Harazim Richard (2016) 1 ΑΑΔ 2850

ECLI:CY:AD:2016:D552

(2016) 1 ΑΑΔ 2850

[*2850]15 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΦΟΡΑ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ RICHARD HARAZIM ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ’ ΑΡ. 4080/2016 ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΦΟΡΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23/9/2016 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΑΤΕΣΤΗ ΑΠΟΛΥΤΟ ΤΟ

ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/8/2016.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 140/2016)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο θα επιδιωκόταν η ακύρωση εκδοθέντων  προσωρινών διαταγμάτων, η ισχύς των οποίων επηρέαζε τον αιτητή ο οποίος ήταν τρίτο πρόσωπο και μη διάδικος στην αγωγή στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν ― Απορριπτική κατάληξη ― Υπό το φως του διαθέσιμου άλλου ένδικου μέσου και στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, η λήψη άδειας δεν ήταν δυνατή.

 

Πολιτική Δικονομία ― Η Δ.48 θ.8(4) ― Η εμβέλεια της όσον αφορά τρίτα επηρεαζόμενα πρόσωπα από την έκδοση διατάγματος ― Νομολογιακή επισκόπηση.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Δεν είχαν ποτέ και δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης, ούτε και είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται ως συγκαλυμμένες εφέσεις προς επανακρόαση των ίδιων ζητημάτων ― Ακόμη και όπου διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια για την καταχώρηση αιτήσεως για Certiorari, δεν χορηγείται εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα.

[*2851]Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Ο παράγων του χρόνου πάντοτε λαμβάνεται υπόψη στην προνομιακή δικαιοδοσία ούτως ώστε τυχόν καθυστέρηση, να αποτελεί αρνητικό δεδομένο για τη χορήγηση άδειας.

 

Η MMG Cyprus Limited, ήγειρε εναντίον των Περικλή Σπύρου και Άλκη Σπύρου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Στο πλαίσιο της αγωγής καταχωρήθηκε μονομερής αίτηση ημερ. 26.8.2016 με αποτέλεσμα την έκδοση στις 30.8.2016 προσωρινών διαταγμάτων που απαγόρευαν στους εναγόμενους προσωπικά και μέσω άλλων προσώπων, αντιπροσώπων, υπαλλήλων ή συνεργατών από του να χρησιμοποιούν με οποιοδήποτε τρόπο ή για οποιοδήποτε σκοπό ή να εκμεταλλεύονται ή να αποκαλύπτουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που περιήλθε σε γνώση ή κατοχή τους ως αποτέλεσμα της εργοδότησης τους στην ενάγουσα εταιρεία.

 

Τα πιο πάνω διατάγματα οδηγήθηκαν σε ακρόαση και κατέστησαν με ex-tempore απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, οριστικά στις 23.9.2016.

 

Στις 5.12.2016 καταχωρήθηκε η επίδικη αίτηση για λήψη άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση των πιο πάνω διαταγμάτων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της αγωγής και όπως μεταξύ της άδειας και της τελικής εκδίκασης της αίτησης διά κλήσεως, ανασταλεί η ισχύς των διαταγμάτων. Τόσο στην καθηκόντως καταχωρηθείσα έκθεση, όσο και στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ο αιτητής διατείνεται ότι έχει επηρεαστεί σε τεράστιο βαθμό από την έκδοση των διαταγμάτων εφόσον είναι πελάτης της MMG, η οποία παρέχει σ’ αυτόν εταιρικές υπηρεσίες όπως το διορισμό φυσικών προσώπων ως καταπιστευματοδόχων σε θέσεις αξιωματούχων και μετόχων των εταιρειών.  Η MMG είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που προσφέρει υπηρεσίες θεματοφύλακα, καταπιστευματοδόχου και συναφείς εταιρικές διευκολύνσεις, η βασικότερη των οποίων ήταν για τον αιτητή, η χρησιμοποίηση του Περικλή Σπύρου ως του μόνου διορισμένου-κατονομαζόμενου διευθυντή, γραμματέα και μετόχου κάποιων εταιρειών, εξουσιοδοτημένου ταυτόχρονα να υπογράφει εκ μέρους και για λογαριασμό των εταιρειών αυτών. Ο αιτητής κατονομάζει δύο τουλάχιστο εταιρείες που ιδρύθηκαν με οδηγίες του, και στις οποίες ο Περικλής Σπύρου ενεργεί ως ονομαστικός εντολοδόχος («nominee») ως ανωτέρω και ταυτόχρονα ως καταπιστευματοδόχος, υποκείμενος μόνο στις οδηγίες του αιτητή στον οποίο ανήκουν εξ ολοκλήρου οι εταιρείες αυτές. Ο αιτητής προσθέτει ότι από το 2006 συναλλάσσεται με τον εν λόγω Περικλή Σπύρου, ενώ οι σχέσεις του με την MMG άρχι[*2852]σαν το 2011 με την εργοδότηση του Σπύρου σ’ αυτήν.

 

Προς υποστήριξη της αίτησης προβλήθηκε ότι:

 

α)  Έχει παραβιασθεί η φυσική δικαιοσύνη δεδομένου ότι μέσω των διαταγμάτων επηρεάστηκε δυσμενώς μια ευρεία κατηγορία τρίτων προσώπων, περιλαμβανομένου του αιτητή, ο οποίος υπέστη και  υπόκειται σε σημαντικότατες ζημιές δεδομένου ότι η επιχειρηματική του δραστηριότητα έχει αδρανοποιηθεί εξ αιτίας του ότι δεν είναι σε θέση να διαχειρισθεί όπως επιθυμεί τις εταιρείες του.

 

β)  Έχει παραβιασθεί το συνταγματικό του δικαίωμα στην ιδιοκτησία με προφανές σφάλμα και/ή ελάττωμα επί του φακέλου της διαδικασίας.

 

γ)  Δεν υπάρχει στη διάθεση του  αιτητή, οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο για να προσβάλει τα διατάγματα, ούτε είχε την ευκαιρία να ακουστεί κατά την έκδοση τους.

 

δ)  Υπάρχει μια ασάφεια στην ερμηνεία του εν λόγω θεσμού με αποτέλεσμα να είναι παρακινδυνευμένο εκ μέρους του να αιτηθεί στο κατώτερο Δικαστήριο τη διαφοροποίηση των διαταγμάτων με ουσιαστική απώλεια χρόνου, ενώ παρέχεται η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αναγνωρίστηκε από το συνήγορο ότι στην ουσία δεν υπάρχει λάθος επί του πρακτικού του κατώτερου Δικαστηρίου, ούτε λήφθηκε η απόφαση με δόλο ή ψευδορκία, ούτε το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε με έλλειμμα δικαιοδοσίας.

  2. Το Δικαστήριο ενήργησε προφανώς εντός της αρμοδιότητας του.  Η αίτηση έχει ως δεδομένο ότι ο αιτητής  δεν είναι διάδικος στην αγωγή.  Είναι ξένος προς αυτήν, μη κατονομαζόμενος ούτε επί του τίτλου, αλλά ούτε και επί των εκδοθέντων διαταγμάτων, όπως ήταν η περίπτωση στην Brainpedia Holdings Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1713, όπου επιδιώχθηκε η λήψη άδειας για καταχώρηση αίτησης για Certiorari βασισμένη εν πολλοίς και επ’ αυτού του δεδομένου, τουλάχιστον ως προς την επίπτωση των εκδοθέντων διαταγμάτων επί της εταιρείας, παρόλο που υποστηρίχθηκε ότι ακριβώς λόγω της μη ιδιότητας του διαδίκου δεν προσφερόταν άλλο ένδικο μέσο.

  3.   Στην υπό εξέταση υπόθεση, ο  συνήγορος υποστήριξε ότι εκ της έγγραφης εκτεταμένης  μαρτυρίας που υπήρχε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν φανερό ότι εμπλέκονταν ή επηρεάζονταν [*2853]τρίτα πρόσωπα, όπως ο αιτητής, και το κατώτερο Δικαστήριο όφειλε τουλάχιστον να ευαισθητοποιεί ως προς αυτή την πτυχή έτσι ώστε να φροντίσει να γνωστοποιηθεί η διαδικασία και στον ίδιο προς προστασία των δικαιωμάτων του. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα.

  4. Το κατώτερο Δικαστήριο είχε ενώπιον του μια αγωγή με εναγόμενους κατ’ επιλογή της ενάγουσας εταιρείας MMG. Το δικαίωμα ποιους ενάγει ένα πρόσωπο ανήκει στο ίδιο. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει σ’ αυτό. Έστω και αν υπήρξε στο μαρτυρικό υλικό αναφορά σε παρεμφερή δεδομένα που άμεσα ή έμμεσα αναφέρονταν σε εταιρείες του αιτητή, αυτό δεν μπορούσε να εκτρέψει τη δικαστική αναγκαιότητα επίλυσης της διαφοράς όπως ακριβώς αυτή τέθηκε ενώπιον του και μάλιστα σε στάδιο ενδιάμεσης θεραπείας.

  5. Θα ήταν δε και εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο να εντόπιζε το Δικαστήριο στα αφορώντα τον αιτητή. Το αν θα έπρεπε η εταιρεία MMG ως ενάγουσα να συνενώσει άλλα πρόσωπα, κατά τα παρατηρηθέντα στην Αίτηση του Vesko Michailovic και άλλου (Αρ. 2) (1997) 1 Α.Α.Δ. 729, δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την πραγματική κατάσταση που είχε ενώπιον του το κατώτερο Δικαστήριο.

  6.   Και σίγουρα  δεν μπορεί το ζήτημα να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην επιδίωξη θεραπείας προνομιακής μεταχείρισης, όπως είναι κατ’ ουσίαν, η επίδικη αίτηση.

  7.   Η Δ.48 θ.8(4), δίδει διέξοδο στον αιτητή. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το λεκτικό της είναι σαφέστατο.

  8.   Με την εμβέλεια που προσδίδει η φυσική, γραμματική έννοια της Δ.48(8)(4), το τρίτο επηρεαζόμενο πρόσωπο έχει την ευκαιρία να απευθυνθεί προς το Δικαστήριο, αιτούμενο αυτό που ευνοεί τη δική του κατάσταση πραγμάτων, περιορίζοντας, κατ’ ελάχιστον, την επ’ αυτού επίπτωση του διατάγματος.

  9. Κατά τα άλλα, το τρίτο πρόσωπο δεν ενδιαφέρεται για τη διαφορά που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου εξ αιτίας της οποίας ο ενάγων επιδίωξε την έκδοση του διατάγματος για να προστατεύσει τα δικά του συμφέροντα. Αναφορά σ’ αυτό θα γίνει και στη συνέχεια.

10. Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που να διαφοροποιεί τη δυνατότητα παρέμβασης τρίτου στις περιπτώσεις όπου το διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς και σε εκείνες όπου το διάταγμα οριστικοποιήθηκε. Εννοιολογικά δεν παρέχεται πεδίο διαφοροποίησης.

11. Το οποιοδήποτε μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, δυνητικά μπορεί να οριστικοποιηθεί στην πορεία, αλλά εάν τρίτο άτομο επηρεάζεται, ο επηρεασμός αυτός δεν ελαχιστοποιείται ή γίνεται λιγότερος διότι ακολουθήθηκε η ενδεδειγμένη πορεία επιστροφής του διατάγματος, καταχώρησης ένστασης και οριστικοποίησης, στην άγνοια του τρίτου προσώπου, το οποίο εκ των υστέρων ενημερώνεται για τα συμβάντα, όπως ακριβώς εδώ.

[*2854]12.  Το λεκτικό της Δ.48 θ.8(4), καθίσταται σαφές ότι οποιοδήποτε πρόσωπο επηρεάζεται από διάταγμα μπορεί να αποταθεί για την ακύρωση ή διαφοροποίηση του. Ακόμη και να περιορίζεται η ερμηνεία από την ανάγκη να προηγηθεί αίτηση για συνένωση, που κατά την άποψη του Δικαστηρίου, θα ήταν μέτρο αχρείαστο στα δεδομένα της πρωτόδικης διαφοράς, και πάλι η Δ.48 θ.8(4), προσφέρεται ως εναλλακτικό ένδικο μέσο.

13. Όπως έχει νομολογηθεί, στη σοφία του ο κανονιστικός νομοθέτης θέσπισε την εν λόγω Διαταγή ώστε οι διαφορές να επιλύονται πρωτίστως στο Επαρχιακό Δικαστήριο, σε πρώτο δηλαδή βαθμό, και μετέπειτα, και εν ανάγκη, και κατ’ έφεση. Αυτό είναι το ενδεδειγμένο διαδικαστικό μέτρο που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης.

14. Η αναγκαιότητα συνένωσης του τρίτου προσώπου ως προϋπόθεση για υποβολή αίτησης για ακύρωση ή διαφοροποίηση εκδοθέντος διατάγματος, μόνο περιπλοκή μπορεί να επιφέρει στη διαδικασία.

15. Η προηγούμενη συνένωση  του τρίτου προσώπου ως διαδίκου, κανένα σκοπό δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τη διαιώνιση της διαφοράς.

16. Το λάθος εδώ του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν ότι δεν προνόησε   κατά τα Αγγλικά πρότυπα, πρόσθετους, πέραν της εγγύησης για κάλυψη των ζημιών των εναγομένων, όρους ώστε να καλύπτονται τα δικαστικά και άλλα έξοδα τρίτων ενδιαφερομένων που θα είχαν βάσιμο λόγο να αποταθούν στο Δικαστήριο για προστασία των δικών τους συμφερόντων και που επηρεάζονταν. Τέτοια πρόνοια θα ήταν εύλογη.

17. Επομένως, ο διαδικαστικός μηχανισμός που προσφέρεται από τη Δ.48 θ.8(4), αποτελεί το εναλλακτικό ένδικο μέσο σε πρώτο βαθμό και μετέπειτα κατ’ έφεση.

18. Το δραστικό των εκδοθέντων διαταγμάτων δεν αποτελεί από μόνο του λόγο χορήγησης άδειας κατά προνόμιο, ενώ είναι φανερό ότι η εξέταση των ζητημάτων που  θέτει ο αιτητής στην προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αποτελούν πρόσφορο έδαφος για εξέταση, πόσο μάλλον επίλυση τους.

19. Αυτό, διότι θα εμπλακεί η διαδικασία στο Ανώτατο Δικαστήριο σε θέματα που δεν αφορούν τον αιτητή, αλλά τρίτα άτομα, δηλαδή, την MMG και τους εναγόμενους και τις μεταξύ τους διαφορές, οι οποίες είναι πρόδηλο ότι είναι εκτεταμένες.

20. Η προνομιακή δικαιοδοσία θα πρέπει να είναι σε θέση εάν χρησιμοποιηθεί να επιλύσει και το ζητούμενο. Προς αυτή την κατεύθυνση ενδεχόμενη έφεση από τους εναγόμενους, εναντίον των οποίων οριστικοποιήθηκαν τα διατάγματα, ίσως θα μπορούσε να διαφοροποιήσει τα πράγματα προς όφελος και του αιτητή.

21. Εκτός των ανωτέρω. τίθετο και θέμα χρόνου καταχώρησης της επίδικης αίτησης. Τα διατάγματα εκδόθηκαν μονομερώς στις 30.8.2016 και οριστικοποιήθηκαν μετά από ακρόαση στις 23.9.2016.

[*2855]22.  Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε στις 5.12.2016, αλλά δεν επεξηγείται οπουδήποτε πότε ακριβώς ο αιτητής έλαβε γνώση των διαταγμάτων, και γιατί δεν ενήργησε το ταχύτερο δυνατό.

23. Ο παράγων του χρόνου πάντοτε λαμβάνεται υπόψη στην προνομιακή δικαιοδοσία ούτως ώστε τυχόν καθυστέρηση να αποτελεί αρνητικό δεδομένο για τη χορήγηση άδειας.

24. Ούτε βέβαια η ταχύτερη διαδικασία στην προνομιακή δικαιοδοσία αποτελεί καλό λόγο ή εξαιρετικές περιστάσεις για την παροχή άδειας. Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι όπου υφίσταται άλλο ένδικο μέσο, η πάροδος χρόνου δεν διαφοροποιεί την κατάσταση.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.Α.Δ. 464,

 

Ξάνθος Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066,

 

Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

 

Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,

 

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

 

Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

 

FBME Card Services Ltd (2013) 1 A.A.Δ. 2044,

 

Starport Nominees Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1271,

 

Πατσαλίδη (2010) 1 Α.Α.Δ. 1350,

 

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,

 

Brainpedia Holdings Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1713,

 

Κουή v. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 401,

 

Michailovic κ.ά. (Αρ. 2) (1997) 1 Α.Α.Δ. 729,

 

[*2856]Heli-Air (Egypt) J.S.C. v. Drescher a.o. (1998) 1 C.L.R. 284,

 

ABP Holdings Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 557,

 

Νικολαΐδου v. Αττίπα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1620,

 

Lion Insurance Agency Ltd v. Κωνσταντίνου (2002) 1 Α.Α.Δ. 265,

 

Bonnant κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 2821, ECLI:CY:AD:2014:D955,

 

Σάββα (2014) 1 Α.Α.Δ. 829, ECLI:CY:AD:2014:D268,

 

Τσίμον κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1417,

 

Iraqi Ministry of Defence v. Arcepey Shipping Co. SA [1981] 1 Q.B. 65,

 

Galaxia Maritime S.A. v. Mineral Importexport [1982] 1 W.L.R. 539,

 

Z Ltd v. A-Z and AA-LL [1982] 1 W.L.R. 238,

 

Εμπεδοκλή (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529,

 

Ι & Α Φιλίππου Αρχιτέκτονες κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 2510, ECLI:CY:AD:2016:D499,

 

R. v. Herrod [1976] 1 All E.R. 273,

 

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 2499,

 

Ανδρέας Ελευθερίου Επιχειρήσεις Λτδ (2013) 1 Α.Α.Δ. 1308,

 

Λάντου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1017,

 

Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469,

 

Μιχαήλ (2013) 1 Α.Α.Δ. 260.

 

Αίτηση.

 

Η. Κυριακίδης, για τον Αιτητή.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η MMG Cyprus Limited, (εφεξής «η MMG»), ήγειρε εναντίον των Περικλή Σπύρου και Άλκη Σπύρου την υπ’ [*2857]αρ. αγωγή 4080/2016 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Στο πλαίσιο της αγωγής καταχωρήθηκε μονομερής αίτηση ημερ. 26.8.2016 με αποτέλεσμα την έκδοση  στις 30.8.2016 προσωρινών διαταγμάτων που απαγόρευαν στους εναγόμενους προσωπικά και μέσω άλλων προσώπων, αντιπροσώπων, υπαλλήλων ή συνεργατών από του να χρησιμοποιούν με οποιοδήποτε τρόπο ή για οποιοδήποτε σκοπό ή να εκμεταλλεύονται ή να αποκαλύπτουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που περιήλθε σε γνώση ή κατοχή τους ως αποτέλεσμα της εργοδότησης τους στην ενάγουσα εταιρεία. Η απαγόρευση αφορά και τις πληροφορίες σε σχέση με το αρχείο πελατών, στοιχεία επικοινωνίας πελατών ή συνεργατών της ενάγουσας εταιρείας, καθώς και οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με τον τρόπο εργασίας, τη μετοχική δομή πελατών της ενάγουσας, και περαιτέρω την επικοινωνία με πελάτες ή συνεργάτες της ενάγουσας ή εκπροσώπων, αντιπροσώπων, υπηρετών, αξιωματούχων ή λειτουργών των πελατών της ενάγουσας.

 

Απαγορευόταν επίσης η αποθήκευση ή αντιγραφή οποιασδήποτε σχετικής πληροφορίας ή στοιχείο που περιήλθε στη γνώση των εναγομένων ως εργοδοτουμένων της εταιρείας της ενάγουσας, καθώς και διάταγμα παράδοσης στον Πρωτοκολλητή για σκοπούς φύλαξης μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής, όλων των εγγράφων και αρχείων σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή που βρίσκονταν στην κατοχή των εναγομένων. Τέλος εκδόθηκε και διάταγμα εναντίον του Περικλή Σπύρου μόνο, όπως παραδώσει διάφορα κινητά τηλέφωνα και ένα tablet στον Πρωτοκολλητή. Τα πιο πάνω διατάγματα οδηγήθηκαν σε ακρόαση και κατέστησαν με ex-tempore απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, οριστικά στις 23.9.2016.

 

Στις 5.12.2016 καταχωρήθηκε η επίδικη αίτηση για λήψη άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση των πιο πάνω διαταγμάτων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της αγωγής και όπως μεταξύ της άδειας και της τελικής εκδίκασης της αίτησης διά κλήσεως, ανασταλεί η ισχύς των διαταγμάτων. Τόσο στην καθηκόντως καταχωρηθείσα έκθεση, όσο και στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ο αιτητής διατείνεται ότι έχει επηρεαστεί σε τεράστιο βαθμό από την έκδοση των διαταγμάτων εφόσον είναι πελάτης της MMG, η οποία παρέχει σ΄ αυτόν εταιρικές υπηρεσίες όπως το διορισμό φυσικών προσώπων ως καταπιστευματοδόχων σε θέσεις αξιωματούχων και μετόχων των εταιρειών. Η MMG είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που προσφέρει υπηρεσίες θεματοφύλακα, καταπιστευματοδόχου και συναφείς εταιρικές διευκολύνσεις, η βασικότερη των οποίων ήταν για τον αιτητή, η χρησιμοποίηση του Περικλή Σπύρου ως [*2858]του μόνου διορισμένου-κατονομαζόμενου διευθυντή, γραμματέα και μετόχου κάποιων εταιρειών, εξουσιοδοτημένου ταυτόχρονα να υπογράφει εκ μέρους και για λογαριασμό των εταιρειών αυτών. Ο αιτητής κατονομάζει δύο τουλάχιστο εταιρείες που ιδρύθηκαν με οδηγίες του, αμφότερες εγγεγραμμένες στο Dubai στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, (Vesper Services Ltd και Almyra Services Ltd) και στις οποίες ο Περικλής Σπύρου ενεργεί ως ονομαστικός εντολοδόχος («nominee») ως ανωτέρω και ταυτόχρονα  ως καταπιστευματοδόχος, υποκείμενος μόνο στις οδηγίες του αιτητή στον οποίο ανήκουν εξ ολοκλήρου οι εταιρείες αυτές. Ο αιτητής προσθέτει ότι από το 2006 συναλλάσσεται με τον εν λόγω Περικλή Σπύρου, ενώ οι σχέσεις του με την MMG άρχισαν το 2011 με την εργοδότηση του Σπύρου σ’ αυτήν.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επιχειρηματολογώντας επί μακρόν εισηγήθηκε ότι έχει παραβιασθεί η φυσική δικαιοσύνη δεδομένου ότι μέσω των διαταγμάτων επηρεάστηκε δυσμενώς μια ευρεία κατηγορία τρίτων προσώπων, περιλαμβανομένου του αιτητή, ο οποίος υπέστη και υπόκειται σε σημαντικότατες ζημιές δεδομένου ότι η επιχειρηματική του δραστηριότητα έχει αδρανοποιηθεί εξ αιτίας του ότι δεν είναι σε θέση να διαχειρισθεί όπως επιθυμεί τις εταιρείες του. Συναφώς έχει παραβιασθεί το συνταγματικό του δικαίωμα στην ιδιοκτησία με προφανές σφάλμα και/ή ελάττωμα επί του φακέλου της διαδικασίας εφόσον με τα εκδοθέντα διατάγματα αποστερείται ο ίδιος καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο θεωρείται πελάτης ή συνεργάτης της MMG, από του να τυγχάνει επικοινωνίας, ενημέρωσης και πληροφόρησης σχετικά με την περιουσία του. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει καλέσει επανειλημμένως την MMG να επιτρέψει την απρόσκοπτη συνέχιση των δικών του δραστηριοτήτων, δηλαδή, των εταιρειών που ανήκουν εξ ολοκλήρου στα δικά του συμφέροντα, χωρίς όμως ανταπόκριση. Ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχει στη διάθεση του οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο για να προσβάλει τα διατάγματα, ούτε είχε την ευκαιρία να ακουστεί κατά την έκδοση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, ο συνήγορος εφοδίασε το Δικαστήριο με αριθμό αυθεντιών ως προς την ερμηνεία που δόθηκε στη Δ.48 θ.8(4), ερμηνεία που του αποστερεί, κατά την εισήγηση, κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα να ζητήσει τη διαφοροποίηση των διαταγμάτων εφόσον δεν είναι διάδικος στην αγωγή. Εν πάση περιπτώσει, είναι η θέση του ότι υπάρχει μια ασάφεια στην ερμηνεία του εν λόγω θεσμού με αποτέλεσμα να είναι παρακινδυνευμένο εκ μέρους του να αιτηθεί στο κατώτερο Δικαστήριο τη διαφοροποίηση των διαταγμάτων με ουσιαστική απώλεια χρόνου, ενώ παρέχεται η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων προς όφελος του αιτητή και προς ταχεία [*2859]αποκατάσταση των δικών του συμφερόντων.

 

Πρέπει να τονιστεί ότι η παρούσα αίτηση αφορά την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με έμφαση στο ότι τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’ εξαίρεση εφόσον στην ουσία αποτελούν προνόμιο, αντλώντας την υπόσταση τους από το κατάλοιπο εξουσίας που υπάρχει για έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων. Χορηγούνται όταν από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Αποτελεί, επίσης, σταθερή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τα προνομιακά εντάλματα δεν είχαν ποτέ και δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης, ούτε και είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται ως συγκαλυμμένες εφέσεις προς επανακρόαση των ίδιων ζητημάτων, (δέστε τις Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.Α.Δ. 464 και Ξάνθος Λυσιώτης & Υιος Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).

 

Ακόμη και όπου διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια για την καταχώρηση αιτήσεως για certiorari, που είναι ένα από τα προνομιακά εντάλματα, δεν χορηγείται εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα. Σχετικές οι αποφάσεις Περρέλλα (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Επί τοις Αφορώσι την αίτηση της Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, FBME Card Services Ltd (2013) 1 A.A.Δ. 2044 και Starport Nominees Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1271.

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Πατσαλίδη (2010) 1 Α.Α.Δ. 1350, γίνεται αναφορά στην αρχή ότι εκτός σε απόλυτα εξαιρετικές περιστάσεις, η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων δεν θα ασκείται όπου άλλες θεραπείες ήταν ή είναι διαθέσιμες, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν και επίσης ότι δεν αρκεί να τίθεται δικαιοδοτικό ζήτημα σε μια υπόθεση για να χορηγηθεί άδεια εφόσον η διαδικασία έκδοσης προνομιακού  διατάγματος ή εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε όμως και μέσο εποπτείας της διαδικασίας ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, της πρακτικής που ακολούθησε ή του τρόπου με τον οποίο το κατώτερο Δικαστήριο χειρίστηκε ή αποφάσισε την υπόθεση [*2860]ασκώντας διακριτική ευχέρεια, (δέστε Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442).

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αναγνωρίστηκε από το συνήγορο ότι στην ουσία δεν υπάρχει λάθος επί του πρακτικού του κατώτερου Δικαστηρίου, ούτε λήφθηκε η απόφαση με δόλο ή ψευδορκία, ούτε το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε με έλλειμμα δικαιοδοσίας. Το Δικαστήριο ενήργησε προφανώς εντός της αρμοδιότητας του. Εκεί όπου εστίασε την προσοχή του ο συνήγορος, όπως έγινε αντιληπτό, είναι η παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης και ο δραστικός επηρεασμός των δικαιωμάτων του  αιτητή να διαχειρίζεται εταιρείες του, όπως ο ίδιος επιθυμεί.

 

Η αίτηση έχει ως δεδομένο ότι ο αιτητής  δεν είναι διάδικος στην αγωγή. Είναι ξένος προς αυτήν, μη κατονομαζόμενος ούτε επί του τίτλου, αλλά ούτε και επί των εκδοθέντων διαταγμάτων, όπως ήταν η περίπτωση στην Brainpedia Holdings Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1713, όπου επιδιώχθηκε η λήψη άδειας για καταχώρηση αίτησης για Certiorari βασισμένη εν πολλοίς και επ’ αυτού του δεδομένου, τουλάχιστον ως προς την επίπτωση των εκδοθέντων διαταγμάτων επί της εταιρείας, παρόλο που υποστηρίχθηκε ότι ακριβώς λόγω της μη ιδιότητας του διαδίκου δεν προσφερόταν άλλο ένδικο μέσο υπό το φως των αποφασισθέντων στην Κουή ν. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 401. Στην υπό εξέταση υπόθεση, ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι εκ της έγγραφης εκτεταμένης  μαρτυρίας που υπήρχε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν φανερό ότι εμπλέκονταν ή επηρεάζονταν τρίτα πρόσωπα, όπως ο αιτητής, και το κατώτερο Δικαστήριο όφειλε τουλάχιστον να ευαισθητοποιεί ως προς αυτή την πτυχή έτσι ώστε να φροντίσει να γνωστοποιηθεί η διαδικασία και στον ίδιο προς προστασία των δικαιωμάτων του. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Το κατώτερο Δικαστήριο είχε ενώπιον του μια αγωγή με εναγόμενους κατ’ επιλογή της ενάγουσας εταιρείας MMG. Το δικαίωμα ποιους ενάγει ένα πρόσωπο ανήκει στο ίδιο. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει σ’ αυτό. Έστω λοιπόν και αν υπήρξε στο μαρτυρικό υλικό αναφορά σε παρεμφερή δεδομένα που άμεσα ή έμμεσα αναφέρονταν σε εταιρείες του αιτητή, αυτό δεν μπορούσε να εκτρέψει τη δικαστική αναγκαιότητα επίλυσης της διαφοράς όπως ακριβώς αυτή τέθηκε ενώπιον του και μάλιστα σε στάδιο ενδιάμεσης θεραπείας.   Θα ήταν δε και εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο να εντόπιζε το Δικαστήριο στα αφορώντα τον αιτητή. Το αν θα έπρεπε η εταιρεία MMG ως ενάγουσα να συνενώσει άλλα πρόσωπα, κατά τα παρατηρηθέντα στην Michailovic κ.ά. (Αρ. 2) (1997) 1 Α.Α.Δ. 729, δεν μπορεί να δια[*2861]φοροποιήσει την πραγματική κατάσταση που είχε ενώπιον του το κατώτερο Δικαστήριο. Και σίγουρα  δεν μπορεί το ζήτημα να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην επιδίωξη θεραπείας προνομιακής μεταχείρισης, όπως είναι κατ’ ουσίαν, η επίδικη αίτηση.

 

Η Δ.48 θ.8(4), δίδει διέξοδο στον αιτητή. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το λεκτικό της είναι σαφέστατο. Προνοούνται τα εξής:

 

«(4) Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or  vary such order on such terms as may seem just.»

 

Το «any person» σημαίνει, και παραπέμπει απλά και ευθέως σε τρίτο πρόσωπο έξω από τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.  Όταν το τρίτο πρόσωπο επηρεάζεται από εκδοθέν διάταγμα, τότε δύναται να αιτηθεί την ακύρωση ή τροποποίηση του. Η έτερη φράση σε παρένθεση, «other than the applicant», εννοεί άλλο από τον αιτητή που αρχικά υπέβαλε την αίτηση για την έκδοση του διατάγματος, ή, ακόμη και τον εναγόμενο, ο οποίος υπόκειται στο διάταγμα και αιτείται τη διαφοροποίηση του. Τόσο ο αρχικός αιτητής, όσο και ο εναγόμενος μπορούν να ζητήσουν την ακύρωση ή διαφοροποίηση του. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των O’Hare & Browne: Civil Litigation 12η έκδ., σελ. 384, παρ. 27.037, ο αιτητής έχει την υποχρέωση να ζητήσει την ακύρωση του διατάγματος εάν δεν επιθυμεί πλέον να συνεχίσει με την αγωγή του διότι το διάταγμα δεν μπορεί να παραμένει σε ισχύ για περίοδο πέραν της αναγκαίας, ενώ ο εναγόμενος τη διαφοροποίηση του με ένθεση πρόνοιας περί αναγκαίων εξόδων διαβίωσης ή λειτουργίας μιας επιχείρησης, ή, περιορισμού των κεφαλαίων που έχουν δεσμευτεί.

 

Με την εμβέλεια που προσδίδει η φυσική, γραμματική έννοια της Δ.48(8)(4), το τρίτο επηρεαζόμενο πρόσωπο έχει την ευκαιρία να απευθυνθεί προς το Δικαστήριο, αιτούμενο αυτό που ευνοεί τη δική του κατάσταση πραγμάτων, περιορίζοντας, κατ’ ελάχιστον, την επ’ αυτού επίπτωση του διατάγματος. Κατά τα άλλα, το τρίτο πρόσωπο δεν ενδιαφέρεται για τη διαφορά που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου εξ αιτίας της οποίας ο ενάγων επιδίωξε την έκδοση του διατάγματος για να προστατεύσει τα δικά του συμφέροντα. Αναφορά σ’ αυτό θα γίνει και στη συνέχεια.

 

Η Δ.48 θ.8(4), απασχόλησε κατά καιρούς τα Δικαστήρια. Η υπόθεση Heli-Air (Egypt) J.S.C. v. Drescher a.o. (1998) 1 C.L.R. [*2862]284, η οποία φαίνεται να ερμήνευσε σε επίπεδο Εφετείου για πρώτη φορά τη Δ.48(8)(4), δεν έθεσε, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, κάποιο απόλυτο, αυστηρό, ή ανελαστικό κανόνα. Κατ’ αρχάς, δεν δόθηκε κάποια ιδιαίτερη εξήγηση από το Εφετείο (δεν περιέχεται στο σκεπτικό κάποια ανάλυση), για το λόγο που κρίθηκε ότι το επηρεαζόμενο εκεί πρόσωπο, η Deutsche Bank A.G., δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη Δ.48 θ8(4) ως δικονομικό μέτρο προώθησης αίτησης για προστασία των δικών της συμφερόντων. Οι ενάγοντες είχαν εγείρει αγωγή εναντίον των εναγομένων αξιώνοντας την ιδιοκτησία και επιστροφή σ’ αυτούς ενός ελικοπτέρου που βρισκόταν στην κατοχή των τελευταίων. Εξασφάλισαν προσωρινό διάταγμα απαγόρευσης αναχώρησης του ελικοπτέρου που ήταν στο αεροδρόμιο Λάρνακας, ή, την κατά άλλο τρόπο αποξένωσης του, χωρίς τη συγκατάθεση των εναγόντων. Οι εναγόμενοι στην πορεία αποδέχθηκαν την οριστικοποίηση του απαγορευτικού διατάγματος. Η Deutsche Bank ζήτησε να παρέμβει για την ακύρωση του διατάγματος ή διαφοροποίηση του, διαζευκτικά δε, αιτήθηκε την αύξηση του χρηματικού ποσού που τέθηκε ως εγγύηση για την έκδοση του διατάγματος.

 

Το Εφετείο δεν δέχθηκε την πρωτόδικη άποψη ότι το Άρθρο 32 του Νόμου αρ. 14/1960, έδιδε εξουσία παρέμβασης για το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν  είχε γίνει καμιά σχετική επιχειρηματολογία, ενώ συμφώνησε μ’ αυτό ότι η Δ.48 θ.8(4) δεν έδιδε κατά κανόνα, όπως λέχθηκε («does not in general»), το δικαίωμα σε τρίτο να υποβάλει αίτηση διά κλήσεως για την ακύρωση ή διαφοροποίηση ενδιάμεσου διατάγματος σε διαδικασία στην οποία δεν είναι διάδικος. Δεν έγινε δεκτό το επιχείρημα ότι η φράση «any person», κάλυπτε και την περίπτωση της Deutsche Bank, η οποία δεν είχε υποβάλει αίτηση για συνένωση ως διάδικος. Και, περαιτέρω, ότι η υπόθεση αφορούσε την ίδια την ιδιοκτησία και το δικαίωμα κατοχής του αντικειμένου της αγωγής, θέματα τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προσπάθησε να επιλύσει κατά τη διαδικασία της ενδιάμεσης αίτησης.

 

Επομένως, η Heli-Air αφενός δεν έδωσε κάποια ιδιαίτερη εξήγηση για τη μη εφαρμογή της Δ.48 θ.8(4), ενώ, αφετέρου, έθεσε το θέμα  υπό μια γενικότητα και ταυτόχρονα φαίνεται να περιόρισε το ζήτημα της ανάγκης παρέμβασης από τρίτο διά συνένωσης του στην αγωγή, στο ότι εκεί η βάση της αγωγής ήταν η ιδιοκτησία του αντικειμένου που αφορούσε ευθέως και το ενδιάμεσο διάταγμα που δόθηκε.

 

Η απόφαση που την ακολούθησε, η Κουή v. Χριστοδούλου [*2863]ανωτέρω – επίσης δεν έδωσε οποιαδήποτε ιδιαίτερη εξήγηση για τη μη εφαρμογή της Δ.48 θ.8(4) υιοθετώντας  απλώς το σκεπτικό της Heli-Air, η οποία, όπως ήδη λέχθηκε, δεν προέβη σε κάποια ιδιαίτερη ανάλυση του θέματος. Η Κουή ν. Χριστοδούλου, δεν αφορούσε απαγορευτικό διάταγμα, αλλά αντίθετα σχετιζόταν με πολύ ιδιάζοντα γεγονότα εφόσον εκεί η μητέρα του εναγομένου προς την οποία επεδόθη υποκατάστατη επίδοση της αγωγής εναντίον του υιού της και η οποία, κατά τα άλλα, δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με την αγωγή, επιδίωξε να ακυρώσει το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης. Ήταν δεκτό ότι η μητέρα δεν είχε κανένα απολύτως προσωπικό συμφέρον στην υπόθεση, συμφέρον που αναγνωρίζεται, κατά τα άλλα, ως  νομιμοποιητικό στοιχείο που ενεργοποιεί αιτητή να αιτηθεί Certiorari, (δέστε Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα σελ. 208, παρ. 4.91). Επομένως δεν μπορεί να αντληθεί βοήθεια από την Κουή ν. Χριστοδούλου υπό τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης εκείνης, όπου δηλώθηκε ότι η ίδια η μητέρα δεν αντιπροσώπευε τον υιό της και όπου δεν εμποδιζόταν η αποξένωση ή άλλως πως μεταχείριση περιουσιακών στοιχείων.

 

Πρέπει να σημειωθούν και τα εξής: Στην ABP Holdings Ltd  (1996) 1 Α.Α.Δ. 557, διακρίθηκε η Heli-Air v. DrescherΕπισημάνθηκε εκεί ότι η ερμηνεία που δόθηκε άφηνε περιθώρια για εξαιρέσεις.  Και ότι, πέραν των διαφορετικών γεγονότων, οι λέξεις «all persons affected» στις Δ.48 θ.3, και «any person» στη Δ.48 θ.4, δεν σημαίνουν μόνο το διάδικο στην αγωγή.  Μπορεί επομένως να συναχθεί ότι και οι λέξεις «any person» στη Δ.48 θ.8(4), δεν περιορίζονται μόνο στους διαδίκους και ότι αν αυτή ήταν η πρόθεση του νομοθέτη θα χρησιμοποιούσε τη λέξη «party», ή, να επέβαλλε τη δικονομική αναγκαιότητα συνένωσης στην αγωγή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που επηρεάζεται από διάταγμα.

 

Πρόσθετα, στην Brainpedia Holdings Ltdανωτέρω – λέχθηκε ότι η εκεί αιτήτρια, από τη στιγμή που έλαβε γνώση για το διάταγμα και θεωρούσε ότι επηρεάζονταν τα συμφέροντα της, είχε τη δυνατότητα να παρέμβει στη διαδικασία πρωτοδίκως, τα δε αποφασισθέντα στην Κουή v. Χριστοδούλου δεν καταργούσαν  εξ ολοκλήρου τη δυνατότητα  αυτή.

 

Υπάρχουν και άλλες αποφάσεις βοηθητικές ως προς τη χρησιμοποίηση της Δ.48 θ.8(4). Η Νικολαΐδου v. Αττίπα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1620, είναι μια από αυτές. Σ’ αυτήν θεωρήθηκε ορθή η χρήση του εν λόγω Θεσμού προς επανεξέταση θέματος που ρυθμίστηκε ex-parte από επηρεαζόμενο άτομο που επιθυμεί την ακύρωση ή διαφοροποίηση διατάγματος, περιλαμβανομένης και έκδοσης εντάλ[*2864]ματος κατοχής δυνάμει τη Δ.43Α. Αναλόγως δε της έκβασης της αίτησης, χωρεί έφεση. Η Νικολαΐδου v. Αττίπα αφορούσε αιτητή που ήταν ήδη διάδικος στην αγωγή. Η Lion Insurance Agency Ltd v. Κωνσταντίνου (2002) 1 Α.Α.Δ. 265, αφορούσε μη διάδικο, επηρεασθέντα από μονομερώς εκδοθέν διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης. Κρίθηκε ότι η ασφαλιστική εταιρεία ήταν επηρεαζόμενο πρόσωπο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει το μηχανισμό της Δ.48 θ.8(4). Το Εφετείο διέκρινε την Heli-Air υπό το φως ιδιαίτερης πρόνοιας στο Άρθρο 15Β του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλεια υπέρ τρίτου) Νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο υπ’ αρ. 16(Ι)/2000. Η ουσία είναι ότι το Εφετείο δέχθηκε, σε αντίθεση με την πρωτόδικη κρίση, ότι οι εφεσείοντες ήταν άμεσα επηρεαζόμενα πρόσωπα και μπορούσαν να καταχωρήσουν αίτηση δυνάμει της Δ.48 θ.8(4), έχοντας προς τούτο locus standi χωρίς να έπρεπε να αιτηθούν την προηγούμενη συνένωση τους στην αγωγή, (δέστε και Αναφορικά με την Αίτηση των Marc Bonnant κ.ά., (2014) 1 Α.Α.Δ. 2821, ECLI:CY:AD:2014:D955, αλλά και την Σάββα (2014) 1 Α.Α.Δ. 829, ECLI:CY:AD:2014:D268).

 

Να λεχθεί, τέλος, ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που να διαφοροποιεί τη δυνατότητα παρέμβασης τρίτου στις περιπτώσεις όπου το διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς και σε εκείνες όπου το διάταγμα οριστικοποιήθηκε. Εννοιολογικά δεν παρέχεται πεδίο διαφοροποίησης. Το οποιοδήποτε μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, δυνητικά μπορεί να οριστικοποιηθεί στην πορεία, αλλά εάν τρίτο άτομο επηρεάζεται, ο επηρεασμός αυτός δεν ελαχιστοποιείται ή γίνεται λιγότερος διότι ακολουθήθηκε η ενδεδειγμένη πορεία επιστροφής του διατάγματος, καταχώρησης ένστασης και οριστικοποίησης, στην άγνοια του τρίτου προσώπου, το οποίο εκ των υστέρων ενημερώνεται για τα συμβάντα, όπως ακριβώς εδώ. (δέστε τον προβληματισμό στο άρθρο της Χ. Μίτλεττον «Το επηρεαζόμενο πρόσωπο της Δ.48, θ.8(4)» στα Ψυχονομικά ημερ. 12.1.2015).

 

Από όλα τα ανωτέρω συνάγονται τα εξής: Η ερμηνεία που δόθηκε στη Δ.48 θ.8(4), αφορούσε ιδιάζοντα γεγονότα και εφαρμοζόταν σε άτομα που δεν είχαν ιδιαίτερο συμφέρον στην υπόθεση. Το λεκτικό της Δ.48 θ.8(4), καθιστά σαφές ότι οποιοδήποτε πρόσωπο επηρεάζεται από διάταγμα μπορεί να αποταθεί  για την ακύρωση ή διαφοροποίηση του. Ακόμη και να περιορίζεται η ερμηνεία από την ανάγκη να προηγηθεί αίτηση για συνένωση, που κατά την άποψη του Δικαστηρίου, θα ήταν μέτρο αχρείαστο στα δεδομένα της πρωτόδικης διαφοράς, και πάλι η Δ.48 θ.8(4), προσφέρεται ως εναλλακτικό ένδικο μέσο. Όπως λέχθηκε στην Αίτηση των Τσίμον κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1417, στη σοφία του ο κανονιστικός νομοθέτης θέσπισε την εν λόγω Διαταγή ώστε οι διαφορές να επιλύονται [*2865]πρωτίστως στο Επαρχιακό Δικαστήριο, σε πρώτο δηλαδή βαθμό, και μετέπειτα, και εν ανάγκη, και κατ’  έφεση.  Αυτό είναι το ενδεδειγμένο διαδικαστικό μέτρο που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης.

 

Η αναγκαιότητα συνένωσης του τρίτου προσώπου ως προϋπόθεση για υποβολή αίτησης για ακύρωση ή διαφοροποίηση εκδοθέντος διατάγματος, μόνο περιπλοκή μπορεί να επιφέρει στη διαδικασία.  Κατ΄ αρχάς, είναι πολύ περιορισμένες, αν όχι ελάχιστες, οι περιπτώσεις στις οποίες τρίτο πρόσωπο θα έχει τη νομική δυνατότητα να επιδιώξει την καθολική ακύρωση του διατάγματος, παρεμβαίνοντας έτσι σε μια διαφορά μεταξύ των καθαυτό διαδίκων, υπονοώντας ότι το συμφέρον του θα ήταν ως διαδίκου, οπότε και η συνένωση του θα ήταν, ενδεχομένως, αναγκαία.  Πιο συνηθισμένη  είναι η περίπτωση τρίτο πρόσωπο να αιτηθεί διαφοροποίηση ή περιορισμό του διατάγματος στο βαθμό που έχει ευθέως επίπτωση σ’ αυτό. Κλασσικό παράδειγμα τα Mareva Injunctions, και γενικώς τα Freezing Orders, όπου πλέον στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι τύποι αυτών των διαταγμάτων περιέχουν σειρά δεσμεύσεων για τον ενάγοντα που περιλαμβάνουν και την κάλυψη των αναγκαίων εξόδων τρίτων, καθώς και την ελευθερία, επί αιτήσει,  αυτοί να αποταθούν για τη διαφοροποίηση του διατάγματος ή την έκδοση νέων οδηγιών. (δέστε για το θέμα O’Hare & Brown: Civil Litigation, ανωτέρω, σελ. 378-387 και ιδιαίτερα την παρ. 27.034, στη σελ. 383).

 

Η προηγούμενη συνένωση  του τρίτου προσώπου ως διαδίκου, κανένα σκοπό δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τη διαιώνιση της διαφοράς, την επιμήκυνση της εκκρεμοδικίας και την περιπλοκή στη διαδικασία (ο ενάγων ή και ο εναγόμενος, πιθανότατα θα ενστούν στη συνένωση, τυχόν δε απόρριψη θα οδηγήσει σε έφεση), ενώ το μόνο που ενδιαφέρει το τρίτο πρόσωπο είναι η λειτουργία της δικής του επιχείρησης και πολύ λίγο ή καθόλου δεν επιθυμεί να εμπλακεί στη διαφορά των διαδίκων, (δέστε για παράδειγμα την Iraqi Ministry of Defence v. Arcepey Shipping Co. SA [1981] 1 Q.B. 65 και Galaxia Maritime S.A. v. Mineral Importexport [1982] 1 W.L.R. 539). Η τελευταία δε υπόθεση αποτελεί και αυθεντία στο ότι εκεί όπου το διάταγμα επεμβαίνει καίρια στα εμπορικά δικαιώματα τρίτου, το διάταγμα πιθανόν να ακυρωθεί εφόσον δεν είναι ορθό να διατηρείται προς όφελος του ενάγοντα με μόνη την παροχή εγγύησης ότι θα καλυφθούν τυχόν ζημιές του τρίτου προσώπου.

 

Το λάθος εδώ του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν ότι δεν προνόησε κατά τα Αγγλικά πρότυπα (δέστε, για παράδειγμα, την Z Ltd [*2866]v. A-Z and AA-LL [1982] 1 W.L.R. 238), πρόσθετους, πέραν της εγγύησης για κάλυψη των ζημιών των εναγομένων, όρους ώστε να καλύπτονται τα δικαστικά και άλλα έξοδα τρίτων ενδιαφερομένων που θα είχαν βάσιμο λόγο να αποταθούν στο Δικαστήριο για προστασία των δικών τους συμφερόντων και που επηρεάζονταν από την έκδοση του διατάγματος. Τέτοια πρόνοια θα ήταν εύλογη, εξαγόμενη η αναγκαιότητα της από το υλικό που είχε το Δικαστήριο ενώπιον του, είτε κατά το μονομερές στάδιο, είτε στο επιστρεπτέο στάδιο.

 

Επομένως, ο διαδικαστικός μηχανισμός που προσφέρεται από τη Δ.48 θ.8(4), αποτελεί το εναλλακτικό ένδικο μέσο σε πρώτο βαθμό και μετέπειτα κατ’ έφεση, (δέστε και Αναφορικά με την Αίτηση του Ευάγγελου Εμπεδοκλή (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529, απόφαση Ολομέλειας σε Πολιτική Έφεση). Το δραστικό των εκδοθέντων διαταγμάτων δεν αποτελεί από μόνο του λόγο χορήγησης άδειας κατά προνόμιο, (δέστε την υπόθεση Startport Nominnes Ltd κ.ά.– ανωτέρω – όπου οι αιτητές ήσαν, σημειώνεται διάδικοι στην αγωγή), ενώ είναι φανερό ότι η εξέταση των ζητημάτων που  θέτει ο αιτητής στην προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αποτελούν πρόσφορο έδαφος για εξέταση, πόσο μάλλον επίλυση τους. Αυτό, διότι θα εμπλακεί η διαδικασία στο Ανώτατο Δικαστήριο σε θέματα που δεν αφορούν τον αιτητή, αλλά τρίτα άτομα, δηλαδή, την MMG και τους εναγόμενους και τις μεταξύ τους διαφορές, οι οποίες είναι πρόδηλο ότι είναι εκτεταμένες. Η προνομιακή δικαιοδοσία θα πρέπει να είναι σε θέση εάν χρησιμοποιηθεί να επιλύσει και το ζητούμενο, (δέστε Ι & Α Φιλίππου Αρχιτέκτονες κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 2510, ECLI:CY:AD:2016:D499). Προς αυτή την κατεύθυνση ενδεχόμενη έφεση από τους εναγόμενους, εναντίον των οποίων οριστικοποιήθηκαν τα διατάγματα, ίσως θα μπορούσε να διαφοροποιήσει τα πράγματα προς όφελος και του αιτητή. Ο συνήγορος όμως, ερωτηθείς, δεν ήταν σε θέση να ενημερώσει το Δικαστήριο κατά πόσο ασκήθηκε ή όχι έφεση.  Αναμφίβολα αυτή θα ήταν μια πληροφορία βοηθητική στο συνυπολογισμό όλων των παραγόντων που συνεκτιμώνται στην προνομιακή αυτή δικαιοδοσία.

 

Εκτός των ανωτέρω τίθεται και θέμα χρόνου καταχώρησης της επίδικης αίτησης. Τα διατάγματα εκδόθηκαν μονομερώς στις 30.8.2016 και οριστικοποιήθηκαν μετά από ακρόαση στις 23.9.2016. Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε στις 5.12.2016, αλλά δεν επεξηγείται οπουδήποτε πότε ακριβώς ο αιτητής έλαβε γνώση των διαταγμάτων, και γιατί δεν ενήργησε το ταχύτερο δυνατό.  Εκείνο που αναφέρεται είναι απλώς ότι είχε καλέσει επανειλημμένως την MMG να επιτρέψει τις επιχειρηματικές του δραστηριότη[*2867]τες παρά την ύπαρξη των διαταγμάτων, χωρίς όμως να αναφέρεται πότε έγινε αυτό ώστε να μπορεί να ελεγχθεί το λογικό του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος μέχρι την υποβολή του παρόντος αιτήματος. Ο παράγων του χρόνου πάντοτε λαμβάνεται  υπόψη στην προνομιακή δικαιοδοσία ούτως ώστε τυχόν καθυστέρηση να αποτελεί αρνητικό δεδομένο για τη χορήγηση άδειας, (δέστε R. v. Herrod [1976] 1 All E.R. 273, Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για Certiorari (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 2499 και Ανδρέας Ελευθερίου Επιχειρήσεις Λτδ για Certiorari (2013) 1 Α.Α.Δ. 1308).

 

Ούτε βέβαια η ταχύτερη διαδικασία στην προνομιακή δικαιοδοσία αποτελεί καλό λόγο ή εξαιρετικές περιστάσεις για την παροχή άδειας. Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι όπου υφίσταται άλλο ένδικο μέσο, η πάροδος χρόνου δεν διαφοροποιεί την κατάσταση, (Λάντου για Certiorari (2007) 1 Α.Α.Δ. 1017, Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Μιχαήλ (2013) 1 Α.Α.Δ. 260).

 

Εν τέλει υπό το φως του διαθέσιμου άλλου ένδικου μέσου και στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, η λήψη άδειας δεν είναι δυνατή.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο