Andrenal Shipping Company Ltd και Άλλες ν. Compania Naviera Iris S.A. και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 1859

ECLI:CY:AD:2016:A373

(2016) 1 ΑΑΔ 1859

[*1859]20 Ioυλίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

1. ANDRENAL SHIPPING COMPANY LTD,

2. SELECTOR SHIPPING COMPANY LTD,

3. TRILOGY SHIPPING COMPANY LTD,

4. FENBAN SHIPPING COMPANY LTD,

5. RODLOT SHIPPING COMPANY LTD,

6. WESTLEX SHIPPING COMPANY LTD,

7. DEXLEX SHIPPING COMPANY LTD,

 

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

 

v.

 

  1. COMPANIA NAVIERA IRIS S.A.,

  2. COMPANIA NAVIERA MALIN S.A.,

  3. COMPANIA NAVIERA EYRA S.A.,

  4. COMPANIA NAVIERA MARIA S.A.,

  5. COMPANIA NAVIERA HINA S.A.,

  6. COMPANIA NAVIERA LIESELOTTE S.A.,

  7. COMPANIA NAVIERA ERMINIA S.A.,

  8. COMPANIA NAVIERA IMMACOLATA S.A.,

  9. MEDITERRANEAN SHIPPING COMPANY S.A.

10. GIANLUIGI APONTE,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 49/2014)

 

 

Ναυτοδικείο ― Δεν είχε υποδειχθεί ούτε εντοπιζόταν οτιδήποτε στο υλικό που βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να αποτελούσε ένδειξη, έστω, της ύπαρξης πραγματικού, υφιστάμενου ενδιαφέροντος των πωλητών των επίδικων πλοίων, ώστε να εγειρόταν θέμα διερεύνησης του από το Δικαστήριο στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας σε σχέση με την έκδοση ή μη της αιτουμένης με την αγωγή θεραπείας ― Ούτε, προέκυψε τέτοιο ενδιαφέρον ως γεγονός, ώστε η μη συνένωση των πωλητών στην αγωγή να εγείρει θέμα άρνησης δικαιοσύνης και παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης με ενδεχόμενο την απόρριψη της αγωγής των εφεσιβλήτων.

 

[*1860]Οι εφεσείοντες στις 24.10.2006 καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, προβάλλοντας ότι είναι οι ιδιοκτήτες οκτώ πλοίων, των οποίων οι εφεσίβλητοι απέκτησαν την κυριότητα χρησιμοποιώντας απατηλές μεθόδους και χωρίς να καταβάλουν το τίμημα πώλησής τους.

 

Ακολούθως, οι εφεσίβλητοι με αγωγή που καταχώρησαν στις 23.4.2007 στο Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου), διεκδίκησαν την έκδοση δηλωτικών αποφάσεων με τις οποίες να αναγνωρίζεται ότι είναι «οι αληθινοί και νόμιμοι ιδιοκτήτες» των εν λόγω  πλοίων (παράγραφοι 1-8 του αιτητικού της Αναφοράς των εφεσιβλήτων), καθώς και δηλώσεις - αρνητικές διακηρύξεις - ότι όλοι ή οιοσδήποτε από αυτούς δεν έχει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι συγκεκριμένων εφεσειόντων ως αποτέλεσμα της αγοράς ή απόκτησης των πλοίων αυτών από τους εφεσείοντες (παράγραφοι 9-16 του αιτητικού της Αναφοράς).

 

Ισχυριζόμενοι ότι οι εφεσίβλητοι δεν κατέβαλαν το τίμημα αγοράς των πλοίων και δεν έχουν καλό τίτλο ιδιοκτησίας, οι εφεσείοντες στην Απάντηση τους διατείνονταν ότι οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν στις αιτούμενες θεραπείες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε στη βάση της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, ότι ο κάθε ένας από αυτούς απέδειξε πως απέκτησε τα επίδικα πλοία, ύστερα από συμφωνία αγοράς, καταβάλλοντας και το τίμημα αγοράς.

 

Θεωρώντας στη συνέχεια ότι ικανοποιήθηκαν και οι νομικές προϋποθέσεις έκδοσης της αιτούμενης θεραπείας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων ως οι παράγραφοι 1 μέχρι και 16 του αιτητικού της Αναφοράς τους, αφού προηγουμένως δεν έγινε αποδεκτή  εισήγηση των εφεσειόντων για ανυπαρξία αναγκαίου διάδικου, η οποία προβλήθηκε στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων, για το λόγο ότι δεν είχε δικογραφηθεί τέτοια θέση.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγος έφεσης:

 

Η έκδοση των αναγνωριστικών αποφάσεων και αρνητικών διακηρύξεων στην απουσία των  πωλητών των επίδικων πλοίων στους εφεσίβλητους οι οποίοι, κατά τους εφεσείοντες, ήταν τα πρόσωπα που είχαν συμφέρον να ενστούν στην έκδοση των εν λόγω αποφάσεων, συνιστά παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και λανθασμένη [*1861]άσκηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Στην υπόθεση London Passenger Transport Board v. Moscrop [1942] 1 All ER 97, διατυπώνεται η γενική αρχή ότι εκτός εάν συντρέχουν πολύ εξαιρετικές περιστάσεις, πρέπει να συνενώνονται ως διάδικοι όλα τα πρόσωπα που έχουν πραγματικό ενδιαφέρον προτού εκδοθεί δηλωτική απόφαση η οποία επηρεάζει τα δικαιώματά του.

  2.   Προκύπτει από την απόφαση ότι ενδιαφερόμενα θεωρούνται τα πρόσωπα που επηρεάζονται ή μπορεί εμμέσως να επηρεαστούν δυσμενώς (prejudiced) από δηλωτική απόφαση η οποία εκδίδεται στην απουσία τους.

  3.   Καθίσταται επομένως κριτήριο, για να θεωρηθεί κάποιος ως ενδιαφερόμενος, η πρόκληση επηρεασμού ως πραγματικό γεγονός ή ενδεχόμενο από την έκδοση της δηλωτικής απόφασης.

  4.   Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσείοντες δεν υπέβαλαν αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για τη συνένωση των πωλητών ως εναγομένων. Υπέβαλαν, την ίδια μέρα που κατάθεσαν οι εφεσείοντες την γραπτή τελική τους αγόρευση, αίτηση για τροποποίηση, την απόρριψη της οποίας αφορά ο 9ος λόγος έφεσης.

  5.   Η παρατήρηση του  συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία, χωρίς να υποβληθεί αίτηση από οποιοδήποτε διάδικο, να εξετάσει την αναγκαιότητα συνένωσης των πωλητών ως αναγκαίων διαδίκων, είναι ορθή.

  6.   Το Δικαστήριο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να προβεί στη συνένωση προσώπου ως διαδίκου εφόσον η παρουσία του κρίνεται αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

  7.   Το Δικαστήριο δεν θα προσθέσει, όμως, εναγόμενο ως συνεναγόμενο εναντίον του οποίου ο ενάγοντας δεν ζητά θεραπεία, ενάντια στη βούληση του τελευταίου.

  8.   Επίσης ορθή ήταν η θέση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι για να θεωρηθούν «ενδιαφερόμενα πρόσωπα» και κατ' επέκταση αναγκαίοι διάδικοι, θα έπρεπε να φαίνεται ότι οι πωλητές είχαν πραγματικό, υφιστάμενο και ζωτικό ενδιαφέρον.

  9.   Αυτό επειδή το θέμα της συνένωσης τους  συναρτάτο άμεσα με τη θεραπεία που επιδιωκόταν και την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη Perihan v. Γεωργίου, διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Χαράλαμπου Χ. Ζόππου (Αρ.1), βασικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την προσθήκη διαδίκου, είναι κατά πόσο θα επηρεαστούν άμεσα τα νομικά δικαιώματα ή [*1862]τα οικονομικά του συμφέροντα και ιδιαίτερα όταν υπάρχουν υπό αμφισβήτηση ή επηρεάζονται ιδιοκτησιακά δικαιώματα ή συμφέροντα σε περιουσία όπου οι νόμιμοι ιδιοκτήτες πρέπει να αντιπροσωπεύονται.

10. Εν προκειμένω, οι πωλητές μπορεί να ενδιαφέρονταν και να ενδιαφέρονται για την έκβαση της δικαστικής διαμάχης ή να έχουν κάποιο εμπορικό (commercial) ενδιαφέρον.

11. Το ενδιαφέρον αυτό, όμως, αν υπάρχει, δεν τους καθιστά «ενδιαφερόμενα πρόσωπα» υπό την έννοια που ορίζεται στη νομολογία, ούτε βέβαια η ιδιότητα τους ως πωλητές.

12. Δεν είχε υποδειχθεί ούτε εντοπιζόταν οτιδήποτε στο υλικό που βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να αποτελούσε ένδειξη, έστω, της ύπαρξης πραγματικού, υφιστάμενου ενδιαφέροντος των πωλητών, ώστε να εγειρόταν θέμα διερεύνησης του από το Δικαστήριο στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας σε σχέση με την έκδοση ή μη της αιτουμένης με την αγωγή θεραπείας.

13. Ούτε, προέκυψε τέτοιο ενδιαφέρον ως γεγονός, βέβαια, ώστε η μη συνένωση των πωλητών στην αγωγή να εγείρει θέμα άρνησης δικαιοσύνης και παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης με ενδεχόμενο την απόρριψη της αγωγής των εφεσιβλήτων.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα άσκησε την διακριτική του ευχέρεια εκδίδοντας τις αιτούμενες με τις παραγράφους 9, και 10 μέχρι 16 του αιτητικού της Αναφοράς δηλώσεις «χωρίς να παρέχεται καμία δικαιολογία ως προς το σε τι συνίσταται το έννομο συμφέρον εκάστου ξεχωριστά και/ή όλων των Εφεσιβλήτων».

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το έννομο συμφέρον στη διεκδίκηση δηλωτικής θεραπείας θεμελιώνεται όταν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων πραγματική και υφιστάμενη διαφορά αναφορικά με την ύπαρξη ή την έκταση νομικού δικαιώματος.

2.  Δεν απαιτείται ο ενάγων να έχει υφιστάμενο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εναγόμενου. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε προσπάθεια από τους εφεσείοντες να αμφισβητήσουν την κυριότητα των πλοίων και να διεκδικήσουν επί αυτών ιδιοκτησιακό δικαίωμα, το οποίο οι εφεσίβλητοι προσπαθούσαν να προστατεύσουν με την ενώπιον του αγωγή για δηλωτική θεραπεία.

3.  Στο συμπέρασμα αυτό οδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού [*1863]επισήμανε την ύπαρξη αγωγής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, που καταχώρησαν οι εφεσείοντες, ισχυριζόμενοι ότι οι εφεσίβλητοι απέκτησαν την κυριότητα των οκτώ πλοίων με απατηλές μεθόδους, χωρίς να καταβάλουν το τίμημα πώλησης τους,  και πως πραγματικοί ιδιοκτήτες των εν λόγω πλοίων ήταν οι ίδιοι, ενώ έκρινε παράλληλα πως ήταν αδιάφορο το γεγονός ότι η ελληνική αγωγή δεν προχώρησε και καταχωρήθηκε στο ίδιο Δικαστήριο άλλη η οποία, τελικώς, αποσύρθηκε.

4.  Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποκάλυπταν την ύπαρξη έννομου συμφέροντος των εφεσιβλήτων στην έγερση και προώθηση της αγωγής. Δεν δικαιολογείτο η παρέμβαση του Εφετείου.

5.  Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του παραθέτει, σε έκταση, απόσπασμα από την υπόθεση Gasto Shipping Company Ltd v. Mineag SQM (Africa) (Propietory) Limited κ.ά (1999) 1 Α.Α.Δ. 1634 - στο οποίο αναφέρονται οι παραπάνω αρχές - και τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως προκύπτουν από την εν λόγω υπόθεση, με σκοπό την έκδοση αρνητικής διακήρυξης.   Κατ' εφαρμογή των εν λόγω αρχών θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την ωφελιμότητα της έκδοσης των αρνητικών διακηρύξεων και ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Ένατος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε αίτηση των εφεσειόντων για την τροποποίηση της Απάντησης τους.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Αίτημα των εφεσειόντων ήταν όπως προστεθεί ως παράγραφος 5 της Απάντησης, o ακόλουθος ισχυρισμός: «Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται τις θεραπείες που αιτούνται καθότι οι αιτούμενες θεραπείες αφορούν πρόσωπα τα οποία δεν είναι διάδικοι στην παρούσα διαδικασία.»

  2.   Κατά τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι η επιδιωκόμενη τροποποίηση αφορούσε νομικό σημείο και όχι πραγματικό γεγονός, στερώντας έτσι από τους εφεσείοντες το δικαίωμα να επιχειρηματολογήσουν για γεγονότα που αποτελούσαν ήδη μέρος της δοθείσας μαρτυρίας, ενώ λανθασμένα απέδωσε ιδιαίτερο βάρος στην καθυστέρηση υποβολής της αίτησης.

3.  Το θέμα της ύπαρξης ή όχι όλων των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου μπορούσε και όφειλε στην προκειμένη περίπτωση να είχε εγερθεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο.

[*1864]  4.  Η ακροαματική διαδικασία της αγωγής, άρχισε στις 15.4.2010 και συμπληρώθηκε στις 27.1.2012 με την καταχώρηση της τελικής αγόρευσης του συνηγόρου των εφεσιβλήτων.

  5.   Την ίδια μέρα, οι εφεσείοντες καταχώρησαν την υπό αναφορά αίτηση για τροποποίηση. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης δεν θα μπορούσε εκ προοιμίου να αποτελέσει αρνητικό παράγοντα για την έγκριση της.

  6.   Σημείωσε, ωστόσο, ότι στην ενώπιον του υπόθεση η καθυστέρηση αποκτούσε σημασία «λόγω των διαφόρων φάσεων που πέρασε η υπόθεση», αφού, μεταξύ άλλων, το θέμα της υπεράσπισης που πρόβαλλαν οι εφεσείοντες αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης κατά το στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης, ενώ υπήρχε άπλετος χρόνος για τους εφεσείοντες να συνειδητοποιήσουν το εύρος της προσαχθείσας μαρτυρίας, τουλάχιστον, όταν έκλεισαν την υπόθεση τους οι εφεσίβλητοι (16.11.2010).

  7.   Επιπλέον,  από την ίδια τη διατύπωση της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την αίτηση αφήνετο μία ασάφεια ως προς τον ακριβή χρόνο διαπίστωσης της ανάγκης για τροποποίηση, ενώ ο προβαλλόμενος από τους εφεσείοντες λόγος για έγκριση του αιτήματος τους, η «αδυναμία» στη δικογραφημένη θέση τους, δεν εξηγείτο ούτε υπήρχε επαρκής ανάλυση για το τι εννοείτο με την αναφορά αυτή.

  8.   Θεώρησε, τελικά, το Δικαστήριο, ότι εάν επιτρεπόταν η τροποποίηση της Απάντησης των εφεσειόντων, θα συνεπαγόταν επαναπρογραμματισμό της υπόθεσης και ενδεχόμενο επανάνοιγμα  της αφού θα καθιστούσε νέα θέματα ως επίδικα.

  9.   Η εισήγηση των εφεσειόντων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι τα γεγονότα επί των οποίων στηριζόταν το προτεινόμενο νομικό σημείο ήταν ήδη μέρος της μαρτυρίας των ίδιων των εφεσιβλήτων, δεν βρίσκει έρεισμα στην αίτηση των εφεσειόντων, αφού δεν αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, ούτε φαίνεται να είχε τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, ότι σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης δεν θα απαιτείτο η προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας. Πέραν τούτου, η εισήγηση, ήταν γενική και αόριστη, χωρίς υπόδειξη ποια είναι αυτή η μαρτυρία των εφεσιβλήτων και πώς βοηθά την υπόθεση των εφεσειόντων.

10. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, με γνώμονα, πρωτίστως, όπως προκύπτει από την ενδιάμεση απόφαση του, το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

[*1865]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

London Passenger Transport Board v. Moscrop [1942] 1 All ER 97,

 

Russian Commercial and Industrial Bank v. British Bank for Foreign Trade Limited [1921] 2 A.C. 438,

 

Kunstler v. Kunstler [1969] 3 All ER 673,

 

United States Trust Company of New York v. Tsavliris Salvage (International) Limited (1995) 1 A.A.Δ. 1014,

 

Re S (Hospital Patient: Court's Jurisdiction) [1996] Fam 1 CA (per Millett L.J.),

 

Gouriet v. Union of Post Office Workers [1978] AC 435,

 

Cabvision Ltd v. Feetum & Ors [2005] EWCA Civ 1601,

 

The Office of Fair Trading v. Foxtons Ltd [2009] EWCA Civ 288,

 

Milebush Properties Ltd v. Tameside Metropolitan Borough Council [2011] EWCA Civ 270,

 

Rolls-Royce plc v. Unite the Union [2009] EWCA Civ 387,

 

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034,

 

Perihan v. Γεωργίου, διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Χαράλαμπου Χ. Ζόππου (Αρ.1) (2007) 1 A.Α.Δ.1213,

 

Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 C.L.R. 10,

 

Hood-Barrs v. Frampton & Co. [1924] W.N. 287,

 

Re Clay [1919] Ch. 66,

 

Guaranty Trust of New York v. Hannan [1915] 2 K.B. 575,

 

Vine v. National Dock Labour Board [1956] 3 All ER 939,

 

Gasto Shipping Company Ltd v. Mineag SQM (Africa) (Propietory) Limited κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1634,

 

[*1866]Φοινιώτης v. Greenmar Navigation (1989) 1 Α.Α.Δ. 33.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Αγωγή Ναυτ. Αρ. 13/2007), ημερομηνίας 13/1/2014.

 

Α. Γιωρκάτζης με Μ. Γιωρκάτζη (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Π. Ιακωβίδης για Μοντάνιο & Μοντάνιο, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ..

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι εφεσείοντες στις 24.10.2006 καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, προβάλλοντας ότι είναι οι ιδιοκτήτες οκτώ πλοίων, των οποίων οι εφεσίβλητοι απέκτησαν την κυριότητα  χρησιμοποιώντας απατηλές μεθόδους και χωρίς να καταβάλουν το τίμημα πώλησής τους.

 

Ακολούθως, οι εφεσίβλητοι με αγωγή που καταχώρησαν στις 23.4.2007 στο Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου), διεκδίκησαν την έκδοση δηλωτικών αποφάσεων με τις οποίες να αναγνωρίζεται ότι είναι «οι αληθινοί και νόμιμοι ιδιοκτήτες» των εν λόγω πλοίων (παράγραφοι 1-8 του αιτητικού της Αναφοράς των εφεσιβλήτων), καθώς και δηλώσεις - αρνητικές διακηρύξεις - ότι όλοι ή οιοσδήποτε από αυτούς δεν έχει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι συγκεκριμένων εφεσειόντων ως αποτέλεσμα της αγοράς ή απόκτησης των πλοίων αυτών από τους εφεσείοντες (παράγραφοι 9-16 του αιτητικού της Αναφοράς).   Ισχυριζόμενοι ότι οι εφεσίβλητοι δεν κατέβαλαν το τίμημα αγοράς των πλοίων και δεν έχουν καλό τίτλο ιδιοκτησίας, οι εφεσείοντες στην Απάντηση τους διατείνονταν ότι οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν στις αιτούμενες θεραπείες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε στη βάση της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, ότι ο κάθε ένας από αυτούς απέδειξε πως απέκτησε τα ακόλουθα πλοία, αντιστοίχως, μετά από συμφωνία αγοράς, καταβάλλοντας και το τίμημα αγοράς: 1. «MSC IRIS» (πρώην «PELAT», πρώην «LISBOA», 2. «MSC MALIN» (πρώ[*1867]ην «PELADO», πρώην «TAVIRA»,  3. «MSC EYRA» (πρώην «PELINO» πρώην «MIDENAGAN»), 4. «ΜSC MARIA» (πρώην «DELPHIC SPIRIT»), 5. «MSC HINA» (πρώην «LEIXEOS»), 6.  «MSC LIESELOTTE» (πρώην «ΑVEIRO»), 7. «MSC ERMINIA» (πρώην «MSC PROVENCE» πρώην «CITY OF LIVERPOOL» και 8. «ΜSC IMMACOLATA» (πρώην «SUMATRA», πρώην «MSC SUMATRA»).

 

Θεωρώντας στη συνέχεια ότι ικανοποιήθηκαν και οι νομικές προϋποθέσεις έκδοσης της αιτούμενης θεραπείας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων ως οι παράγραφοι 1 μέχρι και 16 του αιτητικού της Αναφοράς τους, αφού προηγουμένως δεν έγινε αποδεκτή  εισήγηση των εφεσειόντων για ανυπαρξία αναγκαίου διάδικου, η οποία προβλήθηκε στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων, για το λόγο ότι δεν είχε δικογραφηθεί τέτοια θέση.

 

Με την υπό συζήτηση έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Παρόλο που στο εφετήριο διατυπώνονται εννέα λόγοι έφεσης, οι λόγοι 3, 6, 7 και 8 αποσύρθηκαν κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης.

 

Με αναφορά σε νομολογία, οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η έκδοση των αναγνωριστικών αποφάσεων και αρνητικών διακηρύξεων στην απουσία των πωλητών των παραπάνω πλοίων στους εφεσίβλητους οι οποίοι, κατά τους εφεσείοντες, ήταν τα πρόσωπα που είχαν συμφέρον να ενστούν στην έκδοση των εν λόγω αποφάσεων, συνιστά παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και λανθασμένη άσκηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της διακριτικής του ευχέρειας. Εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το θέμα της απουσίας των αναγκαίων αυτών διαδίκων ακόμα και στην απουσία δικογράφησης σχετικού ισχυρισμού στην Απάντηση, αφού πρόκειται για θέμα καθαρά νομικό αναγόμενο στην ίδια τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και, ως τέτοιο, δεν απαιτείτο να δικογραφηθεί.   Παραπέμποντας στη Δ.30 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία αντιστοιχεί στη Δ.9,θ.10 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, υποστηρίζουν, με αναφορά σε νομολογία, ότι παρέχεται εξουσία στο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να προσθέσει πρόσωπο ως διάδικο, την παρουσία του οποίου θεωρεί αναγκαία για την πλήρη και αποτελεσματική επίλυση όλων των θεμάτων που εγείρονται στην υπόθεση.

 

Απαντούν οι εφεσίβλητοι ότι το υπό αναφορά θέμα δεν άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ώστε να μην απαιτείται η δικογράφηση του, και, εφόσον δεν δικογραφείται, οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται να το εγείρουν. Ο γενικός και αόριστος δικογραφημένος ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν στις αιτούμενες με την αγωγή θεραπείες, δεν ήταν αρκετός για να επιτραπεί η προώθηση της θέσης ότι οι αιτούμενες αναγνωριστικές αποφάσεις δεν μπορούσαν να εκδοθούν χωρίς να συνενωθούν ως διάδικοι οι πωλητές των πλοίων, θέση η οποία εγέρθηκε για πρώτη φορά στο στάδιο της τελικής αγόρευσης των δικηγόρων των εφεσειόντων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δύναται, σε ειδικές περιστάσεις, να εκδώσει δηλωτική απόφαση ακόμα και όταν δεν έχουν συνενωθεί ως διάδικοι όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, επισημαίνοντας, οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, μετά από ανάλυση της νομολογίας που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, ότι στην προκειμένη περίπτωση οι πωλητές των πλοίων δεν φέρονται να είχαν ή να έχουν οποιοδήποτε πραγματικό, ουσιαστικό ή ζωτικό ενδιαφέρον αναφορικά με τις αιτούμενες δηλωτικές αποφάσεις ή να έχουν οποιοδήποτε συμφέρον να ενστούν στην έκδοσή τους, προαπαιτούμενο για να θεωρηθούν ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

 

Στην υπόθεση London Passenger Transport Board v. Moscrop [1942] 1 All ER 97, διατυπώνεται η γενική αρχή ότι εκτός εάν συντρέχουν πολύ εξαιρετικές περιστάσεις, πρέπει να συνενώνονται ως διάδικοι όλα τα πρόσωπα που έχουν πραγματικό ενδιαφέρον προτού εκδοθεί δηλωτική απόφαση η οποία επηρεάζει τα δικαιώματά τους.* Προκύπτει από την απόφαση ότι ενδιαφερόμενα θεωρούνται τα πρόσωπα που επηρεάζονται ή μπορεί εμμέσως να επηρεαστούν δυσμενώς (prejudiced) από δηλωτική απόφαση η οποία εκδίδεται στην απουσία τους. Καθίσταται επομένως κριτήριο, για να θεωρηθεί κάποιος ως ενδιαφερόμενος, η πρόκληση επηρεασμού ως πραγματικό γεγονός ή ενδεχόμενο από την έκδοση της δηλωτικής απόφασης.**

Στην Kunstler v. Kunstler [1969] 3 All ER 673 γίνεται αναφορά στην ανάγκη να δοθεί η ευκαιρία σε πρόσωπο που έχει ζωτικό ενδιαφέρον στη διαδικασία («vitally interested party»*) να ακουστεί ως θεμελιώδες θέμα φυσικής δικαιοσύνης. Ακριβώς, επειδή η ανάγκη αυτή συναρτάται με την προσβολή των δικαιωμάτων του ή το ενδεχόμενο να επηρεαστούν από δικαστική απόφαση ώστε να καθίσταται προϋπόθεση για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης.

 

Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για παρεμπίπτον διάταγμα απορρίφθηκε στην υπόθεση United States Trust Company of New York v. Tsavliris Salvage (International) Limited (1995) 1 A.A.Δ. 1014, αφού εκρίθη, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να επιτύχουν οι εκεί ενάγοντες στις αναγνωριστικές αποφάσεις που ζητούσαν στα πλαίσια της αγωγής επειδή η αγωγή δεν στρεφόταν εναντίον των πλοιοκτητών στους οποίους οι δηλωτικές αποφάσεις κατ' εξοχήν θα αφορούσαν, δηλαδή οι ενάγοντες αναζητούσαν «τα δικαιώματά τους δυνάμει συμβάσεων που συνήψαν στην απουσία των αντισυμβαλλομένων τους» και χωρίς οι τελευταίοι να ακουστούν.

 

Αυτές, κυρίως, τις υποθέσεις, επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες και σχολίασαν οι εφεσίβλητοι. Μετέπειτα, το θέμα τέθηκε ως εξής στην υπόθεση Re S (Hospital Patient: Court’s Jurisdiction) [1996] Fam 1 CA (per Millett L.J.), μετά από αναφορά στην υπόθεση Gouriet v. Union of Post Office Workers [1978] AC 435:

 

«In my judgment, the passage which I have cited from Lord Diplock's speech in the Gouriet case [1978] AC 435, 501, can no longer be taken to be an exhaustive description of the circumstances in which declaratory relief can be granted today. It is to be regarded rather as a reminder that the jurisdiction is limited to the resolution of justiciable issues; that the only kind of rights with which the court is concerned are legal rights; and that accordingly there must be a real and present dispute between the parties as to the existence or extent of a legal right. Provided that the legal right in question is contested by the parties, however, and that each of them would be affected by the determination of the issue, I do not consider that the court should be as[*1870]tute to impose the further requirement that the legal right in question should be claimed by either of the parties to be a right which is vested in itself»

 

(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

(Βλ. επίσης Cabvision Ltd v. Feetum & Ors [2005] EWCA Civ 1601, The Office of Fair Trading v. Foxtons Ltd [2009] EWCA Civ 288, Milebush Properties Ltd v. Tameside Metropolitan Borough Council [2011] EWCA Civ 270 και Rolls-Royce plc v. Unite the Union [2009] EWCA Civ 387, όπου στη διιστάμενη απόφαση του Aiken LJ συνοψίζονται οι νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα της παροχής δηλωτικής θεραπείας).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσείοντες δεν υπέβαλαν αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για τη συνένωση των πωλητών ως εναγομένων. Υπέβαλαν, την ίδια μέρα που κατάθεσαν οι εφεσείοντες την γραπτή τελική τους αγόρευση, αίτηση για τροποποίηση, την απόρριψη της οποίας αφορά ο 9ος λόγος έφεσης.

 

Η παρατήρηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία, χωρίς να υποβληθεί αίτηση από οποιοδήποτε διάδικο, να εξετάσει την αναγκαιότητα συνένωσης των πωλητών ως αναγκαίων διαδίκων, είναι βέβαια, ορθή. Το Δικαστήριο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να προβεί στη συνένωση προσώπου ως διαδίκου εφόσον η παρουσία του κρίνεται αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου (Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034, Perihan v. Γεωργίου, διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Χαράλαμπου Χ. Ζόππου (Aρ. 1) (2007) 1 A.Α.Δ. 1213). Στη Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 C.L.R. 10 το Εφετείο έκρινε ότι η αγωγή δεν θα έπρεπε να είχε απορριφθεί εξαιτίας της μη προσθήκης αναγκαίου διαδίκου και παρατήρησε ότι επαφίετο στον πρωτόδικο Δικαστή, αν το ζήτημα εγειρόταν ενώπιον του, να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία και να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή θεωρούσε δίκαιη, υπό τις περιστάσεις, δυνάμει της Δ.9 θ.10.  Το Δικαστήριο δεν θα προσθέσει, όμως, εναγόμενο ως συνεναγόμενο εναντίον του οποίου ο ενάγοντας δεν ζητά θεραπεία, ενάντια στη βούληση του τελευταίου (Hood-Barrs v. Frampton & Co. [1924] W.N. 287).

 

Επίσης ορθή είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι για να θεωρηθούν «ενδιαφερόμενα πρόσωπα» [*1871]και κατ’ επέκταση αναγκαίοι διάδικοι, θα έπρεπε να φαίνεται ότι οι πωλητές είχαν πραγματικό, υφιστάμενο και ζωτικό ενδιαφέρον. Αυτό επειδή το θέμα της συνένωσης τους  συναρτάτο άμεσα με τη θεραπεία που επιδιωκόταν και την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη Perihan v. Γεωργίου, διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Χαράλαμπου Χ. Ζόππου (Aρ. 1), βασικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την προσθήκη διαδίκου, είναι κατά πόσο θα επηρεαστούν άμεσα τα νομικά δικαιώματα ή τα οικονομικά του συμφέροντα και ιδιαίτερα όταν υπάρχουν υπό αμφισβήτηση ή επηρεάζονται ιδιοκτησιακά δικαιώματα ή συμφέροντα σε περιουσία όπου οι νόμιμοι ιδιοκτήτες πρέπει να αντιπροσωπεύονται. Εν προκειμένω, οι πωλητές μπορεί να ενδιαφέρονταν και να ενδιαφέρονται για την έκβαση της δικαστικής διαμάχης ή να έχουν κάποιο εμπορικό (commercial) ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον αυτό, όμως, αν υπάρχει, δεν τους καθιστά «ενδιαφερόμενα πρόσωπα» υπό την έννοια που ορίζεται στη νομολογία, ούτε βέβαια η ιδιότητα τους ως πωλητές. Δεν έχει υποδειχθεί ούτε εντοπίζουμε οτιδήποτε στο υλικό που βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να αποτελούσε ένδειξη, έστω, της ύπαρξης πραγματικού, υφιστάμενου ενδιαφέροντος των πωλητών, ώστε να εγειρόταν θέμα διερεύνησης του από το Δικαστήριο στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας σε σχέση με την έκδοση ή μη της αιτουμένης με την αγωγή θεραπείας. Ούτε, προέκυψε τέτοιο ενδιαφέρον ως γεγονός, βέβαια, ώστε η μη συνένωση των πωλητών στην αγωγή να εγείρει θέμα άρνησης δικαιοσύνης και παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης με ενδεχόμενο την απόρριψη της αγωγής των εφεσιβλήτων.

 

Παραπονούνται ακόμη οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα άσκησε την διακριτική του ευχέρεια εκδίδοντας τις αιτούμενες με τις παραγράφους 9, και 10 μέχρι 16 του αιτητικού της Αναφοράς δηλώσεις «χωρίς να παρέχεται καμία δικαιολογία ως προς το σε τι συνίσταται το έννομο συμφέρον εκάστου ξεχωριστά και/ή όλων των Εφεσιβλήτων» (4ος λόγος έφεσης).

 

Στη σχετική αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την αιτούμενη με την αγωγή θεραπεία χωρίς να είναι διάδικο μέρος το πρόσωπο στο οποίο, κατά την Αναφορά, αρχικά πωλήθηκε το κάθε πλοίο από τους εφεσείοντες, δυνάμει  των προνοιών υποθήκης του – μάλιστα, χωρίς να κατατεθεί η υποθήκη ως τεκμήριο, με αποτέλεσμα να παραμένει άγνωστος ο νόμος ο [*1872]όποιος τη διέπει - ή το οποίο αγόρασε το πλοίο σε διαδικασία πώλησης μέσω πλειστηριασμού, πωλώντας το στη συνέχεια σε ένα από τους εφεσίβλητους. Παρατηρούμε ότι η αιτιολογία του λόγου έφεσης δεν φαίνεται να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον διατυπωμένο λόγο της έφεσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποτελέσει βάση συζήτησης του λόγου έφεσης. Ο λόγος έφεσης, όμως, είναι διατυπωμένος κατά τρόπο που μπορούμε να προβούμε στην εξέταση του χωρίς αναφορά στην αιτιολογία.

 

Το έννομο συμφέρον στη διεκδίκηση δηλωτικής θεραπείας θεμελιώνεται όταν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων πραγματική και υφιστάμενη διαφορά αναφορικά με την ύπαρξη ή την έκταση νομικού δικαιώματος. Δεν απαιτείται ο ενάγων να έχει υφιστάμενο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εναγόμενου. (Βλ. Rolls-Royce plc v. Unite the Union (ανωτέρω)).

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε προσπάθεια από τους εφεσείοντες να αμφισβητήσουν την κυριότητα των πλοίων και να διεκδικήσουν επί αυτών ιδιοκτησιακό δικαίωμα, το οποίο οι εφεσίβλητοι προσπαθούσαν να προστατεύσουν με την ενώπιον του αγωγή για δηλωτική θεραπεία. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επισήμανε την ύπαρξη αγωγής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, που καταχώρησαν οι εφεσείοντες, ισχυριζόμενοι ότι οι εφεσίβλητοι απέκτησαν την κυριότητα των οχτώ πλοίων με απατηλές μεθόδους, χωρίς να καταβάλουν το τίμημα πώλησης τους,  και πως πραγματικοί ιδιοκτήτες των εν λόγω πλοίων ήταν οι ίδιοι, ενώ έκρινε παράλληλα πως ήταν αδιάφορο το γεγονός ότι η ελληνική αγωγή δεν προχώρησε και καταχωρήθηκε στο ίδιο Δικαστήριο άλλη η οποία, τελικώς, αποσύρθηκε.

 

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποκάλυπταν την ύπαρξη έννομου συμφέροντος των εφεσιβλήτων στην έγερση και προώθηση της αγωγής. Δεν δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.

 

Θεωρούν οι εφεσείοντες επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε τις αρνητικές διακηρύξεις «χωρίς οι Εφεσίβλητοι να έχουν διατυπώσει συγκεκριμένη αξίωση παρά μόνο αξίωση σε σχέση με νομικό δικαίωμα και παρά το ότι οι διακηρύξεις επιδιώκονται για να μπορέσουν οι Εφεσίβλητοι να τις χρησιμοποιήσουν σε αλλοδαπή αγωγή και … δεν επέδειξε μεγάλη προσοχή και ζήλο (great care and jealousy) αλλά ούτε και εξαιρετική περίσκεψη».

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση διακήρυξης στην απουσία αξίωσης για ειδική ή παρεπόμενη θεραπεία, συνοψίζονται στο Annual Practice 1960, σελ. 578 σε σχέση με την ερμηνεία της Δ.25 θ.5 των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών. Εκεί διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, ότι δεν θα εκδοθεί διακήρυξη εναντίον προσώπου το οποίο δεν έχει διεκδικήσει δικαίωμα ούτε έχει διατυπώσει συγκεκριμένη αξίωση (Re Clay [1919] Ch. 66)*, ούτε για να μπορεί ο ενάγων να τη χρησιμοποιήσει σε αλλοδαπή αγωγή (Guaranty Trust of New York v. Hannan [1915] 2 K.B. 575). Περαιτέρω, η εξουσία έκδοσης αποφάσεων, οι οποίες είναι αναγνωριστικές δικαιώματος, πρέπει να ασκείται από το Δικαστήριο με "μεγάλη προσοχή και περιφρούρηση" ("with great care and jealousy") και με "εξαιρετική περίσκεψη" ("great caution") (London Passenger Transport Board v. Moscrop (ανωτέρω)).

 

Εν προκειμένω, είναι ορθή η παρατήρηση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι η νομολογία δεν επιβάλλει όπως ο ενάγοντας διατυπώσει συγκεκριμένη αξίωση. Αναγκαία είναι η διατύπωση αξίωσης από τον εναγόμενο για τη θεμελίωση του έννομου συμφέροντος του ενάγοντα. Και εδώ, υπήρχε συγκεκριμένη αξίωση από τους εφεσείοντες εναντίον των εφεσιβλήτων, με την οποία συνδεόταν η απαίτηση των τελευταίων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η δε θέση των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι επεδίωκαν την έκδοση των διακηρύξεων για να μπορέσουν να τις χρησιμοποιήσουν σε αλλοδαπή αγωγή, δεν φαίνεται να προβλήθηκε πρωτόδικα και προβάλλεται τώρα για πρώτη φορά με την έφεση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να απασχολήσει. Θα θέλαμε, όμως, να επισημάνουμε ότι αυτό που στο Annual Practice (ανωτέρω), και άλλα συγγράμματα, παρουσιάζεται ως αρχή, με αναφορά στην υπόθεση Guaranty Trust of New York v. Hannan, - την οποία επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες πρωτόδικα προς υποστήριξη άλλης θέσης τους - στην ουσία δεν είναι άλλο από obiter dictum του Pickford LJ, ο οποίος εν πάση περιπτώσει, δεν απέκλεισε την εξουσία του Δικαστηρίου σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις να προβεί στην έκδοση τέτοιας διακήρυξης**. Στην προκειμένη περί[*1874]πτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε «πεδίο χαρακτηρισμού των περιστάσεων, ως εξαιρετικών», εύρημα το οποίο προσβαλλόταν με τον 6ο λόγο έφεσης ο οποίος όμως έχει αποσυρθεί. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί επίσης, η δήλωση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων, η οποία μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση, ότι η αγωγή των εφεσειόντων ενώπιον των ελληνικών Δικαστηρίων εγκαταλείφθηκε ως μη επιδοθείσα και δεν υπήρχε πρόθεση καταχώρησης νέας.

 

Ούτε οι υπόλοιπες αιτιάσεις των εφεσειόντων μας βρίσκουν σύμφωνους. Φράσεις όπως «με μεγάλη προσοχή και περιφρούρηση» και «με εξαιρετική περίσκεψη», αναφερόμενες στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου έκδοσης αναγνωριστικών δικαιώματος αποφάσεων, ουσιαστικά υπογραμμίζουν ότι η εξουσία αυτή δεν πρέπει να ασκείται εκτός εάν υπάρχει καλός λόγος. (Βλ. και την υπόθεση Vine v. National Dock Labour Board [1956] 3 All ER 939). Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του παραθέτει, σε έκταση, απόσπασμα από την υπόθεση Gasto Shipping Company Ltd v. Mineag SQM (Africa) (Propietory) Limited κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1634 - στο οποίο αναφέρονται οι παραπάνω αρχές – και τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως προκύπτουν από την εν λόγω υπόθεση, με σκοπό την έκδοση αρνητικής διακήρυξης. Κατ’ εφαρμογή των εν λόγω αρχών θεώρησε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την ωφελιμότητα της έκδοσης των αρνητικών διακηρύξεων και ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις. Η δε ύπαρξη συνεχούς αμφισβήτησης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των πλοίων από τους εφεσείοντες – οι οποίοι καταχώρησαν αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, αμφισβητώντας την κυριότητα των εφεσιβλήτων επί των συγκεκριμένων πλοίων την οποία απέσυραν, για να καταχωρήσουν άλλη η οποία επίσης αποσύρθηκε - επέβαλλε, θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να έχει επιτυχή κατάληξη η απαίτηση των εφεσιβλήτων. Θεωρούμε αβάσιμο και αυτό το παράπονο των εφεσειόντων.

 

Ο τελευταίος, 9ος, λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε αίτηση των εφεσειόντων για την τροποποίηση της Απάντησης τους. Αίτημα των εφεσειόντων ήταν όπως προστεθεί ως παράγραφος 5 της Απάντησης, o ακόλουθος ισχυρισμός: «Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται τις θεραπείες που αιτούνται καθότι οι αιτούμενες θεραπείες αφορούν πρόσωπα τα οποία δεν είναι διάδικοι στην παρούσα διαδικασία.»

 

[*1875]Κατά τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι η επιδιωκόμενη τροποποίηση αφορούσε νομικό σημείο και όχι πραγματικό γεγονός, στερώντας έτσι από τους εφεσείοντες το δικαίωμα να επιχειρηματολογήσουν για γεγονότα που αποτελούσαν ήδη μέρος της δοθείσας μαρτυρίας, ενώ λανθασμένα απέδωσε ιδιαίτερο βάρος στην καθυστέρηση υποβολής της αίτησης. Το θέμα της ύπαρξης ή όχι όλων των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου μπορούσε και όφειλε στην προκειμένη περίπτωση να είχε εγερθεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο.

 

Η ακροαματική διαδικασία της αγωγής, άρχισε στις 15.4.2010 και συμπληρώθηκε στις 27.1.2012 με την καταχώρηση της τελικής αγόρευσης του συνηγόρου των εφεσιβλήτων. Την ίδια μέρα, οι εφεσείοντες καταχώρησαν την υπό αναφορά αίτηση για τροποποίηση. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης δεν θα μπορούσε εκ προοιμίου να αποτελέσει αρνητικό παράγοντα για την έγκριση της. Σημείωσε, ωστόσο, ότι στην ενώπιον του υπόθεση η καθυστέρηση αποκτούσε σημασία «λόγω των διαφόρων φάσεων που πέρασε η υπόθεση», αφού, μεταξύ άλλων, το θέμα της υπεράσπισης που πρόβαλλαν οι εφεσείοντες αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης κατά το στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης, ενώ υπήρχε άπλετος χρόνος για τους εφεσείοντες να συνειδητοποιήσουν το εύρος της προσαχθείσας μαρτυρίας, τουλάχιστον, όταν έκλεισαν την υπόθεση τους οι εφεσίβλητοι (16.11.2010). Επιπλέον, από την ίδια τη διατύπωση της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την αίτηση αφήνετο μία ασάφεια ως προς τον ακριβή χρόνο διαπίστωσης της ανάγκης για τροποποίηση, ενώ ο προβαλλόμενος από τους εφεσείοντες λόγος για έγκριση του αιτήματος τους, η «αδυναμία» στη δικογραφημένη θέση τους, δεν εξηγείτο ούτε υπήρχε επαρκής ανάλυση για το τι εννοείτο με την αναφορά αυτή.  Θεώρησε, τελικά, το Δικαστήριο, ότι εάν επιτρεπόταν η τροποποίηση της Απάντησης των εφεσειόντων, θα συνεπαγόταν επαναπρογραμματισμό της υπόθεσης και ενδεχόμενο επανάνοιγμα  της αφού θα καθιστούσε νέα θέματα ως επίδικα.

 

Το θέμα της τροποποίησης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και ασκείται στη βάση των περιστατικών της υπόθεσης, υπό το φως των καθορισμένων από τη νομολογία αρχών. Τα συμφέροντα της δικαιοσύνης είναι ο κυρίαρχος παράγων ο οποίος διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα [*1876]με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όπως υπογραμμίστηκε στη Φοινιώτης v. Greenmar Navigation (1989) 1 Α.Α.Δ. 33, η παροχή άδειας για τροποποίηση σε προχωρημένο στάδιο της δίκης, ασκείται με φειδώ, «λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου…».

 

Κατ’ αρχάς, παρατηρούμε πως η εισήγηση των εφεσειόντων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι τα γεγονότα επί των οποίων στηριζόταν το προτεινόμενο νομικό σημείο ήταν ήδη μέρος της μαρτυρίας των ίδιων των εφεσιβλήτων, δεν βρίσκει έρεισμα στην αίτηση των εφεσειόντων, αφού δεν αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, ούτε φαίνεται να είχε τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, ότι σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης δεν θα απαιτείτο η προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας. Πέραν τούτου, η εισήγηση, είναι, γενική και αόριστη, χωρίς υπόδειξη ποια είναι αυτή η μαρτυρία των εφεσιβλήτων και πώς βοηθά την υπόθεση των εφεσειόντων. Εξάλλου, έχει ήδη επισημανθεί, ανωτέρω, πως δεν εντοπίζεται ούτε έχει υποδειχθεί οτιδήποτε στο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υλικό από το οποίο να εγειρόταν θέμα πραγματικού, υφιστάμενου ενδιαφέροντος των πωλητών. Αμφισβητώντας, δε οι εφεσείοντες με την Απάντηση τους, το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσιβλήτων, αρνούμενοι ότι οι τελευταίοι είχαν αποκτήσει καλό τίτλο επί των πλοίων και είχαν καταβάλει το τίμημα αγοράς, δεν αντιπαρέβαλαν οποιοδήποτε θετικό ισχυρισμό ως προς την ιδιοκτησία των πλοίων. Ούτε η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέδωσε ιδιαίτερο βάρος στον παράγοντα της καθυστέρησης μας βρίσκει σύμφωνους. Έχουμε ήδη συνοψίσει το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ανωτέρω από το οποίο φαίνεται ότι καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία και την εφάρμοσε δεόντως.

 

Εν προκειμένω, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, με γνώμονα, πρωτίστως, όπως προκύπτει από την ενδιάμεση απόφαση του, το συμφέρον της δικαιοσύνης.  Δεν βρίσκουμε λόγο για παρέμβαση μας προς ανατροπή της κρίσης του.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο