ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΛΟΡΔΟΣ κ.α. ν. ΠΕΤΡΟΥ ΣΙΑΚΟΛΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, 23/3/2017

ECLI:CY:AD:2017:A102

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015)

 

23 Μαρτίου 2017

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ.]

 

                             1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΛΟΡΔΟΣ

                             2. ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΟΡΔΟΣ

                             3. ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

                             4. GDL TRADING LTD

                             5. ARGOMARKETS (LARNACA) LTD

                             6. ΠΡΙΝΟΣ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑ ΛΤΔ

                             7. ΠΡΙΝΟΣ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑ (ΠΑΛΛΟΥΡΙΩΤΙΣΣΑ) ΛΤΔ

                             8. ΠΑΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΗ

                             9. ΛΑΜΠΡΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ

                          10. C.D. FRESH FRUIT CO LTD

                          11. ARGOMARKETS WHOLESALES LTD

Εφεσειόντων/Εναγομένων/Καθ΄ων η Αίτηση

- και –

                        1. ΠΕΤΡΟΥ ΣΙΑΚΟΛΑ

                        2. ΓΙΑΝΝΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ

                        3. ΜΑΡΙΝΑΣ ΣΙΑΚΟΛΑ

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων/Αιτητών

-----------------

Α. Μαρκίδης με Ν. Βανέζου (κα) και Χ. Παπαχριστοδούλου, για τους εφεσείοντες.

Χρ. Κληρίδης με Α. Γεωργίου και Κ. Κληρίδη, για τους εφεσίβλητους.

---------------

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από

                         τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Tα υπό έφεση ενδιάμεσα διατάγματα εκδόθηκαν υπέρ των εναγόντων/εφεσιβλήτων, οι οποίοι είναι Διοικητικοί Σύμβουλοι Β της εναγόμενης 1 εταιρείας, που παρακάτω θα αναφέρεται ως «η Εταιρεία».  Η αγωγή στρέφεται, τόσο εναντίον της εταιρείας, εφόσον κατά τους ενάγοντες είναι παράγωγη και για τα συμφέροντα της εταιρείας, όσο και εναντίον αριθμού εταιρειών, οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα, είναι θυγατρικές της εταιρείας στα πλαίσια του Ομίλου Argomarkets.  Στρέφεται επίσης εναντίον και άλλων προσώπων που σχετίζονται με τις εταιρείες του εν λόγω Ομίλου.  Τα υπό έφεση διατάγματα εκδόθηκαν εναντίον των εναγομένων 2-12, εφεσιβλήθηκαν δε υπό όλων, πλην του εναγόμενου 9.

 

Η Εταιρεία εναγόμενη 1, είχε συσταθεί το 2001 με αρχικούς μετόχους, μεταξύ άλλων, τους ενάγοντες 1 και 2, ανά 25% έκαστος.  Τα δύο αυτά πρόσωπα μετείχαν και στο αρχικό διοικητικό συμβούλιο.  Τελικά, μετά από μεταβίβαση των μετοχών ενός τρίτου μετόχου, οι ενάγοντες 1 και 2 παρέμειναν μέτοχοι ανά 25% έκαστος, ενώ το υπόλοιπο 50% μεταβιβάστηκε στην GDL Trading Ltd (εναγόμενη 5) και στην Lordos Venture Capital Ltd, ανά 30% και 20% αντιστοίχως, συμφερόντων του Ομίλου Εταιρειών Λόρδος.

 

Η αλλαγή στη μετοχική βάση της εταιρείας ενεκρίθη σε ειδική συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου και συνοδεύτηκε από συμφωνία μεταξύ των παλαιών μετόχων, ήτοι των εναγόντων 1 και 2 και των νέων μετόχων, ήτοι των εν λόγω εταιρειών του Ομίλου Λόρδος.  Τελικά, το διοικητικό συμβούλιο διαμορφώθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε σήμερα να αποτελείται από τρεις Διοικητικούς Συμβούλους Β, ήτοι τους ενάγοντες 1, 2 και 3/εφεσίβλητους και τρεις Διοικητικούς Συμβούλους Α, ήτοι τους εναγόμενους 2, 3 και 4/εφεσείοντες 1, 2, 3, συμμετοχή που εμφανώς αντανακλά τους παλαιούς και νέους μετόχους.

 

Η τέτοια διαφοροποίηση αντανακλάται και στην επίδικη αντιπαράθεση, η οποία συνιστά, στην ουσία της, αντιπαράθεση μεταξύ παλαιών και νέων μετόχων/συμβούλων. 

 

Η εμπλοκή όλων αυτών εντάσσεται, κατά την εκδοχή των εναγόντων/εφεσιβλήτων, στην προσπάθεια των εναγομένων 2, 3, 4 και 5/εφεσειόντων 1, 2, 3 και 4 να ανατρέψουν την ξεκάθαρη οργανωτική δομή της Εταιρείας στα πλαίσια της οποίας την ευθύνη της διαχείρισης και καθημερινής της λειτουργίας θα συνέχιζαν να έχουν αποκλειστικά και από κοινού οι ιδρυτές της και παλαιοί μέτοχοι, με την αντίληψη ότι οι νέοι μέτοχοι προσήλθαν στην εταιρεία ως επενδυτές.

 

Η Εταιρεία, έχοντας ως αντικείμενο το εμπόριο φρέσκων φρούτων και λαχανικών και προσυσκευασμένων τροφίμων και αλλαντικών, υπό τη διαχείριση των ιδρυτών της και παλαιών μετόχων, διενεργούσε αυτόνομες εισαγωγές σε εμπορευματοκιβώτια απευθείας από τους παραγωγούς και ακολούθως πραγματοποιούσε κυρίως χονδρικές πωλήσεις στις θυγατρικές εταιρείες του Ομίλου Argomarkets με ένα μικρό ποσοστό κέρδους, της τάξεως του 5-10%.  Οι τελευταίες τροφοδοτούνταν άμεσα και δεσμευτικά από τη μητρική εταιρεία.

 

Περί το 2008, όμως και αφού η εναγόμενη 5/εφεσείουσα 4 εξαγόρασε το μερίδιο της Lordos Venture Capital Ltd και παρέμεινε κατά 50% μέτοχος, οι εναγόμενοι 2, 3 και 4/εφεσείοντες 1, 2 και 3, πάντα κατά την εκδοχή των εναγόντων, όπως δόθηκε μέσα από την ένορκη δήλωση του ενάγοντα 2, δεν επιτρέπουν ακώλυτη την καθημερινή διαχείριση της εταιρείας, αρνούνται συστηματικά να συγκατατεθούν στη λήψη αποφάσεων και γενικά εφαρμόζουν και ακολουθούν μια επιθετική πολιτική επί τη βάσει οργανωμένου σχεδίου ώστε να οδηγήσουν την εταιρεία σε αδυναμία λήψης αποφάσεων και σε αδιέξοδο και να εκτοπίσουν τους παλαιούς μετόχους/συμβούλους από τη διαχείριση της εταιρείας, ώστε να την χρησιμοποιήσουν για εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και των συμφερόντων του Ομίλου Εταιρειών Λόρδος. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι οι θυγατρικές εταιρείες του Ομίλου οφείλουν στην Εταιρεία ποσά που υπερβαίνουν τα δύο εκατομμύρια ευρώ, αυτές, με οδηγίες του εναγόμενου 2, αρνούνται να πληρώσουν τα οφειλόμενα.  Περιπλέον ο εναγόμενος 2 έδωσε σαφείς οδηγίες να μην αγοράζει καμιά θυγατρική εμπορεύματα από τη μητρική και όλες οι εισαγωγές εμπορευμάτων γίνονται από την εναγόμενη 6, μέσω απ΄ευθείας επικοινωνίας του εναγόμενου 2 με τους διάφορους προμηθευτές και όχι, όπως γινόταν παραδοσιακά από την Εταιρεία η οποία είχε την ευθύνη διαπραγμάτευσης και τοποθέτησης των παραγγελιών στους προμηθευτές και, ακολούθως, της πώλησης και διανομής των εμπορευμάτων στις θυγατρικές.  Τώρα οι θυγατρικές εταιρείες έμειναν έρμαιο της εναγόμενης 6 και πληρώνουν από 10% μέχρι και 55% πιο ακριβά τα εισαγόμενα προϊόντα.  Το αποτέλεσμα ήταν η μεν εναγόμενη 6 να καταχράται τη φήμη, την τεχνογνωσία και τις διασυνδέσεις της Εταιρείας, η δε Εταιρεία να μένει χωρίς αντικείμενο εργασίας, χωρίς ρευστότητα, να αναγκαστεί να αδρανοποιηθεί και να κλείσει, με συνέπεια να χάσουν τις εργασίες τους οι εργαζόμενοι σ΄αυτή. 

 

Οι αντιπαραθέσεις συνεχίζονται εδώ και 8 χρόνια.  Προκλήθηκαν αντιδικίες μεταξύ των οποίων η παρούσα, όπου οι παλαιοί μέτοχοι/σύμβουλοι καταχώρισαν αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εξασφάλισαν ενδιάμεσα διατάγματα, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. 

 

Ειδικότερα, εξασφάλισαν, αρχικώς χωρίς ειδοποίηση, διάταγμα που φέρεται ως «εμποδίζον τους εναγόμενους 2 έως 12 … από το να λαμβάνουν οποιοδήποτε μέτρο, απόφαση και/ή να προβαίνουν σ΄οποιοδήποτε ενέργεια δια την απευθείας εισαγωγή και/ή αγορά και/ή την προμήθεια από αυτούς φρούτων, λαχανικών, τυριών και άλλων προϊόντων που εμπορευόταν η εναγόμενη 1 εταιρεία και/ή εμπορεύεται παρά μόνο μέσω της εναγόμενης 1 εταιρείας και/ή με την προηγούμενη ενυπόγραφη έγκριση των εναγόντων».  Αργότερα, μετά από διαδικασία inter partes, το Δικαστήριο κατέστησε το διάταγμα απόλυτο, αφού τροποποίησε το λεκτικό αντικαθιστώντας τη φράση που φαίνεται ανωτέρω τονισμένη με την ακόλουθη: «που προμηθεύονταν από την εναγόμενη 1 εταιρεία» (Διάταγμα Α).

 

Περιπλέον, εξασφάλισαν, μετά από οδηγίες να επιδοθεί η ex parte αίτηση, inter partes διάταγμα «εμποδίζον τους εναγόμενους 2 έως 12 … από του να ενεργούν καθ΄οιονδήποτε τρόπο, για να προμηθεύονται εμπορεύματα που εμπορευόταν και/ή εμπορεύεται η εναγόμενη 1 εταιρεία ιδιαίτερα από τους προμηθευτές της που αναφέρονται κατωτέρω, χωρίς την προηγούμενη ενυπόγραφη έγκριση των εναγόντων (ακολουθεί αριθμός εταιρειών στην αλλοδαπή και την Κύπρο)» (Διάταγμα Β).

 

Περαιτέρω, εξασφάλισαν, αρχικώς χωρίς ειδοποίηση, διάταγμα, το οποίο αφού ακούστηκε η άλλη πλευρά κατέστη απόλυτο, «εμποδίζον τους εναγόμενους 2 έως 12 … από του να λαμβάνουν οποιοδήποτε μέτρο, απόφαση και/ή ενέργεια καθ΄οιονδήποτε τρόπο ώστε

(α) να προωθούν τη μεταφορά εργασιών της μητρικής εταιρείας εναγόμενης 1 Argomarkets Ltd σε οποιαδήποτε ή άλλη θυγατρική εταιρεία χωρίς να προηγηθεί νομότυπη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης 1 μητρικής εταιρείας

(β) να παρακωλύουν καθ΄οιονδήποτε τρόπο την είσπραξη οφειλομένων από τις θυγατρικές εταιρείες ποσών προς όφελος της μητρικής εναγομένης 1 εταιρείας

(γ) να παρεμποδίζουν καθ΄οιονδήποτε τρόπο την ομαλή λειτουργία των εργασιών της μητρικής εναγομένης 1 εταιρείας κατά το συνήθη τρόπο λειτουργίας και διεξαγωγής των εργασιών της» (Διάταγμα Γ)

 

Τέλος, σημειώνεται ότι διατάγματα που είχαν δοθεί μονομερώς τα οποία φέρονται ως διατάγματα που εμπόδιζαν εναγόμενους από του να αρνούνται και/ή παραλείπουν να υπογράφουν επιταγές της εναγόμενης 13 και της εναγόμενης 1 για την ομαλή διεξαγωγή των εργασιών τους συμπεριλαμβανομένων και πληρωμή των προμηθευτών τους, ακυρώθηκαν  ακολούθως inter partes (Διατάγματα Δ και Ε).

 

Η αντίδραση των εναγομένων, όπως εκφράστηκε μέσα από την ένορκη δήλωση του εναγόμενου 3 που συνόδευε την ένστασή τους, συνίσταται σε πλήρη άρνηση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς και στην απόδοση μιας εντελώς διαφορετικής εικόνας.  Είναι η θέση τους πως στο επίκεντρο βρίσκεται η από χρόνια συνομωσία των εναγόντων με τον πρώην οικονομικό διευθυντή του Ομίλου Argomarkets Μάριο Τιμινή εις βάρος των συμφερόντων της Εταιρείας στα πλαίσια της οποίας τα λογιστικά βιβλία και οι λογαριασμοί ήταν παραποιημένοι ώστε να αποκρύβονται συσσωρευμένες ζημίες και υπεξαιρέσεις της τάξης των τεσσάρων με πέντε εκατομμυρίων ευρώ.  Οι ενάγοντες από το 2013 προσπάθησαν να προκαλέσουν σύγκρουση και αδιέξοδο με σκοπό να αναγκάσουν τους μετόχους της άλλης πλευράς να τους πωλήσουν τις μετοχές τους ώστε, εν τέλει, να συγκαλυφθούν οι ευθύνες τους για τις παραποιήσεις των λογαριασμών και των λογιστικών βιβλίων.  Η σύγκρουση κορυφώθηκε με απειλές για διάλυση της Εταιρείας με διάφορους τρόπους, με τους εναγόμενους 2, 3 και 4 να ανθίστανται έχοντας ως γνώμονα τα συμφέροντα των εταιρειών του Ομίλου. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας παραθέσει τις εκατέρωθεν εκδοχές, θεώρησε ότι έκδηλα ικανοποιούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας).  Αντί, όμως, άλλης εξήγησης για την ουσιώδη αυτή διαπίστωση, θεώρησε «αρκετό να επισημάνει», όπως χαρακτηριστικά κατέγραψε, την εκδοχή των εναγόντων, αναφερόμενο, μάλιστα, σε παραβίαση γραπτών συμφωνιών εκ μέρους των εναγομένων βάσει των οποίων έγιναν μέτοχοι, χωρίς περαιτέρω παραπομπή σε τέτοιες συμφωνίες ή σε συγκεκριμένους όρους γραπτών συμφωνιών.  Αναφέρθηκε και στις άκρως αντίθετες θέσεις των εναγομένων, όπως τις χαρακτήρισε, λέγοντας όμως ότι αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης και εξαγωγής σχετικών ευρημάτων στο παρόν στάδιο της διαδικασίας.

 

Ο τρόπος που προσέγγισε, ως άνω, το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο προσβάλλεται με την παρούσα έφεση ως εσφαλμένος, εφόσον «με τη δικαιολογία της μη αξιολόγησης της μαρτυρίας στο ενδιάμεσο στάδιο, ουσιαστικά αγνόησε εντελώς τη μαρτυρία των εναγομένων και ασχολίαστα έλαβε ως δεδομένες τις θέσεις των αιτητών».  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγομένων/εφεσειόντων δεν αμφισβήτησε την αρχή ότι το δικαστήριο, σ΄αυτό το στάδιο, δεν προβαίνει σε ευρήματα και τελικά συμπεράσματα για τις εκδοχές που προβάλλονται ενώπιον του.  Εισηγήθηκε, όμως, ότι αναμφίβολα είναι αναγκαία κάποια αξιολόγηση της προσφερόμενης μαρτυρίας για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 32, χωρίς αυτή να ισοδυναμεί με τελεσίδικη κρίση.  Εν προκειμένω, κατέληξε, τέτοια αξιολόγηση δεν έγινε.  Αγνοήθηκε πλήρως η μαρτυρία των εφεσειόντων και έγινε αβασάνιστα δεκτή ως αληθής η εκδοχή των εφεσιβλήτων.

 

Αντιθέτως, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι επί του συνόλου της μαρτυρίας που άκουσε το Δικαστήριο, επέλεξε, αφού παρέθεσε με λεπτομέρεια τις θέσεις αμφοτέρων των πλευρών, να αποδεχθεί, στο εκ πρώτης όψεως πάντα στάδιο και στο βαθμό αξιολόγησης που επιτρεπόταν, την εκδοχή των εφεσιβλήτων και όχι εκείνη των εφεσειόντων.   Είναι φανερό ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε πως οι εφεσίβλητοι στοιχειοθέτησαν τις θέσεις τους, αλλά και κατέρριψαν τα όσα τους απέδωσαν οι εφεσείοντες.

 

Ορθή είναι η κοινή θέση ότι σ΄αυτό το στάδιο το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση και ευρήματα επί της ουσίας πέραν του ό,τι είναι αναγκαίο για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας που συνίστανται στη διαπίστωση του κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 και οι σχετικές αρχές της νομολογίας (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Demades Overseas Ltd v. Studio Ma. St Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 799, Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015, Μιχαηλίδης v. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209).

 

Όπως εξηγήθηκε στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία, συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσής του.  Συνεπώς, τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία.  Το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ ψηλό. Ό,τι απαιτείται να καταδειχθεί, είναι η πιθανότητα επιτυχίας, ήτοι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων».  Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι, «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς.  Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο

 

Εν προκειμένω, όμως, όντως ελλείπει παντελώς η αναγκαία αξιολόγηση υπό την παραπάνω έννοια, για τους συγκεκριμένους περιορισμένους σκοπούς.  Η εκατέρωθεν παράθεση των δύο εκδοχών δεν επαρκούσε.  Ό,τι προκύπτει από τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε τα  πράγματα, είναι ότι, όπως οι εφεσείοντες παραπονούνται, υιοθέτησε την εκδοχή των εναγόντων χωρίς να εκτιμήσει την προοπτική επιτυχίας της σε συνάρτηση με την αντίθετη εκδοχή που, όχι γενικόλογα, προβλήθηκε.

 

Σ΄αυτά τα πλαίσια, δεν συνεκτιμήθηκε λ.χ., μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι οι εναγόμενοι 2, 3 και 4 εξασφάλισαν στην αγωγή 5796/14, Ε.Δ. Λευκωσίας, διάταγμα τύπου Anton Piller προς διερεύνηση των λογαριασμών της Εταιρείας, οπότε, κατά τους εναγόμενους, αποκαλύφθηκαν παραποιήσεις στο λογαριασμό της Εταιρείας.  Το αποτέλεσμα  ήταν η υποβολή παραίτησης από τον κ. Μάριο Τιμινή, ήτοι το πρόσωπο που κατά την εκδοχή των εναγομένων βρισκόταν στο επίκεντρο της άνομης δραστηριότητας των εναγόντων, προβαίνοντας σε παραποιήσεις λογιστικών βιβλίων και λογαριασμών. Ούτε συνεκτιμήθηκε το γεγονός ότι ακολούθως, στις 10.11.2014, έλαβε χώρα συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας με συμμετοχή των εναγομένων 2, 3 και 4, αλλά και του ενάγοντα 1, στην οποία έγινε ομόφωνα αποδεκτή η παραίτηση Τιμινή.  Το πρακτικό εκείνο, κατά την εκδοχή των εναγόντων (βλ. παρ. 32 της Έκθεσης Απαίτησης) «στην ουσία παρέδωσε την Διοίκηση της Εταιρείας στον μέτοχο Α και στους Διοικητικούς Συμβούλους Α.»  Το γεγονός ότι τέτοιο πρακτικό υπεγράφη από τον ενάγοντα 1, δεν συνάδει με την μετέπειτα εκδοχή των εναγόντων, αλλά τούτο δεν συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο που αρκέστηκε να ενεργήσει επί τέτοιας εκδοχής.

 

Βεβαίως, ήταν η θέση των εναγόντων ότι οι εναγόμενοι απέσπασαν από το Δικαστήριο το διάταγμα Anton Piller με ψευδείς παραστάσεις και παραποιημένα δικαιολογητικά. Περιπλέον, όπως κατέγραψε το Δικαστήριο ο ενάγοντας 1 όπως και οι άλλοι ενάγοντες στην υπό εξέταση αγωγή, καταχώρισαν εναντίον των ιδίων εναγομένων την αγωγή 617/2015, Ε.Δ. Λευκωσίας, ζητώντας τον παραμερισμό των υπογραφών και ακύρωση των πρακτικών συνεδριάσεων/συμφωνιών/αποφάσεων/ ψηφισμάτων των εναγομένων εταιρειών ημερομηνίας 10.11.2014 και άλλων ημερομηνιών, ως προϊόν καταπίεσης και/ή ανεπίτρεπτου επηρεασμού και/ή ψυχικής πίεσης και/ή εκβιασμού/απειλής.  Όμως, πέραν της καταγραφής όλων αυτών ως γεγονότων, το Δικαστήριο δεν  συνεκτίμησε ότι, όχι μόνο επρόκειτο για αντίθετες εκδοχές, αλλά και ότι οι εκδοχές αυτές ήταν ήδη επίδικες στην εν λόγω αγωγή 617/2015, με δεδομένη πάντως, υπό τα μέχρι τότε δεδομένα, της συμμετοχής του ενάγοντα 1 στα διαδραματισθέντα της 10.11.2014.

 

Η εν γένει αντιπαράθεση δε, είναι και το αντικείμενο της Αίτησης Εταιρειών 802/2014 που ο ενάγοντας 1 καταχώρισε επιδιώκοντας όπως οι Καθ΄ων η Αίτηση Μέτοχοι Α της Εταιρείας (εναγόμενη εταιρεία 5) διαταχθούν όπως πωλήσουν τις μετοχές τους στην εταιρεία στον αιτητή δυνάμει του άρθρου 202  του Κεφ. 113 (Εναλλακτική θεραπεία για εκκαθάριση σε περιπτώσεις καταπίεσης).  Όπως και εν προκειμένω, προβάλλεται και εκεί ο ισχυρισμός ότι οι Σύμβουλοι Α και ο Μέτοχος Α περί το 2008 άρχισαν να εφαρμόζουν και να ακολουθούν μια καλά προσχεδιασμένη και μεθοδευμένη επιθετική τακτική/πολιτική επί τη βάσει ενός πολύ καλά οργανωμένου σχεδίου για υπόθαλψη των Μετόχων Β και Διοικητικών Συμβούλων Β και δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων και τεχνικών εντάσεων στην Εταιρεία ούτως ώστε να την οδηγήσουν σε αδιέξοδο, να εκτοπίσουν την άλλη πλευρά και να αναλάβουν τη διαχείριση της Εταιρείας χρησιμοποιώντας την για δικά τους συμφέροντα.  Εκκρεμοδικίες υπάρχουν και άλλες.  Υπάρχει η αγωγή 5796/2014 Ε.Δ. Λευκωσίας, με ενάγοντες τους νυν εναγόμενους 2, 3, 4 και εναγόμενους τους νυν ενάγοντες τον Μάριο Τιμινή, την Εταιρεία, την εναγόμενη 6, την εναγόμενη 13, την εναγόμενη 7 και την εναγόμενη 8, η οποία επίσης περιστρέφεται γύρω από τη μεταξύ τους σύγκρουση.

 

Η επιλογή του Δικαστηρίου να ενεργήσει επί της εκδοχής των εναγόντων χωρίς άλλη εξήγηση, δεν ήταν θεμιτή, ιδιαίτερα υπό το σύνολο των περιστάσεων. 

 

Αλλά και ως προς τον τρόπο που προσέγγισε την συνδρομή της πρώτης προϋπόθεσης, περί διαπίστωσης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, παραπονούνται οι εναγόμενοι.  Η προϋπόθεση αυτή σημαίνει να αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση με βάση τη δύναμη των δικογράφων (Odysseos v. Pieris Estates Ltd (ανωτέρω)).  H έκθεση απαίτησης, εν προκειμένω, αναφέρεται σε συνομωσία και δόλο και είναι υπό τη μορφή λεπτομερειών συνομωσίας και δόλου που παρέχονται οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί των εναγόντων αναφορικά με τον παραγκωνισμό της Εταιρείας ώστε όλες οι εισαγωγές να γίνονται πλέον από την εναγόμενη 6 και τη μεταβολή στον παραδοσιακό και συμφωνηθέντα δια της αναφερόμενης συμφωνίας μετόχων τρόπο λειτουργίας της Εταιρείας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη συνδρομή της πρώτης προϋπόθεσης αυτοτελώς, σε συνάρτηση με την έκθεση απαίτησης και τις επικαλούμενες αιτίες αγωγής, παρά μόνο σωρευτικά, μαζί με τη δεύτερη προϋπόθεση, θεώρησε ότι «με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ικανοποιούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32».  Στη συνέχεια δε, στο καίριο εκείνο σημείο όπου, έστω λεκτικά αναφέρεται στη συνδρομή των δύο προϋποθέσεων του άρθρου 32, κάνει λόγο σε παραβίαση γραπτών συμφωνιών, αφήνοντας την εντύπωση ότι λειτούργησε με την αντίληψη πως επρόκειτο για υπόθεση παράβασης γραπτής συμφωνίας.  Εν πάση περιπτώσει, δεν εξετάστηκαν σε σχέση με τη συνδρομή ή μη της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32, ως απαιτείτο και στο βαθμό βεβαίως που απαιτείτο, οι προβαλλόμενες αιτίες αγωγής, η συνομωσία και ο δόλος. Δεν προσδιορίστηκαν οι έννοιες των αστικών αυτών αδικημάτων με ζητούμενο κατά πόσον από την έκθεση απαίτησης αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση.

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση (ανεπάρκεια αποζημιώσεων) οι εναγόμενοι/εφεσείοντες παραπονούνται και πάλι ότι το Δικαστήριο δέχθηκε αβασάνιστα την επί του προκειμένου εκδοχή των εναγόντων, χωρίς να αξιολογήσει τη μαρτυρία η οποία κατεδείκνυε ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε κίνδυνος να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία η Εταιρεία.  Τούτο γιατί η εφεσείουσα 5 είναι κατά 80% θυγατρική της Εταιρείας και οι υπόλοιπες εφεσείουσες εταιρείες, καθ΄ολοκληρία.  Συνεπώς, τα κέρδη των θυγατρικών αποτελούν κέρδος της εταιρείας.  Εν πάση περιπτώσει, οι ενάγοντες δεν έθεσαν ζήτημα αφερεγγυότητας των εναγομένων.  Ως προς τα ζητήματα αυτά το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στην διαπίστωση ότι η ζημιά θα ήταν ανεπανόρθωτη και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αποτιμηθεί σε χρήμα, εφόσον πρόκειται για ζημιά που εμφανέστατα θέτει σε κίνδυνο την εμπορική επιχείρηση της Εταιρείας. Στη θέση των εναγόντων ότι η αποτίμηση της ζημιάς σε χρήμα θα ήταν δύσκολη και αδύνατη, λαμβανομένης υπόψη της απώλειας προοπτικής εργασιών και κερδών και της απώλειας αντιπροσωπειών και προμηθευτών, ότι οι ενέργειες των εναγομένων, αν δεν εμποδιστούν, θα οδηγήσουν με βεβαιότητα στο κλείσιμο της Εταιρείας και της εναγόμενης 13 και ότι η καταστροφή της Εταιρείας θα συμπαρασύρει και τις θυγατρικές, το Δικαστήριο δεν αντιπαρέλαβε προς συνεκτίμηση την προαναφερθείσα θέση των εναγομένων. 

 

Πέραν της διαπίστωσής μας περί πλημμελούς αξιολόγησης της συνδρομής των εκ του νόμου προϋποθέσεων, κρίνουμε ότι όντως, όπως παραπονούνται οι εφεσείοντες, δεν ήταν υπό τις περιστάσεις κατάλληλη, εν πάση περιπτώσει, η περίπτωση για να δοθούν τα υπό έφεση διατάγματα και μάλιστα, εν μέρει, χωρίς ειδοποίηση.  Ειδικότερα το Διάταγμα Α παρά τη φαινομενικά απαγορευτική του διατύπωση, στην πραγματικότητα εξανάγκαζε τους εναγόμενους να συνεχίσουν να προμηθεύονται τα προϊόντα  που προμηθεύονταν μέχρι τότε από την Εταιρεία. Ως προς τη φειδώ με την οποία μπορεί να εκδίδεται ένα ενδιάμεσο προστακτικό διάταγμα, παραπέμπουμε στις υποθέσεις  RKB Leathergoods Limited v. Αγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071 και Τσιερκέζου ν. Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 734.  

 

Ήταν η θέση των εφεσειόντων, που δεν συνεκτιμήθηκε, ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας από την Εταιρεία και είχαν δικαίωμα να προμηθεύονται από οποιοδήποτε προμηθευτή της επιλογής τους.  Παρέπεμψαν δε σε απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων των εφεσειουσών ότι αυτές θα αγόραζαν από τον προμηθευτή με τους πιο ανταγωνιστικούς όρους και όπου εταιρεία του Ομίλου Argomarkets προσέφερε εξίσου ανταγωνιστικούς όρους με τον καλύτερο προμηθευτή, τότε θα προτιμάτο η σχετική εταιρεία του Ομίλου.  Αυτά συνιστούσαν κατά τους εφεσείοντες, προσπάθεια εξυγίανσης του όλου Ομίλου βασισμένη στην αρχή της αυτόνομης λειτουργίας της κάθε εταιρείας με στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους.  Σ΄αυτά τα πλαίσια τα επίδικα διατάγματα και ειδικά το Διάταγμα Α, συνιστούσε, κατά βασική εισήγηση των εφεσειόντων, καταναγκαστική παρέμβαση στο δικαίωμα των διοικητικών οργάνων της εταιρείας να ρυθμίζουν οι ίδιοι τις υποθέσεις τους, τέτοιας σημασίας και δραστικότητας ώστε να τίθεται και ζήτημα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων (Άρθρα 25 και 26 του Συντάγματος). 

 

Το Δικαστήριο, όμως, σημειώνοντας ότι η νομολογία στην οποία παραπέμφθηκε αφορούσε την κήρυξη νομοθετικών προνοιών ως αντισυνταγματικές και όχι προσωρινά διατάγματα, θεώρησε ότι στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο της διαδικασίας δεν μπορούσε να εξετάσει κατά πόσο το Διάταγμα Α παραβιάζει τα Άρθρα 25 και 26 του Συντάγματος και παρακωλύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό.  Δεν ήταν όμως αυτό το ζητούμενο.  Ζητούμενο ήταν η διαπίστωση της δραστικότητας του διατάγματος και η εξισορρόπηση, υπό το φως των πραγματικών διαστάσεων του διατάγματος, των συμφερόντων αντιστοίχως.

 

Ενόψει των παραπάνω διαπιστώσεών μας που κρίνουν την τύχη της έφεσης και των διαταγμάτων, δεν θεωρούμε αναγκαίο να επεκταθούμε σε όλο το εύρος των θεμάτων που κάλυψε η έφεση και επί των οποίων με επιμέλεια αγόρευσαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων. 

 

Η έφεση γίνεται δεκτή. Τα επίδικα διατάγματα ακυρώνονται.  Έξοδα της έφεσης €2500 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

                                                          Π. Παναγή, Δ.

 

                                                          Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο