Κόκκινου Μαρία ν. Κυριάκου Κόκκινου (2016) 1 ΑΑΔ 2523

ECLI:CY:DOD:2016:6

(2016) 1 ΑΑΔ 2523

[*2523]3 Νοεμβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ,

 

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

 

v.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ,

 

Eφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Έφεση Αρ. 29/2014)

 

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Συμπληρωματική ένορκη δήλωση ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την καταχώρηση της, χωρίς ο αιτητής να αποδείξει καλό λόγο ώστε να του επιτραπεί η καταχώρηση της ― Κατά πόσον επιτρέποντας την, αλλοιώθηκε η αρχική εικόνα που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του, όταν εξέδιδε το προσωρινό διάταγμα.

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Συμπληρωματική ένορκη δήλωση ― Δ.48 θ.4(2) ― Το ζήτημα της παραχώρησης ή μη, άδειας για την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάσαντος Δικαστηρίου η οποία ασκείται σε συνάρτηση με τη φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα θέματα που αναδύονται ενώπιον του ως επίδικα.

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Συμπληρωματική ένορκη δήλωση ― Δ.48 θ.4(2) ― Η δυνατότητα αυτή παρέχεται υπό την προϋπόθεση τεκμηρίωσης «καλού λόγου» και η επιδίωξη αντίκρουσης ισχυρισμών που προβάλλονται για ακύρωση διατάγματος που χορηγήθηκε μονομερώς δεν μπορεί να τεκμηριώσει «καλό λόγο» ― Δεν υπάρχει, βέβαια, άκαμπτος κανόνας.

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Συμπληρωματική ένορκη δήλωση ― Δ.48 θ.4(2) ― Σε διαδικασίες, για προσωρινά διατάγματα, σπάνια είναι που θα προκύψει ανάγκη η οποία να εκφράζεται σε καλό λόγο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του αιτήματος ― Και αυτό γιατί στις διαδικασίες αυτές, το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται ουσιαστικά σε εξέταση της συνδρο[*2524]μής των νομοθετικών προϋποθέσεων για την έκδοση του διατάγματος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης και σε εξέταση των αμφισβητούμενων γεγονότων.

 

Αποφάσεις και προσωρινά διατάγματα ― Συμπληρωματική ένορκη δήλωση ― Δ.48 θ.4(2) ― «Καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης ― Εν προκειμένω, δεν είχε καταδειχθεί τέτοια ανάγκη.

 

Αποφάσεις και προσωρινά Διατάγματα ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι φαίνεται να ικανοποιήθηκε για τη συνδρομή των τριών προϋποθέσεων της επιφύλαξης του Άρθρου 32 του Ν.14/1960 οριστικοποίησε το διάταγμα, παραλείποντας να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, όπως επιβαλλόταν, με αναφορά στο κατά πόσο αυτό ήταν δίκαιο ή πρόσφορο ― Περαιτέρω δεν αιτιολόγησε το συμπέρασμα του ότι δεν υπήρξε παράλειψη ουσιωδών γεγονότων από τον αιτητή που να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Κούππα v. Πουλλάς Τσαδιώτης Λίμιτεδ κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1665, ECLI:CY:AD:2014:A540.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σεργίδης, Πρόεδρος), (Αίτηση Αρ. 86/2014), ημερομηνίας 25/11/2014.

 

Δ. Παπαχρυσοστόμου, για την Εφεσείουσα.

 

Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Στο πλαίσιο εναρκτήριας αίτησης του εφεσίβλητου για την απόδοση της δικής του συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας της εφεσείουσας, ο εφεσείων αποτάθηκε μονομερώς [*2525]στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας και επέτυχε στην έκδοση προσωρινού παρεμπίπτοντος διατάγματος με το οποίο απαγορευόταν στην εφεσείουσα από του να προβεί στην αποξένωση και σε άλλες ενέργειες, αφενός σε σχέση με το μερίδιο της σε συγκεκριμένη ακίνητη ιδιοκτησία (αιτητικό Α) και, αφετέρου, σε σχέση με χρήματα που είναι κατατεθειμένα επ’ ονόματι της σε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς (αιτητικό Β).

 

Μετά που η αίτηση και το διάταγμα επιδόθηκαν στην εφεσείουσα, αυτή καταχώρησε ένσταση κατά της συνέχισης της ισχύος του διατάγματος, υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση.  Ακολούθως, και κατόπιν σχετικής άδειας του Οικογενειακού Δικαστηρίου, και οι δύο διάδικοι καταχώρησαν, ο κάθε ένας, συμπληρωματική ένορκη δήλωση με συνημμένα τεκμήρια και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση.

 

Μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της αίτησης, η εφεσείουσα δέχτηκε την οριστικοποίηση του μέρους του διατάγματος που αφορά στην ακίνητη της ιδιοκτησία και η ακρόαση συνέχισε πλέον με μόνο αντικείμενο την ετέρα παραχωρηθείσα θεραπεία δυνάμει του αιτητικού Β της αίτησης.

 

Βασικοί ισχυρισμοί του εφεσίβλητου πρωτοδίκως, όπως σημειώνονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ήταν ότι τα χρήματα, αντικείμενο του αιτητικού Β της αίτησης του, προήλθαν εξ ολοκλήρου από τα κέρδη των επιχειρήσεων του, ενώ η συνεισφορά του στην ανέγερση της επίδικης κατοικίας ξεπερνούσε το 90-95% της αξίας του ακινήτου, στο οποίο είναι συνιδιοκτήτες και οι δύο διάδικοι κατά το ½ μερίδιο έκαστος. Κατά την εφεσείουσα η οποία, ας σημειωθεί, καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση ισχυριζόμενη αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου έναντι της οποίας έχει και η ίδια συνεισφορά, όλη η αποκτηθείσα περιουσία ανήκει εξ ίσου και στους δύο διαδίκους και τα χρήματα, αντικείμενο του αιτητικού Β της αίτησης, «κερδίθηκαν και εξοικονομήθηκαν» από τους δύο εξ ίσου. Πρόβαλε επίσης πως οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου ήταν ανακριβείς, δεν αποκάλυψε όλα τα γεγονότα και δεν συνέτρεχαν οι θεσμοθετημένες προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος.

 

Μετά τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας το Οικογενειακό Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του, οριστικοποίησε το εκδοθέν διάταγμα ως προς τις δύο πτυχές του, για τους λόγους που εξήγησε στην απόφαση του. Η έφεση στοχεύει στην ανατροπή της ενδιάμεσης απόφασης αυτής ως προς την οριστικοποίηση του μέρους του διατάγματος που αφορά στους τραπεζικούς λογαρια[*2526]σμούς της εφεσείουσας (αιτητικό Β της αίτησης). 

 

Με τους επτά εγειρόμενους λόγους έφεσης προσβάλλεται, ουσιαστικά, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για συνδρομή των   προϋποθέσεων που τίθενται στο Άρθρο 32 του Ν.14/1960, το συμπέρασμα του ότι δεν υπήρχε παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων από τον εφεσίβλητο και η απόφαση του να επιτρέψει στον εφεσίβλητο να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση.

 

Το τελευταίο από τα παραπάνω παράπονα της εφεσείουσας αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης. Υποστηρίζει συναφώς πως ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε καλό λόγο ώστε να του επιτραπεί από  το πρωτόδικο Δικαστήριο η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ενώ επιτρέποντας την καταχώρηση της, αλλοιώθηκε η αρχική εικόνα που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του όταν εξέδιδε το προσωρινό διάταγμα.

 

Σκοπός της καταχώρησης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από τον εφεσίβλητο ήταν για να απαντήσει σε ισχυρισμούς της εφεσείουσας οι οποίοι περιέχονται σε συγκεκριμένες παραγράφους της ένορκης δήλωσης και συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της που υποστήριζαν την ένσταση της στην αίτηση του για προσωρινό διάταγμα. Εγκρίνοντας το αίτημα του εφεσίβλητου, μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι είχαν καταδειχθεί «καλοί λόγοι», όπως απαιτείται από τη Δ.48, θ.4(2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ώστε να επιτραπεί η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, με το σκεπτικό, «Αν δεν απαντηθούν οι ισχυρισμοί αυτοί, το Δικαστήριο δεν θα έχει μια ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και θα μπορεί να εκληφθεί ότι ο αιτητής αποδέχεται τους ισχυρισμούς της καθ’ ης η αίτηση». Θεώρησε ακόμη το πρωτόδικο Δικαστήριο πως αποτελούσε συνταγματικό δικαίωμα του εφεσίβλητου  να υπερασπίσει τον εαυτό του σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Συντάγματος, ώστε να τεθεί η θέση του σε ισχυρισμούς της εφεσείουσας «που περιλαμβάνονται σε είκοσι έξι παραγράφους στην αρχική ένορκη δήλωσή της και άλλες έξι παραγράφους στη συμπληρωματική ένορκη δήλωσή της, σε δεκατρία τεκμήρια που επισυνάπτονται στην αρχική ένορκη δήλωση και σε τέσσερα τεκμήρια που επισυνάπτονται στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση.»

 

Το ζήτημα της παραχώρησης ή μη άδειας για την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ανάγεται, ασφαλώς, στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάσαντος Δικαστηρίου η οποία ασκείται [*2527]σε συνάρτηση με τη φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα θέματα που αναδύονται ενώπιον του ως επίδικα.  Η δυνατότητα άσκησης της εξουσίας αυτής υπέρ του αιτήματος, όπου ο επιδιωκόμενος σκοπός της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης είναι η αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται για ακύρωση διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο πρόσφατα στην υπόθεση Κούππα v. Πουλλάς Τσαδιώτης Λίμιτεδ κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1665, ECLI:CY:AD:2014:A540 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Σ’ ότι δε αφορά τη δυνατότατα που παρέχεται από τη Δ.48 θ.4(2) για συμπληρωματική ένορκη δήλωση, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται υπό την προϋπόθεση τεκμηρίωσης «καλού λόγου» και δεν βλέπουμε πώς η αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται για ακύρωση διατάγματος που χορηγήθηκε μονομερώς θα μπορούσε να τεκμηριώσει «καλό λόγο».»

 

Δεν υπάρχει, βέβαια, άκαμπτος κανόνας. Σε διαδικασίες, όμως, για προσωρινά διατάγματα, σπάνια είναι που θα προκύψει ανάγκη η οποία να εκφράζεται σε καλό λόγο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του αιτήματος.  Και αυτό γιατί στις διαδικασίες αυτές το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται ουσιαστικά σε εξέταση της συνδρομής των νομοθετικών προϋποθέσεων για την έκδοση του διατάγματος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης και σε εξέταση των αμφισβητούμενων γεγονότων.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά  υπογράμμισε ότι η αίτηση του εφεσίβλητου για προσωρινό διάταγμα θα κρινόταν επί των γεγονότων που αναφέρονται στην αρχική ένορκη δήλωση του, εγκρίνοντας όμως το αίτημα για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης λησμόνησε αυτά που υπογράμμισε και, ουσιαστικά, κατέστησε την απάντηση των ισχυρισμών της εφεσείουσας αυτοσκοπό. Παρόλο δε που ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, στα πλαίσια της συζήτησης της επίδικης αίτησης πρωτόδικα, αναφέρθηκε – όπως μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση - «στους ισχυρισμούς και στις ενότητες των ισχυρισμών από τις ένορκες δηλώσεις της καθ’ ης η αίτηση, οι οποίοι, κατά την άποψη του, χρήζουν απάντησης», το Δικαστήριο δεν συνάρτησε την κρίση του με ό, τι θα μπορούσε να ήταν αναγκαίο για σκοπούς επίλυσης των επίδικων θεμάτων. «Καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, δεν [*2528]είχε καταδειχθεί τέτοια ανάγκη.

 

Η διαπίστωση αυτή οδηγεί, αναπόφευκτα, σε επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης και τον παραμερισμό της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 30.9.2014 με την οποία παραχωρήθηκε άδεια στον εφεσίβλητο για την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Εκ των πραγμάτων, η επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία οριστικοποιήθηκε το μέρος Β του διατάγματος που εκδόθηκε ex parte στα πλαίσια της αίτησης ημερομηνίας 10.7.2014, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης, καθιστώντας αναγκαία και την επανεκδίκαση του αιτητικού Β της εν λόγω αίτησης.

 

Ωστόσο, πριν αφήσουμε την απόφαση αυτή, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε και τα ακόλουθα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι φαίνεται να ικανοποιήθηκε για τη συνδρομή των τριών προϋποθέσεων της επιφύλαξης του Άρθρου 32 του Ν.14/1960 – κάτι για το οποίο δεν αποφαινόμαστε μη θέλοντας να προκαταλάβουμε οτιδήποτε που ενδεχομένως να συζητηθεί στα πλαίσια επανεκδίκασης της αίτησης – οριστικοποίησε το διάταγμα, παραλείποντας να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, όπως επιβαλλόταν, με αναφορά στο κατά πόσο αυτό ήταν δίκαιο ή πρόσφορο. Η έφεση πρέπει να επιτύχει και για αυτό το λόγο, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο του έκτου λόγου έφεσης.

 

Βάσιμη, επίσης, κρίνουμε τη θέση της εφεσείουσας, η οποία προβάλλεται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε το συμπέρασμα του ότι «δεν υπήρξε παράλειψη ουσιωδών γεγονότων από τον αιτητή που να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με τα ανωτέρω». Οι αιτιάσεις της εφεσείουσας αναφορικά με το θέμα της μη αποκάλυψης, οι οποίες δεν αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, ήταν συγκεκριμένες. Η προαναφερόμενη γενική και αόριστη αναφορά του Δικαστηρίου χωρίς να εξηγείται το έρεισμα των συμπερασμάτων του, δεν συνιστά αιτιολογία. Για το λόγο αυτό επιτυγχάνει και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 30.9.2014 παραμερίζεται. Παραμερίζεται και η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 25.11.2014 σε σχέση με την οριστικοποίηση του μέρους του διατάγματος που εκδόθηκε στη βάση του αιτητικού Β της αίτησης ημερομηνίας 10.7.2014 της οποίας διατάσσεται η επα[*2529]νεκδίκαση. Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο, ενώ τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Διατάσσεται επανεκδίκαση.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο