Dairy King Ltd ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2016) 1 ΑΑΔ 1886

ECLI:CY:AD:2016:A376

(2016) 1 ΑΑΔ 1886

[*1886]21 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

DAIRY KING LTD,

 

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

 

v.

 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 272/2010)

 

 

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων ― Τα συστατικά της αιτιολογημένης απόφασης: Η ανάλυση της μαρτυρίας, υπό το φως των επίδικων θεμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται στα δικόγραφα, τα στέρεα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προοίμιο στην απόφαση και η ξεκάθαρη Δικαστική αναγγελία του αποτελέσματος της απόφασης.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται εκτός αν το Εφετείο ικανοποιηθεί ότι αυτά δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολο της, ή ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ― Πρωταρχική ευθύνη για διαπίστωση των γεγονότων έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους ― Όπου όμως τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας, τέτοια επέμβαση δικαιολογείται.

 

Η Εφεσείουσα/Ενάγουσα με την Έκθεση Απαιτήσεως της δικογράφησε δύο αιτίες αγωγής. Ισχυρίστηκε ότι ο Εφεσίβλητος/Εναγόμενος Οργανισμός στις «28.5.1988 κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων που απόρρεαν τόσο από τις κύριες συμφωνίες όσο και από τις συμφωνίες διακανονισμού και/ή εκμεταλλευόμενος τη θέση του, ως κατέχων δεσπόζουσα θέση στην αγορά γάλακτος κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 6 του Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989, Ν.207/1989, με επιστολές του πληροφόρησε την Ενάγουσα ότι θα διέκοπτε την παροχή γάλακτος προς την Ενά[*1887]γουσα λόγω των οικονομικών υποχρεώσεων της Ενάγουσας προς τον Εναγόμενο, εκτός εάν γίνονταν περαιτέρω διακανονισμοί για την αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού από την Ενάγουσα προς τον Εναγόμενο». Η δεύτερη προβαλλόμενη αιτία αγωγής καταγράφηκε ως ακολούθως στην Έκθεση Απαίτησης:

 

«Ο Εναγόμενος κατά ή περί τον Ιούλιο του 1991 παράνομα και/ή αδικαιολόγητα και κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων και/ή εκμεταλλευόμενος τη δεσπόζουσα θέση στην αγορά γάλακτος κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 6 του Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989, Ν.207/89 τερμάτισε τόσο τις κύριες συμφωνίες  διακανονισμού και/ή την επαγγελματική σχέση και/ή συνεργασία με την Ενάγουσα αρνούμενος να παραχωρήσει στην Ενάγουσα την συμφωνηθείσα ποσότητα γάλακτος καθημερινά και/ή οποιεσδήποτε ημέρες της εβδομάδας και/ή αρνούμενος να παραχωρήσει οιανδήποτε ποσότητα γάλακτος στην Ενάγουσα.»

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κατάληξη, η μόνη συμφωνία που έγινε μεταξύ του Οργανισμού και της ενάγουσας - όπως και με τις άλλες γαλακτοκομικές βιομηχανίες - ήταν να της χορηγείται γάλα με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα ήταν συνεπής στις οικονομικές της υποχρεώσεις, όπως είναι και η σχετική μαρτυρία του ΜΥ.2 την οποία και αποδέχθηκε.

 

Το εύρημα αυτό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβλήθηκε με την παρούσα Έφεση. Εν συνεχεία, το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε, ως αποτέλεσμα, να εξετάσει τις αποδιδόμενες στον Εφεσίβλητο παραβάσεις όπως και τις αξιούμενες αποζημιώσεις, καταλήγοντας στην απόρριψη των αιτούμενων θεραπειών και συνακόλουθα της αγωγής.

 

Η Ενάγουσα με τρεις λόγους Έφεσης προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 28.7.2010 ως εσφαλμένη.

 

Σύμφωνα με αυτούς η εξέταση της υπόθεσης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνιστούσε κακοδικία σε βαθμό που κατέληγε σε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη διότι το Δικαστήριο:

 

(1) «...αντίκρυσε την υπόθεση της ενάγουσας εσφαλμένα και/ή παρερμήνευσε και/ή δεν την έκρινε ή δεν την αντιλήφθηκε σωστά, όπως ήταν στην πραγματικότητα, δηλαδή ως υπόθεση στην οποία η ενάγουσα παραπονιόταν για συνεχή από το 1983, μέχρι το 1993 άρνηση του εναγόμενου να την προμηθεύσει με επαρκή ποσότητα γά[*1888]λακτος σε σημείο που στο τέλος της απέκοψε εντελώς την προμήθεια παρά τις σχετικές συμφωνίες.

 

(2) ..προέβη σε άνιση/άδικη μεταχείριση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 σε σύγκριση με την μαρτυρία του Μ.Υ.2 κυρίως όσον αφορά την αξιολόγηση τους με βάση την αντεξέταση του καθενός από τους δύο και την αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 σε σύγκριση με την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Y.2.

 

(3) ..αποδέχτηκε την εκδοχή του διευθυντού του εναγομένου κ. Μαραγκού, η οποία ήταν έκδηλα αναξιόπιστη και απίθανη και απέρριψε εκείνη του διευθυντού της ενάγουσας που ήταν έκδηλα αξιόπιστη και πολύ λογική εκδοχή χωρίς μάλιστα να δοθεί από το δικαστήριο επαρκής και λογική αιτιολογία.»

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις της Εφεσείουσας,  αποδιδόταν στον Εφεσίβλητο ότι: «αρνείτο να παραχωρήσει στην Ενάγουσα τη συμφωνηθείσα ποσότητα γάλακτος καθημερινά και/ή οποιεσδήποτε ημέρες της εβδομάδας και/ή αρνούμενος να παραχωρήσει οιανδήποτε ποσότητα γάλακτος στην Ενάγουσα.»

2.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις αποδιδόμενες παραβάσεις της άνω συμφωνίας όπως αυτές διατυπώθησαν μέσω της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 κ. Κωνσταντινίδη, μέσα στα πλαίσια της αξιολόγησης.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αποδεκτή έγγραφη μαρτυρία, δηλώσεις του ιδίου του Μ.Ε.1, μαρτυρία που προσήξε η Εφεσείουσα και αναμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα προκειμένου να καταλήξει στα ευρήματα και διαπιστώσεις του.

4.  Με δεδομένα τα πιο πάνω σε καμία περίπτωση η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι παράλογη ή αυθαίρετη ή δεν υποστηριζόταν από αξιόπιστη μαρτυρία ή δεν ήταν πλήρης ώστε να δύναται το Εφετείο να επέμβει.

5.  Η απομόνωση υπό του συνηγόρου για την Εφεσείουσα της φράσης που χρησιμοποίησε στο τέλος της αξιολόγησης της μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο και συγκεκριμένα «Γενικά η μαρτυρία του Μ.Ε.1 επί του θέματος χαρακτηρίζεται από αοριστία..» δεν αντικατοπτρίζει την ορθή διάσταση της αξιολόγησης που προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

6.  Αφιέρωσε μεγάλο μέρος της απόφασης του για το σκοπό αυτό,  εξετάζοντας όλα τα σχετικά με τα επίδικα θέματα μέρη της μαρτυρίας του Μ.Ε.1.

7.  Με την απόρριψη δε της εκδοχής που παρουσίασε ο Μ.Ε.1 δεν παρέμεινε οτιδήποτε άλλο ενώπιον του Δικαστηρίου παρά η εκδοχή [*1889]του Μ.Υ.2 κ. Α. Μαραγκού, Διευθυντή του Εφεσίβλητου Οργανισμού κατά τον ουσιώδη χρόνο, η οποία υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία που προσήξε η Εφεσείουσα μέσω του Μ.Ε.3 κ. Κόκκινου.

8.  Είναι, δε, πέραν του εμφανούς από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 κ. Κωνσταντινίδη, με την αξιολόγηση που προέβη, παράλληλα όπου έκρινε αναγκαίο, δικαιολογούσε και γιατί δεχόταν την αντίθετη εκδοχή επί του εξεταζόμενου συγκεκριμένου θέματος που τέθηκε από τον Μ.Υ.2.

9.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντελήφθη ορθά και πλήρως τα επίδικα θέματα, εξέτασε την όλη μαρτυρία ενώπιον του με πληρότητα και δίκαιο τρόπο και εξεδίκασε την υπόθεση σύμφωνα με τις αρχές που έχουν τεθεί από τη νομολογία, αλλά και όπως και το Σύνταγμα και Νόμος ορίζει και ήταν πλήρως αιτιολογημένη.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,

 

Χριστόπουλος v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100,

 

Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255,

 

Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540,

 

Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. v. Α.Ν. Στασής Eστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916,

 

Γλυκύς v. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2319,

 

Παπακοκκίνου κ.ά. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653,

 

Βαριάνου v. Βορκά (2010) 1 Α.Α.Δ. 1541.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5066/2004), ημερομηνίας 28/7/2010.

 

Λ. Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα.

 

[*1890]Ν. Χατζηιωάννου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η Ενάγουσα με τρεις λόγους Έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 28.7.2010 ως εσφαλμένη.

 

Σύμφωνα με αυτούς η εξέταση της υπόθεσης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνιστούσε κακοδικία σε βαθμό που κατέληγε σε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη διότι το Δικαστήριο:

 

(1)  «………αντίκρυσε την υπόθεση της ενάγουσας εσφαλμένα και/ή παρερμήνευσε και/ή δεν την έκρινε ή δεν την αντιλήφθηκε σωστά, όπως ήταν στην πραγματικότητα, δηλαδή ως υπόθεση στην οποία η ενάγουσα παραπονιόταν για συνεχή από το 1983, μέχρι το 1993 άρνηση του εναγόμενου να την προμηθεύσει με επαρκή ποσότητα γάλακτος σε σημείο που στο τέλος της απέκοψε εντελώς την προμήθεια παρά τις σχετικές συμφωνίες.

(2)  ….προέβη σε άνιση/άδικη μεταχείριση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 σε σύγκριση με την μαρτυρία του Μ.Υ.2 κυρίως όσον αφορά την αξιολόγηση τους με βάση την αντεξέταση του καθενός από τους δύο και την αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 σε σύγκριση με την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Y.2.

(3)  ….αποδέχτηκε την εκδοχή του διευθυντού του εναγομένου κ. Μαραγκού, η οποία ήταν έκδηλα αναξιόπιστη και απίθανη και απέρριψε εκείνη του διευθυντού της ενάγουσας που ήταν έκδηλα αξιόπιστη και πολύ λογική εκδοχή χωρίς μάλιστα να δοθεί από το δικαστήριο επαρκής και λογική αιτιολογία.»

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου για την Εφεσείουσα αναλύεται το παράπονο της Εφεσείουσας, που αφορά την εσφαλμένη αποδοχή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο της εκδοχής του Εφεσίβλητου Οργανισμού όπως αυτή τέθηκε από το Διευθυντή του κ. Μαραγκό ενώ θα έπρεπε να αποδεχθεί την εκδοχή της Εφεσείουσας όπως αυτή τέθηκε από το Διευθυντή της κ. Κωνσταντινίδη. Το παράπονο αυτό στηρίζεται στην, κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου, προχειρότητα και χωρίς ορθή αιτιολόγηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά [*1891]την αξιολόγηση της μαρτυρίας των πιο πάνω. Υποστηρίζοντας περαιτέρω τα παραπάνω εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία του κ. Κωνσταντινίδη είναι τεκμηριωμένη με έγγραφα αλλά και σε αναφορά ονομάτων αξιωματούχων που μεσολάβησαν προκειμένου να πετύχει προμήθεια γάλακτος στην Εφεσείουσα. Ο Εφεσίβλητος, δε, ουδεμία μαρτυρία προσήξε προκειμένου να το διαψεύσει. Συνεπώς η θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του κ. Κωνσταντινίδη «χαρακτηρίζεται από αοριστία» δεν είναι ορθή. Προχωρώντας ένα βήμα περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα, εισηγήθηκε ότι η αρχή ότι «η αξιολόγηση των μαρτύρων είναι δουλειά του πρωτόδικου Δικαστηρίου» δεν μπορεί να ερμηνεύεται, όπως δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις έγινε από το Ανώτατο Δικαστήριο, ως αναρμοδιότητα κατ’ έφεση, να επανεξεταστεί η μαρτυρία των μαρτύρων.  Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, βάσει του Νόμου, εξουσία αξιολόγησης της μαρτυρίας και προκειμένου να καταστεί αυτό εφικτό, προχώρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος, να θέσει μέσω του περιγράμματός του στοιχεία της συμπεριφοράς των δύο μαρτύρων, κ.κ. Κωνσταντινίδη και Μαραγκού.

 

Ο Εφεσίβλητος Οργανισμός απορρίπτει όλα τα πιο πάνω και υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.  Περαιτέρω, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον Εφεσίβλητο Οργανισμό, πολλά που έχουν αναφερθεί  από την Εφεσείουσα στο περίγραμμα της δεν ευρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που δόθηκε πρωτόδικα.

 

Θα πρέπει εξ αρχής να λεχθεί ότι:

 

«Παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, που εγγυάται το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, αναιρεί τη δίκη και καθιστά το αποτέλεσμα άκυρο. (Βλ. Psaras & Another v. Republic (1987) 2 C.L.R., 132, Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ., 149, και Ευσταθίου v. Αστυνομίας, (1990) 2 Α.Α.Δ. 294. Κατ’ ανάλογο τρόπο και για παρόμοιους λόγους αποστέρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3 ενέχει τις ίδιες συνέπειες εφόσον η άσκηση τους επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω ή σε αντίθεση με αυτά. (Βλ. Rousos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1437 - βλ. επίσης Rousos and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119, Αίτηση Μαγκάκη, Αρ. 161/90, αποφασίστηκε στις 6/12/90, και Αίτηση Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 35).

 

Το Άρθρο 30 του Συντάγματος είναι προσαρμοσμένο στο κεί[*1892]μενο και το πνεύμα του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία στοχεύει στην οριοθέτηση του πλαισίου της δίκαιης δίκης (fair trial) και την κατοχύρωση των ελάχιστων προϋποθέσεων για την εξασφάλισή της.»

 

………………………………………..……………………..……

 

Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος έχει ως πρότυπο το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που επίσης ενσωματώνεται στο ημεδαπό δίκαιο με τον κυρωτικό Νόμο 39/1962. Η έννοια της δίκαιης δίκης όπως έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξυπακούει δικαίωμα παρουσίας του διαδίκου κατά τη δίκη του, καθώς και ευκαιρίας αντιπαράθεσης τόσο μαρτυρίας όσο και επιχειρηματολογίας προς τις θέσεις του αντιδίκου καθώς και δικαίωμα σχολιασμού της μαρτυρίας που κατατίθεται στο δικαστήριο. (Βλ. Fawcett, "The application of the European Convention on Human Rights, και Jacobs, "The European Convention on Human Rights" αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 6 της Συνθήκης).

 

Στο πλαίσιο του δικού μας δικαστικού συστήματος το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την παροχή λογικής ευκαιρίας για την υποβολή της τελικής αγόρευσης. Άλλη πτυχή της δίκαιης δίκης είναι η παροχή ίσων ευκαιριών στους διαδίκους για ανάπτυξη των θέσεων τους, γνωστή ως ισότητα των όπλων που περιλαμβάνει το δικαίωμα εκάστου διαδίκου να υποβάλει την τελική του αγόρευση.» (βλ. Ανδρέας Γρηγορίου v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222)

 

Η λειτουργία της δικαστικής εξουσίας έξω ή κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 καθιστά το έργο της δικαιοσύνης ατελέσφορο και την απόφαση άκυρη. (Βλ. Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, Χριστόπουλος v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100).

 

Στην Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255 το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετώπισε παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να καθορίσει τη μαρτυρία η οποία απορρίφθηκε και την αντίστοιχη αβεβαιότητα ως προς τη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Το ατελέσφορο της απόφασης, ως προς τα ευρήματα του Δικαστηρίου, την καθιστούσε, όπως έκρινε, ακροσφαλή. Ανάλογες είναι και οι επιπτώσεις από αντίστοιχες παραλείψεις και κενά στη θεώρηση της μαρτυρίας σε πολιτικές [*1893]υποθέσεις.

 

Η υποχρέωση για την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και καθήκον που επιβάλλει το Σύνταγμα. Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος προβλέπει ότι «…… οι αποφάσεις των Δικαστηρίων δέον να είναι αιτιολογημένες».  Τα συστατικά στοιχεία αιτιολογημένης απόφασης προσδιορίζονται περιεκτικά στην Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540 όπου στη σελ. 541 αναφέρεται:

 

The authorities establish that for the requirement of due reasoning, there must be:

 

(a)  An analysis of the evidence adduced in the light of the issues as arising and defined by the pleadings;

 

(b)  Concrete findings as the necessary prelude to the judgment of the Court; and

 

(c) A clear judicial pronouncement indicating the outcome of the case. (Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos, (1969) 1 C.L.R. 235).”

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Το πρώτο είναι η ανάλυση της μαρτυρίας, υπό το φως των επίδικων θεμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται στα δικόγραφα.  Το δεύτερο είναι τα στέρεα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προοίμιο στην απόφαση και το τρίτο είναι η ξεκάθαρη Δικαστική αναγγελία του αποτελέσματος της απόφασης.»

 

Στην Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.α. v. Α.Ν. Στασής Eστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916 το Εφετείο παραμέρισε πρωτόδικη απόφαση για το λόγο ότι δεν ήταν αιτιολογημένη και κατά συνέπεια αφίστατο  των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, τα οποία καθορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Ανάλογη υπήρξε η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς τις συνέπειες αναιτιολόγητης δικαστικής απόφασης στην Γλυκύς v. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2319.

 

Στην Παπακοκκίνου κ.ά. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1653 γίνεται μια ευρεία ανασκόπιση της νομολογίας αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το θέμα επέμβασης του Εφετείου στην [*1894]αξιολόγηση και ευρήματα που προβαίνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Το σχετικό μέρος έχει ως ακολούθως:

 

«Σχετικά με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά στη Λευκαρίτη και Άλλων v. Long Beach Hotels Ltd και Άλλου, Long Beach Hotels Ltd και Άλλου, v. Λευκαρίτη και Άλλων (2000) 1 Α.Α.Δ. 194, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 207 και 208:

 

"Aναφορικά με τις αρχές επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπάρχει εκτενής νομολογία. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Πελεκάνου v. Πελεκάνου και Άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 912 στη σελ. 918:

 

"Η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη (Βλ. Neocleous and Another v. Christodoulou (1979) 1 C.L.R. 714. Epiphaniou v. Hadjigeorghiou (1982) 1 C.L.R. 609, Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182, Μόδεστος Πίτσιλλος v. Δ. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691, Αριστείδου v. Λοζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, Λεοντίου v. Μωσαϊκή Μ.Α.Σ. Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 351)."

 

Ανάλογες αρχές ισχύουν και για ευρήματα αξιοπιστίας.  (Βλ. Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286, Aγησιλάου v. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713).

 

Οι αρχές επέμβασης στα συμπεράσματα πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν επίσης αποτελέσει αντικείμενο νομολογίας. Σχετικά παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα στην υπόθεση Koudellaris v. Christoforou and others (1975) 1 C.L.R. 366 στη σελ. 372:

 

"Τhe principles on which the Court of Appeal acts on hearing appeals turning on inferences, have been expounded in a number of cases, both in England and by this Court, and we think it convenient to state that an appellate Court has jurisdiction to review the record of the evidence in order to determine whether the conclusion originally reached upon that [*1895]evidence should stand; but this jurisdiction has to be exercised with caution. Per Viscount Simon in Watt or Thomas v. Thomas [1947] A.C. 484 at p. 486.

 

The Court should be 'satisfied that any advantage enjoyed by the trial judge by reason of having seen and heard the witnesses, could not be sufficient to explain or justify the trial judge's conclusion' (Per Lord Thankerton in Watt v. Thomas (supra) at p. 488) before it disturbs its findings of fact. On the dispute,but the case rests on the inference to be drawn from them, an appellate Court is in as good a position as the trial judge to decide the case. (Per Lord Wright in Powell v. Streatham Manor Bursing Home [1935] A.C. 243 at p. 267."

 

Σχετικό είναι επίσης και το πιο κάτω απόσπασμα από την Poustobaev Vladimir v. Stavrou και Lion Insurance Agency Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2010 από τις σελ. 2014 και 2015:

 

Επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται εκτός αν το Εφετείο ικανοποιηθεί ότι αυτά δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολο της, ή ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής. Πρωταρχική ευθύνη για διαπίστωση των γεγονότων έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους. Όπου όμως τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας, τέτοια επέμβαση δικαιολογείται (βλ. μεταξύ άλλων Erimoudis Estates Ltd v. Χριστοδουλίδου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 926, Μαυρίδης ν Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Θεοδώρου ν Θεοδώρου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 253).

 

Περαιτέρω, στην Ιοannου v. Μavridou (1972) 1 C.L.R. 107, λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ.111:

 

"Τhe approach of this Court in such matters is well settled both as regards the question of findings of fact and the credibility of witnesess which are within the province of the trial judge.  Needless to say that, from the trend of the authorities that does not mean that, if the reasoning behind the trial Judge's findings is wrong, this Court will not interfere  with such findings."

 

Επίσης στην Kyriacou v. A. Kortas & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 551 λέχθηκε ότι για να επέμβει το Εφετείο σε θέματα [*1896]ευρημάτων αξιοπιστίας "it must be shown that the trial Judge was wrong in evaluating the evidence and the onus is on the appellant to pursuade the Court that that is so." (σελ.553). (Αρτέμης, Δ.).»

 

Έχοντας υπόψιν τις πιο πάνω νομικές αρχές θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε και τους τρεις λόγους έφεσης περί κακοδικίας και εσφαλμένης αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφόσον είναι αλληλένδετοι και αφορούν ουσιαστικά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 κ. Κωνσταντινίδη.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία τα επίδικα θέματα καθορίζονται από τα δικόγραφα και όχι απ’  ότι εισηγείται η μαρτυρία οποιουδήποτε μάρτυρα. Ούτε είναι επιτρεπτό σε διάδικο κατά τη δίκη να προβάλλει ζητήματα και θέσεις που δεν έχουν δικογραφηθεί προηγουμένως, παρέχοντας έτσι σε αυτόν την ευκαιρία να ελίσσεται κατά το δοκούν. (Βλ. Βαριάνου v. Βορκά (2010) 1 Α.Α.Δ. 1541)

 

Η Εφεσείουσα/Ενάγουσα με την Έκθεση Απαιτήσεως της δικογράφησε δύο αιτίες αγωγής. Στην παράγρ. 11 ισχυρίζεται ότι ο Εφεσίβλητος/Εναγόμενος Οργανισμός στις «28.5.1988 κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων που απόρρεαν τόσο από τις κύριες συμφωνίες όσο και από τις συμφωνίες διακανονισμού και/ή εκμεταλλευόμενος τη θέση του, ως κατέχων δεσπόζουσα θέση στην αγορά γάλακτος κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 6 του Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989, Ν.207/1989, με επιστολές του πληροφόρησε την Ενάγουσα ότι θα διέκοπτε την παροχή γάλακτος προς την Ενάγουσα λόγω των οικονομικών υποχρεώσεων της Ενάγουσας προς τον Εναγόμενο, εκτός εάν γίνονταν περαιτέρω διακανονισμοί για την αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού από την Ενάγουσα προς τον Εναγόμενο.». Η δεύτερη καταγράφεται στην παράγρ. 19 της Έκθεσης Απαιτήσεως και έχει ως ακολούθως:

 

«19. Ο Εναγόμενος κατά ή περί τον Ιούλιο του 1991 παράνομα και/ή αδικαιολόγητα και κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων και/ή εκμεταλλευόμενος τη δεσπόζουσα θέση στην αγορά γάλακτος κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 6 του Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989, Ν.207/1989 ετερμάτισε τόσο τις κύριες συμφωνίες  διακανονισμού και/ή την επαγγελματική σχέση και/ή συνεργασία με την Ενάγουσα αρνούμενος να παραχωρήσει στην [*1897]Ενάγουσα την συμφωνηθείσα ποσότητα γάλακτος καθημερινά και/ή οποιεσδήποτε ημέρες της εβδομάδας και/ή αρνούμενος να παραχωρήσει οιανδήποτε ποσότητα γάλακτος στην Ενάγουσα.»

 

Αναφορικά με την πρώτη αιτία ο Μ.Ε.1 κ. Κωνσταντινίδης δήλωσε αντεξεταζόμενος ότι με παρέμβαση του τότε Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας συμφωνήθηκε διακανονισμός για περαιτέρω συνεργασία των δύο διαδίκων για παροχή γάλακτος εις την Ενάγουσα. Στις 9.7.1988 ακολούθησε γραπτή συμφωνία των μερών, Τεκμήριο 12, γι’ αγορά από τον Εφεσίβλητο ποσότητα χαλλουμιού γι’ αποπληρωμή «μέρους χρεωστικού υπολοίπου» για το οποίο υπεύθυνη ήταν η Εφεσείουσα.

 

Εν συνεχεία στις 26.8.1988 συνήφθη νέα συμφωνία μεταξύ των μερών για αποπληρωμή οφειλών της Εφεσείουσας και παροχή γάλακτος από τον Εφεσίβλητο (Τεκμήριο 30).

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 21 της απόφασης του αντιμετώπισε το όλο θέμα - και πολύ ορθά κατά τη γνώμη μας, ως ακολούθως:

 

«Είναι αρκετό επί του προκειμένου να επισημανθεί ότι, παρά τις συμφωνίες διακανονισμού, το χρέος της ενάγουσας εξακολουθούσε να είναι σε ψηλά επίπεδα μέχρι και το 1988 και μειώθηκε τα επόμενα δύο χρόνια ως αποτέλεσμα των αγορών χαλουμιών που έκαμε ο Οργανισμός από την ενάγουσα για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς. Εν πάση περιπτώσει, ό,τι τελικά έχει σημασία για την υπόθεση είναι η τελευταία συμφωνία που συνήψαν οι διάδικοι μετά την παρέμβαση του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας μέσα στο 1988.  Πρόβλεπε ότι ο Οργανισμός θα συνέχιζε να χορηγεί στην ενάγουσα γάλα, νοουμένου ότι η ενάγουσα θα προπλήρωνε την αξία του και περαιτέρω θα κατέβαλλε κάθε φορά και 25% της εν λόγω αξίας έναντι του χρέους της. Είναι αυτή η συμφωνία που ήταν σε ισχύ το 1991 κι  αυτή και μόνο θα πρέπει να έχει υπόψη του το Δικαστήριο κατά την εξέταση της θέσης της ενάγουσας ότι τότε ο Οργανισμός, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, της διέκοψε την παροχή γάλατος. Επομένως οι οποιεσδήποτε προγενέστερες συμφωνίες είναι σε τελευταία ανάλυση χωρίς σημασία και η προσοχή του Δικαστηρίου θα πρέπει να επικεντρωθεί στην παράβαση ή όχι από τον Οργανισμό αυτής και μόνο της συμφωνίας.»

 

[*1898]Η συμφωνία δε που βρήκε το Δικαστήριο ότι ίσχυε κατά τον ισχυριζόμενο χρόνο παράβασης της καταγράφεται στη σελ. 20 της απόφασης. Μεταφέρεται αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Βρίσκω, επομένως, ότι η μόνη συμφωνία που έγινε μεταξύ του Οργανισμού και της ενάγουσας - όπως και με τις άλλες γαλακτοκομικές βιομηχανίες - ήταν να της χορηγείται γάλα με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα ήταν συνεπής στις οικονομικές της υποχρεώσεις, όπως είναι και η σχετική μαρτυρία του ΜΥ.2 την οποία και αποδέχομαι.»

 

Το εύρημα αυτό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με την παρούσα Έφεση. Πολύ ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε, ως αποτέλεσμα, να εξετάσει τις αποδιδόμενες στον Εφεσίβλητο παραβάσεις όπως και τις αξιούμενες αποζημιώσεις.

 

Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις της Εφεσείουσας, (βλ. παράγρ 19 της Έκθεσης Απαίτησης) αποδίδεται στον Εφεσίβλητο ότι:

 

«αρνείτο να παραχωρήσει στην Ενάγουσα την συμφωνηθείσα ποσότητα γάλακτος καθημερινά και/ή οποιεσδήποτε ημέρες της εβδομάδας και/ή αρνούμενος να παραχωρήσει οιανδήποτε ποσότητα γάλακτος στην Ενάγουσα.»

 

Ποια ήταν η συμφωνία των μερών και οι λεπτομέρειες της αναφέρονται νωρίτερα στην απόφαση μας σελ. 14-15.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις αποδιδόμενες παραβάσεις της άνω συμφωνίας όπως αυτές διατυπώθησαν μέσω της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 κ. Κωνσταντινίδη, μέσα στα πλαίσια της αξιολόγησης και αναφέρει τ’ ακόλουθα στις σελ. 22-23 της απόφασης του:

 

«Ο Οργανισμός κατά παράβαση της πιο πάνω συμφωνίας σταμάτησε περί τον Ιούλιο του 1991 να χορηγεί γάλα στην ενάγουσα έκδηλα δεν ευσταθεί. Παρατηρούνται συναφώς τα ακόλουθα:-

 

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τέλος του 1990 το συμβόλαιο που είχε ο Οργανισμός με την Εθνική Φρουρά, και το οποίο ανάθεσε στην ενάγουσα να το εκτελέσει, έληξε. Με τη λήξη του συμβολαίου ο ΜΕ.1 σταμάτησε να ζητά για την ενάγουσα γάλα και μέχρι 31.7.1991 - όπως ο ίδιος βεβαιώνει στη [*1899]δήλωση του ημερ. 2.8.91 (τεκμ. 34) - ό,τι γάλα παρέλαβε ήταν για λογαριασμό της εταιρείας PANTARTIS που λειτουργούσε στα υποστατικά της ενάγουσας. Επί του προκειμένου ο ΜΕ.1 ισχυρίσθηκε ότι δεν ήταν δυνατό να έγινε κάτι τέτοιο γιατί τότε η εταιρεία του έκαμνε εξαγωγές χαλουμιών.  Δεν παρουσίασε όμως κανένα στοιχείο ότι από 1.1. μέχρι 31.7.91 εφοδιάσθηκε από τον Οργανισμό έστω και μια φορά γάλα και το ερώτημα που εγείρεται είναι πού έβρισκε η ενάγουσα το γάλα για να κατασκευάζει τότε χαλούμια. Η απάντηση κατά την άποψη μου είναι απλή: Είτε με τη λήξη του συμβολαίου της Εθνικής Φρουράς η ενάγουσα ανέστειλε τις εργασίες της και δεν ήταν σε θέση να κάμνει εξαγωγές, είτε το γάλα που προμηθευόταν ο ΜΕ.1 για λογαριασμό της PANTARTIS το χρησιμοποιούσε η ενάγουσα, κάτι που μπορεί να εξαχθεί και από την απόπειρα της να εμβάσει στον Οργανισμό το ποσό των Λ.Κ.4.611,21 για αγορές που έκαμε μέσα στον Ιούλιο (τεκμ. 34-38). Όμως, όποιο από τα δύο κι   αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα παραμένει ως γεγονός ότι  μέσα στο 1991 η ενάγουσα ζήτησε από τον Οργανισμό γάλα δύο μόνο φορές, στις 2 και 18.8, το οποίο και της χορηγήθηκε και μάλιστα - τουλάχιστο στη μία περίπτωση - χωρίς να γίνει αποκοπή του 25%. Επισημαίνεται συναφώς ότι η κατάσταση αυτή δεν επιβεβαιώνεται μόνο από τη μαρτυρία των μαρτύρων του Οργανισμού, την οποία ανεπιφύλακτα αποδέχομαι, αλλά και από τη μαρτυρία του Κόκκινου (ΜΕ.3) και την έκθεση του τεκμ. 10, η οποία έγινε εκατέρωθεν αποδεκτή και στη βάση της οποίας εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση ημερ. 13.3.98 (τεκμ.33). Έπεται ότι καθόλο το 1991 ο ΜΕ.1 μόνο δύο φορές ζήτησε γάλα για την ενάγουσα - το οποίο και του χορηγήθηκε - κατάληξη που εκθεμελιώνει τον ισχυρισμό του ότι τότε ο Οργανισμός κατά παράβαση των συμφωνηθέντων ή του Νόμου περί Ανταγωνισμού σταμάτησε να χορηγεί στην εταιρεία του γάλα. Όπως εκθεμελιώνεται και ο εξωδικογραφημένος ισχυρισμός του ότι, τελικά, η διακοπή της παροχής γάλατος έγινε το Μάιο του 1993. Τέτοια διακοπή δεν έγινε και δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η διαφοροποίηση της μαρτυρίας του ΜΕ.1 επί του θέματος ήταν αποτέλεσμα και του γεγονότος ότι τα σχετικά τιμολόγια (τεκμ.39α-39στ) φέρουν την υπογραφή του και μάλιστα για τα έτη αυτά ο Οργανισμός δεν απόκοπτε και το συμφωνηθέν 25% και, τέλος

 

Γενικά η μαρτυρία του ΜΕ.1 επί του θέματος χαρακτηρίζεται από αοριστία και σ’ αυτή δεν εντοπίζεται ίχνος μαρτυρίας πότε συγκεκριμένα, είτε μέσα στο 1991 είτε στα επόμενα χρόνια, [*1900]ζήτησε να του χορηγηθεί γάλα και ο Οργανισμός αρνήθηκε.»

 

Παρατηρούμε, συνεπώς ότι ο Πρωτόδικος Δικαστής στηρίχθηκε σε αποδεκτή έγγραφη μαρτυρία, δηλώσεις του ιδίου του Μ.Ε.1, μαρτυρία που προσήξε η Εφεσείουσα (βλ. Μ.Ε.3) και αναμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα προκειμένου να καταλήξει στα ευρήματα και διαπιστώσεις του. Με δεδομένα τα πιο πάνω σε καμία περίπτωση η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι παράλογη ή αυθαίρετη ή δεν υποστηρίζεται από αξιόπιστη μαρτυρία ή δεν είναι πλήρης ώστε να δύναται το Εφετείο να επέμβει. Η απομόνωση υπό του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα της φράσης που χρησιμοποίησε στο τέλος της αξιολόγησης της μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο και συγκεκριμένα «Γενικά η μαρτυρία του Μ.Ε.1 επί του θέματος χαρακτηρίζεται από αοριστία….» δεν αντικατοπτρίζει την ορθή διάσταση της αξιολόγησης που προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό αφιέρωσε μεγάλο μέρος της απόφασης του για το σκοπό αυτό, ήτοι από τη σελ. 19 μέχρι και τη σελ. 23, εξετάζοντας όλα τα σχετικά με τα επίδικα θέματα μέρη της μαρτυρίας του Μ.Ε.1. Με την απόρριψη δε της εκδοχής που παρουσίασε ο Μ.Ε.1 δεν παρέμεινε οτιδήποτε άλλο ενώπιον του Δικαστηρίου παρά η εκδοχή του Μ.Υ.2 κ. Α. Μαραγκού, Διευθυντή του Εφεσίβλητου Οργανισμού κατά τον ουσιώδη χρόνο, η οποία υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία που προσήξε η Εφεσείουσα μέσω του Μ.Ε.3 κ. Κόκκινου.  Είναι, δε, πέραν του εμφανούς από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 κ. Κωνσταντινίδη, με την αξιολόγηση που προέβη, παράλληλα όπου έκρινε αναγκαίο, δικαιολογούσε και γιατί δεχόταν την αντίθετη εκδοχή επί του εξεταζόμενου συγκεκριμένου θέματος που τέθηκε από τον Μ.Υ.2.  (Βλέπε τέλος της παραγρ. 1 στη σελ. 20 και τέλος της παραγρ. 4 στη σελ. 22 της Πρωτόδικης απόφασης.)

 

Είναι η κατάληξη μας ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντελήφθη ορθά και πλήρως τα επίδικα θέματα, εξέτασε την όλη μαρτυρία ενώπιον του με πληρότητα και δίκαιο τρόπο και εξεδίκασε την υπόθεση σύμφωνα με τις αρχές που έχουν τεθεί από τη νομολογία, αλλά και όπως και το Σύνταγμα και Νόμος ορίζει και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Η Έφεση, ως αποτέλεσμα, απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο