Ξενοφώντος Κύπρος ν. K.N. Zoo Bar Restaurant Ltd και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 2786

ECLI:CY:AD:2016:A554

(2016) 1 ΑΑΔ 2786

[*2786]15 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΟΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,

 

Εφεσείων-Ενάγων,

 

v.

 

1. K.N. ZOO BAR RESTAURANT LTD,

2. ΚΩΣΤΑ ΝΕΟΦΥΤΙΔΗ,

3. ΝΤΙΝΟΥ ΚΛΕΝΘΟΥΣ,

4. LIFETECH LTD,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων,

 

ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου-Τριτοδιάδικου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 447/2011)

 

 

Αμέλεια ― Ατύχημα σε ανελκυστήρα ― Εφεσείων εισήλθε στο άνοιγμα των θυρών ανελκυστήρα, κατέπεσε στο κενό και κατέληξε στον πάτο του φρεατίου σοβαρά τραυματισμένος ― Κατά πόσον ήταν αυθαίρετο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι αδημονούσε για την έλευση του ανελκυστήρα και ότι προκάλεσε με ηθελημένη ενέργεια του, άνοιγμα των θυρών ― Κατά πόσον εσφαλμένα και χωρίς όμως ίχνος μαρτυρίας προς τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέκρινε τον εφεσείοντα ότι οι θύρες του ανελκυστήρα «άνοιξαν με την παράλογη και άφρονα επέμβαση του ― Κατά πόσον παραγνώρισε την υπόλοιπη μαρτυρία που ήταν υπέρ του εφεσείοντος και αποτελούσε ασφαλές υπόβαθρο για θετική διαπίστωση στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων περί αμέλειας των εφεσιβλήτων.

 

Αμέλεια ― Ατύχημα σε ανελκυστήρα ― Από τη στιγμή που το μάνταλο ήταν πλέον εκτός προδιαγραφών ασφαλείας και γι’ αυτό ουδόλως υπεύθυνος ήταν ο εφεσείων, δεν μπορούσε αυτός να είχε οποιαδήποτε ευθύνη για το άνοιγμα των θυρών, στην απουσία, οποιασδήποτε μαρτυρίας ότι ο ίδιος θεάθηκε να συμπεριφερόταν απρεπώς, ήταν μεθυ[*2787]σμένος, είχε ενοχλητική συμπεριφορά ή αδημονούσε να ανοίξουν οι θύρες ― Όσα καταλογίσθηκαν στον εφεσείοντα αποτελούσαν εικασίες.

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ένα Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να πιθανολογεί, σε επίπεδο εικασιών. Αποφασίζει με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, την ανάλυση επ’ αυτής, την αξιολόγηση και τα τελικά ευρήματα του.

 

Αμέλεια ― Απόδειξη ― Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εντοπίσει την κατά τη δική του άποψη γενεσιουργό αιτία  ατυχήματος έξω από οποιαδήποτε προς τούτο μαρτυρία ― Το κριτήριο παραμένει κατά πόσο η εκδοχή του ενάγοντα προκύπτει ως πιο αληθής παρά όχι, ιδωμένη και εξεταζόμενη από μόνη της κατά ένα αντικειμενικό επίπεδο πιθανότητας και όχι κατά πόσο η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά του εναγομένου.

 

Αμέλεια ― Ανεξάρτητοι εργολάβοι ― Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι 1-3 είχαν προσλάβει και χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες των εφεσιβλήτων 4, ως ανεξάρτητων εργολάβων, δεν τους απάλλασσε από την ευθύνη.

 

Αμέλεια ― Ευθύνη τρίτων ― Ανεξάρτητοι εργολάβοι ― Yπάρχουν περιπτώσεις, οι οποίες δεν είναι κλειστές, όπου ο εργοδότης δεν μπορεί στην ουσία να μεταβιβάσει την ευθύνη σε τρίτους ανεξάρτητους εργολάβους, λόγω της οριοθέτησης της έννοιας της αμέλειας κατά ευρύ τρόπο.

 

Αμέλεια ― Συνεναγόμενοι ― Η απόδοση εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1-3 ευθύνης στους συνεναγόμενους τους, αλλά και στον τριτοδιάδικο, κατεδείκνυε ότι ούτε οι ίδιοι γνώριζαν την επακριβή γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος, προσπαθώντας να επιρρίψουν και να μεταθέσουν την ευθύνη τους.

 

Πολιτική Δικονομία ― Ειδοποίηση τριτοδιαδίκου και ειδοποίηση συνεναγομένου ― Η καταλόγηση ευθύνης στους συνεναγόμενους και στον τριτοδιάδικο δίδοντας προς τούτο λεπτομέρειες αμέλειας μέσα στο ίδιο το δικόγραφο της υπεράσπισης, αντίκειτο στις διατάξεις της Δ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που επιβάλλει την έκδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, (θ.1), αλλά και της ειδοποίησης προς συνεναγομένους (θ.12), με την μεταξύ τους ανταλλαγή δικογράφων.

 

Αμέλεια ― Res ipsa loquitur ― Εφαρμοστέες αρχές ― Λόγω του ότι το δόγμα είναι αποδεικτικής σημασίας, η δικογράφηση του δεν είναι αναγκαία, παρόλο που ως θέμα πρακτικής είναι ορθότερο να αναφέρεται η επίκληση του δόγματος ― Η δικογράφηση του δόγματος δεν αντιμάχεται την ένθεση λεπτομερειών αμέλειας, η οποία γίνεται πά[*2788]ντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις με γενικότητα.

 

Αμέλεια ― Καθήκον επιμέλειας ― Οι κατηγορίες ή συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να εγερθεί τέτοιο καθήκον δεν είναι ποτέ στεγανοποιημένες ― Η αμέλεια ως έννοια μπορεί να επιδεικνύεται σε μια μεγάλη κατηγορία συνθηκών. Δεν είναι αναγκαίο τα εξεταζόμενα γεγονότα να εντάσσονται σε υποθέσεις όπου και προηγουμένως είχε στοιχειοθετηθεί αμέλεια.

 

Αμέλεια ― Καθήκον επιμέλειας ― Εφαρμοστέες αρχές ― Το θέμα εξετάζεται, κατά πόσο υπάρχει η αναγκαία γειτνίαση ώστε να εγείρεται το ερώτημα ότι η έλλειψη φροντίδας δυνατόν να προκαλέσει ζημιά ως θέμα εύλογης πρόβλεψης ― Αν η απάντηση είναι καταφατική, εξετάζεται κατά πόσον υπάρχουν δεδομένα που αδρανοποιούν ή περιορίζουν την έκταση αυτής της επιμέλειας.

 

Αμέλεια ― Δεν είναι η έλευση κάθε ζημιάς από τρίτο που καθιερώνει αξίωση αμέλειας ― Απαιτείται απόδειξη ότι το άτομο, φυσικό ή νομικό, που προκάλεσε τη ζημιά, όφειλε καθήκον επιμέλειας, έναντι του ζημιωθέντος ― Ο ενάγων θα πρέπει να δείξει ότι εμπίπτει στα πρόσωπα που ευλόγως μπορούσαν να επηρεαστούν, ανάλογα με τη ζημιά που έγινε, ότι βρίσκεται με τον εναγόμενο σε σχέση γειτνίασης και  ότι είναι δίκαιο, ορθό και εύλογο να εναποτεθεί καθήκον επιμέλειας υπό τις περιστάσεις.

 

Στις 16 Μαρτίου 2003 πρωινές ώρες, ο Εφεσείων ευρίσκετο σε νυκτερινό κέντρο (club), το οποίο στεγάζετο και στον 3ο όροφο κτηρίου. Ύστερα από διασκέδαση με τους φίλους του απεφάσισε ν’ αποχωρήσει μαζί με ένα εξ αυτών, τον Μ.Ε.7 και κάλεσε προς τούτο τον ανελκυστήρα. Ο κλωβός του ανελκυστήρα ευρίσκετο στον 4ο όροφο, οι θύρες του όμως άνοιξαν στον 3ο όροφο όπου ανέμενε ο Εφεσείων. Αυτός εισήλθε στο άνοιγμα των θυρών, κατέπεσε στο κενό και κατέληξε στον πάτο του φρεατίου σοβαρά τραυματισμένος.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία που ο ίδιος ο Εφεσείων προσέφερε στο Δικαστήριο, ο Μ.Ε.2, Επιθεωρητής Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας εξέτασε το ατύχημα την επομένη 17.3.2003. Τα ευρήματα του Μ.Ε. 2 αναφορικά με τη λειτουργία του ανελκυστήρα κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ότι η θύρα ορόφου του ανελκυστήρα στη στάση 3 μπορούσε να ανοίξει με το χέρι, με ελάχιστη προσπάθεια, ενώ ο κλωβός δεν βρισκόταν στην στάση αυτή. Το γεγονός αυτό οφείλετο στο ότι το μεταλλικό εξάρτημα πάνω στο οποίο ασφαλίζει το ηλεκτρομηχανικό μάνταλο στην κλειστή θέση της θύρας ήταν στραβωμένο και παρουσίαζε κλίση 25ο, περίπου, από την κατακόρυφη κανονική του θέση.

[*2789]Σύμφωνα με τον ίδιο μάρτυρα, το μάνταλο δεν παρουσίαζε κανένα πρόβλημα. Το μάνταλο είναι μεταλλικό εξάρτημα του ανελκυστήρα και ευρίσκεται στην εσωτερική πλευρά της θύρας του. Ένας από τους δύο σκοπούς που εξυπηρετεί, είναι από τη θέση που ευρίσκεται και ασφαλίζει να εμποδίζει το άνοιγμα των θυρών όταν κάποιος προσπαθήσει να τις ανοίξει με τα χέρια του, ενώ απουσιάζει από εκεί ο κλωβός. Διαπιστώθηκε όμως ότι το μεταλλικό εξάρτημα ασφάλισης του μαντάλου, στην κλειστή θέση της θύρας, ήταν στραβωμένο προς τη φορά που ανοίγουν οι θύρες και παρουσίαζε κλίση 25ο περίπου.  Με αυτή την κατάσταση των πραγμάτων το μάνταλο ακουμπούσε πάνω στο εξάρτημα, δεν ασφάλιζε όπως θα έπρεπε αλλά έφευγε από τη θέση του. Χάθηκε η ιδιότητα ασφάλισης όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε από τον Μ.Ε.2. Όπως περαιτέρω εξηγήθηκε, οι προδιαγραφές μηχανικής αντοχής τού συγκεκριμένου εξαρτήματος ασφάλισης του μαντάλου (μηχανισμός ασφάλισης) είναι πέραν των 1000 Newton όταν λειτουργεί κανονικά και η προσπάθεια ανοίγματος των θυρών θα απαιτούσε τη χρήση βίας πολλών ανθρώπων (πέραν των 1000 Newton). Στην ελαττωματική κατάσταση όμως που το βρήκε, με σπρώξιμο επί των θυρών από αριστερά προς τα δεξιά, αυτές άνοιγαν με τη χρήση βίας μέχρι 300 Newton, όση είναι και η δύναμη που μπορεί να ασκήσει ο μέσος άνθρωπος.

 

Η αγωγή του Εφεσείοντα προωθήθηκε  εναντίον των επιχειρηματιών που λειτουργούσαν το κέντρο ΖΟΟ (Εφεσίβλητη 1), των Διευθυντών της (Εφεσίβλητοι 2 και 3) και της εταιρείας που εγκατέστησε και συντηρούσε τον ανελκυστήρα (Εφεσίβλητη 4). Στο Γενικό Εισαγγελέα επεδόθη Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου, η οποία εξεδόθη κατόπιν αιτήματος των Εφεσιβλήτων 1-3, επικαλούμενοι ότι το ατύχημα επεσυνέβη λόγω αμέλειας ή συντρέχουσας αμέλειας του, όπως και παράβαση καθηκόντων του, ως εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε οποιοδήποτε ποσό τυχόν επιδικασθεί προς όφελος του Εφεσείοντα και εναντίον τους θα έπρεπε να επιδικασθεί εναντίον του Τριτοδιαδίκου. Οι Εφεσίβλητοι επέδωσαν περαιτέρω Ειδοποιήσεις Συνεισφοράς προς τους υπόλοιπους συνεναγόμενους δυνάμει της Δ.10 θ.17 των Θεσμών.

 

Το ύψος των αποζημιώσεων που δικαιούται ο Εφεσείων σε περίπτωση επιτυχίας της απαίτησης του συνεφωνήθη υπό των διαδίκων ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με αυτήν, δικαιούται επί πλήρους ευθύνης το ποσό των €735.000 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί παντός επιδικασθησομένου ποσού. Παρέμεινε προς εκδίκαση μόνο το θέμα της ευθύνης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο  στην απόφαση του, αποδέχθη τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 η οποία ως ανέφερε ενισχυόταν από τη μαρτυρία [*2790]όλων των λοιπών μαρτύρων των Εναγομένων, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, των φίλων του, Μ.Ε.7 και Μ.Ε.6.

 

Ως αποτέλεσμα κατέληξε ότι, στο ισοζύγιο λοιπών των πιθανοτήτων ήταν «το πλέον πιθανόν σενάριο ο ανελκυστήρας να ανοίχθηκε με ηθελημένη χρήση απλής βίας από τον αδημονούντα ενάγοντα και να κρατήθηκε ανοικτός ή τόσο ανοικτός για όσο χρειαζόταν ούτως ώστε ο βιαστικός ενάγων, κάνοντας ένα βιαστικό βήμα και μη προσέχοντας ότι αν υπήρχε ο κλωβός θα υπήρχε και φωτισμός, να καταπέσει στο κενό.»

 

Απέρριψε τη μαρτυρία των Εφεσείοντα, Μ.Ε.6 και 7, καθότι έκρινε ότι η εκδοχή τους ότι ο Εφεσείων και Μ.Ε.7 δεν άγγιξαν, σε καμία περίπτωση, τις θύρες του ανελκυστήρα ή προσπάθησαν να επέμβουν στο μηχανισμό λειτουργίας του ανελκυστήρα, ήταν αναληθής, καθότι προσέκρουε στην μαρτυρία του Μ.Ε.2 την οποία αποδέκτηκε ως ορθή και αξιόπιστη και η οποία απέκλειε το άνοιγμα των θυρών χωρίς άσκηση κάποιας δύναμης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε επίσης σε ευρήματα ότι ο ανελκυστήρας ήταν σύμφωνος με τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές, συντηρείτο ανά 15θήμερο από την Εφεσίβλητη 4, και κατά τον τελευταίο έλεγχο του στις 13.3.2003, από τον έμπειρο τεχνικό της Εφεσίβλητης 4, τον Μ.Υ. 1, δεν διαπιστώθηκε βλάβη στο μηχανισμό ασφαλείας ανοίγματος των θυρών. Πρόσθετα ότι το στράβωμα στο μεταλλικό εξάρτημα (λαμάκι) ασφάλισης του μαντάλου ήταν το αποτέλεσμα ανθρώπινης βίας που ασκήθηκε στις θύρες του ανελκυστήρα μετά τον τελευταίο έλεγχο του στις 13.3.2003, ήτοι μεταξύ 14.3.2003 και τις πρωινές ώρες της 16.3.2003. Μέχρι  την ώρα που επεσυνέβη το ατύχημα ο ανελκυστήρας χρησιμοποιείτο κανονικά χωρίς να υποβληθεί οιονδήποτε παράπονο ή πρόβλημα.

 

Ο Εφεσείων με έντεκα λόγους έφεσης προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με αυτούς προσβαλλόταν τόσο η αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη μη συνάδουσα με τη μαρτυρία του Μ.Ε.2.

 

Επίσης ότι το Δικαστήριο αποδέκτηκε λανθασμένα, εφόσον δεν δικογραφήθηκε, το θέμα της ζημιάς του μαντάλου από ανθρώπινη επέμβαση και ότι πλημμελώς εφάρμοσε το θέμα απόδειξης, ως προς το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

 

Οι Εφεσίβλητοι 1-3 με αντέφεση τους επιδίωξαν την ανατροπή του πρωτόδικου ευρήματος ότι το στράβωμα στο μηχανισμό ασφαλείας [*2791]προκλήθηκε ως αποτέλεσμα ενεργειών τρίτων προσώπων πριν το πρωϊνό της 16.3.2003, εισηγούμενοι ότι αυτό έγινε συνεπεία ενεργειών του Εφεσείοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο του ατυχήματος. Επίσης ότι το εύρημα ότι το άνω στράβωμα οφειλόταν σε ανθρώπινη βία πολλών ατόμων πέραν των 1000 Newton, ήταν εσφαλμένο και τέλος ότι οι Εφεσίβλητοι 1-3 δεν ήσαν εν πάση περιπτώσει ιδιοκτήτες του χώρου με αποτέλεσμα η κρίση του Δικαστηρίου ότι ήταν υπεύθυνοι ως τέτοιοι, είναι λανθασμένη.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

(Κατόπιν ομοφωνίας αναφορικά με την ευθύνη τριτοδιαδίκου)

 

Α.Υπό: Ναθαναήλ Δ. συμφωνήσαντος και του Οικονόμου Δ., ως προς το θέμα της ευθύνης των εφεσιβλήτων 1-3:

 

  1.   Ο εφεσείων αναμφίβολα ως θαμώνας και επισκέπτης του χώρου τις πρωϊνές ώρες της 16.3.2003, θεωρείτο «γείτονας» εν τη εννοία της νομολογίας προς τον οποίο οι εφεσίβλητοι 1-3, αλλά και οι εφεσίβλητοι 4, είχαν καθήκον επιμέλειας.  Το καθήκον αυτό ως θέμα γειτνίασης δεν αμφισβητείται άλλωστε από οποιονδήποτε από τους εφεσίβλητους. Επομένως το πρώτο συστατικό στοιχείο της αμέλειας είναι δεδομένο.

  2.   Το δεύτερο στοιχείο, αυτό της διάρρηξης του καθήκοντος επιμέλειας είναι στην περίπτωση το ουσιαστικό ζητούμενο. Με τη μαρτυρία που προσήγαγε ο εφεσείων στοιχειοθετήθηκε ότι επεσυνέβη ατύχημα στο χώρο του ανελκυστήρα σε χρόνο και τόπο όπου για τη λειτουργία του ήταν υπεύθυνοι οι εφεσίβλητοι 1-4. Εκ πρώτης όψεως, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντος, ο ίδιος δεν επενέβη είτε στη λειτουργία του ανοίγματος των θυρών ή του ανελκυστήρα ευρύτερα παρά μόνο πάτησε και αυτός, όπως και ο Κυριτσόπουλος, το κουμπί έλευσης του ανελκυστήρα.

  3.   Ένα από τα ουσιαστικά λάθη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ήταν ότι έθεσε ιδιαίτερο βάρος στον εφεσείοντα παρερμηνεύοντας τη μαρτυρία που προσκόμισε ως ενάγων. Αντιπαρέβαλε τη μαρτυρία του Σταύρου Λάμπρου, Μ.Ε.2, με τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντος και του Κυριτσόπουλου ως η μαρτυρία του Λάμπρου να είχε άμεση σχέση, και με το πώς ακριβώς συνέβη το ατύχημα, που δεν μπορούσε να είχε. 

  4.   Ήταν επεξηγηματική της εν γένει λειτουργίας ενός ανελκυστήρα και του τι εντόπισε κατά την επιθεώρηση του συγκεκριμένου μετά το ατύχημα. Το ότι βρήκε στραβωμένο το μάνταλο κατά 25ο οφειλόταν κατά τη μαρτυρία του σε κτυπήματα επανειλημμένα στις θύρες του ανελκυστήρα ώστε ο κλωβός να ακινητοποιείτο. Δεν [*2792]απέκλεισε το στράβωμα να είχε γίνει από κάποιο που κτυπούσε πολλές φορές πάνω στις θύρες.

  5.   Δεν απέκλεισε, οι θύρες να άνοιξαν και από τυχαία ή αθέλητη ενέργεια. Επομένως η μαρτυρία του Λάμπρου δεν ήταν αντιφατική προς αυτή του εφεσείοντος ούτε την αντιστρατευόταν.

  6.   Ουδεμία απολύτως μαρτυρία προσφέρθηκε στο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων ή ο Κυριτσόπουλος συμπεριφερόταν εκείνες τις πρωϊνές ώρες με οποιοδήποτε ανάρμοστο τρόπο.

  7.   Καμιά μαρτυρία δεν έφεραν οι εφεσίβλητοι που να έδειχνε ότι ο εφεσείων είχε καταναλώσει  υπερβολικό ποτό, ήταν σε κατάσταση μέθης ή έστω ευφορίας ώστε να είχε επίτηδες κτυπήσει τις θύρες του ανελκυστήρα για να στραβώσει το μάνταλο.

  8.   Υπήρχαν φρουροί ασφαλείας στον κάθε όροφο, αλλά κανένας δεν παρουσιάστηκε για να αναφερθεί στην όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα. Η μαρτυρία είχε δείξει ότι ο φρουρός ασφαλείας θα πρόσεχε αν κάποιος κτυπούσε τις θύρες ως ένα ασυνήθιστο, αλλά και επικίνδυνο γεγονός και, αναμφίβολα, θα επενέβαινε.

  9.   Αντίθετα, πέραν της μαρτυρίας του ιδίου του εφεσείοντος και του Κυριτσόπουλου, ότι απλώς περίμεναν στην πόρτα του ανελκυστήρα χωρίς ιδιαίτερες κινήσεις ή χειρονομίες μη συνάδουσες με ευπρεπή συμπεριφορά, το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν είχε παραβατική συμπεριφορά και δεν είχε καταναλώσει πέραν του ενός ποτού επιβεβαίωσε με τη μαρτυρία της η Μ.Ε.6.

10. Εφεσείων και Κυριτσόπουλος στάθηκαν απλά μπροστά από τον ανελκυστήρα στη δεξιά πλευρά όπου ήταν το κουμπί κλήσης και όχι ευθέως στο κέντρο της θύρας. Δεν είχαν κάμει κάποια ιδιαίτερη κίνηση ή χειρονομία.

11. Μάλιστα η ΜΕ6 είδε τη θύρα του ανελκυστήρα να ανοίγει κανονικά, χωρίς να έχει αντιληφθεί κάποιο να την σπρώχνει ή να την κρατά ανοικτή με το χέρι, ούτε να ανοίγει λίγο-λίγο μέχρις ότου μπορούσε να περάσει μέσα ένα πρόσωπο.

12. Αντίθετα άνοιξε «μονοκόμματη» όπως ανέφερε. Διερωτήθηκε μάλιστα πώς έσπρωχναν τη θύρα ο εφεσείων και ο Κυριτσόπουλος αφού τους έβλεπε πίσω από τα άλλα άτομα που ήταν ανάμεσα τους, απλά να στέκονταν για 2-3 λεπτά, «να γυρίζουν να τους βλέπουν προς το clubκαι να μιλούν μεταξύ τους».

13. Η μαρτυρία της Παπαθωμά έγινε δεκτή από το Δικαστήριο όσον αφορά τα ουσιώδη γεγονότα. Δεν της έδωσε όμως την αναγκαία σημασία ως προς ό,τι αναφέρθηκε προηγουμένως για τη συμπεριφορά του εφεσείοντος με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εντελώς αυθαίρετο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων «αδημονούσε» για την έλευση του ανελκυστήρα και ότι προκάλεσε με «ηθελημένη (και όχι αθέλητη) ενέργεια του (σπρώξιμο, πίεση, τράβηγμα) το άνοιγμα των θυρών».

[*2793]14.  Και μάλιστα στη συνέχεια το Δικαστήριο επικρίνει τον εφεσείοντα ότι οι θύρες του ανελκυστήρα «Άνοιξαν με την παράλογη και άφρονα επέμβαση του ενάγοντα». Χωρίς όμως ίχνος μαρτυρίας προς τούτο.

15. Όμως ένα Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να πιθανολογεί, σε επίπεδο εικασιών. Αποφασίζει με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, την ανάλυση επ’ αυτής, την αξιολόγηση και τα τελικά ευρήματα του.

16. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εντοπίσει την κατά τη δική του άποψη γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος έξω από οποιαδήποτε προς τούτο μαρτυρία.

17. Το κριτήριο παραμένει κατά πόσο η εκδοχή του ενάγοντα προκύπτει ως πιο αληθής παρά όχι, ιδωμένη και εξεταζόμενη από μόνη της κατά ένα αντικειμενικό επίπεδο πιθανότητας και όχι κατά πόσο η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά του εναγομένου.

18. Και ακριβώς εδώ εντοπίζεται και το έτερο σημαντικό λάθος του Δικαστηρίου. Παραγνώρισε την υπόλοιπη μαρτυρία που ήταν υπέρ του εφεσείοντος και αποτελούσε ασφαλές υπόβαθρο για θετική διαπίστωση στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων περί αμέλειας των εφεσιβλήτων.

19. Ελέγχεται κατ’ αρχάς ως λανθασμένη η απόφαση του Δικαστηρίου να μην προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην αναντίλεκτη μαρτυρία προερχόμενη από την ίδια τη μαρτυρία πλήρως αξιόπιστου, καθώς έκρινε το Δικαστήριο, Σταύρου Λάμπρου ότι οι θύρες λόγω του στραβωμένου μάνταλου άνοιγαν ακόμη και τυχαία με ένα σπρώξιμο σε περίπτωση συνωστισμού ή και από τυχαίο σπρώξιμο της κόγχης της θύρας από άτομο ή άτομα που στέκονταν κοντά στον ανελκυστήρα.

20. Αυτό το εξήγησε με καθαρότητα στην κύρια εξέταση ερωτούμενος να διευκρινίσει την έννοια του «τυχαία» στην έκθεση που ετοίμασε. Ακόμη και με το δάκτυλο μπορούσε να κρατά κάποιος τη θύρα ανοικτή, αλλά δεν γνώριζε αν μπορούσε να ανοίξει η θύρα με τα πόδια.

21. Και στην αντεξέταση ανέφερε ότι όπως είχε πει στον εξεταστή της υπόθεσης, «... ή κάποιος τις άνοιξε με το χέρι του ή κάποιος σπρώχθηκε και άνοιξε τις. Δηλαδή προϋποθέτει κάποια  προσπάθεια.  Μόνες τους δεν ανοίγουν.».

22. Αυτή η μαρτυρία συνήδε και με τη μαρτυρία που ο Ε. Επαμεινώνδας, Μ.Ε.4, έδωσε ότι και ο ίδιος είχε δοκιμάσει «.. με ελάχιστη βία με τον δείκτη του δεξιού χεριού να ανοίξει η πόρτα στον 3ον όροφο.», λόγω της παραμόρφωσης του μαντάλου.

23. Και μάλιστα ότι το άνοιγμα της θύρας ουσιαστικά με το δάκτυλο, το δείκτη, έγινε στην παρουσία του Στ. Λάμπρου.

24. Συνήδε επίσης και με τη μαρτυρία του Χ. Βούτουνου, Μ.Ε.5, ότι με άγγιγμα της θύρας αυτή άνοιγε χωρίς την παρουσία του κλω[*2794]βού, πράγμα που του έκανε τρομερή εντύπωση. Το άνοιγμα αυτό με το δάκτυλο έγινε από τον Επαμεινώνδα και στην παρουσία του  και εν πάση περιπτώσει οι θύρες άνοιγαν με το χέρι.

25. Την πιο πάνω μαρτυρία το Δικαστήριο δεν την αξιολόγησε ευθέως. Αρκέστηκε να την απορρίψει και μαζί μ’ αυτή την καθαρή θέση που εξέφρασε ο εμπειρογνώμονας Στ. Λάμπρου, έμμεσα λέγοντας ότι η θέση του τελευταίου ότι πιθανόν οι θύρες να άνοιξαν «από ασυνείδητο (αθέλητο) σπρώξιμο κάποιου προσώπου που έπεφτε πάνω τους μετά από συνωστισμό ή σπρωξίματα των θαμώνων του club», δεν μπορούσε να αποτελέσει εύρημα του Δικαστηρίου διότι «.. δεν εδράζεται στη μαρτυρία ούτε αντέχει στον έλεγχο της λογικής.».

26. Μαρτυρία όμως υπήρχε και μάλιστα αναντίλεκτη. Οι αυτόπτες μάρτυρες, εφεσείων, Κυριτσόπουλος και Παπαθωμά, σαφώς κατέθεσαν ότι υπήρχε συνωστισμός σχεδόν όπως πάντοτε, άτομα χόρευαν, διακινούνταν, έπιναν εκεί μπροστά από τον ανελκυστήρα, ενώ άλλα πηγαινοέρχονταν προς τις τουαλέττες.

27. Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιωνόταν και από την  υπόλοιπη μαρτυρία των μη αυτόπτων μαρτύρων, ακόμη και από τους ίδιους τους εφεσίβλητους. Υπήρχαν καταγγελίες γενικά περί μεγάλου συνωστισμού και συμπεριφορές ανάρμοστες και προγραμματιζόταν έλεγχος, ενώ επί σειρά ετών ο χώρος ελεγχόταν, η μουσική και ο θόρυβος ήταν μεγάλος, υπήρχαν περίπου 400 άτομα κάθε βράδυ, ενώ γινόταν καθαρισμός από ένα σωρό αντικείμενα που έβρισκαν στο χώρο του ανελκυστήρα, αλλά και στο μηχανισμό του.

28. Τα πιο πάνω αποτέλεσαν και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως, αντίθετα με τη θεώρηση του ότι οι θύρες δεν μπορούσαν να ανοίξουν με ασυνείδητο σπρώξιμο από κάποιο από τους παρευρισκομένους, υπήρχε αυτό το ενδεχόμενο και μάλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει την εξήγηση για το άνοιγμα των θυρών εφόσον εσωτερικά το μάνταλο ήταν ήδη στραβωμένο και συνεπώς επιρρεπές σε μη ικανοποιητική ή ασφαλή λειτουργία.

29. Ιδιαιτέρως με τη συνεχή λειτουργία του ανελκυστήρα. Άλλωστε, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το μοναδικό λογικό συμπέρασμα ότι μόνον ο ενάγων θα μπορούσε να προκαλέσει με ηθελημένη (και όχι αθέλητη) ενέργεια του το άνοιγμα των θυρών, αντιστρατεύεται το δικό του επίσης εύρημα που κατέγραψε προηγουμένως ότι «η προσπάθεια ανοίγματος των θυρών μπορούσε να ήταν συνειδητή (σπρώξιμο, πίεση, τράβηγμα κλπ), ή εντελώς τυχαία σε περίπτωση συνωστισμού, σπρωξίματος των θαμώνων και κάποιος να έπεφτε πάνω στις θύρες του ανελκυστήρα ..».

30. Πρόσθετα, η λογική που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο για να καταλήξει στο αυθαίρετο εν πάση περιπτώσει όπως υποδείχθηκε προηγουμένως συμπέρασμα, ότι ήταν ο εφεσείων που ηθελημένα [*2795]και άφρονα προκάλεσε το άνοιγμα των θυρών, αντιστρατεύεται το άλλο εύρημα του ότι το στράβωμα στο μηχανισμό ασφαλείας είχε ήδη συμβεί από ανθρώπινη βία που ασκήθηκε στις θύρες του ανελκυστήρα μεταξύ 13.3.2003 και 16.3.2003.

31. Συνεπώς ο εφεσείων (και δεν υπάρχει μαρτυρία ότι είχε στο μεταξύ μέσα στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα επισκεφθεί το Zoo), δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι το μάνταλο ήταν στραβωμένο ώστε να κτυπήσει πάνω στις θύρες για να ανοίξουν αμέσως, οι οποίες, και είναι αυτό σημαντικό, δεν θα άνοιγαν ούτως ή άλλως εάν δεν προϋπήρχε η βλάβη.

32. Από τη στιγμή λοιπόν που το μάνταλο ήταν πλέον εκτός προδιαγραφών ασφαλείας και γι’ αυτό ουδόλως υπεύθυνος ήταν ο εφεσείων, δεν μπορούσε αυτός να είχε οποιαδήποτε ευθύνη για το άνοιγμα των θυρών, στην απουσία,  οποιασδήποτε μαρτυρίας ότι ο ίδιος θεάθηκε να συμπεριφερόταν απρεπώς, ήταν μεθυσμένος, είχε ενοχλητική συμπεριφορά ή αδημονούσε να ανοίξουν οι θύρες.

33. Όλα αυτά που στην ουσία καταλογίσθηκαν στον εφεσείοντα αποτελούσαν εικασίες. Αλλά ακόμη και αν γινόταν αποδεκτό ότι ο εφεσείων τοποθέτησε τα χέρια του στις θύρες του ανελκυστήρα, πράξη όχι αμελής από μόνη της, αυτές δεν θα άνοιγαν αν δεν υπήρχε ήδη η απασφάλιση του μαντάλου εσωτερικά.

34. Αυτή ήταν η γενεσιουργός αιτίας του όλου συμβάντος. Επομένως ο εφεσείων, ο οποίος δεν προκάλεσε το στράβωμα του μαντάλου, δεν ήταν αμελής εν πάση περιπτώσει.

35. Αυτό είχε συμβεί μετά την τελευταία επιθεώρηση και συντήρηση του ανελκυστήρα στις 13.3.2003 και των πρωϊνών ωρών του ατυχήματος στις 16.3.2003.

36. Καμιά μαρτυρία σχετικά με οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά του εφεσείοντος δεν δόθηκε ούτε και ο εφεσείων και ο Κυριτσόπουλος έπραξαν οτιδήποτε μη φυσιολογικό πέραν του να πατήσουν το κουμπί  έλευσης του ανελκυστήρα.

37. Λόγω της απασφάλισης του μηχανισμού καθίστατο ευκολότερο το άνοιγμα των θυρών με ηθελημένη ή αθέλητη ενέργεια, ακόμη και με σπρώξιμο της κόγχης των θυρών από κάποιο άτομο.

38. Ο ανελκυστήρας τελούσε κατά πάντα χρόνο υπό την ευθύνη των εφεσιβλήτων 1-3, συντηρείτο δε και ελεγχόταν από τους εφεσίβλητους 4. Η μαρτυρία είχε δείξει ότι και παλαιότερα υπήρξε πρόβλημα στο μάνταλο με αντικατάσταση στις 15.3.2002 σύμφωνα με την έκθεση του Σταύρου Λάμπρου, Τεκ. 3, και τις πληροφορίες που είχε ο ίδιος από τον Γιάννη Ασσιώτη, μηχανικό των εφεσιβλήτων 4. Η μαρτυρία αυτή δεν αμφισβητήθηκε.

39. Επομένως το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι 1-3 είχαν προσλάβει και χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες των εφεσιβλήτων 4, ως ανεξάρτητων εργολάβων («independent contractors»), δεν τους απάλλασσε [*2796]από την ευθύνη.

40. Yπάρχουν περιπτώσεις, οι οποίες δεν είναι κλειστές, όπου ο εργοδότης δεν μπορεί στην ουσία να μεταβιβάσει την ευθύνη σε τρίτους ανεξάρτητους εργολάβους, λόγω της οριοθέτησης της έννοιας της αμέλειας κατά ευρύ τρόπο.

41. Τέτοιες περιπτώσεις θεωρούνται εκείνες που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες ή είναι πια απρόσωπες, λόγω δε των συνθηκών εργασίας πολύ συχνά χρησιμοποιούνται εξωτερικοί συνεργάτες ή εργολάβοι.

42. Υπό τις όλως ιδιάζουσες συνθήκες του χώρου ο οποίος λειτουργούσε ως δισκοθήκη με τις θύρες του ανελκυστήρα να ανοίγουν απευθείας στο κέντρο διασκέδασης και με το συνωστισμό που παρατηρείτο πάντοτε εκεί, μπροστά και γύρω από τις θύρες, οι εφεσίβλητοι 1-3 δεν μπορούσαν να αποποιηθούν των ευθυνών τους λόγω της ανάμειξης των εφεσιβλήτων 4.

43. Περαιτέρω ο τελευταίος έλεγχος από πλευράς αρμοδίων κρατικών  υπηρεσιών έγινε στις 4.7.2002 και ο επόμενος έλεγχος που έπρεπε να γίνει στις 4.1.2003, δεν έγινε ποτέ.

44. Επομένως, όλη η διαθέσιμη μαρτυρία έδειχνε ένδειξη αμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1-4, οι οποίοι πλέον είχαν το βάρος κατά τη Woods v. Duncan [1946] AC 401 να δείξουν είτε ότι δεν ήταν αμελείς, είτε να προβάλουν μια εξήγηση για την αιτία του ατυχήματος χωρίς δική τους αμέλεια.

45. Υπό το φως της ολότητας της μαρτυρίας διαφάνηκε ότι  υπήρξε πρόβλημα με το μάνταλο λόγω επεμβάσεων τρίτων αγνώστων ατόμων κατά την περίοδο 13.6.2003-16.3.2003. Ο ανελκυστήρας εξυπηρετούσε και ανήκε στους εφεσίβλητους 1-3, το δε κέντρο Zoo λειτουργούσε τις προηγούμενες του ατυχήματος ημέρες με πολλούς θαμώνες που πηγαινοέρχονταν σ’ αυτό. Επομένως υπό την ευθύνη τους ήταν η όλη επιχείρηση που περιελάμβανε τη πολύ συχνή διακίνηση του ανελκυστήρα διά της χρήσεως του τόσο από πληθώρα θαμώνων, όσο και από άλλους χρήστες όπως προμηθευτές, μέρα και νύκτα.

46. Όφειλαν συνεπώς, έχοντας την ευθύνη για τη λειτουργία της επιχείρησης, του χώρου, και ειδικά του ανελκυστήρα να έχουν παράλληλα επίγνωση της πιθανότητας να δυσλειτουργήσει ανά πάσα στιγμή ο ανελκυστήρας ώστε να είχαν και μεγαλύτερη και συχνότερη επιθεώρηση του, δεδομένης της χρήσης του, να εξυπηρετεί δηλαδή νυκτερινό κέντρο διασκέδασης σε μια πολυκατοικία.

47. Περαιτέρω ότι δεν αμφισβητήθηκε το δεδομένο ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3, ήσαν διευθυντές και μέτοχοι της εφεσίβλητης 1.

48. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον τους χωρίς αναφορά ή ανάλυση επί της νομικής πτυχής του ανεξάρτητου της νομικής οντότητας της εφεσίβλητης 1 εταιρείας από τους διευθυντές και μετόχους.

[*2797]Αναφορικά με τους λόγους αντέφεσης:

 

  1.   Η έφεση αφορά σε λόγους που εκτείνονται σε όλο το φάσμα αμέλειας που έχει επιδειχθεί από τους εφεσίβλητους 1-3.  Η αντέφεση, με το λόγο 3, αμφισβητεί μόνο τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3 χαρακτηρίσθηκαν ως «ιδιοκτήτες» του ανελκυστήρα και όχι οτιδήποτε άλλο.

  2.   Ο εν λόγω χαρακτηρισμός ήταν λάθος από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Άλλωστε σε άλλο σημείο της απόφασης του αναφέρεται στους εφεσίβλητους 2-3, ορθά ως τους επιχειρηματίες που λειτουργούσαν ως διευθυντές την επιχείρηση του χώρου, ενώ κατά τη συζήτηση της νομικής πτυχής αναφέρεται στο καθήκον των κατόχων ανελκυστήρων.

  3.   Οι λεπτομέρειες αμέλειας που καταλογίζονταν στους εφεσίβλητους 2-3, ήταν οι ίδιες με αυτές για τους εφεσίβλητους 1, ότι, δηλαδή, ήταν και αυτοί αμελείς. Η μαρτυρία και η δήλωση του Κλεάνθους, εφεσίβλητου 3, ήταν αποκαλυπτική της ανάμειξης των ιδίων των διευθυντών στην όλη επιχείρηση, τη συμφωνία για εγκατάσταση του ανελκυστήρα και τη συντήρηση του από τους εφεσίβλητους 4. Στα ιδιάζοντα γεγονότα της υπόθεσης, η εφεσίβλητη 1 εταιρεία λειτουργούσε  υπό τις οδηγίες των διευθυντών της εφόσον η εταιρεία δεν έχει δικό της σώμα ή νου.

  4.   Η υπόθεση δεν συζητήθηκε από την άποψη του διαχωρισμού της ευθύνης μεταξύ εταιρείας και διευθυντών της, ούτε κατ’ έφεση απασχόλησε το θέμα. Επομένως δεν προσφερόταν για οποιαδήποτε συζήτηση. Αρκεί να λεχθεί ότι από όλη τη δικογραφία και τη μαρτυρία, οι διευθυντές ήταν εξ ίσου αμελείς, ενεργώντας εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας.

  5.   Έτσι διαπιστώνεται χωριστή ευθύνη για αμέλεια, η οποία δεν αποκλείεται  από τη νομολογία, εφόσον σε κάθε περίπτωση αποκτούν σημασία τα όλα δεδομένα. Oι εφεσίβλητοι 2 και 3, είχαν την όλη ευθύνη του τρόπου λειτουργίας του χώρου διασκέδασης, τον έλεγχο και ασφάλεια του.

  6.   Η μαρτυρία των εφεσιβλήτων 1-4 δεν έδειξε πώς έγινε το ατύχημα ώστε να αναιρεθεί η πρωταρχική και στη  βάση της μαρτυρίας ένδειξη αμέλειας εκ μέρους τους.

  7.   Η αξιολόγηση του εφεσείοντος και των αυτόπτων μαρτύρων του ήταν πλημμελής και ανακόλουθη σε σημείο που επιβάλλεται παρέμβαση.

  8.   Η απόδοση ευθύνης στους ώμους του εφεσείοντα ήταν άστοχη, ατυχής και λανθασμένη και δεν εξαγόταν με κανένα τρόπο από τη λογική των πραγμάτων υπό το φως της δοθείσας μαρτυρίας.

  9.   Ο εφεσείων έχει περάσει το προκριματικό στάδιο της απόδειξης της ύπαρξης καθήκοντος επιμέλειας και της διάρρηξης του. Εξ αυ[*2798]τών επιτρέπεται η συναγωγή συμπεράσματος αμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

10. Με υπαρκτό το πρωταρχικό καθήκον επιμέλειας εναπόκειτο, στην απουσία ιδιαίτερων καθαρών εξηγήσεων του τρόπου που επεσυνέβη το ατύχημα, στους εφεσίβλητους να εξηγήσουν ότι δεν είχαν και δεν μπορούσαν να είχαν οποιαδήποτε ευθύνη.

11. Η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων 1-3, ήταν ότι οι θύρες άνοιξαν υπαιτιότητι του εφεσείοντα, ο οποίος έσπρωχνε τις θύρες μαζί με τον Κυριτσόπουλο και «εφόρμησε» να εισέλθει στο χώρο μόλις οι θύρες άνοιξαν, δείχνοντας «ασύγγνωστη ανυπομονησία».  Όλες αυτές οι λεπτομέρειες αμέλειας ή συντρέχουσας αμέλειας δεν στοιχειοθετήθηκαν.

12. Η απόδοση εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1-3 ευθύνης στους συνεναγόμενους τους, αλλά και στον τριτοδιάδικο, έδειχναν επίσης ότι ούτε οι ίδιοι γνώριζαν την επακριβή γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος, προσπαθώντας να επιρρίψουν και να μεταθέσουν την ευθύνη τους. Να σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ότι η καταλόγηση ευθύνης στους συνεναγόμενους και στον τριτοδιάδικο δίδοντας προς τούτο λεπτομέρειες αμέλειας μέσα στο ίδιο το δικόγραφο της υπεράσπισης, αντίκειται στις διατάξεις της Δ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που επιβάλλει την έκδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, (θ.1), αλλά και της ειδοποίησης προς συνεναγομένους (θ.12), με την μεταξύ τους ανταλλαγή δικογράφων.

13. Ο τριτοδιάδικος στα δεδομένα της υπόθεσης υπό το φως της ανατροπής της πρωτόδικης κρίσης δεν μπορεί να λογισθεί ότι φέρει οποιαδήποτε ευθύνη.

14. Όπως ορθά εντοπίζεται στο περίγραμμα που καταχώρησε, ουδείς λόγος έφεσης αναφέρεται σ’ αυτόν, ούτε και στην αντέφεση υπάρχει οτιδήποτε που να τον εμπλέκει.

15. Έπεται ότι δεν θα μπορούσε να λογισθεί παράβαση νόμιμου καθήκοντος εφόσον, όπως αναλύεται στο σχετικό περίγραμμα, τηρήθηκαν οι διατάξεις του περί Εργοστασίων Νόμου, Κεφ. 134 και ιδιαιτέρως του Άρθρου 33 αναφορικά με το καθήκον επιθεώρησης ανελκυστήρων.

16. Στα γεγονότα της  υπόθεσης την ευθύνη του ατυχήματος φέρουν οι εφεσίβλητοι 1-4. Εξηγήθηκε πιο πάνω ότι η εκδοχή του εφεσείοντος είναι πιο πιθανή.

17. Οι εφεσίβλητοι 4 είναι παρομοίως συνυπεύθυνοι διότι είχαν την ευθύνη ελέγχου και συντήρησης του ανελκυστήρα και της λειτουργίας. Γνωρίζοντας ότι ο χώρος διασκέδασης ήταν πολυσύχναστος και μάλιστα από άτομα που αδιακρίτως διασκέδαζαν, όφειλαν να διασφάλιζαν κατά πάντα χρόνο το ασφαλές του συστήματος λειτουργίας του ανελκυστήρα ώστε να αποκλείονταν τέτοια περιστατικά.

18. Η συντήρηση ή τα εξαρτήματα ήσαν στην αποκλειστική ευθύνη [*2799]τους και για το συμβάν δεν δόθηκε κάποια εκ μέρους τους λογική εξήγηση. Στην ολότητα των δεδομένων και της νομικά εφαρμοστέας αρχής, η ευθύνη όλων των εφεσιβλήτων είναι ενιαία και αδιαχώριστη.

19. Ιδιαιτέρως για τους εφεσίβλητους 4, τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα του res ipsa loquitur, το οποίο δεν είναι ουσιαστικής υφής ούτε έχει αναχθεί σε αρχή ουσιαστικού δικαίου.

 

Οι λόγοι αντέφεσης των εφεσιβλήτων 1-3 δεν ήταν βάσιμοι.

 

Β. Υπό: Παρπαρίνου Δ. συμφωνήσαντος και του Οικονόμου, Δ., ως προς το ζήτημα της ευθύνης των εφεσιβλήτων 4:

 

  1. Oι Εφεσίβλητοι 2 και 3 ουδεμία ευθύνη φέρουν ή είχαν οιονδήποτε καθήκον επιμέλειας έναντι του Εφεσείοντα. Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, σύμφωνα με την μόνη αλλά και αναντίλεκτη μαρτυρία που δόθηκε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, μέρος της οποίας δόθηκε και από τον Εφεσείοντα, ο ανελκυστήρας τοποθετήθηκε κατόπιν συμφωνίας της Εφεσίβλητης 1 με την Εφεσίβλητη 4.

  2.   Η τελευταία ανέλαβε και την συντήρηση του κατόπιν συμφωνίας με την Εφεσίβλητη 1 από το 1998 που τον τοποθέτησε. Η Εφεσίβλητη 1 ενοικίαζε το χώρο όπου στεγάζετο η επιχείρηση της από τους συνιδιοκτήτες Εφεσίβλητους 5-9.

  3.   Οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 ήταν καθόλους τους ουσιώδεις χρόνους μέτοχοι και Διευθυντές της Εφεσίβλητης 1. Το ερώτημα, συνεπώς, που τίθετο, ήταν κατά πόσο οι ιδιότητες τους αυτές μπορούσαν στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης να τους αποδώσουν οιαδήποτε ευθύνη αναφορικά με το ατύχημα υπό εξέταση.

  4.   Με βάση τα πιο πάνω και τη δοθείσα μαρτυρία επί του θέματος, οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την πρόκληση  του ατυχήματος υπό εξέταση μόνο λόγω της ιδιότητας τους ως άνω.

  5.   Στην Έκθεση Υπεράσπισης τους ακριβώς αυτό προβάλλουν ότι δηλαδή την κατοχή του χώρου είχε η Εφεσίβλητη 1 η οποία και τον ενοικίαζε και ότι λανθασμένα κινήθηκε η αγωγή εναντίον τους με μόνη την ιδιότητα τους αυτή των Διευθυντών και Μετόχων.

  6.   Επίσης ότι ο ανελκυστήρας εξυπηρετούσε τους σκοπούς της Εφεσίβλητης 1 και όχι των Εφεσίβλητων 2 και 3 οι οποίοι ήταν Διευθυντές και Μέτοχοι της. Ουδεμία δε μαρτυρία δόθηκε η οποία έστω και κατ΄ ελάχιστον να τους αποδίδει οτιδήποτε πέραν του ότι ήταν οι Μέτοχοι και Διευθυντές της Εφεσίβλητης 1 και ότι υπό την ιδιότητα τους αυτή υπέγραψαν τη συμφωνία εγκατάστασης και συντήρησης του ανελκυστήρα.

  7.   Τα στοιχεία αυτά από  μόνα τους, σύμφωνα με τη νομολογία [*2800](αγγλική και ελληνική), δεν είναι αρκετά για να αποδώσουν οιανδήποτε ευθύνη στους δύο Διευθυντές-Εφεσίβλητους 2 και 3.

  8.   Ο ανελκυστήρας καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους ήταν υπό την ευθύνη και έλεγχο της Εφεσίβλητης 1 όπως και ο χώρος στον 3ο και 4ο όροφο του κτηρίου και συνεπώς είχε καθήκον επιμέλειας έναντι οποιουδήποτε χρησιμοποιούσε τον ανελκυστήρα συμπεριλαμβανομένου  και του Εφεσείοντα. Οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία ικανοποιούνται.

  9.   Η ευθύνη μεταξύ ιδιοκτήτη υποστατικού από την μία και του κατόχου ή προσώπου που έχει τον έλεγχο του από την άλλη, είναι διακριτή. Γενικά η ευθύνη ευρίσκεται επί της κατοχής ή ελέγχου και όχι επί της ιδιοκτησίας.

10. Το πρόσωπο υπεύθυνο για την κατάσταση ενός υποστατικού είναι αυτό που έχει την πραγματική κατοχή κατά τον ουσιώδη χρόνο ανεξάρτητα εάν είναι ιδιοκτήτης ή όχι, καθότι είναι εκείνο το πρόσωπο που έχει την επίβλεψη και έλεγχο αλλά και τη δυνατότητα να επιτρέπει ή απαγορεύει την είσοδο σ’ άλλα πρόσωπα.

11. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό προκειμένου η Εφεσίβλητη 1 να κριθεί αμελής και ότι παρέβη το πιο πάνω καθήκον της μόνο και μόνο επειδή επεσυνέβη το ατύχημα στον Εφεσείοντα.

12. Θα πρέπει επίσης να αποδειχθεί παράβαση του από την Εφεσίβλητη/Εναγόμενη 1 ή κατά πόσο υπάρχουν άλλα γεγονότα ή προϋποθέσεις που την απαλλάττη από την ευθύνη. Εις την Έκθεση Υπεράσπισης της η Εφεσίβλητη 1 προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι ουδεμία ευθύνη φέρει εφόσον ανάθεσε σε ανεξάρτητο εργολάβο, την Εφεσίβλητη 4, την συντήρηση και έλεγχο του ανελκυστήρα.

13. Παρενθετικά αναφέρεται ότι εφόσον ο Εφεσείων δικογραφικά, ρητά καταλόγιζε στην Εφεσίβλητη αμέλεια για την πρόκληση σ'  αυτόν του τραυματισμού και απωλειών του, χρησιμοποιώντας μάλιστα προς τούτο την Έκθεση που ετοίμασε ο Μ.Ε.2 Λάμπρου προκειμένου να καταδείξει πώς επεσυνέβη το ατύχημα, δεν μπορούσε ταυτόχρονα  να επικαλείται και το δόγμα του res ipsa loquitor.

14. Το δόγμα αποτελεί κανόνα τους Δικαίου της Απόδειξης και όχι ουσιαστική αρχή. Περαιτέρω έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η εφαρμογή του res ipsa loquitor δεν συνάδει με την προσκόμιση μαρτυρίας για την απόδειξη της αμέλειας του Εναγομένου, όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση.

15. Αναφορικά με το ζήτημα της παράβασης του καθήκοντος επιμέλειας της Εφεσίβλητης 1 προς τον Εφεσείοντα, το ερώτημα  το οποίο τίθεται δεν ήταν κατά πόσο η  Εφεσίβλητη 1 έκαμε ό,τι καλύτερο μπορούσε αλλά κατά πόσο συμπεριφέρθηκε, σύμφωνα με το επίπεδο του μέσου λογικού ανθρώπου.

[*2801]16.  Ο μέσος λογικός άνθρωπος δεν έχει το θάρρος του Αχιλλέα ή τη σοφία του Οδυσσέα ή τη δύναμη του Ηρακλή και πολύ περισσότερο δεν έχει προφητικές ικανότητες.

17. Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, η Εφεσίβλητη 1 είναι επιχειρηματίας και οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 Διευθυντές της.  Μέχρι την ώρα που επεσυνέβη το ατύχημα δεν είχαν καμία προειδοποίηση ή πληροφορία περί της κατάστασης του ανελκυστήρα, εφόσον κανένα παράπονο δεν λήφθηκε μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι αυτός δεν λειτουργούσε κανονικά ή οτιδήποτε άλλο.

18. Ασφαλώς, ούτε αναμένεται απ’ αυτούς να γνωρίζουν το μηχανισμό ασφάλισης του μαντάλου εσωτερικά του ανελκυστήρα.  Όπως το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, o ανελκυστήρας εγκαταστάθηκε 5 χρόνια πριν το ατύχημα  η οποία ήταν μια εξειδικευμένη, αξιόπιστη και έμπειρη εταιρεία στον τομέα εγκατάστασης και συντήρησης ανελκυστήρων και ήταν ο τύπος του ανελκυστήρα σύμφωνα με την εναγόμενη 4 που εισηγήθηκαν στην εναγόμενη 1, λαμβανομένων υπόψη του χώρου και των σκοπών για τους οποίους θα εχρησιμοποιείτο, πληρούσε δε τις προδιαγραφές και τα πρότυπα που εμφανίζονται στο Τεκμήριο 23 (Safety Rules for the Construction and installation of lifts).

19. Ο συγκεκριμένος ανελκυστήρας από την εγκατάσταση του μέχρι και την ημερομηνία του ατυχήματος ουδέποτε παρουσίασε ουσιαστικό πρόβλημα αντικατάστασης εξαρτημάτων, σοβαρών βλαβών κλπ.  ούτε και είχε παρουσιάσει βλάβη (στράβωμα) στο μηχανισμό ασφάλειας ανοίγματος των θυρών.

20. Ο μηχανισμός ενδασφάλισης που διέθετε δεν επέτρεπε στις θύρες του ορόφου να ανοίξουν αν ο κλωβός δεν ευρίσκετο στο συγκεκριμένο όροφο. Ετύγχανε συντήρησης ανά 15ήμερο όπου εγίνετο σχολαστικός μηχανολογικός έλεγχος και καθαρισμός των μηχανισμών ασφαλείας, κατόπιν συμφωνίας εναγομένων 1 και εναγομένων 4 όπως διεξάγεται τέτοιος έλεγχος ανά 15ήμερο αντί κάθε μήνα.

21. Ο επιθεωρητής ασφάλειας του Υπουργείου Εργασίας Σταύρος Λάμπρου έκανε τον τελευταίο πριν το ατύχημα έλεγχο στον ανελκυστήρα στις 4.7.2002, 8½ δηλαδή μήνες πριν και διαπίστωσε ότι ο ανελκυστήρας διέθετε όλες τις προδιαγραφές ενός καινούργιου ανελκυστήρα και δεν αναμένετο κύρια εξαρτήματα του (θύρες, μάνταλα κλπ.) να υποστούν φθορά με φυσιολογική λειτουργία μέσα σε 8 ½ μήνες.

22. Σύμφωνα με τη νομολογία, εκείνο που αναμένεται από τον υπεύθυνο, εκείνο δηλαδή που έχει τον έλεγχο του ανελκυστήρα, είναι ότι έλαβε λογικά μέτρα, να ικανοποιηθεί ότι ο εργολάβος που εργοδότησε είναι ικανός και εάν ο χαρακτήρας της εργασίας το επιτρέπει, θα πρέπει να λάβει ικανοποιητικά μέτρα να διαπιστώσει ότι η εργασία έγινε ορθά.

[*2802]23.  Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψιν τη φύση του αντικειμένου που αφορούσε τεχνικά θέματα, δεν προέκυπτε τι άλλο μπορούσε να κάνει η Εφεσίβλητη 1 από του να εργοδοτήσει την Εφεσίβλητη 4, ειδικούς επί του θέματος, να συντηρούν και διορθώνουν τον ανελκυστήρα.

24. Έπεται όπως στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψιν τη φύση του θέματος η Εφεσίβλητη 1 μπορούσε να αναθέσει το καθήκον για συντήρηση και διόρθωση του ανελκυστήρα σε ανεξάρτητο εργολάβο - Εφεσίβλητη 4.

25. Προς τούτο, δεν μπορούσε να υπάρξει συμφωνία με τη θέση ότι δεν μπορούσαν οι Εφεσίβλητοι 1-3 να αποποιηθούν των ευθυνών τους με την πρόσληψη ανεξάρτητου εργολάβου λόγω των ιδιάζοντων συνθηκών του χώρου.

26. Απεναντίας, αυτό επιβάλλετο υπό τις περιστάσεις λόγω των ιδιάζουσων συνθηκών και τεχνικών θεμάτων που εμπλέκοντο. 

27. Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης κρίνεται ότι  οι διαπιστώσεις και ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά και σύμφωνα με την αποδεκτή ενώπιον του μαρτυρία.

28. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σωστά αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και τα ευρήματα του υποστηρίζονται από την ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία, δεν είναι παράλογα αλλά ούτε και αυθαίρετα ώστε να παρίσταται η ανάγκη επέμβασης του Εφετείου.  Η αιτιολογία του  είναι πλήρης και επαρκής.

29. Η Εφεσίβλητη 1, αλλά και οι Διευθυντές της Εφεσίβλητοι 2 και 3, σε καμία περίπτωση ενήργησαν λιγότερο του αναμενόμενου καθήκοντος τους ή εκτός των άνω υποχρεώσεων τους.

30. Ως αποτέλεσμα δεν έχει αποδειχθεί,  παράβαση του καθήκοντος της επιμέλειας που όφειλε η Εφεσίβλητη 1 στον Εφεσείοντα.

31. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε τα πιο πάνω αναφέροντας ότι «η ευθύνη των ιδιοκτητών του ανελκυστήρα οι οποίοι προσέλαβαν αξιόπιστους εγκαταστάτες και συντηρητές και ενήργησαν βάσει των συμβουλών τους περιορίζεται στο να πράττουν οτιδήποτε ένας μέσος συνετός και λογικός άνθρωπος (reasonable man) θα έπραττε ή δεν θα έπραττε» και λίγο πιο κάτω ότι δεν ήταν δυνατό γι’ αυτούς να έχουν γνώση του «στραβώματος του μηχανισμού ασφαλείας».

32. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν των πιο πάνω, προχώρησε ένα βήμα πιο κάτω. Εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας και ιδιαίτερα τη μαρτυρία που ο ίδιος ο Εφεσείων προσήγαγε στο Δικαστήριο κρίνεται ότι ήταν καθόλα ορθό το Πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ως ανωτέρω.

33. Η μαρτυρία του ίδιου του Εφεσείοντα αλλά και των Μ.Ε. 6 και 7 καταδεικνύει ότι ο Εφεσείων ήταν έμπροσθεν του ανελκυστήρα σε απόσταση γύρω στα 50εκ. και δεν παρεμβάλλετο άλλος.

[*2803]34.  Όλοι οι άλλοι θαμώνες ευρίσκοντο πίσω από τον Εφεσείοντα και πίσω από τον φίλο του (Μ.Ε.7) ο οποίος ευρίσκετο πιο πίσω από αυτόν και δεξιότερα.

35. Επίσης, περαιτέρω, ο ίδιος ο Εφεσείων αλλά και ο φίλος του που τον συνόδευε (Μ.Ε.7) απέκλεισαν το άγγιγμα με οιονδήποτε τρόπο των θυρών του ανελκυστήρα από άλλο πρόσωπο κατά τον ουσιώδη αυτό χρόνο.

36. Δεδομένης δε της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων επί του θέματος  που επίσης κάλεσε ο Εφεσείων, οι οποίοι μετά το ατύχημα εξέτασαν τον ανελκυστήρα ή ήταν παρόντες κατά την εξέταση του και με την οποία βεβαιώνεται ότι οι θύρες του ανελκυστήρα δεν άνοιγαν από μόνες τους, χωρίς την παρουσία του κλωβού πίσω τους αλλά μόνο με την επέμβαση κάποιου, τότε το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί ήταν ότι αυτές άνοιξαν με την επέμβαση του Εφεσείοντα όπως και κατέληξε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

37. Η μαρτυρία της Μ.Ε.6 δεν βοηθά επί του θέματος καθότι αυτή έβλεπε τον Εφεσείοντα και Κυριτσόπουλο (Μ.Ε.7) μόνο από τους ώμους τους και άνω διότι η ορατότητα εμποδίζετο από τους άλλους θαμώνες του club. Συνεπώς δεν μπορούσε να αντιληφθεί οιανδήποτε κίνηση του Εφεσείοντα σε σημείο πιο κάτω από τον ώμο του, γεγονός που βεβαίωσε και η ίδια η μάρτυρας.

38. Όσον αφορά την Εφεσίβλητη 4 ουδεμία ευθύνη μπορεί να της αποδοθεί ενόψει των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «το στράβωμα των 25ο στον μηχανισμό ασφαλείας ανοίγματος των θυρών του ανελκυστήρα προέκυψε από ανθρώπινη βία που ασκήθηκε στις θύρες του ανελκυστήρα μεταξύ 14ης Μαρτίου και τις πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου 2003 που επεσυνέβη το ατύχημα» ήτοι μετά τον μηχανολογικό έλεγχο και συντήρηση του ανελκυστήρα που έγινε στις 13.3.2003 και ουδεμία βλάβη στον άνω μηχανισμό διεπιστώθη.

39. Το παράπονο του Εφεσείοντα ότι δεν είναι δικογραφημένος τέτοιος ισχυρισμός (λόγος Έφεσης 9) δεν ήταν βάσιμο.

40. Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ουδεμία άλλη μαρτυρία τέθηκε  που να εισηγείται ότι η Εφεσίβλητη 4, ως συντηρητές ανελκυστήρα, δεν εξεπλήρωσαν τις υποχρεώσεις και καθήκον που είχαν ώστε ο ανεκλυστήρας να είναι ασφαλής.

41. Ακριβώς λόγω της ιδιομορφίας της χρήσης του, λήφθηκε πρόνοια ώστε ο μηχανισμός ασφάλισης της θύρας ορόφου να ήταν ικανός να αντέχει φορτίο (πίεση) μέχρι 1000 Newton, ήτοι κατά πολύ περισσότερο των 300 Newton που είναι η δύναμη του μέσου ανθρώπου και περαιτέρω κατόπιν συμφωνίας με την Εφεσίβλητη 1 η συντήρηση και έλεγχος του ανελκυστήρα εγένετο ανά 15θήμερο, αντί ανά μήνα όπως συνήθως γίνεται.

[*2804]42.  Η πρόκληση του στραβώματος, ήταν κάτι το εντελώς ασυνήθιστο όπως και ο Μ.Ε.2, Στ. Λάμπρου Επιθεωρητής Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανέφερε.  Στα 16 χρόνια που επιθεωρεί ανελκυστήρες πρώτη φορά είδε «Μάνταλο έτσι ζαβωμένο».

43. Η μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν συντριπτική στο ότι τόσο η Εφεσίβλητη 1 ή ακόμη και οι Διευθυντές της, Εφεσίβλητοι 2 και 3, όπως και η Εφεσίβλητη 4 δεν είχαν κανένα λόγο πριν το ατύχημα να υποθέσουν ότι το συγκεκριμένο εξάρτημα (λαμάκι) ήταν στραβωμένο και ο μηχανισμός ασφάλισης των θυρών δεν λειτουργούσε αποτελεσματικά.

44. Αντίθετα η μαρτυρία εισηγείτο ότι πήραν κάθε δυνατό μέτρο ώστε ο ανελκυστήρας να μπορεί να λειτουργεί με ασφάλεια στο συγκεκριμένο υποστατικό με το να ληφθεί πρόνοια τόσο για την ανθεκτικότητα του ανοίγματος των θυρών (1000 Newton) όσο και με την ανά 15θημερον συντήρηση του.

45. Ο Εφεσίβλητος/Τριτοδιάδικος επίσης ουδεμία ευθύνη φέρει ενόψει ότι η μαρτυρία ουδόλως τον εμπλέκει αλλά ούτε και οι λόγοι έφεσης.

46. Οι λόγοι Αντέφεσης 1 και 2 θα έπρεπε να απορριφθούν αμφότεροι. Τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίζονταν πάνω σε μαρτυρία την οποία απεδέχθη ως ορθή και αξιόπιστη. Η μαρτυρία αυτή δεν οδηγούσε στο αποτέλεσμα που εισηγούνταν οι Εφεσίβλητοι.

47. Τέλος, όσον αφορούσε στον τρίτο λόγο της Αντέφεσης, αυτός κατέστη εντελώς ακαδημαϊκός ενόψει της αναντίλεκτης μαρτυρίας αλλά και κρίσεως κατά την εξέταση της Έφεσης ότι ο ανελκυστήρας ήταν υπό τον έλεγχο και ευθύνη της Εφεσίβλητης 1, διευθυντές της οποίας ήταν οι Εφεσίβλητοι 2 και 3.

 

Εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων 1-3, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €735.000 πλέον νόμιμο τόκο από 4.10.2011, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.

 

Η έφεση επιτράπηκε ως προς τους εφεσίβλητους 1-3 με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

 

Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς ιδιαίτερη διαταγή επί των εξόδων.

 

Τα έξοδα του τριτοδιαδίκου  πρωτοδίκως επιδικάστηκαν εναντίον των εφεσιβλήτων 1-3. Τα έξοδα του τριτοδιάδικου κατ’ έφεση επιδικάστηκαν εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ του τριτοδιάδικου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε σε σχέση με τους εφεσίβλητους 4, με έξοδα [*2805]υπέρ τους.

 

Η έφεση επέτυχε ως προς τους εφεσίβλητους 1-3 με έξοδα και απορρίφθηκε  σε σχέση με τους εφεσίβλητους 4 με έξοδα, κατά πλειοψηφία. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα. Η έφεση εναντίον του τριτοδιάδικου απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κωνσταντίνου v. Χατζηκυριάκου (1993) 1 Α.Α.Δ. 864,

 

Καλαθά v. Πουλλίτα (2006) 1 Α.Α.Δ. 480,

 

Donoghue v. Stevenson [1932] AC 562,

 

Anns v. Merton London Borough Council [1978] AC 728,

 

Stovin v.Wise [1996] AC 923,

 

Caparo Industries plc v. Dickman [1990] 1 All E.R. 568,

 

Marc Rich & Co. AG v. Bishop Rock Marine Co Ltd [1996] 1 AC 211,

 

Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275,

 

Μπούλος v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858,

 

Cassidy v. Ministry of Health [1951] 2 KB 343,

 

Rogers v. Night Riders [1983] RTR 324,

 

Woods v. Duncan [1946] AC 401,

 

Lennard’ s Carrying Co Ltd v. Asiatic Petroleum Co Ltd [1915] AC 705,

 

Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,

 

Χατζηγαβριήλ v. Ellinas Finance Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 668,

 

Ζερβός v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 2357,

 

[*2806]Geopan Co Ltd κ.ά. v. Παναγή (1999) 1 Α.Α.Δ. 1879,

 

Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

 

Lloyde v. Wast Midlanch Gas Board [1971] 2 All ER 1240,

 

Bennett v. Chemical Constructions (G.B) Ltd [1971] 1 WLR 1571,

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Pentaliotis & Papapetrou Estates Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 1931,

 

Caparo Industries Plc v. Dickman [1989] 1 All E.R. 798,

 

Donoghue v. Stevenson [1932] All E.R. Rep.1,

 

Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners [1963] 2 All E.R. 575,

 

Anns v. London Borough of Merton [1977] 2 All E.R. 492,

 

Κυριακίδης v. Caro Tenekedzian (1994) 1 A.A.Δ. 504,

 

Αγγελίδης v. Λούτσιου (2010) 1 Α.Α.Δ. 200,

 

Evan & Sons Ltd v. Ιωάννου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 2092,

 

Wheat (A.P.) (Widow and Administratrix of the Estate of Walter Wheat deceased) v. E. Lacon and Co Ltd [1966] A.C. 552,

 

Παρλάτα v. Δημητρίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 994, ECLI:CY:AD:2014:A339,

 

Κουρσουμπά v. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973,

 

Σολέα v. Σολέα (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 904,

 

Χατζηπαύλου v. Ιντζιρτζιάν κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1278,

 

Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117,

 

Hawkins v. Coulsdom & Purley U.D.C. [1954] 1 Q.B. 319,

 

McFarlane v. Tayside Health Board [2000] 2 A.C. 59,

 

Haseldine v. Daw [1941] 2 K.B. 343,

 

[*2807]Wells v. Coopers [1958] 2 Q.B. 265,

 

Poustobaev v. Stavrou κ.ά. (2000) 1 A.A.Δ. 2010,

 

Dairy King Ltd v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2016) 1 Α.Α.Δ. 1886, ECLI:CY:AD:2016:A376,

 

Bolton v. Stone (1951) A.C. 850.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 11447/2004), ημερομηνίας 4/10/2011.

 

Λ. Λουκαΐδης με Ρ. Σχίζα, για τον Εφεσείοντα.

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα) με Ελ. Δημητρίου (κα), για τους Εφεσίβλητους 1, 2 και 3.

 

Κλ. Φράγκου (κα) με Μ. Ζήρα (κα) και Α. Μαρκίδη, για τους Εφεσίβλητους 4.

 

Δ. Παπαμιλτιάδου (κα), για τον Εφεσίβλητο-Τριτοδιάδικο.

 

Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Με την πρώτη απόφαση που θα δοθεί από εμένα συμφωνεί ως προς το θέμα της ευθύνης των εφεσιβλήτων 1-3 και ο Οικονόμου, Δ., ο οποίος όμως συμφωνεί ως προς το ζήτημα της ευθύνης των εφεσιβλήτων 4 με τον Παρπαρίνο, Δ., ο οποίος θα δώσει δική του απόφαση. Ομοφωνία υπάρχει ως προς τον τριτοδιάδικο.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων τραυματίστηκε σοβαρά όταν το πρωί της 16.3.2003 αποχωρώντας από το κέντρο Zoo στη Λευκωσία, έπεσε στο πηγάδι του ανελκυστήρα, οι θύρες του οποίου είχαν ανοίξει χωρίς να ήταν εκεί ο κλωβός, διανύοντας μέχρι το έδαφος 17 περίπου μέτρα. Ο εφεσείων συνοδευόταν εκείνη την ώρα από το φίλο του Δημήτρη Κυριτσόπουλο, Μ.Ε.7, με τον οποίο είχε επισκεφθεί το Zoo τις πρωϊνές ώρες της 16.3.2003. Αποχώρησαν από το κέντρο διασκέδασης γύρω στις 02.30-02.45 και ανέμεναν τον ανελ[*2808]κυστήρα έχοντας τον καλέσει με το κουμπί κλήσης που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του ανελκυστήρα. Ο Κυριτσόπουλος είχε ο ίδιος πατήσει το κουμπί και ανέμεναν την άφιξη του ανελκυστήρα για περίπου δύο λεπτά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κυριτσόπουλου, όταν άνοιξε η πόρτα του ανελκυστήρα, ο ίδιος ύψωσε το χέρι του γυρίζοντας προς την κατεύθυνση του κέντρου για να αποχαιρετήσει τη Μαριάννα Παπαθωμά, Μ.Ε.6, φίλη του εφεσείοντα με την οποία βρίσκονταν πριν την αναχώρηση τους αμέσως προηγουμένως. Κατά τη μαρτυρία του ιδίου προσώπου, γυρίζοντας πίσω με σκοπό να εισέλθει στον ανελκυστήρα, είδε τον εφεσείοντα να πέφτει στο κενό, η προσπάθεια του δε να τον συγκρατήσει δεν ήταν επιτυχής.

 

Τη μαρτυρία αυτή επιβεβαίωσε ο ίδιος ο εφεσείων λέγοντας ότι βρισκόμενος στην είσοδο του ανελκυστήρα με τον Κυριτσόπουλο, εισήλθε σε αυτόν όταν οι πόρτες άνοιξαν για να πέσει στο κενό από τον τρίτο όροφο όπου βρισκόταν το κέντρο διότι δεν είχε έλθει ο κλωβός, με αποτέλεσμα το σοβαρό του τραυματισμό. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ήταν ο πρώτος που βρισκόταν έμπροσθεν της πόρτας του ανελκυστήρα, όταν δε αυτή άνοιξε προχώρησε χωρίς να διανοηθεί ότι μπορούσε η πόρτα να ανοίξει χωρίς να ήταν εκεί ο κλωβός. Είχε και ο ίδιος πατήσει το κουμπί του ανελκυστήρα επειδή καθυστερούσε να έλθει ένα με δύο λεπτά και λίγα δευτερόλεπτα μετά όταν άνοιξαν οι πόρτες προχώρησε για να πέσει στο κενό με αποτέλεσμα κατά την πτώση του να κτυπήσει σε διάφορα σίδερα, μηχανισμούς και άλλα αντικείμενα που ήταν εγκατεστημένα για τη λειτουργία του ανελκυστήρα, καθώς και στους τοίχους του πηγαδιού. Τη στιγμή της πτώσης στο κενό δεν υπήρχε οποιοσδήποτε φωτισμός εντός του ανελκυστήρα, ενώ έξω ακριβώς από το χώρο που ήταν ο ανελκυστήρας το φως ήταν πολύ χαμηλό, όπως και ο υπόλοιπος χώρος του κέντρου που λειτουργούσε ως δισκοθήκη, αφού ο χώρος όπου βρισκόταν ο ανελκυστήρας ήταν μέρος του ευρύτερου κέντρου. Η θέση του εφεσείοντος ήταν ότι κατά την αναμονή του ανελκυστήρα μιλούσε με τον Κυριτσόπουλο και κάποιο άλλο πρόσωπο που κατονόμασε, το οποίο και χαιρέτησε γυρίζοντας το πρόσωπο του προς τα πίσω. Όταν αντιλήφθηκε ότι άνοιξαν οι πόρτες του ανελκυστήρα γύρισε προς αυτόν κάνοντας ένα βήμα για να καταλήξει όμως στο κενό.

 

Η Μαριάννα Παπαθωμά, Μ.Ε.6, βεβαίωσε την τυχαία συνάντηση της με τον εφεσείοντα και τον Κυριτσόπουλο οι οποίοι βρίσκονταν ήδη στο κέντρο, όπου πήγε με μια άλλη φίλη της. Βεβαίωσε επίσης τη μαρτυρία των προαναφερθέντων ότι το βράδυ εκείνο υπήρχε πολύς κόσμος και μεγάλος συνωστισμός, ενώ στο χώρο μπροστά από τον ανελκυστήρα υπήρχαν αρκετά άτομα που χόρευαν, έπιναν, διακινούνταν και διασκέδαζαν με την πλάτη τους στον ανελκυστήρα. Από τη [*2809]θέση που βρισκόταν η ίδια, έβλεπε τα κεφάλια του εφεσείοντα και του Κυριτσόπουλου, χωρίς να δει ποιος είχε πατήσει το κουμπί του ανελκυστήρα. Όταν ήλθε ο ανελκυστήρας, ο Κυριτσόπουλος τις χαιρέτησε με το χέρι του, είδε την πόρτα να ανοίγει, η ίδια όμως γύρισε και μιλούσε με τη φίλη της χωρίς να αντιληφθεί οτιδήποτε άλλο. Όταν μετά μισή ώρα αποφάσισαν να φύγουν αντιλήφθηκε ότι οι πόρτες του ανελκυστήρα ήταν ανοικτές χωρίς να υπάρχει φως εσωτερικά.

 

Η πιο πάνω ήταν η βασική μαρτυρία ως προς τα γεγονότα του τραυματισμού του εφεσείοντα. Η υπόλοιπη μαρτυρία αφορούσε τον τρόπο λειτουργίας του ανελκυστήρα και τη συντήρηση του στην οποία θα γίνει αναφορά αμέσως πιο κάτω. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συμφωνήθηκαν τα ποσά της αποζημίωσης επί πλήρους ευθύνης στις 735.000 ευρώ. Παρέμεινε η εκδίκαση του ζητήματος της ευθύνης έχοντας υπόψη ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, το ποσό θα έφερε νόμιμο τόκο προς όφελος του εφεσείοντος από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

 

Η αγωγή όμως του εφεσείοντος, ως ενάγοντα, απερρίφθη. Η αγωγή είχε εγερθεί εναντίον των εφεσιβλήτων 1, ως της επιχείρησης που λειτουργούσε το νυκτερινό κέντρο Zoo, των εφεσιβλήτων 2 και 3 ως διευθυντών της εφεσίβλητης 1 εταιρείας και της εφεσίβλητης 4, της εταιρείας που εγκατέστησε και συντηρούσε τον ανελκυστήρα. Συνεναγόμενοι ήσαν επίσης οι πρώην εναγόμενοι 5-9, ως ιδιοκτήτες του κτιρίου όπου λειτουργούσε το κέντρο διασκέδασης, εναντίον των οποίων όμως η αγωγή απεσύρθη κατά την ακροαματική διαδικασία. Οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3, εξέδωσαν ειδοποίηση τριτοδιαδίκου προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας επικαλούμενοι ότι το ατύχημα επεσυνέβη λόγω αμέλειας ή συντρέχουσας αμέλειας εκ μέρους τους, καθώς και παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων του ως εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας ώστε οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης προς τον εφεσείοντα θα έπρεπε να επιδικασθεί εναντίον του τριτοδιαδίκου. Οι ίδιοι εφεσίβλητοι επέδωσαν επίσης ειδοποιήσεις συνεισφοράς δυνάμει της Δ.10 θ.12 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, εναντίον των υπολοίπων συνεναγομένων τους.

 

Η μαρτυρία επί της λειτουργίας του μηχανισμού του ανελκυστήρα δόθηκε βασικά από τον Σταύρο Λάμπρου, Μ.Ε.2, Επιθεωρητή Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η έκθεση που ετοίμασε καθώς και η προφορική του μαρτυρία βασιζόταν στην επιθεώρηση της σκηνής του ατυχήματος και του ανελκυστήρα την επομένη του ατυχήματος στις 17.3.2003. Το μεταλλικό εξάρτημα που ασφαλίζει το ηλεκτρομηχανικό μάνταλο που είναι ο μηχανισμός ασφαλείας ανοίγματος των θυρών του [*2810]ανελκυστήρα και που φωτογραφήθηκε από τον αρχιαστυφύλακα 851 Θ. Αβρααμίδη, Μ.Ε.1, του Τ.Α.Ε. Επιχειρήσεων Αρχηγείου, παρουσιάζε κλήση 25ο από την κανονική κατακόρυφη θέση του. Η απόκλιση αυτή επέτρεπε στις θύρες του ανελκυστήρα να ανοίξουν όχι μόνες τους αλλά με ελάχιστη προσπάθεια με το χέρι παρά το γεγονός ότι ο κλωβός δεν βρισκόταν στη στάση του ορόφου. Οι θύρες μπορούσαν να ανοίξουν από τα αριστερά προς τα δεξιά με σπρώξιμο ενός μέσου ανθρώπου, αλλά και τυχαία και όχι από συνειδητή προσπάθεια όπως από ένα τυχαίο σπρώξιμο σε περίπτωση συνωστισμού ή σπρωξιμάτων των θαμώνων του κέντρου ή όπου ο αγκώνας των προσώπων που βρίσκονταν κοντά στις θύρες έσπρωχνε την κόγχη της πόρτας από δεξιά προς τα αριστερά. Το στράβωμα του μαντάλου ασφαλείας οφειλόταν σε άσκηση βίας με επανειλημμένα κτυπήματα που θα μπορούσε να είχε ασκηθεί και το βράδυ της 16.3.2003, από κάποιο που «κτυπούσε πολλές φορές» πάνω στις θύρες του ανελκυστήρα.

 

Άλλη μαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντος που σχετιζόταν με τη λειτουργία του ανελκυστήρα ήταν αυτή του Επαμεινώνδα Επαμεινώνδα, Μ.Ε.4, που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Επιθεωρητής Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων στην Ηλεκτρομηχανολογική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Δοκίμασε τις θύρες των ανελκυστήρων στον τρίτο όροφο και με ελάχιστη δύναμη με τον δείκτη του χεριού αυτές άνοιγαν σε αντίθεση με δοκιμή που έκανε στις θύρες στον πρώτο όροφο του κτιρίου, οι οποίες δεν άνοιγαν όση βία και αν χρησιμοποίησε. Αυτό, κατά τη μαρτυρία του, οφειλόταν στην παραμόρφωση του μαντάλου στη θέση του τρίτου ορόφου που μόνο με την «εξάσκηση τεράστιας βίας από πέραν του ενός προσώπου ή χρήση μεταλλικών μοχλών» θα μπορούσε να προκληθεί. Οι θύρες του ανελκυστήρα είχαν κτυπήματα κάτω χαμηλά και στο ύψος της μέσης που πιθανόν να είχαν προκληθεί από γροθιές ή χέρια, πόδια ή κλειδιά. Πιθανόν η ζημιά στο μάνταλο να είχε προκληθεί το μοιραίο βράδυ από βίαια κτυπήματα στην πόρτα του ανελκυστήρα.  Τη μαρτυρία αυτή επιβεβαίωσε και ο Χαράλαμπος Βούτουνος, Μ.Ε.5, τότε σταθμάρχης στην Αστυνομία Πύλης Πάφου, ότι πράγματι στην παρουσία του ο Επαμεινώνδας με ένα «ελαφρύ άγγιγμα» ή τράβηγμα στις θύρες του ανελκυστήρα στον τρίτο όροφο αυτός άνοιξε, κάτι που επαναλήφθηκε δύο με τρεις φορές προκαλώντας στον ίδιο «τρομερή εντύπωση».

 

Για τους εφεσίβλητους 1-3, μάρτυρας ήταν ο Ντίνος Κλεάνθους, διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας 1, ο οποίος κατέθεσε ότι διεξάγουν τις επιχειρήσεις τους στον τρίτο και τέταρτο όροφο του κτιρίου με στέγαση των γραφείων τους στον πρώτο όροφο. Το [*2811]1998 είχε εγκατασταθεί ο ανελκυστήρας και υπήρχε συμφωνία για τον μηχανολογικό έλεγχο του ανελκυστήρα ανά δεκαπενθήμερο, όπως και για την παροχή υπηρεσιών όταν χρειαζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Ο ανελκυστήρας δεν εξυπηρετούσε τον δεύτερο όροφο του κτιρίου και δεν υπήρχε πρόσβαση στον όροφο αυτό μέσω του. Ο τελευταίος προ του ατυχήματος μηχανολογικός έλεγχος του ανελκυστήρα είχε γίνει τρεις ημέρες προηγουμένως στις 13.3.2003, σε ημέρα που ο χώρος διασκέδασης ήταν κλειστός χωρίς να είχε διαπιστωθεί οποιοδήποτε πρόβλημα στη λειτουργία του και χωρίς να χρειαστεί οποιαδήποτε επιδιόρθωση.  Από πλευράς κυβερνητικού ελέγχου, ο ανελκυστήρας είχε επιθεωρηθεί από τον Σταύρο Λάμπρου, Μ.Ε.2, στις 24.9.1998, 15.1.2001 και 24.7.2002, χωρίς οποιεσδήποτε υποδείξεις.

 

Για τους εφεσίβλητους 4, κατέθεσαν οι Μιχάλης Πετρής, ο τεχνικός που διεξήγαγε τον έλεγχο του ανελκυστήρα στις 13.3.2003 και ο γενικός τους διευθυντής Στέλιος Αναστασιάδης. Ήταν η θέση του πρώτου ότι από την ημέρα της εγκατάστασης του ανελκυστήρα μέχρι και την ημέρα του ατυχήματος, τον έλεγχο και συντήρηση του ανελκυστήρα τον διενεργούσε ο ίδιος. Δεν υπήρξε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά τον τελευταίο έλεγχο, όμως, λόγω της ιδιομορφίας του χώρου εφόσον ο ανελκυστήρας στον τρίτο όροφο άνοιγε απευθείας στο χώρο διασκέδασης, συχνά έβρισκε πάνω στους μηχανισμούς των θυρών, αποτσίγαρα, κουτιά τσιγάρων, σπασμένα γυαλιά από ποτήρια και πιάτα, χαρτομάντηλα, κλειδιά, ακόμη και κομμάτια κινητών τηλεφώνων. Παρατήρησε στην παρουσία της αστυνομίας και της πυροσβεστικής στις 17.3.2003, ότι το λαμάκι μηχανισμού της εξωτερικής θύρας ήταν στραβωμένο προς την κατεύθυνση που ανοίγει η θύρα του ανελκυστήρα με αποτέλεσμα εάν κάποιος τραβούσε ή έσπρωχνε με κάποια ή σχετική δύναμη τη θύρα, αυτή να άνοιγε. Το σύστημα επαναφοράς της θύρας λειτουργούσε κανονικά, αλλά για να ανοίξει η θύρα έπρεπε οπωσδήποτε κάποιος να ασκούσε δύναμη σ’ αυτή. Κατά τη θέση του τα κτυπήματα ή γδαρσίματα πάνω στη θύρα του ανελκυστήρα δεν είχαν καμία απολύτως επίπτωση για τη σωστή και ασφαλή λειτουργία του ανελκυστήρα.

 

Ο έτερος μάρτυρας Στέλιος Αναστασιάδης, μηχανολόγος μηχανικός, κατέθεσε ότι είχε πολυετή πείρα στον τομέα των ανελκυστήρων ο οποίος ήταν σύμφωνος με τα σχετικά πρότυπα των Ευρωπαϊκών Οδηγιών, ο δε μηχανισμός ασφάλισης της θύρας ορόφου είχε περάσει επιτυχή έλεγχο στατικής δοκιμής φορτίου σταδιακά αυξανόμενου μέχρι 1.000 newton για διάστημα 300 δευτερολέπτων. Λόγω της ιδιομορφίας του χώρου και της συμπεριφο[*2812]ράς των θαμώνων και τη συνήθη κατάσταση που εύρισκαν στον ανελκυστήρα, απαιτείτο πράγματι σχολαστικό καθάρισμα και έλεγχος των θυρών. Ήταν η θέση του ότι χωρίς ανθρώπινη επέμβαση ώστε να απασφαλιστεί το μάνταλο που βρίσκεται στο μηχανισμό της θύρας ορόφου δεν μπορούσαν οι θύρες να ανοίξουν.  Μέχρι τις 13.3.2003 και μέχρι την ώρα του ατυχήματος δεν είχαν ως εφεσίβλητοι 4, κληθεί για οποιαδήποτε βλάβη στον ανελκυστήρα που να χρειαζόταν επιδιόρθωση.

 

Όπως προαναφέρθηκε η αγωγή απορρίφθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι έναντι της μαρτυρίας του Σταύρου Λάμπρου ότι οι θύρες του ανελκυστήρα δεν άνοιγαν χωρίς την παρέμβαση άσκησης βίας ή δύναμης επ’ αυτών, η μαρτυρία του εφεσείοντος, αλλά και του Κυριτσόπουλου ότι σε καμιά περίπτωση δεν άγγιξαν τις θύρες ή προσπάθησαν να επέμβουν στο μηχανισμό λειτουργίας του ανελκυστήρα ήταν ανυπόστατη και αναληθής. Δεχόμενος τη μαρτυρία του Λάμπρου, «η οποία ενισχύεται από τη μαρτυρία όλων των λοιπών μαρτύρων των εναγομένων», προέβηκε σε ευρήματα ότι ο ανελκυστήρας ήταν σύμφωνος με τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές συντηρείτο τακτικά και σχολαστικά, ενώ στις 13.3.2003, ημερομηνία του τελευταίου ελέγχου από τον Μιχάλη Πετρή, του οποίου τη μαρτυρία δέχθηκε ανεπιφύλακτα, δεν διαπιστώθηκε βλάβη στο μηχανισμό ασφαλείας ανοίγματος των θυρών. Το στράβωμα που διαπιστώθηκε στις 17.3.2003 αφορούσε το μηχανισμό ασφαλείας ώστε οι θύρες να μην ανοίγουν από μόνες τους όση δύναμη και να ασκείτο, ώστε με τη δύναμη ή σπρώξιμο ενός μέσου ανθρώπου με 300 Ν από αριστερά προς τα δεξιά, οι θύρες μπορούσαν να ανοίξουν κατά είτε συνειδητό τρόπο, με σπρώξιμο, πίεση, τράβηγμα κλπ., ή, όπως το έθεσε το Δικαστήριο, «…. εντελώς τυχαία σε περίπτωση συνωστισμού, σπρωξίματος των θαμώνων και κάποιος να έπεφτε πάνω στις θύρες του ανελκυστήρα προτού έρθει ο κλωβός με φόρα από αριστερά προς τα δεξιά.».

 

Ήταν περαιτέρω η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι το στράβωμα των 25ο στο μηχανισμό ασφαλείας προέκυψε από ανθρώπινη βία που ασκήθηκε στις θύρες του ανελκυστήρα μεταξύ 14.3.2003 και τις πρωϊνές ώρες της 16.3.2003. Πρόσθετα, ότι ο ανελκυστήρας είχε σ’ αυτό το διάστημα χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα «πολύ πιθανόν με στραβωμένο μάνταλο χωρίς όμως να επισυμβεί ατύχημα.». Με αποτέλεσμα η ανθρώπινη επέμβαση επί των θυρών να ήταν καταλυτική για την αιτία του ατυχήματος.

 

Προβλημάτισαν ακολούθως τα ακόλουθα δύο ερωτήματα που έθεσε προς απάντηση στον εαυτό του: Κατά πόσο υπήρξε προη[*2813]γούμενη του ατυχήματος ηθελημένη ή αθέλητη προσπάθεια επέμβασης επί των θυρών και από ποιους, ώστε να είχε προκληθεί το στράβωμα του μηχανισμού ασφάλειας και κατά πόσο τη στιγμή του ατυχήματος υπήρξε ηθελημένη ή αθέλητη προσπάθεια επέμβασης στο άνοιγμα των θυρών και από ποιους. Αφού εξέτασε τη μαρτυρία που ήταν ενώπιον του, κατέληξε στο συμπέρασμα ως προς το πρώτο ερώτημα ότι η βλάβη «…… πιθανότατα δεν προκλήθηκε το βράδυ της 15ης Μαρτίου 2003 αλλά μεταξύ 14ης Μαρτίου 2003 και της ώρας του ατυχήματος της 16ης Μαρτίου 2003 από άγνωστα άτομα και για άγνωστο λόγο που επενέβηκαν βίαια επί των θυρών του ανελκυστήρα στον 3ο όροφο.». 

 

Ως προς το δεύτερο ερώτημα, κατέληξε στο «….. μοναδικό λογικό συμπέρασμα εν όψει της υπάρχουσας μαρτυρίας ότι μόνο ο ενάγων θα μπορούσε να προκαλέσει με ηθελημένη (και όχι αθέλητη) ενέργεια του (σπρώξιμο, πίεση, τράβηγμα) το άνοιγμα των θυρών.». Αφού εξήγησε περαιτέρω τη σκέψη του και αναφέρθηκε και στη νομική πτυχή, απέρριψε την αγωγή με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων 1-4, αλλά και του τριτοδιάδικου ο οποίος ορθά, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, συνενώθηκε από τους εφεσίβλητους 1-3.

 

Η έφεση περιλαμβάνει έντεκα λόγους με κύρια συνισταμένη τη θέση ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν παντελώς λανθασμένη σε παραγνώριση αυτής των αυτόπτων μαρτύρων, χωρίς, μάλιστα, πειστική αιτιολογία, υπερεκτιμώντας την επιστημονική μαρτυρία, προβαίνοντας σε εντελώς αυθαίρετα συμπεράσματα, επηρεασμένο το Δικαστήριο ανεπίτρεπτα από τις απόψεις των εμπειρογνωμόνων. Η επίρριψη ευθύνης στον εφεσείοντα ήταν πλήρως αναιτιολόγητη, ενάντια στη μαρτυρία ακόμη και του ιδίου του Λάμπρου Σταύρου, ενώ λανθασμένα έγινε δεκτή η θέση των εφεσιβλήτων ότι το μάνταλο είχε υποστεί ζημιά από ανθρώπινη επέμβαση θέση που δεν ήταν καν δικογραφημένη. Υπήρξε, τέλος, πλημμελής εφαρμογή του θέματος της απόδειξης ως προς το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

 

Αντίθετη βεβαίως η θέση όλων των εφεσιβλήτων, με τους εφεσίβλητους 1-3 να προσπαθούν μάλιστα διά αντεφέσεως να ανατρέψουν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο μηχανισμός ασφαλείας είχε στραβώσει ως αποτέλεσμα ενεργειών τρίτων άγνωστων προσώπων πριν το πρωϊνό της 16.3.2003, επιδιώκοντας στην εξαγωγή συμπεράσματος ότι το μάνταλο είχε στραβώσει ως αποτέλεσμα ενεργειών του ίδιου του εφεσείοντα εκείνες τις πρωϊνές ώρες.  Πρόσθετα, ότι ήταν λανθασμένο το εύρημα ότι το ελαττωματικό του μηχανισμού ασφαλείας οφειλόταν σε ανθρώπινη βία πολλών [*2814]ατόμων με πέραν των 1.000 Newton δύναμη και ότι οι εφεσίβλητοι 1-3 δεν ήσαν εν πάση περιπτώσει ιδιοκτήτες του χώρου, ώστε η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν ήσαν υπεύθυνοι ως τέτοιοι, να ήταν λανθασμένη.

 

Η αμέλεια ως έννοια είναι νομικά πασίγνωστη και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Χάριν υπενθύμισης και μόνο, να λεχθεί ότι στο Κυπριακό σύστημα δικαίου αυτή οριοθετείται από το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 149, όπως έχει βέβαια ερμηνευθεί καθοδηγητικά από τη νομολογία στη βάση της Αγγλικής προσέγγισης του κοινοδικαίου, (Κωνσταντίνου v. Χατζηκυριάκου (1993) 1 Α.Α.Δ. 864 και Καλαθά v. Πουλλίτα (2006) 1 Α.Α.Δ. 480). Το καθήκον επιμέλειας, η διάρρηξη του καθήκοντος αυτού και η επέλευση ζημιάς ως αποτέλεσμα αποτελούν τα τρία κλασσικά συστατικά ή παράγοντες που ο ενάγων πρέπει να αποδείξει για να στοιχειοθετήσει ισχυριζόμενη αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου. Δεν είναι όμως η έλευση κάθε ζημιάς από τρίτο που καθιερώνει αξίωση αμέλειας. Κατά τη νομολογιακή προσέγγιση της έννοιας της αμέλειας είναι απαραίτητη πρωταρχικά η απόδειξη ότι το άτομο, φυσικό ή νομικό, που προκάλεσε τη ζημιά, όφειλε καθήκον επιμέλειας, έναντι του ζημιωθέντος («duty of care») που περικλείεται στη ρήση του Lord Atkin στην πασίγνωστη υπόθεση Donoghue v. Stevenson [1932] AC 562, με τη χρήση της έννοιας ή κριτηρίου του γείτονα («neighbour principle»). Όπου πρόσωπο βρίσκεται σε τέτοια γειτνίαση με άλλο ώστε το τελευταίο να αντιλαμβάνεται ως θέμα εύλογης αποτίμησης των δεδομένων («reasonable foreseeability»), ότι πράξη ή παράλειψη του  πιθανόν  να επιφέρει στο πρώτο ζημιά,  τότε αναδύεται καθήκον επιμέλειας.

 

Οι κατηγορίες ή συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να εγερθεί τέτοιο καθήκον αναγνωρίστηκε ήδη από την Donoghue v. Stevenson, από τον Lord McMillan, ότι δεν είναι ποτέ στεγανοποιημένες. Η αμέλεια ως έννοια μπορεί να επιδεικνύεται σε μια μεγάλη κατηγορία συνθηκών. Δεν είναι αναγκαίο τα εξεταζόμενα γεγονότα να εντάσσονται σε υποθέσεις όπου και προηγουμένως είχε στοιχειοθετηθεί αμέλεια. Το θέμα εξετάζεται, σύμφωνα με την Anns v. Merton London Borough Council [1978] AC 728, σε δύο στάδια: Πρώτον, κατά πόσο υπάρχει η αναγκαία γειτνίαση ώστε να εγείρεται το ερώτημα ότι η έλλειψη φροντίδας δυνατόν να προκαλέσει ζημιά ως θέμα εύλογης πρόβλεψης. Δεύτερον, αν η απάντηση είναι καταφατική, κατά πόσον υπάρχουν δεδομένα που αδρανοποιούν ή περιορίζουν την έκταση αυτής της επιμέλειας.

 

Η έννοια της επιμέλειας περιορίστηκε στο χρόνο ώστε να ανα[*2815]χαιτιστεί η ανεξέλεγκτη επέκταση και ένταξη των διαφόρων περιπτώσεων στην έννοια, ώστε με την έλευση και μόνο της  ζημιάς να εγείρεται έστω εκ πρώτης όψεως αναζήτηση αποζημιώσεων από τρίτους, κυρίως ασφαλιστικές εταιρείες και κρατικές ή κοινωφελείς υπηρεσίες, (Stovin v.Wise [1996] AC 923. Σήμερα, η έννοια της επιμέλειας οριοθετείται από το Caparo test, από την υπόθεση Caparo Industries plc v. Dickman [1990] 1 All E.R. 568 και τη σύγχρονη της, Marc Rich & Co. AG v. Bishop Rock Marine Co Ltd [1996] 1 AC 211, ώστε θα πρέπει: (1) ο ενάγων να δείξει ότι εμπίπτει στα πρόσωπα που ευλόγως μπορούσαν να επηρεαστούν, ανάλογα με τη ζημιά που έγινε, (2) ότι ενάγων και εναγόμενος βρίσκονται σε σχέση γειτνίασης («proximity») και (3) να είναι δίκαιο, ορθό και εύλογο («fair, just and reasonable») να εναποτεθεί καθήκον επιμέλειας υπό τις περιστάσεις.

 

Η δικογραφηθείσα εκ μέρους του εφεσείοντος αμέλεια περιείχε λεπτομέρειες τόσο εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3, όσο και εναντίον του εφεσίβλητου 4. Μέρος των λεπτομερειών αμελείας των πρώτων συνίστατο στην κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη διατήρησης του ανελκυστήρα σε ασφαλή λειτουργία, ενώ στη γνώση τους αυτός χρησιμοποιείτο σε αυξημένο βαθμό, παρατηρείτο συνωστισμός ή ανεξέλεγκτη είσοδος στον ανελκυστήρα, υπήρχε αυξημένος κίνδυνος υπερβολικής και ενίοτε κακής χρήσης λόγω του προχωρημένου της ώρας και της κατάστασης των ευρισκομένων ή αποχωρούντων από το κέντρο ατόμων, του ενδεχόμενου χρήσης βίας ήδη παρατηρούμενης από βουλώματα και κτυπήματα στις θύρες, ενώ γνώριζαν και το γεγονός ότι και στο παρελθόν υπήρξε πρόβλημα με το μάνταλο εσωτερικά της θύρας.

 

Ως προς τους εφεσίβλητους 4, ο εφεσείων καταλόγισε επιπόλαιη και βεβιασμένη εγκατάσταση, ελλιπή συντήρηση, έλεγχο και επιδιόρθωση, ενώ γνώριζαν ότι και προηγουμένως παρουσιάστηκε πρόβλημα με τους μηχανισμούς των θυρών ορόφου στην τρίτη στάση κατά την τελευταία συντήρηση στις 3.6.2002, παραλείποντας έκτοτε να ελέγξουν τους μηχανισμούς ή ελαττωματικότητα που ήταν η γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος.

 

Στην παρούσα υπόθεση μετά τη διαπίστωση από την εκ των υστέρων προκύψασα μαρτυρία του Υπουργείου Εργασίας ότι το μάνταλο της θύρας ήταν στραβωμένο και προβληματικό, αναμφίβολα το πρόβλημα εστιαζόταν στο μηχανισμό του ανελκυστήρα και τον τρόπο λειτουργίας του εκείνο το πρωϊνό εφόσον αυταπόδεικτο ήταν πλέον ότι η πτώση του εφεσείοντος οφειλόταν στη μη παρουσίαση του κλωβού στον τρίτο όροφο παρά το γεγονός ότι οι [*2816]θύρες άνοιξαν. Οι λεπτομέρειες αμέλειας έδειχναν κατ’ ελάχιστον το προβληματικό της λειτουργίας του ανελκυστήρα, ιδιαιτέρως σε ένα χώρο όπου υπήρχε πάντοτε, λόγω της λειτουργίας του Zoo ως δισκοθήκης και κέντρου διασκέδασης, συνωστισμός, άτομα που ενδεχομένως δεν συμπεριφέρονταν πάντοτε νηφάλια και συνετά και μάλιστα σε χώρο όπου ο ανελκυστήρας δεν ήταν διαχωρισμένος από το υπόλοιπο κέντρο, αλλά ήταν ενσωματωμένος στον ίδιο το χώρο διασκέδασης και αποτελούσε μέρος αυτού.

 

Ο εφεσείων αναμφίβολα ως θαμώνας και επισκέπτης του χώρου τις πρωϊνές ώρες της 16.3.2003, θεωρείτο «γείτονας» εν τη εννοία της νομολογίας προς τον οποίο οι εφεσίβλητοι 1-3, αλλά και οι εφεσίβλητοι 4, είχαν καθήκον επιμέλειας. Το καθήκον αυτό ως θέμα γειτνίασης δεν αμφισβητείται άλλωστε από οποιονδήποτε από τους εφεσίβλητους. Επομένως το πρώτο συστατικό στοιχείο της αμέλειας είναι δεδομένο. Το δεύτερο στοιχείο, αυτό της διάρρηξης του καθήκοντος επιμέλειας είναι στην περίπτωση το ουσιαστικό ζητούμενο. Με τη μαρτυρία που προσήγαγε ο εφεσείων στοιχειοθετήθηκε ότι επεσυνέβη ατύχημα στο χώρο του ανελκυστήρα σε χρόνο και τόπο όπου για τη λειτουργία του ήταν υπεύθυνοι οι εφεσίβλητοι 1-4. Εκ πρώτης όψεως, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντος, ο ίδιος δεν επενέβη είτε στη λειτουργία του ανοίγματος των θυρών ή του ανελκυστήρα ευρύτερα παρά μόνο πάτησε και αυτός, όπως και ο Κυριτσόπουλος, το κουμπί έλευσης του ανελκυστήρα.

 

Εδώ είναι το κατάλληλο σημείο να επισημανθεί ένα από τα ουσιαστικά λάθη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Έθεσε ιδιαίτερο βάρος στον εφεσείοντα παρερμηνεύοντας τη μαρτυρία που προσκόμισε ως ενάγων.  Αντιπαράβαλε τη μαρτυρία του Σταύρου Λάμπρου, Μ.Ε.2, με τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντος και του Κυριτσόπουλου ως η μαρτυρία του Λάμπρου να είχε άμεση σχέση, και με το πώς ακριβώς συνέβη το ατύχημα, που δεν μπορούσε να είχε. Ήταν επεξηγηματική της εν γένει λειτουργίας ενός ανελκυστήρα και του τι εντόπισε κατά την επιθεώρηση του συγκεκριμένου μετά το ατύχημα. Το ότι βρήκε στραβωμένο το μάνταλο κατά 25ο οφειλόταν κατά τη μαρτυρία του σε κτυπήματα επανειλημμένα στις θύρες του ανελκυστήρα ώστε ο κλωβός να ακινητοποιείτο. Δεν απέκλεισε το στράβωμα να είχε γίνει από κάποιο που κτυπούσε πολλές φορές πάνω στις θύρες. Δεν απέκλεισε, όπως ήδη αναφέρθηκε, και θα εντοπιστεί και στη συνέχεια, οι θύρες να άνοιξαν και από τυχαία ή αθέλητη ενέργεια. Επομένως η μαρτυρία του Λάμπρου δεν ήταν αντιφατική προς αυτή του εφεσείοντος ούτε την αντιστρατευόταν, όπως η ια[*2817]τρική μαρτυρία που δεν συνήδε με την εκδοχή του ενάγοντος και του συνοδηγού του οχήματος στην Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, την οποία επικαλέσθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων 1-3.

 

Εδώ πρέπει να επισημανθεί επίσης το ουσιώδες ότι ουδεμία απολύτως μαρτυρία προσφέρθηκε στο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων ή ο Κυριτσόπουλος συμπεριφερόταν εκείνες τις πρωϊνές ώρες με οποιοδήποτε ανάρμοστο τρόπο. Καμιά μαρτυρία δεν έφεραν οι εφεσίβλητοι που να έδειχνε ότι ο εφεσείων είχε καταναλώσει  υπερβολικό ποτό, ήταν σε κατάσταση μέθης ή έστω ευφορίας ώστε να είχε επίτηδες κτυπήσει τις θύρες του ανελκυστήρα για να στραβώσει το μάνταλο. Υπήρχαν φρουροί ασφαλείας στον κάθε όροφο, αλλά κανένας δεν παρουσιάστηκε για να αναφερθεί στην όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα. Η μαρτυρία είχε δείξει ότι ο φρουρός ασφαλείας θα πρόσεχε αν κάποιος κτυπούσε τις θύρες ως ένα ασυνήθιστο, αλλά και επικίνδυνο γεγονός και, αναμφίβολα, θα επενέβαινε, (σελ. 260 κ.ε. των πρακτικών).

 

Αντίθετα, πέραν της μαρτυρίας του ιδίου του εφεσείοντος και του Κυριτσόπουλου, ότι απλώς περίμεναν στην πόρτα του ανελκυστήρα χωρίς ιδιαίτερες κινήσεις ή χειρονομίες μη συνάδουσες με ευπρεπή συμπεριφορά, το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν είχε παραβατική συμπεριφορά και δεν είχε καταναλώσει πέραν του ενός ποτού επιβεβαίωσε με τη μαρτυρία της η Μαριάννα Παπαθωμά, Μ.Ε.6. Εφεσείων και Κυριτσόπουλος στάθηκαν απλά μπροστά από τον ανελκυστήρα στη δεξιά πλευρά όπου ήταν το κουμπί κλήσης και όχι ευθέως στο κέντρο της θύρας. Δεν είχαν κάμει κάποια ιδιαίτερη κίνηση ή χειρονομία. Μάλιστα η Παπαθωμά είδε τη θύρα του ανελκυστήρα να ανοίγει κανονικά (σελ. 145 των πρακτικών), χωρίς να έχει αντιληφθεί κάποιο να την σπρώχνει ή να την κρατά ανοικτή με το χέρι, ούτε να ανοίγει λίγο-λίγο μέχρις ότου μπορούσε να περάσει μέσα ένα πρόσωπο. Αντίθετα άνοιξε «μονοκόμματη» (σελ. 146 και 150). Διερωτήθηκε μάλιστα πώς έσπρωχναν τη θύρα ο εφεσείων και ο Κυριτσόπουλος αφού τους έβλεπε πίσω από τα άλλα άτομα που ήταν ανάμεσα τους, απλά να στέκονταν για 2-3 λεπτά, «να γυρίζουν να μας θωρούν προς το club και να μιλούν μεταξύ τους. Πώς ετραβούσαν; Έβαζαν τα πόδια τους που δεν έβλεπα;».

 

Η μαρτυρία της Παπαθωμά έγινε δεκτή από το Δικαστήριο όσον αφορά τα ουσιώδη γεγονότα (λανθασμένα αναφέρεται το όνομα της στη σελ. 18 της απόφασης ως «Πρωτοπαπά»). Δεν της έδωσε όμως την αναγκαία σημασία ως προς ό,τι αναφέρθηκε [*2818]προηγουμένως για τη συμπεριφορά του εφεσείοντος με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εντελώς αυθαίρετο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων «αδημονούσε» για την έλευση του ανελκυστήρα και ότι προκάλεσε με «ηθελημένη (και όχι αθέλητη) ενέργεια του (σπρώξιμο, πίεση, τράβηγμα) το άνοιγμα των θυρών». Και μάλιστα στη συνέχεια το Δικαστήριο επικρίνει τον εφεσείοντα ότι οι θύρες του ανελκυστήρα «Άνοιξαν με την παράλογη και άφρονα επέμβαση του ενάγοντα». Χωρίς όμως ίχνος μαρτυρίας προς τούτο. Περί πιθανολόγησης, όμως μίλησε το Δικαστήριο, αφού: «Οποιαδήποτε άλλη πιθανολόγηση δεν είναι ούτε επιτρεπτή ούτε λογική όπως προσπάθησα να εξηγήσω.».

 

Όμως ένα Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να πιθανολογεί, σε επίπεδο εικασιών. Αποφασίζει με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, την ανάλυση επ’ αυτής, την αξιολόγηση και τα τελικά ευρήματα του. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εντοπίσει την κατά τη δική του άποψη γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος έξω από οποιαδήποτε προς τούτο μαρτυρία.

 

Το κριτήριο παραμένει κατά πόσο η εκδοχή του ενάγοντα προκύπτει ως πιο αληθής παρά όχι, ιδωμένη και εξεταζόμενη από μόνη της κατά ένα αντικειμενικό επίπεδο πιθανότητας και όχι κατά πόσο η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά του εναγομένου, (Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη – πιο πάνω –, Μπούλος v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858 και Murphy on Evidence 8η έκδ. (2003) σελ. 81). Και ακριβώς εδώ εντοπίζεται και το έτερο σημαντικό λάθος του Δικαστηρίου.  Παραγνώρισε την υπόλοιπη μαρτυρία που ήταν υπέρ του εφεσείοντος και αποτελούσε ασφαλές υπόβαθρο για θετική διαπίστωση στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων περί αμέλειας των εφεσιβλήτων.

 

Ελέγχεται κατ’ αρχάς ως λανθασμένη η απόφαση του Δικαστηρίου να μην προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην αναντίλεκτη μαρτυρία προερχόμενη από την ίδια τη μαρτυρία πλήρως αξιόπιστου, καθώς έκρινε το Δικαστήριο, Σταύρου Λάμπρου ότι οι θύρες λόγω του στραβωμένου μάνταλου άνοιγαν ακόμη και τυχαία με ένα σπρώξιμο σε περίπτωση συνωστισμού ή και από τυχαίο σπρώξιμο της κόγχης της θύρας από άτομο ή άτομα που στέκονταν κοντά στον ανελκυστήρα. Αυτό το εξήγησε με καθαρότητα στην κύρια εξέταση ερωτούμενος να διευκρινίσει την έννοια του «τυχαία» στην έκθεση που ετοίμασε (σελ. 20-21 των πρακτικών). Ακόμη και με το δάκτυλο μπορούσε να κρατά κάποιος τη θύρα ανοικτή, αλλά δεν γνώριζε αν μπορούσε να ανοίξει η θύρα με τα πόδια. Και στην αντεξέταση ανέφερε (σελ. 44) ότι όπως είχε πει στον εξεταστή της [*2819]υπόθεσης, «….. ή κάποιος τις άνοιξε με το χέρι του ή κάποιος σπρώχθηκε και άνοιξε τις. Δηλαδή προϋποθέτει κάποια  προσπάθεια. Μόνες τους δεν ανοίγουν.». Ακόμη είπε:

 

«Απ. Θα μπορούσε και ως εξής: Αν κάποιος βάλει την παλάμη του αγγίζει πάνω στο φύλλο το δεξί και να το σπρώξει, σπρώχνει και ανοίγει και έτσι. Ερ. Ήθελε χέρι εν πάση περιπτώσει;  Απ. Ή και από την προεξοχή διότι να βάζει το δάκτυλο του δεν χωρεί.».

 

Αυτή η μαρτυρία συνάδει και με τη μαρτυρία που ο Ε. Επαμεινώνδας, Μ.Ε.4, έδωσε ότι και ο ίδιος είχε δοκιμάσει «…. με ελάχιστη βία με τον δείκτη του δεξιού χεριού να ανοίξει η πόρτα στον 3ον όροφο.» (σελ. 79-80), λόγω της παραμόρφωσης του μαντάλου. Και μάλιστα ότι το άνοιγμα της θύρας ουσιαστικά με το δάκτυλο, το δείκτη, έγινε στην παρουσία του Στ. Λάμπρου (σελ. 88 και 96). Συνάδει επίσης και με τη μαρτυρία του Χ. Βούτουνου, Μ.Ε.5, ότι με άγγιγμα της θύρας αυτή άνοιγε χωρίς την παρουσία του κλωβού, πράγμα που του έκανε τρομερή εντύπωση. Το άνοιγμα αυτό με το δάκτυλο έγινε από τον Επαμεινώνδα και στην παρουσία του (σελ. 101, 112-113) και εν πάση περιπτώσει οι θύρες άνοιγαν με το χέρι.

 

Την πιο πάνω μαρτυρία το Δικαστήριο δεν την αξιολόγησε ευθέως.  Αρκέστηκε να την απορρίψει και μαζί μ’ αυτή την καθαρή θέση που εξέφρασε ο εμπειρογνώμονας Στ. Λάμπρου, έμμεσα λέγοντας ότι η θέση του τελευταίου ότι πιθανόν οι θύρες να άνοιξαν «από ασυνείδητο (αθέλητο) σπρώξιμο κάποιου προσώπου που έπεφτε πάνω τους μετά από συνωστισμό ή σπρωξίματα των θαμώνων του club», δεν μπορούσε να αποτελέσει εύρημα του Δικαστηρίου διότι «…. δεν εδράζεται στη μαρτυρία ούτε αντέχει στον έλεγχο της λογικής.». Μαρτυρία όμως υπήρχε και μάλιστα αναντίλεκτη. Οι αυτόπτες μάρτυρες, εφεσείων, Κυριτσόπουλος και Παπαθωμά, σαφώς κατέθεσαν ότι υπήρχε συνωστισμός σχεδόν όπως πάντοτε, άτομα χόρευαν, διακινούνταν, έπιναν εκεί μπροστά από τον ανελκυστήρα, ενώ άλλα πηγαινοέρχονταν προς τις τουαλέττες, (σελ. 118, 141, 158, 165, 204, 206, κλπ). Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιωνόταν και από την  υπόλοιπη μαρτυρία των μη αυτόπτων μαρτύρων, ακόμη και από τους ίδιους τους εφεσίβλητους.  Υπήρχαν καταγγελίες γενικά περί μεγάλου συνωστισμού και συμπεριφορές ανάρμοστες και προγραμματιζόταν έλεγχος (μαρτυρία Στ. Λάμπρου), ενώ επί σειρά ετών ο χώρος ελεγχόταν, η μουσική και ο θόρυβος ήταν μεγάλος (μαρτυρία Επαμεινώνδα), υπήρχαν περίπου 400 άτομα κάθε βράδυ, (μαρτυρία Κλεάνθους, Μ.Υ.1), ενώ γινόταν καθαρισμός από ένα σωρό αντικείμενα που έβρισκαν στο χώρο του ανελκυστήρα, αλλά και στο μηχανισμό του.

[*2820]Τα πιο πάνω αποτέλεσαν και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως, αντίθετα με τη θεώρηση του ότι οι θύρες δεν μπορούσαν να ανοίξουν με ασυνείδητο σπρώξιμο από κάποιο από τους παρευρισκομένους, υπήρχε αυτό το ενδεχόμενο και μάλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει την εξήγηση για το άνοιγμα των θυρών εφόσον εσωτερικά το μάνταλο ήταν ήδη στραβωμένο και συνεπώς επιρρεπές σε μη ικανοποιητική ή ασφαλή λειτουργία. Ιδιαιτέρως με τη συνεχή λειτουργία του ανελκυστήρα. Άλλωστε, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι «το μοναδικό λογικό συμπέρασμα …. ότι μόνον ο ενάγων  θα μπορούσε να προκαλέσει με ηθελημένη (και όχι αθέλητη) ενέργεια του …… το άνοιγμα των θυρών», αντιστρατεύεται το δικό του επίσης εύρημα που κατέγραψε προηγουμένως ότι «η προσπάθεια ανοίγματος των θυρών μπορούσε να ήταν συνειδητή (σπρώξιμο, πίεση, τράβηγμα κλπ), ή εντελώς τυχαία σε περίπτωση συνωστισμού, σπρωξίματος των θαμώνων και κάποιος να έπεφτε πάνω στις θύρες του ανελκυστήρα ……».

 

Πρόσθετα, η λογική που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο για να καταλήξει στο αυθαίρετο εν πάση περιπτώσει όπως υποδείχθηκε προηγουμένως συμπέρασμα, ότι ήταν ο εφεσείων που ηθελημένα και άφρονα προκάλεσε το άνοιγμα των θυρών, αντιστρατεύεται το άλλο εύρημα του ότι το στράβωμα στο μηχανισμό ασφαλείας είχε ήδη συμβεί από ανθρώπινη βία που ασκήθηκε στις θύρες του ανελκυστήρα μεταξύ 13.3.2003 και 16.3.2003. Συνεπώς ο εφεσείων (και δεν  υπάρχει μαρτυρία ότι είχε στο μεταξύ μέσα στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα επισκεφθεί το Zoo), δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι το μάνταλο ήταν στραβωμένο ώστε να κτυπήσει πάνω στις θύρες για να ανοίξουν αμέσως, οι οποίες, και είναι αυτό σημαντικό, δεν θα άνοιγαν ούτως ή άλλως εάν δεν προϋπήρχε η  βλάβη. Από τη στιγμή λοιπόν που το μάνταλο ήταν πλέον εκτός προδιαγραφών ασφαλείας και γι’ αυτό ουδόλως υπεύθυνος ήταν ο εφεσείων, δεν μπορούσε αυτός να είχε οποιαδήποτε ευθύνη για το άνοιγμα των θυρών, στην απουσία, τονίζεται και πάλι, οποιασδήποτε μαρτυρίας ότι ο ίδιος θεάθηκε να συμπεριφερόταν απρεπώς, ήταν μεθυσμένος, είχε ενοχλητική συμπεριφορά ή αδημονούσε να ανοίξουν οι θύρες. Όλα αυτά που στην ουσία καταλογίσθηκαν στον εφεσείοντα αποτελούσαν εικασίες. Αλλά ακόμη και αν γινόταν αποδεκτό ότι ο εφεσείων τοποθέτησε τα χέρια του στις θύρες του ανελκυστήρα, πράξη όχι αμελής από μόνη της, αυτές δεν θα άνοιγαν αν δεν υπήρχε ήδη η απασφάλιση του μαντάλου εσωτερικά. Αυτή ήταν η γενεσιουργός αιτίας του όλου συμβάντος. Επομένως ο εφεσείων, ο οποίος υπενθυμίζεται δεν προκάλεσε το στράβωμα του μαντάλου, δεν ήταν αμελής εν πάση περιπτώσει.

 

[*2821]Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του μια εικόνα από την οποία προέκυπτε ότι ο ανελκυστήρας άνοιγε απευθείας σε χώρο όπου συνωστίζονταν πολλά άτομα διασκεδάζοντας και αποτελούσε μέρος του κέντρου. Στην άγνοια του εφεσείοντος και χωρίς βέβαια δική του ανάμειξη, ο εσωτερικός μηχανισμός ασφαλείας με το μάνταλο στην τρίτη στάση των ορόφων είχε ήδη στραβώσει ώστε να μην λειτουργούσε αποτελεσματικά. Αυτό είχε συμβεί μετά την τελευταία επιθεώρηση και συντήρηση του ανελκυστήρα στις 13.3.2003 και των πρωϊνών ωρών του ατυχήματος στις 16.3.2003.  Καμιά μαρτυρία σχετικά με οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά του εφεσείοντος δεν δόθηκε ούτε και ο εφεσείων και ο Κυριτσόπουλος έπραξαν οτιδήποτε μη φυσιολογικό πέραν του να πατήσουν το κουμπί  έλευσης του ανελκυστήρα. Λόγω της απασφάλισης του μηχανισμού καθίστατο ευκολότερο το άνοιγμα των θυρών με ηθελημένη ή αθέλητη ενέργεια, ακόμη και με σπρώξιμο της κόγχης των θυρών από κάποιο άτομο.

 

Ο ανελκυστήρας τελούσε κατά πάντα χρόνο υπό την ευθύνη των εφεσιβλήτων 1-3, συντηρείτο δε και ελεγχόταν από τους εφεσίβλητους 4. Η μαρτυρία είχε δείξει ότι και παλαιότερα υπήρξε πρόβλημα στο μάνταλο με αντικατάσταση στις 15.3.2002 σύμφωνα με την έκθεση του Σταύρου Λάμπρου, Τεκ. 3, και τις πληροφορίες που είχε ο ίδιος από τον Γιάννη Ασσιώτη, μηχανικό των εφεσιβλήτων 4. Η μαρτυρία αυτή δεν αμφισβητήθηκε. Επομένως το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι 1-3 είχαν προσλάβει και χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες των εφεσιβλήτων 4, ως ανεξάρτητων εργολάβων («independent contractors»), δεν τους απάλλασσε από την ευθύνη.  Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα του John Murphy: Street on Torts, 11η έκδ., σελ. 558-563, υπάρχουν περιπτώσεις, οι οποίες δεν είναι κλειστές, όπου ο εργοδότης δεν μπορεί στην ουσία να μεταβιβάσει την ευθύνη σε τρίτους ανεξάρτητους εργολάβους, λόγω της οριοθέτησης της έννοιας της αμέλειας κατά ευρύ τρόπο. Τέτοιες περιπτώσεις θεωρούνται εκείνες που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες ή είναι πια απρόσωπες, λόγω δε των συνθηκών εργασίας πολύ συχνά χρησιμοποιούνται εξωτερικοί συνεργάτες ή εργολάβοι, όπως στο National Health Service. Η εναπόθεση τέτοιου τύπου ευθύνης παρά την εργοδότηση ανεξάρτητου εργολάβου άρχισε στην ουσία με την Cassidy v. Ministry of Health [1951] 2 KB 343. Πιο σύγχρονα, στην υπόθεση Rogers v. Night Riders [1983] RTR 324, αποδόθηκε ευθύνη σε εταιρεία ταξί όταν κατά τη διάρκεια της μεταφοράς έγινε ατύχημα, παρά το γεγονός ότι ο οδηγός δεν ήταν υπάλληλος της εταιρείας, αλλά ανεξάρτητος συνεργάτης-εργολάβος. Όσον όμως αφορούσε τη μητέρα που ζήτησε το ταξί το οποίο μετέφερε τη θυγατέρα της, αυτή γνώριζε μόνο την εταιρεία ταξί ως [*2822]υπεύθυνη για τη διαδρομή.

 

Υπό τις όλως ιδιάζουσες συνθήκες του χώρου ο οποίος λειτουργούσε ως δισκοθήκη με τις θύρες του ανελκυστήρα να ανοίγουν απευθείας στο κέντρο διασκέδασης και με το συνωστισμό που παρατηρείτο πάντοτε εκεί, μπροστά και γύρω από τις θύρες, οι εφεσίβλητοι 1-3 δεν μπορούν να αποποιηθούν των ευθυνών τους λόγω της ανάμειξης των εφεσιβλήτων 4.

 

Περαιτέρω ο τελευταίος έλεγχος από πλευράς αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών έγινε στις 4.7.2002 και ο επόμενος έλεγχος που έπρεπε να γίνει στις 4.1.2003, δεν έγινε ποτέ. Επομένως, όλη η διαθέσιμη μαρτυρία έδειχνε ένδειξη αμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1-4, οι οποίοι πλέον είχαν το βάρος κατά τη Woods v. Duncan [1946] AC 401 να δείξουν είτε ότι δεν ήταν αμελείς, είτε να προβάλουν μια εξήγηση για την αιτία του ατυχήματος χωρίς δική τους αμέλεια. Υπό το φως της ολότητας της μαρτυρίας διαφάνηκε ότι  υπήρξε πρόβλημα με το μάνταλο λόγω επεμβάσεων τρίτων αγνώστων ατόμων κατά την περίοδο 13.6.2003-16.3.2003. Ο ανελκυστήρας εξυπηρετούσε και ανήκε στους εφεσίβλητους 1-3, το δε κέντρο Zoo λειτουργούσε τις προηγούμενες του ατυχήματος ημέρες με πολλούς θαμώνες που πηγαινοέρχονταν σ’ αυτό. Επομένως υπό την ευθύνη τους ήταν η όλη επιχείρηση που περιελάμβανε τη πολύ συχνή διακίνηση του ανελκυστήρα διά της χρήσεως του τόσο από πληθώρα θαμώνων, όσο και από άλλους χρήστες όπως προμηθευτές, μέρα και νύκτα. Όφειλαν συνεπώς, έχοντας την ευθύνη για τη λειτουργία της επιχείρησης, του χώρου, και ειδικά του ανελκυστήρα να έχουν παράλληλα επίγνωση της πιθανότητας να δυσλειτουργήσει ανά πάσα στιγμή ο ανελκυστήρας ώστε να είχαν και μεγαλύτερη και συχνότερη επιθεώρηση του, δεδομένης της χρήσης του, να εξυπηρετεί δηλαδή νυκτερινό κέντρο διασκέδασης σε μια πολυκατοικία.

 

Να λεχθεί περαιτέρω ότι δεν αμφισβητήθηκε το δεδομένο ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3, ήσαν διευθυντές και μέτοχοι της εφεσίβλητης 1. Στην παράγραφο 2 της έκθεσης υπεράσπισης τους ισχυρίστηκαν μόνο ότι λανθασμένα η αγωγή στράφηκε εναντίον τους «καθότι οι ίδιοι ήσαν Διευθυντές και μέτοχοι της εναγόμενης 1». Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον τους χωρίς αναφορά ή ανάλυση επί της νομικής πτυχής του ανεξάρτητου της νομικής οντότητας της εφεσίβλητης 1 εταιρείας από τους διευθυντές και μετόχους. Η έφεση αφορά σε λόγους που εκτείνονται σε όλο το φάσμα αμέλειας που έχει επιδειχθεί από τους εφεσίβλητους 1-3. Η αντέφεση, με το λόγο 3, αμφισβητεί μόνο τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου [*2823]ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3 χαρακτηρίσθηκαν ως «ιδιοκτήτες» του ανελκυστήρα και όχι οτιδήποτε άλλο. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός ήταν λάθος από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Άλλωστε σε άλλο σημείο της απόφασης του αναφέρεται στους εφεσίβλητους 2-3, ορθά ως τους επιχειρηματίες που λειτουργούσαν ως διευθυντές την επιχείρηση του χώρου, ενώ κατά τη συζήτηση της νομικής πτυχής αναφέρεται στο καθήκον των κατόχων ανελκυστήρων.

 

Οι λεπτομέρειες αμέλειας που καταλογίζονταν στους εφεσίβλητους 2-3, ήταν οι ίδιες με αυτές για τους εφεσίβλητους 1, ότι, δηλαδή, ήταν και αυτοί αμελείς. Η μαρτυρία και η δήλωση του Κλεάνθους, εφεσίβλητου 3, ήταν αποκαλυπτική της ανάμειξης των ιδίων των διευθυντών στην όλη επιχείρηση, τη συμφωνία για εγκατάσταση του ανελκυστήρα και τη συντήρηση του από τους εφεσίβλητους 4. Στα ιδιάζοντα γεγονότα της υπόθεσης, η εφεσίβλητη 1 εταιρεία λειτουργούσε  υπό τις οδηγίες των διευθυντών της εφόσον η εταιρεία δεν έχει δικό της σώμα ή νου, (Lennard’s Carrying Co Ltd v. Asiatic Petroleum Co Ltd [1915] AC 705).

 

Η υπόθεση δεν συζητήθηκε από την άποψη του διαχωρισμού της ευθύνης μεταξύ εταιρείας και διευθυντών  της, ούτε κατ’ έφεση απασχόλησε το θέμα. Επομένως δεν προσφέρεται για οποιαδήποτε συζήτηση. Αρκεί να λεχθεί ότι από όλη τη δικογραφία και τη μαρτυρία, οι διευθυντές ήταν εξ ίσου αμελείς, ενεργώντας εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας. Έτσι διαπιστώνεται χωριστή ευθύνη για αμέλεια, η οποία δεν αποκλείεται  από τη νομολογία, εφόσον σε κάθε περίπτωση αποκτούν σημασία τα όλα δεδομένα, (Street on Torts 11η έκδ. σελ. 642-646).  Υπενθυμίζεται ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3, είχαν την όλη ευθύνη του τρόπου λειτουργίας του χώρου διασκέδασης, τον έλεγχο και ασφάλεια του.

 

Η μαρτυρία των εφεσιβλήτων 1-4 δεν έδειξε πώς έγινε το ατύχημα ώστε να αναιρεθεί η πρωταρχική και στη  βάση της μαρτυρίας ένδειξη αμέλειας εκ μέρους τους. Το Εφετείο, όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, παρότι αναγνωρίζει ότι την πρωταρχική ευθύνη εξαγωγής συμπερασμάτων έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο που είναι σε θέση να αποτιμήσει μέσα από τη λογική και την ανθρώπινη εμπειρία τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, εν τούτοις στην κατάλληλη περίπτωση  δύναται και το ίδιο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα όπου τα πρωτογενή δικαστική ευρήματα δεν επιδεικνύουν λογική αλληλουχία ή παρουσιάζουν πλημμελή αξιολόγηση.  Όπως εδώ. Η αξιολόγηση του εφεσείοντος και των αυτόπτων μαρτύρων του ήταν πλημμελής και ανακόλουθη σε σημείο που επιβάλλεται [*2824]παρέμβαση, (Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηγαβριήλ v. Ellinas Finance Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 668 και Ζερβός v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 2357). Η απόδοση ευθύνης στους ώμους του εφεσείοντα ήταν άστοχη, ατυχής και λανθασμένη και δεν εξαγόταν με κανένα τρόπο από τη λογική των πραγμάτων υπό το φως της δοθείσας μαρτυρίας. Ο εφεσείων έχει περάσει το προκριματικό στάδιο της απόδειξης της ύπαρξης καθήκοντος επιμέλειας και της διάρρηξης του. Εξ αυτών επιτρέπεται η συναγωγή συμπεράσματος αμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Με υπαρκτό το πρωταρχικό καθήκον επιμέλειας εναπόκειτο, στην απουσία ιδιαίτερων καθαρών εξηγήσεων του τρόπου που επεσυνέβη το ατύχημα, στους εφεσίβλητους να εξηγήσουν ότι δεν είχαν και δεν μπορούσαν να είχαν οποιαδήποτε ευθύνη, (Geopan Co Ltd κ.ά. v. Παναγή (1999) 1 Α.Α.Δ. 1879, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, κλπ).

 

Η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων 1-3, ήταν ότι οι θύρες άνοιξαν υπαιτιότητι του εφεσείοντα, ο οποίος έσπρωχνε τις θύρες μαζί με τον Κυριτσόπουλο και «εφόρμησε» να εισέλθει στο χώρο μόλις οι θύρες άνοιξαν, δείχνοντας «ασύγγνωστη ανυπομονησία».  Όλες αυτές οι λεπτομέρειες αμέλειας ή συντρέχουσας αμέλειας δεν στοιχειοθετήθηκαν. Η απόδοση εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1-3 ευθύνης στους συνεναγόμενους τους, αλλά και στον τριτοδιάδικο, έδειχναν επίσης ότι ούτε οι ίδιοι γνώριζαν την επακριβή γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος, προσπαθώντας να επιρρίψουν και να μεταθέσουν την ευθύνη τους. Να σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ότι η καταλόγηση ευθύνης στους συνεναγόμενους και στον τριτοδιάδικο δίδοντας προς τούτο λεπτομέρειες αμέλειας  μέσα στο ίδιο το δικόγραφο της υπεράσπισης, αντίκειται στις διατάξεις της Δ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που επιβάλλει την έκδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, (θ.1), αλλά και της ειδοποίησης προς συνεναγομένους (θ.12), με την μεταξύ τους ανταλλαγή δικογράφων, (δέστε και Odgers’ Principles of Pleading and Practice σελ. 191-192 και πρότυπο αρ. 59).

 

Ο τριτοδιάδικος στα δεδομένα της υπόθεσης υπό το φως της ανατροπής της πρωτόδικης κρίσης δεν μπορεί να λογισθεί ότι φέρει οποιαδήποτε ευθύνη. Όπως ορθά εντοπίζεται στο περίγραμμα που καταχώρησε, ουδείς λόγος έφεσης αναφέρεται σ’ αυτόν, ούτε και στην αντέφεση υπάρχει οτιδήποτε που να τον εμπλέκει. Λογικό άλλωστε αφού ο εφεσείων είχε εγείρει την αγωγή εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων και ήταν εκείνοι (εναγόμενοι 1-3), που επιδίωξαν συνεισφορά από το Γενικό Εισαγγελέα, ενώ οι εφεσίβλητοι 1-3, έχοντας υπέρ τους την πρωτόδικη κρίση δεν είχαν λό[*2825]γο να στρέψουν τα πυρά τους εναντίον του τριτοδιάδικου κατά την αντέφεση. Ανεξάρτητα όμως από τους λόγους έφεσης και αντέφεσης η μαρτυρία δεν εμπλέκει με οποιοδήποτε τρόπο τον τριτοδιάδικο. Όχι μόνο δεν υπήρξε εναντίον του σαφής μαρτυρία ότι ήταν υπεύθυνος για οποιαδήποτε ουσιώδη παράλειψη πλην του ότι δεν προέβη στον έλεγχο στις 4.1.2003, η οποία όμως δεν ήταν ουσιώδης εφόσον στην προηγούμενη επιθεώρηση στις 4.7.2002 δεν διαπιστώθηκε κάποιο πρόβλημα, αλλά και η όποια παράλειψη υπερκαλύφθηκε από τη συντήρηση και έλεγχο που έγινε από τους εφεσίβλητους 4, τρεις μέρες πριν το ατύχημα. Έπεται ότι δεν θα μπορούσε να λογισθεί παράβαση νόμιμου καθήκοντος εφόσον, όπως αναλύεται στο σχετικό περίγραμμα, τηρήθηκαν οι διατάξεις του περί Εργοστασίων Νόμου, Κεφ. 134 και ιδιαιτέρως του Άρθρου 33 αναφορικά με το καθήκον επιθεώρησης ανελκυστήρων.

 

Στα γεγονότα της υπόθεσης την ευθύνη του ατυχήματος φέρουν οι εφεσίβλητοι 1-4. Εξηγήθηκε πιο πάνω ότι η εκδοχή του εφεσείοντος είναι πιο πιθανή παρά όχι και η παρουσίαση του ανελκυστήρα χωρίς τον κλωβό, με την απλή κλήση του ανελκυστήρα οφειλόταν σε προηγούμενη απασφάλιση του εσωτερικού μηχανισμού από τρίτο ή τρίτα άτομα τις αμέσως προηγούμενες μέρες ή  ώρες του ατυχήματος. Στην απουσία μαρτυρίας για οποιαδήποτε εμπλοκή του ιδίου του εφεσείοντος, το άνοιγμα των θυρών έγινε λόγω του ελαττωματικού μάνταλου με τυχαία ή εν πάση περιπτώσει μη ηθελημένη ενέργεια τρίτων παρευρισκομένων στον ίδιο ακριβώς χώρο με τον εφεσείοντα και τον Κυριτσόπουλο. Ενώ δηλαδή υπήρχε παραδεκτά πρόβλημα με το μηχανισμό λειτουργίας του ανελκυστήρα, ο οποίος ήταν στη φροντίδα των εφεσιβλήτων 1-4, ώστε αυτό να ήταν, σε συνδυασμό με την επέμβαση τρίτου ή τρίτων θαμώνων, η γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος, ουδέν αντίθετο προσκόμισαν ως αποδεκτή μαρτυρία οι εφεσίβλητοι. Η έτερη θεωρία που αναπτύχθηκε ότι ο εφεσείων όχι μόνο προκάλεσε το στράβωμα του μάνταλου, αλλά και κρατούσε τις θύρες του ανελκυστήρα ανοικτές μέχρι να χωρούσε το σώμα του να περάσει όχι μόνο είναι ανακόλουθη των ευρημάτων του Δικαστηρίου, αλλά και στερείται λογικής. Στο σενάριο αυτό, ο εφεσείων φέρεται να έριξε ηθελημένα τον εαυτό του στο άδειο πηγάδι του ανελκυστήρα διότι θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα αυτονόητο, ότι κρατώντας τις θύρες ανοικτές ή σπρώχνοντας τις ώστε να ανοίξουν, θα έπρεπε να έβλεπε λογικά στο χρόνο αυτό ότι κλωβός δεν υπήρχε. Εξ ου και η απόλυτα λογική απάντηση του Κυριτσόπουλου σε σχετική ερώτηση: «Ποιος λογικός άνθρωπος θα το έκαμνε; ….για να πέσεις κάτω;».

 

Οι εφεσίβλητοι 4 είναι παρομοίως συνυπεύθυνοι διότι είχαν την [*2826]ευθύνη ελέγχου και συντήρησης του ανελκυστήρα και της λειτουργίας. Γνωρίζοντας ότι ο χώρος διασκέδασης ήταν πολυσύχναστος και μάλιστα από άτομα που αδιακρίτως διασκέδαζαν, όφειλαν να διασφάλιζαν κατά πάντα χρόνο το ασφαλές του συστήματος λειτουργίας του ανελκυστήρα ώστε να αποκλείονταν τέτοια περιστατικά. Η συντήρηση ή τα εξαρτήματα ήσαν στην αποκλειστική ευθύνη τους και για το συμβάν δεν δόθηκε κάποια εκ μέρους τους λογική εξήγηση. Στην ολότητα των δεδομένων και της νομικά εφαρμοστέας αρχής, η ευθύνη όλων των εφεσιβλήτων είναι ενιαία και αδιαχώριστη. Ιδιαιτέρως για τους εφεσίβλητους 4, τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα του res ipsa loquitur, το οποίο δεν είναι ουσιαστικής υφής ούτε έχει αναχθεί σε αρχή ουσιαστικού δικαίου.  Το δόγμα είναι στην ουσία μια κοινής λογικής προσέγγιση της όλης μαρτυρίας και της επίπτωσης της εκεί όπου ο ενάγων στην προσπάθεια του να στοιχειοθετήσει αμέλεια δεν είναι σε θέση να αποδείξει με ακρίβεια ποιο ήταν το σχετικό γεγονός ή παράλειψη που έθεσε σε τροχιά τα γεγονότα που οδήγησαν στο ατύχημα. Και ότι στη δομή των συγκεκριμένων γεγονότων είναι πιο πιθανό παρά όχι η γενεσιουργός αιτία να ήταν κάποια παράλειψη ή πράξη του εναγόμενου (Lloyde v. Wast Midlanch Gas Board [1971] 2 All ER 1240). Λόγω του ότι το δόγμα είναι αποδεικτικής σημασίας, η δικογράφηση του δεν είναι αναγκαία, (Bennett v. Chemical Constructions (G.B) Ltd [1971] 1 WLR 1571, Bullen & Leake and Jacob’s: Precedents of Pleadings 12η έκδ. σελ. 685-686 και Odgers’ Principles of Pleading and Practice 21η έκδ. σελ. 474., πρότυπο δικογράφησης αρ. 25), παρόλο που ως θέμα πρακτικής είναι ορθότερο να αναφέρεται η επίκληση του δόγματος. Η δικογράφηση του δόγματος δεν αντιμάχεται την ένθεση λεπτομερειών αμέλειας, η οποία γίνεται πάντοτε σ’  αυτές τις περιπτώσεις με γενικότητα (δέστε Bullen & Leak & Jacob’s σελ. 690-691, πρότυπο αρ. 400).

 

Οι λόγοι αντέφεσης των εφεσιβλήτων 1-3, υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης, δεν είναι βάσιμοι.

 

Η έφεση συνεπώς επιτυγχάνει εναντίον των εφεσιβλήτων 1-3 και πρόσθετα θα επέτρεπα την έφεση και εναντίον των εφεσιβλήτων 4.

Εναντίον του τριτοδιάδικου δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε ευθύνη και η έφεση απορρίπτεται.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Υπό το φως των εκδοθέντων διαφορετικών αποφάσεων το τελικό αποτέλεσμα διαμορφώνεται ως εξής:

[*2827]Η έφεση επιτρέπεται ως προς τους εφεσίβλητους 1-3 και συνεπώς εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων 1-3, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €735.000 πλέον νόμιμο τόκο από 4.10.2011, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης. Η αντέφεση απορρίπτεται, χωρίς ιδιαίτερη διαταγή επί των εξόδων.

 

Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων 1-3, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα επιδικασθέντα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ του τριτοδιάδικου έξοδα, τα οποία ανεπίτρεπτα εν πάση περιπτώσει επιδικάσθηκαν, ακυρώνονται.

 

Ο τριτοδιάδικος δεν απεδείχθη να έχει οποιαδήποτε ευθύνη και συνεπώς τα έξοδα αυτού πρωτοδίκως επιδικάζονται εναντίον των εφεσιβλήτων 1-3 και υπέρ του τριτοδιάδικου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η έφεση δεν έπρεπε να εγερθεί εναντίον του τριτοδιάδικου εφόσον ο εφεσείων ως ενάγων δεν είχε μαζί του οποιαδήποτε σχέση και επομένως τα έξοδα του τριτοδιάδικου κατ΄ έφεση επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ του τριτοδιάδικου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται σε σχέση με τους εφεσίβλητους 4, με έξοδα υπέρ τους και εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Στις 16 Μαρτίου 2003 πρωινές ώρες, ο Εφεσείων ευρίσκετο στο νυκτερινό κέντρο (club) με την επωνυμία ΖΟΟ, το οποίο στεγάζετο και στον 3ο όροφο του κτηρίου. Μετά που διασκέδασε με τους φίλους του απεφάσισε ν’ αποχωρήσει μαζί με ένα εξ’ αυτών, τον Δημ. Κυριτσόπουλο (Μ.Ε.7) και κάλεσε προς τούτο τον ανελκυστήρα. Ο κλωβός του ανελκυστήρα ευρίσκετο στον 4ο όροφο, οι θύρες του όμως άνοιξαν στον 3ο όροφο όπου ανέμενε ο Εφεσείων. Αυτός εισήλθε στο άνοιγμα των θυρών, κατέπεσε στο κενό και κατέληξε στον πάτο του φρεατίου σοβαρά τραυματισμένος.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία που ο ίδιος ο Εφεσείων προσέφερε στο Δικαστήριο, ο Μ.Ε.2 Σταύρος Λάμπρου, Επιθεωρητής Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας εξέτασε το ατύχημα την επομένη 17.3.2003. Τα ευρήματα του Μ.Ε. 2 αναφορικά με τη λειτουργία του ανελκυστήρα κατά τον ουσιώδη χρόνο είναι τα ακόλουθα:

[*2828]«Η θύρα ορόφου του ανελκυστήρα στη στάση 3 μπορούσε να ανοίξει με το χέρι, με ελάχιστη προσπάθεια, ενώ ο κλωβός δεν βρισκόταν στην στάση αυτή.  Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι το μεταλλικό εξάρτημα πάνω στο οποίο ασφαλίζει το ηλεκτρομηχανικό μάνταλο στην κλειστή θέση της θύρας ήταν στραβωμένο και παρουσίαζε κλίση 25 μοιρών, περίπου, από την κατακόρυφη κανονική του θέση.»

 

Σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο μάρτυρα το μάνταλο δεν παρουσίαζε κανένα πρόβλημα. Το μάνταλο είναι μεταλλικό εξάρτημα του ανελκυστήρα και ευρίσκεται στην εσωτερική πλευρά της θύρας του. Ένας από τους δύο σκοπούς που εξυπηρετεί, είναι από τη θέση που ευρίσκεται και ασφαλίζει να εμποδίζει το άνοιγμα των θυρών όταν κάποιος προσπαθήσει να τις ανοίξει με τα χέρια του, ενώ απουσιάζει από εκεί ο κλωβός. Διαπιστώθηκε όμως ότι το μεταλλικό εξάρτημα ασφάλισης του μαντάλου, στην κλειστή θέση της θύρας, ήταν στραβωμένο προς τη φορά που ανοίγουν οι θύρες και παρουσίαζε κλίση 25ο περίπου. Με αυτή την κατάσταση των πραγμάτων το μάνταλο ακουμπούσε πάνω στο εξάρτημα, δεν ασφάλιζε όπως θα έπρεπε αλλά έφευγε από τη θέση του. Χάθηκε  η ιδιότητα ασφάλισης όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε από τον Μ.Ε.2. Όπως περαιτέρω εξηγήθηκε, οι προδιαγραφές μηχανικής αντοχής τού συγκεκριμένου εξαρτήματος ασφάλισης του μαντάλου (μηχανισμός ασφάλισης) είναι πέραν των 1000 Newton όταν λειτουργεί κανονικά και η προσπάθεια ανοίγματος των θυρών θα απαιτούσε τη χρήση βίας πολλών ανθρώπων (πέραν των 1000 Newton). Στην ελαττωματική κατάσταση όμως που το βρήκε, με σπρώξιμο επί των θυρών από αριστερά προς τα δεξιά, αυτές άνοιγαν με τη χρήση βίας μέχρι 300 Newton, όση είναι και η δύναμη που μπορεί να ασκήσει ο μέσος άνθρωπος.

 

Η αγωγή του Εφεσείοντα καταχωρήθηκε εναντίον εννέα (9) Εναγομένων πλην όμως απεσύρθη εναντίον των Εναγομένων 5-9.  Προωθήθηκε εναντίον των επιχειρηματιών που λειτουργούσαν το κέντρο ΖΟΟ (Εφεσίβλητη 1), των Διευθυντών της (Εφεσίβλητοι 2 και 3) και της εταιρείας που εγκατέστησε και συντηρούσε τον ανελκυστήρα (Εφεσίβλητη 4). Στο Γενικό Εισαγγελέα επεδόθη Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου, η οποία εξεδόθη κατόπιν αιτήματος των Εφεσιβλήτων 1-3, επικαλούμενοι ότι το ατύχημα επεσυνέβη λόγω αμέλειας ή συντρέχουσας αμέλειας του, όπως και παράβαση καθηκόντων του, ως εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε οποιοδήποτε ποσό τυχόν επιδικασθεί προς όφελος του Εφεσείοντα και εναντίον τους θα έπρεπε να επιδικασθεί εναντίον του Τριτοδιαδίκου. Οι Εφεσίβλητοι επέδωσαν περαιτέρω Ειδοποιήσεις [*2829]Συνεισφοράς προς τους υπόλοιπους συνεναγόμενους δυνάμει της Δ.10 θ.17 των Θεσμών.

 

Το ύψος των αποζημιώσεων που δικαιούται ο Εφεσείων σε περίπτωση επιτυχίας της απαίτησης του συνεφωνήθη υπό των διαδίκων ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με αυτήν, δικαιούται επί πλήρους ευθύνης το ποσό των €735.000 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί παντός επιδικασθησομένου ποσού.  Παρέμεινε προς εκδίκαση μόνο το θέμα της ευθύνης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο  σε μια εμπεριστατωμένη απόφαση του αποδέχθη τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 Σταύρου Λάμπρου η οποία ως αναφέρει «ενισχύεται» από τη μαρτυρία όλων των λοιπών μαρτύρων των Εναγομένων, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, των φίλων του, Κυριτσόπουλου (Μ.Ε.7) και Παπαθωμά (Μ.Ε.6). Ως αποτέλεσμα κατέληξε ότι:

 

«…… Στο ισοζύγιο λοιπών των πιθανοτήτων είναι το πλέον πιθανόν σενάριο ο ανελκυστήρας να ανοίχθηκε με ηθελημένη χρήση απλής βίας από τον αδημονούντα ενάγοντα και να κρατήθηκε ανοικτός ή τόσο ανοικτός για όσο χρειαζόταν ούτως ώστε ο βιαστικός ενάγων, κάνοντας ένα βιαστικό βήμα και μη προσέχοντας ότι αν υπήρχε ο κλωβός θα υπήρχε και φωτισμός, να καταπέσει στο κενό.»

 

(η σύνταξη και ορθογραφία παραμένουν ως η Πρωτόδικη απόφαση)

 

Απέρριψε τη μαρτυρία των Εφεσείοντα, Μ.Ε.6 και 7, καθότι έκρινε ότι η εκδοχή τους ότι ο Εφεσείων και Μ.Ε.7 δεν άγγιξαν, σε καμία περίπτωση, τις θύρες του ανελκυστήρα ή προσπάθησαν να επέμβουν στο μηχανισμό λειτουργίας του ανελκυστήρα, ήταν αναληθής, καθότι προσέκρουε στην μαρτυρία του Μ.Ε.2 Σταύρου Λάμπρου την οποία αποδέκτηκε ως ορθή και αξιόπιστη και η οποία απέκλειε το άνοιγμα των θυρών χωρίς άσκηση κάποιας δύναμης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε επίσης σε ευρήματα ότι ο ανελκυστήρας ήταν σύμφωνος με τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές, συντηρείτο ανά 15θήμερο από την Εφεσίβλητη 4, και κατά τον τελευταίο έλεγχο του στις 13.3.2003, από τον έμπειρο τεχνικό της Εφεσίβλητης 4, τον Μ.Υ. 1, δεν διαπιστώθηκε βλάβη στο μηχανισμό ασφαλείας ανοίγματος των θυρών. Πρόσθετα ότι το στράβωμα στο μεταλλικό εξάρτημα (λαμάκι) ασφάλισης του μαντάλου ήταν το [*2830]αποτέλεσμα ανθρώπινης βίας που ασκήθηκε στις θύρες του ανελκυστήρα μετά τον τελευταίο έλεγχο του στις 13.3.2003, ήτοι μεταξύ 14.3.2003 και τις πρωινές ώρες της 16.3.2003.  Μέχρι  την ώρα που επεσυνέβη το ατύχημα ο ανελκυστήρας χρησιμοποιείτο κανονικά χωρίς να υποβληθεί οιονδήποτε παράπονο ή πρόβλημα.

 

Ο Εφεσείων με έντεκα λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με αυτούς προσβάλλεται τόσο η αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη μη συνάδουσα με τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, Λάμπρου Σταύρου. Επίσης ότι το Δικαστήριο αποδέκτηκε λανθασμένα, εφόσον δεν δικογραφήθηκε, το θέμα της ζημιάς του μαντάλου από ανθρώπινη επέμβαση και ότι πλημμελώς εφάρμοσε το θέμα απόδειξης, ως προς το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

 

Οι Εφεσίβλητοι, αντίθετα, υποστήριξαν των πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την Έφεση. Οι Εφεσίβλητοι 1-3 με αντέφεση τους επιζητούν την ανατροπή του πρωτόδικου ευρήματος ότι το στράβωμα στο μηχανισμό ασφαλείας προκλήθηκε ως αποτέλεσμα ενεργειών τρίτων προσώπων πριν το πρωϊνό της 16.3.2003, εισηγούμενοι ότι αυτό έγινε συνεπεία ενεργειών του Εφεσείοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο του ατυχήματος. Επίσης ότι το εύρημα ότι το άνω στράβωμα οφειλόταν σε ανθρώπινη βία πολλών ατόμων πέραν των 1000 Newton, είναι εσφαλμένο και τέλος ότι οι Εφεσίβλητοι 1-3 δεν ήσαν εν πάση περιπτώσει ιδιοκτήτες του χώρου με αποτέλεσμα η κρίση του Δικαστηρίου ότι ήταν υπεύθυνοι ως τέτοιοι, είναι λανθασμένη.

 

Οι προϋποθέσεις για την θεμελίωση καθήκοντος επιμέλειας αναφέρθηκαν στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ως εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και/ή του Επαρχιακού Τμήματος Γεωργίας Λεμεσού και/ή των Φυτωρίων του Γεωργικού Τμήματος Λεμεσού v. Pentaliotis & Papapetrou Estates Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 1931 όπου υιοθετήθηκε η αγγλική απόφαση Caparo Industries Plc v. Dickman [1990] 1 All E.R. 568. Όπως εξηγήθηκε, το Αγγλικό Εφετείο στην Caparo Industries Plc v. Dickman [1989] 1 All E.R. 798 διά μέσου του όγκου της Αγγλικής Νομολογίας από την Donoghue v. Stevenson [1932] All E.R. Rep.1 ως την Hedley Byrne & Co Ltd v. Heller & Partners [1963] 2 All E.R. 575 και Anns v. London Borough of Merton [1977] 2 All E.R. 492 προσδιόρισε όσα περιεγράφησαν ως προϋποθέσεις για τη θεμελίωση καθηκόντως επιμέλειας. Αυτές είναι (α)  η ύπαρξη δυνατότητας εύλογης πρόβλεψης (reasonable foreseeability) πως θα επέλθει ζημιά, [*2831](β) η εγγύτητα (proximity) στις σχέσεις των διαδίκων και (γ) η ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι είναι δίκαιο και εύλογο να επιβληθεί το συγκεκριμένο καθήκον επιμέλειας. Ακολούθως αναφέρει τ’ ακόλουθα:

 

«Η δικαστική επιτροπή της Βουλής των  Λόρδων δεν συμμερίστηκε ό,τι θα μπορούσε να εμφανιστεί ως στεγανοποίηση των προϋποθέσεων. Όχι γιατί πίσω από την κάθε μια δεν βρίσκονταν θεμελιωμένες αρχές του δικαίου της αμέλειας. Σύμφωνα με το Lord Bridge δεν μπορεί να αναγνωριστεί μια γενική αρχή που θα μπορούσε να αποτελέσει πρακτικό κριτήριο που θα κάλυπτε κάθε περίπτωση προς προσδιορισμό του κατά πόσο οφείλεται καθήκον επιμέλειας και αν ναι την έκτασή του (scope). Έχοντας πάντα υπόψη πως δεν είναι ποτέ αρκετό να απαντηθεί αν κάποιος αφηρημένα οφείλει καθήκον επιμέλειας σε άλλο. Απαιτείται ταυτόχρονα να καθοριστεί η έκταση αυτού του καθήκοντος με αναφορά στο είδος της συγκεκριμένης ζημιάς την οποία ο πρώτος θα έπρεπε να προσέξει ώστε να μή υποστεί ο δεύτερος. Οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν, χαρακτηρίστηκαν ως βολικές ετικέττες προσαρτημένες σε διαφορετικές ειδικές καταστάσεις οι οποίες, μετά από λεπτομερή εξέταση όλων των περιστατικών, ο νόμος αναγνωρίζει στην πράξη ως δημιουργούσες καθήκον επιμέλειας ορισμένης έκτασης.  Ο δε Lord Oliver, συμφωνώντας όπως και τα άλλα μέλη του Δικαστηρίου, υπέδειξε πως θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα πως όσα προσεγγίστηκαν ως τρεις ξεχωριστές προϋποθέσεις συνιστούσαν στην πραγματικότητα, τουλάχιστον στις πλείστες περιπτώσεις, απλές όψεις του ίδιου πράγματος. Η υπόθεση Caparo ακολουθήθηκε έκτοτε κατ' επανάληψη και θα παραπέμπαμε στην εξήγηση της στις υποθέσεις Αncell v. Mc Dermott [1993] 4 All 355 και Μarc Rich & Co v. Bishop Rock Marine Co [1994] 3 All ER 686.»

 

Στην Κυριακίδης v. Caro Tenekedzian (1994) 1 A.A.Δ. 504 αναλύθηκε το καθήκον που οφείλεται από τον κάτοχο ακινήτου έναντι όλων των προσώπων που νόμιμα ευρίσκονται σ’ αυτό.

 

«Η κατά το κοινοδίκαιο διαφοροποίηση ως προς το οφειλόμενο καθήκον ανάλογα με το αν ο ζημιούμενος είναι προσκεκλημένος ή απλός αδειούχος, άρθηκε με τον Οccupiers’ Liability Act του 1957 που ουσιαστικά υπήγαγε και τους δυο στην κατηγορία των επισκεπτών (visitors) με την αναγνώριση έναντί τους του χαρακτηριζόμενου ως κοινού καθήκοντος επιμέλειας. Ενώ ο Occupiers’ Liability Act του 1957 δεν μας αφορά, [*2832](όπως και ο ομώνυμος του 1984) ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως και κατά το κοινοδίκαιο οφειλόταν κοινό καθήκον επιμέλειας στους προσκεκλημένους και στους αδειούχους αδιακρίτως αναφορικά με δραστηριότητες του κατόχου στο ακίνητο (current operations - activity duty) σε αντιδιαστολή προς το πιό περιορισμένο καθήκον του αναφορικά με την στατική κατάσταση του ακινήτου (occupancy duty). [Βλ. την ανάλυση του θέματος στην Λ.Π. Φραγκεσκίδης Λτδ & Σία και Άλλος v. Μάμα (1989) 1 A.A.Δ. (E) 70]. Θα προσθέταμε πως αυτή η πτυχή του κοινοδικαίου βρήκε την έκφραση της στις ίδιες τις διατάξεις του Άρθρου 51(2)(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Το άρθρο, ενώ θεσμοθετεί την ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας του κατόχου ακινήτου έναντι όλων των προσώπων που νόμιμα βρίσκονται σ’ αυτό ή των οποίων η περιουσία βρίσκεται μέσα ή πάνω σ’ αυτό ή τόσο πλησίον του ώστε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επηρεάζονται από την αμέλεια, δεν αναγνωρίζει τέτοιο καθήκον σε σχέση με την κατάσταση, τη συντήρηση ή την επιδιόρθωση του ακινήτου έναντι απλού αδειούχου.  Σ’ αυτή την περίπτωση, αναγνωρίζει μόνο καθήκον προς προειδοποίηση του απλού αδειούχου για κάθε κρυμμένο ή λανθάνοντα κίνδυνο μέσα ή πάνω στο ακίνητο τον οποίο ο κάτοχος γνωρίζει ή πρέπει να θεωρηθεί ότι γνωρίζει. Στο πλαίσιο αυτό και για τους σκοπούς αυτής της ρύθμισης, το άρθρο παρέχει και τον ορισμό του απλού αδειούχου.  Θα τον παραθέσουμε γιατί η απόδειξη τέτοιας ιδιότητας συνιστά ό,τι ελάχιστο μπορεί να γεννήσει το κοινό καθήκον επιμέλειας όταν μιλούμε για δραστηριότητες στο ακίνητο, έννοια που περιλαμβάνει και την οδήγηση αυτοκινήτου. Δεν αμφισβητείται πως αν ορθά θεωρήθηκε ο εφεσίβλητος ως αδειούχος, η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Λέγει το άρθρο:

 

"For the purposes of this section 'bare licensee' means any person who lawfully comes upon any immovable property otherwise than -

 

(i) in connection with any business in which the occupier of the property is interested, or

 

(ii) in the lawful performance of any public duty under the provisions of any enactment or otherwise, and includes the guests, not being guests for reward, and the servants of the occupier of any immovable property."

 

[*2833]Σε μετάφραση:

 

"Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου 'απλός αδειούχος' σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο που εισέρχεται νόμιμα σε ακίνητη ιδιοκτησία άλλως ή -

 

(ι) συναφώς προς εργασία στην οποία έχει συμφέρον ο κάτοχος της ακίνητης ιδιοκτησίας· ή

 

(ιι) κατά τη νόμιμη εκτέλεση δημόσιου καθήκοντος δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος ή άλλως πως, και περιλαμβάνει τους προσκεκλημένους, που δεν είναι προσκεκλημένοι επ’ αμοιβή, και τους υπηρέτες του κατόχου οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας".

 

Η ιδιότητα του αδειούχου μπορεί να αποκτάται ως αποτέλεσμα ρητής άδειας ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά του κατόχου στο πλαίσιο του συνόλου των περιστάσεων. (Βλ. Edwards v. Railway Executive [1952] 2 All E.R. 430.

 

(βλ. επίσης Αγγελίδης v. Λούτσιου (2010) 1 Α.Α.Δ. 200)

 

Η αμέλεια η οποία αποδίδεται από τον Εφεσείοντα εις τους Εφεσίβλητους 1-3, όπως αυτή δικογραφείται, είναι παράλειψη διατήρησης του ανελκυστήρα σε ασφαλή λειτουργία, παρόλο που γνώριζαν ότι αυτός χρησιμοποιείτο σε αυξημένο βαθμό, υπήρχε συνωστισμός ή ανεξέλεγκτη είσοδος σ’ αυτόν, υπήρχε αυξημένος κίνδυνος υπερβολικής και ενίοτε κακής χρήσης λόγω του προχωρημένου της ώρας σε συνδυασμό με την κατάσταση των ευρισκομένων ή αποχωρούντων από το κέντρο ατόμων, του ενδεχομένου άσκησης βίας που ήδη παρατηρήθη με βουλώματα και κτυπήματα στις θύρες του αλλά και λόγω της γνώσης τους ότι στο παρελθόν παρουσιάστηκε πρόβλημα με το μάνταλο των θυρών.

 

Σε σχέση με τους Εφεσίβλητους 4 αποδίδεται επιπόλαιη και βεβιασμένη εγκατάσταση, ελλιπής συντήρηση, έλεγχος και επιδιόρθωση, παρόλο που γνώριζαν το προηγουμένως παρατηρηθέν πρόβλημα στους μηχανισμούς των θυρών του 3ου ορόφου κατά την τελευταία συντήρηση στις 3.6.2002 παραλείποντας να ελέγξουν από τότε τους μηχανισμούς ή ελαττωματικότητα η οποία ήταν και η γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος.

 

Τα ακόλουθα ευρήματα ή διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι το αποτέλεσμα της μαρτυρίας ενώπιον του η οποία [*2834]κρίθηκε αξιόπιστη και δεν αντικρούσθη.

 

1) Οι Εφεσίβλητοι 1-3 διεξήγαγαν επιχείρηση νυκτερινού εστιατορίου/club στον 3ον και 4ον όροφο του κτηρίου.

 

2) Στο club παρατηρείται μεγάλη προσέλευση θαμώνων τις βραδινές ώρες Σαββάτου. Η 15η Μαρτίου 2003 ήταν Σάββατο και φυσικά η 16η Μαρτίου Κυριακή.  Το ατύχημα επεσυνέβη τις πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου 2003 και συγκεκριμένα γύρω στις 3.00 πρωινή.

 

3) Ο επίδικος ανελκυστήρας εγκαταστάθηκε το 1998 από τους Εφεσίβλητους 4 και πληρούσε όλες τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές και κανόνες ασφαλείας και επιθεωρείτο από Επιθεωρητή του Υπουργείου Εργασίας. Η τελευταία Επιθεώρηση έγινε στις 4.7.2002 και διαπιστώθηκε ότι διέθετε όλες τις προδιαγραφές ενός καινούργιου ανελκυστήρα και δεν ανεμένετο ότι κύρια εξαρτήματα του όπως θύρες, μάνταλα κ.λ.π. θα υφίσταντο φθορά με φυσιολογική λειτουργία εντός 8½ μηνών.

 

4) Η Εφεσίβλητη 4 είναι μια εξειδικευμένη, αξιόπιστη και έμπειρη εταιρεία στον τομέα εγκατάστασης και συντήρησης ανελκυστήρων και ο συγκεκριμένος ανελκυστήρας εγκαταστάθηκε κατόπιν εισήγησης της Εφεσίβλητης 4 προς την Εφεσίβλητη 1, αφού λήφθηκαν υπόψιν ο χώρος και οι σκοποί χρησιμοποίησης του.

 

5) Ο ανελκυστήρας υπό αναφορά ουδέποτε στο παρελθόν μέχρι την ημέρα του ατυχήματος παρουσίασε ουσιαστικό πρόβλημα σοβαρής βλάβης ή αντικατάστασης εξαρτημάτων.

 

6) Βάσει γραπτής συμφωνίας μεταξύ της Εφεσίβλητης 1 και Εφεσίβλητης 4 η τελευταία διεξήγε μηχανολογικό έλεγχο και συντήρηση του ανελκυστήρα ανά 15θήμερο καθ’ όλη τη διάρκεια των εργασιών της Εφεσίβλητης 1, όπως και στην παροχή υπηρεσιών καθ’ όλο το 24ωρο, εφόσον καλείτο προς τούτο από την Εφεσίβλητη 1.

 

    Επελέγη η ανά 15θημερο συντήρηση και έλεγχος του ανελκυστήρα αντί κάθε μήνα που είναι η συνήθης περίοδος λόγω της συμπεριφοράς των θαμώνων του club οι οποίοι στους μηχανισμούς των θυρών εναπόθεταν ή τυχαία άφηναν αποτσίγαρα, κουτιά τσιγάρων, σπασμένα γυαλιά από ποτήρια [*2835]και πιάτα, χαρτομάντηλα, κλειδιά μέχρι και κομμάτια κινητών τηλεφώνων.

 

    Ο ανά 15θήμερο έλεγχος και συντήρηση, από τον Μ.Υ.1, Μιχάλη Πετρή, έμπειρου τεχνικού από της εγκατάστασης του ανελκυστήρα μέχρι και τον ουσιώδη χρόνο περιελάμβανε μηχανολογικό έλεγχο, καθαρισμό και ρύθμιση λειτουργίας των θυρών.

 

    Μετά τον 15θήμερο μηχανολογικό έλεγχο του ανελκυστήρα εκδίδετο από τον Τεχνικό (Μ.Υ.1) έντυπο συντήρησης  το οποίο υπογράφετο από υπάλληλο της Εφεσίβλητης 1.

 

7) Από την εξέταση του ανελκυστήρα μετά το ατύχημα διεπιστώθη ότι η λειτουργία του ήταν κανονική πλην της λειτουργίας ασφάλισης όπως επεξηγήθηκε νωρίτερα.

 

8) Το στράβωμα στο μεταλλικό εξάρτημα στον μηχανισμό ασφάλισης του μαντάλου προεκλήθη μετά τον τελευταίο έλεγχο και συντήρηση του ανελκυστήρα στις 13.3.2003 και των πρωϊνών ωρών του ατυχήματος στις 16.3.2003.

 

Πρέπει εξ αρχής να λεχθεί ότι οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 ουδεμία ευθύνη φέρουν ή είχαν οιονδήποτε καθήκον επιμέλειας έναντι του Εφεσείοντα. Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, σύμφωνα με την μόνη αλλά και αναντίλεκτη μαρτυρία που δόθηκε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, μέρος της οποίας δόθηκε και από τον Εφεσείοντα, ο ανελκυστήρας τοποθετήθηκε κατόπιν συμφωνίας της Εφεσίβλητης 1 με την Εφεσίβλητη 4. Η τελευταία ανέλαβε και την συντήρηση του κατόπιν συμφωνίας με την Εφεσίβλητη 1 από το 1998 που τον τοποθέτησε.  Η Εφεσίβλητη 1 ενοικίαζε το χώρο όπου στεγάζετο η επιχείρηση της από τους συνιδιοκτήτες Εφεσίβλητους 5-9. Οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 ήταν καθόλους τους ουσιώδεις χρόνους μέτοχοι και Διευθυντές της Εφεσίβλητης 1. Το ερώτημα, συνεπώς, που τίθεται είναι κατά πόσο οι ιδιότητες τους αυτές μπορούσαν στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης να τους αποδώσουν οιαδήποτε ευθύνη αναφορικά με το ατύχημα υπό εξέταση.

 

Στην Evan & Sons Ltd v. Σπύρου Ιωάννου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 2092 έγινε εκτενής ανάλυση της τυχόν ευθύνης Διευθυντών εταιρείας. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

 

“Οι Σύμβουλοι που ενεργούν με την ιδιότητα του Συμβούλου μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων που καθορίζει το κατα[*2836]στατικό της εταιρείας χωρίς να επιδεικνύουν αμέλεια, δεν φέρουν οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη. (Ιδε Halsbury’s Laws of England 3rd Edition, V. 6, p. 306)

 

Η προσωπική ευθύνη ενός διευθυντή μιας εταιρείας που σχετίζεται με τις δραστηριότητες της εταιρείας εξετάστηκε στην υπόθεση C. Evans & Sons Ltd v. Spritebrand Ltd and another [1985] 2 All E.R. 415 (CA). Στην πιο πάνω υπόθεση η α΄ εναγόμενη εταιρεία, της οποίας ο β΄ εναγόμενος ήταν μέτοχος και γενικός διευθυντής, κατασκεύαζε προς όφελος της ενάγουσας ικριώματα (σκαλωσιές) σύμφωνα με δικαίωμα ευρεσιτεχνίας που ανήκε στην ενάγουσα εταιρεία. Η ενάγουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον της α΄ εναγομένης και του β΄ εναγομένου γιατί είχαν δώσει οδηγίες σε μια τρίτη εταιρεία να κατασκευάσει ικριώματα κατά παράβαση του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας. Ο β΄ εναγόμενος καταχώρησε αίτηση για την απόρριψη της αγωγής εναντίον του γιατί ισχυρίστηκε ότι δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη για τις πράξεις της εταιρείας. Όταν η αίτηση απορρίφθηκε ο β΄ εναγόμενος καταχώρησε έφεση. Το Εφετείο τόνισε ότι το ερώτημα αν ένας μέτοχος ή γενικός διευθυντής φέρει προσωπική ευθύνη για ένα αστικό αδίκημα που διαπράττει η εταιρεία του, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Προς τούτο ο Δικαστής Slade LJ υιοθέτησε τον πιο κάτω προβληματισμό που είχε αναφέρει ο Δικαστής Le Dain στην Καναδική υπόθεση Mentmore Manufacturing Co Ltd v. National Merchandising Manufacturing Co Inc [1978] 89 DLR (3d) 195:

 

"What is involved here is a very difficult question of policy.  On the one hand, there is the principle that an incorporated company is separate and distinct in law from its shareholders, directors and officers, and it is in the interests of the commercial purposes served by the incorporated enterprise that they should as a general rule enjoy the benefit of the limited liability afforded by incorporation. On the other hand, there is the principle that everyone should answer for his tortious acts. The balancing of these two considerations in the field of patent infringement is particularly difficult."

 

Το Εφετείο αφού αναφέρθηκε και στην υπόλοιπη νομολογία που διέπει το θέμα (ίδε μεταξύ άλλων Performing Right Society Ltd v. Ciryl Theatrical Syndicate Ltd [1924] 1 KB 14, British Thomson-Houston Co Ltd v. Sterling Accessories Ltd [1924] 3 All E.R. Rep. 294, Wah Tat Bank Ltd v. Chan Cheng Kum [1975] 2 All E.R. 257, Hoover plc v. George [*2837]Hulme (Stockport) Ltd [1982] FSR 565 και White Horse Distillers Ltd v. Gregson Associates Ltd [1984] RPC 61) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσέγγιση στην υπόθεση White Horse Distillers Ltd v. Gregson Associates Ltd (πιο πάνω), ότι δηλαδή ένας διευθυντής δεν φέρει προσωπική ευθύνη για ένα αστικό αδίκημα που είχε διαπραχθεί από την εταιρεία του, εκτός αν ο ίδιος είχε δώσει προς τούτο με σκόπιμο ή αμελή τρόπο οδηγίες έτσι που να παρουσιάζεται ότι η πράξη ήταν δική του και όχι της εταιρείας, δεν ήταν η ορθή. Και τούτο γιατί η πιο πάνω θεώρηση ήταν πολύ γενικής μορφής και γιατί κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται μέσα στα δικά της περιστατικά. Όπως τονίστηκε από το Δικαστή Slade,

 

"The authorities, as I have already indicated, clearly show that a director of a company is not automatically to be identified with his company for the purpose of the law of tort, however small the company may be and however powerful his control over its affairs. Commercial enterprise and adventure is not to be discouraged by subjecting a director to such onerous potential liabilities.  In every case where it is sought to make him liable for his company's torts it is necessary to examine with care what part he played personally in regard to the act or acts complained of………….. .............................................................

 

I do not regard this striking out application as an appropriate occasion for this court to attempt a comprehensive definition of the circumstances in which a director of a company who has 'authorised directed and procured' (I take the words from the plaintiffs' pleadings) a tortious act to be done will be held personally liable. The question which has to be decided on this appeal is a far more limited one: is it the law of England that a director of a company who has authorised, directed and procured the commission by the company of a tort of the nature specified in s I(2) of the Copyright Act 1956 can in no circumstances be personally liable to the injured party unless he directed or procured the acts of infringement in the knowledge that they were tortious, or recklessly, without caring whether they were tortious or not? (I emphasise the words 'in no circumstances', because this court, for present purposes, has to assume against the appellant that evidence at the trial may reveal that his personal involvement with the tortious acts alleged was as close as it could possibly be, short of personal performance of those tortious acts.)

 

[*2838]For my part, I have no hesitation in answering this question. No."

 

Επίσης, στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Tords 21η έκδοση σελ. 355 §5-76, 5-77 αναφέρονται τ’ ακόλουθα:

 

«Liability of directors of limited company. The directors of a limited company cannot be held liable for the torts of the employees of the company unless they ordered and procured the acts to be done, merely by reason of their position as directors. On the other hand, a company and its directors may be conspirators. Also, if there are facts from which it may be inferred that the relationship of principal and agent has been established between the directors and the company, they may be liable, but the mere fact that they are the sole directors and shareholders is not sufficient.

 

In C Evans Ltd v. Spritebrand Ltd, the Court of Appeal held that where it was sought to make a company director liable for the tortious act of a company employee or agent, the extent of his personal involvement in the company’s tort had to be carefully examined. If the director had authorized, directed and procured the acts complained of, it was not an essential condition of his liability that he knew, or was reckless as to whether, the acts authorised were tortious unless the primary tortfeasor’s state of mind, or knowledge, was an essential ingredient of the tort alleged. Aldous J., reviewing this decision in PLG Research Ltd v. Ardon International Ltd, concluded: “a director will not be liable unless his involvement would be such as to render him liable as a joint tortfeasor if the company had not existed”. A person who only facilitated (as opposed to procured) a tort would not be liable as a joint tortfeasor. But if he facilitates the commission of a tort with a view to committing that tort in a way that goes beyond the legitimate exercise of his power of control through the constitutional organs of the company, the director may be liable as a joint tortfeasor.  What is critical in such a case is the presence of a “common design” that the company’s tortious acts should take place.»

 

Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω και τη δοθείσα μαρτυρία επί του θέματος, οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την πρόκληση  του ατυχήματος υπό εξέταση μόνο λόγω της ιδιότητας τους ως άνω. Στην Έκθεση Υπεράσπισης τους ακριβώς αυτό προβάλλουν ότι δηλαδή την κατοχή [*2839]του χώρου είχε η Εφεσίβλητη 1 η οποία και τον ενοικίαζε και ότι λανθασμένα κινήθηκε η αγωγή εναντίον τους με μόνη την ιδιότητα τους αυτή των Διευθυντών και Μετόχων. Επίσης ότι ο ανελκυστήρας εξυπηρετούσε τους σκοπούς της Εφεσίβλητης 1 και όχι των Εφεσίβλητων 2 και 3 οι οποίοι ήταν Διευθυντές και Μέτοχοι της.  (βλ. §2, 3 και 4 της Έκθεσης Υπεράσπισης τους). Ουδεμία δε μαρτυρία δόθηκε η οποία έστω και κατ’ ελάχιστον να τους αποδίδει οτιδήποτε πέραν του ότι ήταν οι Μέτοχοι και Διευθυντές της Εφεσίβλητης 1 και ότι υπό την ιδιότητα τους αυτή υπέγραψαν τη συμφωνία εγκατάστασης και συντήρησης του ανελκυστήρα. Τα στοιχεία αυτά από  μόνα τους, σύμφωνα με τη νομολογία (αγγλική και ελληνική), δεν είναι αρκετά για να αποδώσουν οιανδήποτε ευθύνη στους δύο Διευθυντές-Εφεσίβλητους 2 και 3.

 

Ο ανελκυστήρας καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους ήταν υπό την ευθύνη και έλεγχο της Εφεσίβλητης 1 όπως και ο χώρος στον 3ο και 4ο όροφο του κτηρίου και συνεπώς είχε καθήκον επιμέλειας έναντι οποιουδήποτε χρησιμοποιούσε τον ανελκυστήρα συμπεριλαμβανομένου  και του Εφεσείοντα. Οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία (βλ. Caparo Industries plc (άνω)) ικανοποιούνται. Η ευθύνη μεταξύ ιδιοκτήτη υποστατικού από την μία και του κατόχου ή προσώπου που έχει τον έλεγχο του από την άλλη, είναι διακριτή. Γενικά η ευθύνη ευρίσκεται επί της κατοχής ή ελέγχου και όχι επί της ιδιοκτησίας. Το πρόσωπο υπεύθυνο για την κατάσταση ενός υποστατικού είναι αυτό που έχει την πραγματική κατοχή κατά τον ουσιώδη χρόνο ανεξάρτητα εάν είναι ιδιοκτήτης ή όχι, καθότι είναι εκείνο το πρόσωπο που έχει την επίβλεψη και έλεγχο αλλά και τη δυνατότητα να επιτρέπει ή απαγορεύει την είσοδο σ’ άλλα πρόσωπα (βλ. Wheat (A.P.) (Widow and Administratrix of the Estate of Walter Wheat deceased) v. E. Lacon and Co Ltd [1966] A.C. 552).

 

Αυτό όμως δεν είναι αρκετό προκειμένου η Εφεσίβλητη 1 να κριθεί αμελής και ότι παρέβη το πιο πάνω καθήκον της μόνο και μόνο επειδή επεσυνέβη το ατύχημα στον Εφεσείοντα. Θα πρέπει επίσης να αποδειχθεί παράβαση του από την Εφεσίβλητη/Εναγόμενη 1 ή  κατά πόσο υπάρχουν άλλα γεγονότα ή προϋποθέσεις που την απαλλάττη από την ευθύνη. Εις την Έκθεση Υπεράσπισης της η Εφεσίβλητη 1 προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι ουδεμία ευθύνη φέρει εφόσον ανάθεσε σε ανεξάρτητο εργολάβο, την Εφεσίβλητη 4, την συντήρηση και έλεγχο του ανελκυστήρα.

 

Παρενθετικά αναφέρεται ότι εφόσον ο Εφεσείων δικογραφικά, ρητά καταλόγιζε στην Εφεσίβλητη αμέλεια για την πρόκληση σ’  αυ[*2840]τόν του τραυματισμού και απωλειών του, χρησιμοποιώντας μάλιστα προς τούτο την Έκθεση που ετοίμασε ο Μ.Ε.2 Λάμπρου προκειμένου να καταδείξει πώς επεσυνέβη το ατύχημα, δεν μπορούσε ταυτόχρονα να επικαλείται και το δόγμα του res ipsa loquitor. Το δόγμα αποτελεί κανόνα τους Δικαίου της Απόδειξης και όχι ουσιαστική αρχή (βλ. Παρλάτα v. Δημητρίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 994, ECLI:CY:AD:2014:A339).  Περαιτέρω έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η εφαρμογή του res ipsa loquitor δεν συνάδει με την προσκόμιση μαρτυρίας για την απόδειξη της αμέλειας του Εναγομένου, όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση (βλ. Κουρσουμπά v. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973, Σολέα v. Σολέα (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 904, Αθανασίου κ.ά. v. Κουκούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χατζηπαύλου v. Ιντζιρτζιάν κ.ά (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1278). Στην Morides v. Ioannou (1973) 1 C.L.R. 117 υιοθετήθηκε η Lloyde v. West Midlands Gas Board (1971) 2 All E.R. 1240 όπου λέχθησαν τα ακόλουθα:

 

I doubt whether it is right to describe res ipsa loguitur as a ‘doctrine’. I think it is no more than an exotic, though convenient, phrase to describe what is in essence no more than a common sense approach, not limited by technical rules, to the assessment of the effect of evidence in certain circumstances. It means that a plaintiff prima facie establishes negligence where: (i) It  is not possible for him to prove precisely what was the relevant act or omission which set in train the events leading to the accident; but (ii) on the evidence as it stands at the relevant time it is more likely than not that the effective cause of the accident was some act or omission of the defendant or of someone for whom the defendant is responsible, which act or omission constitutes a failure to take proper care for the plaintiff’s safety.”

 

Επανέρχομαι τώρα να εξετάσω κατά πόσο αποδείχθηκε παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας της Εφεσίβλητης 1 προς τον Εφεσείοντα. Το κριτήριο (test) είναι:

 

«Negligence is the omission to do something which a reasonable man, guided upon those considerations which ordinarily regulate the conduct of human affairs, would do, or something which a prudent and reasonable man would not do”.  (Blyth v. Birmingham Waterworks Co [1856] 11 EX. 781 at 784, Winfield & Solowicz on Tort 16η Έκδοση, 190).»

 

Το ερώτημα το οποίο τίθεται δεν είναι κατά πόσο η  Εφεσίβλητη 1 έκαμε ό,τι καλύτερο μπορούσε αλλά κατά πόσο συμπεριφέρθηκε, σύμφωνα με το επίπεδο του μέσου λογικού ανθρώπου. Ο μέ[*2841]σος λογικός άνθρωπος δεν έχει το θάρρος του Αχιλλέα ή τη σοφία του Οδυσσέα ή τη δύναμη του Ηρακλή και πολύ περισσότερο δεν έχει προφητικές ικανότητες (βλ. Hawkins v. Coulsdom & Purley U.D.C. (1954) 1 Q.B. 319, 341). Στην Αγγλία παλαιότερα κλήθηκε ως ο επιβάτης του λεωφορείου Claphan, τώρα ως ο επιβάτης του υπογείου σιδηρόδρομου (underground) (βλ. McFarlane v. Tayside Health Board (2000) 2 A.C. 59).  Δεν αναμένεται απ’ αυτόν να έχει τις ικανότητες χειρουργού, δικηγόρου, λιμενεργάτη ή καπνοδοκαθαριστή ή οποιουδήποτε άλλου επαγγελματία. Εάν όμως είναι κάποιου επαγγέλματος,το δίκαιο αναμένει απ’ αυτόν να επιδείξει τις ικανότητες του συνηθισμένου μέλους του επαγγέλματος που ανήκει.

 

Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, η Εφεσίβλητη 1 είναι επιχειρηματίας και οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 Διευθυντές της. Μέχρι την ώρα που επεσυνέβη το ατύχημα δεν είχαν καμία προειδοποίηση ή πληροφορία περί της κατάστασης του ανελκυστήρα, εφόσον κανένα παράπονο δεν λήφθηκε μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι αυτός δεν λειτουργούσε κανονικά ή οτιδήποτε άλλο.  Ασφαλώς, ούτε αναμένεται απ’ αυτούς να γνωρίζουν το μηχανισμό ασφάλισης του μαντάλου εσωτερικά του ανελκυστήρα. Όπως το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε:

 

«Ο ανελκυστήρας εγκαταστάθηκε 5 χρόνια πριν το ατύχημα (βλέπε μαρτυρία Στέλιου Αναστασιάδη) από την εταιρεία LIFTECH (εναγόμενη 4) η οποία ήταν μια εξειδικευμένη, αξιόπιστη και έμπειρη εταιρεία στον τομέα εγκατάστασης και συντήρησης ανελκυστήρων και ήταν ο τύπος του ανελκυστήρα σύμφωνα με την εναγόμενη 4 που εισηγήθηκαν στην εναγόμενη 1, λαμβανομένων υπόψη του χώρου και των σκοπών για τους οποίους θα εχρησιμοποιείτο, πληρούσε δε τις προδιαγραφές και τα πρότυπα που εμφανίζονται στο Τεκμήριο 23 (Safety Rules for the Construction and installation of lifts). Ο συγκεκριμένος ανελκυστήρας από την εγκατάσταση του μέχρι και την ημερομηνία του ατυχήματος ουδέποτε παρουσίασε ουσιαστικό πρόβλημα αντικατάστασης εξαρτημάτων, σοβαρών βλαβών κλπ. (βλέπε μαρτυρία Ντίνου Κλεάνθους και Στέλιου Αναστασιάδη) ούτε και είχε παρουσιάσει βλάβη (στράβωμα) στο μηχανισμό ασφάλειας ανοίγματος των θυρών. Ο μηχανισμός ενδασφάλισης που διέθετε δεν επέτρεπε στις θύρες του ορόφου να ανοίξουν αν ο κλωβός δεν ευρίσκετο στο συγκεκριμένο όροφο.  Ετύγχανε συντήρησης ανά 15ήμερο όπου εγίνετο σχολαστικός μηχανολογικός έλεγχος και καθαρισμός των μηχανισμών ασφαλείας, κατόπιν συμφωνίας εναγομένων 1 και εναγομένων [*2842]4 όπως διεξάγεται τέτοιος έλεγχος ανά 15ήμερο αντί κάθε μήνα. Ο επιθεωρητής ασφάλειας του Υπουργείου Εργασίας Σταύρος Λάμπρου έκανε τον τελευταίο πριν το ατύχημα έλεγχο στον ανελκυστήρα στις 4.7.2002, 8½ δηλαδή μήνες πριν και διαπίστωσε ότι ο ανελκυστήρας διέθετε όλες τις προδιαγραφές ενός καινούργιου ανελκυστήρα και δεν αναμένετο κύρια εξαρτήματα του (θύρες, μάνταλα κλπ.) να υποστούν φθορά με φυσιολογική λειτουργία μέσα σε 8 ½ μήνες.»

 

Εις την Haseldine v. Daw [1941] 2 K.B. 343 τα γεγονότα ήταν περίπου ίδια όπως και την παρούσα υπόθεση  Το θύμα τραυματίστηκε όταν ο ανελκυστήρας πολυκατοικίας που επισκέφθηκε έπεσε στο πηγάδι ως αποτέλεσμα της αμέλειας των μηχανικών της εταιρείας που εργοδοτήθηκαν από τον ιδιοκτήτη να το επιδιορθώσει. Αποφασίστηκε ότι εφόσον εργοδότησε ικανή (compenet) εταιρεία Μηχανικών να προβαίνει σε περιοδικές επιθεωρήσεις του ανελκυστήρα, να τον διορθώνει και να δίνει αναφορά επί τούτου, απηλλάγη του καθήκοντος που όφειλε στο θύμα ανεξάρτητα εάν αυτός ήταν προσκεκλημένος ή αδειούχος. Το σχετικό μέρος της απόφασης έχει ως ακολούθως:

 

the landlord of a block of flats, as occupier of the lifts, does not profess as such to be either an electrical or, as in this case, a hydraulic engineer. Having no technical skill he cannot rely on his own judgment, and the duty of care towards his invitees requires him to obtain and follow good technical advice. If he did not do so, he would, indeed, be guilty of negligence. To hold him responsible for the misdeeds of his independent contractor would be to make him insure the safety of his lift. That duty can only rise out of contract…………

 

Στο Σύγγραμμα Clerk and Lindsell on Torts, 18η έκδοση, παράγρ.  9-15 αναφέρονται τα εξής:

 

There is no liability under Donoghue v. Stevenson for the negligence of independent contractors provided they were chosen with due care. However the independent contractors may themselves be liable to the claimants.

 

Εκείνο δηλαδή που αναμένεται από τον υπεύθυνο, εκείνο δηλαδή που έχει τον έλεγχο του ανελκυστήρα, είναι ότι έλαβε λογικά μέτρα, να ικανοποιηθεί ότι ο εργολάβος που εργοδότησε είναι ικανός και εάν ο χαρακτήρας της εργασίας το επιτρέπει, θα πρέπει να λάβει ικανοποιητικά μέτρα να διαπιστώσει ότι η [*2843]εργασία έγινε ορθά. (βλέπε A.M.F International Ltd v. Magnet Bowling Ltd [1968] 1 W.L.R. 1028, Charlsworth & Percy on Negligence, 12η Έκδοση, σελ. 513, §8-76, Rochman v. J & E Hall Ltd and Another [1947] 1 All E.R. 895, 898, Morgan v. Incorporated Central Council of the Girl’s Friendly Society [1936] 1 All E.R. 404, 405, Halsbury’s Laws of England 4η Έκδοση, Reissued, Τόμος 33, σελ. 458 §635.)

 

Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψιν τη φύση του αντικειμένου που αφορούσε τεχνικά θέματα, δεν μπορώ να αντιληφθώ τι άλλο μπορούσε να κάνει η Εφεσίβλητη 1 από του να εργοδοτήσει την Εφεσίβλητη 4, ειδικούς επί του θέματος, να συντηρούν και διορθώνουν τον ανελκυστήρα. Όπως έθεσε ο Scot L.J. στην Wells v. Coopers [1958] 2 Q.B. 265:

 

“…….there are many cases in which the technical nature of the work to be done will require the occupier to employ an independent contractor and he will be negligent if he attempts to do it himself.  This does not mean, however, that a householder must not himself undertake some ordinary domestic repair such as the fixing of a new door handle. Provided that he does the work with the care and skill of a reasonably competent carpenter he has fulfilled his duty. …….”

 

Έπεται όπως στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψιν τη φύση του θέματος η Εφεσίβλητη 1 μπορούσε να αναθέσει το καθήκον για συντήρηση και διόρθωση του ανελκυστήρα σε ανεξάρτητο εργολάβο – Εφεσίβλητη 4. Προς τούτο, με όλο το σεβασμό προς τους αδελφούς Δικαστές, δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί τους ότι δεν μπορούσαν οι Εφεσίβλητοι 1-3 να αποποιηθούν των ευθυνών τους με την πρόσληψη ανεξάρτητου εργολάβου λόγω των ιδιάζοντων συνθηκών του χώρου. Απεναντίας, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αυτό επιβάλλετο υπό τις περιστάσεις λόγω των ιδιάζουσων συνθηκών και τεχνικών θεμάτων που εμπλέκοντο. Η υπόθεση Rogers v. Night Riders [1983] RTR 324 δεν καλύπτει το θέμα  Τα γεγονότα ήταν εντελώς διαφορετικά και οι Εναγόμενοι οι οποίοι ήταν γραφείο κρατήσεων (booking Agency) κρίθηκαν υπεύθυνοι για το δυστύχημα που προκλήθηκε από την κακή κατάσταση του οχήματος, άλλου, ανεξάρτητου εργολάβου – οδηγών, για το λόγο ότι άφησαν την Ενάγουσα να πιστεύει διαφορετικά απ΄ ότι ήταν η φύση της εργασίας τους, ήτοι ενώ δεν ήταν εταιρεία minicab συμφώνησαν να παρέχουν την εργασία αυτής της φύσης.

 

[*2844]Επίσης η Cassidy v. Ministry of Health [1951] 2 K.B. 343 αφορούσε άλλα γεγονότα και συγκεκριμένα Ιδρύματα Υγείας (Νοσοκομεία κ.λ.π.) τα οποία είναι υπεύθυνα για τις πράξεις των εργοδοτουμένων τους με βάση την εκ προστήσεως ευθύνη (vicarious liability).

 

Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης κρίνεται ότι  οι διαπιστώσεις και ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (ως άνω) είναι ορθά και σύμφωνα με την αποδεκτή ενώπιον του μαρτυρία.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σωστά αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και τα ευρήματα του υποστηρίζονται από την ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία, δεν είναι παράλογα αλλά ούτε και αυθαίρετα ώστε να παρίσταται η ανάγκη επέμβασης του Εφετείου.  Η αιτιολογία του είναι πλήρης και επαρκής (βλ. Poustobaev Vladimir v. Stavrou και Lion Insurance Agency Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 2010, Dairy King Ltd v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2016) 1 Α.Α.Δ. 1886, ECLI:CY:AD:2016:A376. Η Εφεσίβλητη 1, αλλά και οι Διευθυντές της Εφεσίβλητοι 2 και 3, σε καμία περίπτωση ενήργησαν λιγότερο του αναμενόμενου καθήκοντος τους ή εκτός των άνω υποχρεώσεων τους. Ως αποτέλεσμα δεν έχει αποδειχθεί, κατά τη γνώμη μου, παράβαση του καθήκοντος της επιμέλειας που όφειλε η Εφεσίβλητη 1 στον Εφεσείοντα.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε τα πιο πάνω αναφέροντας στις σελ. 27 και 28 της απόφασης του ότι «η ευθύνη των ιδιοκτητών του ανελκυστήρα οι οποίοι προσέλαβαν αξιόπιστους εγκαταστάτες και συντηρητές και ενήργησαν βάσει των συμβουλών τους περιορίζεται στο να πράττουν οτιδήποτε ένας μέσος συνετός και λογικός άνθρωπος (reasonable man) θα έπραττε ή δεν θα έπραττε» και λίγο πιο κάτω ότι δεν ήταν δυνατό γι’ αυτούς να έχουν γνώση του «στραβώματος του μηχανισμού ασφαλείας».

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν των πιο πάνω, προχώρησε ένα βήμα πιο κάτω. Έκρινε «στο ισοζύγιο λοιπών των πιθανοτήτων είναι το πλέον πιθανόν σενάριο ο ανελκυστήρας να ανοίχθηκε με ηθελημένη χρήση απλής βίας από τον αδημονούντα ενάγοντα και να κρατήθηκε ανοικτός ή τόσο ανοικτός για όσο χρειαζόταν ούτως ώστε ο βιαστικός ενάγων, κάνοντας ένα βιαστικό βήμα και μη προσέχοντας ότι αν υπήρχε ο κλωβός θα υπήρχε και φωτισμός, να καταπέσει στο κενό.».

 

Εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας και ιδιαίτερα τη μαρτυρία που ο ίδιος ο Εφεσείων προσήγαγε στο Δικαστήριο κρίνεται ότι ήταν καθόλα ορθό το Πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ως ανωτέρω. Η μαρτυρία του ίδιου του Εφεσείοντα αλλά και των Μ.Ε. 6 και 7 καταδεικνύει ότι ο Εφεσείων ήταν έμπροσθεν του [*2845]ανελκυστήρα σε απόσταση γύρω στα 50εκ. και δεν παρεμβάλλετο άλλος. (βλ. πρακτικά σελ. 139, 140, 164, 165, 166). Όλοι οι άλλοι θαμώνες ευρίσκοντο πίσω από τον Εφεσείοντα και πίσω από τον φίλο του (Μ.Ε.7) ο οποίος ευρίσκετο πιο πίσω από αυτόν και δεξιότερα.  Επίσης, περαιτέρω, ο ίδιος ο Εφεσείων αλλά και ο φίλος του που τον συνόδευε (Μ.Ε.7) απέκλεισαν το άγγιγμα με οιονδήποτε τρόπο των θυρών του ανελκυστήρα από άλλο πρόσωπο κατά τον ουσιώδη αυτό χρόνο. Δεδομένης δε της μαρτυρίας όλων των μαρτύρων επί του θέματος  που επίσης κάλεσε ο Εφεσείων, ήτοι Σταύρου Λάμπρου (Μ.Ε.2), Επαμεινώνδα Επαμεινώνδα (Μ.Ε.4), της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας και Χαράλαμπου Βούτουνου, (Μ.Ε.5) τότε Σταθμάρχη Αστυνομίας Πύλης Πάφου, οι οποίοι μετά το ατύχημα εξέτασαν τον ανελκυστήρα ή ήταν παρόντες κατά την εξέταση του και με την οποία βεβαιώνεται ότι οι θύρες του ανελκυστήρα δεν άνοιγαν από μόνες τους, χωρίς την παρουσία του κλωβού πίσω τους αλλά μόνο με την επέμβαση κάποιου, τότε το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί ήταν ότι αυτές άνοιξαν με την επέμβαση του Εφεσείοντα όπως και κατέληξε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Η μαρτυρία της Μ.Ε.6 Παπαθωμά δεν βοηθά επί του θέματος καθότι αυτή έβλεπε τον Εφεσείοντα και Κυριτσόπουλο (Μ.Ε.7) μόνο από τους ώμους τους και άνω διότι η ορατότητα εμποδίζετο από τους άλλους θαμώνες του club. Συνεπώς δεν μπορούσε να αντιληφθεί οιανδήποτε κίνηση του Εφεσείοντα σε σημείο πιο κάτω από τον ώμο του, γεγονός που βεβαίωσε και η ίδια η μάρτυρας.

 

Παρενθετικά αναφέρεται ότι το ιστορικό του συγκεκριμένου  ανελκυστήρα έχει ως ακολούθως, σύμφωνα με το Τεκμήριο 3 που ετοιμάστηκε από τον Επιθεωρητή του Υπουργείου Εργασίας, Μ.Ε.2 Λάμπρου:

 

«6. Σύμφωνα με στοιχεία και πληροφορίες που πήρα από την εταιρεία Lifttech Ltd, που συντηρεί τον ανελκυστήρα, διαπιστώνονται τα εξής:

 

6.1. Στις 15.3.2002 αντικαταστάθηκε ο οδηγός του μάνταλου των θυρών ορόφου στην στάση 4, γιατί ήταν κομμένος.

6.2. Στις 15.4.02 έγινε ρύθμιση του μάνταλου των θυρών στην στάση 0.

6.3. Στις 3.6.2002 έγινε διόρθωση μηχανισμού στις θύρες ορόφου στην στάση 3.

6.4. Στις 13.3.2003 έγινε συντήρηση ρουτίνας του ανελκυστήρα ο οποίος δεν παρουσίαζε κανένα πρόβλημα.»

 

[*2846]Όπως φαίνεται πιο πάνω, στον 3ο όροφο, (στάση 3) έγινε στις 3.6.2002 «διόρθωση μηχανισμού στις θύρες» το οποίο είναι κάτι άλλο και δεν έχει σχέση με το μηχανισμό ασφαλείας (μάνταλο). Συνεπώς δεν είναι ορθό να προβάλλεται ότι ο ανελκυστήρας παρουσίασε πρόβλημα στο μάνταλο στον 3ο όροφο.  Εκείνο που συνέβη αφορούσε αντικατάσταση του οδηγού του μαντάλου στον 4ο όροφο. Τονίζεται ότι το σύστημα ασφαλείας των θυρών που περιελαμβάνετο το μάνταλο ευρίσκετο όχι επί του κλωβού αλλά σε κάθε όροφο.

 

Όσον αφορά την Εφεσίβλητη 4 ουδεμία ευθύνη μπορεί να της αποδοθεί ενόψει των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «το στράβωμα των 25ο στον μηχανισμό ασφαλείας ανοίγματος των θυρών του ανελκυστήρα προέκυψε από ανθρώπινη βία που ασκήθηκε στις θύρες του ανελκυστήρα μεταξύ 14ης Μαρτίου και τις πρωινές ώρες της 16ης Μαρτίου 2003 που επεσυνέβη το ατύχημα» ήτοι μετά τον μηχανολογικό έλεγχο και συντήρηση του ανελκυστήρα που έγινε στις 13.3.2003 και ουδεμία βλάβη στον άνω μηχανισμό διεπιστώθη. Το παράπονο του Εφεσείοντα ότι δεν είναι δικογραφημένος τέτοιος ισχυρισμός (βλ. λόγο Έφεσης 9) δεν είναι βάσιμο. Εις την Έκθεση Υπεράσπισης §21(α) μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «η οποιαδήποτε κλίση (ζάβωμα) του τεχνικού μεταλλικού εξαρτήματος ήταν αποτέλεσμα άσκησης βίας και/ή εξωτερικής δύναμης στις εξωτερικές θύρες του ανελκυστήρα…… Ενόσω ο ανελκυστήρας βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο και/ή …….. την χρήση από ……… τους πελάτες (Εναγομένους 1-3) και/ή θαμώνες τους…….». 

 

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ουδεμία άλλη μαρτυρία τέθηκε που να εισηγείται ότι η Εφεσίβλητη 4, ως συντηρητές ανελκυστήρα, δεν εξεπλήρωσαν τις υποχρεώσεις και καθήκον που είχαν ώστε ο ανεκλυστήρας να είναι ασφαλής. Ακριβώς λόγω της ιδιομορφίας της χρήσης του, λήφθηκε πρόνοια ώστε ο μηχανισμός ασφάλισης της θύρας ορόφου να ήταν ικανός να αντέχει φορτίο (πίεση) μέχρι 1000 Newton, ήτοι κατά πολύ περισσότερο των 300 Newton που είναι η δύναμη του μέσου ανθρώπου και περαιτέρω κατόπιν συμφωνίας με την Εφεσίβλητη 1 η συντήρηση και έλεγχος του ανελκυστήρα εγένετο ανά 15θήμερο, αντί ανά μήνα όπως συνήθως γίνεται. Η πρόκληση του στραβώματος, ήταν κάτι το εντελώς ασυνήθιστο όπως και ο Μ.Ε.2, Στ. Λάμπρου Επιθεωρητής Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανέφερε. Στα 16 χρόνια που επιθεωρεί ανελκυστήρες πρώτη φορά είδε «Μάνταλο έτσι ζαβωμένο».

 

[*2847]Η μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν συντριπτική στο ότι τόσο η Εφεσίβλητη 1 ή ακόμη και οι Διευθυντές της, Εφεσίβλητοι 2 και 3, όπως και η Εφεσίβλητη 4 δεν είχαν κανένα λόγο πριν το ατύχημα να υποθέσουν ότι το συγκεκριμένο εξάρτημα (λαμάκι) ήταν στραβωμένο και ο μηχανισμός ασφάλισης των θυρών δεν λειτουργούσε αποτελεσματικά.  Αντίθετα η μαρτυρία εισηγείτο ότι πήραν κάθε δυνατό μέτρο ώστε ο ανελκυστήρας να μπορεί να λειτουργεί με ασφάλεια στο συγκεκριμένο υποστατικό με το να ληφθεί πρόνοια τόσο για την ανθεκτικότητα του ανοίγματος των θυρών (1000 Newton) όσο και με την ανά 15θημερον συντήρηση του. Εδώ θα μπορούσαν να λεχθούν τα όσα είπε ο Lord Oaksey στην Bolton v. Stone [1951] A.C. 850, 863:

 

“The standard of care in the law of negligence is the standard of an ordinarily careful man, but in my opinion an ordinarily careful man does not take precautions against every foreseeable risk. He can, of course, foresee the possibility of many risks, but life would be almost impossible if he were to attempt to take precautions against every risk which he can foresee. He takes precautions against risks which are reasonably likely to happen.”

 

Ο Εφεσίβλητος/Τριτοδιάδικος επίσης ουδεμία ευθύνη φέρει ενόψει ότι η μαρτυρία ουδόλως τον εμπλέκει αλλά ούτε και οι λόγοι έφεσης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την Έφεση.

 

ΑΝΤΕΦΕΣΗ

 

Οι λόγοι Αντέφεσης 1 και 2 θα πρέπει να απορριφθούν αμφότεροι. Τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίζονταν πάνω σε μαρτυρία την οποία απεδέχθη ως ορθή και αξιόπιστη. Η μαρτυρία αυτή δεν οδηγεί στο αποτέλεσμα που εισηγούνται οι Εφεσίβλητοι, ότι δηλαδή:

 

(α) Το «ζάβωμα» στο μεταλλικό εξάρτημα (λαμάκι) προεκλήθη από τα επανειλημμένα κτυπήματα του Εφεσείοντα στις θύρες του ανελκυστήρα.

 

    Η μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορούσε να οδηγήσει σε τέτοιο εύρημα. Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 δεν μπορούσε από μόνη της, ελλείψει αξιόπιστης μαρτυρίας να καταδείξει στον αναγκαίο βαθμό ότι πράγματι αυτό συνέβη και να οδηγηθεί στο εύρημα ότι είναι ο Εφε[*2848]σείων που προκάλεσε το «ζάβωμα» στο δεδομένο χρόνο. Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 δεν ήταν ικανή να καθορίσει το χρόνο που επεσυνέβη το «ζάβωμα».

 

(β) Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για να στραβώσει το μάνταλο χρειαζόταν βία πολλών ανθρώπων (πέραν των 1000 Newton) για μεγάλο χρονικό διάστημα για ν’  ανοίξουν οι θύρες, είναι λανθασμένο και αντίθετο με τη μαρτυρία που εδέχθη ως αξιόπιστη και ειδικώτερα του Μ.Ε.2, ουσιωδέστερου, ως ανεφέρθη, μάρτυρα.

 

    Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσίβλητων 1-3 προκειμένου να υποστηρίξει τον λόγο έφεσης, με όλο το σεβασμό δεν αναφέρεται σε αυτό το θέμα, δηλαδή το άνοιγμα των θυρών αλλά αναφέρεται στο «ζάβωμα» του εξαρτήματος ασφάλισης του μαντάλου.

 

    Το άνω εύρημα στηρίχθηκε στην αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Υ.2 για την Εφεσίβλητη 4, Διευθυντή της ο οποίος αναφέρθηκε στις προδιαγραφές του ανελκυστήρα και αντοχές του.

 

Τέλος, όσον αφορά τον τρίτο λόγο της Αντέφεσης, αναφέρεται ότι αυτός κατέστη εντελώς ακαδημαϊκός ενόψει της αναντίλεκτης μαρτυρίας αλλά και κρίσεως κατά την εξέταση της Έφεσης ότι ο ανελκυστήρας ήταν υπό τον έλεγχο και ευθύνη της Εφεσίβλητης 1, διευθυντές της οποίας ήταν οι Εφεσίβλητοι 2 και 3.

 

Τελειώνοντας αναφέρω ότι η κακοτυχία του Εφεσείοντα δεν με αφήνει αδιάφορο. Αυτό όμως είναι κάτι διαφορετικό από τα εξεταζόμενα θέματα που αφορούν τη νομική θεώρηση τους.

 

Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα τόσο την Έφεση όσο και την Αντέφεση με έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ των Εφεσίβλητων 1-3 και εναντίον των Εφεσίβλητων 1-3 και υπέρ του Εφεσείοντα αντίστοιχα. Τα έξοδα της Εφεσίβλητης 4 και τριτοδιάδικου να είναι εναντίον του Εφεσείοντα.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Έχοντας την ευκαιρία να μελετήσω τις αποφάσεις των αδελφών Ναθαναήλ και Παρπαρίνου, Δ.Δ., συμ[*2849]φωνώ με την απόφαση του Ναθαναήλ, Δ. ως προς την έφεση και την αντέφεση σε σχέση με τους εφεσίβλητους 1, 2, 3 και τον εφεσίβλητο τριτοδιάδικο, όχι όμως με το ζήτημα απόδοσης ευθύνης στην εφεσίβλητη 4, ζήτημα με το οποίο με βρίσκει σύμφωνο η απόφαση του Παρπαρίνου, Δ..

 

Η έφεση επιτυγχάνει ως προς τους εφεσίβλητους 1-3 με έξοδα και απορρίπτεται σε σχέση με τους εφεσίβλητους 4 με έξοδα, κατά πλειοψηφία. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα. Η έφεση εναντίον του τριτοδιάδικου απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο