ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME THN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SEIF ELDIN MOSTAFA MOHAMED EMAM ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 121/2016, 19/1/2017
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME THN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SEIF ELDIN MOSTAFA MOHAMED EMAM ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 121/2016, 19/1/2017
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2017:D11

ECLI:CY:AD:2017:D11

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      (ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.  121/2016)

 

19 Ιανουαρίου, 2017

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME THN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ

SEIF ELDIN MOSTAFA MOHAMED EMAM

 

-ΚΑΙ-

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

3.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

-----------------------------------

 

 

Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.

Ελένη Λοϊζίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.

-----------------------------------

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

   Π. Παναγή, Δ.:- Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κατόπιν ακροάσεως εξέδωσε διάταγμα κράτησης του αιτητή για σκοπούς έκδοσης του στην Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου, μετά από αίτηση των αρχών της χώρας αυτής,  προς το σκοπό δίωξης του σε σχέση με τα ακόλουθα ποινικά αδικήματα που κατ’ ισχυρισμό έχει διαπράξει ήτοι: (α) αεροπειρατεία, αντίσταση κατά των αρχών και κράτηση ομήρων κατά παράβαση των άρθρων 88 και 88bis του Ποινικού Κώδικα της Αιγύπτου, (β) πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια αεροσκάφους κατά παράβαση του άρθρου 168 του Νόμου Πολιτικής Αεροπορίας 28/1981 της Αιγύπτου και (γ) ενέργειες κατά παράβαση συγκεκριμένων άρθρων του Νόμου Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας 94/2015 της Αιγύπτου. 

 

Ακολούθως, ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Habeas Corpus, επιζητώντας την άμεση απελευθέρωση του από αστυνομική κράτηση στην οποία έχει τεθεί για σκοπούς έκδοσης του, προβάλλοντας ουσιαστικά πως εφόσον είναι αιτητής ασύλου και δεν έχει εκδοθεί τελική απόφαση επί του αιτήματός του, η κράτηση του για σκοπούς έκδοσης του στην Αίγυπτο παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της επαναπροώθησης (non-refoulement).  Η κράτηση του, υποστηρίζει, παραβιάζει επίσης τα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και συνιστά, περαιτέρω, λαμβανομένων όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, άδικο και καταπιεστικό μέτρο για το λόγο ότι οι κατηγορίες εναντίον του δεν έγιναν καλή τη πίστη ή προς το συμφέρον της δικαιοσύνης αλλά λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων του και της κριτικής στην οποία προέβη εναντίον της Αιγυπτιακής Κυβέρνησης.  Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση των καθ’ ων η αίτηση. 

 

Κατά την ημερομηνία που η αίτηση για Habeas Corpus ήταν ορισμένη για ακρόαση, υπεβλήθη προφορικό αίτημα από τον αιτητή όπως του επιτραπεί να προσαγάγει συγκεκριμένη έγγραφη μαρτυρία.  Θεωρώντας ορθότερο όπως το αίτημα, στο οποίο διατυπώθηκε ένσταση από τους καθ΄ ων η αίτηση, υποβληθεί γραπτώς, δόθηκαν από το Δικαστήριο σχετικές οδηγίες.

 

Συμμορφούμενος με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία επιζητεί την έκδοση διατάγματος με το οποίο να επιτρέπεται η προσαγωγή «έγγραφης μαρτυρίας η οποία επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα Παραρτήματα Α’, Β’, Γ’, Δ’ και Ε’».  Πρόκειται, αντίστοιχα, για έκθεση του Δρα Ηλία Παπαδόπουλου, ο οποίος, όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση της δικηγόρου Σταυρούλας Κυριακίδου, η οποία συνοδεύει την αίτηση, είναι ειδικός εμπειρογνώμονας για θύματα βασανιστηρίων (Παράρτημα Α’), επιστολή της Διεθνούς Αμνηστίας προς τη δικηγόρο του αιτητή σχετικά με την έρευνα και τις ενέργειες της Διεθνούς Αμνηστίας αναφορικά με την υπόθεση του αιτητή (Παράρτημα Β’),  έκθεση του US Department of State (Bureau of Democracy, Human Rights and LaborCountry Reports on Human Rights for 2015) (Παράρτημα Γ’), Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για την Αίγυπτο 2015/2016, ημερομηνίας 11.3.2016 (Παράρτημα Δ’) και Έκθεση του Human Rights Watch (HRW) για την Αίγυπτο για το έτος 2016 (Παράρτημα Ε’).  Τα Παραρτήματα Α’ και Β’ είναι μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου αλλά και της αίτησης του αιτητή για Habeas Corpus.

 

Η αίτηση βασίζεται κυρίως στο άρθρο 10(4) του περί Φυγοδίκων Νόμου, Ν.97/1970 (στο εξής «ο Νόμος») και συνοδεύεται, όπως έχει αναφερθεί, από ένορκη δήλωση δικηγόρου, στην οποία εκτίθενται οι λόγοι, για τους οποίους είναι αναγκαία, κατά τον αιτητή, η προσαγωγή της παραπάνω μαρτυρίας και που δικαιολογούν την έγκριση της αίτησης.  Υποστηρίζεται στην εν λόγω ένορκη δήλωση ότι τα έγγραφα αυτά έχουν άμεση συνάφεια με την υπόθεση του αιτητή και υποστηρίζουν και αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση του για Habeas Corpus. Ειδικότερα, για το έγγραφο, Παράρτημα Α΄, αναφέρεται ότι η προσαγωγή του είναι απαραίτητη επειδή υποστηρίζει τα λεγόμενα του στην εν λόγω ένορκη δήλωση για προηγούμενο βασανισμό του από τις Αιγυπτιακές Αρχές κατά τις περιόδους φυλάκισης του και το βάσιμο του φόβου του ότι σε περίπτωση έκδοσης του θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης και βασανιστηρίων. Η δε προσαγωγή του εγγράφου, Παράρτημα Β΄, είναι απαραίτητη επειδή παρέχει μαρτυρία σχετικά με την έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας αναφορικά με την υπόθεση του αιτητή και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις Αιγυπτιακές Αρχές, ενώ απαραίτητη είναι και η προσαγωγή των εγγράφων, Παραρτήματα Γ΄, Δ΄ και Ε΄, διότι αποτελούν αυθεντικές, ανεξάρτητες και αντικειμενικές πηγές πληροφόρησης για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αίγυπτο και υποστηρίζουν επίσης, αντικειμενικά, το βάσιμο του φόβου του αιτητή για παραβιάσεις των Άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ.

 

Κατά τους καθ΄ ων η αίτηση, η προσκόμιση νέων εγγράφων δεν επιτρέπεται από τον Νόμο, εκτός όπου ρητά αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4) του Άρθρου 10. Εν προκειμένω, τα έγγραφα των οποίων επιδιώκεται η προσαγωγή είναι άσχετα με τις διατάξεις αυτές. Περαιτέρω, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αίτηση έκδοσης του αιτητή υποβλήθηκε για τον σκοπό δίωξης του για το αδίκημα της αεροπειρατείας, το οποίο παραδέχεται σε κατάθεση του ότι διέπραξε, ενώ νόμιμα και εύλογα ζητείται η έκδοση του από τις Αιγυπτιακές Αρχές για σκοπούς ποινικής δίωξης.  Κανένα δε από τα έγγραφα, Παραρτήματα Α΄-Ε΄, δεν περιέχει αποδεικτικά στοιχεία που να αφορούν τον ίδιο τον αιτητή και να δημιουργούν εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι η έκδοση του θα ήταν άδικο ή καταπιεστικό μέτρο. 

  

Ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν επιτρέπεται η προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας σε διαδικασίες της φύσεως Habeas Corpus όσο πειστική και αν είναι η μαρτυρία αυτή.  Γενικά ομιλούντες, η πρόσθετη μαρτυρία είναι ζήτημα για τον αρμόδιο Υπουργό και όχι για τα δικαστήρια[1]. Στην Schtraks η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, απέρριψε αίτημα εκζητούμενου με την οποία επεδίωκε την προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας που καταδείκνυε την αθωότητα του και η οποία ήρθε στο φως μετά την εκδίκαση της αίτησης έκδοσης του. Υπάρχουν, βέβαια, εξαιρέσεις στον κανόνα.  Το ζήτημα στην Κύπρο ρυθμίζεται νομοθετικά και διέπεται από το άρθρο 10 (4) του Νόμου το οποίο παρέχει τη δυνατότητα προσκόμισης συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων στις περιπτώσεις που τα στοιχεία αυτά είναι «σχετικά προς την άσκησιν της δικαιοδοσίας αυτού δυνάμει του άρθρου 4 ή δυνάμει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου».   Εδώ, ενδιαφέρει η παράγραφος (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 10 – οι παράγραφοι (α) και (β) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του αιτητή - το οποίο προβλέπει για τη δυνατότητα αποφυλάκισης του υπό έκδοση προσώπου από το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για Habeas Corpus εφ’ όσον αυτό ήθελε κρίνει ότι:

« [….]

(γ) λόγω τoυ ότι η κατ' αυτoύ κατηγoρία δεv εγέvετo καλή τη πίστει ή εv τω συμφέρovτι της δικαιoσύvης,

η απόδoσις αυτoύ θα απoτελεί, λαμβαvoμέvωv υπ' όψιv απασώv τωv περιστάσεωv, άδικov ή καταπιεστικόv μέτρov.»

 

 

Κατά την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή, η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου είναι ευρύτερη από τη δικαιοδοσία του  Δικαστηρίου το οποίο εκδικάζει το αίτημα έκδοσης, αφού έχει εξουσία να ελέγξει όλα όσα καθορίζονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 10 καθώς επίσης και οποιαδήποτε συμπληρωματικά στοιχεία.  Επομένως, συνεχίζει η εισήγηση, οι διατάξεις του άρθρου 10 «προβλέπουν εξ υπαρχής δικαστικό έλεγχο προς την απόδοση προσώπου στο κράτος που ζητά την απόδοση και μάλιστα με ευρύτατες εξουσίες» και εφόσον ο Νόμος ρητά επιτρέπει την προσκόμιση περαιτέρω στοιχείων, θα πρέπει να επιτραπεί η προσκόμιση των στοιχείων, αντικείμενο της αίτησης, τα οποία έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα και τους ισχυρισμούς του αιτητή. 

 

Με όλο το σεβασμό προς την ευπαίδευτη συνήγορο, η θέση της δεν βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις του εδαφίου (3)(γ) του πιο πάνω άρθρου, το οποίο περιορίζει τη δυνατότητα προσκόμισης συμπληρωματικών στοιχείων στις περιπτώσεις που τα στοιχεία αυτά αφορούν στο ερώτημα αν η κατηγορία που καταλογίζει η αιτούσα χώρα στον εκζητούμενο               «… εγένετο καλή τη πίστη ή εν τω συμφέροντι της δικαιοσύνης».  Συγχρόνως παραγνωρίζει ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε αιτήσεις Habeas Corpus, είναι περιορισμένη και ότι ο ρόλος του Δικαστή που επιλαμβάνεται τέτοιας αίτησης περιορίζεται ουσιαστικά σε εξέταση κατά πόσο υπήρχε, από αντικειμενική θεώρηση, επαρκής μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης, η οποία δικαιολογούσε την έκδοση και κατά πόσο το Δικαστήριο αυτό ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Γεώργιου Χαρατσίδη, Πολιτική Έφεση 394/2014 ημερομηνίας 28.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A176), και όχι ο εξ υπαρχής δικαστικός έλεγχος ως προς την απόδοση του αιτητή[2].

 

 

Ερμηνεύοντας τον όρο «καλή πίστη» στην υπόθεση R v. Secretary of State for Home Affairs Ex parte Osman, unreported, co/2496/92 QBD ημερομηνίας 20 Νοεμβρίου 1992,[Transcript: Martin Walsh Cherer], ο Kennedy LJ ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«In my judgment the term ‘good faith’ has to be given a reasonably generous interpretation so that if the proceedings were brought for a collateral purpose, or with an improper motive and not for the purpose of achieving the proper administration of justice, they would not be regarded as complying with this statutory requirement.  Likewise the accusations would not be made in good faith and in the interests of justice if the prosecution deliberately manipulates or misuses the process of the court to deprive the defendant of a protection to which he is entitled by law».

 

 

Εν προκειμένω, η κατά τον αιτητή έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους των Αιγυπτιακών Αρχών συναρτάται με τη θέση του ότι οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει έγιναν λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και της κριτικής στην οποία προέβη εναντίον της Αιγυπτιακής Κυβέρνησης.  Ωστόσο, η παρούσα αίτηση δεν προωθείται στη βάση της θέσης αυτής, αφού καμία αναφορά δεν γίνεται στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει ότι τα έγγραφα που επιζητεί να προσκομίσει ο αιτητής ως συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία συναρτώνται με τη θέση αυτή, ούτε αποκαλύπτεται κάτι τέτοιο από το περιεχόμενο των ίδιων των εγγράφων.  Διαπίστωση που σφραγίζει την τύχη της αίτησης.

 

Σε ό, τι αφορά τα έγγραφα Παρατήματα Γ’, Δ’ και Ε’, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και για το λόγο ότι πρόκειται για έγγραφα που υπήρχαν ενώ διεξαγόταν η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και θα μπορούσαν, με την επίδειξη δέουσας επιμέλειας, να είχαν εξασφαλιστεί προς χρήση στη διαδικασία εκείνη.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου



[1] Βλ. R v. Governor of Brixton Prison, ex parte Perry [1924] 1 K.B. 455, Schtraks v. Government of Israel and Others [1962] UKHL 4  και το σύγγραμμα των V.E. Hartley και Peter Sells, British Extradition Law and Procedure (σελ. 113)

 

[2] Βλ. επίσης, Αναφορικά με την Αίτηση Habeas Corpus του Hussein Jamil Hachem (1992) 1 A.A.Δ 191.   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο