Κάτσου Γεώργιος και Άλλες ν. Global Capital Limited (2016) 1 ΑΑΔ 2740

ECLI:CY:AD:2016:A546

(2016) 1 ΑΑΔ 2740

[*2740]12 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΣΟΥ,

2. ΧΡΥΣΟΥΛΛΑ ΚΑΤΣΟΥ,

3. ΕΥΔΟΚΙΑ ΚΑΤΣΟΥ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

GLOBAL CAPITAL LIMITED,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 119/2011)

 

 

Απόδειξη ― Κατά πόσον απουσίαζε από την πρωτόδικη απόφαση η αναγκαία αξιολογική κρίση επί της διϊστάμενης μαρτυρίας ― Δεν αρκούσε για σκοπούς ανασκόπησης από το Εφετείο της πρωτόδικης κρίσης, η αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν θα ενδιέτριβε με λεπτομέρεια στη μαρτυρία και ότι θα αναφερόταν στη μαρτυρία και τα τεκμήρια όπου αυτό ήταν αναγκαίο ― Υπήρχε μαρτυρία που έπρεπε να αξιολογηθεί κατά τρόπο που θα ήταν εφικτό για το Εφετείο να κρίνει την ορθότητα ή μη της πρωτόδικης απόφασης ― Η ευθεία καταγραφή ευρημάτων άφηνε την απόφαση έκθετη σε ανατροπή, εφόσον απουσίαζε η σύνδεση των συμπερασμάτων με τη μαρτυρία ― Επέμβαση Εφετείου ― Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 

Δικαστική απόφαση ― Δεν υπάρχει στο δικαστικό σύστημα της Κύπρου στερεότυπος τρόπος συγγραφής μιας απόφασης ― Η δικαστική απόφαση παραμένει έτσι ένας ζωντανός τρόπος έκφρασης της νομικής σκέψης του συγγραφέα της ― Αποτελεί μια δυναμική προέκταση των ενώπιον του Δικαστή δεδομένων, νομικών και πραγματικών, όπως γίνονται αντιληπτά μέσα από το δικό του δικαστικό φιλτράρισμα και την κατανόηση της υπόθεσης.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Η καταγραφή από ένα πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας έστω κατά συνοπτικό τρόπο και η εφ’  αυτής κατάληξη σε συμπεράσματα και ευρήματα αποτελεί την πεμπτουσία του δικαστικού έργου.

 

[*2741]Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Αιτιολογημένη απόφαση σημαίνει ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επιδίκων θεμάτων και τη δικογραφία και βεβαίως την κατάληξη του Δικαστηρίου επί της πραγματικής και νομικής πτυχής της υπόθεσης ― Απόφαση που δεν παρέχει ανάλυση της μαρτυρίας και αιτιολογία είναι, παράδειγμα δικαστικής απόφασης προς αποφυγή.

 

Οι εφεσείοντες αξίωσαν εναντίον των εφεσιβλήτων με την πρωτόδικη αγωγή τους το ποσό των 99.353,25 δολαρίων Αμερικής ως ειδικές αποζημιώσεις για ζημίες που υπέστησαν λόγω της αμέλειας και της παράβασης των καθηκόντων αφοσίωσης και εμπιστευτικότητας από πλευράς των εφεσιβλήτων όταν οι εφεσείοντες ανέθεσαν σε αυτούς τη διαχείριση κεφαλαίων που κατέθεσαν ή θα κατέθεταν σε χαρτοφυλάκιο στην εταιρεία Dean Witter Reynolds Inc - "Morgan Stanley", η οποία εταιρεία θα συνεργαζόταν ή θα ήταν αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων.

 

Αυτή ήταν η βάση της αγωγής που ασκήθηκε από τους εφεσείοντες, οι οποίοι πέραν του πιο πάνω ποσού αξίωσαν και γενικές αποζημιώσεις για παράβαση καθήκοντος και επαγγελματική αμέλεια, αλλά και παραδειγματικές αποζημιώσεις για την αδικαιολόγητη και αντισυμβατική συμπεριφορά των εφεσιβλήτων. Αξίωσαν επίσης τόκο 9% ως αποζημιώσεις από 8.3.2002.

 

Η υπεράσπιση αρνήθηκε την οποιανδήποτε αξίωση προβάλοντας διάφορους ισχυρισμούς.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων με έξοδα σε βάρος τους, κρίνοντας ότι απέτυχαν να αποδείξουν οποιαδήποτε συμβατική σχέση με τους εφεσίβλητους, πόσο μάλλον σχέση που δημιουργούσε οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας και/ή εμπιστευτικότητας αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι από το σύνολο της μαρτυρίας και των κατατεθέντων τεκμηρίων προέκυπτε ότι, ουδέποτε οι εφεσίβλητοι είχαν ενεργό ανάμειξη ή υπήρξαν μέρος της συμφωνίας μεταξύ των εφεσειόντων και της Morgan Stanley. Πρόσθετα κατέληξε ότι οι εφεσείοντες έδωσαν πληρεξουσιοδότηση στο πρόσωπο με το επώνυμο Σταύρου, ως πρόσωπο που εκτελούσε  προσωπικά και όχι ως λειτουργός ή εργοδοτούμενος των εφεσιβλήτων.

 

Διαπιστώνοντας δε παντελή έλλειψη μαρτυρίας από πλευράς των εφεσειόντων για τον τρόπο με τον οποίο συνεργάζονταν με τον εν λόγω Σταύρου, κατέληξε  στο ότι δεν  υπήρχαν δικές τους εντολές που [*2742]υλοποιούνταν ή εκτελούνταν από τον Σταύρου, ο οποίος και δεν έδωσε καμία εντολή μετά τον Μάρτιο του 2002, και δεν έδωσε εντολές για τις δύο ρευστοποιήσεις που  έγιναν τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο του 2002. Κρίθηκε επίσης ότι οι εφεσίβλητοι είχαν συμφωνία να εισπράττουν το 30% των προμηθειών που η Morgan Stanley εισέπραττε από πράξεις πελατών στις οποίες οι εφεσίβλητοι διαμεσολαβούσαν, η δε διαχείριση του χαρτοφυλακίου των εφεσειόντων γινόταν αποκλειστικά  από τον John Proxenos, τον οποίο οι εφεσίοντες γνώριζαν προτού αναμείξουν τους εφεσίβλητους στην εικόνα.

 

Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η μείωση της αξίας του χαρτοφυλακίου ήταν απόρροια της πτώσης της αγοράς και η ρευστοποίηση του  ήταν αναγκαία λόγω της μη ανταπόκρισης των εφεσειόντων στα «margin calls» για να μείνει ο λογαριασμός παρατραβήγματος ακάλυπτος. Η ζημιά δεν προήλθε από οποιεσδήποτε πράξεις ή παραλείψεις των εφεσιβλήτων, ενώ παρά το ότι οι εφεσείοντες χαρακτήρισαν τον Σταύρου ως αντιπρόσωπο τους, δεν του  καταμέρισαν οποιεσδήποτε ευθύνες ούτε ζήτησαν από αυτόν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις.

 

Τα πιο πάνω ευρήματα αμφισβητήθηκαν στην ολότητα τους με έφεση.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1. Η ανάγνωση του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης παρέπεμπε, δυστυχώς, σε παρανόηση του Δικαστικού έργου. Αποφεύγει παντελώς την αναγκαία αξιολογική κρίση επί της διϊστάμενης μαρτυρίας, την οποία ούτε καταγράφει, έστω κατά συνοπτικό τρόπο.

  2.   Δεν αρκεί για σκοπούς ανασκόπησης από το Εφετείο της πρωτόδικης κρίσης, η αναφορά από το Δικαστήριο ότι δεν θα ενδιέτριβε με λεπτομέρεια στη μαρτυρία και ότι θα αναφερόταν στη μαρτυρία και τα τεκμήρια όπου αυτό ήταν αναγκαίο.

  3.   Η ευθεία καταγραφή ευρημάτων άφηνε την απόφαση έκθετη σε ανατροπή εφόσον απουσίαζε η σύνδεση των συμπερασμάτων με τη μαρτυρία.

  4.   Σύνδεση που εν πάση περιπτώσει προϋπόθετε την καταγραφή της μαρτυρίας, έστω με περιεκτικό τρόπο, και όχι κατ’ ανάγκη με «λεπτομέρεια», όπως ανέφερε πρωτοδίκως το Δικαστήριο.

  5.   Αλλά ούτε το ένα, ούτε το άλλο έπραξε. Με αποτέλεσμα τα ευρήματα του να παραμένουν μετέωρα χωρίς τον αναγκαίο Δικαστικό λόγο ως υπόβαθρο εξήγησης και κατανόησης της σκέψης του.

  6.   Ουδόλως αρκεί η σταχυολογική αναφορά ή παραπομπή σε ορισμένα από τα κατατεθέντα τεκμήρια, ιδιαιτέρως όταν γι’  αυτά δεν [*2743]παρέχεται οποιαδήποτε κρίση επί της αποδεικτικής τους αξίας ή της σύνδεσης τους με τη δικογραφία και τη στήριξη ή μη των θέσεων των εφεσειόντων. Ούτε βεβαίως αρκεί η σε μια γραμμή θέση πρωτοδίκως ότι αποδέχεται τη μαρτυρία Λοϊζίδη ως προς τη μείωση της αξίας του χαρτοφυλακίου των εφεσειόντων. Χωρίς ανάλυση, χωρίς σπουδή λόγου και χωρίς αντιπαράθεση με την αντίθετη θέση.

  7.   Η πρώτη κρίση του Δικαστηρίου ότι, «Οι εναγόμενοι ενεργούσαν απλά ως διαμεσολαβητές (introducing agents) ... (και ότι) «Οι εναγόμενοι ουδέποτε υπήρξαν αντιπρόσωποι (agents) της MSDW ούτε και οι MSDW υπήρξαν αντιπρόσωποι (agents) των εναγομένων», παρουσιάζεται αυθαίρετη υπό το φως του τεκμηρίου 17 (πληρεξούσιο έγγραφο του εφεσείοντα 1 προς τους ίδιους τους εφεσίβλητους να ενεργούν εξ ονόματος τους για την αγορά, πώληση, κλπ. μετοχών ή άλλων αξιών), του τεκμηρίου 2 (μέρος του οποίου είναι το Trading Authoroziation που δόθηκε από τους εφεσείοντες προς τον «Stavros E. Stavrou of Global Capital Ltd"), του τεκμηρίου 11, (επιστολή της Morgan Stanley προς τον εφεσείοντα 1 ότι ο κοινός λογαριασμός του με τη σύζυγο και τη θυγατέρα του δεν ήταν ποτέ «a discretionary account» και ότι όλες οι συναλλαγές εγκρίνονταν από τον «agent Stavros Stavrou originally from the Cyprus Popular Bank and thereafter with Global Capital»), το τεκμήριο 32 (τηλεομοιότυπο από τον Σταύρου σε επιστολόχαρτο της Global Capital Ltd προς τον John Proxenos για το λογαριασμό των εφεσειόντων), κ.ά..

  8.   Υπήρχε επίσης η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων, παρ. 5(β) της υπεράσπισης, ότι οι εφεσείοντες έγιναν πελάτες τους με τη μετακίνηση του Σταύρου σ’ αυτούς. Η σχέση του Σταύρου με τους εφεσίβλητους φαινόταν να παρέπεμπε σε σχέση εργοδοτούμενου που ενεργούσε εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

  9.   Ο Σταύρου απευθυνόταν στους εφεσείοντες σε επιστολόχαρτα των εφεσιβλήτων, το επαγγελματικό του δελτάριο περιέγραφε εαυτόν ως «International Porfolio Manager» της Global Capital Ltd, οι εφεσίβλητοι δέχονταν ότι ο Σταύρου ήταν μισθωτός τους, (Τεκμήριο 8), κ.ά..

10. Όλα τα ως άνω και πολλά άλλα έπρεπε να αξιολογηθούν με τη δέουσα επιμέλεια από το Δικαστήριο. Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν ήγειραν αγωγή εναντίον του Σταύρου δεν ήταν ενέργεια ή απόφαση κατ’ ανάγκη εναντίον τους, εφόσον υπήρχε μαρτυρία που έδειχνε ότι οι εφεσίβλητοι ήταν οι ουσιαστικοί αντισυμβαλλόμενοι, μέσω του Σταύρου που διενεργούσε τις καθαυτό συναλλαγές, ενώ υπήρχε και μαρτυρία ότι ο Σταύρου έφυγε από τους εφεσίβλητους.

11. Με τον τρόπο που επέλεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο να συγγράψει την απόφαση του ήταν αδύνατο για το Εφετείο, ούτε βεβαίως [*2744]ήταν και ορθό, να εξετάσει πρωτογενώς τη μαρτυρία για να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, η οποία απουσίαζε ολωσδιόλου.

12. Τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, παρείχαν ένδειξη ότι υπήρχε μαρτυρία που έπρεπε να αξιολογηθεί κατά τρόπο που θα ήταν εφικτό για το Εφετείο να κρίνει την ορθότητα ή μη της πρωτόδικης απόφασης. Αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα να καθίστατο αναγκαία η επανεκδίκαση της υπόθεσης.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

P. & Chr. Seafood Express Ltd κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2014) 1 Α.Α.Δ. 1945, ECLI:CY:AD:2014:A661,

 

Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. v. Α. Ν. Στασής Εστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916,

 

Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255,

 

Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 388/2005), ημερομηνίας 8/2/2011.

 

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.

 

Γ. Θεοδοσίου για Κ. Βελάρη, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείοντες αξίωσαν εναντίον των εφεσιβλήτων με την πρωτόδικη αγωγή τους το ποσό των 99.353,25 δολαρίων Αμερικής ως ειδικές αποζημιώσεις για ζημίες που υπέστησαν λόγω της αμέλειας και της παράβασης των καθηκόντων αφοσίωσης και εμπιστευτικότητας από πλευράς των εφεσιβλήτων όταν οι εφεσείοντες ανέθεσαν σε αυτούς τη διαχείριση κεφαλαίων [*2745]που κατέθεσαν ή θα κατέθεταν σε χαρτοφυλάκιο στην εταιρεία Dean Witter Reynolds Inc – “Morgan Stanley”, εφεξής «η Morgan Stanley», η οποία εταιρεία θα συνεργαζόταν ή θα ήταν αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων.

 

Η συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των εφεσειόντων και της Morgan Stanley ως χρηματιστών στις 25.11.1999, προέβλεπε το άνοιγμα λογαριασμού που δεν παρείχε διακριτική ευχέρεια στους εφεσίβλητους ή τους χρηματιστές ή τους αντιπροσώπους τους να αποφάσιζαν οτιδήποτε ή να διενεργούσαν οποιαδήποτε δοσοληψία χωρίς τις προηγούμενες ρητές και σαφείς οδηγίες ή συγκατάθεση των εφεσειόντων, τις οποίες οδηγίες ή συγκατάθεση θα διαβίβαζαν στους χρηματιστές, δηλαδή, την Morgan Stanley, μέσω των εφεσιβλήτων. Η διαχείριση του χαρτοφυλακίου αυτού θα γινόταν κατά πάντα χρόνο από τον Σταύρο Ε. Σταύρου που κατείχε τη θέση του διευθυντή διεθνών χαρτοφυλακίων με τους εφεσίβλητους, οι οποίοι και τον όρισαν ως τον αρμόδιο λειτουργό τους για τη διαχείριση αυτή.

 

Οι εφεσίβλητοι ήσαν ή παρέστησαν εαυτούς προς τους εφεσείοντες να ήταν έμπειροι χρηματιστές που θα έδιδαν ακριβείς επαγγελματικές συμβουλές προς τους εφεσείοντες με ειδικότητα σε θέματα αγοραπωλησίας κινητών αξιών και οι οποίοι σε κάθε περίπτωση θα ενεργούσαν πάντοτε προς το οικονομικό συμφέρον των εφεσειόντων έχοντας προς αυτούς καθήκον αφοσίωσης για τη γενική διαχείριση του λογαριασμού που περιελάμβανε και τη δυνατότητα ρευστοποίησης, εάν αυτό ήτο αναγκαίο, λόγω της υποχώρησης κατά σημαντικό τρόπο της αγοράς κινητών αξιών. Λεπτομέρειες των κατ’ ισχυρισμόν καθηκόντων των εφεσιβλήτων έναντι των εφεσειόντων δόθηκαν στην παράγραφο 8 της έκθεσης απαίτησης.

 

Δυνάμει της συμφωνίας και της ανάληψης της διαχείρισης των επενδύσεων κινητών αξιών, οι εφεσείοντες κατέθεσαν στο λογαριασμό που άνοιξαν τον Νοέμβριο του 1999, το αρχικό ποσό των 35.000 δολαρίων Αμερικής, προσθέτοντας ακόμη 250.000 δολάρια Αμερικής, τον Ιανουάριο του 2000. Έναντι αυτού του ποσού, οι χρηματιστές παραχώρησαν στους εφεσείοντες όριο δανείου («margin account») ύψους 100.000 δολαρίων Αμερικής. Η συνεργασία των διαδίκων ήταν απρόσκοπτη και κανονική μέχρι τις 8.3.2002 ,όταν η αξία του χαρτοφυλακίου των εφεσειόντων ανερχόταν στο ποσό των 115.353,25 δολαρίων Αμερικής. Σε συνάντηση που είχαν οι εφεσείοντες με τον Σταύρου συμφωνήθηκε η στενότερη παρακολούθηση της πορείας των επενδύσεων ώστε να ληφθούν διορθωτικά μέτρα για την ανακοπή της απώλειας της αξίας της επέν[*2746]δυσης.

 

Παρά τη συναντίληψη αυτή, οι εφεσίβλητοι σταμάτησαν από το Μάρτιο του 2002 να ενημερώνουν τους εφεσείοντες, έπαυσαν να τους εφοδιάζουν με μηνιαίες καταστάσεις του χαρτοφυλακίου, ενώ κατά το Μάρτιο του 2003 διαπιστώθηκε ότι οι εφεσίβλητοι σε δύο περιπτώσεις τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο του 2002, έδωσαν οδηγίες στους χρηματιστές για τη ρευστοποίηση του χαρτοφυλακίου με αποτέλεσμα η μετατροπή να αποφέρει σε μετρητά μόνο το ποσό των 16.000 δολαρίων Αμερικής. Αυτές οι οδηγίες δόθηκαν χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση των εφεσειόντων με αποτέλεσμα να υποστούν ζημία ύψους 99.353,25 δολαρίων Αμερικής που είναι η διαφορά μεταξύ του ποσού που υπήρχε τότε στη διάθεση των εφεσειόντων, ήτοι, 115.353,25 μείον τις 16.000 που απέφερε η ρευστοποίηση.

 

Αυτή ήταν η βάση της αγωγής που ασκήθηκε από τους εφεσείοντες, οι οποίοι πέραν του πιο πάνω ποσού αξίωσαν και γενικές αποζημιώσεις για παράβαση καθήκοντος και επαγγελματική αμέλεια, αλλά και παραδειγματικές αποζημιώσεις για την αδικαιολόγητη και αντισυμβατική συμπεριφορά των εφεσιβλήτων. Αξίωσαν επίσης τόκο 9% ως αποζημιώσεις από 8.3.2002.

 

Η υπεράσπιση αρνήθηκε την οποιανδήποτε αξίωση με τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι δεν ασχολούνταν με την παροχή υπηρεσιών ή συμβούλων επενδύσεων στο εξωτερικό, αλλά ενεργούσαν μόνο εάν ο πελάτης ζητούσε τέτοιες επενδύσεις ως απλοί διαμεσολαβητές μεταξύ των πελατών και εγκύρων οργανισμών του εξωτερικού, όπως ήταν στην περίπτωση η Morgan Stanley.  Ουδεμία σχέση πέραν από τη διαβίβαση αλληλογραφίας και γενικά της παρακολούθησης της διαχείρισης είχαν οι εφεσίβλητοι με τις καθ΄ αυτό επενδύσεις των εφεσειόντων στο εξωτερικό, ούτε και ευθύνονταν για τον τρόπο λειτουργίας του επενδυτικού λογαριασμού με τη Morgan Stanley. Περαιτέρω, ουδέποτε υπήρξαν αντιπρόσωποι της τελευταίας, η διαχείριση δε του χαρτοφυλακίου των εφεσειόντων, που εν πάση περιπτώσει είχαν πείρα σε θέματα επενδύσεων στο εξωτερικό, γινόταν από τον αντιπρόσωπο της Morgan Stanley, Γιάννη Πρόξενο, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με τους εφεσίβλητους.  Ο Σταύρος Σταύρου ήταν πράγματι λειτουργός και εργοδοτούμενος των εφεσιβλήτων, αλλά δεν ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων για να διαχειρίζεται ή να δίνει οδηγίες ως προς την επένδυση του χαρτοφυλακίου των εφεσειόντων.  Άλλωστε ο Σταύρου ήταν ήδη γνωστός στους εφεσείοντες από παλαιότερα και ήταν πελάτης των εφεσειόντων όταν αυτός εργαζόταν ακόμη [*2747]στη Λαϊκή Τράπεζα και απλά οι εφεσείοντες, όταν ο Σταύρου μετακινήθηκε στους εφεσίβλητους, τον ακολούθησαν. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων με έξοδα σε βάρος τους, κρίνοντας ότι απέτυχαν να αποδείξουν οποιαδήποτε συμβατική σχέση με τους εφεσίβλητους, πόσο μάλλον σχέση που δημιουργούσε οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας και/ή εμπιστευτικότητας αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο. Στην απόφαση του το Δικαστήριο αφού αναφέρεται στις βασικές θέσεις  των δικογράφων και στο ότι κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν ο Γεώργιος Κατσός, εφεσείων 1, και ο Άλκης Λοϊζίδης, γενικός διευθυντής των εφεσιβλήτων, προχώρησε να πει τα εξής:

 

«Δεν θα ενδιατρίψω με λεπτομέρεια στις μακροσκελείς καταθέσεις τους και στην αντεξέταση στην οποία υποβλήθησαν.  Θα αναφέρομαι στη μαρτυρία τους και στα τεκμήρια που κατατέθηκαν εκεί όπου θεωρώ ότι αυτό είναι αναγκαίο.»

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι:

 

«Από το σύνολο της μαρτυρίας και των κατατεθέντων τεκμηρίων προκύπτει ότι ……..», ακολουθούμενης της φράσης αυτής από 12 παραγράφους σημειούμενες ως (α) έως (λ), στις οποίες προβαίνει ευθέως σε συμπεράσματα και ευρήματα για να καταλήξει στην κρίση ότι ουδέποτε οι εφεσίβλητοι είχαν ενεργό ανάμειξη ή υπήρξαν μέρος της συμφωνίας μεταξύ των εφεσειόντων και της Morgan Stanley. Πρόσθετα ότι οι εφεσείοντες έδωσαν πληρεξουσιοδότηση στον Σταύρου προσωπικά και όχι ως λειτουργό ή εργοδοτούμενο των εφεσιβλήτων. Διαπιστώνοντας δε παντελή έλλειψη μαρτυρίας από πλευράς των εφεσειόντων για τον τρόπο με τον οποίο συνεργάζονταν με τον εν λόγω Σταύρου, καταλήγει στο ότι δεν υπήρχαν δικές τους εντολές που υλοποιούνταν ή εκτελούνταν από τον Σταύρο, ο οποίος και δεν έδωσε καμία εντολή μετά τον Μάρτιο του 2002, και δεν έδωσε εντολές για τις δύο ρευστοποιήσεις που  έγιναν τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο του 2002. Κρίθηκε επίσης ότι οι εφεσίβλητοι είχαν συμφωνία να εισπράττουν το 30% των προμηθειών που η Morgan Stanley εισέπραττε από πράξεις πελατών στις οποίες οι εφεσίβλητοι διαμεσολαβούσαν, η δε διαχείριση του χαρτοφυλακίου των εφεσειόντων γινόταν αποκλειστικά από τον John Proxenos, τον οποίο οι εφεσίοντες γνώριζαν προτού αναμείξουν τους εφεσίβλητους στην εικόνα. Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η μείωση της αξίας του χαρτοφυ[*2748]λακίου ήταν απόρροια της πτώσης της αγοράς και η ρευστοποίηση του  ήταν αναγκαία λόγω της μη ανταπόκρισης των εφεσειόντων στα «margin calls» για να μείνει ο λογαριασμός παρατραβήγματος ακάλυπτος. Η ζημιά δεν προήλθε από οποιεσδήποτε πράξεις ή παραλείψεις των εφεσιβλήτων, ενώ παρά το ότι οι εφεσείοντες χαρακτήρισαν τον Σταύρου ως αντιπρόσωπο τους, δεν του  καταμέρισαν οποιεσδήποτε ευθύνες ούτε ζήτησαν από αυτόν οποιεσδήποτε αποζημιώσεις.

 

Όπως είναι γνωστό και έχει αναφερθεί πλειστάκις, δεν υπάρχει στο δικαστικό σύστημα της Κύπρου στερεότυπος τρόπος συγγραφής μιας απόφασης. Η δικαστική απόφαση παραμένει έτσι ένας ζωντανός τρόπος έκφρασης της νομικής σκέψης του συγγραφέα της. Αποτελεί μια δυναμική προέκταση των ενώπιον του Δικαστή δεδομένων, νομικών και πραγματικών, όπως γίνονται αντιληπτά μέσα από το δικό του δικαστικό φιλτράρισμα και την κατανόηση της υπόθεσης.

 

Η καταγραφή από ένα πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας έστω κατά συνοπτικό τρόπο και η επ’ αυτής κατάληξη σε συμπεράσματα και ευρήματα αποτελεί την πεμπτουσία του δικαστικού έργου. Αυτό γιατί η αξιολόγηση και η καταγραφή ευρημάτων, υπό το φως πάντοτε και σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις, παρέχει κατά αντικειμενικό τρόπο εκείνη την αξιολογική κρίση του Δικαστηρίου που απευθύνεται στους διαδίκους, στους συνηγόρους τους και, σε περίπτωση έφεσης, στο ίδιο το Εφετείο.

 

Η αποτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο γίνεται πάντοτε υπό το ευεργέτημα της παρακολούθησης των πρωταγωνιστών της υπόθεσης στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης με όλες τις εκφάνσεις και παραμέτρους της. Η αξιολόγηση αποτελεί ουσιαστικότατο δικαστικό έργο γιατί ενσωματώνει την αμερόληπτη και λογική κρίση του Δικαστή που αντανακλά στην ουσία το κοινό μέτρο λογικής στην κοινωνία, με πρόσθετη βοήθεια  τη νομική κατάρτιση, (δέστε, μεταξύ άλλων, P. & Chr. Seafood Express Ltd v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και όπως τροποποιήθηκε P. & Chr. Seafood Express Ltd κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2014) 1 Α.Α.Δ. 1945, ECLI:CY:AD:2014:A661). Στην υπόθεση Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. v. Α.Ν. Στασής Εστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916, λέχθηκε με αναφορά στις αποφάσεις Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255 και Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, ότι υπάρχει υποχρέωση για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, υπο[*2749]χρέωση που είναι αναπόστατη πτυχή της δικαστικής λειτουργίας, αλλά και του καθήκοντος που επιβάλλει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Αιτιολογημένη απόφαση σημαίνει ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επιδίκων θεμάτων και τη δικογραφία και βεβαίως την κατάληξη του Δικαστηρίου επί της πραγματικής και νομικής πτυχής της υπόθεσης. Όπως περαιτέρω λέχθηκε στην πιο πάνω αυθεντία, απόφαση που δεν παρέχει ανάλυση της μαρτυρίας και αιτιολογία είναι, «….. παράδειγμα δικαστικής απόφασης προς αποφυγή.».

 

Η ανάγνωση του σκεπτικού της πρωτόδικής απόφασης παραπέμπει, δυστυχώς, σε παρανόηση του Δικαστικού έργου. Αποφεύγει παντελώς την αναγκαία αξιολογική κρίση επί της διϊστάμενης μαρτυρίας, την οποία ούτε καταγράφει, έστω κατά συνοπτικό τρόποΔεν αρκεί για σκοπούς ανασκόπησης από το Εφετείο της πρωτόδικης κρίσης, η αναφορά από το Δικαστήριο ότι δεν θα ενδιέτριβε με λεπτομέρεια στη μαρτυρία και ότι θα αναφερόταν στη μαρτυρία και τα τεκμήρια όπου αυτό ήταν αναγκαίο. Η ευθεία καταγραφή ευρημάτων αφήνει την απόφαση έκθετη σε ανατροπή εφόσον απουσιάζει η σύνδεση των συμπερασμάτων με τη μαρτυρία. Σύνδεση που εν πάση περιπτώσει προϋπόθετε την καταγραφή της μαρτυρίας, έστω με περιεκτικό τρόπο, και όχι κατ’ ανάγκη με «λεπτομέρεια», όπως ανέφερε πρωτοδίκως το Δικαστήριο. Αλλά ούτε το ένα, ούτε το άλλο έπραξε. Με αποτέλεσμα τα ευρήματα του να παραμένουν μετέωρα χωρίς τον αναγκαίο Δικαστικό λόγο ως υπόβαθρο εξήγησης και κατανόησης της σκέψης του.

 

Ουδόλως αρκεί η σταχυολογική αναφορά ή παραπομπή σε ορισμένα από τα κατατεθέντα τεκμήρια, ιδιαιτέρως όταν γι’ αυτά δεν παρέχεται οποιαδήποτε κρίση επί της αποδεικτικής τους αξίας ή της σύνδεσης τους με τη δικογραφία και τη στήριξη ή μη των θέσεων των εφεσειόντων. Ούτε βεβαίως αρκεί η σε μια γραμμή θέση πρωτοδίκως ότι αποδέχεται τη μαρτυρία Λοϊζίδη ως προς τη μείωση της αξίας του χαρτοφυλακίου των εφεσειόντων. Χωρίς ανάλυση, χωρίς σπουδή λόγου και χωρίς αντιπαράθεση με την αντίθετη θέση.

 

Όπως εύστοχα εξηγεί ο κ. Παπαθεοδώρου στο λεπτομερές περίγραμμα του, η πρώτη κρίση του Δικαστηρίου ότι, «Οι εναγόμενοι ενεργούσαν απλά ως διαμεσολαβητές (introducing agents) ….. (και ότι) «Οι εναγόμενοι ουδέποτε υπήρξαν αντιπρόσωποι (agents) της MSDW ούτε και οι MSDW υπήρξαν αντιπρόσωποι (agents) των εναγομένων», παρουσιάζεται αυθαίρετη υπό το φως του τεκμηρίου 17 (πληρεξούσιο έγγραφο του εφεσείοντα 1 προς [*2750]τους ίδιους τους εφεσίβλητους να ενεργούν εξ ονόματος τους για την αγορά, πώληση, κλπ. μετοχών ή άλλων αξιών), του τεκμηρίου 2 (μέρος του οποίου είναι το Trading Authoroziation που δόθηκε από τους εφεσείοντες προς τον «Stavros E. Stavrou of Global Capital Ltd”), του τεκμηρίου 11, (επιστολή της Morgan Stanley προς τον εφεσείοντα 1 ότι ο κοινός λογαριασμός του με τη σύζυγο και τη θυγατέρα του δεν ήταν ποτέ «a discretionary account» και ότι όλες οι συναλλαγές εγκρίνονταν από τον «agent Stavros Stavrou originally from the Cyprus Popular Bank and thereafter with Global Capital»), το τεκμήριο 32 (τηλεομοιότυπο από τον Σταύρου σε επιστολόχαρτο της Global Capital Ltd προς τον John Proxenos για το λογαριασμό των εφεσειόντων), κ.ά..

 

Υπήρχε επίσης η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων, παρ. 5(β) της υπεράσπισης, ότι οι εφεσείοντες έγιναν πελάτες τους με τη μετακίνηση του Σταύρου σ’ αυτούς. Η σχέση του Σταύρου με τους εφεσίβλητους φαινόταν να παρέπεμπε σε σχέση εργοδοτούμενου που ενεργούσε εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Ο Σταύρου απευθυνόταν στους εφεσείοντες σε επιστολόχαρτα των εφεσιβλήτων, το επαγγελματικό του δελτάριο περιέγραφε εαυτόν ως «International Porfolio Manager» της Global Capital Ltd, οι εφεσίβλητοι δέχονταν ότι ο Σταύρου ήταν μισθωτός τους, (Τεκμήριο 8), κ.ά..

 

Όλα τα ως άνω και πολλά άλλα έπρεπε να αξιολογηθούν με τη δέουσα επιμέλεια από το Δικαστήριο. Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν ήγειραν αγωγή εναντίον του Σταύρου δεν ήταν ενέργεια ή απόφαση κατ’ ανάγκη εναντίον τους, εφόσον υπήρχε μαρτυρία που έδειχνε ότι οι εφεσίβλητοι ήταν οι ουσιαστικοί αντισυμβαλλόμενοι, μέσω του Σταύρου που διενεργούσε τις καθαυτό συναλλαγές, ενώ υπήρχε και μαρτυρία ότι ο Σταύρου έφυγε από τους εφεσίβλητους, (παρ. 16 του περιγράμματος των εφεσιβλήτων).

 

Με τον τρόπο που επέλεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο να συγγράψει την απόφαση του είναι αδύνατο για το Εφετείο, ούτε βεβαίως είναι και ορθό, να εξετάσει πρωτογενώς τη μαρτυρία για να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, η οποία ελλείπει ολωσδιόλου. Τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω παρέχουν ένδειξη ότι υπήρχε μαρτυρία που έπρεπε να αξιολογηθεί κατά τρόπο που θα ήταν εφικτό για το Εφετείο να κρίνει την ορθότητα ή μη της πρωτόδικης απόφασης. Αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η επανεκδίκαση της υπόθεσης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστή του [*2751]Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ίδιας δικαιοδοσίας.

 

Τα έξοδα κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα πρωτοδίκως  θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα είναι εναντίον των εφεσειόντων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο