτρων που υπάρχει στο σύνορο του ακινήτου της Εφεσείουσας και των τεμαχίων 869 και 870 επίσης δεν διέλαθε της προσοχής του ο οποίος εξασφάλισε γραπτή δήλωση και δέσμευση από τους Εφεσίβλητους ότι θα αναλάβουν όλα τα έξοδα για τη διαμόρφωση της διόδου και εάν είναι απαραίτητο να κτίσουν νέα πέτρινη δόμη για την στήριξη του κτήματος της Εφεσείουσας. Συνεπώς ορθά κρίθηκε ότι στάθμισε όλους τους σχετικούς παράγοντες και στοιχεία, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε πιθανής λύσης συγκριτικά με άλλες και ορθά κατέληξε στον καθορισμό της επίδικης διόδου ως κατάλληλης και πρόσφορης κάτω από τις περιστάσεις λύσης. Δεν παρατηρείται οτιδήποτε τρωτό στη σχετική διεργασία σκέψης.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, θεωρούμε εντελώς αβάσιμες και ατεκμηρίωτες τις θέσεις του κ. Χριστοφόρου ως εκφράζονται στο 2ο λόγο έφεσης και στη σχετική  αιτιολογία.

 

Ως εκ τούτου κρίνουμε ότι η έφεση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα εκ ποσού €2.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο