Μιχαηλίδης Γλαύκος και Άλλη ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 1757

ECLI:CY:AD:2016:A353

(2016) 1 ΑΑΔ 1757

[*1757]12 Ιουλίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

1. ΓΛΑΥΚΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

2. ΙΩΑΝΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ-ΦΑΤΣΙΤΑ,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

 

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 60/2011)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Διάταξη 18 θ.1 ― Οι αρχές επί των οποίων στηρίζεται μια αίτηση για συνοπτική απόφαση ― Η απαίτηση πρέπει να είναι ξεκάθαρη και ταυτοχρόνως να μην έχει  προβληθεί από πλευράς των εναγομένων καλόπιστη υπεράσπιση ― Εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και όπου είναι απρόσφορο να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπισθεί απλώς για λόγους καθυστέρησης ― Επικύρωση πρωτόδικης επιτρεπτικής απόφασης σε αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης σε αγωγή.

 

Πολιτική Δικονομία ― Συνοπτική απόφαση ― Διάταξη 18 θ.1 ― Αποτελεί γενική αρχή ότι οσάκις ο εναγόμενος αποδεικνύει ότι έχει μια δίκαιη υπόθεση για υπεράσπιση, ή εύλογους λόγους για να θέσει μια υπεράσπιση ή ακόμη και μια δίκαιη πιθανότητα ότι έχει μια καλόπιστη υπεράσπιση πρέπει να του δοθεί άδεια να υπερασπισθεί.

 

Στο πλαίσιο παραχωρηθέντος δανείου τακτής προθεσμίας ύψους €261,000 προς τον εφεσείοντα 1, υπό την εγγύηση της εφεσείουσας 2 και την παράλληλη υποθήκευση ακινήτου τρίτου προσώπου, οι εφεσίβλητοι κινήθηκαν στις 21 Ιουνίου 2010 δικαστικώς εναντίον των  εφεσειόντων, με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.

 

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν στις 25 Ιουνίου 2010 σημείωμα εμφάνισης και στις 5 Ιουλίου 2010 Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση.

 

Στις 9 Ιουλίου 2010 καταχώρισαν αίτηση για συνοπτική απόφαση, [*1758]δυνατότητα που προσφέρεται ανεξαρτήτως της καταχώρισης Υπεράσπισης, όπως έχει αναλυθεί στην υπόθεση SIGMA ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 408. Η αίτηση για συνοπτική απόφαση έγινε αποδεκτή, και στις 20 Ιανουαρίου 2011 εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

 

Οι εφεσείοντες  αμφισβήτησαν την πιο πάνω απόφαση με τους κάτωθι λόγους έφεσης:

 

   α) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα πρόκλησης καθυστέρησης εκ μέρους των εφεσειόντων προς εκδίκαση της υπόθεσης.

 

   β) Εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπήρχε καλόπιστη υπεράσπιση.

 

   γ) Η απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη.

 

   δ) Υπήρξε λανθασμένο συμπέρασμα γνώσεως των επιστολών τερματισμού από τους εφεσείοντες.

 

   ε) Εσφαλμένα κρίθηκε πως είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις της       Δ.18, θ. 1.

 

(στ) Η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

  (ζ) Υπήρξε παραβίαση της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων, του Συντάγματος και της αρχής της δίκαιης δίκης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Από την πρωτόδικη απόφαση προέκυπτε ότι παρόλο που ήταν συνοπτικά διατυπωμένη, η αναφορά σε καθυστέρηση δεν είχε σχέση με την πορεία της διαδικασίας μέχρι την υποβολή της αίτησης για απόφαση, αλλά την όλη πορεία της αναμενόμενης δίκης, με προεξέχον κριτήριο τους προβληθέντες, στο πλαίσιο της ενστάσεως, ισχυρισμούς.

  2.   Αναφέρεται δε στην πρωτόδικη απόφαση ότι ουδέποτε οι εναγόμενοι είχαν αμφισβητήσει τους λογαριασμούς των εναγόντων, και δεν είχαν απαντήσει στις επιστολές των εναγόντων και αποτελούσαν εκ των υστέρων σκέψεις για να επιτύχουν καθυστέρηση οι ασαφείς και αόριστοι ισχυρισμοί τους περί ανατοκισμού, μη γνώ  σεως του υπολοίπου κλπ.

3.  Οι αρχές επί των οποίων στηρίζεται μια αίτηση για συνοπτική απόφαση εδραζόμενη στη Δ.18, θ. 1, έχουν κατ’ επανάληψη τονι[*1759]στεί σε σειρά αποφάσεων που στόχο έχουν να καταστήσουν μια διαδικασία τελεσίδικη, όταν και εφόσον η απαίτηση είναι ξεκάθαρη και ταυτοχρόνως δεν έχει προβληθεί από πλευράς των εναγομένων καλόπιστη υπεράσπιση.

  4.   Με βάση τα κριτήρια που ακολουθούνται στη βάση της Δ.18, θ. 1, το κλητήριο πρέπει να είναι ειδικώς οπισθογραφημένο, ο εναγόμενος να έχει καταχωρίσει εμφάνιση και η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αιτήσεως πρέπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα, τα οποία να επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα και επίσης να δηλώνεται ρητά ότι, από ότι πιστεύει, δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.

  5.   Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις δεν αμφισβητείτο ότι υπήρχαν. Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, το βασικό παράπονο των εφεσειόντων ήταν ότι ο ενόρκως δηλών προς υποστήριξη της αιτήσεως, όχι μόνο δεν είχε πλήρη γνώση των γεγονότων, αλλά, αφετέρου, δεν ήταν σε θέση να ορκιστεί θετικά επ’ αυτών, έτσι ώστε να τεκμηριωθεί η προϋπόθεση που τίθεται από την εν λόγω παράγραφο του εν λόγω Κανονισμού.

  6.   Από τα πρακτικά προέκυπτε ότι δεν αντεξετάστηκε οποιοσδήποτε από τους ενόρκως δηλούντες.

  7.   Το τι αποτελεί επαρκή γνώση των γεγονότων για σκοπούς τεκμηρίωσης της τρίτης προϋπόθεσης της Δ.18, θ. 1, έχει νομολογιακά εξεταστεί και αποφασιστεί σε σειρά υποθέσεων.

  8.   Στην υπό εξέταση υπόθεση ο ενόρκως δηλών δήλωσε σαφώς ότι γνώριζε τα γεγονότα «θετικά» και επιπροσθέτως, έδωσε στοιχεία ως προς το περιεχόμενο των εγγράφων που αποτελούσαν τη βάση της απαίτησης.

  9.   Περαιτέρω, κατέθεσε κατάσταση λογαριασμού στην οποία φαίνεται το αξιούμενο ποσό. Συνακόλουθα, ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν καταδείξει ότι ο ενόρκως δηλών ήταν άτομο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά επί των γεγονότων της υπόθεσης, τονίζοντας επίσης ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση εκ μέρους των εφεσειόντων.

10. Στη συνέχεια, ο συνήγορος υποστήριξε ότι δεν διαφαινόταν αιτία αγωγής η οποία να συνήδε με όσα διεκδικήθηκαν στο πλαίσιο της αιτήσεως για απόφαση.

11. Όπως καταφαίνεται από το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν εναντίον των εφεσειόντων το ποσό των €247.150,53, πλέον τόκο 9,965% από 14 Απριλίου 2010, επί ποσού €244.765,24.

12. Στην ένορκη δήλωση που κατατέθηκε για σκοπούς υποστήριξης της αιτήσεως, ο ενόρκως δηλών υποστήριξε ότι διεκδικείται το εν λόγω ποσό και τούτο υποστηρίζεται από την κατάσταση λογαρια[*1760]σμού, τεκμήριο 3 επί της ενόρκου δηλώσεως.

13. Το κρίσιμο ερώτημα επί του προκειμένου, ήταν αν οι εφεσείοντες είχαν, στο πλαίσιο της ενόρκου δηλώσεως του εφεσείοντα 1, ικανοποιήσει τα πιο πάνω κριτήρια.

14. Το θέμα αυτό απασχόλησε το δικαστήριο και έχει αποφανθεί επί τούτου και εξετάζοντας το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του εφεσείοντα 1, ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι υπάρχει μια γενική αναφορά ότι «το ποσό το οποίο αναφέρεται, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και πρόκειται για προϊόν παράνομου ανατοκισμού».

15. Στην παράγραφο 6 γίνεται αναφορά ότι παρανόμως και αυθαιρέτως οι εφεσίβλητοι «προέβηκαν σε υπερχρεώσεις και/ή χρέωναν το λογαριασμό με ποσά που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».

16. Ανάλογου περιεχομένου είναι και η παράγραφος 9 της ενόρκου δηλώσεως, αλλά και πάλι με την ίδια γενικότητα. Στη δε παράγραφο 13 ο ενόρκως δηλών κάμνει αναφορά στο τεκμήριο 3, που είναι η κατάσταση λογαριασμού, αναφέροντας ότι πρόκειται περί «κινήσεις κάποιου λογαριασμού».

17. Με δοσμένη την πιο πάνω θέση, όπως έχει διατυπωθεί μέσα από την ένορκη δήλωση, υπήρχε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εν λόγω αναφορές ενέχουν έκδηλα το στοιχείο της γενικότητας, χωρίς την παράθεση οποιωνδήποτε λεπτομερειών οι οποίες θα προσέδιδαν, αφενός μεν τη βάση για τεκμηρίωση καλής υπεράσπισης και αφετέρου, τη δυνατότητα στο πρωτόδικο δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να παραχωρήσει τη δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης και προώθησης της υπόθεσης για δίκη, αντί της αυστηρής διαδικασίας που προβλέπεται στη Δ.18, θ. 1.

18. Όπως επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, οι εφεσείοντες ουδέποτε απάντησαν στις επιστολές των εφεσιβλήτων και επίσης, κατατέθηκε και δεύτερη επιστολή η οποία είχε αποσταλεί στους εφεσείοντες μετά την επιστολή τερματισμού, ήτοι, η επιστολή                 14 Απριλίου 2010 που ήταν προγενέστερη της καταχώρισης της αγωγής που έγινε στις 21 Ιουνίου 2010.

19. Αναφορικά με το λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με όλους τους λόγους ενστάσεως, το σχετικό παράπονο των εφεσειόντων ήταν αβάσιμο, δεδομένης της καταγεγραμμένης στην απόφαση σχετικής ενασχόλησης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

SIGMA v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 408,

[*1761]R.C.K. Sports Ltd. v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074,

 

Sensus Gymnasium Ltd. κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1795,

 

Δημητρίου v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782,

 

CYEMS CO. LTD. v. Central Co-Operative Industries Co. Ltd (1982) 1 C.L.R. 897,

 

Hermes Insurance Co. Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333,

 

J. & M. Loizides A.G. Ltd κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1280.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ), (Αγωγή Αρ. 5286/2010), ημερομηνίας 20/1/2011.

 

Δ. Παυλίδης με Β. Χριστοφόρου (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Αντ. Γεωργίου για Χρ. Κληρίδη, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο παραχωρηθέντος δανείου τακτής προθεσμίας ύψους €261,000 προς τον εφεσείοντα 1, υπό την εγγύηση της εφεσείουσας 2 και την παράλληλη υποθήκευση ακινήτου τρίτου προσώπου, οι εφεσίβλητοι κινήθηκαν στις                       21 Ιουνίου 2010 δικαστικώς εναντίον των πιο πάνω εφεσειόντων, με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.

 

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν στις 25 Ιουνίου 2010 σημείωμα εμφάνισης και στις 5 Ιουλίου 2010 Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση.

 

Στις 9 Ιουλίου 2010 οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση για συνοπτική απόφαση, δυνατότητα που προσφέρεται ανεξαρτήτως της καταχώρισης Υπεράσπισης, όπως έχει αναλυθεί στην υπόθεση SIGMA v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1(Α) [*1762]Α.Α.Δ. 408. Η αίτηση για συνοπτική απόφαση έγινε αποδεκτή, και στις 20 Ιανουαρίου 2011 εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

 

Οι εφεσείοντες πρόβαλαν επτά λόγους έφεσης, ήτοι:

 

(α) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα πρόκλησης καθυστέρησης εκ μέρους των εφεσειόντων προς εκδίκαση της υπόθεσης.

 

(β) Εσφαλμένα έκρινε το δικαστήριο ότι δεν υπήρχε καλόπιστη υπεράσπιση.

 

(γ) Η απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη.

 

(δ) Υπήρξε λανθασμένο συμπέρασμα γνώσεως των επιστολών τερματισμού από τους εφεσείοντες.

 

(ε) Εσφαλμένα κρίθηκε πως είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις της Δ.18, θ. 1.

 

(στ) Η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Το κείμενο του εν λόγω λόγου έφεσης, είναι πανομοιότυπο με αυτό του λόγου (γ).

 

(ζ) Υπήρξε παραβίαση της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων, του Συντάγματος και της αρχής της δίκαιης δίκης.

 

Οι έκτος και έβδομος λόγοι έφεσης τελικώς με το περίγραμμα αγόρευσης δεν προωθήθηκαν, πλην, όμως, στο σημείο αυτό θεωρούμε σημαντικό να επισημάνουμε κάτι αναφορικά με τον έβδομο λόγο έφεσης. Υπάρχει ένας λόγος έφεσης η διατύπωση του οποίου, με όλο το σεβασμό προς το συνήγορο, «εντυπωσιάζει». Βασίζεται σε λεπτομέρειες που είναι μάλλον άσχετες με τον τίτλο και στη συνέχεια δηλώνεται από το συνήγορο ότι δεν τον προωθεί. Αναμένεται από τους δικηγόρους να ενεργούν με περισσότερη περίσκεψη κατά την ετοιμασία των λόγων έφεσης.

 

Όπως έχουμε σημειώσει, με τον πρώτο λόγο έφεσης προτάθηκε ότι το εύρημα του δικαστηρίου, περί καθυστερήσεως, είναι εσφαλμένο και παρατίθενται, προς τούτο, οι ακριβείς ημερομηνίες καταχώρισης των δικογράφων, οι εφεσείοντες εισηγούνται παράλληλα ότι, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να ισχύσει καθότι, τήρησαν, απολύτως, τα προβλεπόμενα χρονοδιαγράμματα.

 

[*1763]Μελετώντας την πρωτόδικη απόφαση καταλήγουμε ότι παρόλο που είναι συνοπτικά διατυπωμένη, η αναφορά σε καθυστέρηση δεν έχει σχέση με την πορεία της διαδικασίας μέχρι την υποβολή της αίτησης για απόφαση, αλλά την όλη πορεία της αναμενόμενης δίκης, με προεξέχον κριτήριο τους προβληθέντες, στο πλαίσιο της ενστάσεως, ισχυρισμούς. Αναφέρεται δε στην πρωτόδικη απόφαση το εξής:

 

"Ουδέποτε έχουν αμφισβητήσει τους λογαριασμούς των εναγόντων, δεν έχουν απαντήσει στις επιστολές των εναγόντων και αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις για να επιτύχουν καθυστέρηση οι ασαφείς και αόριστοι ισχυρισμοί τους περί ανατοκισμού, μη γνώσεως του υπολοίπου κλπ."

 

Παρά τις πιο πάνω παρατηρήσεις, δεν ήταν, τελικώς, αυτός ο λόγος για την απόφαση του εκδικάσαντος δικαστηρίου.

 

Οι λόγοι έφεσης 2 μέχρι και 5 ουσιαστικώς έχουν ως επίκεντρο την κατ’ ισχυρισμό, μη τήρηση των προνοιών της Δ.18, θ. 1, από τους εφεσιβλήτους και την λανθασμένη αντίκριση των εν λόγω προνοιών, από το δικαστήριο.

 

Οι αρχές επί των οποίων στηρίζεται μια αίτηση για συνοπτική απόφαση εδραζόμενη στη Δ.18, θ. 1, έχουν κατ’ επανάληψη τονιστεί σε σειρά αποφάσεων που στόχο έχουν να καταστήσουν μια διαδικασία τελεσίδικη, όταν και εφόσον η απαίτηση είναι ξεκάθαρη και ταυτοχρόνως δεν έχει προβληθεί από πλευράς των εναγομένων καλόπιστη υπεράσπιση. Θεωρούμε σημαντικό να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από την υπόθεση R.C.K. Sports Ltd. v. Persona Advertising Ltd. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, όπου αναφέρθηκε από το Δικαστή Καλλή, με αναφορά στο αγγλικό σύγγραμμα The Annual Practice 1967 και την αγγλική Διαταγή, αντίστοιχη της Δ.18, το εξής:

 

"Η εξουσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης, δυνάμει της Δ.14, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και όπου είναι απρόσφορο να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπισθεί απλώς για λόγους καθυστέρησης (Jones v. Stones [1984] A.C. 122). Αποτελεί γενική αρχή ότι οσάκις ο εναγόμενος αποδεικνύει ότι έχει μια δίκαιη υπόθεση για υπεράσπιση, ή εύλογους λόγους για να θέσει μια υπεράσπιση ή ακόμη και μια δίκαιη πιθανότητα ότι έχει μια καλόπιστη υπεράσπιση πρέπει να του δοθεί άδεια να υπερασπισθεί (Saw v. [*1764]Hakim, 5 T.L.R. 72; Ironclad, etc., Co. v. Gardner, 4 T.L.R. 18; Ward v. Plumbley, 6 T.L.R. 198; Yorkshire Banking Co. v. Beatson, 4 C.P.D. 213; Ray v. Barker, 4 Ex.D. 279).

 

Πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση εκτός εάν είναι καθαρό ότι δεν υπάρχει ουσιώδες ζήτημα για εκδίκαση (Godd v. Delap [1905] 92 L.T. 510, H.L.), και ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε σχέση με πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση (Jones v. Stone [1894] A.C. 122; Thompson v. Marshall, 41 L.T. 720, C.A.; Jacobs v. Booth’s Distillery Co. [1901] 85 L.T. 262, H.L.; Lindsay v. Martin, 5 T.L.R. 322)."

 

Συνεπώς, τα κριτήρια που πρέπει να ακολουθηθούν στη βάση της Δ.18, θ. 1 είναι:

 

(1)  Το κλητήριο να είναι ειδικώς οπισθογραφημένο.

 

(2)  Ο εναγόμενος να έχει καταχωρίσει εμφάνιση και

 

(3)  Η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αιτήσεως πρέπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα, τα οποία να επαληθεύουν το αγώγιμο δικαίωμα και επίσης να δηλώνεται ρητά ότι, από ότι πιστεύει, δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.

 

(Βλ. επίσης την υπόθεση Sensus Gymnasium Ltd. κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1795).

 

Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις δεν αμφισβητείται ότι υπάρχουν. Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, το βασικό παράπονο των εφεσειόντων είναι ότι ο ενόρκως δηλών προς υποστήριξη της αιτήσεως, Χριστόδουλος Παπαλαμπριανού, όχι μόνο δεν είχε πλήρη γνώση των γεγονότων, αλλά, αφετέρου, δεν ήταν σε θέση να ορκιστεί θετικά επ’ αυτών, έτσι ώστε να τεκμηριωθεί η προϋπόθεση που τίθεται από την εν λόγω παράγραφο του εν        λόγω Κανονισμού. Οι εφεσείοντες ανέφεραν ότι ο εν λόγω Παπαλαμπριανού δεν μπορούσε να ορκιστεί θετικά επί των θεμάτων που αφορούσαν την υπόθεση.

 

Κατ’ αντίθεση, οι εφεσίβλητοι έχουν παραθέσει σειρά επιχειρημάτων τα οποία, κατά την εισήγηση τους, ικανοποιούσαν πλήρως την εν λόγω υποχρέωση. Η θέση που κατείχε στην υπηρεσία [*1765]ανάκτησης οφειλόμενων ποσών (recoveries) του προσέδιδε αφενός μεν τη δυνατότητα κατοχής όλων των αναγκαίων εγγράφων και αφετέρου, την επαρκή γνώση ως προς το αντικείμενο των συμφωνιών αλλά και του οφειλόμενου υπολοίπου. Τα έγγραφα τα οποία κατέθεσε ο ενόρκως δηλών περιλαμβάνουν τη συμφωνία δανείου που υπέγραψε ο εφεσείων 1, το εγγυητήριο που υπέγραψε η εφεσείουσα 2, κατάσταση λογαριασμού στην οποία εμφαίνεται το οφειλόμενο ποσό, όπως επίσης και αντίγραφο της συμφωνίας και του εγγράφου υποθήκης. Τέλος, ο ενόρκως δηλών παρουσίασε και τις επιστολές τερματισμού της εν λόγω συμφωνίας.

 

Ένας από τους λόγους ενστάσεως ήταν ότι ο ενόρκως δηλών «δεν προσδιορίζει με σαφήνεια την πηγή της γνώσης του και/ή δεν μπορεί να εξαχθεί από τη δήλωση του συμπέρασμα ότι η γνώση του είναι απόρροια ιδίας αντίληψης». Στην παράγραφο 7 της ενόρκου δηλώσεως προς υποστήριξη της ενστάσεως που καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα 1, ο προβληθείς ισχυρισμός ήταν ότι ο Χρ. Παπαλαμπριανού δεν γνώριζε τους εφεσείοντες και ουδέποτε ήταν παρών είτε στη συμφωνία εγγύησης, είτε στη συμφωνία ενεχυρίασης και ούτε γνωρίζει ότι έχουν υπογραφεί, τέτοιες, από τους εφεσείοντες.

 

Από τα πρακτικά τα οποία έχουμε ενώπιον μας δεν φαίνεται να έχει αντεξεταστεί οποιοσδήποτε από τους ενόρκως δηλούντες.

 

Το τι αποτελεί επαρκή γνώση των γεγονότων για σκοπούς τεκμηρίωσης της τρίτης προϋπόθεσης της Δ.18, θ. 1, έχει νομολογιακά εξεταστεί και αποφασιστεί σε σειρά υποθέσεων, μεταξύ των οποίων οι υποθέσεις που έχουμε αναφέρει.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έκαμε αναφορά στην υπόθεση Δημητρίου v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, σε μια προσπάθεια να υποστηρίξει ότι κακώς το δικαστήριο στηρίχθηκε στην ένορκη δήλωση του εν λόγω Παπαλαμπριανού, αφού αυτός δεν ήταν παρών στην υπογραφή των συγκεκριμένων επίδικων συμφωνιών.

 

Οι αρχές που τίθενται στην υπόθεση Δημητρίου (άνω) είναι ορθές. Ο ενόρκως δηλών στην εν λόγω υπόθεση, στήριξε «τη γνώση του» σε ό,τι αποκόμισε από την πείρα του και το Εφετείο υπόμνησε ότι ο τότε ενόρκως δηλών δεν είχε καταδείξει θετική γνώση.

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση ο ενόρκως δηλών Παπαλαμπρια[*1766]νού δήλωσε σαφώς ότι γνώριζε τα γεγονότα «θετικά» και επιπροσθέτως, έδωσε στοιχεία ως προς το περιεχόμενο των εγγράφων που αποτελούσαν τη βάση της απαίτησης. Περαιτέρω, ο ενόρκως δηλών κατέθεσε κατάσταση λογαριασμού στην οποία φαίνεται το αξιούμενο ποσό. Συνακόλουθα, είμαστε της γνώμης ότι ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν καταδείξει ότι ο ενόρκως δηλών ήταν άτομο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά επί των γεγονότων της υπόθεσης, τονίζοντας επίσης ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση εκ μέρους των εφεσειόντων. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό δεν μπορούσε να προωθηθεί περαιτέρω.

 

Στη συνέχεια, ο συνήγορος υποστήριξε ότι δεν διαφαινόταν αιτία αγωγής η οποία να συνάδει με όσα διεκδικήθηκαν στο πλαίσιο της αιτήσεως για απόφαση. Όπως καταφαίνεται από το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, οι εφεσίβλητοι διεκδίκησαν εναντίον των εφεσειόντων το ποσό των €247.150,53, πλέον τόκο 9,965% από 14 Απριλίου 2010, επί ποσού €244.765,24. Στην ένορκη δήλωση που κατατέθηκε για σκοπούς υποστήριξης της αιτήσεως, ο ενόρκως δηλών υποστήριξε ότι διεκδικείται το εν λόγω ποσό και τούτο υποστηρίζεται από την κατάσταση λογαριασμού, τεκμήριο 3 επί της ενόρκου δηλώσεως. Συνεπώς, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει έρεισμα στο εν λόγω επιχείρημα.

 

Με βάση τα πιο πάνω θεωρούμε ότι ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Η διατύπωση του δεύτερου λόγου έφεσης δημιουργεί την εντύπωση ότι οι εφεσείοντες δεν επωμίζονται οποιοδήποτε βάρος, αφού, όπως αναφέρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο, τα γεγονότα και οι λεπτομέρειες αναφορικά με τη λειτουργία του λογαριασμού ήταν σε γνώση των εφεσιβλήτων και όχι των εφεσειόντων.

 

Τούτο καταδεικνύει μια προσπάθεια διαφοροποίησης της νομολογίας, όπως είναι διατυπωμένη, όπου το βάρος απόδειξης καλόπιστης υπεράσπισης μετατοπίζεται στον εναγόμενο ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο όχι μόνο ότι έχει, όπως αναφέρθηκε, καλή υπεράσπιση αλλά, ταυτοχρόνως, να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν επαρκή ώστε να του δοθεί η δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης. (Βλ. CYEMS CO. LTD. v. Central Co-Operative Industries Co. Ltd. (1982) 1 C.L.R. 897, Hermes Insurance Co. Ltd. v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333 και Sensus Gymnasium Ltd. v. Τράπεζα Κύ[*1767]πρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (ανωτέρω)).

 

Το κρίσιμο ερώτημα επί του προκειμένου είναι αν οι εφεσείοντες έχουν, στο πλαίσιο της ενόρκου δηλώσεως του εφεσείοντα 1, ικανοποιήσει τα πιο πάνω κριτήρια. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

"Οι ισχυρισμοί περί ανατοκισμού, περί μη τερματισμού της συμφωνίας αποτελούν αόριστους, ασαφείς, μη συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι δε εναγόμενοι – καθ’ων η αίτηση δεν δίδουν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες, γεγονότα και στοιχεία που να τους επιτρέπουν να αιτηθούν από το δικαστήριο επιτυχώς να τους παραχωρηθεί άδεια για να υπερασπιστούν."

 

Παρατηρούμε, συναφώς, ότι το θέμα αυτό απασχόλησε το δικαστήριο και έχει αποφανθεί επί τούτου και εξετάζοντας το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του εφεσείοντα 1, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε ότι υπάρχει μια γενική αναφορά ότι «το ποσό το οποίο αναφέρεται δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και πρόκειται για προϊόν παράνομου ανατοκισμού» (παράγραφος 5). Στην παράγραφο 6 γίνεται αναφορά ότι παρανόμως και αυθαιρέτως οι εφεσίβλητοι «προέβηκαν σε υπερχρεώσεις και/ή χρέωναν το λογαριασμό με ποσά που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα». Ανάλογου περιεχομένου είναι και η παράγραφος 9 της ενόρκου δηλώσεως, αλλά και πάλι με την ίδια γενικότητα. Στη δε παράγραφο 13 ο ενόρκως δηλών κάμνει αναφορά στο τεκμήριο 3, που είναι η κατάσταση λογαριασμού, αναφέροντας ότι πρόκειται περί «κινήσεις κάποιου λογαριασμού».

 

Με δοσμένη την πιο πάνω θέση, όπως έχει διατυπωθεί μέσα από την ένορκη δήλωση, θα συμφωνήσουμε με τον πρωτόδικο δικαστή ότι οι εν λόγω αναφορές ενέχουν έκδηλα το στοιχείο της γενικότητας, χωρίς την παράθεση οποιωνδήποτε λεπτομερειών οι οποίες θα προσέδιδαν, αφενός μεν τη βάση για τεκμηρίωση καλής υπεράσπισης και αφετέρου, τη δυνατότητα στο πρωτόδικο δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να παραχωρήσει τη δυνατότητα καταχώρισης υπεράσπισης και προώθησης της υπόθεσης για δίκη, αντί της αυστηρής διαδικασίας που προβλέπεται στη Δ.18, θ. 1. Η τεκμηρίωση μιας καλής υπεράσπισης και η παράθεση γεγονότων που να στοιχειοθετούν τέτοια εισήγηση, παρουσιάζεται στην υπόθεση J. & M. Loizides A.G. Ltd. κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1280, όπου το Εφετείο ανέτρεψε πρωτόδικη [*1768]απόφαση καθότι σε όλο το εύρος της ενόρκου δηλώσεως που κατατέθηκε από τους εφεσείοντες, υπήρχε αναφορά σε χρεώσεις επί εκάστης μηνιαίας κατάστασης, όπως επίσης και αναφορά στις λεπτομέρειες του τόκου και των άλλων χρεώσεων οι οποίες υπήρχαν στην αρχική απαίτηση των τότε εναγόντων. Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί στην εν λόγω υπόθεση.

 

Συνεπώς, και ο δεύτερος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Δόθηκε έμφαση από τον ευπαίδευτο συνήγορο στο κατά πόσο η επιστολή τερματισμού είχε ή όχι παραληφθεί από τους εφεσείοντες, τονίζοντας ότι τέτοια επιστολή, κατ’ ισχυρισμό των εφεσειόντων, ουδέποτε λήφθηκε. Τούτου δοθέντος, υποστήριξε, ο τερματισμός της συμφωνίας δανείου που ακολούθησε δεν ήταν ορθός, επομένως, ελλείπει το στοιχείο που προσδίδει τη δυνατότητα έγερσης αγωγής από τους εφεσιβλήτους. Αυτή η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η επιστολή τερματισμού, όπως προσδιορίζεται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για απόφαση, είχε σταλεί και ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν μέσα στο πλαίσιο των προνοιών της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας. Όπως επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, οι εφεσείοντες ουδέποτε απάντησαν στις επιστολές των εφεσιβλήτων και επίσης, κατατέθηκε και δεύτερη επιστολή η οποία είχε αποσταλεί στους εφεσείοντες μετά την επιστολή τερματισμού, ήτοι, η επιστολή 14 Απριλίου 2010 που ήταν προγενέστερη της καταχώρισης της αγωγής που έγινε στις 21 Ιουνίου 2010.

 

Κατά συνέπεια, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης έχει έρεισμα και δεν γίνεται αποδεκτός.

 

Θα σχολιάσουμε τώρα τον εναπομείναντα λόγο έφεσης (3ο) ο οποίος, έχει ως βάση το παράπονο των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με όλους τους λόγους ενστάσεως, όπως αυτοί διατυπώνονται στην ένσταση, πλην του πρώτου λόγου ενστάσεως για τον οποίο δεν προβάλλεται παράπονο. Οι λόγοι ενστάσεως 2, 3 και 4 έχουν ως επίκεντρο την εγκυρότητα της ενόρκου δηλώσεως του Χ. Παπαλαμπριανού. Το πρωτόδικο δικαστήριο κάμνει αναφορά στο θέμα αυτό και ουσιαστικώς, αποτελούσε και αποτελεί τη βάση της προώθησης της αίτησης για απόφαση από τη μια και της ενστάσεως από την άλλη. Η όλη δομή και φιλοσοφία της Δ.18, θ. 1 στηρίζεται στην επάρκεια της ενόρκου δηλώσεως που κατατίθεται εκ μέρους των εκάστοτε εναγόντων. Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο ασχολήθηκε με αυτό το θέμα και διαπίστωσε ότι η ένορκη δήλω[*1769]ση ήταν σύννομη και πληρούσε τις προϋποθέσεις που έθετε η νομολογία, συνεπώς, δεν βρίσκουμε έρεισμα στο παράπονο αυτό.

 

Οι λόγοι ενστάσεως 5 και 6 έχουν επίκεντρο ισχυρισμό περί παρανόμου ανατοκισμού ή υπερχρεώσεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα αυτό χαρακτηρίζοντας τους προβληθέντες ισχυρισμούς ως αόριστους και ασαφείς, κάτι το οποίο ήταν και δικό μας εύρημα κατά τη συζήτηση του πέμπτου λόγου έφεσης. Συνεπώς, ούτε αυτό το παράπονο δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Ο λόγος ενστάσεως 7 στηρίζεται σε, κατ’ ισχυρισμό, παραβίαση των όρων συμφωνίας, εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση δεν έχουμε εντοπίσει οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με το θέμα αυτό. Το θέμα των υπερχρεώσεων ή των τόκων στα οποία γίνεται αναφορά, αν αυτό υπονοεί ο συγκεκριμένος λόγος, έχει απαντηθεί.

 

Ο λόγος ενστάσεως 8, με τον οποίο αναφέρεται ότι οι εφεσείοντες «έχουν καλή υπεράσπιση ως προς την ουσία της υπόθεσης», δεν χρήζει οποιουδήποτε περαιτέρω σχολιασμού καθότι αποτελεί την ουσία της όλης διαδικασίας που είχε εκδικαστεί πρωτοδίκως. Ούτε και ο λόγος ενστάσεως 9 που αιτείται την παραχώρηση αδείας στους εφεσείοντες, προς υπεράσπιση «με όρους ή χωρίς όρους», μπορεί να τύχει οποιουδήποτε σχολιασμού.

 

Συνεπώς, το παράπονο των εφεσειόντων είναι αβάσιμο και ο τρίτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο