Βαττής Μάριος ν. Χριστούλλα Αυξεντίου και Άλλου (2016) 1 ΑΑΔ 2289

ECLI:CY:AD:2016:D450

(2016) 1 ΑΑΔ 2289

[*2289]29 Σεπτεμβρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΤΤΗΣ,

 

Εφεσείων-Ενάγων,

 

v.

 

1. ΧΡΙΣΤΟΥΛΛΑΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ,

2. ΗΛΙΑ ΚΡΗΤΙΚΑΚΗ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 127/2009*)

 

 

Αμέλεια ― Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης σε αγωγή αμέλειας και απορριπτική κατάληξη λόγων έφεσης οι οποίοι αφορούσαν σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο.

 

Απόδειξη ― Έγγραφα ― Άρθρο 27 του Κεφ. 9 ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ήταν ορθή η κατάληξη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι το έγγραφο τεκμήριο 5 δεν κατατέθηκε, προκειμένου η πλευρά του εφεσείοντος να στηριχτεί στο περιεχόμενό του, γι’ αυτό και δεν αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 27 του Κεφ. 9.

 

Ο εφεσείων, εκρίθη πρωτοδίκως ότι ουδεμία ευθύνη έφερε για το τροχαίο δυστύχημα που συνέβη στις 26.7.2000, περί την ώρα 7.40 π.μ., στη Λεωφόρο 1ης Απριλίου, εντός του Δήμου Παραλιμνίου, κατά το οποίο τραυματίστηκε σοβαρά, ενώ η  μοτοσικλέτα που οδηγούσε καταστράφηκε ολοσχερώς.

 

Οι άλλοι δύο οδηγοί οι οποίοι είχαν  εμπλακεί στο εν λόγω δυστύχημα, συμφώνησαν ως προς την αποζημίωση, την οποία ο εφεσείων δικαιούτο να λαμβάνει για όλη τη ζημιά που είχε υποστεί, συνεπεία αυτού. Ως αποτέλεσμα, στο τέλος της δίκης, επιδικάστηκε προς όφελός του συνολικό ποσό €170.856,98, υπό μορφή γενικών και ειδι[*2290]κών αποζημιώσεων.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε με τη έφεση το εύρημα ότι ευθυνόταν μόνο ο εφεσίβλητος, εναγόμενος 2 στην αγωγή, και ότι η εφεσίβλητη, εναγόμενη 1, ουδεμία ευθύνη είχε γι' αυτό.

 

Με την έφεση προσέβαλε ως λανθασμένη, ειδικά, την αξιολόγηση από το εκδικάσαν Δικαστήριο της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, καθώς, επίσης, τα ευρήματά του σε σχέση με τα γεγονότα, στα οποία το ίδιο οδηγήθηκε ως αποτέλεσμα αυτής.

 

 Επιπρόσθετα, επέκρινε, ως λανθασμένο, και το χειρισμό του όσον αφορούσε δύο συγκεκριμένα έγγραφα, τεκμήρια 5 και 7, τα οποία έχουν σχέση με την εκδοχή του εφεσίβλητου.

 

  Ο εφεσίβλητος καταχώρισε επίσης έφεση, την οποία απεκάλεσε αντέφεση, κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας, ουσιαστικά, τους ίδιους λόγους, όπως και ο εφεσείων.

 

Οι δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν ως μία.

 

Η εφεσίβλητη ήταν και η μόνη αυτόπτης μάρτυρας που κατέθεσε στη δίκη σε σχέση με τις συνθήκες του δυστυχήματος. Ο εφεσείων, λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, δεν ήταν σε θέση να θυμάται πώς αυτό είχε συμβεί, ενώ ο εφεσίβλητος δεν προσήλθε στη δίκη. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, κατά το χρόνο εκείνο, ο εφεσίβλητος ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού.

 

Όταν παρέστη δε ανάγκη να του επιδοθεί τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα, αυτό επιδόθηκε στο Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων, δυνάμει του Άρθρου 23 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000, (Ν. 96(Ι)/2000), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Εν τέλει, εκπροσωπήθηκε στη δίκη από δικηγόρο του εν λόγω Ταμείου.

 

Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, το δυστύχημα συνέβη υπό τις ακόλουθες περιστάσεις: Κατά τον πιο πάνω ουσιώδη χρόνο, η εφεσίβλητη οδηγούσε το αυτοκίνητό της στη Λεωφόρο 1ης Απριλίου, με κατεύθυνση προς νότο. Μετέβαινε στην εργασία της και, προκειμένου να υλοποιούσε την πρόθεσή της αυτή, σε κάποιο σημείο της διαδρομής, έπρεπε να κάμει στροφή δεξιά, σε σχέση με την πορεία της, προς συγκεκριμένη πάροδο. Όταν έφτασε στο εν λόγω σημείο, εντός της συμβολής των δύο δρόμων, σε κάποια στιγμή, το αυτοκίνητό της κινήθηκε προς τα εμπρός και εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφο[*2291]ρίας. Εκεί, συγκρούστηκε βίαια με τη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο εφεσείων, ερχόμενος από την αντίθετη κατεύθυνση. Κατά τον ίδιο, περίπου, χρόνο, το αυτοκίνητο που την ακολουθούσε, οδηγούμενο από τον εφεσίβλητο, συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης, στον προφυλακτήρα. Ουδείς αμφισβήτησε τις περιστάσεις αυτές.

 

Η διαφορά μεταξύ των εφεσιβλήτων, συνεναγομένων στην αγωγή, αφορούσε στο χρόνο κατά τον οποίο συνέβη η κάθε μια από τις δύο προαναφερθείσες συγκρούσεις των ενεχομένων στο δυστύχημα οχημάτων. Η εκδοχή της εφεσίβλητης, η οποία δόθηκε όταν αυτή κατέθετε ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη, ήταν πως, ενώ η ίδια βρισκόταν σταματημένη στη συμβολή των προαναφερθέντων δρόμων, με το αυτοκίνητό της να έχει ελαφρά κλίση προς τα δεξιά, έτοιμη να προχωρήσει προς την πάροδο που βρισκόταν απέναντί της, δέχτηκε χτύπημα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της από το αυτοκίνητο που την ακολουθούσε και οδηγείτο από τον εφεσίβλητο. Ως αποτέλεσμα, το αυτοκίνητό της σπρώχτηκε προς τα εμπρός και εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, όπου και συγκρούστηκε με τη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο εφεσείων, ερχόμενος, κατ' εκείνην τη στιγμή, από την αντίθετη κατεύθυνση.

 

Ο εφεσίβλητος δεν προσήλθε ως μάρτυρας στη δίκη, όμως, έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία και είναι από αυτήν που προκύπτει η διαφορετική εκδοχή του. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι, το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, από το κτύπημα που αυτό δέχτηκε από τη μοτοσικλέτα του εφεσείοντος, σπρώχτηκε προς τα πίσω και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητό του, το οποίο την ακολουθούσε. Επομένως, υπό το φως και αυτής της εκδοχής, διαπιστώνεται πως κανένας, τελικά, από τους εν λόγω οδηγούς δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης εισήλθε, σε κάποια στιγμή, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε, την εκδοχή της εφεσίβλητης, ότι η εν λόγω μάρτυρας, όταν κατέθετε ενώπιόν του, ήταν καθόλα ειλικρινής και, έτσι, δεν αμφέβαλλε ότι αυτή είχε πει την αλήθεια, μεταφέροντας στο Δικαστήριο τα γεγονότα τα οποία βίωσε κατά το χρόνο του δυστυχήματος.

 

Στα θετικά κατέταξε και την απάντησή της, που έδωσε κατά την αντεξέτασή της από τον συνήγορο του εφεσείοντος, η οποία ενείχε κάποιο στοιχείο αμφιβολίας, λόγω της χρήσης από αυτήν της λέξης «πρέπει».

 

[*2292]Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ήταν πρόδηλο ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στον αβέβαιο τρόπο με τον οποίο η εφεσίβλητη είχε εκφραστεί με τη λέξη «πρέπει» στην απάντησή της, που παρατίθεται πιο πάνω, έγινε, ακριβώς, για να τονίσει την ειλικρίνειά της, έστω και αν η εν λόγω λέξη, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιήθηκε σε άλλο πλαίσιο από αυτό που είχε γίνει αντιληπτό.

  2.   Αναμφίβολα, το δικάζον δικαστήριο, λόγω, ακριβώς, της άμεσης επαφής που έχει της δίκης, είναι, οπωσδήποτε, σε καλύτερη θέση να εκτιμά, από κάθε σχετική άποψη, τη συμπεριφορά των μαρτύρων, όταν αυτοί καταθέτουν, και να αξιολογεί τη μαρτυρία τους, καταλήγοντας, έτσι, στα ορθά ευρήματα επί των γεγονότων.

  3.   Το Εφετείο δε βρίσκεται στην ίδια, πιο πάνω, προνομιακή θέση.

  4. Γι’ αυτό και η επέμβασή του στην αξιολόγηση από το εκδικάσαν δικαστήριο της μαρτυρίας, καθώς, επίσης, στα ευρήματα στα οποία αυτό έχει οδηγηθεί, δικαιολογείται μόνο επί αντικειμενικών κριτηρίων, δηλαδή όταν αυτά είναι «εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη».

  5.   Στην προκειμένη περίπτωση, δε διαπιστωνόταν να δικαιολογείτο η επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης από το εκδικάσαν Δικαστήριο, καθώς, επίσης, στα ευρήματά του που προέκυψαν από αυτή.

  6.   Αναφορικά με την εξέταση του λόγου που αφορούσε στην εκτίμηση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου σχετικά με τη χρησιμότητα των εγγράφων τεκμηρίων 5 και 7, όταν ένας μάρτυρας καταθέτει προφορικά στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια μιας δίκης, η μαρτυρία του προσφέρεται για το αληθές του περιεχομένου της.

  7.   Όταν, όμως, ο μάρτυρας καταθέτει και κάποιο έγγραφο, δε συνεπάγεται ότι αυτό προορίζεται, απαραίτητα, για τον ίδιο, πιο πάνω, σκοπό∙ πόσο μάλλον δε όταν τα όσα καταγράφονται σε αυτό δεν προέρχονται από τον ίδιο το μάρτυρα, αλλά αποτελούν δηλώσεις άλλου προσώπου, δηλαδή είναι εξ ακοής μαρτυρία, σύμφωνα με τον ορισμό της λέξης αυτής στο Άρθρο 23[2] του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.

  8.   Επομένως, είναι λογικά αναμενόμενο η πλευρά που προτείνει την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου να καθορίσει το σκοπό για τον οποίο αυτό προορίζεται να χρησιμοποιηθεί. Αν παραλείψει να το πράξει, ενεργεί με δικό της κίνδυνο, ειδικά, αν ούτε και το εκδικάζον δικαστήριο επέμβει, προς διευκρίνιση του όλου θέματος.

  9. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αστυνομικός, εξεταστής του δυστυχήματος κατέθεσε τις καταθέσεις που είχαν δώσει προς την Αστυνομία ο εφεσίβλητος, τεκμήριο 5, και η εφεσίβλητη, τεκμήριο 2.

[*2293]10.  Κατατέθηκαν και τα δύο έγγραφα, με πρωτοβουλία της πλευράς του εφεσείοντος, κατά την κυρίως εξέταση του εν λόγω μάρτυρος, ο οποίος, ως εκ της εμπλοκής του, ως άνω, τα είχε στην κατοχή του. Ουδέποτε, όμως, καθορίστηκε ο σκοπός της κατάθεσής τους και, ειδικά, κατά το στάδιο της δίκης, που αυτή είχε συμβεί.

11. Είναι προφανές πως, κατ’ εκείνο το στάδιο, τα δύο έγγραφα δεν προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για το αληθές του περιεχομένου τους, δεδομένου ότι περιείχαν τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές των εφεσιβλήτων, όπως αυτές αναφέρονται πιο πάνω.  Άλλωστε, κατατέθηκαν σε πολύ πρόωρο στάδιο της δίκης.

12. Δεν υπήρχε, τότε, οποιαδήποτε ένδειξη ότι οποιοσδήποτε των εφεσιβλήτων και, ειδικά, ο εφεσίβλητος, δε θα προσερχόταν να καταθέσει ο ίδιος προφορικά την εκδοχή του για τις συνθήκες του δυστυχήματος.

13. Πάντως, εκπροσωπείτο από δικηγόρο του Ταμείου Ασφαλιστών καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης. Όταν δε ήρθε η σειρά της πλευράς του να προσφέρει μαρτυρία, η δικηγόρος του δήλωσε ότι ο εφεσίβλητος βρισκόταν στο εξωτερικό και, ως εκ τούτου, δε θα πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία. Επομένως, είναι ορθή η κατάληξη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι το έγγραφο τεκμήριο 5 δεν κατατέθηκε, προκειμένου η πλευρά του εφεσείοντος να στηριχτεί στο περιεχόμενό του, γι’ αυτό και δεν αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 27 του Κεφ. 9.

14. Οπωσδήποτε, ίδια θα ήταν η κατάληξη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου σε σχέση και με το έγγραφο τεκμήριο 7, στο οποίο είναι γεγονός ότι δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά.

15. Το έγγραφο τεκμήριο 7 κατατέθηκε, όπως και το έγγραφο τεκμήριο 5, χωρίς να διευκρινιστεί ο σκοπός για τον οποίο αυτό προοριζόταν, ενώ, κατά το ίδιο στάδιο, είχε κατατεθεί, από τον ίδιο μάρτυρα, εξεταστή του δυστυχήματος, και το έγγραφο τεκμήριο 2, που περιείχε την εκδοχή της εφεσίβλητης.

16. Mε αυτά ως δεδομένα, η μη ενασχόληση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου με το έγγραφο τεκμήριο 7 δεν επηρέασε, ούτως ή άλλως, την τελική κατάληξή του όσον αφορά το θέμα της ευθύνης.

 

Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κασιέρη κ.ά. v. Κυριάκου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1246,

 

Αντωνίου v. Γεστάμη και Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1070.

 

[*2294]Έφεση.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου (Πογιατζής, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 405/2002), ημερομηνίας 18/5/2007.

 

Αντ. Ανδρέου και Μ. Μουαΐμης, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Θεοδώρου, μαζί με Μ. Φιλίππου, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 1.

 

Σ. Δράκος, για τον Εφεσίβλητο 2.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ενάγων στην πρωτόδικη διαδικασία, ουδεμία ευθύνη έφερε για το τροχαίο δυστύχημα που συνέβη στις 26.7.2000, περί την ώρα 7.40 π.μ., στη Λεωφόρο 1ης Απριλίου, εντός του Δήμου Παραλιμνίου, κατά το οποίο τραυματίστηκε σοβαρά, η δε μοτοσικλέτα που οδηγούσε καταστράφηκε ολοσχερώς.

 

Η πιο πάνω διαπίστωση είναι του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, στην τελική του απόφαση στην αγωγή αρ. 405/2002, Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου. Αντανακλά, όμως, την αποτίμηση της κατάστασης, όσον αφορά αυτήν την πτυχή της υπόθεσης, και από τους άλλους δύο οδηγούς που είχαν εμπλακεί στο εν λόγω δυστύχημα. Αυτοί συμφώνησαν και ως προς την αποζημίωση, την οποία ο εφεσείων δικαιούτο να λαμβάνει για όλη τη ζημιά που είχε υποστεί, συνεπεία αυτού.  Ως αποτέλεσμα, στο τέλος της δίκης, επιδικάστηκε προς όφελός του συνολικό ποσό €170.856,98, υπό μορφή γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.  Εντούτοις, ο εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου· διαφώνησε με την κατάληξή του ότι, για το εν λόγω δυστύχημα, ευθυνόταν μόνο ο εφεσίβλητος, εναγόμενος 2 στην αγωγή, και ότι η εφεσίβλητη, εναγόμενη 1, ουδεμία ευθύνη είχε γι’ αυτό.

 

Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεση, προσβάλλει ως λανθασμένη, ειδικά, την αξιολόγηση από το εκδικάσαν Δικαστήριο της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, καθώς, επίσης, τα ευρήματά του σε [*2295]σχέση με τα γεγονότα, στα οποία το ίδιο οδηγήθηκε ως αποτέλεσμα αυτής.  Επιπρόσθετα, επικρίνει, ως λανθασμένο, και το χειρισμό του όσον αφορά δύο συγκεκριμένα έγγραφα, τεκμήρια 5 και 7, τα οποία έχουν σχέση με την εκδοχή του εφεσίβλητου. Ο εφεσίβλητος καταχώρισε και αυτός έφεση, την οποία αποκαλεί αντέφεση, κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας, ουσιαστικά, τους ίδιους λόγους, όπως και ο εφεσείων. Λόγω της ομοιότητάς τους, οι δύο εφέσεις θα εξεταστούν ως εάν να πρόκειται για μια έφεση.

 

Στο στάδιο αυτό, διευκρινίζεται πως η εφεσίβλητη ήταν και η μόνη αυτόπτης μάρτυρας που κατέθεσε στη δίκη σε σχέση με τις συνθήκες του δυστυχήματος. Ο εφεσείων, λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, δεν ήταν σε θέση να θυμάται πώς αυτό είχε συμβεί, ενώ ο εφεσίβλητος δεν προσήλθε στη δίκη. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, κατά το χρόνο εκείνο, ο εφεσίβλητος ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού. Όταν παρέστη δε ανάγκη να του επιδοθεί τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα, αυτό επιδόθηκε στο Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων, δυνάμει του Άρθρου 23 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000, (Ν. 96(Ι)/2000), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Εν τέλει, εκπροσωπήθηκε στη δίκη από δικηγόρο του εν λόγω Ταμείου.

 

Ό,τι θεωρήθηκε σημαντικό στην υπόθεση αυτή, από όλους τους παράγοντες της δίκης, ήταν η ανάγκη για διαπίστωση, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, μέσα από την προσφερθείσα μαρτυρία, των γεγονότων σε σχέση με την επίμαχη σκηνή. Με αυτό κατά νου, διαπιστώθηκε ότι το δυστύχημα συνέβη υπό τις ακόλουθες περιστάσεις: Κατά τον πιο πάνω ουσιώδη χρόνο, η εφεσίβλητη οδηγούσε το αυτοκίνητό της στη Λεωφόρο 1ης Απριλίου, με κατεύθυνση προς νότο. Μετέβαινε στην εργασία της και, προκειμένου να υλοποιούσε την πρόθεσή της αυτή, σε κάποιο σημείο της διαδρομής, έπρεπε να κάμει στροφή δεξιά, σε σχέση με την πορεία της, προς συγκεκριμένη πάροδο. Όταν έφτασε στο εν λόγω σημείο, εντός της συμβολής των δύο δρόμων, σε κάποια στιγμή, το αυτοκίνητό της κινήθηκε προς τα εμπρός και εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Εκεί, συγκρούστηκε βίαια με τη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο εφεσείων, ερχόμενος από την αντίθετη κατεύθυνση. Κατά τον ίδιο, περίπου, χρόνο, το αυτοκίνητο που την ακολουθούσε, οδηγούμενο από τον εφεσίβλητο, συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης, στον προφυλακτήρα. Ουδείς αμφισβήτησε τις περιστάσεις αυτές.

 

[*2296]Η διαφορά μεταξύ των εφεσιβλήτων, συνεναγομένων στην αγωγή, αφορά στο χρόνο κατά τον οποίο συνέβη η κάθε μια από τις δύο προαναφερθείσες συγκρούσεις των ενεχομένων στο δυστύχημα οχημάτων. Η εκδοχή της εφεσίβλητης, η οποία δόθηκε όταν αυτή κατέθετε ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη, ήταν πως, ενώ η ίδια βρισκόταν σταματημένη στη συμβολή των προαναφερθέντων δρόμων, με το αυτοκίνητό της να έχει ελαφρά κλίση προς τα δεξιά, έτοιμη να προχωρήσει προς την πάροδο που βρισκόταν απέναντί της, δέχτηκε χτύπημα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της από το αυτοκίνητο που την ακολουθούσε και οδηγείτο από τον εφεσίβλητο.  Ως αποτέλεσμα, το αυτοκίνητό της σπρώχτηκε προς τα εμπρός και εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, όπου και συγκρούστηκε με τη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο εφεσείων, ερχόμενος, κατ’ εκείνην τη στιγμή, από την αντίθετη κατεύθυνση.

 

Ο εφεσίβλητος δεν προσήλθε ως μάρτυρας στη δίκη, όμως, έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία και είναι από αυτήν που προκύπτει η διαφορετική εκδοχή του. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι, το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, από το κτύπημα που αυτό δέχτηκε από τη μοτοσικλέτα του εφεσείοντος, σπρώχτηκε προς τα πίσω και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητό του, το οποίο την ακολουθούσε. Επομένως, υπό το φως και αυτής της εκδοχής, διαπιστώνεται πως κανένας, τελικά, από τους εν λόγω οδηγούς δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης εισήλθε, σε κάποια στιγμή, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Το ερώτημα δε το οποίο ο εκδικάσας Δικαστής είχε, ουσιαστικά, να απαντήσει ήταν ποιος από τους δύο εφεσίβλητους οδηγούς ευθυνόταν γι’ αυτό, δεδομένων των πιο πάνω αντίθετων μεταξύ τους εκδοχών.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δέχτηκε, χωρίς δισταγμό, την εκδοχή της εφεσίβλητης, όπως αυτή διατυπώνεται πιο πάνω. Έκρινε, δηλαδή, ότι η εν λόγω μάρτυρας, όταν κατέθετε ενώπιόν του, ήταν καθόλα ειλικρινής και, έτσι, δεν αμφέβαλλε ότι αυτή είχε πει την αλήθεια, μεταφέροντας στο Δικαστήριο τα γεγονότα τα οποία βίωσε κατά το χρόνο του δυστυχήματος. Στα θετικά κατέταξε και την απάντησή της, που έδωσε κατά την αντεξέτασή της από τον συνήγορο του εφεσείοντος, η οποία ενείχε κάποιο στοιχείο αμφιβολίας, λόγω της χρήσης από αυτήν της λέξης «πρέπει». Η εν λόγω απάντησή της, όμως, είναι αναγκαίο να ιδωθεί στο πλαίσιο που είχε δοθεί, όπως φαίνεται από το πρακτικό της δίκης. Συγκεκριμένα, της είχε γίνει η ακόλουθη υποβολή:-

 

«Ε. Εμείς η θέση μας είναι ότι πιθανόν να μην σταμάτησες [*2297]εκεί που λες και ότι το αυτοκίνητό σου μπορεί να μπήκε σε κάποιο βαθμό και στην άλλη πλευρά.»

 

Η εφεσίβλητη απάντησε ως εξής:-

 

«Α. Σταμάτησα, ένεφκα όπως σας είπα με τον δείκτη μου να μπω δεξιά, άκουσα το κτύπημα από πίσω σχεδόν ταυτόχρονα, αλλά όπως ήταν το κτύπημα πρέπει να μου έσπασε λάστιχο μπροστά και αμέσως έγινε η σύγκρουση με τη μοτοσικλέτα που ήταν δυνάμενη.»

 

Η εφεσίβλητη, πουθενά αλλού στη μαρτυρία της, δεν ανέφερε τη λέξη «πρέπει», η οποία, στο πλαίσιο ανωτέρω, που έχει χρησιμοποιηθεί, δεν εγείρει οποιαδήποτε αμφιβολία όσον αφορά τη βασική της εκδοχή.

 

Το Δικαστήριο, έχοντας, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, δεχτεί ότι η σύγκρουση του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου επί του δικού της είχε προηγηθεί, θεώρησε ως λογικό το συμπέρασμα ότι το αυτοκίνητο της, ως εκ της σύγκρουσης αυτής, είχε σπρωχτεί και είχε εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Σαφώς, δεν αποτελεί το εν λόγω συμπέρασμα μαρτυρία την οποία επινόησε το Δικαστήριο. Ο εκδικάζων δικαστής δύναται, στο πλαίσιο διαπίστωσης των γεγονότων μιας υπόθεσης, στη βάση ασφαλούς και αξιόπιστης μαρτυρίας, να προβαίνει και σε ευρήματα επί γεγονότων, τα οποία συνάγονται εύλογα από αυτή. Όσον αφορά τη θέση ότι η εφεσίβλητη δεν ανέφερε την εκδοχή της στον αστυνομικό εξεταστή, ενόσω αυτή βρισκόταν ακόμα στη σκηνή, με την οποία, εν πάση περιπτώσει, η ίδια δε συμφωνεί, σημειώνεται πως δεν υπάρχει μαρτυρία ότι είχε ερωτηθεί αν είχε οτιδήποτε να πει. Περαιτέρω, δεν είχε και υποχρέωση να προβεί, με δική της πρωτοβουλία, σε οποιαδήποτε δήλωση, σχετικά, προς τον αστυνομικό εξεταστή.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκδικάσας Δικαστής, αφού δέχτηκε ότι είχε προηγηθεί η σύγκρουση του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου επί του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης, εύρημα το οποίο ουδόλως έχει αμφισβητηθεί από τον εφεσείοντα, οδηγήθηκε εύλογα και στο συμπέρασμα ότι ήταν συνεπεία αυτής της σύγκρουσης που το αυτοκίνητο της τελευταίας είχε σπρωχτεί στην πορεία του αυτοκινήτου του εφεσείοντος. Βέβαια, να λεχθεί πως ο εκδικάσας Δικαστής δέχτηκε, ούτως ή άλλως, ότι έτσι είχαν συμβεί τα γεγονότα, αφού είχε, ήδη, αποδεχτεί ως αληθινή την εκδοχή της εφεσίβλητης, στην οποία αυτή αναφέρει ρητώς την εν λόγω εκδοχή. Είναι δε πρόδηλο ότι η αναφορά του ευπαίδευτου Δικαστή στον αβέβαιο τρόπο με τον οποίο η εφεσίβλητη είχε εκφραστεί με τη λέξη «πρέπει» στην απάντησή της, που παρατίθεται πιο πάνω, έγινε, ακριβώς, για να τονίσει την ειλικρίνειά της, έστω και αν η εν λόγω λέξη, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιήθηκε σε άλλο πλαίσιο από αυτό που είχε γίνει αντιληπτό.

 

Αναμφίβολα, το δικάζον δικαστήριο, λόγω, ακριβώς, της άμεσης επαφής που έχει της δίκης, είναι, οπωσδήποτε, σε καλύτερη θέση να εκτιμά, από κάθε σχετική άποψη, τη συμπεριφορά των μαρτύρων, όταν αυτοί καταθέτουν, και να αξιολογεί τη μαρτυρία τους, καταλήγοντας, έτσι, στα ορθά ευρήματα επί των γεγονότων. Το Εφετείο δε βρίσκεται στην ίδια, πιο πάνω, προνομιακή θέση. Γι’ αυτό και η επέμβασή του στην αξιολόγηση από το εκδικάσαν δικαστήριο της μαρτυρίας, καθώς, επίσης, στα ευρήματα στα οποία αυτό έχει οδηγηθεί, δικαιολογείται μόνο επί αντικειμενικών κριτηρίων, δηλαδή όταν αυτά είναι «εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη», (βλ. Κασιέρη κ.ά. v. Κυριάκου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1246, σελίδα 1252, καθώς, επίσης, την υπόθεση Αντωνίου v. Γεστάμη και Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1070, σελίδα 1077). Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τη συζήτηση η οποία έχει προηγηθεί, δε διαπιστώνεται να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης από το εκδικάσαν Δικαστήριο, καθώς, επίσης, στα ευρήματά του που προέκυψαν από αυτή.

 

Ακολουθεί, στη συνέχεια, η εξέταση του λόγου που αφορά στην εκτίμηση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με τη χρησιμότητα των εγγράφων τεκμηρίων 5 και 7.  Όταν ένας μάρτυρας καταθέτει προφορικά στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια μιας δίκης, η μαρτυρία του προσφέρεται για το αληθές του περιεχομένου της. Όταν, όμως, ο μάρτυρας καταθέτει και κάποιο έγγραφο, δε συνεπάγεται ότι αυτό προορίζεται, απαραίτητα, για τον ίδιο, πιο πάνω, σκοπό· πόσο μάλλον δε όταν τα όσα καταγράφονται σε αυτό δεν προέρχονται από τον ίδιο το μάρτυρα, αλλά αποτελούν δηλώσεις άλλου προσώπου, δηλαδή είναι εξ ακοής μαρτυρία, σύμφωνα με τον ορισμό της λέξης αυτής στο Άρθρο 23* του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Επομένως, είναι λογικά αναμενόμενο η πλευρά [*2299]που προτείνει την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου να καθορίσει το σκοπό για τον οποίο αυτό προορίζεται να χρησιμοποιηθεί.  Αν παραλείψει να το πράξει, ενεργεί με δικό της κίνδυνο, ειδικά, αν ούτε και το εκδικάζον δικαστήριο επέμβει, προς διευκρίνιση του όλου θέματος.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αστυνομικός, εξεταστής του δυστυχήματος κατέθεσε τις καταθέσεις που είχαν δώσει προς την Αστυνομία ο εφεσίβλητος, τεκμήριο 5, και η εφεσίβλητη, τεκμήριο 2. Κατατέθηκαν και τα δύο έγγραφα, με πρωτοβουλία της πλευράς του εφεσείοντος, κατά την κυρίως εξέταση του εν λόγω μάρτυρος, ο οποίος, ως εκ της εμπλοκής του, ως άνω, τα είχε στην κατοχή του. Ουδέποτε, όμως, καθορίστηκε ο σκοπός της κατάθεσής τους και, ειδικά, κατά το στάδιο της δίκης, που αυτή είχε συμβεί. Είναι προφανές πως, κατ’ εκείνο το στάδιο, τα δύο έγγραφα δεν προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για το αληθές του περιεχομένου τους, δεδομένου ότι περιείχαν τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές των εφεσιβλήτων, όπως αυτές αναφέρονται πιο πάνω. Άλλωστε, κατατέθηκαν σε πολύ πρόωρο στάδιο της δίκης και δεν υπήρχε, τότε, οποιαδήποτε ένδειξη ότι οποιοσδήποτε των εφεσιβλήτων και, ειδικά, ο εφεσίβλητος, δε θα προσερχόταν να καταθέσει ο ίδιος προφορικά την εκδοχή του για τις συνθήκες του δυστυχήματος. Πάντως, εκπροσωπείτο από δικηγόρο του Ταμείου Ασφαλιστών καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης. Όταν δε ήρθε η σειρά της πλευράς του να προσφέρει μαρτυρία, η δικηγόρος του δήλωσε ότι ο εφεσίβλητος βρισκόταν στο εξωτερικό και, ως εκ τούτου, δε θα πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία. Επομένως, είναι ορθή η κατάληξη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι το έγγραφο τεκμήριο 5 δεν κατατέθηκε, προκειμένου η πλευρά του εφεσείοντος να στηριχτεί στο περιεχόμενό του, γι’ αυτό και δεν αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 27 του Κεφ. 9.

 

Οπωσδήποτε, ίδια θα ήταν η κατάληξη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου σε σχέση και με το έγγραφο τεκμήριο 7, στο οποίο είναι γεγονός ότι δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά. Να σημειωθεί πως, στο έγγραφο αυτό, παρατίθεται η εκτίμηση ενός αξιωματικού της Αστυνομίας, του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται, όσον αφορά την ορθότητα της εκδοχής της εφεσίβλητης. Συγκεκριμένα, αυτός την απορρίπτει ως αβάσιμη, με δεδομένα τα στοιχεία που εμφανίζονται στο σχεδιάγραμμα της σκηνής, το οποίο ετοιμάστηκε από τον αστυνομικό εξεταστή που είχε επισκεφτεί τη σκηνή του δυστυχήματος. Πέραν της απουσίας του ονόματος του εν λόγω αξιωματικού, δεν κατέστη γνωστό και τι γνώσεις [*2300]αυτός είχε, ώστε να μπορούσε να δώσει την πιο πάνω εκτίμησή του. Βέβαια, το πιο σημαντικό είναι πως το έγγραφο τεκμήριο 7 κατατέθηκε, όπως και το έγγραφο τεκμήριο 5, χωρίς να διευκρινιστεί ο σκοπός για τον οποίο αυτό προοριζόταν, ενώ, κατά το ίδιο στάδιο, είχε κατατεθεί, από τον ίδιο μάρτυρα, εξεταστή του δυστυχήματος, και το έγγραφο τεκμήριο 2, που περιείχε την εκδοχή της εφεσίβλητης. Επομένως, με αυτά ως δεδομένα, η μη ενασχόληση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου με το έγγραφο τεκμήριο 7 δεν επηρέασε, ούτως ή άλλως, την τελική κατάληξή του όσον αφορά το θέμα της ευθύνης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, λοιπόν, η έφεση και η αντέφεση αποτυγχάνουν και απορρίπτονται, με έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος και του εφεσίβλητου, οι οποίοι να τα επιμεριστούν εξίσου. Αυτά να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο