Ι + Α Φιλίππου Αρχιτέκτονες και Άλλοι (Αρ. 1) (2016) 1 ΑΑΔ 2218

ECLI:CY:AD:2016:D441

(2016) 1 ΑΑΔ 2218

[*2218]

22 Σεπτεμβρίου, 2016

 

(ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στής)

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964

ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. Ι + Α ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ 2. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΟΡΦΑΝΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ 3. ΑΝΔΡΕΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΔΙ’ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙ’ ΕΚΔΟΣΙΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

EΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ ΑΡ. 6187/2008 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΙΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11.8.2016 (ΑΡ. 1).

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 100/2016)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Πολιτική Δικονομία ― Αναβολή ακρόασης ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με την οποία θα επιδιωκόταν η ακύρωση απορριπτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε αίτημα αναβολής ― Η ευχέρεια αναβολής ασκείται δικαστικά  εμπίπτοντας στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, της οποίας τυχόν εσφαλμένη άσκηση ελέγχεται με έφεση και όχι με καταφυγή στην εφεδρεία των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Προνομιακά εντάλματα ― CertiorariΕφαρμοστέες αρχές ― Στο δι[*2219]καιοδοτικό πλαίσιο των προνομιακών ενταλμάτων δεν εμπίπτει ο έλεγχος της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατωτέρου Δικαστηρίου και ειδικότερα σε ότι αφορά την άρνηση χορήγησης αναβολής, έστω και αν αυτή θα συνιστούσε παραβίαση των θεσμίων της δίκαιης δίκης όπως διασφαλίζονται από το Σύνταγμα ― Η έφεση δεν αποτελεί απλώς εναλλακτικό, αλλά το μόνο προσφερόμενο ένδικο μέσο.

 

[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της.]

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068,

 

Σιτανάρη (2008) 1 Α.Α.Δ. 631,

 

Γρηγορίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222.

 

Αίτηση.

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για Δ. Μιχαηλίδη, για τους αιτητές.

 

Cur. adv. vult.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στις 11.8.2016 ήταν ορισμένη ενώπιον Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η αγωγή 6187/2005 για τελικές γραπτές αγορεύσεις. Ο δικηγόρος κ. Κατσουρίδης, που είχε εμφανιστεί  για εναγόμενους 1 και 3 εκ μέρους του κ. Χρ. Τριανταφυλλίδη για κ. Δ. Μιχαηλίδη,  ζήτησε αναβολή, αναφέροντας ότι ο κ. Τριανταφυλλίδης ήταν απασχολημένος μέχρι το τέλος Ιουλίου ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου και μετέπειτα στο Ανώτατο Δικαστήριο για ζητήματα Νομικού Ερωτήματος. Ο δε κ. Δ. Μιχαηλίδης απουσίαζε λόγω θερινής άδειας. Γι’ αυτούς τους λόγους, ανέφερε, δεν κατέστη δυνατό να ετοιμαστεί η γραπτή αγόρευση και ζητήθηκε περαιτέρω χρόνος.  Σημειώνεται ότι, όπως αναφέρεται από το Δικαστήριο στο πρακτικό της ημέρας εκείνης, ο κ. Τριανταφυλλίδης που ήταν αρχικώς ο δικηγόρος των εναγομένων 1 και 3, είχε στο παρελθόν αποσυρθεί και την υπεράσπισή τους είχε αναλάβει ο κ. Μιχαηλίδης, ο οποίος όμως είχε δηλώσει σε προηγούμενη δικάσιμο ότι την αγόρευση θα την ετοίμαζε ο κ. Τριανταφυλλίδης [*2220]εκ μέρους του.

Ο δικηγόρος της άλλης πλευράς άφησε το ζήτημα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, σημειώνοντας όμως ότι από πλευράς του είχε δηλωθεί ετοιμότητα από την πρώτη ημερομηνία που ορίστηκε η υπόθεση για αγορεύσεις.

 

Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι είχε και την προηγούμενη φορά υποβληθεί αίτημα για αναβολή των αγορεύσεων και ότι είχε από τότε υποδειχθεί ότι η υπόθεση, μια αγωγή του 2005, ήταν ιδιαίτερα καθυστερημένη και ότι δόθηκε μια τελευταία ευκαιρία στους δικηγόρους των εναγομένων 1 και 3 να ετοιμαστούν για τις τελικές αγορεύσεις. Αρνήθηκε το αίτημα για αναβολή υποδεικνύοντας ότι τα επιχειρήματα των εναγομένων 1 και 3 θα μπορούσαν να προβληθούν προφορικά χωρίς την ανάγκη να υποβληθεί γραπτή αγόρευση.

 

Ακολούθως, ο δικηγόρος των εναγόντων παρουσίασε τη γραπτή αγόρευσή του και προέβη σε κάποια διευκρίνιση. Στη συνέχεια είναι που ο κ. Κατσουρίδης ζήτησε ολιγόλεπτη διακοπή για να ενημερώσει τον κ. Τριανταφυλλίδη για το κατά πόσο θα μπορούσε να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να προβεί σε προφορική αγόρευση. Ο κ. Διομήδους, για τους ενάγοντες, υπέδειξε ότι θα έπρεπε να αγορεύσει πρώτος ο κ. Τριανταφυλλίδης γιατί εκπροσωπούσε την πλευρά που είχε καλέσει τελευταία μαρτυρία. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το ζήτημα είχε ήδη αποφασιστεί και επεφύλαξε την απόφασή του.

 

Την παραπάνω ενέργεια επιχειρούν να προσβάλουν τώρα οι εναγόμενοι ζητώντας άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari. Προβάλλουν τρεις λόγους. Πρώτον ότι υπάρχει έκδηλη παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης καθότι στέρησε από το δικηγόρο των αιτητών τη δυνατότητα να αγορεύσει. Δεύτερον, υπάρχει έκδηλο νομικό σφάλμα επί του πρακτικού το οποίο συνίσταται στο ότι το Δικαστήριο αποφάσισε και/ή διέταξε όπως ο δικηγόρος των εναγόντων αγορεύσει πρώτος παραγνωρίζοντας ότι η πλευρά των εναγομένων προσκόμισε μαρτυρία τελευταία και επομένως όφειλε να αγορεύσει πρώτη. Επίσης, το Δικαστήριο αρνήθηκε την αναβολή παραγνωρίζοντας το γεγονός πως η υπόθεση ήταν ορισμένη εντός της περιόδου των διακοπών του Δικαστηρίου και ο διορισμένος δικηγόρος των εναγομένων βρισκόταν σε διακοπές. Το τελευταίο αυτό ζήτημα δεν προωθήθηκε στην τελική επιχειρηματολογία. Τρίτον, η γραπτή αγόρευση των εναγόντων δεν αναγνώστηκε με αποτέλεσμα ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσω[*2221]πούσε το δικηγόρο των εναγομένων να κληθεί να αγορεύσει χωρίς να γνωρίζει τι ανέφερε ο δικηγόρος των εναγόντων.

 

Η ουσία της δικαστικής πράξης, της οποίας επιδιώκεται η ακύρωση, είναι η απόρριψη του αιτήματος αναβολής για να καταχωριστεί η γραπτή αγόρευση εκ μέρους των εναγομένων. Το Δικαστήριο, αντί τούτου, υπέδειξε τη δυνατότητα προφορικής αγόρευσης, χωρίς όμως την έγκαιρη ανάλογη αντίδραση. Ακολούθησε η παρουσίαση της γραπτής αγόρευσης των εναγόντων.  Τότε μόνο ήταν που υποβλήθηκε το αίτημα για διακοπή ώστε να διερευνηθεί η δυνατότητα προφορικής αγόρευσης για τους εναγόμενους. Τότε όμως, ό,τι απέμενε ήταν να επιφυλαχθεί η απόφαση, όπως και έγινε. Είναι υπ’ αυτή την έννοια που, ως άνω, η ουσία έγκειται στην άρνηση να δοθεί αναβολή.

 

Η ευχέρεια αναβολής ασκείται δικαστικά (Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068) εμπίπτοντας στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, της οποίας τυχόν εσφαλμένη άσκηση ελέγχεται με έφεση και όχι με καταφυγή στην εφεδρεία των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αίτηση Λοϊζου Μιχάλη Σιτανάρη (2008) 1 Α.Α.Δ. 631). Στα πλαίσια έφεσης ήταν που διαπιστώθηκε η στέρηση δικαιώματος διαδίκου να υποβάλει την τελική αγόρευσή του λόγω μη αιτιολογημένης χορήγησης αναβολής, με συνεπαγόμενη ακύρωση του αποτελέσματος στην υπόθεση Γρηγορίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών εισηγήθηκε ότι η έφεση δεν προσφέρεται, επειδή η ανατροπή κατόπιν έφεσης της απόφασης που στο μεταξύ θα εκδοθεί, αν δεν παρέμβει τώρα το Ανώτατο Δικαστήριο με προνομιακό διάταγμα, θα έχει ως αποτέλεσμα να ακολουθήσουν αγορεύσεις με τους δικηγόρους να γνωρίζουν την απόφαση του Δικαστηρίου και τον τρόπο που ο Δικαστής σκέφθηκε. Το ενδεχόμενο όμως αυτό δεν μεταβάλλει τα δικαιοδοτικά πλαίσια αίτησης όπως η παρούσα, στα οποία δεν εμπίπτει ο έλεγχος της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατωτέρου Δικαστηρίου και ειδικότερα σε ότι αφορά την άρνηση χορήγησης αναβολής, έστω και αν αυτή θα συνιστούσε παραβίαση των θεσμίων της δίκαιης δίκης όπως διασφαλίζονται από το Σύνταγμα. Η έφεση δεν αποτελεί απλώς εναλλακτικό, αλλά το μόνο προσφερόμενο ένδικο μέσο.

 

Για τους παραπάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο