Χριστιανίδης Σέργιος και Άλλη (2016) 1 ΑΑΔ 2442

ECLI:CY:AD:2016:D493

(2016) 1 ΑΑΔ 2442

[*2442]24 Οκτωβρίου, 2016

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 30 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 7, 13 ΚΑΙ 17 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΕΡΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΔΗΣ ΚΑΙ Ι.Τ.S. INFINITY TOURIST SERVICES LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 5/8/2016 ΚΑΤΟΠΙΝ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜO 8144/2016.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 112/2016)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας  καταχώρισης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρωνόταν μονομερές διάταγμα Δικαστηρίου, που ελήφθη σύμφωνα με τους αιτητές, λανθασμένα, πεπλανημένα και υπό έκδηλη νομική πλάνη, και αφορούσε αναστολή και τερματισμό κτηματομεσιτικών εργασιών ― Απορριπτική κατάληξη ― Ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου ― Οι αιτητές δεν είχαν θεμελιώσει παραβίαση των συνταγνατικών δικαιωμάτων τους, ή των καθιερωμένων αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ― Η απόφαση του Δικαστηρίου λήφθηκε συννόμως, εντός των ρητών προϋποθέσεων του Νόμου.

 

Με την αίτηση επιδιώχθηκε η παραχώρηση άδειας για την καταχώριση αίτησης με κλήση, προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari που να ακύρωνε μονομερές διάταγμα Δικαστηρίου, το οποίο ελήφθη σύμφωνα με τους αιτητές, λανθασμένα, πεπλανημένα και υπό [*2443]έκδηλη νομική πλάνη, και αφορούσε αναστολή και τερματισμού κτηματομεσιτικών εργασιών.

 

Εκδόθηκε δε, κατόπιν μονομερούς αίτησης, στα πλαίσια της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης που αφορά σε αδικήματα κατά παράβαση του περί Κτηματομεσιτών Νόμου, 71(Ι)/2010 (Άσκηση Επαγγέλματος χωρίς εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών και χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ ετήσια άδεια άσκησης του επαγγέλματος, καθώς και άλλα συναφή αδικήματα, Άρθρα 3, 10-14, 17, 33-35 του Νόμου.

 

Τρεις, εκ των τεσσάρων νομικών λόγων, οι οποίοι στηρίζουν το αίτημα για παροχή θεραπείας, άπτονται ζητημάτων παράβασης του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6, του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960 και της Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και της πρόνοιας του Άρθρου 34(1) του Νόμου.  Επιμέρους, ότι το διάταγμα εξεδόθη κατόπιν μονομερούς αίτησης, χωρίς να οριστεί επιστρεπτέο, στερώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο από τους αιτητές τη δυνατότητα να ακουστούν, κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Τέλος, προβλήθηκε παράλειψη του Δικαστηρίου να θέσει όρο καταβολής εγγύησης από τους αιτητές ώστε να εξασφαλιστεί η υποχρέωση των τελευταίων για αποζημίωση των προσώπων εναντίον των οποίων εξεδόθη το διάταγμα (κατηγορουμένους 1 και 2 - αιτητές).

 

Ο αιτητής Σέργιος Χριστιανίδης, αξιωματούχος της αιτήτριας εταιρείας, προώθησε αυτοτελώς, ακόμη ένα λόγο που αφορούσε στο πρόσωπο του: έκδηλη νομική πλάνη του Δικαστηρίου εφόσον δεν στοιχειοθετείται κατά την εισήγηση του, εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του.

 

Πέραν των ανωτέρω λόγων, προωθήθηκαν λόγοι που άπτονταν της παράβασης των συνταγματικών δικαιωμάτων των αιτητών, Άρθρο 12 του Συντάγματος και Άρθρα 6, 7, 13 και 17 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Το Δικαστήριο προέβαλαν, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά προαποφάσισε την ενοχή των αιτητών, καταστρατηγώντας το τεκμήριο της αθωότητας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το τεκμήριο 4, πρακτικό ημερ. 27.9.2016 που επισυνάπτεται στην αίτηση, αυτεπαγγέλτως προχώρησε και εξέτασε κάθε τι, που το ίδιο έκρινε ως σχετικό, πριν ικανοποιηθεί εάν η περίπτωση δικαιολογούσε την έκδοση του [*2444]διατάγματος μονομερώς.

  2.   Η ρητή πρόνοια του Άρθρου 34(1) του Νόμου ορθά, παρατηρεί το Δικαστήριο, παρέχει το δικαιοδοτικό έρεισμα για έκδοση διατάγματος αυτής της φύσης, στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης που καταχωρίστηκε ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, κατόπιν υποβολής μονομερούς αίτησης.

  3.   Τόσο το Άρθρο 32 του Νόμου 14/1960 όσο και το Άρθρο 2 του ιδίου, σαφώς προβλέπουν ότι οι πρόνοιες του εν λόγω άρθρου εφαρμόζονται περιοριστικά στα πλαίσια της πολιτικής δικαιοδοσίας, διακριτής της ποινικής.

  4.   To όχημα εισαγωγής της αίτησης σε ότι αφορά τον τύπο (form) της, όπως προνοεί η τελευταία επιφύλαξη του Άρθρου 34(1) του Νόμου, δεν είναι δυνατόν να εντάξει την αίτηση στα πλαίσια της πολιτικής δικαιοδοσίας.

  5.   Πρόκειται για διαδικαστικό και μόνο ζήτημα. Άλλωστε η αμέσως προηγούμενη επιφύλαξη του Άρθρου 34 δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας.

  6.   Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960 και του Άρθρου 2 του περί Δικαστηρίων ανωτέρω, εφόσον δεν εμπίπτει η εν λόγω διαδικασία στην πολιτική δικαιοδοσία, είναι ορθή.

  7.   Πρόκειται για ποινική διαδικασία και μάλιστα για κατηγορητήριο που αποδίδει στους αιτητές πράξεις που συνιστούν συνεχή αδικήματα αυστηρής ποινικής ευθύνης. Εξ ου και ο νομοθέτης εναπόθεσε στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία προς ταχεία και απρόσκοπτη έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος, κάτω από τους περιοριστικούς όρους και προϋποθέσεις που τάσσει το Άρθρο 34(1) του Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμών ή άλλης πρακτικής.

  8.   Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση παρείχε, εκ πρώτης όψεως, ικανά στοιχεία τα οποία είχε κατά νου το Δικαστήριο πριν ασκήσει την τελική του κρίση και τα οποία δικαιολογούσαν την έκδοση του, χωρίς να απαιτείται «η συνδρομή άλλως προϋπόθεσης ή η συνδρομή ή επειγουσών περιστάσεων».

  9.   Τούτο αφ’ εαυτού έθετε εκ ποδών τους νομικούς λόγους που προώθησαν οι αιτητές ως προς τις παραβιάσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/1960 ή του Άρθρου 9 του Κεφ. 6.

10. Τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και το εκδιάκαν ενασχολήθηκαν με το γεγονός, ότι το διάταγμα εκδίδεται χωρίς να τεθούν οποιοιδήποτε όροι, όπως εγγύηση εκ μέρους των αιτητών και ότι η ισχύς του εξίκνειται μέχρι εκδικάσεως και τελικής αποπεράτωσης της ποινικής υπόθεσης, η οποία  ήταν ορισμένη στις 29.9.2016, όπως καταγράφεται στο κατηγορητήριο (Ποινικό Έντυπο Αρ. 9), το δε [*2445]διάταγμα εξεδόθη στις 5.8.2016, μια μέρα μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου.

11. Γίνεται φανερό από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, ότι οι αιτητές μετά την επίδοση του κατηγορητηρίου, 29.8.2016, αφήνουν πολύτιμο χρόνο να διαρρεύσει και αποτείνονται στο παρόν Δικαστήριο στις 30.9.2016, στα πλαίσια της εξαιρετικής του δικαιοδοσίας, προς έκδοση αδείας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος.

12. Σε κάθε περίπτωση, οι αιτητές είχαν,  δικαίωμα να θέσουν το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε καταχωρώντας αίτηση δυνάμει της Δ.48 θ.4, κατ’ αναλογίαν και κατ’ ακολουθίαν της δεύτερης επιφύλαξης του Άρθρου 34(1) του Νόμου ανωτέρω, για ακύρωση του, ή και προφορικά κατά την πρώτη εμφάνιση των κατηγορουμένων-αιτητών στο Δικαστήριο στις 29.9.2016.

13. Το διάταγμα που έχει εκδοθεί δεν παύει να είναι ένα ενδιάμεσο διάταγμα μέχρι την τελική έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, καταδικαστικής ή αθωωτικής αναλόγως της μαρτυρίας της οποίας ήθελε τεθεί ενώπιον του και στα πλαίσια της ποινικής δίκης.

14. Οι αιτητές δεν είχαν θεμελιώσει παραβίαση των δικαιωμάτων τους, Άρθρο 12 του Συντάγματος, ή των καθιερωμένων αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Η απόφαση του Δικαστηρίου λήφθηκε συννόμως, εντός των ρητών προϋποθέσεων του Νόμου.

15. Η ενδιάμεση διαδικασία και η έκδοση του διατάγματος δεν προοιωνίζει ή προκαταβάλλει το αποτέλεσμα της δίκης. Τα δικαιώματα των κατηγορουμένων-αιτητών παραμένουν αλώβητα. Μόνο μετά το πέρας της δίκης και σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης ενδέχεται το διάταγμα να καταστεί τελικό, Άρθρο 34(2)(α) και (β) του Νόμου.

16. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στοιχεία ή λόγοι που η υπόθεση προγραμματίστηκε για ακρόαση στις 22.11.2016, λόγω της δραστικότητας του μέτρου και της φύσης του εκδοθέντος διατάγματος, επιβάλλετο η ακρόαση να οριστεί σε πλέον σύντομη ημερομηνία, χωρίς να παραγνωριζόταν, ότι η εκδίκαση της υπόθεσης και ο προγραμματισμός του χρόνου, ως μέσου διερεύνησης του όποιου αιτήματος ή εκκρεμούσης διαδικασίας, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και στην εξάσκηση της διακριτικής του εξουσίας.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Hunter v. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (2012) 2 Α.Α.Δ. 731,

 

Γρηγοριάδης κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1247,

[*2446]Rousounides & Soteriou Trading Ltd κ.ά. v. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1274,

 

Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών v. Berriman Properties (Overseas) Ltd κ.ά. (2016) 2 Α.Α.Δ. 640, ECLI:CY:AD:2016:B336,

 

R. v. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B. 174,

 

Frome United Breweries v. Bath JJ [1926] A.C. 586,

 

Μαρκίδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 115.

 

Αίτηση.

 

Ρ. Καραμανή (κα) για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.

 

Cur. adv. vult.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα αίτηση για παραχώρηση άδειας για την καταχώριση αίτησης με κλήση, για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari που να ακυρώνει το μονομερές διάταγμα του Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 5.8.2016, έχει ως αντικείμενο τη λανθασμένη, πεπλανημένη και υπό έκδηλη νομική πλάνη, έκδοση διατάγματος αναστολής και τερματισμού κτηματομεσιτικών εργασιών από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, κατόπιν μονομερούς αίτησης, στα πλαίσια της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης που αφορά σε αδικήματα κατά παράβαση του περί Κτηματομεσιτών Νόμου, Ν. 71(Ι)/2010 (ο Νόμος). (Άσκηση Επαγγέλματος χωρίς εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών και χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ ετήσια άδεια άσκησης του επαγγέλματος, καθώς και άλλα συναφή αδικήματα, Άρθρα 3, 10-14, 17, 33-35 του Νόμου).

 

Τρεις, εκ των τεσσάρων νομικών λόγων, οι οποίοι στηρίζουν το αίτημα για παροχή θεραπείας, άπτονται ζητημάτων παράβασης του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960 και της Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και της πρόνοιας του Άρθρου 34(1) του Νόμου.  Επιμέρους, ότι το διάταγμα εξεδόθη κατόπιν μονομερούς αίτησης, χωρίς να οριστεί επιστρεπτέο, στερώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο από τους αιτητές τη δυνατότητα να ακουστούν, κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης.  Τέλος, παράλειψη του Δικαστηρίου να θέσει όρο καταβολής εγγύησης από τους αιτητές ώστε να εξασφαλιστεί η υποχρέωση των [*2447]τελευταίων για αποζημίωση των προσώπων εναντίον των οποίων εξεδόθη το διάταγμα (κατηγορουμένους 1 και 2 – αιτητές).

 

Ο αιτητής Σέργιος Χριστιανίδης, αξιωματούχος της αιτήτριας εταιρείας, προωθεί αυτοτελώς, ακόμη ένα λόγο που αφορά στο πρόσωπο του: έκδηλη νομική πλάνη του Δικαστηρίου εφόσον δεν στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του.

 

Πέραν των ανωτέρω λόγων, προωθούνται λόγοι που άπτονται της παράβασης των συνταγματικών δικαιωμάτων των αιτητών, Άρθρο 12 του Συντάγματος και Άρθρα 6, 7, 13 και 17 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Το Δικαστήριο ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά προαποφάσισε την ενοχή των αιτητών, καταστρατηγώντας το τεκμήριο της αθωότητας.

 

Το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το τεκμήριο 4, πρακτικό ημερ. 27.9.2016 που επισυνάπτεται στην αίτηση, αυτεπαγγέλτως προχώρησε και εξέτασε κάθε τι, που το ίδιο έκρινε ως σχετικό, πριν ικανοποιηθεί εάν η περίπτωση δικαιολογούσε την έκδοση του διατάγματος μονομερώς, για να καταλήξει στα ακόλουθα:

 

«Έχω εξετάσει την προσκομισθείσα μαρτυρία και ικανοποιούμαι ότι τα γεγονότα δικαιολογούν τα κριτήρια που τίθενται από το Άρθρο 34(1) περί Κτηματομεσιτών Νόμος του 2010, Νόμος 71(Ι)/2010 για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων υπό τα στοιχεία 1 και 2 της Αίτησης (βλ. Hunter v. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (2012) 2 Α.Α.Δ. 731).

 

Δεδομένου του πλαισίου υποβολής της υπό κρίση Αίτησης, ήτοι στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης, και της μη εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση των προνοιών του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Νόμος 14/1960, δεν υπάρχει το δικαιοδοτικό πλαίσιο υποβολής οποιωνδήποτε όρων από το Δικαστήριο για την εξασφάλιση του διατάγματος από πλευράς Αιτήτριας (βλ. Άρθρο 32(2) του Νόμου 14/1960) το οποίο από τα γεγονότα κρίνεται δικαιολογημένο (βλ. το Άρθρο 2 του Νόμου 14/1960 ως προς την ερμηνεία της φράσης «πολιτική δικαιοδοσία» και το σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη Διατάγματα, 1η έκδοση 2016, στις σελίδες 116 και 117). Το πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ορίζεται καθαρά από το προαναφερόμενο Άρθρο 34(1) του Νόμου 71(Ι)/2010, το οποίο δεν παρέχει μια τέτοια εξουσία.

 

[…]

[*2448]Επί του ιδίου σκεπτικού, βάσει του προαναφερόμενου Άρθρου 34(1) του Νόμου 71(Ι)/2010, το αιτούμενο διάταγμα δεν κατατάσσεται στην κατηγορία των διαταγμάτων τα οποία κατά κανόνα εκδίδονται δια κλήσεως του αντιδίκου και τα οποία κατ’ επίκληση του κατ’ επείγοντος ή άλλων ειδικών περιστάσεων βάσει των προνοιών του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 6 εκδίδεται επί προσωρινής βάσης, και υπό όρους εξασφάλισης τυχόν ζημιά ςτου αντιδίκου, ώστε να δοθεί στον αντίδικο ειδοποίηση περί αυτού για να παρουσιάσει τυχόν λόγους που κατά τη θέση του δεν δικαιολογούν την  έκδοση του και επιβάλλουν την ακύρωση του (βλ. κατ’ αναλογία, το σκεπτικό του Εφετείου στην υπόθεση Γρηγοριάδης κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1247). Το Δικαστήριο, σύμφωνα με το προαναφερόμενο Άρθρο 34(1) του Νόμου 71(Ι)/2010 «εκδίδει διάταγμα» και όχι προσωρινό διάταγμα, αφού, ως ορίζει το εν λόγω Άρθρο του Νόμου, τούτο εκδίδεται όταν οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις συνυπάρχουν «ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών ή άλλης πρακτικής» και «για την έκδοση των αναφερόμενων διαταγμάτων δεν απαιτείται η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης ή η συνδρομή επειγουσών περιστάσεων» (η υπογράμμιση είναι δική μου).

 

Συνεπώς, το διάταγμα εκδίδεται άνευ όρων και ενδιάμεσα μέχρι την εκδίκαση και τελική αποπεράτωση της ποινικής υπόθεσης με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό, χωρίς να οριστεί επιστρεπτέο. Απόφαση στην οποία καταλήγω, χωρίς να διαφεύγουν της προσοχής μου τα όσα έχουν αναφερθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Rousounides & Soteriou Trading Ltd κ.ά. v. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1274

 

Η ρητή πρόνοια του Άρθρου 34(1) του Νόμου ορθά, παρατηρεί το Δικαστήριο, παρέχει το δικαιοδοτικό έρεισμα για έκδοση διατάγματος αυτής της φύσης, στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης που καταχωρίστηκε ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, κατόπιν υποβολής μονομερούς αίτησης:

 

«34.-(1) Κατόπιν μονομερούς (ex parte) αίτησης που υποβάλλεται από το Συμβούλιο σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την καταχώριση κατηγορητηρίου σε Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένου του Άρθρου 38, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα απαγόρευσης διενέργειας κτηματομεσιτείας από οποιοδήποτε κατηγορούμενο, ως επίσης και διάταγμα αναστολής της λειτουργίας οποιουδήποτε γραφείου ή υποστατικού που συνδέεται με το εκδικαζόμενο αδίκημα, αφού [*2449]ικανοποιηθεί ότι-

 

(α) το κατηγορητήριο περιέχει αναφορά σε αδικήματα του παρόντος Νόμου, και

 

(β) υπάρχει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία που να συνδέει συγκεκριμένο γραφείο ή υποστατικό με το εκδικαζόμενο αδίκημα:

 

Νοείται ότι ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών ή άλλης πρακτικής, για την έκδοση των αναφερόμενων διαταγμάτων δεν απαιτείται η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης ή η συνδρομή επειγουσών περιστάσεων:

 

Νοείται περαιτέρω ότι σε ότι αφορά τον τύπο (form) της αίτησης, ακολουθούνται οι διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν ενδιάμεσες μονομερείς (ex parte) αιτήσεις.»

 

Τόσο το Άρθρο 32 του Νόμου 14/1960 όσο και το Άρθρο 2 του ιδίου, σαφώς προβλέπουν ότι οι πρόνοιες του εν λόγω άρθρου εφαρμόζονται περιοριστικά στα πλαίσια της πολιτικής δικαιοδοσίας, διακριτής της ποινικής (βλ. σχετικά το σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη: Διατάγματα, 1η έκδοση, 2016, στις σελίδες 116 και 117, στο οποίο παραπέμπει και το Δικαστήριο).  To όχημα εισαγωγής της αίτησης σε ότι αφορά τον τύπο (form) της, όπως προνοεί η τελευταία επιφύλαξη του Άρθρου 34(1) του Νόμου, δεν είναι δυνατόν να εντάξει την αίτηση στα πλαίσια της πολιτικής δικαιοδοσίας. Πρόκειται για διαδικαστικό και μόνο ζήτημα. Άλλωστε η αμέσως προηγούμενη επιφύλαξη του Άρθρου 34 δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας.

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960 και του Άρθρου 2 του περί Δικαστηρίων ανωτέρω, εφόσον δεν εμπίπτει η εν λόγω διαδικασία στην πολιτική δικαιοδοσία, είναι ορθή.

 

Σημειώνω ότι πρόκειται για ποινική διαδικασία και μάλιστα για κατηγορητήριο που αποδίδει στους αιτητές πράξεις που συνιστούν συνεχή αδικήματα αυστηρής ποινικής ευθύνης. Εξ ου και θεωρώ πως ο νομοθέτης εναπόθεσε στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία προς ταχεία και απρόσκοπτη έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος, κάτω από τους περιοριστικούς όρους και προϋποθέσεις που τάσσει το Άρθρο 34(1) του Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμών ή άλλης πρακτικής. (Για τα [*2450]αυστηρής ποινικής ευθύνης αδικήματα βλ. σχετικά τη Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών v. Berriman Properties (Overseas) Ltd κ.ά. (2016) 2 Α.Α.Δ. 640, ECLI:CY:AD:2016:B336). Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση παρείχε, θεωρώ, εκ πρώτης όψεως, ικανά στοιχεία τα οποία είχε κατά νου το Δικαστήριο πριν ασκήσει την τελική του κρίση και τα οποία δικαιολογούσαν την έκδοση του, χωρίς να απαιτείται «η συνδρομή άλλως προϋπόθεσης ή η συνδρομή ή επειγουσών περιστάσεων». Τούτο αφ’ εαυτού θέτει εκ ποδών τους νομικούς λόγους που προωθούν οι αιτητές ως προς τις παραβιάσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/1960 ή του Άρθρου 9 του Κεφ. 6.

 

Δύο τινά απασχόλησαν το παρόν Δικαστήριο, όπως και το εκδώσαν το διάταγμα, ότι εκδίδεται χωρίς να τεθούν οποιοιδήποτε όροι, όπως εγγύηση εκ μέρους των αιτητών και ότι η ισχύς του εξίκνειται μέχρι εκδικάσεως και τελικής αποπεράτωσης της ποινικής υπόθεσης, η οποία σημειωτέον ήταν ορισμένη στις 29.9.2016, όπως καταγράφεται στο κατηγορητήριο (Ποινικό Έντυπο Αρ. 9), το δε διάταγμα εξεδόθη στις 5.8.2016, μια μέρα μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου. Το Δικαστήριο επ’ αυτού έχοντας υπόψη και τα λεχθέντα στην Rousounides & Soteriou Trading Ltd κ.ά. v. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1274, τα απάντησε αρνητικά.

 

Οι λεπτομέρειες που καταγράφει η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση αποκαλύπτουν ότι το διάταγμα, επιδόθηκε στον Σέργιο Χριστιανίδη, αιτητή-κατηγορούμενο 2 και εξουσιοδοτημένο από την κατηγορουμένη 1-αιτήτρια εταιρεία, ως αξιωματούχο της, τρεις εβδομάδες αργότερα από την έκδοση του, και συγκεκριμένα, την 29.8.2016, μαζί με το κατηγορητήριο. Μετά τη λήψη των σχετικών πρακτικών, στις 15.9.2016, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση, χωρίς να ληφθεί οποιοδήποτε διαδικαστικό μέτρο εκ μέρους των αιτητών. Έγινε προσπάθεια επ’ ακροατηρίω να διευκρινιστεί από τη συνήγορο των αιτητών ο λόγος που η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 22.11.2016, χωρίς όμως η τελευταία να δώσει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες. Δεν επισυνάπτεται στην αίτηση οποιοδήποτε έγγραφο ή πρακτικό του Δικαστηρίου, που να καταγράφει τι διεμήφθη ή δηλώθηκε εκ μέρους των αιτητών κατά την πρώτη εμφάνιση και πώς το Δικαστήριο ρύθμισε τα της υπόθεσης ορίζοντας την για ακρόαση στις 22.11.2016. Αν δηλαδή ζητήθηκε από τους κατηγορούμενους, εδώ αιτητές, νέα ημερομηνία, αν απάντησαν στην κατηγορία ή τέλος εάν υπέβαλαν οποιοδήποτε αίτημα προς το Δικαστήριο, ως προς το επίδικο διάταγμα ή συζητήθηκε καν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την πρώτη εμφάνιση η όλη προβληματική τους, όπως τέθηκε με την υπό κρίση αίτηση.

 

[*2451]Γίνεται φανερό από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, ότι οι αιτητές μετά την επίδοση του κατηγορητηρίου, 29.8.2016, αφήνουν πολύτιμο χρόνο να διαρρεύσει και αποτείνονται στο παρόν Δικαστήριο στις 30.9.2016, στα πλαίσια της εξαιρετικής του δικαιοδοσίας, προς έκδοση αδείας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος.

 

Σε κάθε περίπτωση, οι αιτητές είχαν, θεωρώ χωρίς να εκφράζω τελική κρίση, δικαίωμα να θέσουν το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε καταχωρώντας αίτηση δυνάμει της Δ.48 θ.4, κατ’ αναλογίαν και κατ’ ακολουθίαν της δεύτερης επιφύλαξης του Άρθρου 34(1) του Νόμου ανωτέρω, για ακύρωση του, ή και προφορικά κατά την πρώτη εμφάνιση των κατηγορουμένων-αιτητών στο Δικαστήριο στις 29.9.2016. Το διάταγμα που έχει εκδοθεί δεν παύει να είναι ένα ενδιάμεσο διάταγμα μέχρι την τελική έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, καταδικαστικής ή αθωωτικής αναλόγως της μαρτυρίας της οποίας ήθελε τεθεί ενώπιον του και στα πλαίσια της ποινικής δίκης.

 

Οι αιτητές δεν έχουν, κατά την κρίση μου, θεμελιώσει παραβίαση των δικαιωμάτων τους, Άρθρο 12 του Συντάγματος, ή των καθιερωμένων αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Η απόφαση του Δικαστηρίου λήφθηκε συννόμως, εντός των ρητών προϋποθέσεων του Νόμου. Η ενδιάμεση διαδικασία και η έκδοση του διατάγματος δεν προοιωνίζει ή προκαταβάλλει το αποτέλεσμα της δίκης. Τα δικαιώματα των κατηγορουμένων-αιτητών παραμένουν αλώβητα.  Μόνο μετά το πέρας της δίκης και σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης ενδέχεται το διάταγμα να καταστεί τελικό, Άρθρο 34(2)(α) και (β) του Νόμου.

 

Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στοιχεία ή λόγοι που η υπόθεση προγραμματίστηκε για ακρόαση στις 22.11.2016, θεωρώ ότι λόγω της δραστικότητας του μέτρου και της φύσης του εκδοθέντος διατάγματος, επιβάλλετο η ακρόαση να οριστεί σε πλέον σύντομη ημερομηνία, χωρίς να παραγνωρίζω, ότι η εκδίκαση της υπόθεσης και ο προγραμματισμός του χρόνου, ως μέσου διερεύνησης του όποιου αιτήματος ή εκκρεμούσης διαδικασίας, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και στην εξάσκηση της διακριτικής του εξουσίας (R. v. Electricity Commissioners [1924] 1 K.B. 174, 294, Frome United Breweries v. Bath JJ [1926] A.C. 586 και Μαρκίδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 115).

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο