Εύζωνος Πανίκος ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 2146

ECLI:CY:AD:2016:A430

(2016) 1 ΑΑΔ 2146

[*2146]15 Σεπτεμβρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΙΚΟΣ ΕΥΖΩΝΟΣ,

 

Εφεσείων-Εναγόμενος 2,

 

v.

 

ΦΙΛΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2011)

 

 

Πολιτική Δικονομία ― Άδεια εκτέλεσης  απόφασης, λόγω παρέλευσης έξι ετών από την ημερομηνία έκδοσής της ― Διάταξη 40 θ.8 ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης για παραχώρηση άδειας εκτέλεσης για περίοδο δύο χρόνων ― Το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με υποδειγματικό τρόπο ― Απόφανση Εφετείου ότι δεν εντοπιζόταν τέτοια καθυστέρηση ή συμπεριφορά από πλευράς Εφεσιβλήτων που να ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη αδράνεια, αδιαφορία ή με κατάχρηση ή περιφρόνηση των δικαστικών διαδικασιών.

 

Πολιτική Δικονομία ― Άδεια εκτέλεσης απόφασης, λόγω παρέλευσης έξι ετών από την ημερομηνία έκδοσής της ― Διάταξη 40 θ.8 ― Εφαρμοστέες αρχές ― Αφ’ ενός μια απόφαση δεν μπορεί να παραμένει ανεκτέλεστη για απεριόριστο χρόνο, με αποτέλεσμα ο εξ αποφάσεως οφειλέτης να παραμένει υπόλογος για ανάλογο απεριόριστο χρόνο και από την άλλη, η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων είναι στοιχείο που συναρτάται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας ― Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται άμεσα από την αποτελεσματικότητά της ― Το δικαστήριο προτού παρατείνει την περίοδο για εκτέλεση δικαστικής απόφασης, θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι ένα τέτοιο μέτρο είναι εμφανώς δίκαιο.

 

[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

[*2147]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος AE v. Κωνσταντίνου (2000) 1(B) Α.Α.Δ. 1034,

 

Αδελφοί Θράσου και Συνεργάτες v. Βασιλαρά κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 830,

 

Duer v. Frazer [2001] 1 WLR 919.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο 2 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πετάση-Κορφιώτη, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5087/1992), ημερομηνίας 17/6/2011.

 

Στ. Στυλιανού, για τον Εφεσείοντα.

 

Ι. Ηλιάδου (κα) για Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔικαστΗριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι, στις 10.2.1998 εξασφάλισαν ξεχωριστές αποφάσεις εναντίον τριών προσώπων. Ένας από αυτούς ήταν και ο Εφεσείων, εναντίον του οποίου εξεδόθη ξεχωριστή απόφαση για ποσό Λ.Κ.12.240 με τόκο 9% ετησίως από 10.2.1998 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Δόθηκε αναστολή εκτέλεσης της απόφασης με όρους πληρωμής μηνιαίων δόσεων.

 

Στις 2.3.2011 οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν άδεια του δικαστηρίου για εκτέλεση της πιο πάνω απόφασης, λόγω παρέλευσης έξι ετών από την ημερομηνία έκδοσής της. Η αίτηση αρχικά αφορούσε και τα άλλα δύο πρόσωπα, αλλά τελικά περιορίστηκε στον Εφεσείοντα. Να σημειωθεί ότι προηγήθηκε και άλλη παρόμοια αίτηση στις 23.3.2004 στην οποία εξεδόθη σχετικό διάταγμα στις 22.4.2004.

 

Ο Εφεσείων καταχώρησε ένσταση στην τελευταία αίτηση, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ακροαματική διαδικασία. Το δικαστήριο αφού εξέτασε τη Δ.40 θ.8 και τη σχετική κυπριακή και αγγλική νομολογία για την παραχώρηση άδειας για εκτέλεση απόφασης, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της [*2148]αίτησης, με αποτέλεσμα να παραχωρηθεί στους Εφεσίβλητους άδεια εκτέλεσης της απόφασης, σε σχέση με τον Εφεσείοντα για περίοδο 2 χρόνων.

 

Ο Εφεσείων με δύο λόγους έφεσης αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση.  Με τον πρώτο θεωρεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ των Εφεσιβλήτων, κρίνοντας ότι η συμπεριφορά των Εφεσιβλήτων ως εκ της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στο να ζητήσουν τη σχετική θεραπεία, δεν ήταν καταχρηστική και περιφρονητική της δικαστικής διαδικασίας. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης θεωρούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε βαρύτητα σε θέματα τα οποία δεν καλύπτονταν και δεν δικαιολογούνταν από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου μέσα από τις ένορκες δηλώσεις.

 

Προτού προχωρήσουμε για να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης, που αφορά στο παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχε καθυστέρηση εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα μέτρα που έλαβαν οι Εφεσίβλητοι, όπως αυτά συνοψίζονται στη σελίδα 7 της πρωτόδικης απόφασης:-

 

«- Στις 8.12.2000 οι Ενάγοντες καταχώρησαν ένταλμα για την εκποίηση της κινητής περιουσίας των Εναγομένων αρ. 2, 3 και 4 το οποίο επιστράφηκε ανεκτέλεστο.

- Στις 3.10.2001 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση έρευνας εναντίον των Εναγομένων αρ. 2, 3 και 4. Η αίτηση αποσύρθηκε άνευ βλάβης του δικαιώματος καταχώρησης νέας αίτησης σε σχέση με τον Εναγόμενο αρ. 4 στις 20.5.2003 και σε σχέση με τον Εναγόμενο αρ. 2 στις 20.6.2003. Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 20.6.2003, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα όπως ο Εναγόμενος αρ. 3 πληρώνει το ποσό των £150,00 μηνιαίως από 1.7.2003 και ακολούθως την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα μέχρι εξοφλήσεως του εξ αποφάσεως χρέους και εξόδων.

- Την 24.5.2004 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για είσπραξη του ποσού των £1,650 (καθυστερημένες δόσεις 1.7.2003-1.5.2004) ως χρηματική ποινή που επιβλήθηκε σε ποινική υπόθεση και στις 2.7.2004 εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα με αναστολή εκτέλεσης μέχρι την 1.10.2004.

- Την 21.2.2005 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για είσπραξη του ποσού των £1.350 (καθυστερημένες δόσεις 1.6.2004-1.2.2005) ως χρηματική ποινή που επιβλήθηκε σε ποινική υπόθεση και στις 30.3.2005 εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα με αναστολή εκτέλεσης μέχρι 30.5.2005.

[*2149]- Στις 26.6.2003 οι Ενάγοντες καταχώρισαν επί της περιουσίας του Καθ’ ου η αίτηση το ΜΕΜΟ του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού με αρ. ΕΒ713/2003.

- Στις 23.3.2009 οι Ενάγοντες καταχώρισαν αίτηση για παράταση του χρόνου εγγραφής του ΜΕΜΟ με αρ. ΕΒ713/2003 από 26.6.2009-26.6.2011 και στις 4.5.2009 εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα.»

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα καθώς και το γεγονός ότι ο Εφεσείων ουδέν ποσό πλήρωσε έναντι του εξ αποφάσεως χρέους του, έχουμε καταλήξει ότι οι δύο λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Κατά την άποψή μας, ο Εφεσείων ερμηνεύει τη σχετική νομολογία πολύ στενά, αγνοώντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αποφασίζει ανάλογα με τα περιστατικά που έχει ενώπιον του. Το δικαστήριο εξετάζοντας αίτηση δυνάμει της Δ.40 θ.8, λαμβάνει υπόψη από τη μια ότι μια απόφαση δεν μπορεί να παραμένει ανεκτέλεστη για απεριόριστο χρόνο, με αποτέλεσμα ο εξ αποφάσεως οφειλέτης να παραμένει υπόλογος για ανάλογο απεριόριστο χρόνο και από την άλλη, ότι η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων είναι στοιχείο που συναρτάται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος AE v. Κωνσταντίνου (2000) 1(B) Α.Α.Δ. 1034 και Αδελφοί Θράσου και Συνεργάτες ν. Βασιλαρά κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 830, στις οποίες έκανε αναφορά η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται άμεσα από την αποτελεσματικότητά της. Βέβαια, σύμφωνα με καλά εδραιωμένη νομολογιακή αρχή, το δικαστήριο προτού παρατείνει την περίοδο για εκτέλεση δικαστικής απόφασης, θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι ένα τέτοιο μέτρο είναι εμφανώς δίκαιο (βλ. Duer v. Frazer [2001] 1 WLR 919).

 

Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με υποδειγματικό τρόπο και κανένα από τα παράπονα του Εφεσείοντα δεν δικαιολογείται. Δεν έχουμε εντοπίσει τέτοια καθυστέρηση ή συμπεριφορά από πλευράς Εφεσιβλήτων που να ισοδυναμεί με αδικαιολόγητη αδράνεια, αδιαφορία ή με κατάχρηση ή περιφρόνηση των δικαστικών διαδικασιών, όπως ισχυρίζεται ο Εφεσείων.

 

Ως προς το δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε κάθε δικαίωμα να αντλήσει στοιχεία από το φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος ήταν ενώπιόν του και δεν συμφωνούμε ότι τα στοιχεία αυτά ήταν άσχετα. Όπου το δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια, κάθε στοιχείο έχει τη δική του σημασία και [*2150]κανένας περιορισμός δεν μπορεί να τεθεί νοουμένου ότι το δικαστήριο ασκεί ευλόγως τη διακριτική του ευχέρεια, όπως στην προκειμένη περίπτωση.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσιβλήτων.  Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο