ECLI:CY:AD:2016:A367
(2016) 1 ΑΑΔ 1827
[*1827]18 Ιουλίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΛΙΝΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΠΟΥΛΛΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ALPHA ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 282/2011)
Συμβάσεις ― Σύμβαση ασφάλισης ― Ασφαλιστικό δίκαιο ― Υποχρέωση αποκάλυψης κατά τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης ― Κατά πόσο στη βάση της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας η μη αναφορά της αποβιωσάσης στον επίμονο βήχα και στις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε το 1993 και το 2003, θα μπορούσε να έχει οποιεσδήποτε συνέπειες στην ισχύ και εγκυρότητα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση πρωτόδικη κρίση ότι η σύμβαση κατέστη ακυρώσιμη.
Συμβάσεις ― Σύμβαση ασφάλισης ― Ασφαλιστικό δίκαιο ― Το βάρος απόδειξης του ότι η μη αποκάλυψη κάποιου γεγονότος εξώθησε τον ασφαλιστή στην κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης, βρίσκεται στους ώμους του ασφαλιστή ― Η φύση του μη αποκαλυφθέντος γεγονότος, όμως, μπορεί να δημιουργήσει μαχητό τεκμήριο ότι η σύναψη της σύμβασης ασφάλισης ήταν αποτέλεσμα της μη αποκάλυψης.
Συμβάσεις ― Σύμβαση ασφάλισης ― Ασφαλιστικό δίκαιο ― Τα ασφαλιστικά συμβόλαια είναι ύψιστης πίστης (uberrimae fidei) ― Αυτό σημαίνει ότι ο ασφαλιζόμενος έχει θετική υποχρέωση να αποκαλύψει όλα τα σχετικά γεγονότα.
Ο εφεσείων είναι διαχειριστής της περιουσίας της Λίνας Α. Πούλλου, η οποία απεβίωσε στις 5.12.2006 λόγω προσβολής των πνευμόνων της από καρκίνο.
Τρεις μήνες μετά το θάνατο της αποβιωσάσης, στις 21.3.2007, ο εφεσείων υπέβαλε απαίτηση στην εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία [*1828]για καταβολή προς τη διαχείριση του ποσού των Λ.Κ.34.710,00 (€59.305,56) ως η ασφαλιστική σύμβαση η οποία εκδόθηκε από την εφεσίβλητη στις 12.5.2003 και η οποία, μεταξύ άλλων, κάλυπτε το ενδεχόμενο θανάτου της αποβιωσάσης από σοβαρές ασθένειες συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου.
Η εφεσίβλητη απέρριψε την απαίτηση του εφεσείοντα με επιστολή ημερομηνίας 2.5.2007, προβάλλοντας ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο της αποβιωσάσης έχει ακυρωθεί εξ υπαρχής λόγω απόκρυψης και/ή μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων (non-disclosure).
Η αντίδραση του εφεσείοντα στην απόρριψη της απαίτησης του εκδηλώθηκε με την καταχώριση της υπ’ αρ. αγωγής 9941/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία αξίωνε αφενός δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ασφαλιστική σύμβαση ήταν έγκυρη και σε ισχύ και αφετέρου απόφαση για το ασφαλισμένο ποσό. Χωρίς όμως θετική γι αυτόν κατάληξη εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε σχετικά αποσπάσματα από συγγράμματα και σε αναγνωρισμένες από τη νομολογία αρχές, αποφάνθηκε πως η ασφαλιστική σύμβαση εκδόθηκε ως αποτέλεσμα απόκρυψης και/ή μη αποκάλυψης από την αποβιώσασα ουσιωδών στοιχείων. Συγκεκριμένα ότι δεν είχε αποκαλύψει, τόσο στην πρόταση ασφάλισης της προς την εφεσίβλητη όσο και στην έκθεση της προς τον ιατρό που την παρέπεμψε, πως στις 2.4.1996 είχε υποβληθεί σε μαγνητική και αξονική τομογραφία και πως το Φεβρουάριο του 2003 παρουσίασε επίμονο βήχα, υγρό στο θώρακα και μη φυσιολογική εμφάνιση του δεξιού κάτω λοβού του πνεύμονα.
Έχοντας αποκρυσταλλώσει το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως μη αποκάλυψη τους, αποτελεί παραβίαση της υποχρέωσης για αποκάλυψη όλων των σχετικών γεγονότων η οποία κατέστησε την σύμβαση ακυρώσιμη. Οι εναγόμενοι και σε αυτή τη βάση, είχαν το δικαίωμα να ακυρώσουν την επίδικη συμφωνία ασφάλισης όπως και έπραξαν.
Ο εφεσείων προσέβαλε ως εσφαλμένη την πιο πάνω κατάληξη, αποδίδοντας νομικά σφάλματα στην πρωτόδικη κρίση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από την εξέταση της πρωτόδικης απόφασης υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων, προέκυπτε ότι και τα δύο νομικά σφάλματα που καταλογίζονταν στο πρωτόδικο Δικαστήριο παραποιούσαν τα αποφασισθέντα.
2. Πρώτο, γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεφάνθη ότι η παρά[*1829]λειψη αποκάλυψης οποιουδήποτε γεγονότος καθιστά το συμβόλαιο ακυρώσιμο και, δεύτερο, δεν απεφάνθη ότι η μη αποκάλυψη δημιουργεί μαχητό τεκμήριο υπέρ του ασφαλιστή και ότι σε τέτοια περίπτωση το βάρος απόδειξης μετατίθεται στον ασφαλιζόμενο. Είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι στα πλαίσια σύναψης σύμβασης ασφάλισης οι ασφαλιζόμενοι έχουν το καθήκον όχι μόνο να μην προβαίνουν σε αναληθείς δηλώσεις, αλλά και να αποκαλύπτουν στην ασφαλιστική εταιρεία, με καλή πίστη όλα τα ουσιώδη γεγονότα.
3. Τα ασφαλιστικά συμβόλαια είναι ύψιστης πίστης (uberrimae fidei). Αυτό σημαίνει ότι ο ασφαλιζόμενος έχει θετική υποχρέωση να αποκαλύψει όλα τα σχετικά γεγονότα. Παράλειψη αποκάλυψης οποιουδήποτε γεγονότος, το οποίο αντικειμενικά θα προκαλούσε στον κάθε συνετό ασφαλιστή να μην προχωρήσει στην ασφάλιση ή να ασφαλίσει με διαφορετικούς όρους, καθιστά το συμβόλαιο ακυρώσιμο από την αρχή (void ab initio) και η ασφαλιστική εταιρεία έχει δικαίωμα να το τερματίσει και να μην καλύψει τον ασφαλιζόμενο.
4. Γενικά προκύπτει ότι το βάρος απόδειξης του ότι η μη αποκάλυψη κάποιου γεγονότος εξώθησε τον ασφαλιστή στην κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης βρίσκεται στους ώμους του ασφαλιστή. Η φύση του μη αποκαλυφθέντος γεγονότος, όμως, μπορεί να δημιουργήσει μαχητό τεκμήριο ότι η σύναψη της σύμβασης ασφάλισης ήταν αποτέλεσμα της μη αποκάλυψης.
5. Πράγματι, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, στην περίπτωση που η ακρίβεια των δηλώσεων καθίσταται η βάση της σύμβασης, δεν χρειάζεται να εξετασθεί κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι ή κατά πόσο ο ασφαλισμένος (εδώ ο αποβιώσας) γνώριζε ή όχι την αλήθεια. Παρέχεται στον ασφαλιστή η επιλογή να θεωρήσει τη σύμβαση άκυρη εξ υπαρχής (void ab initio).
6. Στην υπόθεση Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Eretria Leisure Cruises Ltd. (1998) 1(B) A.A.Δ.1072, στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρεται ότι, το ασφαλιστήριο δυνατό να περιέχει ρητή συμφωνία που να καθορίζει την υποχρέωση αποκάλυψης και να περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα πραγματοποιείται. Η τήρηση της υποχρέωσης αυτής καθίσταται έτσι συμβατική.
7. Αν δεν τηρηθεί έχουμε αθέτηση της σύμβασης ασφάλισης και όχι αθέτηση της υποχρέωσης επίδειξης καλής πίστης.
8. Η διατύπωση και ευρύτητα των διάφορων σχετικών συμβατικών όρων ποικίλει. Έτσι όρος μπορεί να καθιστά την ακρίβεια όλων των δηλώσεων που γίνονται κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ουσιώδη όρο της σύμβασης.
9. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ουσιωδών και επουσιωδών δηλώσεων, εκτός αν ο όρος ρητά αναφέρεται σε ουσιώδεις μόνο δηλώσεις.
[*1830]10. Όπου η ακρίβεια των δηλώσεων καθίσταται η βάση της σύμβασης δεν χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι, ή κατά πόσο ο ασφαλισμένος εγνώριζε ή όχι, την αλήθεια.
11. Με δεδομένο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τα ενώπιον του ζητήματα μέσα στο ορθό νομικό πλαίσιο ό,τι είχε να αποφασίσει ήταν κατά πόσο στη βάση της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας « η μη αναφορά της αποβιωσάσης στον επίμονο βήχα και στις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε το 1993 και το 2003 θα μπορούσε να έχει οποιεσδήποτε συνέπειες στην ισχύ και εγκυρότητα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου», ερώτημα που απάντησε θετικά.
12. Η αποβιώσασα με τις απαντήσεις που έδωσε στο σχετικό ερωτηματολόγιο (ανωτέρω), διαβεβαίωνε την εφεσίβλητη πως δεν υπέφερε από ασθένεια η ανωμαλία του αναπνευστικού προβλήματος και ότι στο παρελθόν δεν είχε υποβληθεί σε ακτινογραφίες.
13. Τις ίδιες διαβεβαιώσεις έδωσε και στον ιατρό που την παρέπεμψε η εφεσίβλητη και όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, εφόσον το Φεβρουάριο του 2003 παρουσίασε επίμονο βήχα, υγρό στο θώρακα και μη φυσιολογική εμφάνιση του δεξιού κάτω λοβού του πνεύμονος.
14. Το ότι το περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων ήταν εξ ακοής μαρτυρία δεν αλλοίωνε την κατάσταση καθότι τα εν λόγω συμπτώματα αποτέλεσαν και μέρος της μαρτυρίας του ιατρού συζύγου της αποβιώσασας και επιβεβαιώθηκαν και με τα ιατρικά πιστοποιητικά του θεράποντος ιατρού της, τα οποία κατατέθηκαν χωρίς ένσταση.
15. Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως θα μπορούσε να βασιστεί στο περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων με ασφάλεια και τα σχετικά με το ζήτημα αυτό παράπονα του εφεσείοντα ήταν αβάσιμα.
16. Με τον 8ο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα για την παράλειψη του να μη διατάξει όπως τα ασφάλιστρα που είχε πληρώσει η αποβιώσασα και τα οποία παρέμειναν στην εφεσίβλητη του επιστραφούν.
17. Ο εφεσείοντας με την αγωγή του δεν αξίωσε τέτοια θεραπεία και κατά συνέπεια το σχετικό παράπονο στερείτο ερείσματος. Αφενός γιατί η εφεσίβλητη του τα είχε προσφέρει και δεν τα δέχτηκε και αφετέρου αποτέλεσε και αποτελεί δεδηλωμένη θέση της εφεσίβλητης ότι τα πληρωθέντα ασφάλιστρα, αφαιρουμένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ως αποτέλεσμα της αγωγής και της έφεσης, είναι στη διάθεση του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
[*1831]Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Carter v. Boehm [1763] 3 Burr.1905,
Girdlestone v. North British Mercantile Insurance [1870] L.R.11 Eq.197,
Αnderson v. Fitzgerald [1853] 4 H.L. Cas.484,
American Life Insurance Company Ltd v. Mιχαήλ κ.ά. (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 593,
Προοδευτική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Προδρόμου (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 600,
PanAtlantic Insurance Co Ltd a.o. v. Pine Top Insurance Co Ltd [1995] 1 A.C. 501,
Laker Vent Engineering Ltd v. Templeton Insurance Ltd [2009] EWCA Civ 62,
Garmant Trading & Shipping (Singapore) Pte Ltd v. Baominh Insurance Corp. [2011] 1 All E.R. Comm) 573,
Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Εretria Leisure Cruises Ltd (1998) 1(B) A.A.Δ. 1072.
Έφεση.
Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ζωμενής, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 9941/2007), ημερομηνίας 31/5/2011.
Π. Μιχαηλίδης και Ηλ. Νικολάου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ν. Αβρααμίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων είναι διαχειριστής της περιουσίας της Λίνας Α. Πούλλου, η οποία απεβίωσε στις 5.12.2006 λόγω προσβολής των πνευμόνων της από καρκίνο.
Τρεις μήνες μετά το θάνατο της αποβιωσάσης, στις 21.3.2007, ο εφεσείων υπέβαλε απαίτηση στην εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία για καταβολή προς τη διαχείριση του ποσού των Λ.Κ.34.710,00 (€59.305,56) ως η ασφαλιστική σύμβαση η οποία εκδόθηκε από την εφεσίβλητη στις 12.5.2003 και η οποία, μεταξύ άλλων, κάλυπτε το ενδεχόμενο θανάτου της αποβιωσάσης από σοβαρές ασθένειες συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου.
Η εφεσίβλητη απέρριψε την απαίτηση του εφεσείοντα με επιστολή ημερομηνίας 2.5.07, προβάλλοντας ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο της αποβιωσάσης έχει ακυρωθεί εξ υπαρχής λόγω απόκρυψης και/ή μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων (non-disclosure).
Η αντίδραση του εφεσείοντα στην απόρριψη της απαίτησης του εκδηλώθηκε με την καταχώριση της υπ’ αρ. αγωγής 9941/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία αξίωνε αφενός δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ασφαλιστική σύμβαση ήταν έγκυρη και σε ισχύ και αφετέρου απόφαση για το ασφαλισμένο ποσό. Χωρίς όμως θετική γι αυτόν κατάληξη εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε σχετικά αποσπάσματα από συγγράμματα* και σε αναγνωρισμένες από τη νομολογία** αρχές, αποφάνθηκε πως η ασφαλιστική σύμβαση εκδόθηκε ως αποτέλεσμα απόκρυψης και/ή μη αποκάλυψης από την αποβιώσασα ουσιωδών στοιχείων. Συγκεκριμένα ότι δεν είχε αποκαλύψει, τόσο στην πρόταση ασφάλισης της προς την εφεσίβλητη όσο και στην έκθεση της προς τον ιατρό που την παρέπεμψε, πως στις 2.4.1996 είχε υποβληθεί σε μαγνητική και αξονική τομογραφία και πως το Φεβρουάριο του 2003 παρουσίασε επίμονο βήχα, υγρό στο θώρακα και μη φυσιολογική εμφάνιση του δεξιού κάτω λοβού του πνεύμονα.
Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδίδει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο και το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης.
«Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπως [*1833]προκύπτουν από τα δικόγραφα, τα παραδεκτά γεγονότα που κατατέθηκαν σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας και την προσκομισθείσα μαρτυρία στο βαθμό που αυτή δεν αμφισβητήθηκε, έχουν αποκρυσταλλωθεί ως εξής:
i) Περί την 1.4.2003 η κυρία Λίνα Χριστοδουλίδου Πούλλου, υπέβαλε προς τους εναγόμενους αίτηση για ασφαλιστική κάλυψη.
ii) Μεταξύ των ερωτημάτων που υπήρχαν στην αίτηση ήταν και το εάν η αποβιώσασα είχε κάνει «ανάλυση αίματος, καρδιογράφημα, ακτινογραφίες ή οποιαδήποτε άλλη έρευνα ή ιατρική εξέταση».
iii) Στο εν λόγω ερώτημα η αποβιώσασα αποκάλυψε ότι υπεβλήθη σε Γενικές αιματολογικές εξετάσεις τον Ιανουάριο του 2003 με φυσιολογικά αποτελέσματα.
iv) Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την αίτηση , τεκμήριο 1, η αίτηση για ασφαλιστική κάλυψη περιείχε ερώτημα αναφορικά με το εάν η αποβιώσασα υπέφερε κατά το χρόνο της αίτησης ή στο παρελθόν μεταξύ άλλων από «ασθένεια ή ανωμαλία αναπνευστικού συστήματος» ή οποιεσδήποτε άλλες «ασθένειες ή ανωμαλίες..»
v) Στα πιο πάνω ερωτήματα η αποβιώσασα απάντησε αρνητικά.
vi) Η αίτηση για ασφάλιση περιείχε την ακόλουθη δήλωση, την οποία παραθέτω αυτούσια και την οποία υπέγραψε η αποβιώσασα.:
« Δηλώνουμε υπεύθυνα ότι όλες οι απαντήσεις που δόθηκαν πιο πάνω είναι αληθείς και πλήρεις και δεν παραλείψαμε να αναφέρουμε οποιεσδήποτε πληροφορίες ή γεγονότα που πιθανόν α επηρεάσουν τη μελέτη και αποδοχή της αιτήσεως. Συμφωνούμε ότι η αίτηση αυτή και οποιεσδήποτε άλλες δηλώσεις που έχουμε υπογράψει αποτελούν τη Βάση του ασφαλιστηρίου. Εξουσιοδοτούμε την Εταιρεία να αποταθεί σε οποιαδήποτε ασφαλιστική Εταιρία Ιατρό ή Κλινική για πληροφορίες σχετικό με την υγεία μας, ασφάλιση ζωής, ασθενειών ή ατυχημάτων»
vii) Στο έντυπο παραπομπής για ιατρικές εξετάσεις, τεκμήριο 2, υπάρχει έκθεση του προτεινόμενου για ασφάλιση προς τον εξετάζοντα γιατρό. Στην εν λόγω έκθεση περιλαμβάνονται διάφορες ερωτήσεις μεταξύ των οποίων:
• «είχατε ποτέ άσθμα, βρογχίτιδα, φυματίωση, δύσπνοια ή οποιαδήποτε ανωμαλία των πνευμόνων- ,
[*1834]• -είχατε ποτέ οποιαδήποτε ασθένεια, Βλάβη ή ανικανότητα που δεν έχει αναφερθεί πιο πάνω»
• βρίσκεστε υπό ιατρική παρακολούθηση ·
Οι απαντήσεις της αποβιώσασας σε όλες τις πιο πάνω ερωτήσεις ήταν αρνητικές.
viii) Βάση της πρότασης ασφάλισης, την 12.5.2003 εκδόθηκε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο 401467 με ισχύ από 12/5/2003, (τεκμήριο 3.)
ix) Στο δεύτερο πίνακα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου αναφέρονται επί λέξει τα ακόλουθα:
«1(ι) Η Βάση του συμβολαίου αποτελείται από το Ασφαλιστήριο, την Πρόταση, οποιεσδήποτε άλλες γραπτές δηλώσεις της Ασφαλισμένης Ζωής προς την Εταιρεία και οι γραπτές απαντήσεις που έχουν δοθεί από την Ασφαλισμένη Ζωής στον Ιατρό της Εταιρείας»
x) Στις 5.12.2006 η κυρία Λίνα Χριστοδουλίδου Πούλλου. απεβίωσε λόγω καρκίνου στον πνεύμονα.
xi) Ο διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας υπέβαλε απαίτηση στους εναγόμενους για καταβολή αποζημίωσης για το θάνατο της κυρίας Πούλλου το Μάρτιο του 2007 (τεκμήριο 4).
xii) Οι εναγόμενοι απέρριψαν την απαίτηση και ακύρωσαν το συμβόλαιο λόγω «απόκρυψης και μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων (non-disclosure)» και επέστρεψαν τα μέχρι τότε καταβληθέντα ασφάλιστρα, τερματίζοντας το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
xiii) Αυτό δεν έγινε αποδεκτό από τον ενάγοντα και επιστράφηκαν τα ασφάλιστρα στους εναγόμενους.
xiv) Στις 2.4.1996, η αποβιώσασα είχε προβεί σε εξετάσεις (μαγνητική και αξονική τομογραφία), τις οποίες δεν ανέφερε στους εναγόμενους ούτε στην πρόταση ασφάλισης ούτε και στην έκθεση ασφαλιζόμενου προς το γιατρό.
19. Προκύπτει ακόμα από τη μαρτυρία όπως αυτή συνοψίζεται πιο πάνω (βλ. παραγρ. 5 μέχρι 17) ότι:
[*1835]i) Η αποβιώσασα είχε επίμονο Βήχα από το Φεβρουάριο του 2003 και εν πάση περιπτώσει, όπως παραδέχτηκε ο ΜΕ2, πριν την πρόταση ασφάλισης, πρόβλημα για το οποίο έπαιρνε αντιβίωση και αυτό δεν υποχώρησε.
ii) Τον Φεβρουάριο 2003 παρουσίασε βήχα, υγρό στον θώρακα και μη φυσιολογική εμφάνιση του δεξιού κάτω λοβού του πνεύμονα σε εξετάσεις αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας, (βλ. τεκμήρια 10 και 11). Σημειώνω εδώ ότι το περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, έχοντας όμως υπόψη την προέλευση τους η οποία είναι από τους θεράποντες ιατρούς της αποβιωσάσης, το περιεχόμενο τους και τον χρόνο σύνταξης τους θεωρώ ότι μπορώ με ασφάλεια να βασιστώ στην εν λόγω μαρτυρία. Σημειώνω περαιτέρω ότι τα εν λόγω έγγραφα παρουσιάστηκαν χωρίς οποιαδήποτε ένσταση από την υπεράσπιση η οποία σε κανένα στάδιο δεν ζήτησε να της δοθεί η ευκαιρία να αντεξετάσει τους συντάκτες των εγγράφων.
iii) Η αποβιώσασα δεν είχε αναφέρει στην πρόταση ασφάλισης ή στο έντυπο ιατρικής εξέτασης την ύπαρξη αυτών των συμπτωμάτων ή την διενέργεια των σχετικών εξετάσεων.»
Έχοντας αποκρυσταλλώσει το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης ως ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως:-
«30. Από την πιο πάνω μαρτυρία προκύπτει, και αποτελεί εύρημα μου, ότι τα συμπτώματα του επίμονου βήχα και του υγρού στον θώρακα ήταν απόλυτα σχετικά με τον καρκίνο του πνεύμονα, ασθένεια συνέπεια της οποίας απεβίωσε η ασφαλιζόμενη, γεγονός εξ άλλου που δεν έχει αμφισβητηθεί από την πλευρά του ενάγοντα. Απόλυτα σχετικές ήταν και οι εξετάσεις που έγιναν τον Φεβρουάριο 2003, πριν από την υποβολή της πρότασης ασφάλισης. Αντικειμενικά κρινόμενα τα στοιχεία αυτά θα οδηγούσαν σε διαφορετική εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου ή ακόμα και την άρνηση ασφάλισης της αποβιωσάσης και αποτελούν συνεπώς ουσιώδη γεγονότα. Δέχομαι επί του σημείου αυτού την μαρτυρία της ΜΥ1 Σκεύης Χριστοδούλου. Η μη αποκάλυψη τους αποτελεί παραβίαση της υποχρέωσης για αποκάλυψη όλων των σχετικών γεγονότων η οποία κατέστησε την σύμβαση ακυρώσιμη. Οι εναγόμενοι και σε αυτή τη βάση είχαν το δικαίωμα να ακυρώσουν την επίδικη συμφωνία ασφάλισης όπως και έπραξαν».
Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πιο πάνω κατάληξη για [*1836]οκτώ λόγους, τους οποίους αναλύει στο περίγραμμα αγόρευσης του σε τέσσερις ενότητες. Και αυτό αφού προτάσσει υπό μορφή εισαγωγής δύο θέσεις. Η πρώτη ότι «Δεν μπορεί να αποτελεί ορθή απονομή της δικαιοσύνης απόφαση με την οποία κάποιος ο οποίος παρουσίασε βήχα το Φεβρουάριο, να θεωρείται ότι 2 μήνες μετά, δηλαδή τον Απρίλη δεν απεκάλυψε ότι έπασχε από καρκίνο των πνευμόνων ο οποίος όμως διαγνώστηκε 6 μήνες αργότερα ήτοι τον Αύγουστο. Κάτι τέτοιο είναι, ευσεβάστως υποβάλλω, όχι μόνο νομικά αλλά και λογικά εσφαλμένο» και, η δεύτερη, ότι με το δικόγραφο της η εφεσίβλητη περιορίστηκε μόνο σε ισχυριζόμενη παράβαση καθήκοντος υψίστης πίστης (uberima fides) και πουθενά στο δικόγραφο της δεν ισχυρίστηκε «… ότι η παράβαση έγκειτο στην απόκρυψη γεγονότων που σχετίζονταν με την αιτία θανάτου της ήτοι τον καρκίνο του πνεύμονος» και ως εκ τούτου η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την κατ’ ισχυρισμό απόκρυψη γεγονότων ήταν εκτός της δικογραφημένης υπεράσπισης της.
Αρχίζοντας με την πρώτη εισαγωγική θέση του εφεσείοντα παρατηρούμε ότι αυτή παραγνωρίζει ότι η πρωτόδικη κρίση δεν βασίστηκε στο γεγονός ότι η αποβιώσασα απέκρυψε πως παρουσίασε απλώς βήχα, αλλά ότι απέκρυψε ότι είχε συμπτώματα επίμονου βήχα και ότι οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε το Φεβρουάριο του 2003 αποκάλυψαν υγρό στο θώρακα και μη φυσιολογική εμφάνιση του κάτω δεξιού λοβού του πνεύμονα. Σ’ ότι δε αφορά τη δεύτερη (εισαγωγική) θέση είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι με την έκθεση υπεράσπισης της εφεσίβλητης προβάλλεται ότι το ασφαλιστήριο εξεδόθη στη βάση των δηλώσεων ή/και παραστάσεων της αποβιωσάσης ή/και στη βάση των απαντήσεων της επί της αιτήσεως – πρότασης ασφάλισης (παρ.3) και συγκεκριμένα ότι κατά την υποβολή της πρότασης ασφάλισης ή/και της σύναψης της ασφάλισης απέκρυψε ότι στο παρελθόν, από το 1996 και στη συνέχεια το 2003, ότι είχε προβλήματα υγείας (παρ. 7) για τα οποία δίδει λεπτομέρειες στην παρ. 9 της έκθεσης υπεράσπισης της.
Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω οι δύο εισαγωγικές θέσεις του εφεσείοντα όχι μόνο δεν ευσταθούν, αλλά έτειναν να δημιουργήσουν μια εικόνα που δεν ήταν ορθή σ’ ό,τι αφορά αφενός το λόγο για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του και αφετέρου την υπεράσπιση που πρόβαλε η εφεσίβλητη. Με αυτά τα «εισαγωγικά» προχωρούμε σε εξέταση της πρώτης ενότητας, στην οποία αναλύονται οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης που αφορούν τις νομικές αρχές που εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για το θέμα της μη αποκάλυψης και τις συνέπειες που αυτές επιφέρουν.
Είναι θέση του εφεσείοντα ότι σύμφωνα με τις πάγιες νομολογιακές αρχές η υπεράσπιση της μη αποκάλυψης επιτυγχάνει εφόσον ο ασφαλιστής αποδείξει απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος εκ μέρους του ασφαλιζόμενου, η οποία εάν δεν εμφιλοχωρούσε δεν θα οδηγούσε τον ασφαλιστή στη σύναψη του ασφαλιστηρίου. Στην περίπτωση δε που διαπιστώνεται απόκρυψη, αυτή δεν δημιουργεί μαχητό τεκμήριο παρακίνησης του ασφαλιστή για σύναψη του ασφαλιστηρίου ο οποίος θα πρέπει να δικογραφήσει ρητά τα συμπτώματα που δεν αποκαλύφθηκαν και περαιτέρω να τα αποδείξει. Παρέπεμψε σχετικά στα ίδια συγγράμματα που παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά σε διαφορετικά αποσπάσματα*, καθώς επίσης και σε αγγλικές αυθεντίες**. Και αυτό για να υποβάλει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε δύο σοβαρά νομικά σφάλματα που καθιστούν την απόφαση του ακροασφαλή. Τo πρώτο, ότι υιοθέτησε την αρχή ότι «Η παράλειψη αποκάλυψης οποιουδήποτε γεγονότος … καθιστά το συμβόλαιο ακυρώσιμο…» και, το δεύτερο, ότι η μη αποκάλυψη δημιουργεί μαχητό τεκμήριο (presumption) υπέρ της εφεσίβλητης πως η σύναψη του ασφαλιστηρίου ήταν αποτέλεσμα μη αποκάλυψης που ο εφεσείων θα έπρεπε να αντικρούσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε η εφεσίβλητη, εφάρμοσε επί των γεγονότων της υπόθεσης τις ορθές νομικές αρχές που καθιερώθηκαν και από κυπριακές αυθεντίες και τόνισε πως όπου η ακρίβεια των δηλώσεων καθίσταται η βάση της σύμβασης – όπως στην υπό κρίση περίπτωση – «… δεν χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι ή κατά πόσο ο ασφαλισμένος εγνώριζε ή όχι την αλήθεια»***. Σε σχέση δε με το κατ’ ισχυρισμό δεύτερο νομικό σφάλμα, που αφορά το μαχητό τεκμήριο και το συνυφασμένο με αυτό βάρος [*1838]απόδειξης, παρέπεμψε στην πρωτόδικη απόφαση όπου δεν αποφασίστηκε κάτι τέτοιο.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων και να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς ότι και τα δύο νομικά σφάλματα που καταλογίζονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο παραποιούν τα αποφασισθέντα. Πρώτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεφάνθη ότι η παράλειψη αποκάλυψης οποιουδήποτε γεγονότος καθιστά το συμβόλαιο ακυρώσιμο και, δεύτερο, δεν απεφάνθη ότι η μη αποκάλυψη δημιουργεί μαχητό τεκμήριο υπέρ του ασφαλιστή και ότι σε τέτοια περίπτωση το βάρος απόδειξης μετατίθεται στον ασφαλιζόμενο. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση τα οποία, αφ’ εαυτών, καταρρίπτουν τα κατ’ ισχυρισμό νομικά σφάλματα.
«Είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι στα πλαίσια σύναψης σύμβασης ασφάλισης οι ασφαλιζόμενοι έχουν το καθήκον όχι μόνο να μην προβαίνουν σε αναληθείς δηλώσεις, αλλά και να αποκαλύπτουν στην ασφαλιστική εταιρεία, με καλή πίστη όλα τα ουσιώδη γεγονότα. Τα ασφαλιστικά συμβόλαια είναι ύψιστης πίστης (uberrimae fidei). Αυτό σημαίνει ότι ο ασφαλιζόμενος έχει θετική υποχρέωση να αποκαλύψει όλα τα σχετικά γεγονότα. Παράλειψη αποκάλυψης οποιουδήποτε γεγονότος, το οποίο αντικειμενικά θα προκαλούσε στον κάθε συνετό ασφαλιστή να μην προχωρήσει στην ασφάλιση ή να ασφαλίσει με διαφορετικούς όρους, καθιστά το συμβόλαιο ακυρώσιμο από την αρχή (void ab initio) και η ασφαλιστική εταιρεία έχει δικαίωμα να το τερματίσει και να μην καλύψει τον ασφαλιζόμενο».
……………………………………………………………………
«Γενικά προκύπτει ότι το βάρος απόδειξης του ότι η μη αποκάλυψη κάποιου γεγονότος εξώθησε τον ασφαλιστή στην κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης βρίσκεται στους ώμους του ασφαλιστή. Η φύση του μη αποκαλυφθέντος γεγονότος, όμως, μπορεί να δημιουργήσει μαχητό τεκμήριο ότι η σύναψη της σύμβασης ασφάλισης ήταν αποτέλεσμα της μη αποκάλυψης».
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης με τους οποίους καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ακολούθησε και/ή εφάρμοσε λανθασμένες νομικές αρχές δεν ευσταθεί και επαναλαμβάνουμε το τι λέχθηκε στην American [*1839]Life Insurance Company Ltd (ανωτέρω), τις νομικές αρχές της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε:-
«Πράγματι, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, στην περίπτωση που η ακρίβεια των δηλώσεων καθίσταται η βάση της σύμβασης, δεν χρειάζεται να εξετασθεί κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι ή κατά πόσο ο ασφαλισμένος (εδώ ο αποβιώσας) γνώριζε ή όχι την αλήθεια. Παρέχεται στον ασφαλιστή η επιλογή να θεωρήσει τη σύμβαση άκυρη εξ υπαρχής (void ab initio).
Στην υπόθεση Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Eretria Leisure Cruises Ltd. (1998) 1(B) A.A.Δ.1072, στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελ. 1080 αναφέρονται τα εξής που συνάδουν με την πιο πάνω θέση:-
«Το ασφαλιστήριο δυνατό να περιέχει ρητή συμφωνία που να καθορίζει την υποχρέωση αποκάλυψης και να περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα πραγματοποιείται. Η τήρηση της υποχρέωσης αυτής καθίσταται έτσι συμβατική (Anderson v. Fitzgerald [1853] 4 H.L. Cas. 484). Αν δεν τηρηθεί έχουμε αθέτηση της σύμβασης ασφάλισης και όχι αθέτηση της υποχρέωσης επίδειξης καλής πίστης.
Η διατύπωση και ευρύτητα των διάφορων σχετικών συμβατικών όρων ποικίλει. Έτσι όρος μπορεί να καθιστά την ακρίβεια όλων των δηλώσεων που γίνονται κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ουσιώδη όρο της σύμβασης. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ουσιωδών και επουσιωδών δηλώσεων, εκτός αν ο όρος ρητά αναφέρεται σε ουσιώδεις μόνο δηλώσεις (Dawsons Ltd. v. Bonnin [1922] 2 A.C. 413 και Re Universal Non-Tariff Insurance Fire Co., Forbes & Co’s Claim [1875] L.R. 19 Eq. 485).
Όπου η ακρίβεια των δηλώσεων καθίσταται η βάση της σύμβασης δεν χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι, ή κατά πόσο ο ασφαλισμένος εγνώριζε ή όχι, την αλήθεια (Condogiannis v. Guardian Assurance Co., 90 L.J.P.C. 168).»
Με δεδομένο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τα ενώπιον του ζητήματα μέσα στο ορθό νομικό πλαίσιο ό,τι είχε να αποφασίσει ήταν κατά πόσο στη βάση της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας «… η μη αναφορά της αποβιωσάσης στον επίμονο βή[*1840]χα και στις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε το 1993 και το 2003 θα μπορούσε να έχει οποιεσδήποτε συνέπειες στην ισχύ και εγκυρότητα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου» (σελ. 10 απόφασης), ερώτημα που απάντησε θετικά ως το απόσπασμα που παρατίθεται αυτούσιο ανωτέρω και για το οποίο οι λόγοι έφεσης – οι υπ’ αρ. 4, 5 και 6 – της δεύτερης ενότητας. Συγκεκριμένα:-
Με τον 4ο λόγο έφεσης διατυπώνεται o ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τα ενώπιον του θέματα στη βάση των γενικών αρχών των συμβάσεων αναφορικά με παράβαση ουσιώδους όρου αντί των αρχών που διέπουν τα ασφαλιστικά συμβόλαια, ισχυρισμός που έκδηλα δεν ευσταθεί ως ήδη έχει αποφασιστεί με την ενασχόληση των λόγων έφεσης της πρώτης ενότητας.
Με τους λόγους έφεσης 5 και 6, όπως αυτοί προωθήθηκαν και με το περίγραμμα αγόρευσης, καταλογίζονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο τέσσερα (βασικά) σφάλματα. Το πρώτο ότι ασχολήθηκε με τον ισχυρισμό για απόκρυψη γεγονότων ενώ ήταν εκτός της δικογραφημένης υπεράσπισης της εφεσίβλητης, θέμα που ήγειρε και με την εισαγωγή του και απορρίφθηκε. Το δεύτερο, ότι παραγνώρισε το γεγονός ότι η διάγνωση για καρκίνο έγινε τον Αύγουστο του 2003 και όταν η αποβιώσασα υπέβαλε την πρόταση ασφάλισης (στις 1.4.03) το μόνο που γνώριζε ήταν «… ότι είχε κάποιο αναπνευστικό πρόβλημα για το οποίο της δόθηκε αντιβίωση, μια συνηθισμένη δηλαδή προσωρινή ασθένεια όπως το κρυολόγημα. Πώς δηλαδή αναμένετο από την ίδια να αποκαλύψει κάτι το οποίο δεν γνώριζε;». Το τρίτο, ότι αξιολόγησε τη συμπεριφορά της αποβιώσασας με αναφορά στην κατάσταση της υγείας της με αντίστροφη χρονολογική σειρά, ξεκινώντας δηλαδή από την αιτία θανάτου και ανατρέχοντας στα αναπνευστικά προβλήματα που παρουσίασε το Φεβρουάριο του 2003 και, τέταρτο, δεν αξιολόγησε σωστά την ειδική ιατρική μαρτυρία που προσκομίσθηκε αναφορικά με την πορεία της υγείας της.
Η εφεσίβλητη βεβαίως υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτοντας τις αιτιάσεις του εφεσείοντα διατυπώνει τη θέση ότι αυτές παραγνωρίζουν τις πάγιες αρχές του ασφαλιστικού δικαίου.
Εξετάσαμε και επί αυτών των θεμάτων την πρωτόδικη απόφαση και καταλήξαμε ότι τα υπό συζήτηση παράπονα του εφεσείοντα δεν ευσταθούν. Το μόνο ερώτημα για το πρωτόδικο Δι[*1841]καστήριο ήταν - όπως ορθά το έθεσε – κατά πόσο «… η μη αναφορά της αποβιώσασας στον επίμονο βήχα και στις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε το 1993 και το 2003 θα μπορούσε να έχει οποιεσδήποτε συνέπειες στην ισχύ και εγκυρότητα του ασφαλιστηρίου εγγράφου» και τίποτα περισσότερο ή ολιγότερο. Συναφώς η αποβιώσασα με τις απαντήσεις που έδωσε στο σχετικό ερωτηματολόγιο (ανωτέρω), διαβεβαίωνε την εφεσίβλητη πως δεν υπέφερε από ασθένεια η ανωμαλία του αναπνευστικού προβλήματος και ότι στο παρελθόν δεν είχε υποβληθεί σε ακτινογραφίες. Τις ίδιες διαβεβαιώσεις έδωσε και στον ιατρό που την παρέπεμψε η εφεσίβλητη και όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, εφόσον το Φεβρουάριο του 2003 παρουσίασε επίμονο βήχα, υγρό στο θώρακα και μη φυσιολογική εμφάνιση του δεξιού κάτω λοβού του πνεύμονος (τεκμ. 10 και 11). Το ότι το περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων ήταν εξ ακοής μαρτυρία δεν αλλοιώνει την κατάσταση καθότι τα εν λόγω συμπτώματα αποτέλεσαν και μέρος της μαρτυρίας του ιατρού συζύγου της αποβιώσασας (του Δρ. Α. Πούλλου, ΜΕ2) και επιβεβαιώθηκαν και με τα ιατρικά πιστοποιητικά (τεκμ. 10 και 11) του θεράποντος ιατρού της, τα οποία κατατέθηκαν χωρίς ένσταση. Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως θα μπορούσε να βασιστεί στο περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων με ασφάλεια και τα σχετικά με το ζήτημα αυτό παράπονα του εφεσείοντα κρίνονται αβάσιμα.
Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω και οι λόγοι έφεσης της δεύτερης ενότητας (λόγοι έφεσης 4, 5 και 6) δεν ευσταθούν, όπως δεν ευσταθεί και ο 7ος λόγος με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέθεσε το βάρος απόδειξης της μη αποκάλυψης στον ίδιο ενώ, όπως ήδη έχει επισημανθεί, τέτοιο σφάλμα δεν εμφιλοχώρησε στην πρωτόδικη απόφαση.
Με τον 8ο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα για την παράλειψη του να μη διατάξει όπως τα ασφάλιστρα που είχε πληρώσει η αποβιώσασα και τα οποία παρέμειναν στην εφεσίβλητη του επιστραφούν. Πράγματι θα ανέμενε κάποιος ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεγνώρισε στην εφεσίβλητη δικαίωμα ακύρωσης του ασφαλιστηρίου εξ υπαρχής, θα έπρεπε ταυτόχρονα να διατάξει και την επιστροφή των ασφαλίστρων που κατέβαλε η αποβιώσασα για ένα εξ υπαρχής άκυρο συμβόλαιο. Όμως παραγνωρίζει ο εφεσείοντας ότι με την αγωγή του δεν αξίωσε τέτοια θεραπεία και κατά συνέπεια το σχετικό παράπονο στερείται ερείσματος. Αφενός γιατί η εφεσίβλητη του τα είχε προσφέρει και δεν τα δέχτηκε [*1842]και αφετέρου αποτέλεσε και αποτελεί δεδηλωμένη θέση της εφεσίβλητης ότι τα πληρωθέντα ασφάλιστρα, αφαιρουμένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η εφεσίβλητη ως αποτέλεσμα της αγωγής και της έφεσης, είναι στη διάθεση του.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως καθόλα ορθή με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο