M.A. Κτήμα Μακένζυ Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 2674

ECLI:CY:AD:2016:B528

(2016) 1 ΑΑΔ 2674

[*2674]18 Νοεμβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ (ΜΑΛΑΧΤΟΣ Π.Ε.Δ.) ΗΜΕΡ. 21.01.2016 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 3741/2011,

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

RAYMOND RIZA ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ

ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ

ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΥ FIKRET ALI RIZA,

 

Ενάγοντα,

 

και

 

1. ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

   ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ

   ΤΟΥ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

 

Εναγομένων.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 37/2016)

 

 

Έφεση ― Το δικαίωμα έφεσης μη διαδίκου στην πρωτόδικη διαδικασία ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς καταχώρηση έφεσης σε αγωγή στην οποία η αιτήτρια δεν ήταν διάδικος ― Απορριπτική κατάληξη ― Οι αιτητές δεν είχαν θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο έχρηζε προστασίας δια της καταχώρισης έφεσης ― Τα όποια δικαιώματα των αιτητών δυνατόν να διεκδικηθούν και να προστατευθούν αναλόγως, με αγωγή για αποζημιώσεις εναντίον της Δημοκρατίας.

 

Έφεση ― Το δικαίωμα έφεσης μη διαδίκου στην πρωτόδικη διαδικασία ― Εφαρμοστέες αρχές ― Δεν ήταν επιτρεπτό, η αιτήτρια, της οποίας τα συμφέροντα απέρρεαν από τη συμβατική της σχέση με τους παρανόμως επεμβαίνοντες εναγόμενους, να επικαλείται τις δυσμενείς αντανακλαστικές συνέπειες του λόγου της απόφασης για το μοναδικό λόγο ότι δεν της είχε ανακοινωθεί η δίκη ― Η αιτήτρια δεσμευόταν εκ του δεδικασμένου της απόφασης και των δικαιοπλαστικών συ[*2675]νεπειών της, ως πρόσωπο νομικώς ταυτιζόμενο με τους εναγόμενους.

 

Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Ιδιωτικό δίκαιο ― Παράνομη επέμβαση ― Το κατά πόσον υπάρχει παράνομη επέμβαση από τον Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών σε περιουσία, ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου, αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

 

Η αίτηση αφορούσε σε αίτημα της εταιρείας Μ.Α. Κτήμα Μακένζυ Λίμιτεδ, για χορήγηση άδειας για άσκηση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 21.1.2016, στην αγωγή αρ. 3741/11, στην οποία οι αιτητές στην παρούσα δεν ήταν διάδικοι.

 

Η αίτηση στηρίχθηκε στη Δ.35 θ. 2, 3, 5, Δ.48, Άρθρο 30(1), (2), (3) του Συντάγματος και επί της συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου.

 

Επρόκειτο για αγωγή, εκ μέρους του ενάγοντος προσωπικώς, ως εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη κατά το ήμισυ ακίνητης ιδιοκτησίας, στην επαρχία Λάρνακας και ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του και εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Υπουργού Εσωτερικών, υπό την ιδιότητα του ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.

 

Με την αγωγή αποφασίστηκε ότι η επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία η οποία υπό επίταξη ως Τουρκοκυπριακή περιουσία δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, δεν ενέπιπτε στη σχετική δικαιοδοσία, δεδομένου ότι ο ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, κατά το 1/2 μερίδιο, Fikret Ali Riza (αποβιώσας), που γεννήθηκε στην Κύπρο στις 20.2.1926, ήταν κάτοχος Βρετανικού διαβατηρίου: μετανάστευσε το 1951 στη Μεγάλη Βρετανία, όπου και εγκαταστάθηκε, διαμένοντας πλέον μόνιμα στο Λονδίνο, μέχρι και το θάνατο του, στις 21.6.2002.

 

Η απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε από τους εναγομένους.

 

Η επίδικη περιουσία τέθηκε υπό επίταξη ως Τουρκοκυπριακή περιουσία δυνάμει διατάγματος αρ. 671/1975, ημερ. 11.9.1975, που εκδόθηκε στη βάση του περί Επιτάξεως Νόμου του 1962, Ν. 21/1962, όπως τροποποιήθηκε, και που συνεχίστηκε με διαδοχικές Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις και διατάγματα μέχρι τις 30.6.1991. Από τις 1.7.1991 και δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/1991, ο εναγόμενος 2, Υπουργός Εσωτερικών διορίστηκε ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με αποκλειστική αρ[*2676]μοδιότητα, να διαχειρίζεται ακίνητη ιδιοκτησία που ανήκει σε Τουρκοκύπριους, εντός των ελεγχόμενων από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχών, κατά αποκλεισμό του ιδιοκτήτη από την άσκηση οποιωνδήποτε περιουσιακών δικαιωμάτων, επί της περιουσίας του. Περί το 2010, οι εναγόμενοι κατασκεύασαν και/ή επέτρεψαν την κατασκευή ή ανέγερση κτηρίου με αίθουσες δεξιώσεων που χρησιμοποιούνται, με τη συγκατάθεση των εναγομένων, από άγνωστα για τον ενάγοντα πρόσωπα.

 

Η αιτήτρια είχε ενοικιάσει δυνάμει σχετικής σύμβασης την επίδικη ιδιοκτησία από τον εν λόγω Κηδεμόνα και ανήγειρε σε αυτή  επαγγελματικά υποστατικά.

 

Το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία που προσκόμισε ο ενάγων, καταλήγοντας σε εύρημα ότι ο αποβιώσας, εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του επίδικου μεριδίου, είχε από το 1951 εγκαταλείψει την Κύπρο, διέμενε μονίμως στο Λονδίνο μέχρι το θάνατο του το 2000 και είχε κατά πάντα χρόνο την ιδιότητα του Βρετανού πολίτη, όπως και ο ενάγων.

 

Στη βάση του ανωτέρω ευρήματος και με αναφορά σε πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου,  κατέληξε ότι το επίδικο μερίδιο δεν συνιστά Τ/Κ περιουσία στην έννοια του Νόμου. Απέδωσε έτσι στους ενάγοντες, στη βάση του αγώγιμου δικαιώματος για παράνομη επέμβαση και παράνομη κατοχή, αποζημιώσεις και εξέδωσε ανάλογα διατάγματα για παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της ακίνητης ιδιοκτησίας, της οποίας ο ενάγων αναγνωρίστηκε ως ο μόνος που δικαιούται σε κατοχή, όπως και ανάλογα διατάγματα για απομάκρυνση από την ακίνητη ιδιοκτησία, οποιωνδήποτε κατασκευών υφίστανται σε αυτή, αναστέλλοντας τα για περίοδο πέντε μηνών από την ημερομηνία της απόφασης, 21.1.2016.

 

Η αιτήτρια προέβαλε με την παρούσα αίτηση, την επιδίωξη προστασίας των δικαιωμάτων της, ως νόμιμη κάτοχος της ακίνητης ιδιοκτησίας, δυνάμει σύμβασης μίσθωσης ημερ. 1.6.2014 και λήξης 31.5.2017, μεταξύ της αιτήτριας και του κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αντί καταβολής μηνιαίου ενοικίου της τάξης των €4.990, επί της οποίας έχουν ανεγερθεί κτιριακές εγκαταστάσεις, αίθουσα δεξιώσεων γάμου.

 

Θεωρεί η αιτήτρια εαυτήν, ως πρόσωπο «ενδιαφερόμενο, ζημιωθέν ή επηρεαζόμενο», από την απόφαση και/ή από τα διατάγματα του Δικαστηρίου, στο οποίο θα έπρεπε να δοθεί άδεια για καταχώριση έφεσης κατά της απόφασης, στη βάση των όρων και προϋποθέσεων που [*2677]έθεσε η νομολογία.

 

Προέβαλε ότι με βάση τη νομολογία, τρίτος μη διάδικος, στον οποίο έχει γίνει επίδοση της απόφασης και/ή του διατάγματος που εκδόθηκε, όπως και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο ήταν δυνατόν να καταστεί διάδικος στην αγωγή, εάν η αγωγή του επιδιδόταν, είναι δυνατόν να εξασφαλίσει άδεια κατόπιν μονομερούς αιτήσεως προς το Εφετείο δυνάμει της Δ.35 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αντιστοιχεί στη Δ.58 θ.1 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας, ως ίσχυε την 1.1.1954, ώστε να εφεσιβάλει την απόφαση ή τα διατάγματα που επηρεάζουν τα συμφέροντα του. 

 

Κατά την αιτήτρια η έκδοση της απόφασης στην απουσία της και χωρίς η ίδια να έχει την ευκαιρία να προβάλει τις θέσεις της και να υπερασπιστεί εαυτήν, κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και των Άρθρων 30(1), (2), (3) του Συντάγματος, επέφερε δυσμενή επηρεασμό των οικονομικών της συμφερόντων.

 

Είναι η περαιτέρω θέση της αιτήτριας ότι η αναγκαιότητα συνένωσης της, προκύπτει από το γεγονός ότι σε αγωγή για παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία, η παράνομη επέμβαση συνιστά αδίκημα εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας του ακινήτου, oπότε η εταιρεία ως νόμιμη κάτοχος θα έπρεπε να συνενωθεί ως αναγκαίος διάδικος.

 

Πράγμα που δεν έπραξαν, ούτε η Δημοκρατία - ουδέν ανέφερε περί της ύπαρξης της εταιρείας ή των δικαιωμάτων της ως κατόχου δυνάμει της ανωτέρω συμφωνίας με τον εναγόμενο 2 - αλλά ούτε και το Δικαστήριο, το οποίο είχε τη διακριτική ευχέρεια να διατάξει αυτεπαγγέλτως τη συνένωση της με δεδομένο ότι οι αξιούμενες θεραπείες επέβαλλαν να προηγηθεί από τον Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών τερματισμός της νόμιμης κατοχής της περιουσίας.

 

Επικουρικά, ηγέρθη από την αιτήτρια ζήτημα ως προς τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εν τη εννοία ότι αποφάσεις ή παραλείψεις της διοίκησης, που σχετίζονται με την εφαρμογή του Νόμου, εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και υπόκεινται σε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Ο συνήγορος των αιτητών υποστήριξε, ότι σε αιτήσεις αυτής της φύσης δεν εξετάζεται η δύναμη σε αυτό το στάδιο των όποιων υπε[*2678]ρασπίσεων του αιτητή.

  2.   Δεν υπήρχε διαφωνία  με την εισήγηση, όπως δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση  ότι το δικαίωμα να ακουστεί πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα επηρεάζονται δυσμενώς από την έκβαση της δίκης συνιστά θέμα φυσικής δικαιοσύνης.

  3.   Ο προβληματισμός ωστόσο, έγκειτο στην οριοθέτηση της έκτασης και ερμηνείας του όρου «εκ πρώτης όψεως», όρος που απαιτεί κατά  εξέταση αυτού καθαυτού του προσβαλλόμενου δικαιώματος και της επιδιωκόμενης δια της έφεσης προστασίας του, στις παραμέτρους που έθεσαν τα δικόγραφα και δρομολογήθηκε η δίκη.

  4.   Εξετάστηκε με ιδιαίτερη προσοχή το αίτημα υπό το πρίσμα της νομολογίας, των ιδιαίτερων νομικών σχέσεων των διαδίκων και των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν η κατάλληλη περίπτωση για να παραχωρηθεί άδεια: Τα όποια δικαιώματα των αιτητών ως «κατόχων» του επίδικου κτήματος αντλούνταν από τη σύμβαση «Μίσθωση για την εκμίσθωση/Παραχώρηση Τ/Κ περιουσιών» ημερ. 22.9.2014, με ισχύ μέχρι τις 31.5.2017, μεταξύ του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, εναγομένου 2 και αιτήτριας, ανανεώσιμη αυτομάτως από χρόνο σε χρόνο, εκτός, αν οποιαδήποτε από τα δύο μέρη ειδοποιήσει γραπτώς το έτερο, ότι δεν επιθυμεί την περαιτέρω ανανέωση της, οπότε η ισχύς της τερματίζεται χωρίς άλλη ειδοποίηση.

  5.   Οι ίδιοι οι εναγόμενοι και/ή ο εναγόμενος 2 δεν αμφισβήτησαν την απόφαση του Δικαστηρίου, δεν καταχώρησαν έφεση, οπότε κατέστη τελεσίδικη και δεσμευτική, μεταξύ των διαδίκων.

  6.   Ως εκ τούτου, δεν ήταν επιτρεπτό, η αιτήτρια, της οποίας τα συμφέροντα απέρρεαν από τη συμβατική της σχέση με τους παρανόμως επεμβαίνοντες εναγόμενους, να επικαλείται τις δυσμενείς αντανακλαστικές συνέπειες του λόγου της απόφασης για το μοναδικό λόγο ότι δεν της είχε ανακοινωθεί η δίκη.

  7.   Η αιτήτρια δεσμεύεται εκ του δεδικασμένου της απόφασης και των δικαιοπλαστικών συνεπειών της, ως πρόσωπο νομικώς ταυτιζόμενο με τους εναγόμενους, οι οποίοι παρανόμως, όπως ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανέλαβαν νομική κατοχή (legal possession) και εν συνεχεία παραχώρησαν τη χρήση της στην αιτήτρια.

  8.   Η φυσική κατοχή κρίθηκε παράνομη, ως παρεπόμενο του παράνομου της νομικής ανάληψης της κατοχής.  Δεν νοείτο να επιδιώκεται η καταχώριση έφεσης εφ’ όλης της ύλης και μάλιστα με προσβολή του δικαιοδοτικού βάθρου της δίκης, όπως η αιτήτρια επεδίωκε, τόσο εναντίον του ενάγοντα όσο και της Δημοκρατίας, από τρίτο πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα ταυτίζονται με τον παρανομούντα, κατά παράβαση του δεδικασμένου που θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας.

[*2679]  9.  Έχει νομολογηθεί ότι η ταυτότητα των διαδίκων αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση δεδικασμένου. Η δέσμευση που προκύπτει από τη δικαστική απόφαση βαραίνει, εκτός από τους διαδίκους και τους privies - διαδόχους των διαδίκων.

10. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα των οποίων το συμφέρον στη διαδικασία ταυτίζεται με εκείνο των διαδίκων στην αγωγή. Όπως αναλύεται στο Halsbury's Laws of England, 4th ed. Vol. 16, §990, η κατηγορία των privies, (διαδόχων), για τους σκοπούς του δεδικασμένου περιλαμβάνει προγόνους και κληρονόμους, διαδόχους κατά νόμο, και διαδόχους περιουσίας ή συμφέροντος.

11. Η ταυτότητα συμφέροντος προσδιορίζεται με αναφορά στα ουσιώδη γεγονότα που στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα σε συνδυασμό πάντοτε με το δίκαιο της ταύτισης.

12. Πότε υπάρχει ταύτιση συμφέροντος μεταξύ διαδίκων, ώστε η έκβαση προηγούμενης δικαστικής υπόθεσης να δημιουργεί δεδικασμένο, εξετάστηκε σε έκταση στην Carl-Zeiss-Stiftung v. Rayner etc (No. 2) (1966) 2 All E.R. 536 (Η.L.). Όπως υπογραμμίζεται, αν η δέσμευση δεν βάρυνε και τους διαδόχους, η αρχή του δεδικασμένου θα μπορούσε να παρακαμφθεί κατά βούληση.

13. Η αιτήτρια δεν ήταν δυνατόν να αντιτάξει οποιαδήποτε ένσταση ή υπεράσπιση στην έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ή για αποζημιώσεις, των οποίων η έκδοση ήταν δυνατή χωρίς να απαιτείται η συνένωση της ως διαδίκου στην αγωγή.

14. To άλλο ζήτημα που ηγέρθη ως υποστηρικτικό του αιτήματος και αφορούσε ισχυριζόμενη  έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου εφόσον κατά τους αιτητές αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, ομοίως δεν μπορούσε να επιτύχει.

15. Το ζήτημα συναρτάται αποκλειστικά και μόνο από το αγώγιμο δικαίωμα και τη μορφοποίηση του δια των εγγράφων προτάσεων.  Εδώ επρόκειτο για αξίωση ερειδομένη σε παράνομη κατοχή και επέμβαση στο κτήμα των εναγόντων και όχι απόφαση ή παράλειψη της διοίκησης που σχετίζεται με την εφαρμογή του περί Τ/Κ Περιουσιών Νόμου του 1991.

16. Όπως έχει επιλυθεί από τη νομολογία, το κατά πόσον υπάρχει παράνομη επέμβαση από τον Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών σε περιουσία, ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου, αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

17. Οι αιτητές δεν είχαν θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο χρήζει προστασίας δια της καταχώρισης έφεσης.  Τα όποια δικαιώματα των αιτητών δυνατόν να διεκδικηθούν και να προστατευθούν αναλόγως, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, με αγωγή για αποζημιώσεις εναντίον της Δημοκρατίας και/ή του εναγόμενου 2 ή άλλου πρόσφορου δικονομικού διαβή[*2680]ματος ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, Δ.43Α, Κ. 1(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

18. Η τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου προσφέρει το θεμέλιο για τις αξιώσεις της αιτήτριας, για τις όποιες ζημιές η ίδια θεωρεί ότι ενδεχομένως θα υποστεί από τις ενέργειες ή παραλείψεις της Δημοκρατίας.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

A & A Enterprises Ltd v. Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. 97,

 

Tahir v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. 348,

 

Cyprus Asbestos Mines Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 49,

 

Κονής v. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 401,

 

Λάμπρου κ.ά. v. Κεφάλα κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1516,

 

Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνας των Τ/Κ Περιουσιών v. Μυλωνά (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 120,

 

Γενικός Εισαγγελέας v. Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426,

 

Γαβριήλ κ.ά. v. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868,

 

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

 

Theori a.o. v. Djoni a.o. (1984) 1 C.L.R. 296,

 

Παμπορίδης v. Κτηματική Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670,

 

Carl-Zeiss-Stiftung v. Rayner etc (No. 2) [1966] 2 All E.R. 536 (Η.L.),

 

Boyadji v. Papachristoforou (1958) 23 C.L.R. 299,

 

Zehra Kemal Ahmet v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 135.

 

Αίτηση.

[*2681]Ντ. Καλλής, για την Αιτήτρια.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση αίτηση αφορά σε αίτημα της εταιρείας Μ.Α. Κτήμα Μακένζυ Λίμιτεδ, για χορήγηση άδειας για άσκηση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 21.1.2016, στην αγωγή αρ. 3741/2011.

 

Η αίτηση βασίζεται στη Δ.35 θ. 2, 3, 5, Δ.48, Άρθρο 30(1), (2), (3) του Συντάγματος και επί της συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου.

 

Επρόκειτο για αγωγή, εκ μέρους του ενάγοντος προσωπικώς, ως εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη κατά το ήμισυ ακίνητης ιδιοκτησίας, στην επαρχία Λάρνακας και ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του και εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Υπουργού Εσωτερικών, υπό την ιδιότητα του ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.

 

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην τελεσίδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας - η απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε από τους εναγομένους - εμφαίνονται στην απόφαση του Δικαστηρίου. Τα παραθέτουμε συνοπτικά:

 

Η επίδικη περιουσία τέθηκε υπό επίταξη ως Τουρκοκυπριακή περιουσία δυνάμει διατάγματος αρ. 671/1975, ημερ. 11.9.1975, που εκδόθηκε στη βάση του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου του 1962, Ν. 21/1962, όπως τροποποιήθηκε, και που συνεχίστηκε με διαδοχικές Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις και διατάγματα μέχρι τις 30.6.1991. Από τις 1.7.1991 και δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/1991, ο εναγόμενος 2, Υπουργός Εσωτερικών διορίστηκε ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με αποκλειστική αρμοδιότητα, να διαχειρίζεται ακίνητη ιδιοκτησία που ανήκει σε Τουρκοκύπριους, εντός των ελεγχόμενων από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχών, κατά αποκλεισμό του ιδιοκτήτη από την άσκηση οποιωνδήποτε περιουσιακών δικαιωμάτων, επί της περιουσίας του. Περί το 2010, οι εναγόμενοι κατασκεύασαν και/ή επέτρεψαν την κατασκευή ή ανέ[*2682]γερση κτηρίου με αίθουσες δεξιώσεων που χρησιμοποιούνται, με τη συγκατάθεση των εναγομένων, από άγνωστα για τον ενάγοντα πρόσωπα.

 

Ο ενάγων προώθησε τη θέση ότι η διαδοχική επίταξη του κτήματος, για χρονικό διάστημα περίπου 16 ετών, από την εναγομένη 1 και η αδιάλειπτη και κατ’ εξακολούθηση διαχείριση της περιουσίας, από τον εναγόμενο 2, από το 1991 μέχρι και την καταχώριση της αγωγής, χωρίς τη συγκατάθεση του και χωρίς την καταβολή επαρκούς αποζημίωσης, συνιστούσαν παράνομη επέμβαση και/ή παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Τούτο, στη βάση του ότι η επίδικη περιουσία δεν συνιστά Τουρκοκυπριακή εν τη εννοία του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου, ως ανωτέρω, με δεδομένο ότι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, κατά το 1/2 μερίδιο, Fikret Ali Riza (αποβιώσας), που γεννήθηκε στην Κύπρο στις 20.2.1926, ήταν κάτοχος Βρετανικού διαβατηρίου: μετανάστευσε το 1951 στη Μεγάλη Βρετανία, όπου και εγκαταστάθηκε, διαμένοντας πλέον μόνιμα στο Λονδίνο, μέχρι και το θάνατο του, στις 21.6.2002.

 

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου μεριδίου έγινε παραδεκτό από τους εναγόμενους, τόσον όσον αφορά τον αποβιώσαντα όσο και τον ενάγοντα (από 26.8.2005) και ότι, το άλλο 1/2 μερίδιο ανήκε στον αδελφό του αποβιώσαντος. Πρόβαλαν μόνο οι εναγόμενοι το σύννομο της επίταξης του κτήματος ως Τουρκοκυπριακής περιουσίας και κατ’ ακολουθίαν τη νομιμότητα της ανάληψης του από τον εναγόμενο 2, ως Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, στη βάση του δικαίου της ανάγκης για λόγους δημοσίου συμφέροντος: προστασία των Τ/Κ περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν στις ελεύθερες περιοχές. Άρνηση προβλήθηκε ως προς τις προσωπικές συνθήκες του αποβιώσαντος. Το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία που προσκόμισε ο ενάγων, καταλήγοντας σε εύρημα ότι ο αποβιώσας, εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του επίδικου μεριδίου, είχε από το 1951 εγκαταλείψει την Κύπρο, διέμενε μονίμως στο Λονδίνο μέχρι το θάνατο του το 2000 και είχε κατά πάντα χρόνο την ιδιότητα του Βρετανού πολίτη, όπως και ο ενάγων.

 

Στη βάση του ανωτέρω ευρήματος και με αναφορά σε πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αναθεωρητική Δικαιοδοσία A & A Enterprises Ltd v. Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. 97 και Djemali Raif Tahir v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Διαχείρισης Τουρκοκυπρια[*2683]κών Περιουσιών (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. 348, κατέληξε ότι το επίδικο μερίδιο δεν συνιστά Τ/Κ περιουσία στην έννοια του Νόμου. Απέδωσε έτσι στους ενάγοντες, στη βάση του αγώγιμου δικαιώματος για παράνομη επέμβαση και παράνομη κατοχή, αποζημιώσεις και εξέδωσε ανάλογα διατάγματα για παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της ακίνητης ιδιοκτησίας, της οποίας ο ενάγων αναγνωρίστηκε ως ο μόνος που δικαιούται σε κατοχή, όπως και ανάλογα διατάγματα για απομάκρυνση από την ακίνητη ιδιοκτησία, οποιωνδήποτε κατασκευών υφίστανται σε αυτή, αναστέλλοντας τα για περίοδο πέντε μηνών από την ημερομηνία της απόφασης, 21.1.2016:

 

«Με τη θέσπιση του Νόμου οι τουρκοκυπριακές περιουσίες περιέπεσαν υπό τον έλεγχο και νομική κατοχή του Κηδεμόνα.  Ακόμα και αν δεν υφίστατο και φυσική κατοχή ή πραγματική χρήση κάποιων τουρκοκυπριακών περιουσιών, η υπαγωγή τους κάτω από τις διατάξεις του Νόμου τεκμηριώνει την κατοχή και τον έλεγχο τους από τον Κηδεμόνα. Εφόσον με το Νόμο (Άρθρο 5), αποδόθηκε στον Κηδεμόνα νομική κατοχή (legal possession) δεν θα χρειαζόταν να τεκμηριωθεί και φυσική κατοχή (βλ. Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ν. Μυλωνά (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 120, 131).

 

Το Δικαστήριο έχει ήδη προβεί σε εύρημα ότι το επίδικο μερίδιο δεν είναι και δεν ήταν τουρκοκυπριακή περιουσία στην έννοια των Νόμων. Αυτή η θέση συνιστά βασικό πυλώνα της αξίωσης του Ενάγοντα για να του αποδοθεί η κατοχή και χρήση του επίδικου μεριδίου. Δεν θα μπορούσε ο Ενάγοντας να διεκδικεί την κατοχή και χρήση του επίδικου μεριδίου στη βάση ότι αυτό δεν συνιστά τουρκοκυπριακή περιουσία και αποζημιώσεις για τη νομική κατοχή του στη βάση νομοθεσίας που αφορά τουρκοκυπριακές περιουσίες και μόνο.»

 

Εδώ, υπεισέρχεται στην εικόνα η αιτήτρια και τα δικαιώματα της, των οποίων επιδιώκει την προστασία, ως νόμιμη κάτοχος της ακίνητης ιδιοκτησίας, δυνάμει σύμβασης μίσθωσης ημερ. 1.6.2014 και λήξης 31.5.2017, μεταξύ της αιτήτριας και του κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αντί καταβολής μηνιαίου ενοικίου της τάξης των €4.990, επί της οποίας έχουν ανεγερθεί κτιριακές εγκαταστάσεις, αίθουσα δεξιώσεων γάμου. Θεωρεί η αιτήτρια εαυτήν, ως πρόσωπο «ενδιαφερόμενο, ζημιωθέν ή επηρεαζόμενο», από την απόφαση και/ή από τα διατάγματα του Δικαστηρίου, στο οποίο θα πρέπει να δοθεί άδεια για καταχώριση έφεσης κατά της απόφασης, [*2684]στη βάση των όρων και προϋποθέσεων που έθεσε η νομολογία,  Cyprus Asbestos Mines Co Ltd (1990) 1 A.A.Δ. 49 και Κονής v. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 401: Τρίτος μη διάδικος, στον οποίο έχει γίνει επίδοση της απόφασης και/ή του διατάγματος που εκδόθηκε, όπως και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο ήταν δυνατόν να καταστεί διάδικος στην αγωγή, εάν η αγωγή του επιδιδόταν, είναι δυνατόν να εξασφαλίσει άδεια κατόπιν μονομερούς αιτήσεως προς το Εφετείο δυνάμει της Δ.35 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αντιστοιχεί στη Δ.58 θ.1 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας, ως ίσχυε την 1.1.1954, ώστε να εφεσιβάλει την απόφαση ή τα διατάγματα που επηρεάζουν τα συμφέροντα του.

 

Κατά την αιτήτρια η έκδοση της απόφασης στην απουσία της και χωρίς η ίδια να έχει την ευκαιρία να προβάλει τις θέσεις της και να υπερασπιστεί εαυτήν, κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και των Άρθρων 30(1), (2), (3) του Συντάγματος, επέφερε δυσμενή επηρεασμό των οικονομικών της συμφερόντων.

 

Είναι η περαιτέρω θέση της αιτήτριας ότι η αναγκαιότητα συνένωσης της προκύπτει από το γεγονός ότι σε αγωγή για παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία, η παράνομη επέμβαση συνιστά αδίκημα εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας του ακινήτου, oπότε η εταιρεία ως νόμιμη κάτοχος θα έπρεπε να συνενωθεί ως αναγκαίος διάδικος (Λάμπρου κ.ά. v. Κεφάλα κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1516). Πράγμα που δεν έπραξαν, ούτε η Δημοκρατία – ουδέν ανέφερε περί της ύπαρξης της εταιρείας ή των δικαιωμάτων της ως κατόχου δυνάμει της ανωτέρω συμφωνίας με τον εναγόμενο 2 - αλλά ούτε και το Δικαστήριο, το οποίο είχε τη διακριτική ευχέρεια να διατάξει αυτεπαγγέλτως τη συνένωση της με δεδομένο ότι οι αξιούμενες θεραπείες επέβαλλαν να προηγηθεί από τον Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών τερματισμός της νόμιμης κατοχής της περιουσίας.

 

Επικουρικά, εγείρεται από την αιτήτρια ζήτημα ως προς τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εν τη εννοία ότι αποφάσεις ή παραλείψεις της διοίκησης, που σχετίζονται με την εφαρμογή του Νόμου, εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και υπόκεινται σε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Οποιοδήποτε λοιπόν αίτημα του ενάγοντα, για επιστροφή του κτήματος, αποτελούσε ζήτημα που εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 29 του Συντάγματος και οποιαδήποτε άρνηση ή παράλειψη των εναγομένων, προς ικανοποίηση [*2685]του, θα έπρεπε να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Είναι τους παραπάνω λόγους που επικαλείται η αιτήτρια για να της δοθεί άδεια να εφεσιβάλει ως μη διάδικος, αλλά ως ενδιαφερόμενο μέρος, την απόφαση.

 

Η Asbestos Mines (ανωτέρω) αφορούσε δύο εφέσεις εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου, σε αίτηση διάλυσης της εφεσίβλητης εταιρείας The Cyprus Asbestos Mines. H πρώτη καταχωρίστηκε εκ μέρους όλων των εργαζομένων, πιστωτών της εφεσίβλητης και η δεύτερη, από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως πιστωτών της εφεσίβλητης. Προβλήθηκε προδικαστική ένσταση εκ μέρους του συνηγόρου της εφεσίβλητης ως προς την εγκυρότητα των εφέσεων που καταχωρίστηκαν χωρίς προηγούμενη άδεια του Εφετείου. Και στις δύο περιπτώσεις οι εφεσείοντες δεν ήταν διάδικοι, ούτε πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη διαδικασία και δεν είχαν δικαίωμα να καταχωρίσουν έφεση, χωρίς την άδεια του Εφετείου.  Το Εφετείο αντικρίζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις, με αναφορά στις πρόνοιες του θ.3 της Δ.35 που τύγχανε εφαρμογής και όχι της Δ.35 θ.5 όπως παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσίβλητης, και στο Ο.58 r.3 των Αγγλικών Θεσμών που βρισκόταν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1954, ημερομηνία που οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Κεφ.12, αντικατέστησαν τους προηγούμενους Θεσμούς, κατέληξε ότι, σε περιπτώσεις αιτήσεων για διάλυση εταιρείας, έφεση μπορεί να υποβληθεί από τον αιτητή, τον καθ’ ου η αίτηση, καθώς και από οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα επηρεάζονται, νοουμένου, ότι πρόκειται για πρόσωπο που παρουσιάστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία και η παρουσία του αναφέρεται στη δικογραφία. Σε περίπτωση δε, που οποιοδήποτε πρόσωπο ισχυρίζεται πως επηρεάζονται τα συμφέροντά του από μια απόφαση του Δικαστηρίου, σε αίτηση διάλυσης εταιρείας και το οποίο, δεν έλαβε μέρος στην πρωτόδικη διαδικασία, μπορεί και πάλι να εφεσιβάλει την απόφαση, αλλά μόνο κατόπιν προηγούμενης άδειας του Δικαστηρίου, έστω και αν σε μερικές περιπτώσεις η άδεια αυτή είναι εκ πρώτης όψεως τυπική. Στη βάση των ανωτέρω δόθηκαν ανάλογες οδηγίες επίδοσης της έφεσης σε όλα τα πρόσωπα που εμφανίστηκαν πρωτοδίκως και έλαβαν μέρος στη διαδικασία, ενώ απέρριψε το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα που δεν είχε εμφανιστεί πρωτοδίκως.

 

Στη δεύτερη υπόθεση, Κουή (ανωτέρω), το Δικαστήριο εξετάζοντας τα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης, απέρριψε την έφε[*2686]ση, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της εφεσείουσας για ακύρωση ή τροποποίηση παρεμπίπτοντος διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε σε αγωγή που η εφεσείουσα δεν ήταν διάδικος, (εναγόμενος ήταν ο γιος της ενώ στην ίδια επιδόθηκε η αίτηση). Κρίθηκε, ότι η εφεσείουσα, δεν είχε τέτοιο δικαίωμα: δεν υπέβαλε ποτέ αίτηση για να καταστεί διάδικος πρωτοδίκως, ούτε εξασφάλισε την προηγούμενη άδεια του Εφετείου για την καταχώριση της. Ακριβώς επί της τελευταίας πρότασης, υιοθετώντας την Cyprus Asbestos Mines (ανωτέρω), το Εφετείο κατέληξε ως ακολούθως:

 

«2. Η Δ.35, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αφορά στις εφέσεις, αντιστοιχεί στην Δ.58, θ.1 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας, που ήταν σε ισχύ την 1.1.1954, ημερομηνία κατά την οποία οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Κεφ. 12, οι οποίοι αντικατέστησαν τους προηγούμενους θεσμούς, τέθηκαν σε εφαρμογή στην Κύπρο με τον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1953 (Ν. 40/1953). Όπως επεξηγείται στο Annual Practice του 1956, στη σελ. 1244, τα πρόσωπα που δικαιούνται να εφεσιβάλουν μια απόφαση είναι οι διάδικοι. Πρόσωπα που δεν είναι διάδικοι μπορούν, με άδεια η οποία παραχωρείται κατόπιν μονομερούς αιτήσεως προς το Εφετείο, να εφεσιβάλουν μια απόφαση ή διάταγμα που επηρεάζουν τα συμφέροντα τους. Εκτεταμένη αναφορά στην παλιά Αγγλική Διαταγή 58, θ.3 των Αγγλικών Θεσμών γίνεται και στο Annual Practice του 1960, στη σελ. 1658. Εκεί αναφέρεται επίσης ότι δικαίωμα έφεσης έχουν οι διάδικοι καθώς και πρόσωπα στα οποία έχει επιδοθεί ειδοποίηση της απόφασης ή του διατάγματος που εκδόθηκε, καθώς επίσης και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο εξασφάλισε την άδεια του Εφετείου και το οποίο θα μπορούσε να καταστεί διάδικος στην αγωγή αν η αγωγή του επιδιδόταν. Επεξηγείται επίσης ότι η άδεια του Εφετείου δίδεται στις περιπτώσεις που το πρόσωπο, μη διάδικος, αποδεικνύει, εκ πρώτης όψεως, ότι είναι πρόσωπο ενδιαφερόμενο, παραπονούμενο (aggrieved) ή δυσμενώς επηρεασθέν από την απόφαση ή το διάταγμα (Δέστε: Cyprus Asbestos Mines Co. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 49).»

 

Ο συνήγορος των αιτητών υποστήριξε, ότι σε αιτήσεις αυτής της φύσης δεν εξετάζεται η δύναμη σε αυτό το στάδιο των όποιων υπερασπίσεων του αιτητή. Δεν θα διαφωνήσουμε με την εισήγηση, όπως και δεν αμφισβητούμε ότι το δικαίωμα να ακουστεί πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα επηρεάζονται δυσμενώς από την έκβαση της δίκης συνιστά θέμα φυσικής δικαιοσύνης. Ο προβλη[*2687]ματισμός μας έγκειται στην οριοθέτηση της έκτασης και ερμηνείας του όρου «εκ πρώτης όψεως», όρος που απαιτεί κατά την κρίση μας εξέταση αυτού καθαυτού του προσβαλλόμενου δικαιώματος και της επιδιωκόμενης δια της έφεσης προστασίας του, στις παραμέτρους που έθεσαν τα δικόγραφα και δρομολογήθηκε η δίκη.

 

Εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή το αίτημα υπό το πρίσμα της νομολογίας, των ιδιαίτερων νομικών σχέσεων των διαδίκων και των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Θεωρούμε υπό τις περιστάσεις ότι δεν είναι η κατάλληλη περίπτωση για να παραχωρηθεί άδεια: Τα όποια δικαιώματα των αιτητών ως «κατόχων» του επίδικου κτήματος αντλούνταν από τη σύμβαση «Μίσθωση για την εκμίσθωση/Παραχώρηση Τ/Κ περιουσιών» ημερ. 22.9.2014, με ισχύ μέχρι τις 31.5.2017, μεταξύ του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, εναγομένου 2 και αιτήτριας, ανανεώσιμη αυτομάτως από χρόνο σε χρόνο, εκτός, αν οποιαδήποτε από τα δύο μέρη ειδοποιήσει γραπτώς το έτερο, ότι δεν επιθυμεί την περαιτέρω ανανέωση της, οπότε η ισχύς της τερματίζεται χωρίς άλλη ειδοποίηση.

 

Οι ίδιοι οι εναγόμενοι και/ή ο εναγόμενος 2 δεν αμφισβήτησαν την απόφαση του Δικαστηρίου, δεν καταχώρησαν έφεση, οπότε κατέστη τελεσίδικη και δεσμευτική, μεταξύ των διαδίκων. Ως εκ τούτου, δεν είναι επιτρεπτό, η αιτήτρια, της οποίας τα συμφέροντα απέρρεαν από τη συμβατική της σχέση με τους παρανόμως επεμβαίνοντες εναγόμενους, να επικαλείται τις δυσμενείς αντανακλαστικές συνέπειες του λόγου της απόφασης για το μοναδικό λόγο ότι δεν της είχε ανακοινωθεί η δίκη.  Οι αιτητές δεσμεύονται εκ του δεδικασμένου της απόφασης και των δικαιοπλαστικών συνεπειών της, ως πρόσωπα νομικώς ταυτιζόμενα με τους εναγόμενους, οι οποίοι παρανόμως, όπως ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανέλαβαν νομική κατοχή (legal possession) (Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνας των Τ/Κ Περιουσιών v. Μυλωνά (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 120, 131) και εν συνεχεία παραχώρησαν τη χρήση της στην αιτήτρια. Η φυσική κατοχή κρίθηκε παράνομη, ως παρεπόμενο του παράνομου της νομικής ανάληψης της κατοχής (Γενικός Εισαγγελέας v. Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426). Δεν νοείται λοιπόν να επιδιώκεται η καταχώριση έφεσης εφ’ όλης της ύλης και μάλιστα με προσβολή του δικαιοδοτικού βάθρου της δίκης, όπως η αιτήτρια επιδιώκει, τόσο εναντίον του ενάγοντα όσο και της Δημοκρατίας, από τρίτο πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα ταυτίζονται με τον παρανομούντα, κατά παράβαση του δεδικασμένου που θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας (Γαβριήλ κ.ά. v. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868). Όπως μάλιστα αναλύθηκε από τον Πική, Δ., στην τελευταία [*2688]απόφαση με αναφορά στις Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Theori a.o. v. Djoni a.o. (1984) 1 C.L.R. 296 και Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670 η ταυτότητα των διαδίκων αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση δεδικασμένου. Η δέσμευση που προκύπτει από τη δικαστική απόφαση βαραίνει, εκτός από τους διαδίκους και τους privies - διαδόχους των διαδίκων. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα των οποίων το συμφέρον στη διαδικασία ταυτίζεται με εκείνο των διαδίκων στην αγωγή. Όπως αναλύεται στο Halsbury's Laws of England, 4th ed. Vol. 16, §990, η κατηγορία των privies, (διαδόχων), για τους σκοπούς του δεδικασμένου περιλαμβάνει προγόνους και κληρονόμους, διαδόχους κατά νόμο, και διαδόχους περιουσίας ή συμφέροντος:

 

«privies in estate or interest, for example testator and devisee, vendor and purchaser, landlord and tenant, a husband and his wife claiming under his title and e converso, successive incumbents of the same benefice, assignor and assignee of a bond, and the employee of a corporation defending an action of trespass at the cost of his employers and justifying under their title and the corporation itself.»

 

Η ταυτότητα συμφέροντος προσδιορίζεται με αναφορά στα ουσιώδη γεγονότα που στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα σε συνδυασμό πάντοτε με το δίκαιο της ταύτισης. Πότε υπάρχει ταύτιση συμφέροντος μεταξύ διαδίκων, ώστε η έκβαση προηγούμενης δικαστικής υπόθεσης να δημιουργεί δεδικασμένο, εξετάστηκε σε έκταση στην Carl-Zeiss-Stiftung v. Rayner etc (No. 2) (1966) 2 All E.R. 536 (Η.L.). Όπως υπογραμμίζεται, αν η δέσμευση δεν βάρυνε και τους διαδόχους, η αρχή του δεδικασμένου θα μπορούσε να παρακαμφθεί κατά βούληση. »

 

Και όπως ο Ιωσηφίδης, ΠΕΔ, το έθεσε στην απόφαση Boyadji v. Papachristoforou (1958) 23 C.L.R. 299:

 

«…As regards the question of estoppel raised by the defence the general rule of law undoubtedly is that no person is to be adversely affected by a judgment in an action to which he was not a party, because of the injustice of deciding an issue against him in his absence.

 

[…]

 

But this general rule admits of two exceptions: one is that a [*2689]person who is in privity with the parties, a 'privy' as he is called, is bound equally with the parties, in which case he is estopped by res judicata; the other is that a person may have so acted as to preclude himself from challenging the judgment, in which case he is estopped by his conduct (see Nana Ofori Atta II v. Nana Abu Bonsra II (1957) 3 W.L.R. 830 at p. 834).

A judgment inter partes raises an estoppel only against the parties to the proceeding in which it is given, and their privies, for example, those claiming or deriving title under them. As against all other persons it is res inter alios acta, and with certain exceptions, though conclusive of the fact that the judgment was obtained and of its terms, is not even admissible evidence of the facts established by it. Privies are of three classes, and the relationship of vendor and purchaser is included in the class of "privies in estate" (see 15 Halsbury’ s Laws, third edition, paragraph 372, p. 196).»

 

Η αιτήτρια δεν είναι δυνατόν να αντιτάξει οποιαδήποτε ένσταση ή υπεράσπιση στην έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ή για αποζημιώσεις, των οποίων η έκδοση ήταν δυνατή χωρίς να απαιτείται η συνένωση της ως διαδίκου στην αγωγή (Zamir – The Declaratory Judgment, έκδοση 1962, σ.282).

 

To άλλο ζήτημα που εγείρεται ως υποστηρικτικό του αιτήματος: έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου εφόσον κατά τους αιτητές αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, Άρθρο 146 του Συντάγματος, ομοίως δεν μπορεί να επιτύχει. Το ζήτημα συναρτάται αποκλειστικά και μόνο από το αγώγιμο δικαίωμα και τη μορφοποίηση του δια των εγγράφων προτάσεων. Εδώ επρόκειτο για αξίωση ερειδομένη σε παράνομη κατοχή και επέμβαση στο κτήμα των εναγόντων και όχι απόφαση ή παράλειψη της διοίκησης που σχετίζεται με την εφαρμογή του περί Τ/Κ Περιουσιών Νόμου του 1991. Ζήτημα το οποίο η νομολογία έχει επιλύσει: Zehra Kemal Ahmet v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 135: το κατά πόσον υπάρχει παράνομη επέμβαση από τον Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών σε περιουσία, ως εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου, αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

 

Οι αιτητές δεν έχουν θεμελιώσει εκ πρώτης όψεως αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο χρήζει προστασίας δια της καταχώρισης έφεσης.  Τα όποια δικαιώματα των αιτητών δυνατόν να διεκδικηθούν και να προστατευθούν αναλόγως, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, με αγωγή για αποζημιώσεις εναντίον της Δημοκρατίας και/ή του εναγόμενου 2 ή άλλου πρόσφορου δικονομικού [*2690]διαβήματος ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, Δ.43Α, Κ. 1(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Η τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου προσφέρει θεωρούμε το θεμέλιο για τις αξιώσεις της αιτήτριας, για τις όποιες ζημιές η ίδια θεωρεί ότι ενδεχομένως θα υποστεί από τις ενέργειες ή παραλείψεις της Δημοκρατίας.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο