Γεώργιου Μιχαήλ Μαρία ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (πρώην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και Marfin Popular Bank Public Co Ltd) (2016) 1 ΑΑΔ 1877

ECLI:CY:AD:2016:A372

(2016) 1 ΑΑΔ 1877

[*1877]20 Ιουλίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΗΛ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

(ΠΡΩΗΝ CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD

ΚΑΙ MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD),

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 212/2011)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Κατά πόσον  «σφάλμα» που αφορούσε στον εναρκτήριο τύπο της διαδικασίας θα έπρεπε να είχε αγνοηθεί ή θα μπορούσε να θεραπευθεί ως απλή παρατυπία δυνάμει της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας θεσμών με έκδοση διαταγής για διαγραφή της επικεφαλίδας και όχι να κριθεί πως συνιστούσε «θεμελιώδες και μοιραίο ελάττωμα» που αποστερούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο της δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης ― Επέμβαση Εφετείου.

 

Έφεση ― Έφεση απωλέσασα το αντικείμενο της ― Εφαρμοστέες αρχές και νομολογία.

 

Έξοδα ― Ναι μεν ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αλλά η σχετική διαταγή κατά γενικό κανόνα ακολουθεί το αποτέλεσμα της δίκης και παρέκκλιση από την εν λόγω αρχή δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρους της.

 

Με την έφεση προσβλήθηκε η ορθότητα απόφασης  Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της εφεσείουσας για ακύρωση υποθήκης  που είχε εκτελέσει προς όφελος της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ - η οποία στη συνέχεια μετονομάσθη σε Marfin Popular Bank Ltd.

 

Για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικής απόφασης η Λαϊκή ενεργοποί[*1878]ησε σε πρώτο στάδιο το μηχανισμό των μηνιαίων δόσεων, εξασφαλίζοντας στις 28.6.01 διάταγμα εναντίον του συζύγου της εφεσείουσας (πρωτοφειλέτη) για αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις ύψους Λ.Κ.200 (€341,72) από 1.9.2001.  Περαιτέρω, σε δεύτερο στάδιο, ενεργοποίησε και τη διαδικασία εκποίησης της υποθηκευμένης κατοικίας της εφεσείουσας και η σχετική δημοπρασία προγραμματίστηκε να γίνει στις 22.12.2008.

 

Η εφεσείουσα αντέδρασε στην εκποίηση της κατοικίας της με την καταχώριση της Γενικής Αίτησης 62/2009 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας - χρησιμοποιώντας προς τούτο τον Τύπο αρ. 50 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών - για ακύρωση της υποθήκης δυνάμει του Άρθρου 36 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/1965, στη βάση ότι το ενυπόθηκο χρέος είχε εξοφληθεί.  Ταυτόχρονα δε καταχώρισε και αίτηση για αναστολή της εκποίησης της κατοικίας μέχρι την τελική εκδίκαση της κυρίως αίτησης, η οποία προσέκρουσε σε ένσταση της Λαϊκής στη βάση, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα το οποίο δεν δικαιολογείτο υπό τα περιστατικά της υπόθεσης. Ωστόσο, μετά από ακρόαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις της Λαϊκής και στις 5.2.09 εξέδωσε με αιτιολογημένη απόφαση το αιτούμενο διάταγμα.

 

Μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης η εφεσείουσα εξόφλησε ό,τι ποσό αξίωσε η Λαϊκή και η υποθήκη εξαλείφθηκε, πλην όμως ήταν η θέση της αιτήτριας ότι η έφεση δεν απώλεσε το αντικείμενο της εφόσον για εξάλειψη της υποθήκης αναγκάστηκε να πληρώσει περί τις €17.000,00 πέραν του οφειλόμενου χρέους, το οποίο θα αξιώσει να της επιστραφεί εφόσον επιτύχει στην έφεσή της.

 

Ήταν η θέση της αιτήτριας ότι και επί των τριών πιο πάνω ζητημάτων το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλματα, τα οποία συγκεκριμενοποίησε σε έξι λόγους έφεσης:

 

α) Εσφαλμένα και χωρίς να ακούσει τους διαδίκους αποφάσισε πως δεν είχε καθ’ ύλη αρμοδιότητα, κρίση που εάν ευσταθούσε θα έπρεπε να το οδηγήσει σε παραπομπή - και όχι απόρριψη - της αίτησης σε καθ’ ύλη αρμόδιο Δικαστήριο.

 

β) Εσφαλμένα και χωρίς να ακούσει τους διαδίκους αποφάνθηκε πως ο εναρκτήριος τύπος της αίτησης ήταν εσφαλμένος.

 

γ) Δεν αιτιολόγησε τα όσα αποφάσισε και  εσφαλμένα έκρινε πως η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι το επίδικο [*1879]χρέος είχε εξοφληθεί, όπως εσφαλμένα έκρινε πως η επιλογή της εφεσίβλητης να προωθήσει τη διαδικασία εκποίησης δεν ήταν μεμπτή τη στιγμή που προηγήθηκε το διάταγμα μηνιαίων δόσεων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Όντως το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε τέσσερα σφάλματα, τα οποία όμως, για τους λόγους που εξηγούνται  εν συνεχεία,  είναι άνευ πρακτικής σημασίας.

  2. Συγκεκριμένα, ναι μεν ως επικεφαλίδα στην αίτηση αναγράφεται (Τύπος Αρ.50) Εναρκτήρια Κλήση (Δ.55 Κ.1) - που όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποιείται σε εναρκτήριες κλήσεις που έχουν ως αντικείμενο την ερμηνεία διαθήκης ή οιουδήποτε άλλου εγγράφου και ως αίτημα τη διάγνωση των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων μερών - πλην όμως κατά τα άλλα η αίτηση αποτελεί «αίτηση» εν τη εννοία του Άρθρου 36(1) του Νόμου για έκδοση «. ακυρωτικού της υποθήκης διατάγματος».

  3.   Κατά συνέπεια το «σφάλμα» που αφορά στον εναρκτήριο τύπο της διαδικασίας θα έπρεπε να είχε αγνοηθεί ή, εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να θεραπευθεί ως απλή παρατυπία δυνάμει της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας θεσμών με έκδοση διαταγής για διαγραφή της επικεφαλίδας και όχι να κριθεί πως συνιστούσε «θεμελιώδες και μοιραίο ελάττωμα» που αποστερούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο της δικαιοδοσίας να επιληφθεί της «. υπόθεσης η οποία εισήχθηκε με λανθασμένο εναρκτήριο τύπο».

  4.   Το θέμα της καθ’ ύλη αρμοδιότητας θα έπρεπε να είχε εξεταστεί στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας και στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφάσιζε  ότι στερείτο αρμοδιότητας δεν θα έπρεπε να απορρίψει την αίτηση, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση, αλλά είτε να αναστείλει τη διαδικασία δυνάμει της Δ.33 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών, είτε να επιστρέψει το φάκελο της υπόθεσης στον Πρωτοκολλητή με μια απλή σημείωση να τον θέσει ενώπιον Δικαστή που είχε καθ’ ύλη αρμοδιότητα.

  5.   Οποτεδήποτε ένα Δικαστήριο κρίνει πως στερείται δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας, είναι αντινομικό να προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της διαφοράς.

  6.   Τοσούτω μάλλον όταν αποφασίσει, ορθά ή εσφαλμένα, ότι είναι αναρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης και παρολ’ αυτά εξετάζει και την ουσία, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση.

  7.   Ένα τελευταίο σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι επέτρεψε στην αιτήτρια, και αναπόφευκτα στη συνέχεια και στη Λαϊκή, να προσκομίσουν μαρτυρία για τη διαμόρφωση του επίδικου χρέους από τότε που χορηγήθηκε το δάνειο (το 1991) μέχρι την ημέρα ακρόασης (2011), τη στιγμή που το χρέος [*1880]αποκρυσταλλώθηκε τελεσίδικα με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερ. 21.12.2000 στο ποσό των Λ.Κ.30.018,12 πλέον 9% τόκο ετησίως επί του ποσού αυτού από 1.10.2000.

  8.   Το κατά πόσο δε εξοφλήθηκε ή όχι το εν λόγω εκ δικαστικής αποφάσεως χρέος με τις μηνιαίες δόσεις που κατέβαλε ο σύζυγος της εφεσείουσας ως το σχετικό διάταγμα ημερ. 28.6.01, ήταν και το μόνο ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο και όχι οποιοδήποτε άλλο.

  9.   Παρά τα πιο πάνω όμως σφάλματα, τα οποία θα δικαιολογούσαν διάταγμα για επανεκδίκαση της υπόθεσης, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε σκοπό εφόσον η επίδικη υποθήκη έχει εξαλειφθεί και κατά συνέπεια η διαδικασία απώλεσε το αντικείμενο της.

10. Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση, παρόλα τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε απωλέσει το αντικείμενο της και ως εκ τούτου ήταν καταδικαστέα σε απόρριψη.

 

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χριστοφόρου κ.ά. v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 714,

 

Μαυρονικόλας v. Φοινιώτη κ.ά. (1997) 1 Α.A.Δ. 1659,

 

Marketrends (Capital) Market Ltd v. Θεοδωρίδης (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1248,

 

Χ.Μ.S. Canteen Ltd κ.ά. v. Cyprus Airports (F & B) Ltd (2015) 1 Α.Α.Δ. 2092, ECLI:CY:AD:2015:A649,

 

Αρίστη v. Λαδόκοννου (1996) 1 Α.Α.Δ. 646,

 

Θρασυβούλου v. Αrto Estates Ltd (1993) 1 A.Α.Δ. 12,

 

Πουλλά-Μακαρούνα v. Μιχαήλ κ.ά. (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 851, ECLI:CY:AD:2014:A280.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 62/2009), ημερομηνίας 8/4/2011.

 

Χρ. Χριστάκη με Αμφ. Παναγιώτου (κα), για την Εφεσείουσα.

 

[*1881]Λ. Σιακαλλή (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσβάλλεται η ορθότητα απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της εφεσείουσας για ακύρωση υποθήκης που είχε εκτελέσει προς όφελος της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ – η οποία στη συνέχεια μετονομάσθη σε Marfin Popular Bank Ltd (στο εξής η Λαϊκή) – για έξι λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε το αδιαμφισβήτητο πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης.

 

Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια κατοικίας στο Παλαιχώρι της Επαρχίας Λευκωσίας ως αυτή περιγράφεται στο πιστοποιητικό εγγραφής 11245 ημερ. 29.8.1979 (στο εξής η κατοικία), την οποία υποθήκευσε με την υποθήκη Υ626/1991 προς όφελος της Λαϊκής για δάνειο που η εν λόγω τράπεζα είχε χορηγήσει στο σύζυγο της Απόστολο Ποταμό.

 

Με αιτία ότι ο σύζυγος της εφεσείουσας δεν ήταν συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις του έναντι της, η Λαϊκή κίνησε εναντίον αμφοτέρων των συζύγων και ενός ακόμη εγγυητή την υπ’ αρ. 4443/2000 αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου επιτυγχάνοντας (ερήμην), στις 21.12.2000, απόφαση εναντίον και των τριών για το ποσό των Λ.Κ.30.018,12 (€51.289,00) πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 1.10.2000 μέχρι την εξόφληση ως και Λ.Κ.417 (€712,49) με 8% τόκο ετησίως από 22.11.2000. Επιπρόσθετα και διάταγμα πώλησης της υποθηκευμένης κατοικίας για κάλυψη της απαίτησής της.

 

Για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης η Λαϊκή ενεργοποίησε σε πρώτο στάδιο το μηχανισμό των μηνιαίων δόσεων, εξασφαλίζοντας στις 28.6.2001 διάταγμα εναντίον του συζύγου της εφεσείουσας (πρωτοφειλέτη) για αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις ύψους Λ.Κ.200 (€341,72) από 1.9.2001. Περαιτέρω, σε δεύτερο στάδιο, ενεργοποίησε και τη διαδικασία εκποίησης της υποθηκευμένης κατοικίας και η σχετική δημοπρασία προγραμματίστηκε να γίνει στις 22.12.2008.

 

Η εφεσείουσα αντέδρασε στην εκποίηση της κατοικίας της με [*1882]την καταχώριση της Γενικής Αίτησης 62/2009 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας - χρησιμοποιώντας προς τούτο τον Τύπο αρ. 50 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών - για ακύρωση της υποθήκης δυνάμει του Άρθρου 36 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν.9/1965, στο εξής ο Νόμος) στη βάση ότι το ενυπόθηκο χρέος είχε εξοφληθεί. Ταυτόχρονα δε καταχώρισε και αίτηση για αναστολή της εκποίησης της κατοικίας μέχρι την τελική εκδίκαση της κυρίως αίτησης, η οποία προσέκρουσε σε ένσταση της Λαϊκής στη βάση, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα το οποίο δεν δικαιολογείτο υπό τα περιστατικά της υπόθεσης.  Ωστόσο, μετά από ακρόαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις της Λαϊκής και στις 5.2.2009 εξέδωσε με αιτιολογημένη απόφαση το αιτούμενο διάταγμα.

 

Τέλος, προς συμπλήρωση του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, σημειώνεται πως μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης η εφεσείουσα εξόφλησε ό,τι ποσό αξίωσε η Λαϊκή και η υποθήκη εξαλείφθηκε, πλην όμως είναι θέση της αιτήτριας ότι η έφεση δεν απώλεσε το αντικείμενο της εφόσον για εξάλειψη της υποθήκης αναγκάστηκε να πληρώσει περί τις €17.000,00 πέραν του οφειλόμενου χρέους, το οποίο θα αξιώσει να της επιστραφεί εφόσον επιτύχει στην έφεσή της. Να σημειώσουμε επίσης ότι ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης του 2013 τη Λαϊκή διαδέχθηκε η Τράπεζα Κύπρου, η οποία συνέχισε τη διαδικασία ως εφεσίβλητη.

 

Τώρα, σ’ ό,τι αφορά την κυρίως αίτηση, αυτή απορρίφθηκε μετά από ακρόαση για τρεις λόγους. Ο πρώτος ότι η αίτηση καταχωρίστηκε  σε εσφαλμένο τύπο – τον Τύπο αρ. 50 – και ενόψει τούτου το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να της επιληφθεί, ο δεύτερος ότι η (επιφυλαχθείσα)  αξία του ενυπόθηκου κτήματος καθορίστηκε στις €153.000,00 και για το λόγο αυτό το Δικαστήριο δεν είχε καθ’ ύλη αρμοδιότητα να της επιληφθεί εφόσον η καθ’ ύλη αρμοδιότητα του περιοριζόταν στην εκδίκαση υποθέσεων με αντικείμενο διαφοράς μέχρι €100.000 (Άρθρο 22(3) του Ν.14/1960) και, τρίτο, επί της ουσίας, ότι η αιτήτρια «… απέτυχε να παρουσιάσει πλήρη, θετική και αξιόπιστη μαρτυρία για να αποδείξει τον κεντρικό ισχυρισμό της πως το επίδικο εξ αποφάσεως χρέος είχε εξοφληθεί», σε αντίθεση με την αξιόπιστη μαρτυρία υπαλλήλου της Τράπεζας ο οποίος με πληρότητα εξέθεσε κατά τρόπο αναλυτικό ότι το ενυπόθηκο χρέος δεν είχε εξοφληθεί.

 

[*1883]Είναι θέση της αιτήτριας ότι και επί των τριών πιο πάνω ζητημάτων το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλματα, τα οποία συγκεκριμενοποίησε σε έξι λόγους έφεσης. Δηλαδή ότι (α) εσφαλμένα και χωρίς να ακούσει τους διαδίκους αποφάσισε πως δεν είχε καθ’ ύλη αρμοδιότητα, κρίση που εάν ευσταθούσε θα έπρεπε να το οδηγήσει σε παραπομπή – και όχι απόρριψη – της αίτησης σε καθ’ ύλη αρμόδιο Δικαστήριο (1ος και 2ος λόγος έφεσης), (β) εσφαλμένα και χωρίς να ακούσει τους διαδίκους αποφάνθηκε πως ο εναρκτήριος τύπος της αίτησης ήταν εσφαλμένος (3ος λόγος έφεσης), (γ) δεν αιτιολόγησε τα όσα αποφάσισε (4ος λόγος έφεσης) και (δ) εσφαλμένα έκρινε πως η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι το επίδικο χρέος είχε εξοφληθεί, όπως εσφαλμένα έκρινε πως η επιλογή της εφεσίβλητης να προωθήσει τη διαδικασία εκποίησης δεν ήταν μεμπτή τη στιγμή που προηγήθηκε το διάταγμα μηνιαίων δόσεων (5ος και 6ος λόγος έφεσης).

 

Οι πιο πάνω λόγοι αναλύονται σε εκτεταμένο περίγραμμα αγόρευσης, όπως εκτεταμένο είναι και το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσίβλητης με το οποίο υποστηρίζεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Έχουμε μελετήσει με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων, οι οποίες υιοθετήθηκαν και δια ζώσης από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.  Καταλήξαμε ότι όντως το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε τέσσερα σφάλματα, τα οποία όμως, για τους λόγους που εξηγούμε πιο κάτω, είναι άνευ πρακτικής σημασίας. Συγκεκριμένα:-

 

1. Ναι μεν ως επικεφαλίδα στην αίτηση αναγράφεται (Τύπος Αρ.50) Εναρκτήρια Κλήση (Δ.55 Κ.1) - που όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποιείται σε εναρκτήριες κλήσεις που έχουν ως αντικείμενο την ερμηνεία διαθήκης ή οιουδήποτε άλλου εγγράφου και ως αίτημα τη διάγνωση των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων μερών - πλην όμως κατά τα άλλα η αίτηση αποτελεί «αίτηση» εν τη εννοία του Άρθρου 36(1) του Νόμου για έκδοση «… ακυρωτικού της υποθήκης διατάγματος». Κατά συνέπεια το «σφάλμα» που αφορά στον εναρκτήριο τύπο της διαδικασίας θα έπρεπε να είχε αγνοηθεί ή, εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να θεραπευθεί ως απλή παρατυπία δυνάμει της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας θεσμών με έκδοση διαταγής για διαγραφή της επικεφαλίδας και όχι να κριθεί πως συνιστούσε «θεμελιώδες και μοιραίο [*1884]ελάττωμα» που αποστερούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο της δικαιοδοσίας να επιληφθεί της «… υπόθεσης η οποία εισήχθηκε με λανθασμένο εναρκτήριο τύπο».

 

2. Το θέμα της καθ’ ύλη αρμοδιότητας θα έπρεπε να είχε εξεταστεί στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας και στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφάσιζε ότι στερείτο αρμοδιότητας δεν θα έπρεπε να απορρίψει την αίτηση, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση, αλλά είτε να αναστείλει τη διαδικασία δυνάμει της Δ.33 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών, είτε να επιστρέψει το φάκελο της υπόθεσης στον Πρωτοκολλητή με μια απλή σημείωση να τον θέσει ενώπιον Δικαστή που είχε καθ’ ύλη αρμοδιότητα.

 

3. Οποτεδήποτε ένα Δικαστήριο κρίνει πως στερείται δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας, είναι αντινομικό να προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της διαφοράς και σχετική είναι η Χριστοφόρου κ.ά. v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 714 όπου λέχθηκε πως «… αφ’ ης στιγμής το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε αρμοδιότητα και ανέστειλε τη διαδικασία, δεν θα μπορούσε να επιληφθεί περαιτέρω διαβημάτων στην αγωγή…». Τοσούτω μάλλον όταν αποφασίσει, ορθά ή εσφαλμένα, ότι είναι αναρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσης και παρολ’ αυτά εξετάζει και την ουσία, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση και

 

4. Ένα τελευταίο σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι επέτρεψε στην αιτήτρια, και αναπόφευκτα στη συνέχεια και στη Λαϊκή, να προσκομίσουν μαρτυρία για τη διαμόρφωση του επίδικου χρέους από τότε που χορηγήθηκε το δάνειο (το 1991) μέχρι την ημέρα ακρόασης (2011), τη στιγμή που το χρέος αποκρυσταλλώθηκε τελεσίδικα με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερ. 21.12.2000 στο ποσό των Λ.Κ.30.018,12 πλέον 9% τόκο ετησίως επί του ποσού αυτού από 1.10.2000. Το κατά πόσο δε εξοφλήθηκε ή όχι το εν λόγω εκ δικαστικής αποφάσεως χρέος με τις μηνιαίες δόσεις που κατέβαλε ο σύζυγος της εφεσείουσας ως το σχετικό διάταγμα ημερ. 28.6.2001, ήταν και το μόνο ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο και όχι οποιοδήποτε άλλο.

 

Παρά τα πιο πάνω όμως σφάλματα, τα οποία θα δικαιολογούσαν διάταγμα για επανεκδίκαση της υπόθεσης, εντούτοις κά[*1885]τι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε σκοπό εφόσον η επίδικη υποθήκη έχει εξαλειφθεί και κατά συνέπεια η διαδικασία απώλεσε το αντικείμενο της. Σχετικές είναι οι Μαυρονικόλας v. Φοινιώτη κ.ά. (1997) 1 Α.A.Δ. 1659, Marketrends (Capital) Market Ltd v. Θεοδωρίδης (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1248 και Χ.Μ.S. Canteen Ltd κ.ά. v. Cyprus Airports (F & B) Ltd (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:A649Α.Α.Δ. 2092, με τις οποίες καθιερώθηκε ο κανόνας ότι ο εξανεμισμός του αντικειμένου της θεραπείας – στην προκείμενη περίπτωση η ακύρωση υποθήκης – καθιστά αχρείαστη τη συνέχιση της δίκης καθότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, έστω και εάν η απώλεια του αντικειμένου επεσυνέβη μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και την επακολουθήσασα έφεση.  Το κατά πόσο δε η εφεσείουσα αναγκάστηκε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό πέραν της απόφασης ημερ. 21.12.2000 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για εξάλειψη της υποθήκης, όπως ισχυρίζεται, ισοδυναμεί με απαίτηση που έχει κάθε δικαίωμα να προωθήσει με σχετική αγωγή.

 

Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι η έφεση, παρόλα τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει απωλέσει το αντικείμενο της και ως εκ τούτου είναι καταδικαστέα σε απόρριψη.

 

Μας έχει προβληματίσει το θέμα των εξόδων που σύμφωνα με τη νομολογία ναι μεν ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αλλά η σχετική διαταγή κατά γενικό κανόνα ακολουθεί το αποτέλεσμα της δίκης και παρέκκλιση από την εν λόγω αρχή δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρους της (βλ. ενδεικτικά Αρίστη v. Λαδόκοννου (1996) 1 Α.Α.Δ. 646, Θρασυβούλου v. Αrto Estates Ltd (1993) 1 A.Α.Δ. 12 και Πουλλά-Μακαρούνα v. Μιχαήλ κ.ά. (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 851, ECLI:CY:AD:2014:A280). Στην παρούσα περίπτωση γενεσιουργός αιτία πρόκλησης των εξόδων είναι αφενός τα διαπιστωθέντα πρωτόδικα σφάλματα και αφετέρου η επιμονή της αιτήτριας να συνεχίσει τη διαδικασία παρόλο που αυτή απώλεσε το αντικείμενο της. Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα θεωρούμε ότι συντρέχουν ικανοποιητικοί λόγοι ώστε η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα δικά της έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο