ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Σ.Σ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/2017, 9/3/2017

ECLI:CY:AD:2017:D75

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/2017)

 

9 Μαρτίου 2017

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Σ.Σ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI KAI MANDAMUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12.1.17 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΔΟ Χ

---------------

 

Βασίλης Μπίσσας, για τον αιτητή.

 

---------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ανήλικο πρόσωπο[1], πρώτου βαθμού συγγενείας με τον ύποπτο,  κατήγγειλε στην αστυνομία πως ο αιτητής διατηρεί λογαριασμό στο facebook και ότι μέσω αυτού συνομιλεί με ανήλικα κορίτσια με τα οποία ανταλλάσσει γυμνές φωτογραφίες, παρουσιαζόμενος ως άτομο νεαρότερης ηλικίας και προσκαλώντας ανήλικες να συναντηθούν μαζί του με σκοπό να τους ψωνίσει.  Ήταν η θέση του εν λόγω προσώπου ότι πέτυχε πρόσβαση στον λογαριασμό του αιτητή αφού κατείχε τους κωδικούς πρόσβασης,  τους οποίους της είχε δώσει ο ίδιος.  Από εξετάσεις που έγιναν, εντοπίστηκε το προφίλ του υπόπτου στο οποίο αρκετά από τα πεδία του, όπως οι φίλοι και τα προσωπικά του στοιχεία είναι κλειδωμένα (μη δημόσια), κατά τρόπο που να μην είναι θεατά από πρόσωπα τα οποία δεν είναι διαδικτυακοί του φίλοι.

 

Οι παραπάνω ισχυρισμοί περιλήφθηκαν σε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη εντάλματος έρευνας οικίας και υποστατικών του αιτητή, με αναφορά σε συγκεκριμένη διεύθυνση, με σκοπό τον εντοπισμό ηλεκτρονικού/ων υπολογιστή/ων ή και άλλων μέσω αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των αδικημάτων της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, της κατοχής παιδικής πορνογραφίας και της άγρας παιδιού για σεξουαλικούς σκοπούς.  Το Δικαστήριο εξέδωσε το ζητούμενο ένταλμα έρευνας καταγράφοντας ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης εκδόσεως του και ειδικότερα ότι υπάρχει επαρκής μαρτυρία προκύπτουσα από τη σειρά των γεγονότων που οδηγούν σε εύλογη υπόνοια ότι στην αναφερόμενη διεύθυνση μπορεί να βρίσκονται ηλεκτρονικοί υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων. 

 

Ακολούθησε η υπό εξέταση αίτηση, με την οποία ζητείται άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προς ακύρωση του εν λόγω εντάλματος έρευνας.  Αίτημα για παραχώρηση άδειας προς καταχώριση αίτησης mandamus για άλλο συναφές θέμα, έχει αποσυρθεί.

 

Ισχυρισμός ότι δεν διασυνδέθηκε το ένταλμα με την υπό έρευνα κατοικία

 

Οι νομικοί λόγοι που φαίνονται στην αίτηση παρατίθενται εκτεταμένα και εν πολλοίς αλληλοεπικαλύπτονται.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή  επικεντρώθηκε στον κύριο λόγο, που αποτελεί και την ουσία της αίτησης, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, ο οποίος έγκειται στον ισχυρισμό ότι από την επίμαχη ένορκη δήλωση δεν προέκυπτε καμιά εύλογη υπόνοια ότι υπάρχει οποιοδήποτε αντικείμενο με το οποίο να διαπράττεται ή να διαπράχθηκε αδίκημα στην οικία ή και υποστατικά του αιτητή.  Τα αναφερόμενα γεγονότα, εισηγήθηκε, δεν συνδέονται καθόλου με την οικία ή και υποστατικά του αιτητή.  Δεν γίνεται μνεία για την ύπαρξη ηλεκτρονικών υπολογιστών ή και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων εκεί.  Ελλείπει, ως εκ τούτου, η αναγκαία διασύνδεση της σκοπούμενης έρευνας με συγκεκριμένο τόπο και ειδικά με τη διεύθυνση που προσδιορίζεται ως η οικία και υποστατικά του αιτητή.

 

Παρέπεμψε, ως προς το βασικό αυτό επιχείρημα, στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 282 (απόφαση Χατζηχαμπή, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία  το ένταλμα έρευνας σε σχέση με ανεύρεση ναρκωτικών ακυρώθηκε, εφόσον κρίθηκε ότι η προσφερθείσα μαρτυρία έτεινε απλώς να καταδείξει πως ο ύποπτος είχε στην κατοχή του ναρκωτικά, χωρίς όμως να υπάρχει μαρτυρία που να συνδέει τέτοια κατοχή με οποιοδήποτε υποστατικό.  Θεώρησε το Δικαστήριο, στην υπόθεση εκείνη, ότι τέτοια διασύνδεση δεν μπορεί να προκύψει συμπερασματικά ως θέμα κοινής λογικής, εφόσον το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, συνδέει το αντικείμενο με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου, καταλήγοντας ότι «μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο και όχι απλώς γενική και αόριστη υπόθεση ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα». 

 

Η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος, είναι δεδομένη.  Ήδη από τον 18ο αιώνα το κοινό δίκαιο απέρριψε ως παράνομη την ιδέα ενός γενικού εντάλματος έρευνας (R. v. John Wilkos [1763] 2 Wils 151, Huckle v. Money [1763] 2 Wils 205, Entick v. Carrington [1765] 2 Wils 275).

 

Το ζητούμενο, όμως, εν προκειμένω, αφορά τη μαρτυρία που απαιτείται να υπάρχει ώστε να θεμελιωθεί η αναγκαία διασύνδεση με την αναφερόμενη οικία ή υποστατικό.  Όπως παρατηρεί ο Γεώργιος Μ. Πικής, με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 27 του Κεφ. 155, «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεομένου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος.» (Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69).  Περί πιθανότητας, λοιπόν, ο λόγος, η οποία, ασφαλώς, πρέπει να είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις.

 

Εν προκειμένω, έστω και αν δεν έγινε ρητή αναφορά περί του ότι τα υπό αναζήτηση αντικείμενα βρίσκονταν στη συγκεκριμένη διεύθυνση, η διασύνδεση τέτοιων προσωπικών αντικειμένων καθημερινής, ατομικής χρήσης με την οικία του ατόμου, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση της Σιακαλλής, αποτελεί καθ΄όλα εύλογη πιθανότητα.

 

Ισχυρισμός περί αλυσιτελούς εντάλματος έρευνας

 

Ο δεύτερος λόγος που τονίστηκε ήταν ότι η έκδοση του εντάλματος έρευνας συνιστούσε αλυσιτελή πράξη η οποία δεν μπορούσε να οδηγήσει σε στοιχειοθέτηση των ερευνούμενων αδικημάτων.  Τούτο, γιατί σε αντίθεση με την κατάσχεση αντικειμένων των οποίων η κατοχή είναι εγγενώς παράνομη (λ.χ. ναρκωτικά), εν προκειμένω η παραλαβή και μόνο του ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλων αντικειμένων ως καθορίζονται στο ένταλμα, δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινικό αδίκημα, εφόσον θα έπρεπε οι αστυνομικές αρχές να επέμβουν στην ηλεκτρονική επικοινωνία του αιτητή και άρα θα έπρεπε να υπάρχει παράλληλα ένταλμα πρόσβασης στα τηλεπικοινωνιακά του δεδομένα.

 

Η συνύπαρξη και η παράλληλη λειτουργία των δύο δικαστικών ενταλμάτων, προκύπτει ευθέως από το άρθρο 21 του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμος του 1996 (Ν. 92(Ι)/1996) και έχει αναγνωριστεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιχάλη Πουργούρη (2012) 1 ΑΑΔ 2604, όπου παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή.  Στο εδάφιο (1) του άρθρου 21 προβλέπεται η δυνατότητα έκδοσης δικαστικού εντάλματος για πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, ενώ το εδάφιο (2) ρητώς αναφέρεται σε παράλληλο ένταλμα έρευνας με βάση τις πρόνοιες του Κεφ. 155, ως ακολούθως:

 

«(2)  Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση δύναται να υποβληθεί αναφορικά με περιεχόμενο επικοινωνίας, που βρίσκεται καταγεγραμμένο σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, κατόπιν εκτέλεσης δικαστικού εντάλματος έρευνας, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 27, 28, 29 και 30 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου …»

 

 

Συνεπώς, η έκδοση του εντάλματος έρευνας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αλυσιτελής σε σχέση με τη σκοπούμενη διερεύνηση, εφόσον ρητά προκύπτει ότι συνιστά τη μια πτυχή της διερεύνησης.

 

Συνήθως, μάλιστα, σε τέτοιες περιπτώσεις, η διερεύνηση είναι πολυσχιδής, εφόσον υπεισέρχεται, σε πρώτο στάδιο, άλλη μία δικαστική παρέμβαση, ήτοι διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που διατηρεί ο παροχέας τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και διάθεσής τους σε αστυνομικό ανακριτή, με σκοπό την αναγνώριση της ταυτότητας του υπόπτου (βλ. άρθρα 4 και 5 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν. 183(Ι)/2007).  Εν προκειμένω, αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για έκδοση του εντάλματος, ότι το προφίλ του υπόπτου εντοπίστηκε από εξετάσεις που έγιναν μέσω του ΓΚΗΕ.

 

Εν πάση περιπτώσει, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, αρκεί να λεχθεί ότι, όπως έγινε δεκτό από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή, τίποτε δεν εμποδίζει την εξασφάλιση εντάλματος πρόσβασης στο περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας του αιτητή, στα πλαίσια της περαιτέρω διερεύνησης της υπόθεσης μετά την εξασφάλιση, δια του εντάλματος έρευνας, του αντικειμένου, ως τέτοιου, στο οποίο ενδέχεται να βρίσκεται αποθηκευμένη η τυχόν επικοινωνία.  Μάλιστα, όχι μόνο δεν αποκλείεται, αλλά αυτή προκύπτει να είναι η ενδεδειγμένη διαδικασία.

 

 

Αρχή αναλογικότητας στα πλαίσια του Άρθρου 17 του Συντάγματος

 

Άλλος λόγος στην Αίτηση αφορά τη θέση του αιτητή ότι δεν  εξετάστηκε η αρχή της αναλογικότητας και δεν τέθηκαν με το ένταλμα έρευνας ασφαλιστικές δικλείδες, κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος (Δικαίωμα Απορρήτου της Επικοινωνίας).

 

Παρέπεμψε σχετικά ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή στην πρόσφατη απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα, Πολιτική Έφεση 219/2015, ημερομηνίας 29.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A586, όπου δόθηκε από την Ολομέλεια άδεια για καταχώριση αίτησης certiorari επειδή σε ένταλμα έρευνας που είχε εκδοθεί με σκοπό τον εντοπισμό και την κατάσχεση ηλεκτρονικού υπολογιστή ή και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων, δεν είχαν τεθεί ασφαλιστικές δικλείδες με αποτέλεσμα να τίθεται, εκ πρώτης όψεως, θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας.  Το Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη ότι το άρθρο 27 δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση, όμως, αναφερόμενο σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ που αφορούσαν σε παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι στη συγκεκριμένη εκείνη υπόθεση αναζητείτο ένα και μόνο δημοσίευμα, θεώρησε ότι θα έπρεπε το εκδώσαν δικαστήριο να είχε κατά νου και την αρχή της αναλογικότητας. 

 

Η υπόθεση, όμως, Ευδόκας είναι σαφές ότι περιορίστηκε στα δικά της γεγονότα και κυρίως στο γεγονός ότι αφορούσε ένα και μόνο δημοσίευμα, στοιχείο που τονίστηκε ιδιαίτερα από το Δικαστήριο. 

 

Εξ αντιδιαστολής, στην υπόθεση CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2014, ημερομηνίας 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A126, η Ολομέλεια έκρινε, επί των γεγονότων εκείνης της περίπτωσης, ότι κατά την έκδοση εντάλματος έρευνας και τη συνεπακόλουθη κατάσχεση ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν ετίθετο προς εξέταση η αρχή της αναλογικότητας.  Διαφοροποίησε δε την περίπτωση από την απόφαση του ΕΔΑΔ Stefanov v. Bulgaria, Application No. 65755/2001  ημερομηνίας 22.8.2008, που αφορούσε την κατάσχεση ηλεκτρονικών υπολογιστών στα πλαίσια εκτέλεσης εντάλματος έρευνας.  Στην υπόθεση εκείνη το ΕΔΑΔ διαπίστωσε ότι με το γενικό τρόπο που είχε εκτελεστεί το ένταλμα έρευνας σε δικηγορικό γραφείο, υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας του μέτρου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, με αποτέλεσμα η έρευνα να είχε προσκρούσει, σε δυσανάλογο υπό τις περιστάσεις βαθμό, στο επαγγελματικό απόρρητο του ενδιαφερόμενου δικηγόρου.

 

Η αρχή δικαίου που επιβεβαιώθηκε στην Ευδόκας, όπως και στην Stefanov, είναι βαθιά ριζωμένη στο δίκαιο και έγκειται στην υποχρέωση για περιορισμό, κατά το πρακτικώς εφικτό, στην παρεχόμενη εξουσιοδότηση για έρευνα.  Όπως χαρακτηριστικά διατυπώθηκε στην Stefanov:

 

«According to the Court’s case-law, search warrants have to be drafted, as far as practicable, in a manner calculated to keep their impact within reasonable bounds».

 

 

Με δεδομένη πάντοτε την αρχή περί ανάγκης «περιορισμού του περιορισμού», ‘as far as practicable’, κρίσιμη σημασία έχουν κάθε φορά τα συγκεκριμένα γεγονότα κάθε περίπτωσης, όπως σαφώς προκύπτει από τις υποθέσεις Ευδόκας και CPS.  Τούτο φαίνεται και από τη συνέχεια που είχε η υπόθεση Ευδόκας, μετά τη χορήγηση άδειας προς καταχώριση αίτησης certiorari.  Η αίτηση απερρίφθη, κατ΄ουσίαν επειδή κρίθηκε στο τέλος ότι δεν ήταν πρακτικώς εφικτή, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η επιβολή περιορισμών σε εκείνο το πρόωρο στάδιο (Αναφορικά με την Αίτηση Πέτρου Ευδόκα, Πολιτική Αίτηση 3/2017, ημερομηνίας 23.2.2017).

 

 Ό,τι τώρα συζητείται δεν είναι το αδιαμφισβήτητο ζήτημα αρχής, αλλά το πρακτικό ζήτημα που μόνο επί των γεγονότων κάθε περίπτωσης μπορεί να κριθεί και έγκειται στο κατά πόσον η μη εξέταση της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό σ΄αυτό το πρώτο στάδιο της έρευνας, είχε τέτοια συνέπεια ώστε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης,  να συνιστά λόγο ακυρότητας του εντάλματος έρευνας.

 

Η συγκεκριμενοποίηση, όμως, δεν μπορεί να γίνεται με γενικούς όρους, όπως έπραξε εν προκειμένω ο αιτητής ο οποίος δεν προσδιόρισε τί θα άρμοζε στην περίπτωσή του ως περιορισμός ή, αντιστοίχως, ποια ήταν η ανεπίτρεπτη υπό τις περιστάσεις γενικότητα. 

 

Στην υπόθεση Stefanov λ.χ., δεν καθορίστηκαν στο ένταλμα τα αντικείμενα και τα έγγραφα που αναμενόταν να ανευρεθούν, δεν διασφαλίστηκε το περιεχόμενο του σκληρού δίσκου και των συναφών που είχαν παραληφθεί κατά τρόπο που να προσκρούει στο επαγγελματικό απόρρητο δικηγόρου και τα παραληφθέντα κατακρατήθηκαν από την αστυνομία για περίοδο πέραν των δύο μηνών. 

 

Αλλά και η Ευδόκας διαφοροποιείται,  εφόσον, ως άνω, αφορούσε ένα και μόνο δημοσίευμα, στοιχείο που τονίστηκε ιδιαίτερα από το Δικαστήριο.  Εν προκειμένω, δεν υπάρχει τέτοια συγκεκριμενοποίηση, αλλά αντίθετα η μαρτυρία παραπέμπει σε ευρύτερη δραστηριότητα του υπόπτου μέσω του διαδικτύου, ενώ ο εκ των υστέρων αναγκαίος διαχωρισμός των στοιχείων που θα αποκαλυφθούν στο τέλος ως σχετικά, είναι δεδομένη πάντοτε δυνατότητα.

 

Άλλωστε, λόγω της προβλεπόμενης, ως άνω, παράλληλης διαδικασίας, οι τυχόν αναγκαίοι περιορισμοί υπάρχει δυνατότητα να τεθούν στα πλαίσια έκδοσης διατάγματος πρόσβασης με βάση το άρθρο 21 του Ν. 92/1996.  Εκείνο μάλιστα το στάδιο προβάλλει ως προσφορότερο για εξέταση της αρχής της αναλογικότητας, εφόσον τότε είναι που υπεισέρχεται η πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα. 

 

Οι πρόνοιες του άρθρου 32 του Κεφ. 155

 

Εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα ακόμα και από όλα τα πιο πάνω, υπάρχει μια περαιτέρω διάσταση η οποία δεν εξετάστηκε σε προηγούμενες υποθέσεις και αφορά τις δυνατότητες που παρέχει, αλλά και την υποχρέωση ελέγχου που επιβάλλει στο αρμόδιο δικαστήριο το άρθρο 32 του Κεφ. 155, που έχει ως ακολούθως:

 

«Κατακράτηση ή διάθεση πραγμάτων που κατασχέθηκαν δυνάμει εντάλματος έρευνας

32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.

(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.

(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει-

(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει ή

(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει.»

 

Όπως εξηγήθηκε στην Concrete Mix Limited v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 360:

 

«Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του άρθρ. 27, παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 (1) του νόμου. Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του άρθρ. 32 (1) παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές Αρχές μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες.»

 

 

 

Ως προς τη συνταγματική διάσταση του θέματος, στην υπόθεση Φειδίας Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1961) 1 R.S.C.C. 66, ελέχθησαν τα ακόλουθα:

 

«Α law providing for the seizure of movable property and the temporary detention thereof for purposes of production before a court in criminal proceedings is constitutional within the meaning of paragraph (3) of Article 23 in that it provides for the imposition of restrictions or limitations in the interest of public safety as well as for the protection of the rights of others.»

 

 

Τυχόν παράπονα του αιτητή  ως προς την κατάσχεση των αντικειμένων ή μέρους αυτών και τη διάρκεια της κατακράτησής τους, μπορεί να αντιμετωπισθούν σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.  Συνεπώς, δεν θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, θεμιτή η προσφυγή στην εφεδρεία της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ακύρωση του εντάλματος για το ότι δεν τέθηκαν περιορισμοί, αφ΄ης στιγμής θα μπορούσε ο αιτητής, εξειδικεύοντας βέβαια τέτοιους περιορισμούς, να αποταθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο για να ζητήσει την επιβολή περιορισμών ή και την επιστροφή των τεκμηρίων, ή μέρους αυτών, ή και τον έλεγχο της διάρκειας κράτησης τους, στα πλαίσια του άρθρου 32. 

 

 

Η κατάληξη σε σχέση με το θέμα των περιορισμών και της αναλογικότητας

 

Συνεπώς, για όλους τους παραπάνω λόγους, το γεγονός ότι δεν εξετάστηκε η αρχή της αναλογικότητας και δεν τέθηκαν περιορισμοί στο ένταλμα έρευνας, οι οποίοι δεν προσδιορίζονται, δεν αποτελεί σφάλμα και μάλιστα τέτοιας φύσεως ώστε να μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωση του εντάλματος με προνομιακό διάταγμα.

 

Επιχείρημα περί παραβίασης προσωπικής επικοινωνίας

 

Αναφέρεται, περαιτέρω, στους νομικούς λόγους της αίτησης, ότι υπήρξε παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος (απόρρητο επικοινωνίας) επειδή το εν λόγω πρόσωπο που εισήλθε στον ηλεκτρονικό λογαριασμό του αιτητή παραβίασε την προσωπική του επικοινωνία.  Τούτο, διότι ο ισχυρισμός  ότι τους κωδικούς χρήσης τους έδωσε ο ίδιος δεν αντέχει στη λογική «αφού σε καμιά περίπτωση ο αιτητής δεν έδωσε κωδικούς, πόσο μάλλον εάν γνώριζε ότι με τους κωδικούς του το άγνωστο αυτό πρόσωπο θα μπορούσε να δει τις οποιεσδήποτε άσεμνες φωτογραφίες που στάλθηκαν στον αιτητή».  Κατ΄αρχάς, η ένορκη δήλωση δεν αναφέρεται σε «άγνωστο πρόσωπο», αλλά σε πρόσωπο συνδεόμενο με τον αιτητή με συγγένεια πρώτου βαθμού, ήτοι σε τέκνο του αιτητή. Η δε σχετική αναφορά στην ένορκη δήλωση δεν ενσωματώνει άρνηση του ισχυρισμού περί πρόσβασης με τους κωδικούς του αιτητή τους οποίους ο ίδιος διέθεσε, αλλά περιορίζεται σε ένα επιχείρημα λογικής ότι δεν θα ήταν λογικό, υπό τις περιστάσεις που του αποδίδονται, να δώσει τους κωδικούς του.  Αυτά καταγράφονται χάριν τάξης. 

 

Η ουσία είναι ότι δεν μπορεί το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας να υπεισέλθει σε τέτοια ζητήματα αμφισβήτησης, έστω και εμμέσως, ισχυρισμών.  Μόνο αν επρόκειτο για περίπτωση αποδεδειγμένου δόλου και ψευδορκίας προς εξασφάλιση του προσβαλλόμενου εντάλματος και νοουμένου ότι η ακύρωση του θα εζητείτο, ακριβώς λόγω του δόλου και της ψευδορκίας, θα μπορούσε να είχε νόημα το ζήτημα (βλ. Halsbury’s Laws of England, 3rd Edition, Vol. 11, para. 125, R. v. Recorder of Leicester, ex parte Wood [1947] 1 All E.R. 928).

 

Ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν σχημάτισε ιδίαν εύλογη υπόνοια

 

Άλλο ζήτημα που τέθηκε εκ μέρους του αιτητή ήταν πως το Δικαστήριο δεν προέβη το ίδιο στις αναγκαίες διαπιστώσεις περί εύλογης υποψίας, παρά μόνο αναφέρει ότι έχει λογικά ικανοποιηθεί για την ύπαρξη ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος, χωρίς να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ικανοποιήθηκε.

 

Ως προς το ζήτημα αυτό, είναι δεδομένο πως η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση εντάλματος, η οποία ασφαλώς πρέπει να είναι το αποτέλεσμα νοητικής διεργασίας του ίδιου του δικαστή, χωρίς η γνώμη του ενόρκως δηλούντος να είναι αρκετή (Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207, Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτορα Μακρίδη, Πολ. Εφ. Αρ. 514/2012, ημερομηνίας 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238, CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, ανωτέρω).   Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, εισηγούμενος ότι αυτό έγινε και εν προκειμένω, παρέπεμψε στην προαναφερθείσα υπόθεση Σιακαλλής, στην οποία κρίθηκε πως η «αόριστη αναφορά» στο τέλος του εντάλματος ότι ο δικαστής είχε ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσής του, δεν μπορούσε να θεραπεύσει την έλλειψη διαπίστωσης από τον ίδιο για την ύπαρξη εύλογης υποψίας.  Παρόμοια προσέγγιση χαρακτηρίζει και την απόφαση Αναφορικά με την Άντρη Παναγιώτου (2002) 1 ΑΑΔ 1957 (Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε).

 

Από την άλλη, στην υπόθεση Αντωνίου (2009) 1 ΑΑΔ 656 (660) (Κωνσταντινίδης, Δ.), αφού ελέχθη ότι κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών, κρίθηκε ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του εκδώσαντος το ένταλμα δικαστή στοιχειοθετούσε εύλογη υπόνοια με τέτοιο τρόπο ώστε η κατάληξη πως ο Δικαστής ικανοποιήθηκε λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος, χωρίς ο ίδιος να έχει παραπέμψει σε εύλογη υποψία της αστυνομίας, ασφαλώς ενσωμάτωσε τη δική του κρίση πάνω στο θέμα.  Λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα: 

 

«Αυτή η κατάληξη υπογραμμένη από τον ίδιο το δικαστή είναι δική του και κανενός άλλου, ενσωματώνει τη δική του υποψία στη βάση των δεδομένων που ενόρκως τέθηκαν ενώπιον του …»

 

Στην υπόθεση Παναγιώτου (2004) 1 ΑΑΔ 1094,  επιβεβαιώθηκε τελικά από την Ολομέλεια ότι το τί αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης.  Μια δικαστική απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη όταν παρέχεται η δυνατότητα στο Εφετείο να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση.  Υπ΄αυτό το πρίσμα και υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης, θεωρήθηκε πως η συμπερίληψη της απαιτούμενης βεβαίωσης περί λογικής ικανοποίησης για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος (σύλληψης ή έρευνας) δεν μπορούσε παρά να σημαίνει πως η αναγκαιότητα της έκδοσης του εντάλματος προέκυπτε από τα αναφερόμενα στην ένορκη δήλωση.

 

Εν προκειμένω, η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστή δημιουργούσε εύλογη υπόνοια για τις ανάγκες έκδοσης του εντάλματος.  Ο δικαστής δεν αναφέρθηκε, δεν στηρίχθηκε σε εύλογη υπόνοια της αστυνομίας.  Έχοντας υπόψη του τη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του, στην οποία ρητώς αναφέρθηκε, η κατάληξή του πως ικανοποιήθηκε λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος, δεν μπορούσε παρά, υπό τις περιστάσεις, να είχε την έννοια ότι στο δικό του μυαλό είχε σχηματίσει την απαιτούμενη εύλογη υπόνοια πως στη διεύθυνση του αναφέρεται στο ένταλμα μπορεί να βρίσκονται τα αναζητούμενα αντικείμενα, όπως ρητώς αναφέρθηκε στο αιτιολογικό μέρος του εντάλματος. 

 

Ζήτημα ότι ο αιτητής δεν είναι ιδιοκτήτης της οικίας

 

Τέλος, ο αιτητής ήγειρε ζήτημα ισχυριζόμενος ότι δεν είναι ιδιοκτήτης της οικίας για την οποία εκδόθηκε το ένταλμα.  Η οικία ανήκει στην αδελφή του και σε αυτή διαμένει η μητέρα του.  Ο ίδιος διαμένει σε ένα δωμάτιο εντός αυτής μετά τη διάσταση με την πρώην σύζυγό του.  Ως εκ τούτου, καταλήγει ο σχετικός λόγος, το ένταλμα δεν αποσκοπούσε στην κατοικία του αιτητή, αλλά στην κατοικία της αδελφής του.  Δεν έχει θεμελιωθεί νομικά το επιχείρημα αυτό και γιατί τέτοια κατάσταση θα έπρεπε να οδηγήσει σε ακύρωση του εντάλματος με προνομιακό διάταγμα.  Εν πάση περιπτώσει, σημειώνεται ότι κατοικία θεωρείται κάθε χώρος που χρησιμοποιείται για διαμονή, ακόμα και απλή παραμονή και που δεν είναι προσιτός σε όλους.    Η προστασία του Άρθρου 16 και αντιστοίχως του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ παρέχεται στο πρόσωπο που κατοικεί, με τη συνήθη έννοια της λέξης, ανεξάρτητα από τη νομική του ιδιότητα και το ιδιοκτησιακό καθεστώς (βλ. Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες, Δρ Κώστας Παρασκευάς).  Η αστυνομία, ζητώντας ένταλμα έρευνας με αναφορά στον αιτητή, αναγνώρισε τα δικαιώματά που έχει ως ένοικος/κάτοικος εν τη εννοία του Άρθρου 16.  Είναι για το αντίθετο που θα μπορούσε να έχει παράπονο.

 

Για όλους τους παραπάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                          T.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π 



[1] Ως εκ της εμπλοκής ανηλίκου προσώπου θεωρήθηκε σκόπιμο να παραλειφθούν συγκεκριμένες αναφορές σε ονόματα, διεύθυνση ή άλλα προσδιοριστικά στοιχεία από το κείμενο της απόφασης, με συνεπακόλουθη ανάλογη παρέμβαση στον τίτλο της Αίτησης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο